text
stringlengths 17
932k
| label
int64 0
388
|
---|---|
31. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αριθ. 17631 της 15 Σεπτ./2Οκτ. 1989 (ΦΕΚ Β΄ 731) Κήρυξη υποχρεωτικής της από 5.6.89 ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού καθαριότητας με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου Δημοσίων Καταστημάτων Βόρειας Ελλάδος Θεσσαλίας. | 263 |
8. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Αριθ. 114/518 της 11/21 Μαρτ. 1974 (ΦΕΚ Β΄ 343) Περί αναπροσαρμογής των υπό του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Χημικών παρεχομένων συντάξεων. Έχοντες υπ’ όψει: α)Τας διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 4577/66 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και άλλων τινών διατάξεων». β)Τας διατάξεις του άρθρ. 24 του Καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Χημικών. γ)Τας διατάξεις του άρθρ. 42 του υπ’ αριθ. 175/73 Ν.Δ/τος «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων» τεθέντος εν ισχύϊ δια του υπ’ αριθ. 396/73 Π.Δ/τος. δ)Την γνώμην του Διοικ. Συμβουλίου του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Χημικών, ληφθείσαν κατά την υπ’ αριθ. 1595/40/1.11.73 συνεδρίασιν αυτού, αποφασίζομεν: Αι υπό του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Χημικών καταβαλλόμεναι συντάξεις ων η έναρξις εμπίπτει εις το μέχρι της 31.4.73 χρονικόν διάστημα αναπροσαρμόζονται από 1 Ιαν. 1974, βάσει των από 1.5.1973 ισχυουσών νέων βασικών αποδοχών των επιστημόνων Χημικών, των απασχολουμένων δυνάμει, σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. | 331 |
90. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 15 της 28/28 Αυγ. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 233) Περί καταργήσεως της παρά τω Υπουργείω Εξωτερικών θέσεως του Γενικού Γραμματέως. | 180 |
Εγγραφή των Οδοντιάτρων του Νομού Ευρυτανίας, στον Οδοντιατρικό Σύλλογο Φθιώτιδας. Οι επαγγελματικώς εγκατεστημένοι Οδοντίατροι στο Νομό Ευρυτανίας μπορούν να αποτελούν μέλη του Οδοντιατρικού Συλλόγου Φθιώτιδας. Στον Υφυπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος. | 332 |
98. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Αριθ. 309764/6724 της 9 Σεπτ./10 Οκτ. 1975 (ΦΕΚ Β΄ 1141) Περί καθορισμού οικειακών φαρμάκων δια την καταπολέμησιν των ερπόντων εντόμων: Σελ.410,46(β) Τεύχος 595-Σελ.86 1.Καθορίζομεν ως κατάλληλα οικιακά φάρμακα δια ψεκασμούς επιφανειών, προς καταπολέμησιν μη ιπταμένων εντόμων εις οικίας, αποθήκας κλπ. τα περιέχοντα τας ακολούθους δρώσας ουσίας, και συγκεντρώσεις τούτων κατά μορφήν σκευάσματος, ήτοι: Ι.Οικιακά φάρμακα υπό μορφήν εκνεφώματος (ΑEROSOL). α)PIRIMIPHOS-METHYL (ACTELLIC) εις συγκέντρωσιν 2%. β)DIOXACARB (FAMID, ELOCRON κ.λ.π.), εις συγκέντρωσιν 1%. γ)CHLORPYRIFOS (DURSBAN), εις συγκέντρωσιν 1%. δ)DIAZINON (BASUDIN κ.λ.π.), εις συγκέντρωσιν από 0,5% έως 1%. ε)PROPOXUR (BAYGON, BLATTANEX κ.λ.π.), εις συγκέντρωσιν από 1% έως 2%. ς)BROMOPHOS-METHYL, εις συγκέντρωσιν από 0,804%. ΙΙ.Οικιακά φάρμακα υπό υγράν μορφήν: α)DIOXACARB (FAMID, ELOCRON), εις συγκέντρωσιν από 2,50 έως 5%. β)IODOFENPHOS (NUV ANOL, ALFACTRON, κλπ.) εις συγκέντρωσιν 5%. γ)PROPOXUR (BAYGON, BLATTANEX κ.λ.π.), εις συγκέντρωσιν 1%. δ)MALATHION, εις συγκέντρωσιν από 5% έως 6%. III.Oικιακά φάρμακα υπό μορφήν κόνεως: α)DIOXACARB (FAMID, ELOCRON κ.λ.π.), εις συγκέντρωσιν από 2,5% έως 5%. β)IODOFENPHOS (NUV ALON, ALFACRON κ.λ.π.) εις συγκέντρωσιν 5%. γ)PROPOXUR (BAYGON, BLATTANEX κλπ.) εις συγκέντρωσιν 1%. δ)MALATHION, εις συγκέντρωσιν 5% έως και 6%. 2.Ορίζομεν, όπως αναγράφωνται υπό των υπευθύνων της κυκλοφορίας των ως άνω οικιακών φαρμάκων αι ενδεδειγμέναι συστάσεις επί του κειμένου της εκικέττας, ως καθορίζονται αύται υπό των εκάστοτε αποφάσεων ημών. Η παρούσα, ης η ισχύς άρχεται από της υπογραφής της, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 16.Ε.β.97-98 ΄Αμυνα κατά των ασθενειών των Φυτών | 251 |
28. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. 400/772 της 13/17 Μαΐου 1985 (ΦΕΚ Β' 301) (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β' 550/19 Σεπτ. 1985) Υπαγωγή στην υγειονομική περίθαλψη του ΟΓΑ των οικονομικά αδύνατων ανάπηρων ανασφάλιστων ομογενών Ελλήνων υπηκόων. Με την 400/500/1 Ιουλ.-19 Σεπτ. 1986 (ΦΕΚ Β' 594) απόφ. Υπ. Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν. Ασφαλίσεων, η άνω απόφαση ανακλήθηκε διότι η Δ/νση Ιατρικής Αντίληψης του Υπουργείου εφαρμόζει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 57/1973 πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για τους ανωτέρω με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις. | 354 |
10. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 13/19 Φεβρ. 1937 Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου των ν. 6094, 6236 και του Α. Νόμου υπ’ αριθ. 128/1936 περί οργανώσεως της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών και περί προσόντων διορισμού, προαγωγής, μεταθέσεως, παύσεως, πειθαρχικής εξουσίας και αδειών των υπαλλήλων και υπηρετών αυτής. Εκδίδεται κατά το άρθρ. 21 Α.Ν. 128 (ανωτ. αρ. 9). Κωδικοποιούνται εις ενιαίον κείμενον νόμου φέροντος τον αριθμόν 128/1936 άπασαι αι περί γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών διατάξεις αι θεσπισθείσαι υπό των ν. 6094, 6236 και του Α.Ν. υπ’ αριθ. 128/1936 ως έπεται. Κωδικοποιημένος Νόμος υπ’ αριθ. 128/1936 Περί οργανώσεως της γραμματείας των δικαστηρίων και εισαγγελιών και περί προσόντων διορισμού, προαγωγής, μεταθέσεως, παύσεως, πειθαρχικής εξουσίας και αδειών των υπαλλήλων, και υπηρετών αυτής. Βλ. και άρθρ. 122 επ. Οργ. Δικ. κλπ. (6.Βα.1). Άρθρ.1.-63.(Αναγόμενα εις θέματα ρυθμιζόμενα υπό του κατωτ. Ν.Δ. 1025/1971 δέον να θεωρηθώσι καταργηθέντα δια του άρθρ. 185 του Ν.Δ/τος τούτου). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄ Οργάνωσις των δικαστικών γραφείων Άρθρ.70.(Άρθρ. 18 ν. 6236).-1.Εν ελλείψει ή ανυπερβλήτω κωλύματι του γραμματέως Ειρηνοδικείου όπως συμμετάσχη εις την σύνθεσιν του δικαστηρίου η εκδίκασις των πολιτικών υποθέσεων εν κατεπειγούσαις περιπτώσεσι γίνεται υπό μόνον του ειρηνοδίκου ή του νομίμου αναπληρωτού του, μη απαιτουμένης δια το κύρος της πράξεως της συμπράξεως γραμματέως. Πάντα Σελ. 184(α) Τεύχος 437-Σελ. 2 τα κατά νόμον καθήκοντα του γραμματέως εκτελεί εν τη περιπτώσει ταύτη ο ειρηνοδίκης ή ο νόμιμος αναπληρωτής του συνυπογραφομένων των πρακτικών υπό των διαδίκων ή πληρεξουσίων, εάν δε ούτοι αρνηθώσι να υπογράψωσι η εκδίκασις της υποθέσεως προχωρεί. 2.Πάντες οι εν τη αυτή περιφερεία Πρωτοδικείου γραμματείς και υπογραμματείς Ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων αναπληρούσιν αλλήλους εν απουσία, κωλύματι, ή ανυπαρξία τινός τούτων έν τινι περιφερεία τη παραγγελία του εισαγγελέως των πρωτοδικών. Η αναπλήρωσις ουδέποτε δύναται να διαταχθή δια χρονικόν διαστημα πλέον των 15 ημερών. Άρθρ.71.(Άρθρ. 68 ν. 6094).-(Τροποποιείται το άρθρ. 125 οργ. δικαστηρίων και συμβολαιογράφων, 6.Βα.1). Άρθρ.72.(Άρθρ. 69 ν. 6094 ως αντικατεστάθη υπό του άρθρ. 12 ν. 6236).-1.Τα δυνάμει των νόμων περί προσωρινών μέτρων εν ταις περί διακατοχής διαφοραίς (10.Γζ) καταβαλλόμενα εις τους ειρηνοδίκας και γραμματείς Ειρηνοδικείων δικαιώματα, λόγω οδοιπορικών εξόδων, καταργούνται, επιβάλλεται δε επί πάσης αιτήσεως περί λήψεως προσωρινών μέτρων υπό του ειρηνοδίκου εν ταις περιπτώσεσι του άρθρ. 490 παραγρ. ς΄ της Πολιτικής Δικονομίας ειδικόν τέλος δικαστικού ενσήμου δραχμών 50 προκειμένου περί επιδίκου κειμένου εντός της έδρας του Ειρηνοδίκου και δραχμών 150 προκειμένου περί επιδίκου κειμένου εκτός της έδρας του Ειρηνοδίκου. Το ειδικόν τούτο τέλος εισπράττεται κατά τα οριζόμενα υπό του Π.Δ. της 7/18 Ιουλ. 1928 περί του τρόπου της εισπράξεως του υπό του ν. ΓπΟΗ΄ του 1912 επιβαλλομένου τέλους κλπ. (τόμ. 28), ούτινος άπασαι αι διατάξεις έχουσι και εν προκειμένω εφαρμογήν. Εν ταις τοιαύταις περί προσωρινών μέτρων δίκαις και ταις λοιπαίς ταις διεξαγομέναις εν τω επιδίκω τόπω η εν αυτώ μετάβασις των μελών του δικαστηρίου γίνεται επιμελεία του επισπεύδοντος διαδίκου. 2.Αι παρά φυσικών, ή νομικών προσώπων καταβαλλόμεναι άχρι τούδε εις τους ειρηνοδίκας ή πταισματοδίκας παροχαί ή αμοιβαί ως προέδρους, ή μέλη οιωνδήποτε επιτροπών ή συμβουλίων και τα πάσης φύσεως άλλα δικαιώματα αυτών, ως και τα δυνάμει των κειμένων διατάξεων κεκανονισμένα αντιγραφικά και άλλα δικαιώματα των εν άρθρ. 1 του παρόντος αναφερομένων δικαστικών υπαλλήλων και των γραμματέων, υπογραμματέων, γραφέων και δακτυλογράφων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως και τα δια διατάξεων νεωτέρων νόμων θεσπιζόμενα περιέρχονται εις το δημόσιον, δεν δικαιούνται δε ούτοι ουδεμιάς απολύτως προσθέτου αμοιβής δια πάσαν παρεχομένην παρ’ αυτών υπηρεσίαν. Η αληθής ερμηνεία της δευτέρας περιόδου της παρ. 2 του άρθρ. 12 του ν. 6236 είναι 6.Β.ε.10 Γραμματεία των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών ότι αύτη δεν έχει ισχύν δια την εκ της εφαρμογής του Αγροτικού Νόμου εισπραττομένην αμοιβήν των γραμματέων των επιτροπών απαλλοτριώσεων δικαστικών υπαλλήλων (άρθρ. 99 Α.Ν. 1722/1939 (τόμ. 17). Επί τη παρ. 2 πρβλ. και εξαιρέσεις υπό του Α.Ν. 777/1937 (κατωτ. αρ. 12) του άρθρ. 8 παρ. 3 Α.Ν. 386/1936 και Α.Ν. 1570/1939 (6.Βθ) και του άρθρ. 99 Α.Ν. 1722/1939 (τόμ. 17). Επ’ αυτής εξεδόθη η εγκ. υπ. Δικαιοσύνης 43869/24 του 1938 περί αποκλεισμού εκ πάσης προσθέτου αμοιβής των ειρηνοδικών, ως και των υπαλλήλων της γραμματείας των δικαστηρίων. Βλ. και άρθρ. 9 και 10 ν. 202/1914 (6.Βα.20), ήδη δε γενικώς άρθρ. 11 και 12 Α.Ν. 1502/1950 περί ρυθμίσεως των αποδοχών των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων, κλπ. (τόμ. 2). Βάσει των ανωτέρω διατάξεων, ως και των διατάξεων των άρθρ. 73 και 74 είχεν εκδοθή το Π.Δ. της 7/22 Οκτ. 1934 περί εκτελέσεως των άρθρ. 69, 70 και 71 του ν. 6094 ως ετροποποιήθησαν υπό του ν. 6236 περί οργανώσεως της γραμματείας των δικαστηρίων κλπ., όπερ όμως κατηργήθη υπό του άρθρ. 9 Α.Ν. 20/20 Νοεμ. 1934 (6.Βθ.2). Άρθρ.73.(Άρθρ. 70 ν. 6094 ως αντικατεστάθη υπό του άρθρ. 13 ν. 6236).-Δια Δ/τος εφ’ άπαξ εκδιδομένου προτάσει του επί της Δικαιοσύνης υπουργού θέλουσι καθορισθή: 1.Οι υπόχρεοι προς καταβολήν ή προκαταβολήν των τελών χαρτοσήμου και αντιγραφικών (ή άλλων) δικαιωμάτων των αντιγράφων δικαστικών αποφάσεων, πρακτικών, βουλευμάτων και άλλων πράξεων των δικαστηρίων, δικαστικών συμβουλίων, εισαγγελιών, ανακριτών και άλλων δικαστικών αρχών ή υπαλλήλων, το ποσόν αυτών και ο τρόπος της εισπράξεως υπό του δημοσίου ταμείου και τα αποτελέσματα της μη καταβολής αυτών υπό των υποχρέων. 2.Ο τρόπος της εκδόσεως των αντιγράφων, αποφάσεων δικαστηρίων, πρακτικών αυτών, βουλευμάτων, ανακριτικών εκθέσεων και λοιπών πράξεων δικαστηρίων και των δικαστικών υπαλλήλων και εν γένει πάντων των εν τοις αρχείοις των δικαστηρίων, εισαγγελιών και λοιπών δικαστικών γραφείων κατατεθειμένων δικογράφων, προτάσεων, εισηγητικών εκθέσεων και παντός είδους εγγράφων, αι δια το κύρος των αντιγράφων τούτων και των εκ τούτων εκδιδομένων αντιπεφωνημένων τοιούτων, ως και αι δια το παραδεκτόν ή μη αυτών κατά των δικαστηρίων και άλλων αρχών απαιτούμεναι διατυπώσεις. Βλ. Β.Δ. 30/30 Ιουν. 1936 και λοιπήν περί αντιγραφικών δικαιωμάτων νομοθεσία εν 6.Βθ. Άρθρ.74.(Άρθρ. 71 ν. 6094 ως αντικατεστάθη υπό του άρθρ. 14 ν. 6236).-1.Δια Δ/τος εφ’ άπαξ εκδιδομένου προτάσει των υπουργών της Δικαιοσύνης και Οικονομικών δύνανται ν’ αυξηθώσι τα αντιγραφικά. 2.Δια Β.Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του επί της Δικαιοσύνης υπουργού, καθορίζονται τα εξεταστέα μαθήματα προς κατάληψιν θέσεων δικαστικών γραφείων β΄ τάξεως ως και αι λεπτομέρειαι του διαγωνισμού και η αμοιβή των επιτροπών υπό των υποψηφίων. Η παρ. 2 αντικατεστάθη ως άνω υπό του άρθρ. 4 Α.Ν. 2451/1940 (κατωτ. αρ. 14). Άρθρ.75.(Άρθρ. 72 ν. 6094).-Δια Δ/τος εφ’ άπαξ εκδιδομένου προτάσει του επί της Δικαιοσύνης υπουργού θα καθορισθώσι τα της καθαριότητος των δικαστικών γραφείων και τα του διορισμού των καθαριστών ή καθαριστριών. Αι διατάξεις των ανωτέρω άρθρ. 64-75 ισχύουσιν αν και εφ’ όσον δεν αντίκεινται εις τας διατάξεις του κατωτ. Ν.Δ. 1025/1971. Άρθρ.76-77(Μεταβατικαί διατάξεις). Άρθρ.64.(Άρθρ.61 ν. 6094).-1.Η γραμματεία των δικαστηρίων ή εισαγγελιών διαιρείται εις τμήματα, οσάκις υπηρετούσι παρ’ αυτή πλείονες των 5 υπαλλήλων. Η διαίρεσις των τμημάτων γίνεται ανά τριετίαν τη προτάσει των γραμματέων των δικαστηρίων ή της εισαγγελίας δι’ αποφάσεως της ολομελείας του δικαστηρίου ή του ειρηνοδίκου ή πταισματοδίκου, όπου δε υπηρετούσι πλείονες του ενός ειρηνοδίκαι ή πταισματοδίκαι δι’ αποφάσεως απάντων των ειρηνοδικών ή πταισματοδικών ή τουλάχιστον των 2/3 εξ αυτών. Εν τη αποφάσει ορίζεται ο αριθμός των τμημάτων, η αρμοδιότης εκάστου τμήματος και ο αριθμός των εκάστω τμήματι υπηρετούντων υπαλλήλων. Των ούτω συνιστομένων τμημάτων προΐστανται οι δικαστικοί γραμματείς β΄ και τοιούτων μη υπαρχόντων οι δικαστικοί γραμματείς γ΄ και εν ελλείψει και τούτων οι υπογραμματείς οι οποίοι τοποθετούνται κατόπιν αποφάσεως της ολομελείας του αρμοδίου δικαστηρίου. Προϊστάμενος του τμήματος όπερ διευθύνει ο γραμματεύς του δικαστηρίου είναι υποχρεωτικώς ούτος. 2.Αι αποφάσεις των δικαστηρίων υποβάλλονται υπό την έγκρισιν του υπουργού της Δικαιοσύνης δυναμένου να τροποποιήση ταύτας. Άρθρ.78-81.-(Κατηργήθησαν δια του άρθρ. 15 Ν.Δ. 1041/1942, κατωτ. αρ. 15). Άρθρ.82.-(Μεταβατική διαταξις). Άρθρ.83.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 15 Ν.Δ. 1041/1942). Άρθρ.84.(Άρθρ. 75 ν. 6094, άρθρ. 20 Α.Ν. υπ’ αριθ. 128/1936).-Καταργούνται όσον αφορά τους εν τω άρθρ. 1 του παρόντος αναφερομένους υπαλλήλους και υπηρέτας: α)Τα άρθρ. 15-17 του ν. ΓΥ ΛΖ΄, ως ετροποποιήθησαν υπό του άρθρ. 7 του ν. ΓΩ΄, 19 και 20 του αυτού νόμου, ως ετροποποιήθησαν υπό του άρθρ. 3 του ν. 5003, 21 του αυτού νόμου, ως ετροποποιήθη υπό του άρθρ. 8 του ν. 3859, η 2 παράγραφος του άρθρ. 22 του νόμου ως ετροποποιήθη υπό του άρθρ. 4 του ν. 5003, β)Τα άρθρ. 1-4 του ν. ΦΜ΄ (τόμ. 2). γ)Ο ν. ΥΜΓ΄, δ)τα άρθρ. 1-9, 16 και 17 του ν. 104, ε)Το Ν.Δ. της 6 Δεκ. 1923 περί επαναφοράς εις την υπηρεσίαν δικαστικών λειτουργών αποχωρησάντων δια λόγους υγείας, ς)το άρθρ. 1 παρ. 1 και το άρθρ. 3 του Ν.Δ. της 11/15 Νοεμ. 1922 περί μητρώου των εις το υπουργείον Δικαιοσύνης υπαγομένων υπαλλήλων, ζ)το Ν.Δ. της 25/27 Ιουλ. 1923 περί αδειών των πολιτικών υπαλλήλων και υπηρετών (τόμ. 2), το Ν.Δ. της 19 Μαΐου (8) Ιουν. 1923 περί προσόντων των κατωτέρων δικαστικών υπαλλήλων και οργανώσεως των δικαστικών γραφείων, ως συνεπληρώθη υπό του άρθρ. 25 του ν. 3859 και του (Αντί των σελ. 185(γ) και 186,01) Σελ. 185(δ) Τεύχος 437-Σελ. 3 Γραμματεία των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών 6.Β.ε.10 άρθρ. 9 του ν. 5604, διατηρουμένης της ισχύος του ν. 5976, η)τα άρθρ. 122-125 του Οργανισμού των Δικαστηρίων και Συμβολαιογράφων, θ)τα άρθρ. 3 παρ. 1 και 5 παρ. 2 και 3 και 6 του ν. 4858,ι)το άρθρ. 1 του ν. ΥΜΔ΄, ια)το άρθρ. 15 του ν. 1866 ως και πάσα διαταξις της οποίας το αντικείμενον ρυθμίζεται υπό του παρόντος νόμου. Τα άρθρ. 73, 74 του ν. 6094 ως αντικατεστάθησαν υπό του άρθρ. 16 του ν. 6236, τα άρθρ. 19, 20, 24, 25 και 28 του ν. 5236 (τόμ. 26) περιέχοντα μεταβατικάς διατάξεις καταργούνται δια τον εφεξής χρόνον. Επίσης καταργούνται α)το άρθρ. 24 του ν. 6094, β)η παρ. 2 του άρθρ. 25 του ν. 6094, γ)αι παρ. 2 και 4 του άρθρ. 44 του ν. 6094, δ)το άρθρ. 11 του ν. 6236, οι Α.Νόμοι, ε)της 19/20 Νοεμ. 1935 περί διορισμού προϋπηρετησάντων υπογραμματέων και δικαστικών γραφέων, ς)της 19/20 Νοεμ. 1935 περί προσθήκης δεκάτης παραγράφου εις το άρθρ. 17 του ν. 6236, ζ)αι παρ. 1 και 2 του άρθρ. 1 και το άρθρ. 2 του ν. 945 (6.Γα). Εκ του άρθρ. 75 στοιχ. ς΄ του 6094 διαγράφεται η φράσις όσον αφορά τους μετά την ισχύν του παρόντος διοριζομένους υπαλλήλους. Άρθρ.85.(Άρθρ. 76 Ν. 6094, άρθρ. 22 Α.Νόμου υπ’ αριθ. 128/1936).-Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Άρθρ.65.(Άρθρ. 63 ν. 6094).-1.Οι δικαστικοί γραμματείς β΄ και γ΄ τάξεως, υπογραμματείς και γραφείς των πολυμελών δικαστηρίων τοποθετούνται εις τα διάφορα τμήματα των δικαστηρίων κατόπιν αποφάσεως της ολομελείας του αρμοδίου δικαστηρίου. 2.Οι υπογραμματείς και γραφείς των Ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων τοποθετούνται κατόπιν αποφάσεως του ειρηνοδίκου ή πταισματοδίκου, όπου δε υπηρετούσι πλείονες του ενός ειρηνοδίκαι ή πταισματοδίκαι κατόπιν αποφάσεως απάντων των ειρηνοδικών ή πταισματοδικών ή τουλάχιστον των 2/3 εξ αυτών μετά προηγουμένην έγγραφον ητιολογημένην γνωμοδότησιν του γραμματέως. (Αντί της σελ. 183) Σελ. 183(α) Τεύχος 437-Σελ. 1 Γραμματεία των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών 6.Β.ε.6-10 3.Ο γραμματεύς του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας υποβάλλει έγγραφον ητιολογημένην γνωμοδότησιν περί της τοποθετήσεως των ως άνω υπαλλήλων. 4.Οι ανωτέρω υπάλληλοι μετά παρέλευσιν διετίας από της τοποθετήσες αυτών εις τμήματα μετατίθενται υποχρεωτικώς υπό της ολομελείας ή του ειρηνοδίκου ή πταισματοδίκου εις άλλα τμήματα. 5.Κατ’ εξαίρεσιν οι προϊστάμενοι των τμημάτων δύνανται να παραμείνωσιν εν τω αυτώ τμήματι και πέραν της διετίας εφ’ όσον ήθελεν αποφασίσει η ολομέλεια του δικαστηρίου, λαμβανομένης της αποφάσεως κατά πλειοψηφίαν των δύο τρίτων του όλου αριθμού των δικαστών. Προκειμένου δε περί των παρά τοις Ειρηνοδικείοις και Πταισματοδικείοις υπηρετούντων αποφασίζει και ο εισαγγελεύς του αρμοδίου Πρωτοδικείου. 6.Ο Πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο εισαγγελεύς, ο προϊστάμενος Ειρηνοδικείου α΄ τάξεως ή Πταισματοδικείου, ο ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης δύναται ν’ αποσπά προσωρινώς μέχρι τριών μηνών υπαλλήλους κατόπιν προτάσεως του γραμματέως εις άλλα τμήματα. Άρθρ.66.(Άρθρ. 64 ν. 6094).-Η τοποθέτησις, αντικατάστασις ή η μετάθεσις των προϊσταμένων των τμημάτων πολυμελών δικαστηρίων ή των ανωτέρω οριζομένων εισαγγελιών ή ειρηνοδικών γίνεται μετά προηγουμένην περί τούτου απόφασιν της ολομελείας εν συμβουλίω, προκειμένου δε περί Ειρηνοδικείου ή Πταισματοδικείου μετά προηγουμένην απόφασιν της ολομελείας εν συμβουλίω του αρμοδίου Πρωτοδικείου, προκαλουμένης υπό του ειρηνοδίκου ή του πταισματοδίκου. Οι προϊστάμενοι των τμημάτων είναι υπεύθυνοι δια την κανονικήν διεξαγωγήν της υπηρεσίας του τμήματός των. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄ Τελικαί διατάξεις Άρθρ.67.(Άρθρ. 65 ν. 6094).-(Τροποποιείται το άρθρ. 122 του οργανισμού δικαστηρίων και συμβολαογράφων, 6.Βα.1). Άρθρ.68.(Άρθρ. 66 ν. 6094, άρθρ. 15 ν. 6236, άρθρ. 11 Α.Ν. υπ’ αριθ. 128/1936).-(Τροποποιείται το άρθρ. 123 του ιδίου οργανισμού, 6.Βα.1). Άρθρ.69.(Άρθρ. 67 του ν. 6094).-(Τροποποιείται το άρθρ. 124 του άνω οργανισμού, 6.Βα.1). | 324 |
15. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Αριθ. Β2-60/930 της 24 Μαΐου/7 Ιουν. 1977 (ΦΕΚ Β΄520) Περί αυξήσεως των υπό του Ταμείου Ασφαλίσεως Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος καταβαλλομένων συντάξεων. Έχοντες υπ’ όψει: α)Τας διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 4577 /76 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και ετέρων τινών διατάξεων, εν συνδυασμώ προς τας τοιαύτας της παρ. 2 του άρθρ. 11 του Ν.Δ. 175/73 περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων». β)Την από 18-4-1977 απόφασιν του Δ.Σ. του ΤΑΚΕ υποβληθείσαν ημίν δια της υπ’ αριθ. 11519/304-1977 αναφοράς του Ταμείου. γ)Τα υπ’ αριθ. ΥΠ/Σ. 0561/392/19-2-77 και ΥΠ/Σ 150/122/19-2-77 έγγραφα του Υπουργείου Συντονισμού. δ)Την υπ’ αριθ. Δ3/2861/17-9-76 (ΦΕΚ 1192 τ. Β΄/27-9-76) απόφασιν των Πρωθυπουργού και Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, περί αναθέσεως αρμοδιοτήτων εις τους Υφυπουργούς Κοινωνικών Υπηρεσιών αποφασίζομεν: 1.Αι υπό του Ταμείου Ασφαλίσεως Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος καταβαλλόμεναι συντάξεις και τα προσωποπαγή βοηθήματα αυξάνονται ως ακολούθως: α)Των μέχρι της 31-12-1976 καταστάντων συνταξιούχων κατά 5% από 1ης Ιαν. 1977 και κατά 5% εισέτι από 1ης Μαΐου 1977. β)Των από 1-1-77 μέχρι 30-4-77 καταστάντων συνταξιούχων κατά 5% από 1ης Μαΐου 1977. 2.Καθορίζεται ως κατώτατον όριον της καταβαλλομένης υπό του ΤΑΚΕ συντάξεως δι’ όλους ανεξαιρέτως τους συνταξιούχους αυτού το ποσόν των 3.020 δραχμών μηνιαίως από 1-1-77 και το ποσόν των 3.165 δραχμών από 1-5-77. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Δια του Κανονισμού 73 της 5/13 Αυγ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 220) (τόμ. 33 σελ. 52,283) προστέθηκαν στο ΤΑΚΕ 5 θέσεις Β΄ κατηγορίας ενιαίου κλάδου γραφέων- δακτυλογράφων βαθμών 6 ο . | 217 |
6. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 580 της 28/28 Σεπτ. 1968 (ΦΕΚ Α΄ 225) Περί κυρώσεως πράξεών τινων του Υπουργικού Συμβουλίου “περί εγκρίσεως χορηγήσεως υπό του Δημοσίου υφάσματος προς κατασκευήν θερινών υποκαμίσων των ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας κλπ» Άρθρ.1.-(Κυρούνται αφ’ ης εδημοσιεύθησαν εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αι υπ’ αριθ. 152 της 5 Αυγ. 1966 (ΦΕΚ 161/1966) Πράξις Υπ. Συμβουλίου “περί εγκρίσεως χορηγήσεως υπό του (Αντί της σελ. 17(α) Σελ. 17(β) ΄Εξοδα Δημοσίας Ασφαλείας 4.A.β.1-6 390 Δημοσίου υφάσματος προς κατασκευήν θερινών υποκαμίσων των ανδρών Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής κλπ”, και η υπ’ αριθ. 261 της 25 Νοεμ. 1966 (ΦΕΚ 276/66) ομοία “περί αναλήψεως υπό του Δημοσίου των δαπανών αντιμισθίας του υπηρετικού προσωπικού των εν τη Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής και τοις Παραρτήμασι αυτής εκπαιδευομένων Δοκίμων Χωροφυλάκων”. Άρθρ.2.-(Αντικαθίσταται αφ’ ης ίσχυσεν η παρ. 5 της ως άνω υπ’ αριθ. 261/1966 Πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου). Άρθρ.3.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. | 195 |
25. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 136 της 30/30 Σεπτ. 1946 Περί κυρώσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 10/11/5/1946 Ν.Δ. "Περί Αγορανομικού Κώδικος". Έχοντες υπ’ όψει το ψήφισμα Η΄ της 1 Αυγ. 1946 της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων "Περί εξουσιοδοτήσεως προς έκδοσιν ψηφισμάτων και Νομοθετικών Διαταγμάτων κατά την διάρκεια των διακοπών της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής "μετ’ απόφασιν της Επιτροπής εξουσιοδοτήσεως της Βουλής, προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον Πρώτον.-Κυρούται το από 10/11/5/1946 Ν.Δ. "Περί Αγορανομικού Κώδικος" δημοσιευθέν εις το υπ’ αριθ. 159 (τεύχος Α΄) Φ.Ε.Κ., ου το κείμενον τροποποιηθέν και συμπληρωθέν έχει ως κατωτέρω: Περί Αγορανομικού Κώδικος Προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Αγορανομικαί διατάξεις Άρθρ.5.-«1.Ο Υπουργός Εμπορίου δύναται να εκδίδη δελτία ανωτάτων τιμών επί αντικειμένων βιοτικών αναγκών, εφ’ όσον δεν εξεδόθη Αγορανομική Διάταξις κατά το άρθρ.1 του παρόντος. Τα δελτία ταύτα ισχύουν από της επομένης της δια του ημερησίου τύπου ανακοινώσεως, δύναται όμως να ορίζηται εν αυτοίς και μεταγενέστερα ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των. Αι υπό των Νομαρχών εκδιδόμεναι εκάστοτε Αγορανομικαί Διατάξεις δημοσιεύονται δια του ημερησίου τοπικού τύπου, η δε έναρξις της ισχύος των άρχεται από της επομένης της δια του εν λόγω τύπου δημοσιεύσεώς των, ελλείψει δε του ως άνω τύπου τοιχοκολλώνται εν τω Νομαρχιακώ και Δημοτικώ Καταστήματι και ετέρω χώρω οριζόμενω δια πράξεως του Νομάρχου, συντασσομένης προς τούτο και σχετικής εκθέσεως η δε ισχύς τούτων εν τη περιπτώσει ταύτη, άρχεται από της επομένης της εις τους εν λόγω χώρους τοιχοκολλήσεώς των. Τα υπό των Νομαρχών εκδιδόμενα εκάστοτε Δελτία Τιμών τοιχοκολλώνται εν τω Νομαρχιακώ και Δημοτικώ Καταστήματι και ετέρω χώρω οριζομένω δια της οικείας πράξεως του Νομάρχου, συντασσομένης προς τούτο και σχετικής εκθέσεως, ή δε ισχύς αυτών, εν τη περιπτώσει ταύτη, άρχεται από της επομένης της εις τους εν λόγω χώρους τοιχοκολλήσεώς των. Αι εν τη παρούση παραγράφω αναφερόμεναι Αγορανομικαί Διατάξεις και Δελτία Τιμών των Νομαρχών δύνανται να ορίζουν ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος των μεταγενεστέραν της επομένης της δια του ημερησίου τύπου δημοσιεύσεως ή της επομένης της τοιχοκολλήσεως». Η παρ.1 αντικατασταθείσα δια του άρθρ.1 παρ.2 Ν.Δ. 61/1973 (κατωτ. αριθ. 39), αντικατεστάθη εκ νέου ως άνω δια του άρθρ.3 Νόμ. 802/1978 (κατωτ. αριθ. 44). 2.Ο Υπουργός Εφοδιασμού δύναται να καθορίζη δι’ αποφάσεων αυτού ανώτατα όρια τιμών ή ποσοστά κέρδους επί αντικειμένων βιοτικών αναγκών παραγομένων ή κατεχομένων υπό ωρισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου. Η απόφασις ισχύει από της κοινοποιήσεως αυτής εις τον ενδιαφερόμενον. Άρθρ.63.-1.Κατά την εκδίκασιν αδικήματος προβλεπομένου υπό του παρόντος νόμου δεν απαγορεύεται η εξέτασις ως μάρτυρος του ενεργήσαντος την προανάκρισιν ή άλλην ανακριτικήν πράξιν υπαλλήλου, δύναται δε να καλήται, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου ή Εισαγγελέως, προς εξέτασιν ο ενεργήσας την υγειονομικήν, χημικήν, μικροβιολογικήν κλπ. εξέτασιν ή άλλος ειδικός δημόσιος υπάλληλος ή αντιπρόσωπος της δημοσίας υπηρεσίας εις ην ούτος ανήκει. 2.Εν περιπτώσει αναβολής της δίκης το Δικαστήριον ορίζει υποχρεωτικώς εν τη ιδία περί αναβολής αποφάσει, ετέραν ρητήν δικάσιμον εντός δεκαπενθημέρου από την αναβολής άνευ νέας κλητεύσεως των παρόντων κατηγορουμένων και μαρτύρων. Άρθρ.64.-1.Οι παρά τη Αγορανομία υπηρετούντες χημικοί, κτηνίατροι, αστυΐατροι, περιβάλλονται δια την ενέργειαν των ειδικών αυτών αγορανομικών καθηκόντων δια δικαιωμάτων και καθηκόντων ανακριτικού υπαλλήλου. 2.Οι δημόσιοι υπάλληλοι, αρμοδιότητος αγορανομίας, οι κατά τας ειδικάς περί αυτών διατάξεις αρμόδιοι, και πας ανακριτικός υπάλληλος, έχουσι δια την εκτέλεσιν των κατά τον παρόντα Νόμον ειδικών καθηκόντων των δικαίωμα ελευθέρας εισόδου εις πάντας τους κατά το άρθρον 7 παρ.2 του παρόντος Νόμου και 122 του κωδικοποιηθέντος Νόμου 4971 (30-9-41) περί Αστυνομίας Πόλεων τόπους, εργαστήρια, εργοστάσια, πρατήρια και καταστήματα, προς ενέργειαν επιθεωρήσεως και ελέγχου κατά τε την ημέραν και νύκτα (εφ’ όσον κατά την τελευταίαν ταύτην εκτελείται εργασία). Οι αυτοί υπάλληλοι δικαιούνται να ελέγχωσι τα βιβλία και παν έγγραφον σχετιζόμενον με το διεξαγόμενον εμπόριον. (Αντί για τις σελ. 66,001-66,02(α) Σελ. 66,01(β) Τεύχος ΣΤ63-Σελ. 45 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 Άρθρ.65.-(Καταργήθηκε από το άρθρ.2 Νόμ. 1290/1982, (κατωτ. αριθ. 45). Άρθρ.66.-Αι περί ιδιαζούσης και εξαιρετικής δικαιοδοσίας διατάξεις των άρθρων 36-41 της Ποινικής Δικονομίας ή οιουδήποτε άλλου Νόμου, δεν έχουσιν εφαρμογήν επί των υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων αδικημάτων, των κατηγορουμένων πάντων, ανεξαρτήτως της ιδιότητος αυτών, υπαγομένων εις το Δικαστήριον των πλημμελειοδικών και τας παρά Πλημμελειοδίκαις ανακριτικάς αρχάς. Άρθρ.67.-Όπου εν τη κειμένη νομοθεσία αναφέρεται παραπομπή εις τους νόμους περί αισχροκερδείας και νοθείας, ως τοιούτοι θεωρούνται ο παρών Νόμος, προκειμένου δε περί ποινών τοιαύτοι θεωρούνται αι υπό του παρόντος Νόμου οριζόμεναι. Άρθρ.68.-1.Η εφαρμογή του παρόντος Νόμου ανήκει εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν και τον έλεγχον του Υπουργού Εφοδιασμού και των εξ αυτού εξαρτωμένων υπηρεσιών. 2.Δια Διατάγματος, τη προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου εκδιδομένου, δύνανται να υπαχθώσι και άλλα αντικείμενα εις την αρμοδιότητα του Υπουργού Εφοδιασμού, πλην των προβλεπομένων υπό του παρόντος ή άλλου γενικού ή ειδικού Νόμου. Άρθρ.69.-1.Αι κατά τον παρόντα Νόμον εκδιδόμεναι αποφάσεις του Υπουργού Εφοδιασμού δεν χρήζουν καταχωρήσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2.Αι απαιτούμεναι πιστώσεις δια την αντιμετώπισιν των κατά τον παρόντα Νόμον δαπανών (περιλαμβανομένων και των γραφικών εξόδων, προμηθείας εργαλείων και λοιπών αντικειμένων δειγματοληψίας και χημικής εξετάσεως, ελέγχου και σφραγίσεως μέτρων και σταθμών) εγγράφονται εν ειδικώ προϋπολογισμώ των εξόδων και Υπουργείου Εφοδιασμού. Τα γραφικά έξοδα των Επιτροπών των υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων, ως και η αμοιβή των μελών των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων Επιτροπών κανονίζονται δι’ αποφάσεων του Υπουργού Εφοδιασμού. Σελ. 66,02(β) Τεύχος ΣΤ63-Σελ. 46 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄ Τελικαί διατάξεις Άρθρ.70.-1.Καταργούνται: α)τα Ν.Δ. 699 του 1941 και 1249 του 1942, β)οι νόμοι 127, 383 και 493 του 1943 και οι νόμοι 1459, 1531 και 1820 του 1944, γ)ο αναγκ. νόμος 382 του 1936 περί Αγορανομικού κώδικος, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως πλήν των άρθρων 60-61 αυτού και ο αναγκ. νόμος 996 του 1937, δ)ο νόμος 702 του 1916, ε)ο νόμος 223 του 1945, ς)το άρθρον 5 παρ.3 του Νομ. Διατάγματος 1690 του 1942 «περί εκμεταλλεύσεως των δασών κλπ.» και το άρθρον 2 του νόμου 482 του 1943 «περί τρόπου εκδικάσεως των δασικών αδικημάτων» μόνον όσον αφορά την αρμοδιότητα των Ανωτέρων Αγορανομικών Δικαστηρίων, ανθ’ ων καθίστανται αρμόδια τα δικαστήρια των πλημμελειοδικών εφαρμόζοντα τας κοινάς δικονομικάς διατάξεις, ζ)το άρθρον 13 του αν. νόμου 312 του 1945, η)ο αν. νόμος 722 του 1945, θ)το άρθρον 5 του άν. νόμου 710 του 1945, ι)ο αν. νόμος 756 του 1945, των εκκρεμών αναθεωρήσεων θεωρουμένων ως μη ασκηθεισών, ια)το άρθρον 3 του άν. νόμου 1024 του 1946 και ιβ)ο αν. νόμος 514/1945. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας 2.Πάσα γενική ή ειδική διάταξις, αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον ή οπωσδήποτε ρυθμίζουσα ή αφορώσα αντικείμενα, περί ων ο παρών νόμος διαλαμβάνει, καταργείται, πλήν: 1)των ειδικών διατάξεων δι’ ων ανατίθεται εις άλλας αρχάς ο καθορισμός ανωτάτης τιμής ή ποσοστού κέρδους επί πωλήσεως ωρισμένων ειδών ή παροχής υπηρεσιών ή ο καθορισμός των όρων ους δέον να πληρώσι τα εις την κατανάλωσιν προσφερόμενα εδώδιμα και ποτά, ως και τα αντικείμενα χρήσεως, και καθ’ ους ειδικώτερον επιτρέπεται η κατεργασία και συντήρησις αυτών προς προφύλαξιν της δημοσίας υγείας και αποφυγήν απάτης των αγοραστών, 2)των αφορωσών οπωσδήποτε εις αντικείμενα αρμοδιότητος ετέρου Υπουργείου και αίτινες άπασαι διατηρούνται εν ισχύϊ. 3.Δεν θίγονται δια του παρόντος Νόμου αι διατάξεις: α)του Νόμου 378/45, β)της υπ’ αριθ. 57/1945 Συντ. Πράξεως, γ)της υπ’ αριθ. 79/1946 Συντ. Πράξεως, δ)του Α.Ν. 755/1945 και ε)του Α.Ν. 1030/1945. 4.Άπαντα τα τουριστικά επαγγέλματα υπάγονται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα και δικαιοδοσίαν του Υπουργείου Εφοδιασμού δια παν αντικείμενον προβλεπόμενον ή οπωσδήποτε ρυθμιζόμενον υπό του παρόντος νόμου καταργουμένης πάσης αντιθέτου διατάξεως. 5.Αι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου εν ισχύϊ πάσης φύσεως διατάξεις αγορανομικού περιεχομένου, εκδοθείσαι υπό του Υπουργού Εφοδιασμού ή άλλων αρμοδίων οργάνων κατά τας διατάξεις του υπ’ αριθ. 382/1936 Αν. Νόμου «περί Αγορανομικού Κώδικος», ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια νεωτέρων Νόμων, διατηρούνται εν ισχύϊ, εφ’ όσον αύται δεν αντίκεινται εις τον παρόντα Νόμον, επί τετράμηνον από της κυρώσεως του παρόντος Νόμου, μετά την παρέλευσιν του οποίου αποβάλλουσιν την ισχύν των. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄ Μεταβατικαί διατάξεις Άρθρ.71.-Αι εκκρεμείς ενώπιον των κατά το άρθρον 29 του Ν.Δ. 1249 ως αντικατεστάθη δια του άρθρου 20 του νόμου 493 του 1943, ειδικών ανακριτών υποθέσεις διαβιβάζονται άμα τη ενάρξει της ισχύος του παρόντος εις τον παρά πλημμελειοδίκαις Εισαγγελέα, όστις ενεργεί περαιτέρω κατά το άρθρον 85 του παρόντος. Η προφυλάκισις των κατηγορουμένων συνεχίζεται μέχρις εκδικάσεως της κατηγορίας, εκτός εάν ήθελε διακοπή κατά το άρθρον 228 Ποιν. Δικονομίας ή διαταχθή η επ’ εγγυήσει απόλυσις του κατηγορουμένου, κατά τας σχετικάς διατάξεις της αυτής Δικονομίας. Άρθρ.6.-Ο Υπουργός του Εφοδιασμού δύναται να αναθέτη την άσκησιν των κατά τον παρόντα νόμον αρμοδιοτήτων αυτού εν όλω ή εν μέρει εις Γενικούς Διοικητάς, Διοικητάς, Νομάρχας, Επάρχους, Αγορανομικάς Επιτροπάς και εις αστυνομικάς αρχάς. (Αντί για τη σελ.50,01(α) Σελ.50,01(β) Τεύχος 1275-Σελ.1 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Αγορανομικαί Επιτροπαί Η Κεντρική Αγορανομική Επιτροπή που προβλέπεται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 136/1946 σε συνδυασμό με το Π.Δ. 397/88, καταργήθηκε από την περίπτ. 6, της παρ. Γ΄ του άρθρ.5 της Β3-340/26 Αυγ.-4 Σεπτ. 1992 (ΦΕΚ Β΄ 552) απόφ. Υπ. Προεδρ. Κυβ. και Εμπορίου, τόμ. 13Β, σελ.772,27. Άρθρ.72.-1.Αι εκκρεμείς ενώπιον των Ανωτέρων Αγορανομικών Δικαστηρίων και του εν Κρήτη Εφετείου (νόμος 127 του 1943) υποθέσεις εισάγονται ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων πλημμελειοδικών δια κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως. Ενώπιον αυτών εισάγονται επίσης οι εκκρεμείς ανακοπαί κατά των αποφάσεων των Ανωτέρων Αγορανομικών Δικαστηρίων. Τα Δικαστήρια των πλημμελειοδικών εφαρμόζουσι τας διατάξεις του παρόντος νόμου, εφ’ όσον αύται είναι επιεικέστεραι. 2.Κατά των ερήμην καταδικαστικών αποφάσεων των Ανωτέρων Αγορανομικών Δικαστηρίων, και αυτών έτι των αμετακλήτων καταστασών επιτρέπεται εφ’ όσον δεν εξετίθη η δι’ αυτών επιβληθείσα περιοριστική της ελευθερίας ποινή, ανακοπή κατά τα άρθρα 338-340 Ποινικής Δικονομίας εντός 20 ημερών από της ισχύος του παρόντος, συντασσομένης εκθέσεως ενώπιον του γραμματέως των πλημμελειοδικών. Η ανακοπή εισάγεται προς συζήτησιν ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου πλημμελειοδικών την πρώτην δικάσιμον μεθ’ ημέρας δέκα από της ασκήσεως αυτής. Κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου επιτρέπεται μόνον αίτησις αναιρέσεως κατά τα εν τη Ποιν. Δικονομία ωρισμένα. Ο από της δημοσιεύσεως της ερήμην αποφάσεως μέχρι της υπό του δικαστηρίου των πλημμελειοδικών εκδικάσεως της ανακοπής διαδρομών χρόνος, δεν υπολογίζεται εις τον υπό του άρθρου 77 οριζόμενον χρόνον παραγραφής. Άρθρ.73.-1.Επί των αμετακλήτως προ της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου καταδικασθέντων δια παραβάσεις των δια του άρθρου 70 καταργουμένων διατάξεων εις εγκληματικήν ποινήν, εφ’ όσον τας παραβάσεις ταύτας ο παρών νόμος ή άλλη ποινική διάταξις τιμωρεί δια ποινής φυλακίσεως ή και χρηματικής, το δικαστήριον των πλημμελειοδικών του τόπου της εκτίσεως της ποινής, μετά προηγουμένην κλήτευσιν του καταδικασθέντος, προσδιορίζει το μέγεθος της εκτιτέας ποινής κατά τας διατάξεις τας προβλεπούσας την επανορθωτικήν ποινήν. Κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται. Της προσδιορισθείσης ποινής επιτρέπεται η μετατροπή εις χρηματικήν. 2.Εάν η πράξις εφ’ η κατεδικάσθη τις αμετακλήτως κατ’ εφαρμογήν των δια του άρθρου 70 καταργουμένων διατάξεων, δεν προβλέπεται υπό του παρόντος νόμου ή άλλης ποινικής διατάξεως, ο καταδικασθείς απολύεται άμα τη δημοσιεύσει του παρόντος εκ των φυλακών, διαταγή του εισαγγελέως των πλημμελειοδικών του τόπου της εκτίσεως της ποινής. Πάσαν αμφισβήτησιν ή αμφιβολίαν λύει το συμβούλιον των πλημμελειοδικών, κατά του βουλεύματος του οποίου επιτρέπεται μόνον Σελ. 67 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 αίτησις αναιρέσεως κατά τας σχετικάς διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας. Άρθρ.74.-1.Πάσα λεπτομέρεια αφορώσα την εκτέλεσιν του παρόντος νόμου και παν έτερον συναφές αντικείμενον ρυθμίζεται δια Β. Διαταγμάτων προτάσει του Υπουργού Εφοδιασμού εκδιδομένων. 2.Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται μετά είκοσιν ημέρας από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Άρθρον δεύτερον.-Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εις το Ημέτερον Υπουργικόν Συμβούλιον ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. Άρθρ.7.-1.Εις την έδραν εκάστου Πρωτοδικείου συνιστώνται Επιτροπαί, ων η αρμοδιότης και δικαιοδοσία εκτείνεται εντός της περιφερείας του οικείου Πρωτοδικείου, συντιθέμεναι κατά τας εν τω επομένω άρθρω διατάξεις. Αι επιτροπαί αύται καθορίζουσι δι’ αγορανομικών διατάξεων ανωτάτας τιμάς ή ποσοστά κέρδους: α)επί της χονδρικής, ημιχονδρικής και λιανικής πωλήσεως αντικειμένων βιοτικών αναγκών εν γένει, β)των πάσης φύσεως παροχών, των οπωσδήποτε εξυπηρετουσών βιοτικάς ανάγκας, γ)ξενοδοχείων φαγητού και λοιπών καταστημάτων. Ως κατάστημα νοείται πας περίκλειστος ή αναπεπταμένος τόπος εις ον γίνεται δεκτόν το κοινόν και ένθα παρασκευάζεται ή παρέχεται οιονδήποτε είδος τροφής ή ποτού ή άλλης τινός βιωτικής ανάγκης. Υπό τον όρον τούτον περιλαμβάνονται ιδία αναψυκτήρια, θέατρα, κινηματογράφοι, καφενεία, ζυθοπωλεία, παντοπωλεία, ξενοδοχεία, οικοτροφεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστιατόρια, οινοπνευματοπωλεία, αρτοποιεία, γαλακτοπωλεία, μαγειρεία, οινομαγειρεία, και πάντα τα παρόμοια καταστήματα, πρατήρια, εργαστήρια και εργοστάσια ως και δημόσια κέντρα πάσης φύσεως (οπουδήποτε λειτουργούντα και επί μεταφορικών μέσων έτι). 2.Αι κατά το παρόν άρθρον Επιτροπαί, ή υποεπιτροπαί, εκ των μελών των συνιστάμεναι, δύνανται να συντάσσωσι δελτία τιμών επί παντός είδους τροφίμων και άλλων ειδών βιωτικών αναγκών. Τα δελτία ταύτα τοιχοκολλούνται κατά τα εν άρθροις 12 και 16 παρ.3 του παρόντος νόμου οριζόμενα. 3.Αι ως άνω Επιτροπαί έργον έχουσιν επίσης όπως γνωμοδοτώσιν εάν, εν περιπτώσει καθ’ ην δεν υφίσταται καθωρισμένη ανωτάτη τιμή ή ανώτατον ποσοστόν κέρδους κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου, απεκτήθη ή επεδιώχθη υπερβολικόν κέρδος κατά το άρθρον 30 παρ.1 του παρόντος Νόμου και συμφώνως προς τα εν αυτή αναφερόμενα κριτήρια. Αι αποφάσεις των Επιτροπών τούτων έχουσιν ισχύν απλής γνωμοδοτήσεως συνεκτιμωμένης μετά των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων. Αι Επιτροπαί δικαιούνται να προβαίνωσιν εις πάσαν έρευναν και να αιτώνται την προσαγωγήν παντός στοιχείου, χρησίμου δια το έργον των. Δικασταί μετασχόντες της Σελ.50,02(β) Τεύχος 1275-Σελ.2 Επιτροπής ως γνωμοδοτικής δεν δύνανται να μετάσχωσι της συνθέσεως του δικάζοντος το υπερβολικόν κέρδος δικαστηρίου. Αι Επιτροπαί υποχρεούνται , όπως εντός δεκαπενθημέρου το βραδύτερον από της παραλαβής της σχετικής αιτήσεως του αρμοδίου Εισαγγελέως γνωμοδοτώσιν επί των τιθεμένων αυταίς ερωτημάτων. Προς τούτο ο Πρόεδρος της Επιτροπής υποχρεούται αμελλητί να συγκαλέση ταύτην. Άρθρ.8.-Αι κατά τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου συνιστώμενοι Επιτροπαί συντίθενται ως εξής: Α΄.Δια την περιφέρειαν των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς συνιστάται ενιαία Επιτροπή εδρεύουσα εν Αθήναις, ήτις αποτελείται: Η σύνθεσις αυτής ετροποποιήθη δια της υπ’ αριθ. 6901/1953 απόφ. Υπ. Εμπ. (κατωτ. σελ. 68,01). Η επιτροπή αύτη διετηρήθη δια του άρθρ.23 Β.Δ. 866 της 28/30 Δεκ. 1960 περί Οργανισμού Υπ. Εμπορίου (τόμ. 13Α σελ. 766,01) και δια του άρθρ.1 παρ.2 Β.Δ.458 της 29/31 Μαΐου 1965 (τόμ. 13Α σελ. 778,09) ένθα και καθορίζεται η σύνθεσις ταύτης. Γραμματεύς της Επιτροπής ταύτης ορίζεται υπό του Προέδρου είς των υπαλλήλων του Υπουργείου Εφοδιασμού. Η Επιτροπή συνεδριάζει εν τω καταστήματι του Υπουργείου και ευρίσκεται εν απαρτία όταν οι παρόντες είναι πλείονες των απόντων. Αι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν, εν ισοψηφία νικώσης της ψήφου του Προέδρου. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας Β΄.1.Δια τας περιφερείας των λοιπών Πρωτοδικείων, αι επιτροπαί αποτελούνται: α)Εξ ενός Εφέτου ως Προέδρου, εάν υπάρχη Εφετείον εν τη έδρα του Πρωτοδικείου, οριζομένου, ως και του αναπληρωτού του, κατά τας κειμένας διατάξεις, άλλως εκ του Προέδρου των Πρωτοδικών. β)Εκ του παρά τω Ειδικώ Αγορανομικώ Τμήματι της Εισαγγελίας Εισαγγελέως, όπου δε δεν λειτουργεί τοιούτο εκ του Εισαγγελέως των Πρωτοδικών. γ)Εκ του Διοικητού της Χωροφυλακής, όπου δε υπάρχει Αστυνομία Πόλεων εκ του Διευθυντού της Αστυνομίας. δ)Εκ του προϊσταμένου του Παραρτήματος του Γενικού Χημείου του Κράτους. ε)Εκ του Προϊσταμένου της Γεωργικής υπηρεσίας. ς)Εκ του Προϊσταμένου του Γραφείου Εφοδιασμού. ζ)Εξ ενός αντιπροσώπου του Εμπορικού και βιομηχανικού Επιμελητηρίου. η)Εξ ενός αντιπροσώπου του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου. θ)Εξ ενός αντιπροσώπου του Εργατικού Κέντρου, εν ελλείψει δε τοιούτου της πολυμελεστέρας εργατικής οργανώσεως. 2.Εάν εις την έδραν του Πρωτοδικείου υπάρχη Περιφερειακόν Εμπορικόν και Βιομηχανικόν Επιμελητήριον, της Επιτροπής μετέχει αντιπρόσωπος τούτου, όπου δε δεν υπάρχει ούτε τοιούτον Επιμελητήριον, της Επιτροπής μετέχει αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συλλόγου. 3.Εάν εις την έδραν του Πρωτοδικείου υπάρχουσιν ιδιαίτερα Επιμελητήρια, Επαγγελματικόν και Βιοτεχνικόν, της Επιτροπής μετέχουσιν ανά είς αντιπρόσωπος εκατέρου των Επιμελητηρίων τούτων. Εάν εις την έδραν του Πρωτοδικείου υπάρχη Τοπικόν Τμήμα του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου, μετέχει της Επιτροπής αντιπρόσωπος τούτου. Όπου δε δεν υπάρχει ούτε τοιούτον Τμήμα, της Επιτροπής μετέχει αντιπρόσωπος της οικείας οργανώσεως των επαγγελματιών και βιοτεχνών. 4.Τα εκ δημοσίων υπαλλήλων μέλη της Επιτροπής αναπληρούσιν οι νόμιμοι αναπληρωταί των. Εάν εις την έδραν του Πρωτοδικείου δεν εδρεύουν οι υπό στοιχ. δ΄, ε΄και ς΄ της παρ.1 δημόσιαι υπηρεσίαι, ο Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζει αντί τούτων άλλους δημοσίους υπαλλήλους ως και τους αναπληρωτάς αυτών. Οι αντιπρόσωποι των επαγγελματικών τάξεων, ως και οι αναπληρωταί τούτων, ορίζονται εντός ευλόγου προθεσμίας τασσομένης υπό του Προέδρου, υπό των οικείων συμβουλίων, όπου δε δεν υπάρχουσι σχετικαί οργανώσεις ή εν περιπτώσει παρελεύσεως απράκτου της ταχθείσης δια τον διορισμόν προθεσμίας, τον αντιπρόσωπον εκάστης τάξεως ως και τον αναπληρωτήν αυτού ορίζει ο Πρόεδρος της Επιτροπής. 5.Εν περιπτώσει καθ’ ην μετέχουσι της Επιτροπής Πρωτοδίκης και Αντιεισαγγελεύς Πρωτοδικών, της Επιτροπής προεδρεύει ο Πρωτοδίκης. 6.Χρέη Γραμματέως της Επιτροπής εκτελεί δημόσιος υπάλληλος οριζόμενος υπό του Προέδρου αυτής, όστις ορίζει και τον αναπληρωτήν αυτού. 7.Αι επιτροπαί συνέρχονται άπαξ τουλάχιστον της εβδομάδος καθ’ ημέραν και ώραν οριζομένην υπό του Προέδρου, κατόπιν σχετικής προσκλήσεως αυτού. Αποφασίζουσιν όταν οι παρόντες είναι πλείονες των απόντων, αι δε αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν εν ισοψηφία νικώσης της ψήφου του Προέδρου. Άρθρ.9.-Αι Αγορανομικαί διατάξεις της εν Αθήναις Επιτροπής υποβάλλονται δια του Προέδρου αυτής εις τον Υπουργόν Εφοδιασμού άμα τη εκδόσει των. Αι αγορανομικαί διατάξεις των Επιτροπών των περιφερειών των υπαγομένων εις Γενικάς Διοικήσεις υποβάλλονται άμα τη εκδόσει των εις τους αρμοδίους Γενικούς Διοικητάς, εφ’ όσον ασκούσιν εν τω θέματι τούτω τα ανωτέρω δικαιώματα του Υπουργού Εφοδιασμού, κατά το άρθρον 6 του παρόντος νόμου, άλλως αύται ως και των λοιπών πόλεων υποβάλλονται άμα τη εκδόσει των εις τον Υπουργόν Εφοδιασμού. Άρθρ.10.-1.Συνιστάται εν τη περιφερεία των Πρωτοδικείων Αθηνών-Πειραιώς Ειδική Αγορανομική Επιτροπή καθορισμού ανωτάτης τιμής ή ποσοστού κέρδους επί των αλεύρων και άρτου συντιθεμένη: α)εκ του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Εφοδιασμού, ως Προέδρου, β)του Διευθυντού της Δ/σεως Άρτου του Υπουργείου Εφοδιασμού, γ)του Διευθυντού της Δ/σεως Δικαστικού του Υπουργείου Εφοδιασμού, δ)του Γενικού Επόπτου Αγορανομίας, ε)ενός Χημικού οριζομένου υπό του Υπουργείου Εφοδιασμού, ς)ενός αντιπροσώπου του Συνδέσμου Αλευροβιομηχάνων της Ελλάδος, ζ)ενός αντιπροσώπου της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Αθηνών, η)ενός αντιπροσώπου της Συντεχνίας Αρτοποιών Αθηνών, και θ)ενός αντιπροσώπου των αρτεργατών οριζομένου υπό του Υπουργού Εφοδιασμού. 2.Τον πρόεδρον κωλυόμενον αναπληροί ο κατά βαθμόν ανώτερος των δημοσίων υπαλλήλων μελών της Επιτροπής. Χρέη Γραμματέως της Επιτροπής εκτελεί είς εκ των μονίμων υπαλλήλων του Υπουργείου Εφοδιασμού, οριζόμενος ως και ο αναπληρωτής του, δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εφοδιασμού. Σελ.51 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 3.Τα υπό στοιχεία ε΄, ς΄ και η΄ μέλη της Επιτροπής, ως και οι αναπληρωταί τούτων, ορίζονται εκάστοτε υπό των οικείων οργανώσεων. 4.Η Επιτροπή ευρίσκεται εν απαρτία, όταν οι παρόντες είναι πλείονες των απόντων, των αποφάσεων λαμβανομένων κατά πλειοψηφίαν, της ψήφου του Προέδρου νικώσης εν περιπτώσει ισοψηφίας. 5.Η κατά το παρόν άρθρον αρμοδιότης της Ειδικής Αγορανομικής Επιτροπής ασκείται εις τα εκτός της περιφερείας των Πρωτοδικείων Αθηνών-Πειραιώς περιφερείας, υπό των κατά τόπους Αγορανομικών Επιτροπών. Άρθρ.11.-1.Αι κατά το προηγούμενον άρθρον Επιτροπαί υποχρεούνται να συνυπολογίζωσιν εις τα αλεστικά έξοδα και τας υπέρ των ταμείων ασφαλίσεως μυλεργατών και αρτεργατών εν τοις οικείοις νόμοις οριζομένας εισφοράς, εκ του τυχόν δε μη γενομένου συνυπολογισμού ουδέν γεννάται δικαίωμα προς αποφυγήν της καταβολής των εισφορών τούτων, υποχρεωμένου του αλευροβιομηχάνου να συνυπολογίζει ταύτας κατά τον καθορισμόν της τιμής πωλήσεως των αλεύρων. Εν περιπτώσει άρσεως της διατιμήσεως του άρτου, συνεχίζεται η καταβολή εις τα Ταμεία ασφαλίσεως μυλεργατών και ασφαλίσεως αρτεργατών των υπέρ αυτών κατά τας κειμένας διατάξεις πόρων. 2.Η κατά τα ανωτέρω μη τήρησις των επιβαλλομένων εις τους αλευροβιομηχάνους υποχρεώσεων τιμωρείται με τας εν άρθρω 30 του παρόντος νόμου ποινάς. Άρθρ.12.-Αι Αγορανομικαί διατάξεις, της μεν Επιτροπής Αθηνών και Πειραιώς δημοσιεύονται εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως, των δε Γενικών Διοικητών, Νομαρχών, ως και των λοιπών Επιτροπών τοιχοκολλώνται εν τω Καταστήματι της Γενικής Διοικήσεως, Νομαρχίας ή του Δημαρχείου της πόλεως ένθα εδρεύει η οικεία επιτροπή και ισχύουσιν από της τοιαύτης δημοσιεύσεως ή τοιχοκολλήσεως αυτών. Άρθρ.1.-1.Δι’ αγορανομικών διατάξεων, εκδιδομένων υπό του Υπουργού Εφοδιασμού δύνανται να ρυθμίζωνται γενικώς μεν παν μέτρον δια τον κανονισμόν των τιμών αντικειμένων και παροχών παντός είδους, ως και δια την επάρκειαν ειδών βιωτικών αναγκών, ιδία δε: α)Αι σχέσεις παραγωγής, διανομής και καταναλώσεως. β)Τα της οργανώσεως και προστασίας της καταναλώσεως, επίσης δε και τα των μεταφορών από των τόπων της παραγωγής μέχρι των τόπων της καταναλώσεως. γ)Οι όροι, ους δέον να πληρώσι τα αντικείμενα των βιωτικών αναγκών, ο έλεγχος της ποιότητος αυτών και τα κατά της νοθείας του των μέτρα. (Αντί της σελ.47) Σελ.47(α) Τεύχος 677-Σελ. 11 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.22-25 «δ)Αι ανώταται τιμαί, το ποσοστιαίον κέρδος ή το τοιούτον εκπεφρασμένον εις απολύτους μονάδας (δραχμικόν κέρδος), επί πωλήσεως χονδρικής και λιανικής, αντικειμένων βιοτικών αναγκών. ε)Αι ανώταται τιμαί, το ποσοστιαίον κέρδος ή το τοιούτον εκπεφρασμένον εις απολύτους μονάδας (δραχμικόν κέρδος) επί παροχών πάσης φύσεως εξυπηρετουσών αμέσως ή εμμέσως βιοτικάς ανάγκας. Αι περιπτ. δ΄ και ε΄ αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ.6 Νόμ. 802/1978 (κατωτ. αριθ. 44). ς)Τα της απαγορεύσεως μεταφοράς από μιας περιφερείας εις άλλην εγχωρίων ή εκ του εξωτερικού εισαγομένων ειδών, τα της επιβολής παρακρατήματος επί τούτων, ως και έτερα συναφή μέτρα επιβαλλόμενα εκ γενικωτέρου συμφέροντος ή τοπικών αναγκών. ζ)Τα της απαγορεύσεως ή περιορισμού πωλήσεως και καταναλώσεως ωρισμένων ειδών βιωτικών αναγκών, τα της αναπληρώσεως ελλειπόντων τοιούτων και αντικαταστάσεως αυτών δι’ άλλων ομοειδών ή αναλόγων, τα του περιορισμού του αριθμού των εις τα εστιατόρια και παρόμοια καταστήματα παρασκευαζομένων φαγητών και τα συστατικά και η περιεκτηκότης εκάστου είδους, ως και το ποσόν της εξ εκάστου τούτων παρεχομένης μερίδος. η)Μετ’ έγκρισιν του Υπουργικού Συμβουλίου τα της απαγορεύσεως ή περιορισμού της εξαγωγής ειδών εις το εξωτερικόν καθόλου ή εν μέρει και καθ’ ας περιπτώσεις εκ των κειμένων διατάξεων δεν απαγορεύεται η εξαγωγή. θ)Καθ’ όλην την Χώραν ή καθ’ ωρισμένας περιφερείας: 1)αι ποιότητες των αλεύρων και του άρτου, αίτινες φέρονται εις την κατανάλωσιν και τα διακριτικά τούτων γνωρίσματα, 2)αι ποιότητες του άρτου εκ μίγματος αλεύρων εκ σίτου και αλεύρων εξ άλλων δημητριακών καρπών κατ’ αναλογίαν οριζομένην δια της αυτής διατάξεως ή ιδία ποιότης άρτου δια τα άτομα δια τα οποία ενδείκνυται η χρήσις τοιούτου άρτου εκ λόγων υγείας. ι)Τα του τόπου και του τρόπου πωλήσεως και αποθηκεύσεως αντικειμένων βιωτικών αναγκών και αι σχετικαί υποχρεώσεις των ιδιοκτητών ή κατόχων τοιούτων ειδών και του προσωπικού αυτών. ια)Τα της κατατάξεως εις κατηγορίας προς καθορισμό ανωτάτης τιμής ή ποσοστού κέρδους των εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων και παντός εν γένει εργοστασίου, εργαστηρίου ή καταστήματος παρασκευάζοντος ή πωλούντος τρόφιμα και ποτά και παντός δημοσίου κέντρου ή καταστήματος εις εξυπηρέτησιν του κοινού προωρισμένου, αναλόγως της φορολογικής κλάσεως εις ην υπάγονται τούτα ή επί τη βάσει άλλων στοιχείων οικονομικών, εμφανίσεως, πελατείας κλπ. η ανωτάτη τιμή ή ποσοστόν Σελ.48(α) Τεύχος 677-Σελ.12 κέρδους επί των υπό τούτων πωλουμένων ειδών ή παρεχομένων υπηρεσιών, ως και το τυχόν εις το προσωπικόν αυτών παρεχόμενον φιλοδώρημα. ιβ)Τα κόμιστρα μεταφοράς προσώπων ή πραγμάτων δι’ οιουδήποτε μεταφορικού μέσου. ιγ)Αι μεταξύ παραγωγών, εμπόρων χονδρικής, ημιχονδρικής πωλήσεως και εμπόρων λιανικής πωλήσεως αγοραπωλησίαι. ιδ)Αι απαγορεύσεις προαγορών επί παντός είδους αντικειμένων βιωτικών αναγκών και τα της περαιτέρω εκτελέσεως των προ των σχετικών αγορανομικών διατάξεων συναφθεισών τοιούτων συμβάσεων. ιε)Τα του ελέγχου των μέτρων και σταθμών και τα του καθορισμού των απαιτουμένων μέτρων προς πρόληψιν εξαπατήσεως του κοινού. «ις΄.Αι ανώταται τιμαί, το ποσοστιαίον κέρδος ή το τοιούτον εκπεφρασμένον εις απολύτους μονάδας (δραχμικόν κέρδος) επί πωλήσεως χονδρικής ή λιανικής αντικειμένων βιοτικών αναγκών ή αι ανώταται τιμαί παροχής υπηρεσιών, κατά κλάδους ομοειδών επιχειρήσεων, τούτων συναγομένων βάσει των εφαρμοσθεισών υπ’ αυτών τούτων των επιχειρήσεων, κατά περίπτωσιν, τιμών κατά προγενέστερον της εκδηλώσεως του ρυθμιστικού μέτρου χρονικόν διάστημα». Η περίπτ. ις΄ προσετέθη δια του άρθρ.7 Νόμ. 802/1978. 2.Ομοίως, επιτρέπεται, όπως προς διατήρησιν της τιμής του άρτου κανονίζωνται εκάστοτε δι’ αγορανομικών διατάξεων: α)Τα είδη, αι ποσότητες και η αναλογία του εισαγομένου και του αλεθομένου σίτου, η εξ εγχωρίου σίτου ειδική παρασκευή αλεύρων δια ζυμαρικά, ζαχαροπλαστικήν και αλευροποιΐαν πολυτελείας δι’ ειδικών αλευρομύλων. β)Η παρασκευή ειδικού άρτου δια διαιτητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς. γ)Τα της παρασκευής και καταναλώσεως σταφιδοψώμου, αι σχετικαί υποχρεώσεις αρτοποιών και κοινού και παν συναφές αντικείμενον. Καθ’ όμοιον τρόπον ορίζονται αι υποχρεώσεις των αλευροβιομηχάνων και αρτοποιών, ως και πάσα ετέρα λεπτομέρεια αφορώσα τα αντικείμενα, περί ων διαλαμβάνει η παρούσα παράγραφος. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας Άρθρ.13.-Αι Αγορανομικαί Επιτροπαί υποχρεούνται να καλώσιν αντιπροσώπους των ενδιαφερομένων επαγγελματιών, όπως εκθέτωσι προφορικώς ή εγγράφως τας απόψεις των επί των θεμάτων, ων αύται επιλαμβάνονται κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου. Άρθρ.14.-1.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εφοδιασμού δύνανται να συσταθώσιν Αγορανομικαί Επιτροπαί και εις τας έδρας των Ειρηνοδικείων ένθα δεν εδρεύουσι Πρωτοδικεία. Σελ.52 2.Αι τοπικαί αύται Επιτροπαί συντίθεται ως εξής: α)Εκ του Επάρχου, εις ας έδρας Ειρηνοδικείων υφίσταται τοιούτος, β)εκ του Ειρηνοδίκου, γ)εκ του Οικ. Εφόρου, δ)εκ του αστυνόμου, ε)εξ ενός καθηγητού των Φυσικομαθηματικών του εν τη ιδία πόλει εδρεύοντος Γυμνασίου ή εν ελλείψει ή κωλύματι τοιούτου, ετέρου σχολείου δημοσίου εν τη ιδία πόλει εδρεύοντος, οριζομένου υπό του κατά το παρόν άρθρον Προέδρου της Επιτροπής, ς)ενός δημοτικού ή κοινοτικού συμβούλου της έδρας του Ειρηνοδικείου οριζομένου υπό του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού Συμβουλίου, ζ)ενός αντιπροσώπου εκ των μελών εκάστης των εν τη έδρα του Ειρηνοδικείου οργανώσεων εμπορικής, επαγγελματικής, γεωργικής και εργατικής. 3.Τα υπό στοιχεία Ζ΄ μέλη της Επιτροπής, ως και ανά δύο αναπληρωταί εκάστου τούτων, ορίζονται καθ’ ημερολογιακόν έτος υπό του Διοικητικού Συμβουλίου της οικείας οργανώσεως. Εάν εν τη έδρα του Ειρηνοδικείου υπάρχωσιν εν δράσει πλείονες της μιας οργανώσεις εκάστης τάξεως, ο Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζει την οργάνωσιν, ήτις θα αντιπροσωπευθή εν τη Επιτροπή. Εν η περιπτώσει δεν υπάρχει οργάνωσις τάξεώς τινος ο Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζει ένα ιδιώτην εκ της τάξεως ταύτης. 4.Χρέη Προέδρου της Επιτροπής εκτελεί ο Έπαρχος, εν ελλείψει δε Επάρχου ο Ειρηνοδίκης. Τον Ειρηνοδίκην ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί εν τη προεδρία εις αμφοτέρας τας ως άνω περιπτώσεις είς εκ των δημοσίων υπαλλήλων μελών της Επιτροπής, οριζόμενος υπό του Νομάρχου, μέχρι δε ορισμού τοιούτου ο κατά βαθμόν ανώτερος τούτων και επί ομοιοβάθμων ο αρχαιότερος. 5.Εις ας πόλεις εδρεύει Νομαρχία μετέχει της κατά το παρόν άρθρον Επιτροπής ο Νομάρχης ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. Εν τη περιπτώσει ταύτη προεδρεύει της Επιτροπής ο Νομάρχης ή ο αναπληρωτής τούτου, εφ’ όσον έχει βαθμόν τουλάχιστον τμηματάρχου. 6.Προκειμένου η Επιτροπή να επιληφθεί προϊόντων γεωργικών, κτηνοτροφικών ή δασικών μετέχει ταύτης κατά λόγον αρμοδιότητος ο εν τη έδρα του Ειρηνοδικείου τυχόν εδρεύων προϊστάμενος της οικείας Γεωργικής ή Κτηνιατρικής ή της Δασικής Υπηρεσίας. 7.Χρέη γραμματέως της Επιτροπής εκτελεί ο γραμματεύς του Ειρηνοδικείου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. Η Επιτροπή εν τοσούτω δύναται να ορίση άλλον δημόσιον υπάλληλον ως γραμματέα αυτής. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας 8.Τα εκ του νόμου μέλη της Επιτροπής ελλείποντα ή απόντα ή κωλυόμενα αναπληρούνται υπό των νομίμων αναπληρωτών των. Άρθρ.15.-Εις ας πόλεις δεν εδρεύει ούτε Πρωτοδικείον ούτε Ειρηνοδικείον, δύνανται να συσταθώσιν Αγορανομικαί Επιτροπαί δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εφοδιασμού, δι’ ης ορίζεται και η σύνθεσις αυτών. Άρθρ.16.-1.Σκοπός της συστάσεως και λειτουργίας των κατά τα άρθρα 14 και 15 τοπικών αυτών επιτροπών είναι ο δια τας Αγορανομικάς Επιτροπάς εν γένει κατά τα προηγούμενα άρθρα καθοριζόμενος, επί πλέον δε και η κατά μήνα λεπτομερής καταγραφή πάσης υπαρχούσης ποσότητος εις την περιφέρειαν του Ειρηνοδικείου, και ειδικώς εις ένα έκαστον των τόπων της παραγωγής και εις χείρας των παραγωγών και κατόχων, εκάστου είδους βιωτικών αναγκών. 2.Αι κατά τα άρθρα 14 και 15 Επιτροπαί συνεδριάζουν προσκλήσει του Προέδρου εν τω γραφείω αυτού, ή εν άλλω δημοσίω καταστήματι οριζομένω υπ’ αυτού, ευρίσκονται εν απαρτία εάν οι παρόντες είναι πλείονες των απόντων και αποφασίζουν κατά πλειοψηφίαν των παρόντων, εν ισοψηφία νικώσης της ψήφου του Προέδρου. 3.Αι αγορανομικαί διατάξεις των κατά τα άρθρα 14 και 15 Επιτροπών ισχύουσιν από της τοιχοκολλήσεως εις το κατάστημα του Επάρχου ή του Ειρηνοδικείου ή της Κοινότητος και υποβάλλονται άμα τη εκδόσει των εις τον Πρόεδρον της οικείας πρωτοδικειακής Επιτροπής προς έγκρισιν. Άρθρ.17.-1.Τα πρακτικά των συνεδριάσων των κατά τον παρόντα νόμον Επιτροπών εισίν έγκυρα εάν φέρωσι τας υπογραφάς του απαιτουμένου δια την συγκρότησιν της νομίμου απαρτίας αριθμού μελών. Εάν μέλος τι αρνηθή να υπογράψη τα πρακτικά βεβαιούται τούτο εν αυτοίς. Εν τοιαύτη περιπτώσει τα πρακτικά εισίν έγκυρα, εφ’ όσον είναι υπογεγραμμένα υπό της πλειοψηφίας. 2.Αι λεπτομέρειαι της λειτουργίας των ιδίων Επιτροπών τα δικαιώματα και καθήκοντα των Προέδρων των μελών και των γραμματέων τούτων και πάσα ετέρα λεπτομέρεια αφορώσα ταύτας, ρυθμίζεται δι’ αποφάσεων του Υπουργού Εφοδιασμού. 3.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού δύναται να συνιστώνται επιτροπαί προς μελέτην αντικειμένων αγορανομικών. «4.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Εφοδιασμού και Διανομών εκδιδομένων κατόπιν συμφώνου γνώμης του κατά τα Ν.Δ. 666/48 Ανωτάτου Συμβουλίου Εφοδιασμού και Διανομών, δύναται να τροποποιήται η σύνθεσις των κατά τα άρθρ.7-16 του παρόντος Νόμου Επιτροπών». Η παρ.4 προσετέθη δια του άρθρ.2 Α.Ν. 782/1948 (κατωτ. αρ. 26). Άρθρ.18.-Ο Υπουργός Εφοδιασμού δικαιούται να προεδρεύει κατ’ οικείαν κρίσιν των Αγορανομικών Επιτροπών. Άρθρ.19.-Άπασαι αι αγορανομικαί διατάξεις υποβάλλονται άμα τη εκδόσει των εις τον Υπουργόν Εφοδιασμού δικαιούμενον ν’ αναστέλλη την εφαρμογήν αυτών, ν’ ακυροί, καταργή ή τροποποιή ταύτας δι’ αποφάσεών του, ως και να προκαλή την έκδοσιν νέων τοιούτων. Άρθρ.20.-Η διάταξις του προηγουμένου άρθρου έχει εφαρμογήν και επί των κατά το άρθρον 6 εκδιδομένων πράξεων, αποφάσεων και αγορανομικών διατάξεων κατ’ εξουσιοδότησιν του Υπουργού Εφοδιασμού. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Λαϊκαί Αγοραί Άρθρ.21.-1.Επιτρέπεται, όπως δι’ αποφάσεων του Υπουργού Εφοδιασμού συνιστώνται και διαλύωνται λαϊκαί αγοραί καθ’ άπαν το Κράτος. 2.Αι λαϊκαί αγοραί υπάγονται εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν και τον έλεγχον του Υπουργού Εφοδιασμού. 3.Τα της λειτουργίας των λαϊκών αγορών ως και παν έτερον αντικείμενον αφορών ταύτας ρυθμίζονται δι’ αποφάσεων του Υπουργού Εφοδιασμού. 4.»Εις τας διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και αι λαϊκαί αγοραί αι λειτουργούσαι κατ’ έθιμον υπό την μορφήν παζαρίου καθ’ εκάστην Κυριακήν ή άλλην ημέραν της εβδομάδος εις τους Δήμους ή τας Κοινότητας της Επικρατείας». Η παρ.4 προσετέθη δια του Νόμ. 3255/1955. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ Δεσμεύσεις-Επιτάξεις Δεσμεύσεις Άρθρ.22.-1.Ο Υπουργός Εφοδιασμού δύναται δι’ αγορανομικών αυτού διατάξεων: α)Να υποχρεώνη πάντα βιομήχανον, βιοτέχνην, παραγωγόν και γενικώς κάτοχον ειδών βιωτικών αναγκών, όπως υποβάλη δήλωσιν περί πάντων των υπ’ αυτού παραγομένων ή κατεχομένων ειδών, β)Να απαγορεύη την ελευθέραν διάθεσιν αυτών, γ)να ορίζη τα του τρόπου διαθέσεως των κατά το παρόν άρθρον δεσμευομένων ειδών. Ο κάτοχος του είδους του οποίου απηγορεύθη η ελευθέρα διάθεσις οφείλει να τηρή αυτό εν καλή καταστάσει και να λαμβάνη πάντα τα προς τούτο απαιτούμενα μέτρα. Εάν ο κάτοχος δεν λάβη τα προσήκοντα μέτρα δύναται η Αστυνομική Αρχή, τη εντολή του Υπουργού Εφοδιασμού ή της αρμοδίας Αγορανομικής Επιτροπής, να διατάξη την (Αντί της σελ. 53) Σελ. 53(α) Ν-15 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 δια τρίτου εκτέλεσιν των αναγκαίων έργων δαπάναις του κατόχου. 2.Προκειμένου περί δεσμεύσεως ειδών βιωτικών αναγκών παραγομένων ή κατεχομένων υπό ωρισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου ή κατά την προηγουμένην παράγραφον υποχρέωσις προς δήλωσιν, δέσμευσις και διάθεσις του είδους δύναται να ενεργήται και δι’ αποφάσεως του Υπουργού, ισχυούσης από της κοινοποιήσεως αυτής εις τον ενδιαφερόμενον. Επιτάξεις Άρθρ.1α.-«Με αγορανομικές διατάξεις που εκδίδονται από τον Υπουργό Εμπορίου μπορούν να ρυθμίζονται και τα εξής θέματα: α)Η έκδοση από τους παραγωγούς, εισαγωγείς χονδρεμπόρους τιμοκαταλόγου με αναγραφή της αρχικής των ενδιαμέσων, της τελικής τιμής (καταναλωτή) και των εκπτώσεων λόγω κύκλου εργασιών, με χρονική διάρκεια ισχύος όχι μικρότερη από 4 μήνες. β)Η υποχρεωτική τήρηση από Ανώνυμες Εταιρείες και Ε.Π.Ε. και από κλάδους επιχειρήσεων, άσχετα από τη νομική τους μορφή, θεωρημένου Βιβλίου Αποθήκης ή/ και Βιβλίου Παραγωγής/Κοστολογίου, τα οποία θα τηρούνται όπως ορίζουν τα άρθρ.8 και 9 Π.Δ. 99/1977 «περί Κ.Φ.Σ.» και όταν ακόμη δεν είναι υποχρεωτική η τήρησή τους από φορολογικό νόμο. γ)Τα της πώλησης ή κατοχής για πώληση ή μεταποίηση ή διανομής ή μεταφοράς για κατανάλωση αγαθών τα οποία είναι ακατάλληλα για βρώση ή μπορούν να προκαλέσουν οποιοδήποτε κίνδυνο ή βλάβη στην υγεία ανθρώπων ή ζώων ή οποιαδήποτε ζημιά σε φυτά. δ)Η γνωστοποίηση στο Υπουργείο Εμπορίου, ύστερα από πρόσκληση του επιτηδευματία, οποιωνδήποτε στοιχείων κόστους, τιμών, πιστώσεων, εκπτώσεων και άλλων χρήσιμων στοιχείων ή πληροφοριών για το σκοπό προσδιορισμού του κόστους, όπως αυτά προκύπτουν και διαμορφώνονται από τα τηρούμενα από τον επιτηδευματία Βιβλία και στοιχεία, θεωρημένα και μη και η διαδικασία, ο τρόπος και ο χρόνος γνωστοποίησης. ε)Ο καθορισμός κατώτατης τιμής της με οποιοδήποτε τρόπο διάθεσης κάθε αγαθού που παράγεται εγχώρια ή εισάγεται». Το άρθρ.1α προστέθηκε από το άρθρ.18 (Α) Νόμ. 1436/26-30 Απρ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 54) Τόμ. 11 σελ. 210,219. «Άρθρ.2.-1.Με αγορανομικές διατάξεις, που εκδίδονται από τον Υπουργό Εμπορίου μετά από γνωμοδότηση της Γνωμοδοτικής Επιτροπής Τιμών, ή, αν πρόκειται για την περιφέρεια ενός νομού, με αγορανομική διάταξη του οικείου νομάρχη και μετά από γνωμοδότηση της οικείας νομαρχιακής αγορανομικής επιτροπής τα αντικείμενα, οι παροχές και τα είδη βιοτικής ανάγκης κατατάσσονται στις παρακάτω αγορανομικές κατηγορίες: α)«Ελεγχόμενα». β)«Μη ελεγχόμενα». Η κατά το προηγούμενο εδάφιο κατάταξη των αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης σε ελεγχόμενα και σε μη ελεγχόμενα μπορεί να είναι ολόκληρη ή μερική ίδια σε ολόκληρο το κράτος ή και διαφορετική ανάλογα με τις περιφέρειες. Εφ’ όσον αντικείμενο, παροχή και κάποιο είδος δεν ήθελε χαρακτηρισθεί με αγορανομική διάταξη ως ελεγχόμενο, θεωρείται ως μη ελεγχόμενο. Επί των αντικειμένων, παροχών και ειδών που δεν ελέγχονται κάθε φορά και για όσο χρόνο θα διαρκεί ο χαρακτηρισμός τους ως μη ελεγχομένων δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις: α)του άρθρ.1 παρ.1, στοιχ. δ΄, ε΄, και ιστ΄. β)του άρθρ.5. γ)του άρθρ.7 παρ.1, 2. δ)του άρθρ.30 παρ.1 του παρόντος νόμου. Με απόφαση της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων, που θα εκδοθεί εντός εξαμήνου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, καθορίζονται οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και οι λοιποί όροι για την κατάταξη αντικειμένων και παροχών στις παραπάνω κατηγορίες καθώς και για την μετάταξή τους από μια κατηγορία σε άλλη. 2.Με αγορανομικές διατάξεις που εκδίδονται κατά τον τρόπο που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο τα ελεγχόμενα αντικείμενα, οι παροχές και τα είδη βιοτικής ανάγκης διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α)Σε ελεγχόμενα για υπερβολικό κέρδος. β)Σε διατιμημένα ή ελεγχόμενου κέρδους. Εφ’ όσον αντικείμενο, παροχή ή κάποιο είδος δεν χαρακτηρίζεται με αγορανομική διάταξη σαν διατιμημένο ή προκαθορισμένου ποσοστιαίου ή απόλυτου δραχμικού κέρδους, θεωρείται ως ελεγχόμενο για υπερβολικό κέρδος. Επί των αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης που κάθε φορά χαρακτηρίζονται και είναι καταταγμένα στην αγορανομική κατηγορία των ελεγχομένων για υπερβολικό κέρδος δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις: α)του άρθρ.1 παρ.1, στοιχ. δ΄, ε΄ και ιστ΄. β)του άρθρ.5. γ)του άρθρ.7 παρ.1, 2 του παρόντος νόμου. 3.Η γνωμοδοτική Επιτροπή Τιμών, καθώς και οι αγορανομικές επιτροπές κατά περίπτωση, γνωματεύουν περί της κατάταξης των αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο αυτό, μέσα σε προθεσμία που ορίζει ο υπουργός ή ο κατά περίπτωση νομάρχης. Εάν οι ανωτέρω επιτροπές δεν υποβάλουν μέσα στην παραπάνω προθεσμία τις γνωματεύσεις στις αρχές από τις οποίες τους ζητείται κατά νόμο η γνώμη τους ή κατά το Άρθρ.23.-1.Επιτρέπεται εις τον Υπουργόν Εφοδιασμού να προβαίνη δι’ αποφάσεως αυτού εις επίταξιν τροφίμων και άλλων αντικειμένων κινητών εξυπηρετούντων οπωσδήποτε βιωτικάς ανάγκας, ή εργοστασίων, εργαστηρίων, καταστημάτων παραγωγής, επεξεργασίας ή πωλήσεως ή αποθηκεύσεως τοιούτων ειδών ή της χρήσεως ακινήτων χρησίμων εις δημοσίαν ή κοινωνικήν ανάγκην. Η επίταξις ενεργείται υπό της αρμοδίας Αστυνομικής Αρχής ή άλλης Δημοσίας ή Κοινοτικής Αρχής, επί τούτω διατασσομένης υπό του αυτού Υπουργού. Κατά την ενέργειαν της επιτάξεως δύναται να παρίσταται ή συμμετέχη αντιπρόσωπος του Υπουργού Εφοδιασμού δημόσιος υπάλληλος ή δικαστικός λειτουργός, οριζόμενος υπ’ αυτού. 2.Ο Υπουργός Εφοδιασμού καθορίζει δι’ αποφάσεών του τον τρόπον της χρησιμοποιήσεως ή διαθέσεως των επιτασσομένων πραγμάτων. Άρθρ.24.-Άμα τη επιβολή της επιτάξεως καλείται ο δια ταύτης βαρυνόμενος όπως εντός προθεσμίας τασσομένης παρά του διατάξαντος την επίταξιν, κατά το προηγούμενον άρθρον, καταθέση τα δικαιολογητικά αυτού έγγραφα εις την ενεργήσασαν την επίταξιν Αρχήν, ήτις διαβιβάζει ταύτα αμελλητί εις την Αγορανομικήν Επιτροπήν της περιφερείας όπου ενηργήθη η επίταξις προς γνωμοδότησιν δια τον κανονισμόν της τιμής του επιταχθέντος είδους. Άρθρ.25.-Την τιμήν της επιτάξεως ορίζει ο Υπουργός Εφοδιασμού μετά σχετικήν γνωμοδότησιν της κατά το προηγούμενον άρθρον αρμοδίας Αγορανομικής Επιτροπής. Η Αγορανομική Επιτροπή υποχρεούται όπως εντός δεκαπέντε ημερών, αφ’ ης περιέλθωσι τα σχετικά έγγραφα εις τον Πρόεδρον αυτής, γνωμοδοτήση και υποβάλη την σχετικήν γνωμοδότησιν προς τον Υπουργόν εκτός εάν ειδικοί λόγοι κωλύματος δεν επιτρέπουσι τούτο, ότε υποχρεούται να δικαιολογήση την βραδύτητα της υποβολής, αναφέρουσα δια του Προέδρου της. Εκάστης γνωμοδοτήσεως προηγείται ακρόασις των ενδιαφερομένων, των προτάσεων αυτής καταχωριζομένων εις τα πρακτικά της γνωμοδοτήσεως εκάστης Επιτροπής. Σελ.54(α) Ν-16 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ Χημικαί εξετάσεις Άρθρ.26.-1.Αι αρμόδιαι διοικητικαί, αστυνομικαί, χημικαί, υγειονομικαί, κτηνιατρικαί και αγορανομικαί υπηρεσίαι, οι Πρόεδροι των Αγορανομικών Επιτροπών, οι Εισαγγελείς και δικαστικοί λειτουργοί αγορανομικής αρμοδιότητος δύνανται να επιθεωρώσι τα προς πώλησιν εκτιθέμενα ή οπωσδήποτε προοριζόμενα είδη, όσα υπόκεινται εις τον κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου έλεγχον. 2.Αι αυταί αρχαί δύνανται να λαμβάνωσι δείγματα προς εξέτασιν εκ πάντων των ελεγχομένων ειδών. Τα του τρόπου της λήψεως του δείγματος, του ποσού, της συσκευής, σφραγίσεως και επισημάνσεως, τα της διασφαλίσεως της ταυτότητος του δείγματος και πάσα λεπτομέρεια αφορώσα την δειγματοληψίαν κανονίζονται δια αγορανομικής διατάξεως εκδιδομένης κατά το άρθρον 1 του παρόντος νόμου κατόπιν γνωματεύσεως των αρμοδίων αρχών. 3.Εις τον παρ’ ου λαμβάνεται το δείγμα δίδεται δελτίον παραλαβής εν τω οποίω σημειούται και το ποσόν του δείγματος, δίδεται δ’ ωσαύτως τη αιτήσει του ιδίου και δείγμα ταυτοχρόνως λαμβανόμενον και του ελεγχομένου είδους επισήμως εσφραγισμένον. Άρθρ.27.-1.Κατά την ενέργειαν δειγματοληψίας λαμβάνονται υποχρεωτικώς δύο δείγματα κατά τα κεκανονισμένα υπό του Γενικού Χημείου του Κράτους ή άλλης αρμοδίας Κρατικής Υπηρεσίας, άτινα αποστέλλονται τάχιστα μετά των σχετικών πρωτοκόλλων προς την αρμοδίαν χημικήν υπηρεσίαν, ήτις μετ’ εξακρίβωσιν και πιστοποίησιν του αλυμάντου των σφραγίδων και της ταυτότητος του δείγματος το μεν έν των δειγμάτων φυλάσσει εσφραγισμένον παρ’ αυτή, το δ’ έτερον υποβάλλει προς εξέτασιν. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας 2.Περί της γενόμενης εξετάσεως συντάσσεται έκθεσις, ήτις αποστέλλεται εις την ερωτώσαν αρχήν, ήτις ανακοινοί το αποτέλεσμα της εξετάσεως (ουχί δε αντίγραφον εκθέσεως ή αριθμόν δείγματος) δι’ επιδόσεως εις τον κύριον του εξετασθέντος δείγματος. Η έκθεσις αύτη συντάσσεται τόσον δι’ ιδίου εγγράφου, όσον και επί της οπισθίας όψεως του πρωτοκόλλου δειγματοληψίας. Εν τη τελευταία ταύτη αναγράφεται και η χρονολογία καθ’ ην παρελήφθη το δείγμα υπό της χημικής υπηρεσίας, ως και εκείνη καθ’ ην ενηργήθη η χημική εξέτασις. Αν ο κύριος του εξετασθέντος δείγματος δηλώση, ότι ηγόρασε το είδος εξ ου το δείγμα παρ’ άλλου τινός, ούτινος, υποχρεούται να δηλώση και την ταυτότητα και κατοικίαν, η περί της εξετάσεως έκθεσις ανακοινούται και εις τον πωλήσαντα τούτο δι’ επιδόσεως. «3.Η ενεργήσασα την δειγματοληψίαν αρχή εξαιρουμένων των περιπτώσεων καθ’ ας δια της εκθέσεως του Γενικού Χημείου του Κράτους βεβαιούται ότι τα δείγματα είναι κανονικά, αναφέρει περί του αποτελέσματος της εξετάσεως ταύτης εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα, προς ον υποβάλλει ταυτοχρόνως και τα κατά τα προηγούμενα εδάφια αποδεικτικά επιδόσεως». Η παρ.3 αντικατεστάθη ως άνω δια του Ν.Δ. 980/1971 (κατωτ. αριθ. 36). Άρθρ.28.-1.Ο κύριος του δείγματος ή ο εξ ου ηγόρασε τούτο τρίτος, δύναται να υποβάλη έφεσιν κατά του αποτελέσματος της πρώτης εξετάσεως, επιδιδομένην εντός 48 ωρών από της εις εκάτερον των ενδιαφερομένων επιδόσεως. Παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας ταύτης η έκθεσις του πρώτου εξετάσαντος χημικού καθίσταται οριστική. 2.Έφεσις επιδίδεται εις την ενεργήσασαν την δειγματοληψίαν αρχήν, συνοδεύεται δε δια Γραμματίου καταθέσεως παραβόλου δραχμών πέντε χιλιάδων (5.000) εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων εις πίστωσιν του Γενικού Χημείου του Κράτους δια την προμήθειαν εργαλείων και επιστημονικών συγγραμμάτων. (Δια Β.Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εφοδιασμού δύναται ν’ αυξομειούται το ποσόν του κατά το προηγούμενον εδάφιον παραβόλου). Δια του Β.Δ. 28 Δεκ. 1950/24 Ιαν. 1951 το άνω παράβολον εφέσεως ωρίσθη εις δρχ. 100.000. Το εντός ( ) εδάφιον κατηργήθη δια της παρ.2 άρθρ.2 Ν.Δ. 2606/1953 (κατωτέρω αριθ. 28). 3.Η προθεσμία της εφέσεως και η άσκησις ταύτης αναστέλλει την διαδικασίαν της ποινικής διώξεως. 4.Η ενεργήσασα την δειγματοληψίαν αρχή αναφέρει εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα περί της ασκηθείσης εφέσεως, ειδοποιεί δε παρευθύς την αρμοδίαν Χημικήν υπηρεσίαν του Γενικού Χημείου του Κράτους της εξετάσασαν το πρώτον δείγμα, ήτις εφ’ όσον παρ’ αυτή υπηρετούσι πλείονες του ενός Χημικοί προβαίνει εις την εξέτασιν τούτου, δι’ ετέρου Χημικού, άλλως μεριμνά δια την άμεσον αποστολήν του δευτέρου δείγματος μετά των σχετικών εις την πλησιεστέραν χημικήν υπηρεσίαν του Γενικού Χημείου του Κράτους, ίνα αύτη προβή εις την εξέτασιν τούτου. «Η εξέταση του δευτέρου δείγματος μπορεί να γίνει και από άλλη χημική υπηρεσία υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο Κώδικας Τροφίμων, Ποτών και αντικειμένων κοινής χρήσεως», Το μέσα σε « » άνω εδάφιο προστέθηκε από την παρ.1 άρθρ.54 Νόμ. 1961/3-3 Σεπτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 132), τόμ. 11 σελ. 210,229). Κατά τας εξετάσεις ταύτας δύναται να παρίσταται και ιδιώτης επιστήμων Χημικός, διοριζόμενος υπό του εκκαλούντος, όστις δέον εν τη αιτήσει του ν’ αναφέρη το ονοματεπώνυμον και την διεύθυνσιν του προτεινομένου ιδιώτου Χημικού. Εν περιπτώσει καθ’ ην ο εν τη αιτήσει υποδεικνυόμενος χημικός δεν προσήλθε κατά την καθορισθείσαν υπό της υπηρεσίας ημέραν προς εκτέλεσιν της εξετάσεως, κατόπιν εγγράφου ειδοποιήσεως της υπηρεσίας του Γενικού Χημείου του Κράτους, τότε η κατ’ έφεσιν εξέτασις ενεργείται παρά της υπηρεσίας του Γενικού Χημείου του Κράτους άνευ παρουσίας του ιδιώτη χημικού. (Επί δειγμάτων τροφίμων ευαλλοιώτων, εις ην περίπτωσιν κατά την κατ’ έφεσιν εξέτασιν το δείγμα να ευρεθεί ηλλοιωμένον, ισχύει το αποτέλεσμα της πρώτης εξετάσεως). Το εντός ( ) εδάφιον κατηργήθη δια της παρ.2 άρθρ.2 Ν.Δ. 2606/1953 (κατωτέρω αριθ. 28). «Δι’ αποφάσεων του Υπουργού Εμπορίου, εκδιδομένων μετά γνώμην του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα ευαλλοίωτα τρόφιμα και ποτά». Το εντός « » εδάφιον αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ.1 άρθρ.2 Ν.Δ. 2606/1953 (κατωτ. αριθ. 28). Έν περιπτώσει διαφωνίας μεταξύ των δύο ενεργησάντων τας εξετάσεις Χημικών δημοσίων υπαλλήλων, ή μεταξύ του Χημικού δημοσίου υπαλλήλου και του παρισταμένου κατά την έφεσιν εξέτασιν ιδιώτου Χημικού, αποφαίνεται το Ανώτατον Χημικόν Συμβούλιον κατά τον σχετικόν περί Γενικού Χημείου του Κράτους νόμον, προς ο διαβιβάζεται υπό της υπηρεσίας ολόκληρος ο φάκελλος της κρινομένης υποθέσεως. Κατά την περίπτωσιν ταύτην του Συμβουλίου τούτου μετέχει ως μέλος αντιπρόσωπος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου (Αντί για τη σελ. 55(ε) Σελ. 55(ζ) Τεύχος 1275-Σελ. 3 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 Αθηνών. Κατά την υπό του Συμβουλίου συζήτησιν κλητεύεται υποχρεωτικώς και ο ενδιαφερόμενος, όστις δύναται να παρασταθή αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου του και αναπτύξη ενώπιον αυτού την υπόθεσίν του. Εν περιπτώσει διαφωνίας, υποχρεούται ο ιδιώτης χημικός να διατυπώση λεπτομερώς ταύτην εν τω συντασσομένω πρωτοκόλλω επανεξετάσεως ως και ο Χημικός δημόσιος υπάλληλος την αντιπαρατήρησίν του. Η κατά τα ανωτέρω έκθεσις αποστέλλεται εν αντιγράφω εις την ενεργήσασαν την δειγματοληψίαν αρχήν, ήτις άμα τη περατώσει της μετά την παρούσαν παράγραφον διαδικασίας, υποβάλλει αντίγραφα απασών των εκθέσεων των χημικών υπηρεσιών εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα. 5.Ο Γενικός Διευθυντής του Γενικού Χημείου του Κράτους διατάσσει την επιστροφήν του παραβόλου αν η έφεσις γίνη δεκτή ή την κατάπτωσιν αυτού υπέρ του Γενικού Χημείου κατά την παρ.2 του παρόντος άρθρου αν η έφεσις ήθελεν εναντίον του εκκαλούντος. «6.Προκειμένου περί των ευαλλοιώτων τροφίμων και ποτών η ενεργήσασα την δειγματοληψίαν Αρχή αποστέλλει τα παρά ταύτης ληφθέντα δείγματα, μετά των σχετικών πρωτοκόλλων δειγματοληψίας, αυθημερόν εις την αρμοδίαν Χημικήν υπηρεσίαν, ήτις επιλαμβάνεται τάχιστα της χημικής εξετάσεως του πρώτου των εις διπλούν, κατά τα κεκανονισμένα, ληφθέντος δείγματος, εφ’ όσον δε εκ των αποτελεσμάτων της χημικής εξετάσεως προκύπτει ότι το εξετασθέν δείγμα είναι νοθευμένον ή ακατάλληλον προς βρώσιν και ότι γενικώς δεν πληροί τους όρους των σχετικών διατάξεων του Κώδικος περί τροφίμων, ποτών κλπ. προβαίνει αυτεπαγγέλτως και άνευ ασκήσεως υπό του ενδιαφερομένου της υπό των διατάξεων του άρθρ.28 του Αγορανομικού Κώδικος προβλεπομένης εφέσεως, εις την χημικήν εξέτασιν του δευτέρου δείγματος, εκτός εάν εν τω πρωτοκόλλω δειγματοληψίας ρητώς αναγράφεται υπό του ενδιαφερομένου ότι δεν επιθυμεί την κατ’ έφεσιν εξέτασιν του ληφθέντος δείγματος. «Κατά την διενέργειαν δειγματοληψίας επί ευαλλοιώτων τροφίμων και ποτών, δέον εις το συντασσόμενον πρωτόκολλον δειγματοληψίας να δηλούται εγγράφως υπό του κατόχου του δείγματος: α)εάν ούτος επιθυμή η κατ’ έφεσιν εξέτασις του δευτέρου δείγματος να γίνη παρουσία ιδιώτου χημικού, αναγράφων άμα το ονοματεπώνυμον και την διεύθυνσιν αυτού ή β)εάν επιθυμή την εκτέλεσιν της εφέσεως άνευ της παρουσίας ιδιώτου χημικού ή γ)εάν δεν επιθυμή την άσκησιν εφέσεως. Σελ.56(ζ) Τεύχος 1275-Σελ.4 «Η εξέταση του δεύτερου δείγματος μπορεί να γίνει και από άλλη χημική υπηρεσία υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο Κώδικας Τροφίμων, Ποτών και αντικειμένων κοινής χρήσεως». Το μέσα στα « » εδάφιο προστέθηκε από την παρ.1 άρθρ.54 Νόμ. 1961/3-3 Σεπτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 132), (τόμ. 11 σελ. 210,229). Εις περίπτωσιν καθ’ ην εν τω πρωτοκόλλω δειγματοληψίας ουδεμία δήλωσις εγένετο, τότε ο κύριος του δείγματος ή ο κάτοχος αυτού στερείται του δικαιώματος της ασκήσεως εφέσεως, η δε αρμοδία Χημική Υπηρεσία ανακοινοί το αποτέλεσμα της εξετάσεως του πρώτου δείγματος εις την αποστείλασαν τούτο Αρχήν δια την περαιτέρω ενέργειαν. Τα εδαφ. β΄ και γ΄ προσετέθησαν δια του άρθρ.1 Ν.Δ. 3013/1954 (κατωτ. αριθ. 32). 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας «Εάν η δειγματοληψία επί ευαλλοιώτων τροφίμων και ποτών, διενεργήται εις χείρας τρίτου κατόχου ή εάν ο κύριος του δειγματιζομένου είδους δηλώση ότι ηγόρασε τούτο παρ’ άλλου τινός, η αρμοδία χημική υπηρεσία, εις περίπτωσιν μη κανονικότητος του δείγματος, προβαίνει πάντοτε αυτεπαγγέλτως εις εξέτασιν του δευτέρου δείγματος, έστω και αν ακόμη ο κάτοχος του εξ ου ελήφθη το δείγμα είδους, δηλώση εν τω πρωτοκόλλω της δειγματοληψίας ότι δεν επιθυμεί την άσκησιν εφέσεως ή παραλείψη, ένεκα οιουδήποτε λόγου την υποβολήν σχετικής δηλώσεως. Εν η περιπτώσει, ο εξ ου λαμβάνεται το δείγμα δηλώση εν τω πρωτοκόλλω δειγματοληψίας ότι επιθυμεί την κατ’ έφεσιν εξέτασιν τούτου παρουσία ιδιώτου χημικού, αύτη ενεργείται κατά την δήλωσιν του». To ανωτέρω εδάφ. δ΄ προστεθέν δια του άρθρ.1 Ν.Δ. 3013/1954 (κατωτ. αριθ. 32) και αντικατασταθέν δια του άρθρ.7 Ν.Δ. 218/1973 (κατωτ. αριθ. 40), αντικατεστάθη εκ νέου ως άνω δια του άρθρ.2 Νόμ. 101/1975 (κατωτ. αριθ. 43). Η επανεξέτασις του δείγματος εκτελείται προκειμένου περί της Κεντρικής Υπηρεσίας του Γενικού Χημείου του Κράτους, παρά της Χημικής υπηρεσίας του Τμήματος Εφέσεων αυτής, προκειμένου δε περί παραρτημάτων του Γενικού Χημείου του Κράτους, εν οις υπηρετούσι πλείονες του ενός χημικοί, η εξέτασις εκτελείται παρ’ ετέρου χημικού του παραρτήματος και ουχί παρά του εκτελέσαντος την εξέτασιν του πρώτου δείγματος τοιούτου. Οι Διευθυνταί Παραρτημάτων, εν οις υπηρετεί είς μόνον χημικός, αποστέλλουσιν άμα τω πέρατι της εξετάσεως του πρώτου δείγματος εφόσον τούτο είναι νοθευμένον ή μη κανονικόν, το δεύτερον δείγμα μετά των σχετικών εις το πλησιέστερον Παράρτημα του Γενικού Χημείου του Κράτους, ούτινος η υπηρεσία προβαίνει εις την ταχίστην εξέτασιν αυτού. 7.(Κατηργήθη δια του άρθρ.2 Ν.Δ. 3013/1954, κατωτ. αριθ. 30). 8.Εν περιπτώσει καθ’ ην το δεύτερον δείγμα ήθελεν ευρεθή ηλλοιωμένον, εις βαθμόν παρακωλύοντα την εκτέλεσιν της εξετάσεως αυτού, δεν ενεργείται η εξέτασις τούτου. Εν τη περιπτώσει ταύτη ισχύει το αποτέλεσμα της εξετάσεως του πρώτου δείγματος. Εν τη συντασσομένη εκθέσει παρά του ενεργήσαντος την εξέτασιν χημικού ή χημικών αναγράφεται το είδος της αλλοιώσεως, το ποσοστόν ταύτης το προκαλέσαν ή επιταχύναν την αλλοίωσιν αίτιον και παν έτερον σχετικόν στοιχείον προς μόρφωσιν ακριβούς γνώμης. Εν περιπτώσει διαφωνίας του παραστάντος ιδιώτου χημικού εφαρμόζονται αι διατάξεις του εδάφ. ς΄ της παρ.4 του άρθρ.28 ως το άρθρον τούτο τροποποιείται και συμπληρούται δια του παρόντος. 9.Το αποτέλεσμα των χημικών εξετάσεων του πρώτου και του δευτέρου δείγματος κοινοποιούνται εις την αποστείλασαν το δείγμα Αρχήν, ήτις ανακοινοί ταύτα εις τον κάτοχον του είδους εφ’ ου εγένετο η δειγματοληψία, εφόσον δε εκ των αποτελεσμάτων εξετάσεως του δευτέρου δείγματος επιβεβαιούνται τα αποτελέσματα εξετάσεως του πρώτου τοιούτου, η Αρχή αύτη προσκαλεί τον ενδιαφερόμενον όπως εντός προθεσμίας 5 ημερών καταβάλη εις Δημόσιον Ταμείον το νόμιμον παράβολον της γενομένης αναλύσεως του δευτέρου δείγματος. Εν περιπτώσει δυστροπίας ή αρνήσεως του υποχρέου εις την καταβολήν του παραβόλου τούτου, η αποστείλασα το δείγμα Αρχή προβαίνει εις την βεβαίωσιν του οφειλομένου ποσού, ούτινος η είσπραξις ενεργείται κατά τας σχετικάς περί εισπράξεως των δημοσίων εσόδων διατάξεις. 10.Εν περιπτώσει διαφοράς μεταξύ των αποτελεσμάτων των χημικών εξετάσεων πρώτου και δευτέρου δείγματος, ως και εις τας περιπτώσεις αυτεπαγγέλτου εξετάσεως, καθ’ ας το δεύτερον δείγμα ευρέθη ηλλοιωμένον και δεν γίνεται εξέτασις αυτού αποφαίνεται περί ταύτης, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου ε΄ της παρ.4 του άρθρ.28, ως το άρθρον τούτο τροποποιείται και συμπληρούται δια του παρόντος , το Ανώτατον Χημικόν Συμβούλιον, προς ο διαβιβάζεται ο οικείος φάκελλος μεθ’ απάντων των σχετικών. 11.(Κατηργήθη δια του άρθρ.2 Ν.Δ. 3013/1954, κατωτ. αριθ. 30) 12.Παρέχεται εις τον Υπουργόν Εμπορίου το δικαίωμα όπως δι’ αποφάσεών του, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, αυξομειώνη εκάστοτε το παράβολον ασκουμένων εφέσεων προς επανεξέτασιν δειγμάτων τροφίμων κλπ.». Αι εντός « » παράγραφοι 6-12 προσετέθησαν δια του άρθρ.1 Ν.Δ. 2606/1953 (κατωτέρω αριθ. 28). Δια της υπ’αριθ. 60190/3573 της 18 Αυγ./16 Σεπτ. 1975 (ΦΕΚ Β΄ 992) αποφ. Υπ. Εμπορίου, το παράβολον ασκουμένων εφέσεων προς επανεξέτασιν δειγμάτων τροφίμων κλπ. υπό του Γεν. Χημείου του Κράτους ωρίσθη εις 500 δραχμάς. Με την 3001396/49/0078/25-31 Ιαν. 1994 (ΦΕΚ Β΄ 61) απόφ. Υπ. Οικον. και Εμπορίου ανακαθορίστηκε το παράβολο για την κατ’ έφεση εξέταση δειγμάτων τροφίμων κλπ. από το Γ.Χ.Κ. σε δρχ. 10.000 τροποποιηθείσης έτσι της υπ’ αριθ. 3013338/3052/0078/3.8.90 απόφ. Υπ. Οικον. και Εμπορίου. Με την 3011238/6397/0078/4-16 Ιουν. 1998 (ΦΕΚ Β 607), απόφ. Υπ. Οικον. και Ανάπτυξης, κατωτ. σελ. 248,18, τροποποιήθηκε η άνω 3001396/492/0078/94 απόφαση και ανακαθορίστηκε το ανωτέρω παράβολο σε δρχ. 30.000. (Αντί για τη σελ.56,01(δ) Σελ.56,01(ε) Τεύχος 1275-Σελ.5 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 άρθρο αυτό κατάταξη των αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης ενεργείται και χωρίς τη γνώμη τους». Το άρθρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 Άρθρ.29.-Πάσα ετέρα λεπτομέρεια αφορώσα τας κατά τον παρόντα νόμον εξετάσεις την παράστασιν κατά τας εφέσεις ιδιωτών χημικών, ως και παν έτερον συναφές αντικείμενον, ρυθμισθήσεται δια Β.Δ/τος προτάσει του Υπουργού Εφοδιασμού εκδιδομένου. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄ Ποινικαί διατάξεις Άρθρ.30.-«Με φυλάκισιν ή με χρηματικήν ποινήν ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων τιμωρούνται:» Η ανωτέρω εντός « » φράσις είχεν αντικατασταθή δια της παρ.1 του καταργηθέντος άρθρ.1 Ν.Δ. 218/1973 (κατωτ. αριθ. 40). Δια του άρθρ.2 Ν.Δ. 69/1974 (κατωτ. αριθ. 42) επανήχθη εν ισχύϊ ως ανωτέρω, η προϊσχύουσα διάταξις. «1.Όστις, δια τρόφιμα παντός είδους, καυσίμους ή φωτιστικάς ύλας, δι’ αντικείμενα χρήσιμα δια τας ανάγκας των στρατιωτικών εν γένει υπηρεσιών ή του κοινού, δια φάρμακα ή φαρμακευτικά είδη και γενικώς δια παν αντικείμενον ή πάσαν παροχήν αμέσως ή εμμέσως εξυπηρετούσαν βιοτικάς ανάγκας, απαιτεί, προς πώλησιν χονδρικήν, ημιχονδρικήν ή λιανικήν, προς μίσθωσιν ή γενικώς προς οιανδήποτε χρήσιν, τιμάς ή ανταλλάγματα ή δέχεται προσφοράς ή υποσχέσεις περί καταβολής εις αυτόν ανταλλαγμάτων ή τιμών, αι οποίαι υπερβαίνουσι προκειμένου μεν περί ουσιωδών ειδών ευρισκομένων εν ανεπαρκεία την καθωρισμένην ανωτάτην τιμήν ή το καθωρισμένον ανώτατον ποσοστόν εμπορικού ή επαγγελματικού κέρδους, προκειμένου δεν περί ουσιωδών ειδών εν γένει περιέχουσαν υπερβολικόν κέρδος, λαμβανομένων υπ’όψιν του τιμήματος της αγοράς, των ειδικών δαπανών του εμπορίου, βιομηχανίας ή βιοτεχνίας, «της αποδόσεως των ιδίων, ως και των συνολικώς απασχολουμένων κεφαλαίων», των αναλογιών εις τας γενικάς δαπάνας, και τας αποσβέσεις των επαγγελματικών εγκαταστάσεων κλπ. εις τους τόκους του κεφαλαίου, εις το ποσοστόν του εμπορικού κινδύνου, της αμοιβής της προσωπικής εργασίας του επιχειρηματίου εν συνδυασμώ προς τας περιστάσεις και την εν γένει κατάστασιν της αγοράς και παν έτερον συναφές προς το ασκούμενον εμπόριον, βιομηχανίαν ή βιοτεχνίαν στοιχείον, λαμβανομένης πάντοτε υπ’ όψιν υπό του Δικαστηρίου και της τιμής της αντικαταστάσεως. Οι άνω μέσα σε « » λέξεις προστέθηκαν από την παρ.3 άρθρ.23 Νόμ. 1682/14-16 Φεβρ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 14), Τομ. 13Β σελ. 829. Σελ.56,02(ε) Τεύχος 1275-Σελ. 6 Προκειμένου περί διώξεως δι’ υπερβολικόν κέρδος κατά το προηγούμενον εδάφιον επί ουσιωδών ειδών εν επαρκεία ευρισκομένων εν τη αγορά, προ πάσης εισαγωγής της υποθέσεως εις το ακροατήριον απαιτείται γνωμοδότησις της οικείας Αγορανομικής Επιτροπής συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρ.7 παρ.3 και του άρθρ.60 παρ.2 και 3 του παρόντος Νόμου». Η παρ.1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ.3 Α.Ν. 782/1948 (κατωτ. αρ. 26). 2.Όστις επιδιώκει ή επιτυγχάνει υπερβολικόν κέρδος καθ’ οιονδήποτε τρόπον, ιδία δε ελλιπούς σταθμίσεως ή μετρήσεως, πωλήσεως ειδών τινών κατωτέρας ποιότητος, εις τιμήν αρμόζουσαν εις ανωτέραν ποιότητα, ή ατελούς εψήσεως ή παρασκευής, συνυπολογισμού βάρους περικαλλύματος, καθ’ ας περιπτώσεις απαγορεύεται ούτος, ή χρήσεως περικαλλύματος βάρους ανωτέρου του δι’ αγορανομικών ή άλλων διατάξεων καθωρισμένου, καθ’ ας περιπτώσεις επιτρέπεται ο συνυπολογισμός ούτος, ή δι’ οιουδήποτε άλλου τεχνάσματος. 3.Όστις ηγόρασε και γενικώς συνηλλάγη μετά του επιτυχόντος κατά την παρ.1 και 2 το υπερβολικόν κέρδος, εφ’ όσον την συναλλαγήν ενήργησε προς εμπορίαν και εν γνώσει του υπερβολικού της τιμής. 4.Όστις επί σκοπώ κέρδους δια μεταπωλήσεως ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον αγοράζει εν τω εσωτερικώ ή εν πλω αντικείμενα εκ των εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου αναφερομένων εις τιμάς υπερβαινούσας τας δια των αγορανομικών διατάξεων καθωρισμένας τιμάς ή ανώτατον ποσοστόν κέρδους. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας 5.Οι κατά ξηράν και θάλασσαν αγωγιάται, πλοιοκτήται, εφοπλισταί και πλοίαρχοι, αξιούντες διόδια ή κόμιστρα υπερβαίνοντα τας δια συμβάσεων ή υπό των αρμοδίων αρχών οριζομένας τιμάς ή ανώτατον ποσοστόν κέρδους ή ενέχοντα υπερβολικόν κέρδος λαμβανομένων υπ’ όψιν των εν γένει περιστάσεων υφ’ ας διεξάγωνται αι κατά ξηράν ή θάλασσαν μεταφοραί. Αγωγιάτης θεωρείται πας όστις επί μισθώ (αμοιβή) δέχεται να μεταφέρη εις ωρισμένον τόπον πρόσωπα ή πράγματα ή και αμφότερα είτε αυτοπροσώπως, είτε δι’ άλλων παρενθέτων προσώπων δι’ οιουδήποτε μέσου ή οιασδήποτε δυνάμεως, ως κόμιστρα δε ή διόδια θεωρούνται παν ό,τι λαμβάνουσι τα ανωτέρω πρόσωπα (αγωγιάται κλπ.) προς εκτέλεσιν της συμβάσεως μεταφοράς (αμοιβή, δαπάνη δια μεταφοράν και φύλαξιν, εκφόρτωσιν, έξοδα υπερημερίας, και γενικώς πάσα αμοιβή ή δαπάνη προς εκτέλεσιν της συμβάσεως). 6.Οι ιδιοκτήται, εκμισθωταί ή διευθυνταί ξενοδοχείων, οικοτροφείων ή παρεμφερών επιχειρήσεων, οι εκμισθωταί βοσκών, λειβαδίων, οίτινες λαμβάνουσι ή αξιούσι μισθώματα πέραν του εκάστοτε τασσομένου ορίου. «7.Οι ανακριβώς δηλούντες και οι αρνούμενοι να δηλώσουν προς το κοινό ή τις αρχές την ποιότητα, την ποσότητα και τον τόπο προελεύσεως και παραγωγής των αντικειμένων βιοτικών αναγκών και οι παρέχοντες ανακριβείς πληροφορίες επί των τιμών στις οποίες πραγματοποίησαν τις συναλλαγές τους, ή περί των μεταξύ των παραγωγών, βιομηχάνων, βιοτεχνών, εμπόρων χονδρικής, ημιχονδρικής, και λιανικής πωλήσεως συναλλαγών των και οι παρέχοντες ανακριβείς ή ελλειπείς πληροφορίες επί του περιεχομένου αυτών, των τιμολογίων, βιβλίων κ.λπ.». Η παρ.7 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.54 Νόμ. 1961/3-3 Σεπτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 132), (τόμ. ΙΙ, σελ. 210,229). 8.Όσοι, λαβόντες άδειαν εξαγωγής είδους τινός εκ των εν τη παρ.1 καθοριζομένων, εφ’ ου έχει καθορισθή παρακράτημα, εξάγουσι το παρακράτημα τούτο. 9.Όστις αναμιγνύει και ούτω πωλεί διαφόρων ποιοτήτων είδη εκ των εν τη παραγράφω 1 αναφερομένων, εξαιρουμένων των περιπτώσεων καθ’ ας λόγω της φύσεως του είδους επιβάλλεται ή επιτρέπεται η τοιαύτη ανάμιξις και εφ’ όσον αύτη είναι ανεγνωρισμένη επισήμως. 10.Ο διατηρών κατάστημα, πρατήριο, εργαστήριον, ή εργοστάσιον τροφίμων και γενικώς ειδών βιωτικών αναγκών και πας έμπορος τοιούτων ειδών, όστις άνευ νομίμου δικαιολογητικής αιτίας και επί σκοπώ καταστρατηγήσεως των διατάξεων του παρόντος νόμου δεν προμηθεύεται τα αναγκαία είδη. Ως ένοχοι του κατά το προηγούμενον εδάφιον προβλεπομένου αδικήματος θεωρούνται και οι πωλούντες αντικείμενα βιωτικών αναγκών μόνον καθ’ ωρισμένον χρόνον ή τόπον ή σειράν, επί σκοπώ καταστρατηγήσεως των διατάξεων του παρόντος νόμου. 11.Πας καταστηματάρχης, εργοστασιάρχης, πρατηριούχος, πλανόδιος ή στάσιμος (μη καταστηματάρχης) πωλητής, μεταπράτης και γενικώς πας έμπορος ειδών βιωτικών αναγκών, όστις :α)κατέχει ψευδή μέτρα ή σταθμά ή ζυγούς ή β)μεταχειρίζεται άλλα παρά τα διατεταγμένα κατά τα νόμιμα σεσημασμένα και εις καλήν κατάστασιν διατηρούμενα, μέτρα ή σταθμά ή ζυγούς ή γ)αποποιείται την μέτρησιν ή στάθμισιν και δ)πωλεί με μέτρον είδη ων η πώλησις είναι καθωρισμένη δια σταθμών. Εν πάση περιπτώσει τα ψευδή μέτρα, σταθμά ή ζυγοί κατάσχονται και καταστρέφονται. (Μετά τη σελ.56,02(ε) Σελ.56,021 Τεύχος 1275-Σελ.7 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας 12.Οι μη συμμορφούμενοι με τας υπό της αρμοδίας χημικής υπηρεσίας οδηγίας, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις, δι’ ων καθορίζονται οι όροι ους δέον να πληρώσι τα εις κατανάλωσιν προσφερόμενα εδώδιμα και ποτά, ως και τα αντικείμενα χρήσεως και οι όροι οίτινες δέον να τηρώνται κατά την κατεργασίαν και την συντήρησιν αυτών προς φύλαξιν της δημοσίας υγείας και αποφυγήν απάτης των αγοραστών. 13.Όστις καταστρέφει, βλάπτει, θέτει εις κυκλοφορίαν, αναλίσκει, εξάγει, μεταφέρει, αλλοιοί ή δι’ οιουδήποτε μέσου υφαιρεί από τας αρχάς τρόφιμα ή άλλα είδη, τα οποία κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου κατεσχέθησαν ή ων απηγορεύθη, η κυκλοφορία, κατανάλωσις, εξαγωγή ή μεταφορά. 14.Όστις δυσχεραίνει ή εμποδίζει τον υπό των αρμοδίων υπαλλήλων ασκούμενον συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου έλεγχον, ως και όστις καθ’ οιονδήποτε τρόπον αρνείται να παραδώση εις τους αρμοδίους υπαλλήλους προς έλεγχον τα υπ’ αυτών κατεχόμενα δικαιολογητικά, αγοράς ή πωλήσεως, κοστολόγια, τιμολόγια και παν άλλο έγγραφον εξ ων διαπιστούται η τιμή αγοράς ή πωλήσεως και παν έτερον έξοδον ως και η προέλευσις αυτών. 15.Οι οπωσδήποτε παραβαίνοντες τας κατά τον παρόντα νόμον εκδιδομένας αγορανομικάς διατάξεις και άλλας Αστυναμικάς Διατάξεις ρυθμιζούσας αγορανομικά αντικείμενα. 16.Οι αρνούμενοι να προβώσιν εις την κατά το άρθρ.22 δήλωσιν, οι ανακριβώς δηλούντες, οι οπωσδήποτε αρνούμενοι να παράσχωσι πάσαν υπό των Αρχών αιτουμένην σχετικήν πληροφορίαν, οι μη παρέχοντες αυτήν εντός της ταχθείσης προθεσμίας, οι οπωσδήποτε διαθέτοντες είδη, ων απηγορεύθη η ελευθέρα διάθεσις, οι παραβαίνοντες οιονδήποτε όρον τιθέμενον υπό των αυτών αρχών και οι οπωσδήποτε παραβαίνοντες τας διατάξεις των άρθρων 5 (παραγρ.2) και 22. 17.Οι σιτοπαραγωγοί, σιτέμποροι, κτηνοτρόφοι, ζωέμποροι, τυροκόμοι, παραγωγοί και έμποροι ελαίου και άλλων προϊόντων βιωτικών αναγκών, οίτινες δολίως μεταβιβάζουσι δια συμβολαίων ή προφορικών συμφωνιών είδη του εμπορίου των ή βιομηχανίας ή της παραγωγής αυτών, επί σκοπώ να αποφύγωσι τας επιβαλλομένας αυτοίς ανωτάτας τιμάς ή ποσοστά κέρδους ή όρους απαγορεύοντας την εξαγωγήν, τας προπωλήσεις, προαγοράς και αγοράς, τα παρακρατήματα και πάντα περιοριστικόν όρον, επιβαλλόμενον αυτοίς εκ γενικωτέρω συμφέροντος ή εκ τοπικών ακαγκών. Εάν η τοιαύτη ενέργεια εγένετο κατά συνεννόησιν και προέκυψεν εντεύθεν έλλειψις ή απόκρυψις τροφίμων ή και άλλων ειδών βιωτικών αναγκών, τούτο αποτελεί ιδιαιτέραν επιβαρυντικήν περίστασιν. 18.Όστις, επί τω σκοπώ συγκαλύψεως αγορανομικού τινός αδικήματος, ή όπως επιτύχη καθορισμόν επωφελούς τιμής, αποκρύπτει τα εμπορικά αυτού βιβλία ή προυσιάζει βιβλία ή στοιχεία παραποιημένα ή περιέχοντα ψευδείς ενδείξεις, εάν η πράξις δεν τιμωρείται βαρύτερον κατ’ άλλην διάταξιν. «19.Η μη παρασκευή, εν όλω ή εν μέρει, φαγητών και λοιπών ειδών βιοτικής ανάγκης από εστιατόρια και άλλα καταστήματα, εργαστήρια ή εργοστάσια που προορίζονται για την εξυπηρέτηση του κοινού, τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο». H παρ.19 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρο.1 Νόμ. 1732/7-15 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 164), κατωτ. αριθ. 48. «20.Για τα αντικείμενα, τις παροχές και λοιπά είδη βιοτικής ανάγκης, που κάθε φορά χαρακτηρίζονται και είναι καταταγμένα στην αγορανομική κατηγορία των ελεγχομένων για υπερβολικό κέρδος, η επίτευξη ή επιδίωξη τέτοιου κέρδους τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο». Η παρ.20 προστέθηκε από την παρ.2 του άρθρ.1 Νόμ. 1732/7-15 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 164), κατωτ. αριθ. 48. Άρθρ.31.-«Με φυλάκισιν και με χρηματικήν ποινήν τιμωρούνται :» Η ανωτέρω εντός « » φράσις είχεν αντικατασταθή δια της παρ.2 του καταργηθέντος άρθρ.1 Ν.Δ. 218/1973 (κατωτ. αριθ. 40). Δια του αρθρ.2 Ν.Δ. 69/1974 (κατωτ. αριθ. 42) επανήχθη εν ισχύϊ, ως ανωτέρω, η προϊσχύσασα διάταξις. «1.Όστις, ανεξαρτήτως διωκομένου σκοπού, καταστρέφει παρακαταθήκας και αποταμιεύματα οιωνδήποτε ειδών βιοτικής ανάγκης και γενικώς αντικειμένων παντός είδους εξυπηρετούντων βιοτικάς ανάγκας, αδιακρίτως αγορανομικής κατηγορίας εις ην υπάγονται, περιορίζει την παραγωγήν ή το εμπόριον αυτών, προβαίνει εις τεχνάσματα ή άλλας αθεμίτους ενεργείας. Εις τας περιπτώσεις ταύτας περιλαμβάνει επίσης: α)η καθ’ οιονδήποτε τρόπον σκοπουμένη συγκέντρωσις προϊόντων (ενός ή πλειόνων), β)η απόκρυψις εν μέρει ποσότητος εξ αυτών και η αγορά μεγάλων ποσοτήτων τοιούτων. 2.Όστις, παρακρατεί αντικείμενα εκ των εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερομένων, άτινα παρήχθησαν ή απεκτήθησαν υπ’ αυτού επί σκοπώ απαλλοτριώσεως. Ως παρακράτησις ιδία θεωρείται και η απόκρυψις ή άρνησις πωλήσεως και η καθ’ οιονδήποτε τρόπον μη θέσις εις κυκλοφορίαν των αντικειμένων τούτων». Αι παρ.1 και 2 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ.10 Ν.Δ. 218/1973 (κατωτ. αριθ. 40). 3.Ο διατηρών ξενοδοχείον ύπνου, όστις αποκρύπτει την ύπαρξιν εν αυτώ κενών δωματίων. Ως κενόν δωμάτιον νοείται πας διαθέσιμος χώρος προωρισμένος δι’ ενοίκησιν πελατών και πάσα έν τινι δωματίω ελευθέρα (μη μεμισθωμένη) κλίνη. (Αντί για τη σελ.57(β) Σελ.57(γ) Τεύχος ΘΙΙ3- Σελ. 71 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 4.Όστις, εκτός της περιπτώσεως του άρθρ.292 του Ποινικού νόμου, παραποιεί ή νοθεύει τρόφιμα και εν γένει είδη βιωτικών αναγκών προωρισμένα προς εμπορίαν. Η υπό του δράστου πώλησις, θέσις εις κυκλοφορίαν ή κατοχή προς πώλησιν ή χρήσιν του κοινού τοιούτων αντικειμένων αποτελεί ιδιαιτέραν επιβαρυντικήν περίστασιν. 5.Όστις, μη συμμετασχών εις το υπό της προηγουμένης παραγράφου προβλεπόμενον αδίκημα, εν γνώσει κατέχει προς εμπορίαν, πωλεί, θέτει εις κυκλοφορίαν ή παραδίδει εις χρήσιν άλλου αντικείμενα εκ των εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερομένων παραποιημένα ή νοθευμένα παρ’ άλλου. 6.Πας παραγωγός, εργοστασιάρχης, καταστηματάρχης ή οιοσδήποτε τρίτος, αποκρύπτων, καταστρέφων, βλάπτων ή δι’ οιουδήποτε μέσου υφαιρών τρόφιμα ή άλλα είδη, ων διετάχθη η επίταξις, είτε προ είτε μετά την επιβολήν αυτής, ως και ο αρνούμενος ή παρεμποδίζων την εκτέλεσιν αυτής καθ’ οιονδήποτε τρόπον επιφυλαττομένης και πάσης ετέρας βαρυτέρας ποινικής διατάξεως, αι δε τυχόν επί τοιούτω αθεμίτω σκοπώ γενόμεναι απαλλοτριώσεις θεωρούνται αυτοδικαίως άκυροι. 7.Όστις εκποιεί ή άλλως παρανόμως χρησιμοποιεί επιτεταγμένα είδη ή παραμελεί την καλήν συντήρησιν των εις την κατοχήν του τοιούτων ειδών, ως και ο μεταφέρων τοιαύτα είδη παρά την υπάρχουσαν απαγόρευσιν. 8.Ο ιδιοκτήτης, διευθυντής ατμοπλοϊκής εταιρείας ή κυβερνήτης ατμοπλοίου ή ετέρων μεταφορικών μέσων, ως και πας τρίτος εις την κατοχήν του οποίου ευρίσκονται ταύτα, όστις παρά την γενομένην επίταξιν αρνείται να θέση ταύτα εις την διάθεσιν της αρχής ή ποιείται χρήσιν τούτων παρά τας υποδείξεις αυτής. 9.Όστις, παραλαβών ποσότητα εμπορευμάτων ή εν γένει αντικειμένων βιωτικών αναγκών κατ’ εντολήν των αρχών, διαθέτει ταύτην κατά διάφορον τρόπον εκείνου, δι’ ον τω παρεδόθησαν. 10.Όστις, έχων την υποχρέωσιν να διαθέση κατά καθωρισμένον υπό του νόμου ή της αρχής τρόπον τα εμπορεύματα, τα οποία κατέχει προς εμπορίαν, διαθέτει ταύτα κατά διάφορον τρόπον. 11.Όστις εξαπατά την αρχήν κατά την έκδοσιν ή χρησιμοποίησιν αδειών μεταφοράς ή διατακτικών αφορωσών τρόφιμα ή άλλα αντικείμενα αμέσως ή εμμέσως, χρήσιμα δια τας βιωτικάς ανάγκας, εάν η πράξις δεν τιμωτείται βαρύτερον κατ’ άλλην διάταξιν. 12.Όστις αποκτά είδη εκ των υπό της αρχής διανεμομένων, ων δεν δικαιούται ή εις ποσόν ανώτερον εκείνου όπερ δικαιούται. 13.Όστις επί τω σκοπώ μη επιτρεπομένης κτήσεως ειδών κατά την προηγουμένην παράγραφον ποιείται εν γνώσει χρήσιν πλαστών πιστοποιήσεων ή δελτίων ή ακύρων δελτίων ή δελτίων ανηκόντων εις Σελ.58(γ) Τεύχος ΘΙΙ3-Σελ. 72 άλλον, ως και ο εκδούς ή παραδούς εις τον χρησιμοποιήσαντα τας τοιαύτας πιστοποιήσεις ή δελτίο, εάν κατ’ άλλην διάταξιν δεν επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή. Δια της καταδικαστικής αποφάσεως δύναται να διατάσσεται προσέτι η αφαίρεσις και του δελτίου, ου κατά νόμον δικαιούται ο καταδικασθείς. 14.Ο εν αγνοία του αγοραστού πωλών κρέας εκ ζώου, όπερ κατά τας εν Ελλάδι συνηθείας δεν θεωρείται βρώσιμον. 15.Πας ιδιοκτήτης ή διευθυντής εργοστασίου, διευθυντής ή προϊστάμενος ή αντιπρόσωπος βιομηχανικής ή εμπορικής επιχειρήσεως πάσης κατηγορίας, χειροτέχνης, αρτοποιός, παντοπώλης, ιδιοκτήτης ή οδηγός αυτοκινήτου και επαγγελματίας οιουδήποτε είδους, όστις αρνείται να εκτελέση οιανδήποτε διαταγήν νομίμως εκδιδομένην υπό του Υπουργού Εφοδιασμού ή των παρ’ αυτού εντεταλμένων οργάνων, αφορώσαν τον επισιτισμόν του Κράτους, πόλεως, κώμης ή χωρίου. «16.Βιομήχανος ή βιοτέχνης ζυμαρικών, όστις πωλεί άλευρα μακαρονοποιΐας ή χρησιμοποιεί ή διαθέτει ταύτα εις άλλας χρήσεις εκτός της παρασκευής ζυμαρικών. 17.Αλευροβιομήχανος όστις πωλεί ή οπωσδήποτε διαθέτει άλευρα μακαρονοποιΐας εις πάντα έτερον μη τυγχάνοντα βιομήχανον ή βιοτέχνην ζυμαρικών και διατηρούντα μακαρονοποιείον εν λειτουργία. 18.Όστις, πλην των διατηρούντων μακαρονοποιείον εν λειτουργία βιομηχάνων ή βιοτεχνών ζυμαρικών, κατέχει άλευρα μακαρονοποιΐας». Αι παρ.16-18 προσετέθησαν δια του άρθρ.1 Νόμ. 2838/1954, (κατωτ. αριθ. 29). 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας άρθρ.23 Νόμ. 1682/14-16 Φεβρ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 14), τόμ.13Β σελ. 829. «Άρθρ.2α.-1.Όπου στις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως αυτός τροποποιημένος ισχύει ή σε διατάξεις άλλων νόμων, διαταγμάτων ή στις αγορανομικές διατάξεις ή αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή τους αναφέρεται ο όρος «ουσιώδη» νοείται ο όρος «ελεγχόμενα». Επίσης αγορανομικές ρυθμίσεις, καθώς και κάθε άλλου είδους ρυθμίσεις που διαλαμβάνονται στους παραπάνω νόμους, διατάγματα, αγορανομικές διατάξεις και αποφάσεις που αναφέρονται στην κατάταξη αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης, στην αγορανομική κατηγορία των ουσιωδών και στην α(Αντί για τη σελ.49(δ) Σελ.49(ε) Τεύχος Θ113-Σελ. 65 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 γορανομικής τους ή άλλης μορφής μεταχείριση, εξ αιτίας αυτής τους της κατάταξης, αυτές νοούνται ότι αναφέρονται στη με τον όρο «ελεγχόμενα» αγορανομική κατηγορία του προηγούμενου άρθρου. 2.Όπου στις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως αυτός τροποποιημένος ισχύει, ή σε διατάξεις άλλων νόμων, διαταγμάτων ή στις αγορανομικές διατάξεις ή αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή τους αναφέρεται ο όρος «ουσιώδη εν ανεπαρκεία» νοείται ο όρος «διατιμημένα ή ελεγχόμενου κέρδους». Επίσης ρυθμίσεις που διαλαμβάνονται στους παραπάνω νόμους, διατάγματα, αγορανομικές διατάξεις και αποφάσεις που αναφέρονται στην κατάταξη αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης στην αγορανομική κατηγορία των ουσιωδών σε ανεπάρκεια και στην αγορανομική τους μεταχείριση εξ αιτίας αυτής τους της κατάταξης, αυτές νοούνται ότι αναφέρονται στη με τον όρο «διατιμημένα ή ελεγχομένου κέρδους» αγορανομική κατηγορία του προηγούμενου άρθρου (παρ. 2 στοιχ. β). 3.Όπου στις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως αυτός τροποποιημένος ισχύει ή σε διατάξεις άλλων νόμων, διαταγμάτων ή στις αγορανομικές διατάξεις ή αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή τους αναφέρεται ο όρος «ουσιώδη εν επάρκεια» νοείται ο όρος «ελεγχόμενα για υπερβολικό κέρδος». Επίσης ρυθμίσεις που διαλαμβάνονται στους παραπάνω νόμους, διατάγματα, αγορανομικές διατάξεις και αποφάσεις, που αναφέρονται στην κατάταξη αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης στην αγορανομική κατηγορία των ουσιωδών σε επάρκεια και στην αγορανομική τους μεταχείριση εξ αιτίας αυτής τους της κατάταξης, αυτές νοούνται ότι αναφέρονται στη με τον όρο «ελεγχόμενα για υπερβολικό κέρδος» αγορανομική κατηγορία του προηγούμενου άρθρου (παρ.2, στοιχ. α). 4.Όπου στις διατάξεις του νόμου αυτού, όπως αυτός τροποποιημένος ισχύει, ή σε διατάξεις άλλων νόμων, διαταγμάτων ή στις αγορανομικές διατάξεις ή αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή τους αναφέρεται ο όρος «επουσιώδη» νοείται ο όρος «μη ελεγχόμενα». Όμοια, ρυθμίσεις που διαλαμβάνονται στους παραπάνω νόμους, διατάγματα, αγορανομικές διατάξεις και αποφάσεις, που αναφέρονται στην κατάταξη αντικειμένων, παροχών και ειδών βιοτικής ανάγκης στην αγορανομική κατηγορία των επουσιωδών και στην αγορανομική τους μεταχείριση εξ αιτίας αυτής τους της κατάταξης, αυτές νοούνται ότι αναφέρονται στη με τον όρο «μη ελεγχόμενα» αγορανομική κατηγορία του προηγούμενου άρθρου». Το άρθρ.2α προστέθηκε από την παρ.2 Άρθρ.32.-«Με φυλάκισιν τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματικήν ποινήν τιμωρούνται :» Η ανωτέρω εντός « »φράσις είχεν αντικατασταθή δια της παρ.3 του καταργηθέντος άρθρ.1 Ν.Δ. 218/1973 (κατωτ. αριθ. 40). Δια του άρθρ.2 Ν.Δ. 69/1974 (κατωτ. αριθ. 42) επανήχθη εν ισχύϊ, ως ανωτέρω, η προϊσχύσασα διάταξις. 1.Όστις καταστρέφει πρώτας ύλας ή προϊόντα γεωργικά, κτηνοτροφικά ή βιομηχανικά ή μέσα παραγωγής ή μεταφοράς και εντεύθεν προξενεί βαρείαν βλάβην εις την εθνικήν Οικονομίαν ή προκαλεί σημαντικήν ελάττωσιν των προϊόντων αυτών. 2.Ο αρτοποιός, όστις προ της αρτοποιήσεως παρακρατεί ή οπωσδήποτε διαθέτει υπέρ τρίτων είδη παραδοθέντα αυτώ υπό των Αρχών δια την παρασκευήν του άρτου ή όστις διαθέτει τους παρασκευασθέντας άρτους κατά τρόπον διάφορον εκείνου, δι’ ον προωρίσθησαν. 3.Οι εντεταλμένοι την διαχείρισιν, φύλαξιν, άλεσιν ή μεταφοράν ειδών προωρισμένων προς αρτοποιΐαν οι διαπράττοντες την εν τη προηγουμένη παραγράφω παράβασιν. 4.Όστις πωλεί ή κατέχει προς πώλησιν ή διανέμει προς κατανάλωσιν τρόφιμα αποσυντεθειμένα ή εκ τεθνεώντων ή νοσούντων ζώων ή εν γένει τρόφιμα και ποτά παντός είδους οπωσδήποτε επικίνδυνα εις την δημοσίαν υγείαν. Εάν εκ της υπό της παρούσης παραγράφου προβλεπομένης πράξεως επήλθεν ο θάνατος ή η βλάβη της υγείας προσώπου τινος εφαρμόζονται δια το αποτέλεσμα τούτο ή αι του ποινικού νόμου διατάξεις. «5.Όστις παραδίδει εις χρήσιν, παρασκευάζει, κατέχει ή θέτει εις κυκλοφορίαν σπορέλαια, άτινα εξεταζόμενα χημικώς δεν παρέχουν σαφώς τας γενικάς ή ειδικάς αυτών αντιδράσεις ταυτότητος τας εφαρμοζομένας υπό του Γενικού Χημείου του Κράτους». «6.Όστις απαιτεί ή εισπράττει τίμημα υπέρτερον του εις τας πινακίδας, τιμοκαταλόγους και τιμολόγια αναγραφομένου, έστω και αν δεν επιβάλλεται νόμω η τήρησις τούτων». «7.Όστις, πωλών αγαθά, απαιτεί ή υποχρεώνει τον αγοραστήν εις την συναγοράν υπό τούτου και ετέρου είδους μη ζητουμένου υπ’αυτού». Αι περιπτ.5, 6 και 7 προσετέθησαν δια του άρθρ.2 Ν.Δ. 218/1973 (κατωτ. αριθ. 40). «8.Όστις καθ’οιονδήποτε τρόπον παραβαίνει τας εκδιδομένας, συμφώνως τω άρθρ.57α του παρόντος Νόμου, αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου ή των οικείων Νομαρχών, δι’ ων επιβάλλεται το μέτρον της απαγορεύσεως λειτουργίας της Επιχειρήσεως». Η παρ.8 προσετέθη δια του άρθρ.10 Νόμ. 802/1978 (κατωτ. αριθ. 44). Άρθρ.33.-Εάν αι εν τοις άρθροις 30, 31 και 32 παραβάσεις ετελέσθησαν εξ αμελείας, επιβάλλεται φυλάκισις το πολύ έξ μηνών ή χρηματική ποινή. Άρθρ.34.-Τα μηχανήματα και σκεύη, τα χρησιμοποιούμενα προς νοθείαν ή παραποίησιν ειδών βιωτικών αναγκών και τα επικίνδυνα οπωσδήποτε εις την δημοσίαν υγείαν ή ακατάλληλα προς χρήσιν είδη κατάσχονται και καταστρέφονται, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των γενικών περί κατασχέσεως και εκποιήσεως διατάξεων του παρόντος Νόμου. Άρθρ.35.-1.Πας βιομήχανος, βιοτέχνης, έμπορος, πρατηριούχος υποχρεούται να κατέχη και εκδίδη τιμολόγια των υπ’ αυτού αγοραζομένων και προς εμπορίαν πωλουμένων ειδών, εμφαίνονται: 1)έντυπον τον τίτλον και την διεύθυνσιν του καταστήματος, 2)ονοματεπώνυμο πωλητού και αγοραστού, 3)το αντικείμενον, 4)το είδος, 5)την τιμήν κατά συνήθη μονάδα (βάρος, μέτρον, τεμάχιον), 6)την συνολικήν ποσότητα, 7)ποιότητα, 8) προέλευσιν, 9)ημερομηνίαν, 10)υπογραφήν πωλητού. Τα τιμολόγια ταύτα συντάσσονται επί ηριθμημένου διπλοτύπου, ούτινος το αποκοπτόμενον μέρος παραδίδεται εις τον αγοραστήν, δέον δε να επιδεικνύεται εις τους ενεργούντας τον έλεγχον δημοσίους υπαλλήλους. Τοιαύτα τιμολόγια υποχρεούνται να εκδίδωσιν οι ανωτέρω εις πάσαν άλλην περίπτωσιν επί τη αιτήσει μόνον παντός ετέρου αγοραστού. Πάσα λεπτομέρεια ρυθμίζεται δι’ αγορανομικής διατάξεως κατά το άρθρον 1 του παρόντος νόμου. Ο παραβάτης της διατάξεως της παρούσης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκισιν ή με χρηματικήν ποινήν. 2.Εν περιπτώσει ενεργείας αγοραπωλησίας ημιχονδρικής ή λιανικής υπό εμπόρου χονδρικής ή ημιχονδρικής πωλήσεως, επιτρέπεται εις τούτον η επίτευξις του ποσοστού κέρδους μόνον ημιχονδρικής ή λιανικής πωλήσεως. 3.Επί των αγοραπωλησιών των παντός είδους τροφίμων, μεταξύ των παραγωγών (δια τα εγχώρια προϊόντα) ή των εισαγωγέων (δια τα εκ του εξωτερικού εισαγόμενα) και των εμπόρων ημιχονδρικής ή λιανικής πωλήσεως, δεν αναγνωρίζεται ποσοστόν κέρδους εις πλείονας των ακολούθων εμπόρων: α)ένα έμπορον χονδρικής ή ημιχονδρικής πωλήσεως εν τω τόπω της παραγωγής ή εισαγωγής (δια τα εκ του εξωτερικού τοιαύτα είδη). β)ένα έμπορον χονδρικής ή ημιχονδρικής πωλήσεως εν τω τόπω της καταναλώσεως και γ)τους εν τω τόπω της καταναλώσεως εμπόρους λιανικής πωλήσεως. Δι’ αγορανομικής διατάξεως εκδιδομένης υπό του Υπουργού Εφοδιασμού δύνανται να υπαχθώσι και άλλα αντικείμενα βιωτικών αναγκών εν γένει εις την διάταξιν της παρούσης παραγράφου. 4.Ο Υπουργός Εφοδιασμού ή ο αρμόδιος Εισαγγελεύς δύναται εκάστοτε να παραγγέλλη την υπό των αρμοδίων υπαλλήλων αρμοδιό(Αντί για τη σελ.59(δ) Σελ.59(ε) Τεύχος ΣΤ63-Σελ.41 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 τητος Αγορανομίας και υπό παντός ανακριτικού υπαλλήλου θεώρησιν των κοστολογίων ή στελεχών τιμολογίων ή εμπορικών βιβλίων κλπ. Οι υπάλληλοι ούτοι υποχρεούνται εις την τήρησιν εχεμυθείας κατά τους όρους των άρθρων 16 του νόμου 146 και 63 του Νόμου 2190. 5.Πάσα ετέρα συναφής προς τα ανωτέρω υποχρέωσις και λεπτομέρεια ρυθμίζεται δι’ αγορανομικής διατάξεως κατά τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος νόμου. Άρθρ.36.-1.α)Δια πάσαν παράβασιν των διατάξεων του παρόντος νόμου και των εις εκτέλεσιν αυτού διατάξεων εις τα ξενοδοχεία φαγητού και ύπνου, τα εστιατόρια παντός είδους, οικοτροφεία, ζαχαροπλαστεία, ζυθοπωλεία, παντοπωλεία, μαγειρεία, οινοπωλεία, αρτοποιεία, αρτεργοστάσια, κρεοπωλεία, και γενικώς τα καταστήματα, εργοστάσια και εργαστήρια και δημόσια κέντρα (άρθρον 7 παράγραφος 1) τιμωρούνται ως αυτουργοί και εάν δεν συντρέχωσιν οι όροι της συστάσεως κατά τας διατάξεις του ποινικού νόμου, ο κύριος της επιχειρήσεως, ο διευθυντής και ο επόπτης του εστιατορίου ή ξενοδοχείου και λοιπών ως άνω καταστημάτων, εργοστασίων, εργαστηρίων κλπ., β)δια πάσαν δε παράβασιν των περί ανωτάτων τιμών αγορανομικών διατάξεων, ή υπέρβασιν των εν τοις τιμολογίοις των ανωτέρω καταστημάτων κλπ. αναγραφομένων τιμών (και όταν δεν επιβάλλεται νόμω η τήρησις τοιούτων τιμολογίων), οι προειρημένοι και ο εισπράξας ταμίας και οι θαλαμηπόλοι ή υπηρέται, ή υπάλληλοι των καταστημάτων, εκτός εάν η παράβασις ετελέσθη υπό μόνου του υπαλλήλου, ο δε προϊστάμενος τούτου μόλις λαβών γνώσιν κατεμήνυσεν εις τας αρχάς τον παραβάτην. Επίσης, εάν ο εισπράξας ταμίας, οι θαλαμηπόλοι, υπηρέται, υπάλληλοι, μη ούσης ωρισμένης δια διατάξεως ανωτάτης τιμής, ενήργησαν συμφώνως τιμολογίω καθορισθέντι υπό του διευθυντού ή επόπτου της επιχειρήσεως, όπερ περιέχει υπερβολικόν κέρδος, τότε απαλλάσσονται ούτοι πάσης διώξεως, ευθύνονται δε μόνον οι εν τω στοιχ. α΄ αναφερόμενοι. 2.(Κατηργήθηκε από την παρ.Ι άρθρ.3 Νόμ. 1401/1983, κατωτ. αριθ. 46). Άρθρ.37.-1.Δια πάσαν εις τα εν τω προηγουμένω άρθρω καταστήματα, εργοστάσια, εργαστήρια κλπ. νοθείαν ή παραποίησιν τροφίμων, φαγητών και λοιπών ειδών, ή χρησιμοποίησιν υλικών , κρεάτων, ιχθύων και παντός ετέρου είδους εν αποσυνθέσει, επιβλαβών ή στερουμένων θρεπτικών ουσιών ή ηλαττωμένης αξίας, ως αυτουργοί τιμωρούνται, και αν δεν συντρέχωσιν οι όροι της συστάσεως, ο κύριος των επιχειρήσεων, ο διευθυντής, ο επόπτης του ξενοδοχείου ή εστιατορίου ή παντός ετέρου καταστήματος, εργαστηρίου ή εργοστασίου, ο μάγειρος, Σελ.60(ε) Τεύχος ΣΤ63-Σελ.42 ο υπομάγειρος και πας εν αυτοίς βοηθός και γενικώς το εργατικόν προσωπικόν, εάν δεν καταγγείλωσι την πράξιν και τον παραβάτην εγκαίρως, ώστε να αποτραπή η πώλησις ή χρησιμοποίησις των τοιούτων εδεσμάτων και τροφίμων υπό του κοινού. Η πράξις τιμωρείται και προ οιασδήποτε χρησιμοποιήσεως, εφ’ όσον πάντες οι ανωτέρω υπεύθυνοι δεν σπεύσωσι προ πάσης χρησιμοποιήσεως να προβώσιν εις την καταστροφήν των ανωτέρω ειδών. «2.Οι διατάξεις της παρ.1 στοιχ. β του άρθρ.36 που προβλέπουν απαλλαγή από την ευθύνη εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις του άρθρου αυτού». Η παρ.2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ.3 Νόμ. 1401/1983, κατωτ. αριθ. 46 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας Άρθρ.38.-1.Πας διατηρών ζυθοπωλείον, οικοτροφείον, γαλακτοπωλείον (συμπεριλαμβανομένων και των κατασκευαζόντων φαγητά), ζαχαροπλαστείον ή παρόμοια καταστήματα, δημόσιον θέαμα ή κέντρον εν ω παρέχεται οιονδήποτε είδος τροφής, ποτόν, ζαχαροπλαστικής ή διατηρών καθ’ οιονδήποτε τρόπον εν δημοσίω θεάματι τοιούτον κατάστημα ή πρατήριον υποχρεούται: α)Να έχη ανηρτημένας σταθερώς, εις καταφανή μέρη του καταστήματος και του τόπου του δημοσίου θεάματος και εις απάσας τας αιθούσας αυτού, πινακίδας εν αις ν’ αναγράφωνται ευδιακρίτως το ονοματεπώνυμον των προϊσταμένων της επιχειρήσεως, η επωνυμία ταύτης, παν υπ’ αυτού πωλούμενον ή κατεχόμενον προς πώλησιν είδος, η ποιότης, προέλευσις και η τιμή πωλήσεως αυτού κατά συνήθη μονάδα (βάρος, μέτρον, τεμάχιον). β)Να διατηρή προς χρήσιν της πελατείας τιμολόγια υπογεγραμμένα υπό των προϊσταμένων της επιχειρήσεως και εμφαίνοντα τα αυτά ως και εν ταις πινακίσι στοιχεία. Τα εστιατόρια, ζυθεστιατόρια και μαγειρεία δέον να τηρώσι μόνον τα κατά το εδάφιον β΄τιμολόγια. 2.Πας διατηρών οιονδήποτε κατάστημα, πρατήριον, εργοστάσιον, εργαστήριον πλην των εν τη προηγουμένη παραγράφω 1, ένθα πωλεί οιονδήποτε είδος βιωτικής ανάγκης και έχων οπωσδήποτε εν τη κατοχή του τοιαύτα είδη, υποχρεούται: α)Να έχη τοποθετημένην επί εκάστου είδους πινακίδα εμφαίνουσαν την ποιότητα, προέλευσιν και τιμήν πωλήσεως κατά συνήθη μονάδα (βάρος, μέτρον, τεμάχιον). Εν περιπτώσει καθ’ ην ως εκ του είδους του αντικειμένου είναι αδύνατος η συγκράτησις πινακίδος υπό τούτου τοποθετείται πινακίς εν τω μέρει (ψυγείον, δοχείον κλπ.) όπου είναι τούτο τοποθετημένον προς πώλησιν. Κατά τας περιπτώσεις του παρόντος εδαφίου επιβάλλεται υποχρέωσις αναρτήσεως σταθερώς πινακίδων εμφαινουσών το ονοματεπώνυμον των προϊσταμένων της επιχειρήσεως και την επωνυμίαν ταύτης, ή β)Να έχη σταθερώς ανηρτημένας εις καταφανή μέρη του καταστήματός του και εις απάσας τας αιθούσας αυτού πινακίδας ως εν τω εδαφίω α΄ της παρ.1 του παρόντος άρθρου. Η κατά την παρούσαν παράγραφον υποχρέωσις επιβάλλεται και εις τους στασίμους (μη όντας καταστηματάρχας) και τους πλανοδίους πωλητάς ειδών βιωτικών αναγκών. 3.Η αυτή υποχρέωσις αναρτήσεως πινακίδων εις πάντα τα δωμάτια, αιθούσας, επιβάλλεται και εις τους διατηρούντας ξενοδοχεία ύπνου, ενοικιαζόμενα δωμάτια (πανσιόν) και παρόμοια καταστήματα, όσον αφορά το μίσθωμα εκάστης κλίνης ή δωματίου και γενικώς πάσης παροχής ή υπηρεσίας, ως και το τίμημα παντός παρεχομένου εν αυτοίς είδους. 4.Αι κατά τας προηγουμένας παραγράφους υποχρεώσεις επιβάλλονται και όταν τα εν αυτοίς καταστήματα κλπ. λειτουργούσιν εντός παντός είδους οχήματος, πλοίου ή μεταφορικού μέσου. 5.Πας εκμισθών υπηρεσίας πληρούσας απαραιτήτους βιωτικάς ανάγκας, υποχρεούται να έχει σταθερώς ανηρτημένας πινακίδας εις καταφανές μέρος του καταστήματός του ή του γραφείου του, εμφαινούσας τας τιμάς, ανθ’ ων παρέχει τας υπηρεσίας ταύτας και να χορηγή εις πάντα πελάτην επί τη αιτήσει του τιμολόγιον. 6.Αι κατά τας προηγουμένας παραγράφους υποχρεώσεις επιβάλλονται είτε υφίσταται καθωρισμένη ανωτάτη τιμή ή ανώτατον ποσοστόν εμπορικού ή επαγγελματικού κέρδους είτε μη. 7.Απαγορεύεται απολύτως η καθ’ οιονδήποτε τρόπον και εν πάση περιπτώσει καθ’ υπέρβασιν των εν ταις κατά τα ανωτέρω διατάξεσι πινακίσι και τιμολογίοις αναγραφομένων τιμών είσπραξις τιμήματος (εξαιρουμένου του κατά τας κειμένας διατάξεις φιλοδωρήματος). «8.Οι παραβάτες των διατάξεων των παρ.Ι και 7 τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Οι παραβάτες των διατάξεων των παρ.2 έως 6 τιμωρούνται μόνο με διοικητικό πρόστιμο». Η παρ.8 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.23 Νόμ. 1682/14-16 Φεβρ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 14), τόμ. 13Β σελ. 829. Σελ.50(ε) Τεύχος Θ113-Σελ.66 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας άρθρ.2 Νόμ. 1732/7-15 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 164), κατωτ. αριθ. 48. 9.Αι λεπτομέρειαι προς εκτέλεσιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου και πάσα ετέρα συναφής υποχρέωσις ρυθμίζεται δι’ αγορανομικής διατάξεως κατά τα άρθρα 1-2 του παρόντος νόμου. Άρθρ.39.-Η εν τοις κατά τον παρόντα νόμον καταστήμασιν, εργαστηρίοις και πάσι τοις Δημοσίοις κέντροις, ή καταστήμασιν εις εξυπηρέτησιν του κοινού προωρισμένοις παράβασις των όρων της Υγιεινής και καθαριότητος, των δια των κειμένων διατάξεων κεκανονισμένων, διώκεται και τιμωτείται κατά τας ειδικάς περί ταύτης διατάξεις. Άρθρ.40.-1.Εργοστασιάρχαι, χειροτέχναι, διευθυνταί, προϊστάμενοι και αντιπρόσωποι Βιομηχανικών ή εμπορικών επιχειρήσεων πάσης κατηγορίας και προμηθευταί αναλαβόντες ωρισμένας υποχρεώσεις επισιτισμού τροφοδοσίας ή εφοδιασμού καθ’ οιονδήποτε τρόπον, εγγράφως ή προφορικώς, δυνάμει του νόμου ή συμβάσεως ειδών βιωτικών αναγκών, διαρκείας ωρισμένης ή ενδεικνυομένης εκ των περιστάσεων κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, απέναντι οιασδήποτε κρατικής ή δημοτικής ή Κοινοτικής αρχής, οίτινες απειλούσιν εγγράφως ή προφορικώς την παύσιν των εργασιών ή την διακοπήν της εκπληρώσεως των αναληφθεισών υποχρεώσεών των, εάν έπραξαν ταύτα, όπως επιδιώξωσι την αύξησιν των καθωρισμένων ή συμπεφωνημένων τιμών ή ποσοστών κέρδους, ή όπως επιτύχωσιν οιονδήποτε αθέμιτον κέρδος ή όρους ευνοϊκωτέρους τιμωρούνται επιφυλασσομένων βαρυτέρων ορισμών του παρόντος ή άλλου ποινικού νόμου : (Αντί για την σελ.61(γ) Σελ.61(δ) Τεύχος ΘΙΙ3-Σελ. 73 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 α)Δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός μηνός και χρηματικής ποινής εάν δεν συνεμορφώθησαν εμπροθέσμως με τας προσκλήσεις ή τας διαταγάς της αρχής. β)Δια φυλακίσεως τουλάχιστον δύο μηνών και χρηματικής ποινής εάν η ως άνω ενέργεια εγένετο κατά συνεννόησιν τριών ή πλειόνων και εντεύθεν προκύψη η παύσις της εργασίας ή η διακοπή της εκπληρώσεως των αναληφθεισών υποχρεώσεων αυτών. 2.Με τας ποινάς τιμωρείται πας καθ’ οιονδήποτε τρόπον συνεργήσας εν γνώσει εις τας εν τη παρ.1 του παρόντος άρθρου παραβάσεις, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του Κ.Π.Ν. Άρθρ.41.-Πας συμμέτοχος εις τας υπό του προηγουμένου άρθρου προβλεπομένας παραβάσεις διευθυντής, σύμβουλος συνεταίρος, διοικητής ανωνύμου εταιρείας ή προϊστάμενος άλλης ιδιωτικής επιχειρήσεως γενικωτέρου σκοπού, τιμωρείται με τας εν τω άρθρω 40 ποινάς και κατά τας εν αυτώ διακρίσεις, απαλλάσσεται όμως πάσης ποινής εάν εγκαίρως και πριν ακόμη επέλθη το εν παραγρ.1 εδαφ. β΄του άρθρου 40 αποτέλεσμα, ανακοινώση εις την Αρχήν πάσαν σχετικήν πληροφορίαν, ης έλαβεν γνώσιν, απέχων εμφανώς και δι’ εμπράκτου ενεργείας της περαιτέρω συμμετοχής του. Άρθρ.42.-Με τας εν άρθρω 40 ποινάς και κατά τας εν αυτώ διακρίσεις τιμωρούνται, κατ’ επάγγελμα παραγωγοί τροφίμων και γενικώς ειδών βιωτικών αναγκών και πάσης κατηγορίας έμποροι, βιομήχανοι, βιοτέχναι, αρτοποιοί, αρτεργάται, οίτινες παύουσι τας εργασίας προμηθείας ή την παραγωγήν των τοιούτων ειδών βιωτικών αναγκών, επί τω σκοπώ να επιτύχωσι τον καθορισμόν μεγαλυτέρων τιμών ή ποσοστού κέρδους, είτε όρους μη επιτραπέντας αυτοίς υπό της Αρχής, είτε προς αποφυγήν εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος ή άλλων σχετικών Νόμων. Άρθρ.43.-Εν περιπτώσει παύσεως των εργασιών εκ μέρους των εν τοις ανωτέρω άρθροις 40-42 αναφερομένων προσώπων δικαιούται η Κυβέρνησις δια Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των αρμοδίων Υπουργών: α)να προβαίνη εις την επιστράτευσιν των προσώπων τούτων και β)να καλή τα απεργούντα ταύτα πρόσωπα να επαναλάβωσι τας εργασίας αυτών εντός 12 ωρών από της προσκλήσεως. Η άρνησις τούτων όπως υπακούσωσιν εις την πρόσκλησιν ταύτην, συνεπάγεται την πρόσκαιρον ή οριστικήν αφαίρεσιν της αδείας ή την απαγόρευσιν ασκήσεως του επαγγέλματος ή επιτηδεύματος διατασσομένων δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εφοδιασμού ή άλλης αρμοδίας κατά τας κειμένας διατάξεις Αρχής. Σελ.62(δ) Τεύχος ΘΙΙ3-Σελ.74 Άρθρ.44.-1.Η ιδιότης του υπαιτίου παραβάσεως του παρόντος νόμου, ως ανήκοντος εις την αγορανομικήν ή την Αστυνομικήν υπηρεσίαν, θεωρείται κατά την επιμέτρησιν της ποινής πάντοτε ως επιβαρυντική περίστασις. 2.Εν τη εννοία του παρόντος νόμου πρόσωπον ανήκον εις την αγορανομικήν υπηρεσίαν θεωρείται το εντεταλμένον έστω και προσωρινώς: α)οιανδήποτε υπηρεσίαν του επισιτισμού παρά τω αρμοδίω Υπουργείω ή εις οιανδήποτε άλλην συναφή υπηρεσίαν και β)άσκησιν αγορανομικών καθηκόντων. Άρθρ.45.-1.Αποφάσει του Υπουργού Εφοδιασμού δύναται να διαταχθή έλεγχος διαχειριστικός ή επισιτιστικός επί παντός οργανισμού ή υπηρεσίας ή ευαγούς ιδρύματος.Εν τη αυτή αποφάσει ορίζονται υπό τούτου και οι ελεγκταί. 2.Πας Διευθυντής ή Ταμίας ή Διαχειριστής των εν τη 1η παραγράφω αναφερομένων ευαγών ιδρυμάτων, υπηρεσιών και οργανισμών υποχρεούται όπως θέτη εις την διάθεσιν των ελεγκτών τα βιβλία της διαχειρίσεως και εν γένει παν στοιχείον όπερ ήθελε ζητηθή παρ’ αυτών. Οι παραβάται της διατάξεως ταύτης τιμωρούνται δια φυλακίσεως. Άρθρ.45α.-«Για τον έλεγχο τήρησης των αγορανομικών νόμων και των αγορανομικών διατάξεων και υπουργικών αποφάσεων που εκδίδονται σε εκτέλεσή τους, ύστερα από εντολή του Υπουργού Εμπορίου, οι εντεταλμένοι υπάλληλοι των Διευθύνσεων του Υπουργείου Εμπορίου της άλλοτε Γενικής Δ/νσεως Τιμών και Εφοδίων και των περιφερειακών υπηρεσιών έχουν όσες εξουσίες προβλέπονται από το άρθρ.45 του Π.Δ. 99/1977 «περί Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων» και όσες προβλέπονται από τις παρ.1, 2 και 4 του άρθρ.26 του Νόμ. 703/1977 και υποχρεώσεις ανάλογες με εκείνες του άρθρ.27 του ίδιου νόμου. Οι επιτηδευματίες έχουν όλες τις ευθύνες και υπόκεινται σε όλες τις ποινικές και άλλες κυρώσεις που προβλέπονται από την παραπάνω νομοθεσία». Το άρθρ.45α προστέθηκε από το άρθρ.18(Β) Νόμ. 1436/1984 (ΦΕΚ Α΄54) Τόμ. ΙΙ σελ. 210,219. Άρθρ.46.-Εν περιπτώσει διπλής υποτροπής του καταδικασθέντος δι’ αγορανομικόν αδίκημα εκ δόλου πραχθέν, επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξ μηνών συν τη χρηματική τοιαύτη. Το άρθρ.46 δέον να θεωρηθή κατηργημένον βάσει της παρ.1 άρθρ. 473 Ποιν. Κωδ. (Γνωμ. Εισαγγελέως Α.Π. 33/1954). Άρθρ.3.-«1.Πάσαι αι κατά τα άρθρ.1 και 2 του παρόντος εκδιδόμεναι Αγορανομικαί Διατάξεις δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και ισχύουν από της εν αυτή δημοσιεύσεως ή από της επομένης της δια του Τύπου ανακοινώσεώς των, οσάκις η διάταξις ορίζει τοιαύτην έναρξιν ισχύος. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει η εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσίευσις δέον να ενεργήται το βραδύτερον εντός μηνός από της δια του Τύπου ανακοινώσεως. 2.Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον εκδιδόμεναι διατάξεις δύναται να ορίζουν ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος αυτών μεταγενεστέραν της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεως ή της επομένης της δια του Τύπου ανακοινώσεως». Το άρθρ.3 αντικατεστάθη ως άνω δια του Άρθρ.47.-1.Εν περιπτώσει καταδίκης δι’ αδίκημα προβλεπόμενον υπό του παρόντος Νόμου το Δικαστήριον, λαμβάνον υπ’ όψει την βαρύτητα της παραβάσεως, δύναται να διατάσση την δαπάνη του καταδικασθέντος δημοσίευσιν της αποφάσεως εις δύο τουλάχιστον ημερησίας εφημερίδας του τόπου της εκτελέσεως της πράξεως ή εν ελλείψει τοιούτων εις τας εν τη πρωτευούση του νομού εκδιδομένας. Το ποσόν της δαπάνης ταύτης ορίζεται εν τη ιδία καταδικαστική αποφάσει και εισπράττεται ως έξοδον της δίκης ως και οι κατά της περιουσίας ποιναί. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας 2.Την αυτήν δημοσίευσιν δύναται να διατάσση το Δικαστήριον τη αιτήσει του κατηγορηθέντος εις περίπτωσιν αθωώσεως. Το ποσόν και της δαπάνης ταύτης ορίζεται ως ανωτέρω και καταβάλλεται εις την δημοσιεύσασαν εφημερίδα υπό του κατά το Ν.Δ. 12/8/1926 (κυρωθέν δια του Νόμου 3860) Ταμείου Άρτου. Άρθρ.48.-Πάντα τα αντικείμενα του αγορανομικού αδικήματος, εάν δεν πρόκειται κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου να καταστραφώσι δημεύονται. Η ασκηθείσα έφεσις παρά του καταδικασθέντος αναστέλλει την εκτέλεσιν της περί δημεύσεως διατάξεως της αποφάσεως και αντιστρόφως η έφεσις της Εισαγγελικής Αρχής κωλύει την εκτέλεσιν της περί αποδόσεως των κατασχεθέντων διατάξεως της αποφάσεως. Άρθρ.49.-(Προέβλεπε την καταβολήν του ημίσεος των κατά τον παρόντα νόμον επιβαλλομένων χρηματικών ποινών εις το Ταμείον Άρτου, το οποίον κατηργήθη δια του Β.Δ. 9/26 Φερβ. 1950, 5.Γζ). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄ Παραγραφή-Μετατροπή ποινής-Δήμευσις κλπ. Άρθρ.50.-«Τα υπό του παρόντος Ν.Δ/τος προβλεπόμενα αδικήματα υπόκεινται εις την υπό του Ποινικού Κώδικος προβλεπομένην παραγραφήν». Το άρθρ.50 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ.3 Ν.Δ. 218/1973 (κατωτ. αριθ. 40). Άρθρ.51.-«1.Η μετατροπή εις χρηματική της δια παράβασιν του παρόντος νόμου ή κατ’ εφαρμογήν αυτού επιβαλλομένης ποινής φυλακίσεως επιτρέπεται συμφώνως προς τας κειμένας σχετικάς διατάξεις. 2.Η προηγουμένη παράγραφος εφαρμόζεται και επί μετατροπής ποινών δια παραβάσεις τελεσθείσας προ της ισχύος του παρόντος». Το άρθρ.51 είχεν αντικατασταθή δια του καταργηθέντος άρθρ.4 Ν.Δ. 218/1973 (κατωτ. αριθ. 40). Δια του άρθρ.2 Ν.Δ. 69/1974 (κατωτ. αριθ. 42) επανήχθησαν εν ισχύϊ, ως ανωτέρω, αι προϊσχύσασαι διατάξεις του άρθρ.51. Άρθρ.52.1-2.«Τα αποσυντεθειμένα, ηλλοιωμένα και γενικώς ακατάλληλα προς βρώσιν ή προς χρήσιν ή επικίνδυνα εν γένει εις την δημοσίαν υγείαν παντός είδους τρόφιμα ή άλλα αντικείμενα βιοτικών αναγκών, απάντων τούτων πιστοποιουμένων δι’ εκθέσεως των κατά τας κειμένας διατάξεις αρμοδίων Αρχών, κατάσχονται έστω και εάν δεν συντρέχη περίπτωσις ποινικής διώξεως, συντασσομένης εκθέσεως. Τα ως άνω παντός είδους τρόφιμα ή άλλα αντικείμενα βιοτικών αναγκών, δύνανται, μετά γνωμάτευσιν του Α.Χ.Σ., να χρησιμοποιηθώσι προς έτερον σκοπόν ή να βιομηχανοποιηθώσι μετά προηγουμένην μετουσίωσιν αυτών, εφ’όσον τυγχάνουσι δεκτικά τοιαύτης, άλλως καταστρέφονται. Τα ως άνω βιομηχανοποιήσιμα κρινόμενα, μη δεκτικά όμως μετουσιώσεως, παρακολουθούνται κατά τον χρόνον της βιομηχανοποιήσεως αυτών παρ’ Επιτροπής οριζομένης δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου. Τα μη βιομηχανοποιήσιμα, κατά την ανωτέρω παράγραφον ακατάλληλα προς βρώσιν τρόφιμα ή ποτά, εφ’όσον προηγήθη κατάσχεσις αυτών, εκποιούνται και προ της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως δι’ αποφάσεως του αρμοδίου Εισαγγελέως, υπό τον όρον της μετουσιώσεως αυτών, ταύτης γινομένης δαπάναις του αγοραστού, υπό τον έλεγχον και παρακολούθησιν της κατά την προηγουμένην παράγραφον Επιτροπής. Το εκ της εκποιήσεως αντίτιμον κατατίθεται εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων και αποδίδεται εις εκείνον ον θέλει ορίση η δικαστική απόφασις. Τα μη πληρούντα τους εκάστοτε οριζομένους όρους παντός είδους τρόφιμα κατάλληλα όμως προς βρώσιν, δεν κατάσχονται». Αι παρ.1 και 2 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ.4 Ν.Δ. 3013/1954, (κατωτ. αριθ. 30). 3.Αι σχετικαί εκθέσεις κατασχέσεως και εκποιήσεως και το γραμμάτιον καταθέσεως του τιμήματος ως και πάσα άλλη έκθεσις διαβιβάζονται εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα δια την ποινικήν δίωξιν του παραβάτου. 4.Πάσα παράβασις του παρόντος άρθρου υπό δημοσίου υπαλλήλου τιμωρείται με την υπό του Ποιν. Νόμου προβλεπομένην επί παραβάσει καθήκοντος ποινήν. Άρθρ.53.-Τα φύλακτρα των κατασχομένων ειδών ορίζονται υπό του ενεργούντος κατά το επόμενον άρθρον την εκποίησιν ή διάθεσιν αυτών δια πράξεως καταχωρουμένης εν τη περί ταύτης εκθέσει αυτών κατά την κρίσιν ανδρός αγαθού, λαμβανομένων υπ’ όψει της διαρκείας φυλάξεως, του καταληφθέντος υπό των κατεσχημένων χώρου, της ποσότητος και του είδους αυτών, και της ορισθείσης δια την εκποίησιν τιμής. Αν ο φύλαξ ή έτερος ήθελε προβή και εις την διανομήν των εκποιουμένων εις την κατά τα άνω αμοιβήν προστίθεται ποσοστόν μέχρι 3% επί της αξίας των πραγμάτων. Τα έξοδα δια την μεταφοράν των κατασχομένων καθορίζονται καθ’ όμοιον τρόπον συνολικώς βάσει των εκάστοτε κρατουσών συνθηκών ως προς τον καθορισμόν των μεταφορικών και βαρύνουσιν επίσης τα κατασχόμενα. Η πράξις αύτη δεν είναι εκτελεστή, ειμή αφού πρότερον εγκριθή ως προς τα φύ(Αντί της σελ.63(β) Σελ.63(γ) Τεύχος 537-Σελ.7 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 λακτρα και την αμοιβήν δια την διανομήν, υπό του αρμοδίου Προέδρου Πρωτοδικών ή του νομίμου αναπληρωτού του, δυναμένου να μειώση ή αυξήση τα ποσά εντός των ανωτέρω ορίων. Η έγκρισις γράφεται ατελώς παρά πόδας της εκθέσεως περί εκποιήσεως, διαθέσεως ή αποδόσεως των κατεσχημένων αναφερομένου ολογράφως του ποσού. Του κατά τα ανωτέρω καθορισμού των φυλάκτρων εξαιρούνται τα φύλακτρα και λοιπά δικαιώματα της Προνομιούχου Εταιρείας Γενικών Αποθηκών της Ελλάδος, άτινα ορίζονται συμφώνως τοις ισχύουσιν εκάστοτε τιμολογίοις τούτων. Η δαπάνη δια την φύλαξιν και την εκ του τόπου της κατασχέσεως εις τον τόπον της φυλάξεως μεταφοράν των κατασχομένων ειδών εν περιπτώσει αμετακλήτου απαλλαγής του κατηγορουμένου και αποδόσεως τούτων εις αυτόν βαρύνει το Δημόσιον. Δια την απόληψιν ταύτης υποβάλλεται υπό του ενδιαφερομένου εις τον Πρόεδρον των Πρωτοδικών του τόπου ένθα εγένετο η μεταφορά και η φύλαξις αίτησις εφ’ απλού χάρτου παρά πόδας της οποίας δια πράξεώς του μη υποκειμένης εις τέλος τι ορίζει ο Πρόεδρος τόπον και χρόνον εκδικάσεώς της και διατάσσει την κοινοποίησιν αυτής εν αντιγράφω εφ’ απλού εις το Δημόσιον προ 15 πλήρων ημερών προ της δικασίμου, εφ’όσον πρόκειται περί της περιφερείας των Πρωτοδικείων Αθηνών ή Πειραιώς, εις άλλας δε περιφερείας προ τριάκοντα πλήρων ημερών. Η εκδίκασις της αιτήσεως γίνεται ατελώς κατά την διαδικασίαν των άρθρων 634 και επ. της Πολ. Δικονομίας εκ των ενόντων το δε επιδικαζόμενον ποσόν καθορίζεται συμφώνως τοις οριζομένοις εν τη προηγουμένη παραγράφω. Κατά της αποφάσεως του Προέδρου, μη δυναμένου να παραπέμψει την υπόθεσιν εις το δικαστήριον, ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται, ούσης αμετακλήτου άμα τη εκδόσει της. Άρθρ.54.-1.Η εκποίησις των κατασχομένων ως και των δημευομένων διατάσσεται δι’ αποφάσεως του διευθύνοντος το Αγοραν. Τμήμα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Εισαγγελέως, όπου δε δεν υπάρχει τοιούτον υπό του Εισαγγελέως των Πρωτοδικών, γίνεται δε απ’ ευθείας εις το κοινόν καθ’ ον τρόπον ορίζει η διατάσσουσα ταύτην απόφασις και επί τη υπό ταύτης κατά την κρίσιν ανδρός αγαθού οριζομένη τιμή επί παρουσία δε πάντοτε ενός Πρωτοδίκου ή αντεισαγγελέως Πρωτοδικών, δυναμένου να αναπληρωθή υπό Ειρηνοδίκου ή Πταισματοδίκου, εν απολύτω δε αδυναμία υπό του οικείου Αστυνόμου συντασσομένης λεπτομερούς εκθέσεως. Τα υποκείμενα εις αμεσωτάτην φθοράν εκποιούνται κατά τον ανωτέρω τρόπον μετ’ απόφασιν του Εισαγγελέως. Πάσα εκποίησις, δι’ ην δεν ετηρήθησαν αι διατάξεις αύται, είναι αυτοδικαίως άκυρος. Σελ.64(γ) Τεύχος 537-Σελ. 8 2.Ο κατά την προηγουμένην παράγραφον αρμόδιος Εισαγγελεύς, δύναται αντί της εκποιήσεως να διαθέτη, επί καταβολή της αξίας, οριζομένης κατά την προηγουμένην παράγραφον, τα κατασχεθέντα είδη δι’ αποφάσεώς του εις Ευαγή Ιδρύματα, Συνεταιρισμούς Προμηθευτικούς Δημοσίων υπαλλήλων, κατηγορίας Δημοσίων υπαλλήλων ή πολιτικών και στρατιωτικών συνταξιούχων και εις Λαϊκά Συσσίτια, εάν δε πρόκειται περί ειδών χρησίμων ή καταλλήλων κυρίως προς βιομηχανικήν επεξεργασίαν ή δι’ ωρισμένας κατηγορίας παραγωγών ή άλλων επαγγελματιών ή δια τας ανάγκας Κρατικών υπηρεσιών εις σχετικάς επιχειρήσεις, παραγωγούς ή Συνεταιρισμούς ή άλλας ενώσεις τοιούτων ή εις τας άνω Κρατικάς υπηρεσίας, συντασσομένης εκθέσεως περί της παραδόσεως. άρθρ.1 παρ.1 του Ν.Δ. 61/1973 (κατωτ. αριθ. 39), ούτινος βλ. και άρθρ.2 όσον αφορά τας Αγορ. Διατάξεις τας εκδιδομένας υπό των νομαρχών. Άρθρον.55.-Αι λεπτομέρειαι ως και παν αντικείμενον συναφές προς τας διατάξεις των άρθρων 5254, ρυθμίζονται δια διατάξεων εκδιδομένων κατά το άρθρον 1 του παρόντος Νόμου. Δι’ ομοίων διατάξεων δύναται να ορίζωνται τα της εκποιήσεως και εν γένει της διαθέσεως των κατασχομένων ή δημευομένων ειδών και κατά τρόπον διάφορον του εν τω προηγουμένω άρθρω οριζομένου. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας Άρθρ.56.-1.Το δικαστήριον δια της καταδικαστικής αποφάσεως διατάσσει την δήμευσιν των κατά των άρθρ.52 παράγρ.2 κατασχεθέντων. Τα δημευθέντα εκποιούνται συμφώνως προς το άρθρ.54, το δε προϊόν της εκποιήσεως κατατίθεται παρά τω Ταμείω Άρτου ως έσοδον αυτού. 2.Κηρυχθέντος αθώου του εφ’ ου κατασχέθησαν, διατάσσεται η εις τούτον απόδοσις αυτών ή του προϊόντος της εκποιήσεως, αν προηγήθη αύτη, κατά την παράγρ.2 του άρθρου 52 και το άρθρ.54. Άρθρ.57.-Αι δια των διατάξεων του παρόντος Νόμου επιβαλλόμεναι υποχρεώσεις ισχύουσιν ανεξαρτήτως των δι’ άλλων γενικών ή ειδικών διατάξεων καθοριζομένων τοιούτων. Άρθρ.57α.-«1.Σε περίπτωση παράβασης διατάξεων του νόμου αυτού και των διατάξεων που εκδίδονται σε εκτέλεσή του και που αναφέρονται :α)στην είσπραξη τιμήματος υπερτέρου από αυτό που αναγράφεται στους τιμοκαταλόγους και τιμολόγια, ακόμα και αν δεν επιβάλλεται η τήρηση αυτών από το νόμο, ή στην είσπραξη τιμών ανώτερων από τις διατιμήσεις που ισχύουν κάθε φορά (ανώτατες τιμές) ή τιμών που περιέχουν ποσοστό κέρδους ανώτερο από αυτό που ορίζεται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, β)σε νόθευση τροφίμων και ειδών που καλύπτουν γενικά βιοτικές ανάγκες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ.31 παρ.4 και 5 του νόμου αυτού και του άρθρ.281 του Ποινικού Κώδικα και γ)σε διάθεση στην κατανάλωση τροφίμων και ποτών κατά οποιοδήποτε τρόπο επικίνδυνων στην δημόσια υγεία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ.32 παρ.4 του νόμου αυτού, ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί με απόφασή του, ανεξάρτητα από την άσκηση ποινικής δίωξης, να επιβάλλει στο φορέα της επιχείρησης πρόστιμο από 50.000 ως (1.000.000) 10.000.000 δρχ. σε σοβαρές δε περιπτώσεις, ανάλογα με τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, το είδος αυτής και τις συνέπειες που έχει για το κοινό και εφόσον έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, να διατάσσει την απαγόρευση της λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου για διάστημα μέχρι 30 ημερών. Τα όρια του προστίμου της άνω παρ.1 αναπροσαρμόστηκαν και ορίστηκαν από 50.000 μέχρι 10.000.000 δραχμές από την Α2/3422/925 Απρ.1991, (ΦΕΚ Β΄ 258) απόφ. Υπ. Εμπορίου. 2.Η απόφαση εκδίδεται μετά σύμφωνη γνώμη, για την ύπαρξη παράβασης των διατάξεων της παρ. Ι, της αρμόδιας Αγορανομικής Επιτροπής, η οποία συνέρχεται και γνωμοδοτεί υποχρεωτικά μέσα στην προθεσμία που ορίζει ο Υπουργός σε κάθε περίπτωση και αφού προηγούμενα η Επιτροπή καλέσει εγγράφως προ σαράντα οκτώ ωρών τον ενδιαφερόμενο να εκθέσει τις απόψεις του. 3.Για τα κέντρα ή επιχειρήσεις που λειτουργούν εκτός της περιφέρειας του Νομού Αττικής την αρμοδιότητα αυτή, των παρ.1 και 2, έχουν οι κατά τόπους αρμόδιοι κατά περίπτωση Νομάρχες και οι οικείες Αγορανομικές Επιτροπές. «4.Σε περίπτωση νέας παράβασης των διατάξεων που αναφέρονται στην παρ.Ι αυτού του άρθρου, μέσα σε 12 μήνες από την προηγούμενη παράβαση, τα όρια των κυρώσεων της παρ.Ι διπλασιάζονται». Η παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α΄ άρθρ.19 Νόμ. 1934/18 Απρ. 1990/8 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 31), (τόμ. ΙΙ σελ. 210,225). 5.Ο Υπουργός Εμπορίου ή ο κατά περίπτωση Νομάρχης αποφασίζει μετά σύμφωνη γνώμη της οικείας Αγορανομικής Επιτροπής για τη διατήρηση ή μη της απαγόρευσης λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου, όταν για την ίδια πράξη εκδοθεί αθωωτική απόφαση από τα ποινικά δικαστήρια. «Σε περίπτωση που η αθωωτική απόφαση στηρίζεται στη μη τέλεση αντικειμενικά της πράξης, επέρχεται αυτοδίκαια ανάκληση της απαγόρευσης λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου και κάθε πρόστιμο επιστρέφεται στον ενδιαφερόμενο, ύστερα από προσκόμιση επίσημου αντίγραφου της αθωωτικής απόφασης του δικαστηρίου στην υπηρεσία που εξέδωσε την απόφαση επιβολής του προστίμου αυτού». Το μέσα σε « » δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.32 του Νόμ. 2000/24-24 Δεκ. 1991 (ΦΕΚ Α΄206) (διόρθ.σφαλμ.στο ΦΕΚ Α΄ 6/30-1-92), Τόμ. 13Β, σελ.778,6104. 6.Σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης, σύμφωνα με το άρθρ.281 του Ποινικού Κώδικα και τα άρθρ.31 παρ.4 και 5 και 32 παρ.4 του Νόμου αυτού για τα αδικήματα νόθευσης τροφίμων και ειδών που καλύπτουν γενικά βιοτικές ανάγκες και διάθεσης στην κατανάλωση τροφίμων ή ποτών κατά οποιονδήποτε τρόπο επικίνδυνων στην δημόσια υγεία, εφόσον η επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή υπερβαίνει τους 3 μήνες, ο Υπουργός Εμπορίου ή ο κατά περίπτωση Νομάρχης μπορεί να διατάσσει, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ.Ι, 2 και 3 αυτού του άρθρου, την απαγόρευση λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου για διάστημα μέχρι έξι μηνών, σε περίπτωση δε υποτροπής μέσα σε μια τριετία μπορεί να διατάσσει το οριστικό κλείσιμο της επιχείρησης ή του κέντρου. 7.Οι αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου ή του Νομάρχη που προβλέπει το άρθρο αυτό δημο-σιεύονται σε περίληψη σε δύο το πολύ εφη(Αντί για την σελ.65(η) Σελ.65(θ) Τεύχος 1275-Σελ.9 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 μερίδες της έδρας της επιχείρησης ή εάν δεν εκδίδονται τοπικές εφημερίδες σε εκδιδόμενες στην πρωτεύουσα του νομού ή σε μεγαλύτερη του νομού περιφέρεια, με δαπάνες του παραβάτου που εισπράττονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί είσπραξης δημοσίων εσόδων. 8.Οι απαγορεύσεις λειτουργίας κέντρων ή επιχειρήσεων εν γένει που επιβάλλονται σε εφαρμογή του νόμου αυτού εκτελούνται από τις οικείες αστυνομικές αρχές. Η εκτέλεση των αποφάσεων αυτών δεν εμποδίζεται και αν ακόμη έγινε, με οποιοδήποτε τρόπο, μεταβίβαση της εκμετάλλευσης του κέντρου ή της επιχείρησης ή στοιχείων αυτής, ως και μεταβολή με οποιοδήποτε τρόπο του φορέα της επιχείρησης ή του κέντρου. 9.Οποιαδήποτε κατά την προηγούμενη παράγραφο μεταβίβαση ή μεταβολή του φορέα εκμετάλλευσης των κέντρων ή των επιχειρήσεων εν γένει είναι άκυρη, αν έγινε μετά την κίνηση της διαδικασίας επιβολής της απαγόρευσης λειτουργίας αυτών». «10.Επί προσφυγών κατά πράξεων που διατάσσουν την προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου, αρμόδιο είναι το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, η απόφαση του οποίου υπόκειται πάντοτε σε έφεση. Η άσκηση προσφυγής κατά πράξης που διατάσσει την οριστική ή προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πράξης. Το δικαστήριο όμως μπορεί, ως συμβούλιο και μετά από αίτηση του υπόχρεου που έχει ήδη ασκήσει προσφυγή, να αναστείλει την εκτέλεση της πράξης σε περίπτωση πιθανολόγησης ευδοκίμησης της προσφυγής. Στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται οι ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι που είναι ικανοί να δικαιολογήσουν την αναστολή. Αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται στον Υπουργό ή το Νομάρχη για να εκθέσουν τις απόψεις τους μέσα σε προθεσμία έξι (6) ημερών». Η παρ.10 προστέθηκε από το άρθρ.4 του Νόμ. 1732/7-15 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 164), κατωτ. αριθ. 48. «11.Με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου δύνανται να αναπροσαρμόζονται τα όρια των προστίμων που προβλέπονται στην παρ.1 μέχρι του δεκαπλασίου αυτών». Η παρ. 11 προστέθηκε από την περίπτ. β΄ άρθρ. 19 Νόμ. 1934/18 Απρ. 1990-8 Μαρτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄31), (τόμ.ΙΙ σελ. 210,225). Το άρθρ.57α αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.1 Νόμ. 1401/1983, κατωτ. αριθ. 46. Σελ.66(θ) Τεύχος 1275-Σελ.10 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας Άρθρ.57β.-«1.Με τις αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρ. 57α καθορίζονται η διαδικασία και ο χρόνος εφαρμογής της απαγόρευσης λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 2.Οι προϊστάμενοι της Γραμματείας των Δικαστηρίων που εξέδωσαν τελεσίδικες καταδικαστικές αποφάσεις για αδικήματα του άρθρ.57α παρ.6 αυτού του νόμου έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν μέσα σε προθεσμία 40 ημερών από τη δημοσίευση ή την τελεσιδικία της απόφασης αντίγραφό της ή στην Κεντρική ή στις Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορίου. 3.Ο Υπουργός Εμπορίου και οι κατά περίπτωση αρμόδιοι Νομάρχες, μετά την παραπομπή των κατηγορουμένων για αδικήματα της παρ.Ι του άρθρ.57α αυτού του νόμου στο ακροατήριο, μπορούν να ζητούν από τις αρμόδιες Αρχές αντίγραφα των σχετικών δικογραφιών για την τυχόν επιβολή των κυρώσεων του νόμου αυτού. 4.Η οικεία Αστυνομική Αρχή, προς την οποία κοινοποιείται σε δύο αντίγραφα ή κατά το άρθρ.57α αυτού του νόμου απόφαση του Υπουργού Εμπορίου ή του Νομάρχη, φροντίζει για την εκτέλεσή της, ενημερώνει δε χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια Περιφερειακή Υπηρεσία και την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου. 5.Για την παρακολούθηση των επιβαλλομένων ποινών και την προστασία των συναλλασσομένων θα τηρείται σε κάθε Νομαρχία και για την περιφέρεια Αττικής στις Κεντρικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορίου ειδικό βιβλίο, αριθμημένο και θεωρημένο, στο οποίο θα αναγράφονται τα στοιχεία της επιχείρησης, η διεύθυνσή της, η απόφαση παραπομπής της υπόθεσης στην Αγορανομική Επιτροπή, η παράβαση, η ημερομηνία απόφασης της Αγορανομικής Επιτροπής, τα στοιχεία της απόφασης επιβολής κυρώσεων, το είδος των κυρώσεων και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ήθελε ορισθεί με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου». Το άρθρ.57β που είχε προστεθεί από το άρθρ.5 Νόμ. 802/1978 (κατωτ. αριθ. 44) αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ.2 Νόμ. 1401/83, (κατωτ. αριθ. 46). Άρθρ.4.-Αι κατά τα άρθρα 1 και 2 αγορανομικαί διατάξεις ισχύουσι καθ’ άπαν το Κράτος, εφ’ όσον δεν γίνεται εν αυταίς ειδικώτερος προσδιορισμός. Άρθρ.57γ.-Δια την επίδοσιν της εν άρθρ.57α του παρόντος Νόμου αποφάσεως εφαρμόζονται τα υπό του άρθρ.155 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας οριζόμενα. Άρθρ.57δ.-Δια των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν θίγονται αι ειδικαί διατάξεις της παρ.3 του άρθρ.8 του Ν.Δ. 4485/1965 «περί μεταβολής του φόρου καταναλώσεως επί της βενζίνης και περί τρόπου προσδιορισμού των δαπανών διακινήσεως των υγρών καυσίμων καί τινων άλλων διατάξεων». Τα άρθρ.57γ και 57δ προστέθηκαν από το άρθρ.5 Νόμ. 802/1978, (κατωτ. αριθ. 44). Άρθρ.57ε΄.-«Ι.Το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρ.30 παρ.19 και 20 και στο άρθρ.38 παρ.8 ορίζεται από δρχ 10.000 μέχρι 700.000. Τα ποσά αυτά μπορεί να μεταβάλλονται με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου, μετά από γνώμη της γνωμοδοτικής επιτροπής τιμών. Με την Α2-4755/30 Αυγ.-5 Σεπτ. 1995 (ΦΕΚ Β΄ 770) απόφ. Υπ. Εμπορίου τα όρια των άνω προστίμων αναπροσαρμόζονται και ορίζονται αυτά από 30.000 δρχ. μέχρι και 1.000.000 δρχ. 2.Σε περίπτωση νέας παράβασης των διατάξεων του άρθρ.30 παρ.19 και 20 ή του άρθρ.38 παρ.2 έως και 6 μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών από την τέλεση της προηγούμενης παράβασης, για την οποία έχει επιβληθεί πρόστιμο, το ανώτατο όριο του προστίμου διπλασιάζεται. 3.Η επιμέτρηση του προστίμου γίνεται σε αναλογία με τη βαρύτητα της παράβασης, έπειτα από στάθμιση όλων των ειδικών συνθηκών. Ελαφρότατες παραβάσεις που έγιναν χωρίς δόλο ή βαρειά αμέλεια μπορούν να μένουν ατιμώρητες, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. 4.Το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος του φορέα της επιχείρησης με απόφαση του Νομάρχη, στην περιφέρεια του οποίου έγινε η παράβαση, μετά από σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αγορανομικής επιτροπής. Η επιτροπή γνωμοδοτεί και για την τέλεση της παράβασης και για το ύφος του προστίμου. Η επιτροπή, πριν γνωμοδοτήσει, καλεί τον υπόχρεο να παράσχει γραπτές εξηγήσεις μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την επίδοση της σχετικής πρόσκλησης. Η επιτροπή μπορεί να καλεί τον υπόχρεο και για την παροχή προφορικών εξηγήσεων, αν το κρίνει αναγκαίο. 5.Στην απόφαση επιβολής προστίμου αναφέρονται περιληπτικά τα πραγματικά περιστατικά της παράβασης καθώς και οι αγορανομικές και άλλες διατάξεις που προβλέπουν την παράβαση και το πρόστιμο. 6.Μαζί με την απόφαση επιβολής του προστίμου επιδίδεται στον υπόχρεο και αντίγραφο γνωμοδότησης της αρμόδιας αγορανομικής επιτροπής. Οι επιδόσεις γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ.59 έως και 67 του κώδικα φορολογικής δικονομίας. 7.Κατά της απόφασης που επιβάλλει το πρόστιμο χωρεί προσφυγή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Η άσκηση και εκδίκαση της προσφυγής και των ένδικων μέσων διέπονται από τον κώδικα φορολογικής δικονομίας, με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις : α)Όπου στον κώδικα φορολογικής δικονομίας αναφέρονται «οικονομική αρχή» ή «φορολογική αρχή», νοείται ο αρμόδιος νομάρχης ενώ όπου αναφέρεται ο «Υπουργός Οικονομικών» νοείται ο Υπουργός Εμπορίου. β)Προσφυγές κατά αποφάσεων επιβολής προστίμου μέχρι ποσού δρχ. 200.000 εκδικάζονται από το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο. (Αντί για τη σελ.66,001(α) Σελ.66,001(β) Τεύχος 1275-Σελ.11 Αγορανομικός Κώδικας 5.Β.α.25 γ.(Καταργήθηκε από την παρ.18 του άρθρ.4 του Νόμ. 2479/6-6 Μαΐου 1997, ΦΕΚ Α΄ 67, Τόμ. 1Α, σελ. 274. Επίσης οι περίπτ. δ΄ και ε΄αναριθμήθηκαν σε γ΄ και δ΄ αντίστοιχα). γ.(δ) Όπου για την ενέργεια διαδικαστικής πράξης ή την άσκηση ένδικου μέσου απαιτείται η σύμπραξη του οικονομικού εφόρου με άλλη αρχή, ενεργεί μόνος ο αρμόδιος νομάρχης. δ.(ε) Στις υποθέσεις αυτές αποκλείεται η διοικητική επίλυση της διαφοράς. 8.Μετά την πάροδο άπρακτης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, το ποσό του προστίμου βεβαιώνεται στο δημόσιο ταμείο της έδρας της επιχείρησης ή της επαγγελματικής ή αστικής κατοικίας του υπόχρεου και εισπράττεται σύμφωνα με τον κώδικα είσπραξης των δημοσίων εσόδων. «Εάν ασκηθεί προσφυγή κατά της αποφάσεως επιβολής του προστίμου, βεβαιώνεται αμέσως ποσοστό 70% του προστίμου για τις παραβάσεις της περίπτ. β)της παρ.1 του άρθρ.57α και 50% του προστίμου, σε κάθε άλλη περίπτωση. Η είσπραξη του παραπάνω ποσοστού του αμφισβητούμενου προστίμου δεν μπορεί να ανασταλεί με δικαστική απόφαση». To δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.9 άρθρ.41 Νόμ. 2065/1992 (ΦΕΚ Α΄ 113), Τόμ. 27, σελ. 196,471. 9.Σε περίπτωση αλλαγής του φορέα της επιχείρησης μετά την τέλεση της παράβασης, ο νέος φορέας ευθύνεται εις ολόκληρο με τον παλαιό για την πληρωμή του προστίμου, εκτός εάν ο νέος φορέας τελεί σε καλή πίστη κατά το χρόνο της μεταβίβασης. 10.Στην υπηρεσία εμπορίου κάθε νομαρχίας τηρείται αλφαβητικά μητρώο παραβατών των διατάξεων του άρθρ. 0 παρ.19 και 20 και του άρθρ.38 παρ.2 έως 6, ενώ στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου τηρείται αλφαβητικά γενικό μητρώο για τους παραβάτες όλης της χώρας. Τα μητρώα είναι δημόσια βιβλία προσιτά σε οποιονδήποτε. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου μπορούν να καθορίζονται οι λεπτομέρειες της τήρησης καθώς και οι όροι δημοσιότητας των μητρώων. Με όμοια απόφαση τα μητρώα αυτά μπορεί να συγχωνεύονται με τα ειδικά βιβλία που προβλέπονται στην παρ.5 του άρθρ.57β. Με την ΑΙ-7440/18-29 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Β΄ 530) απόφ. Υπ. Εμπορίου, καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες για την τήρηση του μητρώου παραβατών αποποινικοποιουμένων αγορανομικών αδικημάτων. Σελ.66,002(β) Τεύχος 1275-Σελ.12 ΙΙ.Οι διατάξεις των παρ.7 και 8 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις επιβολής των διοικητικών κυρώσεων, που προβλέπονται από το άρθρ.57α΄, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο». Το άρθρ.57ε΄ προστέθηκε από το άρθρ.3 Νόμ. 1732/7-15 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Α΄164), κατωτ. αριθ. 48. 5.Β.α.25 Αγορανομικός Κώδικας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄ Ειδικαί δικονομικαί διατάξεις ΄Αρθρ.58.-1.Τα υπό του παρόντος νόμου προβλεπόμενα πλημμελήματα εισάγονται προς εκδίκασιν δι’ απ’ ευθείας κλήσεως μετά ή άνευ προηγουμένης προανακρίσεως. Αν ο Εισαγγελεύς φρονή ότι δια τινα των κατηγορουμένων δεν υπάρχουσιν ενδείξεις ενοχής, εισάγει δια τούτον την υπόθεσιν εις το δικαστικόν συμβούλιον τους δε λοιπούς παραπέμπει αμέσως δι’ απ’ ευθείας κλήσεως εις το ακροατήριον. 2.Τακτική ανάκρισις τότε μόνον ενεργείται όταν ο εισαγγελεύς κρίνη ότι δέον να προφυλακισθή ο κατηγορούμενος. Και εν τη περιπτώσει ταύτη δύναται ο αρμόδιος Εισαγγελεύς, μετά γνώμην του ανακριτού, να εισαγάγη την υπόθεσιν εις το ακροατήριον δι’ απ’ ευθείας κλήσεως, καθ’ ης δεν επιτρέπεται προσφυγή. Άρθρ.59.-Επί των επ’ αυτοφώρω καταλαμβανομένων αγορανομικών αδικημάτων εφαρμόζονται αι διατάξεις του Ν. Διατάγματος της 22 Νοεμ. 1923 «περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τινών επ’ αυτοφώρω». Άρθρ.60.-1.Εις περίπτωσιν καθ’ ην, μη υφισταμένης καθωρισμένης ανωτάτης τιμής ή ανωτάτου ποσοστού κέρδους, διώκεταί τις λόγω αποκτήσεως ή επιδιώξεως υπερβολικού κέρδους κατά το άρθρον 30 παραγρ.1 του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται, και επί των επ’ αυτοφώρω καταλαμβανομένων τοιούτων αδικημάτων, αι διατάξεις του άρθρου 58. 2.Κατά πάσαν περίπτωσιν διώξεως δι’ υπερβολικόν κέρδος κατά το άρθρον 30 παρ.1 του παρόντος νόμου ο αρμόδιος Εισαγγελεύς υποχρεούται να προκαλέση αμελλητί προ πάσης εισαγωγής της υποθέσεως εις το ακροατήριον γνωμοδότησιν της οικείας Αγορανομικής Επιτροπής περί της υπάρξεως ή μη υπερβολικού κέρδους. 3.Ο αρμόδιος Εισαγγελεύς υποχρεούται να εισαγάγη την υπόθεσιν εις το ακροατήριον άμα τη περιελεύσει της γνωματεύσεως της Επιτροπής εις την Εισαγγελίαν. Εάν όμως εντός μηνός από της περιελεύσεως της μηνύσεως εις την Εισαγγελίαν η Επιτροπή δεν γνωματεύση ή η γνωμάτευσις αυτής δεν περιέλθη εις την Εισαγγελίαν, ο Εισαγγελεύς υποχρεούται κατά πάσαν περίπτωσιν να εισαγάγη την υπόθεσιν προς εκδίκασιν, μη συγχωρουμένης αναβολής εκ της αιτίας ταύτης. Άρθρ.61.-Κατά των παραπεμπτικών βουλευμάτων του συμβουλίου των πλημμελειοδικών ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται. Άρθρ.62.-1.Παρά τοις Πρωτοδικείοις Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και Πατρών καθίσταται ίδιον Τμήμα Πλημμελειοδικείου προς εκδίκασιν των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων πλημμελημάτων «αρμοδιότητος Τριμελούς Πλημμελειοδικείου» ου οι δικασταί ορίζονται κατά Σεπτέμβριον εκάστου έτους δια κοινής αποφάσεως του Προέδρου και του Εισαγγελέως Εφετών μετ’ ισαρίθμων αναπληρωτών. Παρά ταις Εισαγγελίαις των Πρωτοδικείων τούτων καθίσταται επίσης ίδιον τμήμα δια την δίωξιν των αγορανομικών αδικημάτων διευθυνόμενον υφ’ ενός αντεισαγγελέως οριζομένου υπό του Εισαγγελέως. Η εντός « » φράσις προσετέθη δια του άρθρ.3 Νόμ. 2838/1954, (κατωτ. αριθ. 29). 2.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εφοδιασμού δύνανται να αποσπώνται κατώτεροι υπάλληλοι του Υπουργείου Εφοδιασμού εις τα κατά την προηγουμένην παράγραφον τμήματα των Πλημμελειοδικείων και Εισαγγελιών Αθηνών και Πειραιώς προς ενίσχυσιν της Γραμματείας των Τμημάτων τούτων. Οι ούτω αποσπώμενοι υπάλληλοι έχουσι τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις των δικαστικών υπαλλήλων. | 379 |
7. ΝΟΜΟΣ 1947 της 30 Σεπτ. /9 Οκτ. 1944 (ΦΕΚ Α΄ 237) Περί συμπληρώσεως διατάξεων αφορωσών Αξιωματικού Αεροπορίας. Κατηργήθη αφ’ ης ίσχυσε δια του Α.Ν. 508/ 1945. | 326 |
8. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. 76269 της 9/23 Ιουν. 1966 (ΦΕΚ Β΄ 390) Περί μεταφοράς μαθημάτων της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. | 179 |
18. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠ. ΕΜΠΟΡ. ΝΑ ΥΤΙΛΙΑΣ Αριθ. 93481/4125 της 1 Δεκ. 1962/22 Φεβρ. 1963 (ΦΕΚ Β΄ 74) Περί ιδρύσεως Σχολείου μετεκπαιδεύσεως Θαλαμηπόλων Εμπορικού Ναυτικού. Ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια της υπ’ αριθ. 99220/4348 της 20 Δεκ. 1962/22 Φεβρ. 1963 ομοίας (ΦΕΚ Β΄ 75). 19.Η.α.15-18 Δημόσιες Ναυτικές Σχολές 24 | 128 |
8. ΝΟΜΟΣ 5166 της 15/18 Ιουλ. 1931 Περί συλλογής καπνού. Άρθρ.1.-Απαγορεύεται η συλλογή και η αγοραπωλησία των κάτω της πρωτομάννας φύλλων καπνού κοινώς καλουμένων χαζλαμαδοφύλλων, πατοφύλλων ή ντιπιών, ή και υπό οιονδήποτε άλλο όνομα είναι γνωστά κατά τόπους, ως και των φύλλων δευτέρας βλαστήσεως (φυλλιζίων). Επιτρέπεται όπως δια Δ/τος εξαιρεθούν της διατάξεως ταύτης τα πατόφυλλα ωρισμένων περιφερειών τα προωρισμένα δια την εσωτερικήν κατανάλωσιν. Της ανωτέρω απαγορεύσεως εξηρέθησαν δια του Π.Δ. 16/28 Οκτ. 1931 τα καπνά ποικιλίας τσεμπέλια εσωτερικής καταναλώσεως των ακολούθων περιφερειών: 1)Eκ της επαρχίας Τριχωνίας η περιφέρεια της πόλεως Αγρινίου και των χωρίων Ζαμπάντι, Ψιλή Παναγιά, Βλοχός ή Ντέμ και Παραβόλα. ΙΙ)Εκ της επαρχίας Ξηρομέρου η περιφέρεια των χωρίων Κατούνα, Μαχαλά, Παπαδάτου, Τρύφου και Κουνοπίκα. ΙΙΙ)Εκ της επαρχίας Βάλτου η περιφέρεια της πόλεως Αμφιλοχία και των χωρίων Σπάρτου, Στάνου και Λεπενού, IV)Εκ της επαρχίας Λοκρίδος η περιφέρεια των χωρίων Βελίτσα και Αγία Μαρίνα. Επίσης δια του Π.Δ. 4/10 Αυγ. 1933 εξηρέθησαν τα πατόφυλλα καπνού εσωτερικής καταναλώσεως της περιφερείας της κοινότητος Μανδανίσσης Αγρινίου. Η παράβασις της απαγορεύσεως τιμωρείται ποινικώς δια κρατήσεως μέχρι τριάκοντα ημερών, επιβαλλομένου και διοικητικώς προστίμου παρά του αρμοδίου διευθυντού καπνεργοστασίου δραχ. (2050) κατ’ οκάν συλλεγέντων τυχόν τοιούτων φύλλων. Το ανωτέρω πρόστιμον αναπροσαρμοσθέν ωρίσθη μέχρι δραχ. 50 κατά χιλιόγραμ. συλλεγέντων τυχόν τοιούτων φύλλων δια της υπ’ αριθ. 41726/2315 της 2/16 Σεπτ. 1960 (ΦΕΚ Β΄ 407) Αποφ. Υπ. Εμπορίου και Γεωργίας. 16.Ι.α.8 Καλλιέργεια Καπνού ΄Αρθρ.2.Καπνοπαραγωγός εις την εσοδείαν του οποίου ήθελον ευρεθή φύλλα καπνού εκ των εν άρθρ. 1 του παρόντος οριζομένων τιμωρείται με τας ποινάς του άρθρ. 1 εδάφ. 3. Με τα ανώτατα όρια των ποινών τούτων τιμωρείται ο πωλητής και ο αγοραστής του αυτού καπνού. ΄Αρθρ.3.-1.Οι γεωργικοί υπάλληλοι και οι τεχνικοί υπάλληλοι των Γραφείων Προστασίας Καπνού υποχρεούται να επιβλέπωσι την τήρησιν του παρόντος και να βεβαιώσι τας παραβάσεις δι’ εκθέσεώς των, επιβάλλοντες άμα κατάσχεσιν των τυχόν συλλεγέντων τοιούτων φύλλων οπουδήποτε και αν ευρίσκωνται ταύτα. Η έκθεσις, ανακοινουμένη το πολύ την επιούσαν προς τον καθ’ ου η κατάσχεσις, διαβιβάζεται προς τον δημόσιον κατήγορον όστις δια πράξεως του διατάσσει την καταστροφήν μετά παρέλευσιν τριών ημερών από της υποβολής της εκθέσεως και το βραδύτερον εντός δεκαημέρου. 2.Εάν υποβληθή έγγραφος αντίρρησις εντός τριών ημερών από της επιβολής της κατασχέσεως εκ μέρους του παραγωγού ή του παρ’ ω ευρέθησαν τα φύλλα προς τον δημόσιον κατήγορον, ούτος διορίζει αμελλητί επιτροπήν εκ τριών καπνοπαραγωγών μη συνδεομένων δια συγγενείας μέχρι 4ου βαθμού μετά του αμφισβητούντος, ήτις λύει την την αμφισβήτησιν εντός πενθημένου το πολύ προθεσμίας. Αι διατάξεις Νόμων, αι προβλέπουσαι την διαδικασίαν της συντηρητικής ή αναγκαστικής κατασχέσεως καπνού, διετηρήθησαν εν ισχύϊ δια του άρθρ. 52 Εισαγ. Νόμου Κώδ. Πολιτ. Δικον. Α.Ν. 44/1967 (τόμ. 10). Άρθρ.4.-Αρθείσης της αμφισβητήσεως υπό των πραγματογνωμόνων, αποφηναμένων ότι τα κατασχεθέντα ήσαν εκ των εν άρθρ. 1 απαγορευομένων, ή μη γενομένης αμφισβητήσεως, ο δημόσιος κατήγορος το μεν διαβιβάζει αντίγραφον της εκθέσεως βεβαιώσεως της πράξεως μετά επισημειωτικής περιλήψεως της αποφάσεως των πραγματογνωμόνων εις τον διευθυντήν του καπνεργοστασίου, όστις, δια πράξεώς του, επιβάλλει την διοικητικήν ποινήν, το δε εισάγει εντός τριών ημερών εις το πταισματοδικείο το υπαίτιον κατά την διαδικασίαν των επ’ αυτοφώρω πταισμάτων. | 148 |
5. ΨΗΦΙΣΜΑ Β΄ της Β΄ Αναθεωρητικής Βουλής της 1/1 Μαΐου 1936 Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως ή καταργήσεως Συντακτικών πράξεων. | 26 |
20. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 394 της 1 Απρ./11 Μαΐου 1966 (ΦΕΚ Α΄ 102) Περί χορηγήσεως μηνιαίου ειδικού επιδόματος εις τους Έλληνας διδασκάλους της Ελληνικής γλώσσης των Μουσουλμανικών Σχολείων Δωδεκανήσου. Έχοντες υπ’ όψιν: 1)τας διατάξεις του άρθρ. 20 του Ν.Δ. 4242/1962 «περί τροποποιήσεως φορολογικών και άλλων τινων διατάξεων» 2)την παρ. 10 του άρθρ. 5 του Ν.Δ. 4464/1965 «περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Υπαλληλικού Κώδικος κλπ.», 3)την υπ’ αριθ. 1029/1965 σύμφωνον γνωμοδότησιν του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων υπηρεσιών και 4)την υπ’ αριθ. 121/1966 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσσομεν: (Αντί της σελ. 284,01(β) Σελ. 284,01(γ) Τεύχος 452-Σελ. 107 Μειονοτικά Σχολεία 32.Γ.ι.17-20 Άρθρον μόνον.-1.Από της 1ης Ιουλ. 1965 χορηγείται μηνιαίον ειδικόν επίδομα εις τους Έλληνας διδασκάλους της Ελληνικής γλώσσης των Δημοτικών Σχολείων Δωδεκανήσου εις α φοιτούν Μουσουλμανόπαιδες. α)Δια τους υπηρετούντας εις σχολεία λειτουργούντα εις πόλεις πληθυσμού άνω των 5.000 κατοίκων ως και εις χωρία κείμενα εντός ακτίνος 5 χιλιομέτρων από των πόλεων τούτων εις δραχ. 250. β)Δια τους υπηρετούντας εις τα λοιπά σχολεία εις δραχ. 500. 2.Εις τον Ημέτερον επί των Οικονομικών Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. | 224 |
15. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 3878 της 25/30 Οκτ. 1958 Περί επιβολής τέλους χρήσεως λιμένος προς εκτέλεσιν λιμενικών έργων. Καταργήθηκε από την παρ. 21 άρθρ. 6 Νόμ. 2399/22-27 Μαΐου 1996 (ΦΕΚ Α΄90) κατωτ. αριθ. 60. | 366 |
1. ΝΟΜΟΣ ΤΝΗ΄ της 11/21 Σεπτ. 1856 Περί κατασκευής πεζοδρομίων, υπονόμων κλπ. Κατηργήθη δια του άρθρ. 142 Γ.Ο.Κ. πλην των αναφερομένων εις τον τρόπον κατασκευής των υπονόμων διατάξεων, αίτινες παρατίθενται κατωτέρω: Άρθρ.1.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 142 Γ.Ο.Κ.). Άρθρ.2.-Η εν ταις πόλεσιν εν γένει κατασκευή υπονόμων ενεργείται δαπάνη των παροδίων ιδιοκτητών και των δήμων, αναδεχομένων τούτων το τεταρτημόριον της δαπάνης. Η κατασκευή των εις τα πλάτη εγκαρσίων οδών αντιστοιχούντων τεμαχίων της υπονόμου και των από του ορίου της πόλεως μέχρι της εκβολής αυτού επιβαρύνει ολοσχερώς τον δήμον. Η υποχρέωσις της κατασκευής υπονόμου επιβάλλεται εις τους παροδίους ιδιοκτήτας, δι’ αποφάσεως του αρμοδίου νομάρχου και, εν τη πρωτευούση του βασιλείου, δι’ αποφάσεως της διευθύνσεως της αστυνομίας. Άρθρ.3.-Η κατασκευή (των τε πεζοδρομίων και) των υπονόμων ενεργείται κατά τα περί εκτελέσεως δημοσίων έργων κανονισμένα. Η δαπάνη προκαταβάλλεται επί τη βάσει αναλογισμού, γενησομένου εν επί τούτω πρωτοκόλλω υπό των αρμοδίων επάρχου, δημάρχου, και μηχανικού, υπ’ όψιν εχόντων το αποτέλεσμα της μειοδοτικής δημοπρασίας και το επί της οδού ή πλατείας μήκος του προσώπου εκάστης οικίας ή οικοπέδου. Το πρωτόκολλον τούτο θέλει μένει εκτεθειμένον εν τω δημαρχείω, προσκαλουμένων ονομαστί, δια προγράμματος του αρμοδίου νομάρχου ή επάρχου, πάντων των εν αυτώ εγγεγραμμένων ιδιοκτητών, ίνα λάβωσι αυτού γνώσιν και επιφέρωσι τας ενστάσεις των, εάν έχωσιν τοιαύτας. Άρθρ.4.-Αι ενστάσεις αύται εκκαθαρίζονται δικαστικώς, κατά τας διατάξεις των άρθρ. 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του περί αποξηράνσεως του Βοιωτίου πεδίου ΞΗ΄ Νόμου. Η εν τω άρθρ. 6 του νόμου τούτου αναφερομένη δεκαπενθήμερος προθεσμία άρχεται δι’ ένα έκαστον ιδιοκτήτην από της ημερομηνίας της ονομαστικής προσκλήσεως, περί ης διαλαμβάνει το προηγούμενον άρθρον, η δε επίδοσις της αγωγής, περί ης διαλαμβάνει το άρθρ. 7, γίνεται εις τον αρμόδιον νομάρχην ή έπαρχον. Άρθρ.5-6.(Κατηργήθησαν δια του άρθρ. 142 Γ.Ο.Κ.). Άρθρ.7.-Εάν ο ιδιοκτήτης οικοπέδου ή οικοδομήματός τινος, υποκειμένου εις την υποχρέωσιν της κατασκευής πεζοδρομίου, υπονόμου, περιτοιχίσματος, ή δενδροφυτείας, είναι απών, η προς αυτόν Σελ. 597 Υπόνομοι Πρωτεύουσας 23.Η.α.1 πρόσκλησις, περί ης διαλαμβάνει η παρ. β του άρθρ. 4 του παρόντος νόμου, τοιχοκολλάται επί καταφανούς μέρους της ιδιοκτησίας του και δημοσιεύεται, επιμελεία και δαπάνη της Αρχής, εν μια των εν τη πρωτευούση του Κράτους εκδιδομένων εφημερίδων. Μετά παρέλευσιν δε εξήκοντα ημερών από της δημοσιεύσεως ταύτης, δια τους εντός της Επικρατείας, και τριών μηνών, δια τους εκτός, εάν ο ιδιοκτήτης δεν καταβάλη την επιβαρύνουσαν αυτόν αναλογίαν της προς κατασκευήν του πεζοδρομίου ή της υπονόμου δαπάνης, ή εάν δεν περιτοιχίση το οικόπεδόν του, ή δεν ενεργήση την διαταχθείσαν δενδροφυτείαν, το Δημόσιον εκπληροί την υποχρέωσιν αυτού, εγγράφον επί του κτήματος υποθήκην, προς εξασφάλισιν του παρ’ αυτού καταβληθέντος ποσού. Άρθρ.8-9.(Κατηργήθησαν δια του άρθρ. 142 Γ.Ο.Κ.). 2. ΝΟΜΟΣ ΓΩИΓ΄ της 4/18 Αυγ. 1911 «Περί τροποποιήσεως του Νόμου ΤΝΗ΄ του 1856 περί πεζοδρομίων και υπονόμων». (Αναφέρεται εις τας καταργηθείσας περί πεζοδρομίου διατάξεις του ν. ΤΝΗ΄). | 341 |
62. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 1011294/70/Α΄0013 της 6/10 Φεβρ. 2004 (ΦΕΚ Β΄263) Τύπος και περιεχόμενο της αίτησης και του πιστοποιητικού του άρθρου 105 του Ν. 2961/2001 και διαδικασία χορήγησης αυτού Έχοντας υπόψη: 1)Τις διατάξεις του Ν. 2961/2001 (Φ.Ε.Κ. 266 Α') «Κύρωση του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από Λαχεία». 2)Τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 26 του Ν. 3220/2004 (Φ.Ε.Κ. 15 τ.Α΄), «Μέτρα αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής - Αντικειμενικοποίηση του φορολογικού έλεγχου και άλλες διατάξεις». 3)Την 1065956/863/Α΄0006/15.7.2003 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 985 τ. Β'), με την οποία καθορίζονται οι αρμοδιότητες των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών. 4)Το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη στον Κρατικό Προϋπολογισμό, αποφασίζουμε: 1)Η αίτηση για τη χορήγηση του πιστοποιητικού του άρθρου 105 του Ν. 2961/2001 και το πιστοποιητικό αυτό αποτελούν ενιαίο έντυπο, τον τύπο και το περιεχόμενο του οποίου καθορίζουμε σύμφωνα με το σχέδιο που είναι συνημμένο στην παρούσα και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. (Μετά τη σελ. 296,210) Σελ. 296,211 Τεύχος 1449 Σελ. 45 Φορολογία Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών & Κερδών από Λαχεία 27.Ε.α.62 2)Καθορίζουμε τη διαδικασία χορήγησης του πιστοποιητικού του άρθρου 105 του Ν. 2961/2001 ως ακολούθως: •Η αίτηση για τη χορήγηση του πιστοποιητικού φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής για περιουσιακά στοιχεία, που αποτελούν αντικείμενο κτήσης αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, υποβάλλεται ή αποστέλλεται με τηλεομοιοτυπία (FAX) στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) την αρμόδια για την κληρονομιά, δωρεά ή γονική παροχή ή την αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του δικαιούχου του πιστοποιητικού. •Αν το πιστοποιητικό φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής απαιτείται για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, που αποτελούν αντικείμενο κτήσης αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, η αίτηση για τη χορήγησή του μπορεί να υποβάλλεται και από το συμβολαιογράφο, ο οποίος θα συντάξει το μεταβιβαστικό συμβολαιογραφικό έγγραφο, στη Δ.Ο.Υ. την αρμόδια για τη μεταβίβαση των περιουσιακών αυτών στοιχείων. •Η Δ.Ο.Υ., στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, την καταχωρεί και αποστέλλει άμεσα αντίγραφα αυτής με FAX στις συναρμόδιες Δ.Ο.Υ., προκειμένου με οίκοθεν διαδικασία να διαπιστώσει την ακρίβεια των δηλωθέντων στοιχείων καθώς και το ποσό του επιμεριστικά αναλογούντα φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών και να παραδώσει το πιστοποιητικό, μετά την εξόφληση του φόρου, στο φορολογούμενο ή στο συμβολαιογράφο. Επισυνάπτεται υπόδειγμα αίτησης – πιστοποιητικού άρθρ. 105 Νόμ. 2961/2001. | 257 |
1. ΝΟΜΟΣ ΙΑ΄ της 13/30 Ιουν. 1845 Περί του δικαιώματος του δημοτικού νοσοκομείου Σύρου. | 265 |
16. ΑΠΟΦΑΣΙΣ Δ. Σ. ΤΟΥ Ο. Τ. Ε. Αριθ. 1312 της 24 Μαΐου/5 Ιουν. 1974 (ΦΕΚ Β΄ 582) Περί εγκρίσεως Υπηρεσιακού Οργανισμού Ο.Τ.Ε. | 81 |
25. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 224 της 7/7 Δεκ. 1974 (ΦΕΚ Α' 364) Περί τακτοποιήσεως ανυποτάκτων κατηγοριών τινών. Καταργήθηκε από το εδαφ. δ της παρ. Ι άρθρ. 32 Νόμ. 1763/1988 (ΦΕΚ Α' 57), (κατωτ αριθ. 72), με την επιφύλαξη του .άρθρ. 30 ιδίου Νόμ. 1763/1988. (Αντί για τη σελ. 83(ζ) Σελ. 83(η) Τεύχος 1384 Σελ. 39 Στρατολογία 36.Β.α.23-25 | 138 |
20. AΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Γ1/196/399 της 16 Απρ./8 Μαΐου 1992 (ΦΕΚ Β΄304) Εκπαιδευτικές εκδρομές των μαθητών των σχολείων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δημοσίων και Ιδιωτικών. | 224 |
3. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 573 της 31 Μαρτ./5 Απρ. 1948 Περί κυρώσεως του από 7 Δεκ. 1947 Ν.Δ/τος περί επιβολής εκτάκτου πολεμικής εισφοράς. Τροποποιηθέν και συμπληρωθέν δια των: α)άρθρ. 8 Α.Ν. 702/1948 και β)άρθρ. 3 Α.Ν. 788/1948, αντικατεστάθη δια της πολεμικής εισφοράς του άρθρ. 14 Α.Ν. 942/1949 (ανωτ. σελ. 139). | 222 |
11. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 680 της 6/29 Οκτ. 1962 (ΦΕΚ Α΄ 174) Περί παροχής πτυχίων χειριστών γεωργικών μηχανών. Τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από το Β.Δ. 140 της 23 Ιαν./5 Μαρτ. 1965 (ΦΕΚ Α΄ 35), καταργήθηκε μαζί μ’ αυτό από το άρθρ. 19 του κατωτέρω Β.Δ. 606/1967. | 108 |
8. ΝΟΜΟΣ 2880 της 18/23 Ιουλ. 1922 Περί συστάσεως τμήματος βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Το τμήμα τούτο μετετράπη εις γραφείον δια του Β.Δ. της 17/21 Δεκ. 1922, δια δε του Ν.Δ. της 12/12 Νοεμ. 1927 μετωνομάσθη εις Τμήμα Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας. (Βλ. νομοθεσίαν υπουργ. Εθνικής Οικονομίας εν τ. 13). Άρθρ.1.-Παρά τη διευθύνσει του εμπορίου και βιομηχανίας του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας συνιστάται τμήμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, εις ο υπάγεται η προστασία των εφευρέσεων, των σχεδιασμάτων, των εμπορικών και βιομηχανικών σημάτων, των ενδείξεων προελεύσεως και ο αθέμιτος ανταγωνισμός, εφ’ όσον ούτος αφορά παραβάσεις των περί βιομηχανικής ιδιοκτησίας εν γένει διατάξεων, η προπαρασκευή των σχετικών διεθνών συμβάσεων και η μελέτη και εφαρμογή παντός διοικητικού ή νομοθετικού μέτρου προς προστασίαν αυτής. Άρθρ.2.-Του τμήματος τούτου προΐσταται επί βαθμώ τμηματάρχου α΄ ή β΄ τάξεως, ο κεκτημένος δίπλωμα νομικών ή πολιτικών επιστημών και γνώστης τουλάχιστον της γαλλικής, διοριζόμενος δια Β.Δ/τος μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν του διοικητικού συμβουλίου του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος νόμου προΐσταται του τμήματος, μετατιθέμενος εις αυτό, ο μέχρι τούδε τμηματάρχης βιομηχανίας. Το προσωπικόν του τμήματος τούτου αποτελείται εξ ενός γραμματέως α΄ ή β΄ τάξεως και εξ ενός γραφέως α΄ τάξεως. Άρθρ.3.-Κατηργήθη υπό του Α.Ν. 1998/1939 (κατωτ. αρ. 21). | 110 |
134. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Ε5/920 της 12 Φεβρ. /10 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 163) Καθορισμός του τύπου και περιεχομένου του βιβλιαρίου σπουδών και της σπουδαστικής ταυτότητας που χορηγούνται στους σπουδαστές ΤΕΙ. | 173 |
4. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Β1/55 της 14/18 Ιαν. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 29) Κατανομή των εργαστηρίων και φροντιστηρίων του τμήματος Καλών Τεχνών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στους τομείς. Σελ. 404(β) Τεύχος Ζ71-Σελ. 94 31.Δ.δ.4 Φροντιστήρια Εφαρμογών Α.Σ.Κ.Τ. | 244 |
200. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ.2080395/7137/0022 της 17 Ιαν/6 Φεβρ.1992 (ΦΕΚ Β΄56) Καθορισμός ωριαίας αποζημίωσης του διδακτικού προσωπικού, των εξόδων μετακίνησης και εκτός έδρας διαμονής του διδακτικού και διοικητικού προσωπικού και των προϋποθέσεων και του τρόπου καταβολής τους. | 124 |
9. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 28/31 Μαΐου1948 Περί αποζημιώσεως των απολυομένων δυνάμει του υπ’ αριθ. 512/1948 Α.Νόμου και τρόπου εκτελέσεως του άρθρ. 1 αυτού κλπ. (Προσωρινής ισχύος) Ανάλογον και το Β.Δ. της 10/15 Νοεμ. 1949 περί τρόπου εφαρμογής διατάξεων Α.Ν. 512/1948 όσον αφορά το προσωπικόν των Αεροπορικών Εταιρειών και των συναφών προς τας Εναερίους Συγκοινωνίας της Χώρας επιχειρήσεων. Σελ. 169 Ατομική Καταγγελία Συμβάσεως Εργασίας 15.Ζ.α.7-9 173 15.Ζ.α.9 Ατομική Καταγγελία Συμβάσεως Εργασίας 174 | 57 |
28. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 303 της 23/27 Σεπτ. 1969 (ΦΕΚ Α΄ 195) Περί διατάξεών τινων αφορωσών εις την προαγωγήν εργοληπτικών πτυχίων. Άρθρ.1.-1.(Αντικαθίστανται αι παρ. 2 και 3 άρθρ. 7 Ν.Δ. 95/1946, ανωτ. σελ. 143). 2.Τα δυνάμει του Ν.Δ. 2727/1953 «περί χορηγήσεως πτυχίων εργοληπτών Δημοσίων Έργων εις Δωδεκανησίους κλπ.» χορηγηθέντα πτυχία δύνανται να προαχθούν εις τον Β΄ βαθμόν, κατά τας περί εργοληπτών Δημοσίων Έργων κειμένας διατάξεις. Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. | 387 |
24. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 958 της 29/29 Απρ. 1949 Περί τακτοποιήσεως υπεραριθμιών εν τη Εκπαιδεύσει και τρόπου διορισμού των λειτουργών αυτής. Προσωρινής ισχύος. Εκυρώθη δια του Ν.Δ. 1058 της 9/26 Σεπτ. 1949 περί κυρώσεως και τροποποιήσεως του Α.Ν. 958/1949. | 114 |
8. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 679 της 1/7 Μαΐου 1948 Περί των παρανόμως ασκούντων την Οδοντοϊατρικήν. Κατηργήθη δια του: Α.Ν. 700 της 4/5 Ιουν. 1948 περί καταργήσεως του υπ’ αριθ. 679/48 Ν.Δ/τος, επαναφερομένων εν ισχύϊ των προ του καταργουμένου Ν.Δ/τος ισχυουσών διατάξεων. 705 34.Ζ.η.3-8 Οδοντίατροι | 332 |
3. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ' αριθ. 836 της 3/4 Σεπτ. 1937 (ΦΕΚ Α΄ 346) Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως των αφορωσών το Βασιλικόν Θέατρον διατάξεων. Ο Νόμος ούτος, ως και οι: α)Α.Ν. 1504 της 8/14 Δεκ. 1938 (ΦΕΚ Α΄ 468) περί ενισχύσεως των πόρων του Βασιλικού Θεάτρου. β)Α.Ν. 1512 της 17/17 Δεκ. 1938 (ΦΕΚ Α΄ 474) περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως αφορωσών το Βασιλικόν Θέατρον διατάξεων (και ουχί Α.Ν. 1518/1938, ως προφανώς εκ τυπογραφικού λάθους αναγράφεται εις το επίσημον κείμενον και όστις Α.Ν. 1518 είναι άσχετος προς το παρόν θέμα). γ)Ν.Δ. 2 της 3/5 Μαΐου 1941 (ΦΕΚ Α΄ 153) περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων της Νομοθεσίας περί Βασιλικού Θεάτρου. δ)Ν.Δ. 16 της 8/8 Μαΐου 1941 (ΦΕΚ Α΄ 159) περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Α.Ν. 836/1937. ε)Π.Δ. 361 της 4/7 Αυγ. 1941 (ΦΕΚ Α΄ 266) περί τροποποιήσεως συμπληρώσεως και καταργήσεως διατάξεων των υπ' αριθ. 2, 16 και 214/1941 Ν.Δ/των, και του υπ' αριθ. 836/1937 Α.Ν. Σελ. 1055 Εθνικό Θέατρο 31.Ξ.ε.1-3 αφορωσών το Εθνικόν Θέατρον και τας εν τω Υπουργείω Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας Διευθύνσεις Γραμμάτων, Θεάτρου και Κινηματογράφου και Καλών Τεχνών. ς)Ν.Δ. 1183 της 1/4 Απρ. 1942 (ΦΕΚ Α΄ 73) περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ν.Δ. 361/1941 περί του Εθνικού Θεάτρου. ζ)Ν.Δ. 1745 της 10/15 Σεπτ. 1942 (ΦΕΚ Α΄ 232) (αναδημ. ΦΕΚ Α΄ 259/10 Οκτ. 1942) περί ρυθμίσεως των δανείων και των προς το Δημόσιον χρεών του Εθνικού Θεάτρου κλπ. η)Ν.Δ. 2127 της 6/18 Φεβρ. 1943 (ΦΕΚ Α΄ 35) περί τροποποιήσεως του υπ' αριθ. 1183/1942 Ν.Δ. περί του Εθνικού Θεάτρου και θ)Νόμ. 313 της 6/7 Ιουλ. 1943 (ΦΕΚ Α΄ 199) περί διατάξεών τινων αφορωσών το προσωπικόν του Εθνικού Θεάτρου. Κατηργήθησαν δια του άρθρ. 24 Νόμ. 434/ 1943. | 176 |
87. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ΄ αριθ. 313 της 4/25 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 149) Κατάργηση ημερησίων Γενικών Λυκείων, Τεχνικών – Επαγγελματικών Λυκείων, Τεχνικών Επαγγελματικών Σχολών, τομέων και τμημάτων Τεχνικών – Επαγγελματικών Λυκείων και συγχώνευση ημερησίων Γυμνασίων. | 41 |
87. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. φ. 41/1369 της 31/31 Δεκ. 1990 (ΦΕΚ Β΄ 840) Εφαρμογή του άρθρου όγδοου του Νόμ. 1879/ 1990. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις των άρθρ. 23, 24, και 27 του Νόμ. 1558/85 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα» (ΦΕΚ 137, Α΄) καθώς και τις διατάξεις του Π.Δ. 437/1985 (ΦΕΚ 157/Α). 2.Τις διατάξεις του Π.Δ. 180/1990 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών, και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 64/Α΄). 3.Τις διατάξεις του Π.Δ. 105/1988 «Οργανισμός της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (ΦΕΚ 46/Α΄). 4.Τις διατάξεις του άρθρου όγδοου του Νόμ. 1879/1990 «Κύρωση τις 126 Διεθνούς Συμβάσεως πλοία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 38/Α). 5.Τη γνώμη του Δ.Σ. του Ταμείου Νομικών που διετυπώθη κατά την 3520/10.10.1990 συνεδρίαση του Δ.Σ. του Ταμείου, αποφασίζουμε: 1.Οι εν ενεργεία δικαστικοί Επιμελητές που μετατάσσονται από τη Β στην Α΄ τάξη αμίσθων του Ταμείου Νομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ογδόου άρθρου του Νόμ. 1879/1990 υποχρεούνται να καταβάλλουν στο Ταμείο Νομικών τη διαφορά της εισφοράς μεταξύ Α και Β΄ τάξης αμίσθων, των ετών 1989 και 1990, με κατάθεση στο Ταμείο ή στον ειδικό λογαριασμό της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος. Η απόδειξη της πληρωμής της διαφοράς, θα επισυναφθεί στο ασφαλιστικό βιβλιάριο του έτους 1990. Η διαφορά εισφοράς μεταξύ Α και Β τάξης, οφείλεται προς το Ταμείο σε κάθε περίπτωση για την οποία ο ασφαλισμένος έχει καταβάλλει στο Ταμείο εισφορά Β΄ τάξης, για αναγνώριση προϋπηρεσίας, γαμηλίου επιδόματος, γάμου, διορισμού κ. λπ. Διαφορά εισφοράς δεν οφείλεται στις περιπτώσεις που έχει υποβληθεί αίτημα του ασφαλισμένου για το οποίο απαιτείται καταβολή εισφοράς Β΄ τάξης πριν από την 1.1.1989 ή το ποσό της εισφοράς έχει καθορισθεί με βάση διάταξη νόμου ή Υπουργική απόφαση. Για την εξόφληση της διαφοράς μεταξύ εισφοράς Α και Β τάξης ύστερα από σχετική Εγκύκλιο του Ταμείου Νομικών, θα πρέπει ο ασφαλισμένος να υποβάλλει αίτηση στο Ταμείο μέχρι 30.6.1991 για τη γνωστοποίηση της οφειλής του και ύστερα από έγγραφο του ταμείου που θα κοινοποιηθεί επί αποδείξει, να καταβάλλει άτοκα το οφειλόμενο ποσό μέσα σε δύο μήνες από την παραλαβή του σχετικού εγγράφου. Σελ. 100,16 Τεύχος ΙΒ-11-3- ΙΒ-12-1 Σελ. 72 2.Οι άμισθοι δικαστικοί Επιμελητές που συνταξιοδοτήθηκαν από 1.1.1989 μέχρι την ημερομηνία ισχύος της απόφασης αυτής, προκειμένου να λάβουν το ποσό της σύνταξης του αμίσθου Α τάξης από 1.1.1992, υποχρεούνται να καταβάλλουν στο Ταμείο Νομικών έπειτα από έγγραφη ειδοποίησή του, τη διαφορά εισφοράς μεταξύ Α και Β τάξης αμίσθου, από 1.1.89 μέχρι την ημερομηνία συνταξιοδότησης καθώς και τις εισφορές Α τάξης που οφείλονται από την ημερομηνία συνταξιοδότησης μέχρι 31.12.1991 και μέχρι τη συμπλήρωση τριετίας καταβολής εισφοράς Α Τάξης. 3.Σε περίπτωση συνταξιοδότησης δικαστικών επιμελητών από την ημερομηνία ισχύος της απόφασης αυτής, η διαφορά των εισφορών που οφείλονται στο Ταμείο Νομικών από 1.1.89 μέχρι την ημερομηνία συνταξιοδότησης θα καταβάλλεται εφ’ άπαξ πριν από την έκδοση της απόφασης συνταξιοδότησης ή θα παρακρατείται από το ποσό της μηνιαίας σύνταξης και μέχρι το 1/4 αυτού μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής. Για την εξόφληση του ποσού της εισφοράς που οφείλεται στο Ταμείο Νομικών προκειμένου να συμπληρωθεί η τριετία καταβολής εισφορών Α΄ τάξης το ταμείο Νομικών θα κοινοποιεί έγγραφα στους ενδιαφερόμενους το ποσό των εισφορών που οφείλεται στο Ταμείο από την ημερομηνία συνταξιοδότησης μέχρι 31.12.91. 4.Για την απονομή σε συνταξιούχους που εξέρχονται από 1.1.89 έως 31.12.91, πάσης φύσεως παροχών Α΄ τάξης από 1.1.92, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η καταβολή των προαναφερόμενων εισφορών, να γίνει μέχρι 31.12.91. 5.Σε κάθε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής των εισφορών που αναφέρονται στις παρ. 1, 2 και 3, της οφειλόμενες διαφορές εισφορών καταβάλλονται με τα ποσά που ισχύουν κατά τον χρόνο της εξόφλησης και επιβαρύνονται με τους νόμιμους τόκους ή προσαυξήσεις που κατά περίπτωση επιβάλλονται. 39.Γ.α.87 Γενικές διατάξεις Ταμείου Νομικών 88. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Φ. 41/1163 της 2/18 Δεκ. 1991 (ΦΕΚ Β΄ 1025) Μετάταξη στην Α΄ τάξη αμίσθων των συνταξιούχων Δικαστικών Επιμελητών. | 319 |
13. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ της 14/18 Μαΐου 1935 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του άρθρ. 6 του ν. 184. Καταργήθηκε από το Νόμ. 1089/1980, ΦΕΚ Α΄ 261 (κατωτ. αριθ. 75). | 287 |
59. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ.2/26512/0022 της 1 Μαρτ./6 Απρ.2000 (ΦΕΚ Β΄471) Μεταφορά οικοσκευής μετατιθεμένων, τοποθετημένων και αποσπασμένων υπαλλήλων από και προς το εξωτερικό και από αρχή του εξωτερικού σε άλλη αρχή του εξωτερικού, τρόπος αξιολόγησης αυτής και συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής για την έγκριση της δαπάνης μεταφοράς της". 2.Ζ.δ.55-59 Οδοιπορικά | 124 |
7. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ.Β2/6935 της 20/31 Δεκ. 1982 (ΦΕΚ Β΄ 1082) Προϋποθέσεις και ειδικοί όροι κατοχής δεύτερης θέσης από μέλη Δ.Ε.Π. των ΑΕΙ. Έχοντας υπόψη τις διατάξεις : 1)Της παρ. 4 του άρθρ. 1 του Νόμ. 1256/82 «για την πολυθεσία, την πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο Δημόσιο Τομέα κ.λ.π.». 2)Της παρ. 8 του άρθρ. 13 του Νόμ. 1268/82 «για τη δομή και τη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων». 3)Την αριθ. 11355/1982 κοινή απόφαση των Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών και 4)Την αριθ. Η.5421/82 (ΦΕΚ 474/82 τ.Β΄) απόφαση ΥΠΕΠΘ, αποφασίζουμε: Καθορίζουμε τις προϋποθέσεις και τους ειδικούς όρους κατοχής δεύτερης θέσης από μέλη Διδακτικού Προσωπικού ως εξής: α)Τα μέλη του διδακτικού προσωπικού των Α.Ε.Ι. (Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό, Ειδικοί Επιστήμονες, υποψήφιοι διδάκτορες, βοηθοί επιμελητές, επιστημονικοί συνεργάτες και οι εξομοιούμενοι με αυτούς) μπορούν να κατέχουν δεύτερη θέση εφόσον: 1)Πρόκειται για θέση, το περιεχόμενο της οποίας είναι συνδεδεμένο με τις εφαρμογές του επιστημονικού κλάδου του αιτούντος ώστε η κατοχή της να υποβοηθεί την εκπαιδευτική λειτουργία ή να προάγει την επιστήμη στην πράξη και να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας. 2)Δεν παρακωλύονται ή δεν δυσχεραίνονται οι εκπαιδευτικές ερευνητικές ή διοικητικές λειτουργίες του τμήματος ή του Α.Ε.Ι. στο οποίο ανήκει ο ενδιαφερόμενος. 3)Αφορά μόνο σε παροχή υπηρεσιών, στο Δημόσιο Τομέα τους Ο.Τ.Α., τους Γεωργικούς Συνεταιρισμούς και τους διεθνείς οργανισμούς. Η απασχόληση των μελών διδακτικού προσωπικού Α.Ε.Ι. στους τομείς αυτούς πρέπει να εντάσσεται στα πλαίσια της αξιοποίησης των γνώσεων και των εμπειριών τους σε κοινωνικές και επιστημονικές δραστηριότητες συναφείς με την ειδικότητά τους. β)Απαραίτητος όρος για τη χορήγηση της άδειας κατοχής δεύτερης θέσης είναι η έγκριση της σχετικής άδειας απουσίας που παρέχει ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σύμφωνα με το άρθρ. 17 παρ. 4, 5 του Νόμ. 1268/82. γ)Το ποσοστό στις αποδοχές της δεύτερης θέσης δεν μπορεί να υπερβεί τα 3/4 των αποδοχών της θέσης ως μέλους του διδακτικού προσωπικού. δ)Το σύνολο των απολαβών από τη θέση ως μέλους του διδακτικού προσωπικού και τη δεύτερη θέση δεν μπορούν να υπερβούν σε καμιά περίπτωση το ανώτατο όριο των απολαβών του άρθρ. 6 του Νόμ. 1256/82. | 218 |
6. ΝΟΜΟΣ 6048 της 9/13 Φεβρ. 1934 Περί παρατάσεως προθεσμιών τινων του ν. 5940. | 309 |
21. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ. 36103/703/91 της 26 Σεπτ./7 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Β΄ 818) Αντικατάσταση των πινακίδων των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων Κρατικών Υπηρεσιών (Κ.Υ.) και των αυτοκινήτων κάθε κατηγορίας των Υπηρεσιών, που αναφέρονται στην απόφαση 2783/1989 (Β΄ 730) του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, δια νέων πινακίδων (αντανακλαστικών). | 301 |
15. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Αριθ.34575/Ζ2/1845 της 22/31 Δεκ.1986 (ΦΕΚ Β΄ 947) Αυξομείωση οργανικών θέσεων διαφόρων ειδικοτήτων στην ΕΡΤ-2. | 295 |
1. ΝΟΜΟΣ 2138 της 16/16 Μαρτ. 1920 (ΦΕΚ Α΄ 64) Περί συστάσεως βιβλιοπωλείου παρά τω Υπουργείω των Ναυτικών. Άρθρ.1.-Παρά τω Υπουργείω των Ναυτικών συνιστάται η εξής υπηρεσία: Βιλιοπωλείον σκοπούν την πώλησιν ναυτικών συγγραμμάτων ή άλλων εντύπων ως και γραφικής ύλης εις τας ναυτικάς υπηρεσίας και εις παν άτομον ανήκον εις το Ναυτικόν, προς ιδίαν αυτού χρήσιν. Άρθρ.2.-Η χρηματική εν γένει δοσοληψία του βιβλιοπωλείου διεξάγεται συμφώνως ταις ισχυούσαις εν των Π. Ναυτικώ σχετικαίς διατάξεσιν υπό του παρά τω Υπουργείω των Ναυτικών εδρεύοντος Οικονομικού Συμβουλίου . Βιβλιοπωλείον Άρθρ.3.-Το βιβλιοπωλείον τελεί υπό τας αμέσους διαταγάς του Γ. Επιτελείου του Ναυτικού, προβαίνει δε εις αγοράς και εις προμηθείας μετά γνωμοδότησιν του Αρχηγού αυτού, εγκρινομένην υπό του Υπουργού των Ναυτικών. Άρθρ.4.-Το βιβλιοπωλείον δύναται να ενεργή αγοράς και πωλήσεις ναυτικών βιβλίων ή περιοδικών ή χαρτών, ως και ναυτικών οργάνων ή εργαλείων εκπαιδευτικών ή υπηρεσιακών τύπου κεκανονισμένου δια τας ανάγκας της ναυτικής υπηρεσίας, μετά γνωμοδότησιν του Αρχηγού του Γ. Επιτελείου του Ναυτικού εγκρινομένην υπό του Υπουργού των Ναυτικών. Άρθρ.5.-Χορηγείται εφάπαξ τω βιβλιοπωλείω και άμα τη συστάσει αυτού πίστωσις 25 χιλιάδων δραχμών, αποδοτέων τω δημοσίω ταμείω κατά δόσεις. Άρθρ.6.-Το προσωπικόν του βιβλιοπωλείου εκ ναυτικών βαθμοφόρων θέλει ορισθή δια Β.Δ/τος. Άρθρ.7.-(Κατηργήθη υπό του Νόμ. 2440/1953 τόμ. 36 σελ. 21). | 296 |
22. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Άριθ.Α/26027 της 9/17 Ιουν.1975 (ΦΕΚ Β΄634) Περί προαγωγής θέσεων Β΄ και Γ΄ Κατηγοριών του ΥΠΠΕ. 31.Π.α.16-22 Υπουργείο Πολιτισμού | 140 |
13. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αριθ. 37874/1339 της 31 Μαΐου/17 Ιουν. 1966 (ΦΕΚ Β΄ 380) Περί υπαγωγής εις την ασφάλισιν του ΙΚΑ δια τον Κλάδον Παροχών Ασθενείας και Μητρότητος συνταξιούχων του Ταμείου Ασφαλίσεως Τυπογράφων και Μισθωτών Γραφικών Τεχνών κατοίκων της Κοινότητος Ροβιών Ευβοίας. | 331 |
8. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑ ΥΤΙΛΙΑΣ Αριθ. 70105/9043 της 6/14 Δεκ. 1976 (ΦΕΚ Β' 1501) Περί των όρων εργασίας και αμοιβών των επί των υπερωκεανείων επιβατηγών και τουριστικών μεσογειακών πλοίων, υπηρετούντων ναυτικών. Αντικατεστάθη δια των υπ' αριθ. 70099/6684 ομοίας και 70099/6683/1977 ομοίων (κατωτ. αριθ. 15 και 17) και 70106/7498/1977 (κατωτ. σελ. 530,983). | 30 |
65. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 572 της 30 Ιουν./1 Ιουλ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 188) Περί Κανονισμού οργανώσεως και λειτουργίας Επιμελητηρίου Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως Αφρικανικών χωρών Μεσογείου και Μέσης Ανατολής. Τροποποιήθηκε από το Π.Δ. 546/7-28 Ιουλ. 1978 (ΦΕΚ Α΄ 116). | 287 |
57. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Αριθ. 60013 της14/14 Οκτ. 1988 (ΦΕΚ Β΄ 750) Δηλώσεις προς την Τράπεζα της Ελλάδας σύμφωνα με το Νόμ. 1806/1988. Έχοντας υπόψη το άρθρ. 40 παρ. 9 του Νόμ. 1806/88 ΦΕΚ Α΄ 207/88, αποφασίζουμε: 1.Οι κατά το άρθρ. 40, παρ. 5 του Νόμ. 1806/1988 δηλώσεις προς την Τράπεζα της Ελλάδας υποβάλλονται στη Γενική Διεύθυνση Επιθεώρησης Τραπεζών της Τράπεζας. 2.«Μέσα χρηματοδότησης» ή «χρηματικά μέσα» κατά την έννοια του άρθρ. 40 παρ. 1 του Νόμ. 1806/1988 είναι όχι μόνο κεφάλαια που ανήκουν κατά κυριότητα στα ελεγχόμενα κατά το Νόμο πρόσωπα αλλά και σε δανειακά κεφάλαια και καθώς και κάθε είδους πιστωτικά μέσα. 3.Κατά τον έλεγχο των κατά το άρθρ. 40 παρ. 5 του Νόμ. 1806/1988 δηλώσεων οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές της Τράπεζας της Ελλάδας δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση των κάθε φύσεως υφισταμένων λογαριασμών καταθέσεων των αναφερομένων στο άρθρ. 40 του Νόμ. 1806/1988 προσώπων και ειδικότερα να ελέγχουν τη σύννομη τήρηση και κίνηση (χρέωση-πίστωση) αυτών καθώς και την ύπαρξη πιστωτικού υπολοίπου των παραπάνω λογαριασμών σε δραχμές είτε σε συνάλλαγμα. 4.Αν για τον έλεγχο των δηλώσεων του άρθρ. 40 παρ. 5 του Νόμ. 1806/1988 επιβάλεται να εξετασθούν και πράξεις εισαγωγής συναλλάγματος, επιλαμβάνεται η Διεύθυνση ελέγχου για την εφαρμογή των Συναλλαγματικών κανονισμών στην Τράπεζα της Ελλάδας, ύστερα από εντολή του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. 5.(Καταργήθηκε από την περίπτ. β΄ παρ. 3 άρθρ. 27 Νόμ. 1868/10-10 Οκτ. 1989 (ΦΕΚ Α΄ 230) (τόμ. 6 σελ. 146,07). 6.Τα ελεγκτικά όργανα κατά τους παραπάνω ελέγχους δεν επεκτείνουν τον έλεγχο αμέσως ή εμμέσως σε λογαριασμούς καταθέσεων προσώπων άλλων από εκείνα, για τα οποία το άρθρ. 40 του Νόμ. 1806/88 αίρει έναντι της Τράπεζας της Ελλάδας το απόρρητο των καταθέσεων. | 248 |
102. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. 2032205/3742/0022 της 20/28 Μαΐου 1993 (ΦΕΚ Β΄ 394) Καθορισμός ύψους και όρων καταβολής του ειδικού επιμισθίου αποσπασμένων εκπαιδευτικών και διοικητικών υπαλλήλων του ΥΠ.Ε.Π.Θ. στο εξωτερικό. | 121 |
23. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. ΧΔ2900 της 17/31 Δεκ. 1973 (ΦΕΚ Β΄1501) Περί τακτοποιήσεως πληρωμών δημ. επενδύσεων επί τη λήξει του οικονομικού έτους, χρηματοδοτήσεως του επομένου και ρυθμίσεως ετέρων συναφών θεμάτων. (Προσωρινής ισχύος. Αφεώρα την τακτοποίησιν πληρωμών του λήγοντος οικονομικού έτους και την αρχικήν χρηματοδότησιν δημοσίων επενδύσεων του επομένου οικον. έτους). | 127 |
57. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Αριθ. Ε3-986/Φ. 40α της 6/23 Μαρτ. 1990 (ΦΕΚ Β' 193) Κατάργηση ανταποδοτικού τέλους στις εξαγωγές. Έχοντας υπόψη: 1.Τον Νόμ. 936/79 "Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Εξωτερικού Εμπορίου διατάξεων". 2.Την αριθ. Ε4/10110/80 απόφαση Υπουργού Εμπορίου. 3.Τον Νόμ. 1746/88 (άρθρ. 8 και 14) "Ρύθμιση του Θεσμού των Επιμελητηρίων και άλλες διατάξεις". 4.Το αριθ. Ε4/2676/83 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας σχετικά με την διαδικασία κατασταλτικού ελέγχου εξαγωγών, αποφασίζουμε: Καταργείται η παρ. 7 της αριθ.Ε4/2676/6.9.83 απόφασης Υπουργού Εμπορίου, η οποία αφορά στην είσπραξη παραβόλου (ανταποδοτικού τέλους) από τις μεσολαβούσες Τράπεζες, κατά την θεώρηση των Δηλώσεων τιμολογίων εξαγωγής, εγχωρίων και αλλοδαπών προϊόντων, προς όλες τις χώρες του κόσμου (Κοινοτικές και μη). Η ισχύς της παραπάνω απόφασης αρχίζει από 1.5.1990. (Μετά τη σελ. 264, 406) Σελ. 264, 407 Τεύχος ΙΒ-9-3 - Τεύχος ΙΒ-10-1 Σελ. 113 - 758 Οργάνωση εξωτερικού εμπορίου 11.Ζ.β.57 | 98 |
33. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. 135/2054 της 5/12 Ιαν. 1995 (ΦΕΚ Β΄ 7) Αύξηση των βοηθημάτων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων του Ταμείου Νομικών. Τα βοηθήματα των συνταξιούχων του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων του Ταμείου Νομικών, συμπεριλαμβανομένων και των κατωτάτων ορίων αυξάνονται κατά ποσοστό 5% από 1.1.1994 και κατά ποσοστό 5% από 1.7.1994 επί του ποσού αυτών, όπως έχει διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου 1993 και όπως θα έχει διαμορφωθεί την 30ή Ιουνίου 1994 αντίστοιχα. | 319 |
13. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 34 της 15/19 Ιαν. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 16) Περί των προϋποθέσεων κατατάξεως και εγγραφής πτυχιούχων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών προς απόκτησιν και ετέρου πτυχίου. Έχοντες υπ’ όψει: 1.Τας διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του νόμου 379/1976 «περί εγγραφής πτυχιούχων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων προς απόκτησιν και ετέρου πτυχίου» και άλλων τινών συναφών διατάξεων (ΦΕΚ 176Α΄). 2.Γνώμην της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (συνεδρία 17.9.1976), και 3.Την υπ’ αριθ. 998/1976 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργού, αποφασίζομεν: Άρθρον 1. Πτυχιούχοι ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της ημεδαπής, ως και σχολών και τμημάτων αυτών ή ισοτίμων της αλλοδαπής, δύναται να καταταγούν και εγγραφούν εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών προς απόκτησιν και ετέρου πτυχίου, υπό τας προϋποθέσεις του παρόντος και μέχρι του αριθμού του οριζομένου κατ’ έτος υπό της Σχολής ταύτης κατά τα εν άρθρω 1 παρ. 2 του ν. 379/1976 και εντός των υπό της αυτής διατάξεως προβλεπομένων ορίων, τηρουμένης της διατάξεως του άρθρου 3 του αυτού νόμου. Άρθρον 2. 1.Αι αιτήσεις κατατάξεως και εγγραφής μετά πιστοποιητικού της οικείας Σχολής ότι ο αιτών τυγχάνει πτυχιούχος, εις το οποίο δέον να αναγράφηται και ο βαθμός του πτυχίου, υποβάλλονται εις την Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών υπό των ενδιαφερομένων μέχρι της 30ης Σεπτεμβρίου εκάστου έτους. Εξαιρετικώς δια το έτος 1976 αι αιτήσεις μετά του ως άνω δικαιολογητικού υποβάλλονται εντός 15 ημερών από της δημοσιεύσεως σχετικής ανακοινώσεως της Σχολής. 2.Προκειμένου περί αιτήσεων κατατάξεως πτυχιούχων ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής, ομού μετά του ως άνω δικαιολογητικού συνυποβάλλεται και βεβαίωσις αντιστοίχου Σχολής ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής περί της ισοτιμίας του τίτλου. Άρθρον 3. 1.Πτυχιούχοι ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εγγράφονται εις το Α΄ έτος σπουδών κατόπιν επιτυχούς γραπτής και προφορικής εξετάσεως επί θέματος εκ του μαθήματος της Χριστιανικής Ηθικής, ενώπιον καθηγητών της Σχολής οριζομένων υπό ταύτης. Δια την επιλογήν των ως άνω πτυχιούχων λαμβάνεται υπ’ όψιν το άθροισμα των δύο επιτυχών βαθμών εις την προφορικήν εξέτασιν και την γραπτήν εξέτασιν και του βαθμού πτυχίου. Εις περίπτωσιν ισοβαθμίας ενεργείται υπό της Σχολής κλήρωσις. 2.Πτυχιούχοι της προηγουμένης παραγράφου κατατάσσονται εις τα Β΄, Γ΄ και Δ΄ έτη σπουδών, κατόπιν επιτυχούς εξετάσεως εις άπαντα τα μαθήματα του προηγουμένου ή των προηγουμένων ετών, ενώπιον καθηγητών της Σχολής οριζομένων υπό ταύτης. Δια την επιλογήν τούτων λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μέσος όρος βαθμολογίας της οποίας έτυχον οι υποψήφιοι κατά τας εν λόγω εξετάσεις. 3.Πτυχιούχοι του Ποιμαντικού Τμήματος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατατάσσονται εις το Δ΄ έτος σπουδών κατόπιν επιτυχούς εξετάσεως εις άπαντα τα μαθήματα των προηγουμένων ετών, τα οποία δεν εδιδάχθησαν και δεν εξητάσθησαν εις το Τμήμα, εκ του οποίου προέρχονται ή δεν εδιδάχθησαν επαρκώς, κατά την κρίσιν της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η εξέτασις ενεργείται υπό καθηγητών της Σχολής οριζομένων υπό ταύτης. Δια την σύγκρισιν τούτων εν τη επιλογή μετά των προς κατάταξιν εις το Δ΄ έτος υποψηφίων της προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μέσος όρος βαθμολογίας εις τα εξετασθέντα μαθήματα. «4.Πτυχιούχοι των Φιλοσοφικών Σχολών κατατάσσονται εις το Β΄ έτος σπουδών άνευ εξετάσεων, εντός του ισχύοντος ποσοστού του καθορισθέντος δια του Νόμ. 552/1977. Δια την επιλογήν τούτων λαμβάνεται υπ’ όψιν ο βαθμός του πτυχίου των». Η παρ. 4 προσετέθη δια του Π.Δ. 50 της 23 Ιαν./1 Φεβρ. 1978 (ΦΕΚ Α΄ 10). | 161 |
100. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. Πρωτ. ΠΟΛ 222 Α.6452/176 της 9/20 Ιουλ. 1987 (ΦΕΚ Β΄ 367) Οι αγορές καινούργιου μηχανολογικού εξοπλισμού που θα πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις από 1 Ιουλ. 1987 και μετά λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη του ποσού της υπεραξίας που θα προκύψει από την αναπροσαρμογή της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού τους. Έχοντας υπόψη: 1.Με τις διατάξεις του άρθρ. 10 του σχεδίου Νόμου «Ρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις» που έχει κατατεθεί στη Βουλή για ψήφιση, προβλέπεται ότι οι επιχειρήσεις του μεταποιητικού τομέα που επιθυμούν να προβούν σε αναπροσαρμογή, μπορούν να αναπροσαρμόσουν το σύνολο του μηχανολογικού τους εξοπλισμού με λογιστικές εγγραφές τις οποίες θα καταχωρήσουν μέχρι 30 Ιουν. 1987. 2.Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 13 του ίδιου σχεδίου Νόμου, προβλέπεται ότι προκειμένου να τύχει απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος η υπεραξία που θα προκύψει από την αναπροσαρμογή, θα πρέπει οι επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν αντίστοιχου ύψους αγορές καινούργιου μηχανολογικού εξοπλισμού μέσα σε χρονικό διάστημα 4 ετών από το χρόνο της αναπροσαρμογής. 3.Το γεγονός ότι καθυστερεί η ψήφιση από τη Βουλή των Ελλήνων του πιο πάνω σχεδίου Νόμου, με συνέπεια να μη μπορέσουν οι επιχειρήσεις να αναπροσαρμόσουν το μηχανολογικό τους εξοπλισμό μέσα στην προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτού προθεσμία (μέχρι 30 Ιουν. 1987), αποφασίζουμε: 1.Η αξία των αγορών καινούργιου εξοπλισμού στις οποίες θα προβούν οι επιχειρήσεις από 1 Ιουλ. 1987 μέχρι του νέου χρόνου αναπροσαρμογής της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού τους που θα ορισθεί με την ψήφιση τον σχεδίου Νόμου «Ρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», συναθροίζονται με την αξία του μηχανολογικού εξοπλισμού που θα αγοράσουν μέσα σε 4 χρόνια από το χρόνο που θα προβούν σε αναπροσαρμογή, για την κάλυψη του ποσού της υπεραξίας που θα προκύψει από την αναπροσαρμογή. 2.Η απόφαση αυτή που θα κυρωθεί με νόμο, να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. | 360 |
12. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2207 της 1/9 Φεβρ. 1940 (ΦΕΚ Α΄ 52) Περί προσθήκης διατάξεως εις τον υπ’ αριθ. 550 Νόμον «περί εκτελέσεως υδραυλικών έργων εν γένει». Άρθρον μόνον.-(Προστίθεται παράγραφος εις το άρθρ. 13 του ανωτέρω Νόμου 550/1915, μετά το εδάφ. δ΄ της 3ης παραγράφου). | 92 |
4. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 390 της 29 Αυγ./14 Σεπτ. 1984 (ΦΕΚ Α' 135) (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α' 166/24-101984). Καταστατικό του Κλάδου Αυτοτελώς Απασχολουμένων Ελεύθερων και Ανεξάρτητων Επαγγελματιών του Ι.Κ.Α. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του άρθρου 12 του νόμου 1422/1984 για την "Ενοποίηση των Παραρτημάτων του Κλάδου Ασφάλισης κατά της Ασθένειας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (Κ.Α.Δ.Κ.Υ.) σε ενιαίο φορέα, σύσταση Κλάδου Αυτοτελώς Απασχολούμενων, Ελεύθερων και Ανεξάρτητων Επαγγελματιών και άλλες ασφαλιστικού περιεχομένου διατάξεις". 2.Γνώμη της Διοικητικής Επιτροπής του Κλάδου Αυτοτελώς Απασχολούμενων Ελεύθερων και Ανεξάρτητων Επαγγελματιών του ΙΚΑ, που διατυπώθηκε στην αριθ. 1 απόφασή της της 1/4.6.1984 συνεδρίασης αυτής. 3.Γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων που διατυπώθηκε στην 216 απόφασή του, της 22/7.6.1984 συνεδρίασής του. 4.Γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων που διατυπώθηκε κατά την 7η συνεδρίαση αυτού της 13.6.1984 της ΚΓ Περιόδου. 5.Την 474/1984 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αποφασίζουμε: Άρθρο πρώτο. Εγκρίνεται το Καταστατικό του Κλάδου Αυτοτελώς Απασχολούμενων Ελεύθερων και Ανεξάρτητων Επαγγελματιών του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), που έχει ως ακολούθως: (Μετά τη σελ. 86,74) Σελ. 86,75 Τεύχος ΣΤ123 - Σελ. 119 Κλάδος Αυτοτελώς Απασχ/νων, Ελεύθερων και Ανεξ/των Επαγγ/τιών 15Β.Β.ι.2-4 ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΤΟΥ Ι.Κ.Α. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 7. Αναγνώριση χρόνου άσκησης επαγγέλματος. 1.Με αίτηση, που υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία δύο ετών από την ένταξη στον Κλάδο Ταμείων ή κατηγοριών ή ομάδων ασφαλισμένων κατά το άρθρο 11 του Ν. 1422/1984, μπορούν οι ασφαλισμένοι να αναγνωρίσουν και εξαγοράσουν χρόνο άσκησης ασφαλιστέου επαγγέλματος για την πριν από την ένταξη στον Κλάδο χρονική περίοδο, ίσο με εκείνο που προβλεπόταν από τις διατάξεις του οικείου Ταμείου και εφόσον οι διατάξεις αυτές παρείχαν τέτοιο δικαίωμα. Ο χρόνος αυτός εξαγοράζεται από τους ασφαλισμένους με βάση την τιμή, κατά το χρόνο εξαγοράς, του τεκμαρτού ημερομίσθιου της κατά το άρθρο 11 του παρόντος VI ασφαλιστικής κλάσης και με το κατά το άρθρο 12 ποσοστό ασφαλίστρου. Η εξαγορά γίνεται είτε εφάπαξ εντός του επόμενου μήνα από εκείνη που θα κοινοποιηθεί η σχετική απόφαση είτε σε μηνιαίες δόσεις ισάριθμες με τους αναγνωριζόμενους μήνες. Η πρώτη δόση πρέπει να καταβληθεί εντός του επόμενου μήνα από εκείνο που θα κοινοποιηθεί η σχετική απόφαση. Στην περίπτωση που η εξόφληση γίνεται με δόσεις για τον υπολογισμό του ποσού της εισφοράς εξαγοράς, λαμβάνεται ως βάση η τιμή του τεκμαρτού ημερομίσθιου της ανωτέρω κλάσης κατά τον προηγούμενο μήνα εκείνου που εξοφλείται κάθε δόση. Καθυστέρηση καταβολής δόσης πέραν του τριμήνου συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος για αναγνώριση του χρόνου που αντιστοιχεί στη μη εξοφληθείσα δόση. Ο αναγνωρισμένος και εξαγορασμένος χρόνος θεωρείται από κάθε άποψη ως χρόνος ασφάλισης που διανύθηκε στη VI κλάση. Χρόνος που αναγνωρίστηκε αλλά δεν εξαγοράστηκε δεν θεωρείται ως χρόνος ασφάλισης. 2.Υπό τους όρους και προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου μπορούν και οι ασφαλισμένοι κατά την παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν. 1422/1984, με αίτησή τους. που θα υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία δύο ετών από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του Κλάδου, να αναγνωρίζουν και εξαγοράζουν χρόνο άσκησης ασφαλιστέου επαγγέλματος μέχρι 15 ετών. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 19 του παρόντος για την απονομή σύνταξης στα πρόσωπα αυτά, απαιτείται οπωσδήποτε η ασφάλισή τους στον Κλάδο επί 5ετία τουλάχιστον από την υπαγωγή τους σ' αυτόν. Άρθρο 8. Μητρώο Ασφαλισμένων- Αρχείο Λογαριασμού Ασφαλισμένων. Στον Κλάδο τηρείται Γενικό Μητρώο των Ασφαλισμένων του, που περιλαμβάνει τα απαραίτητα κάθε φορά ευρετηριακά στοιχεία (όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, έτος γέννησης κ.λ.π.) των ασφαλισμένων. Στον Κλάδο τηρείται επίσης Αρχείο Λογαριασμών των Ασφαλισμένων του, που περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με την έναρξη, διάρκεια και λήξη της ασφαλιστικής σχέσης, τις ασφαλιστικές κλάσεις στις οποίες διανύθηκε ο χρόνος αυτός και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ' ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΟΡΟΙ Άρθρο 9. Εννοιολογικοί Προσδιορισμοί. 1.Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Καταστατικού, οι ακόλουθοι όροι σημαίνουν αντίστοιχα: α)Ασφαλιστέο επάγγελμα: Το επάγγελμα, η άσκηση του οποίου καθιστά υποχρεωτική την ασφάλιση στον Κλάδο. β)Ασφαλισμένος και Ασφαλισμένοι: Τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 1, καθώς και του άρθρου 5 του παρόντος. γ)Συνταξιούχος και Συνταξιούχοι: Τα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου. δ)Ατύχημα: Το κατά την άσκηση ασφαλιστέου επαγγέλματος ή εξ αφορμής του επαγγέλματος αυτού βίαιο συμβάν. ε)Φορέας: Το Νομικό πρόσωπο ή η Υπηρεσία Ασφάλισης μέσω της οποίας ασκείται κύρια ασφάλιση. στ)Διοικητική Επιτροπή: Η κατά το άρθρο 10 του Ν. 1422/1984 Διοικητική Επιτροπή του Κλάδου. ζ)Χρόνος ασφάλισης: Ο χρόνος ασφάλισης στον Κλάδο, καθώς και ο χρόνος που βάσει άλλων διατάξεων εξομοιώνεται με αυτόν εφόσον έχουν καταβληθεί οι νόμιμες εισφορές. η)Μήνας ασφάλισης: Ο ημερολογιακός μήνας για τον οποίο καταβλήθηκαν οι νόμιμες εισφορές. θ)Έτος ασφάλισης: Περίοδος 12 μηνών ασφάλισης συνεχών ή με διακοπή. 2.Όπου απαιτείται, σύμφωνα με το νόμο, η μετατροπή χρόνου ασφάλισης σε ημέρες, θεωρείται ότι σε κάθε μήνα ασφάλισης περιλαμβάνονται 25 ημέρες και σε κάθε έτος ασφάλισης 300. Άρθρο 10. Αφάνεια - Απόδειξη ηλικίας. Για τα θέματα τα σχετικά με την αφάνεια και την απόδειξη ηλικίας, εφαρμόζονται κάθε φορά οι αντίστοιχες διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. (Μετά τη σελ. 86,76) Σελ. 86,77 Τεύχος ΣΤ123 - Σελ. 121 Κλάδος Αυτοτελώς Απασχ/ων, Ελεύθερων και Ανεξ/των Επαγγ/τιών 15Β.Β.ι.4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'. ΕΣΟΔΑ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ - ΤΡΟΠΟΣ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ Άρθρο 11. Ασφαλιστικές Κλάσεις. 1.Οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται σε μία από τις ισχύουσες ασφαλιστικές κλάσεις του Ι.Κ.Α. κατ' επιλογή τους και με τους περιορισμούς, που αναφέρονται στις παρακάτω παραγράφους. 2.Ο ασφαλισμένος μπορεί, με αίτησή του, να μεταβάλλει ασφαλιστική κλάση και να κατατάσσεται σε ανώτερη ή κατώτερη. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκεί ο ασφαλισμένος μετά τη συμπλήρωση δύο τουλάχιστον ημερολογιακών ετών σε κάθε ασφαλιστική κλάση. Δεν επιτρέπεται όμως να επιλέξει ο ασφαλισμένος κλάση κατώτερη της VI, ή, εφόσον έχει χρόνο άσκησης ασφαλιστέου επαγγέλματος μεγαλύτερο από 5 έτη, κατώτερη της VIII. 3.Εάν ο ασφαλισμένος δεν δήλωσε την κλάση στην οποία επιθυμεί να καταταγεί, θεωρείται ότι υπάγεται είτε στη VI είτε στη VIII, κατά τις διακρίσεις της προηγούμενης παραγράφου. 4.Σε κάθε περίπτωση μεταβολής ασφαλιστικής κλάσης, η κατάταξη στη νέα κλάση για όλες τις συνέπειες, ισχύει από την πρώτη του επομένου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συνέβη το γεγονός (υποβολή αίτησης - συμπλήρωση 5ετίας) που δικαιολογεί την μεταβολή κλάσης. Άρθρο 12. Εισφορά Ασφαλισμένων -Πρόσθετα τέλη. 1.Η εισφορά των ασφαλισμένων είναι μηνιαία και ορίζεται ίση με ποσοστό 16% του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομίσθιου, όπως αυτό διαμορφώνεται κάθε φορά, της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία κατατάσσεται ο ασφαλισμένος κατά το παρόν καταστατικό. 2.Υπόχρεοι για την καταβολή της εισφοράς είναι οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι. 3.Η εισφορά καταβάλλεται μέσα στον επόμενο ημερολογιακό μήνα από εκείνο στον οποίο αφορά. Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής της εισφοράς, αυτή υπολογίζεται με βάση την τιμή του οικείου τεκμαρτού ημερομισθίου κατά τον προηγούμενο μήνα εκείνου του χρόνου της εξόφλησης. Η επιπλέον προκύπτουσα διαφορά μεταξύ της τιμής του τεκμαρτού ημερομίσθιου του χρόνου γενέσεως της οφειλής και του χρόνου εξόφλησης θεωρείται ως προσαύξηση εισφορών. Η ανωτέρω συνολική εισφορά προσαυξάνεται με τα πρόσθετα τέλη, που προβλέπονται κάθε φορά από τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α., με αφετηρία τον κατά το εδάφιο α' οριζόμενο χρόνο καταβολής. Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν οφείλεται ούτε εισπράττεται εισφορά για χρόνο προγενέστερο της πενταετίας από την ημερομηνία καταβολής της, ο δε προγενέστερος αυτός χρόνος δεν μπορεί, κατά κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως χρόνος ασφάλισης. Τυχόν εισπραχθείσες εισφορές για το χρόνο αυτό επιστρέφονται κατά το άρθρο 15 του παρόντος, χωρίς να δημιουργούνται δικαιώματα ασφάλισης. Σελ. 86,78 Τεύχος ΣΤ 123 - ΣΕλ. 122 4.Τα ποσά των εισφορών στρογγυλοποιούνται σύμφωνα με όσα ισχύουν αντίστοιχα στο Ι.Κ.Α. Άρθρο 13. Είσπραξη Εισφορών. 1.Η είσπραξη των εισφορών του Κλάδου μπορεί να γίνεται ή με ένσημα ή τοις μετρητοίς είτε και με τους δύο αυτούς τρόπους, ή και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, ανάλογα με τις επί μέρους κατηγορίες των ασφαλισμένων, σύμφωνα με όσα καθορίζονται με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής. Με απόφαση της ίδιας Επιτροπής θα καθορίζεται επίσης ο τύπος των απαιτούμενων για την ανωτέρω είσπραξη δικαιολογητικών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 2.Τα ένσημα της προηγούμενης παραγράφου, εξομοιώνονται απόλυτα με τα ένσημα του Ι.Κ.Α. και έχουν την ίδια νομική προστασία που προβλέπεται για τα τελευταία αυτά. Άρθρο 14. Βεβαίωση και είσπραξη καθυστερούμενων εισφορών και πρόσθετων τελών - Ποινικές ευθύνες. 1.Σε περίπτωση, που διαπιστώνεται, ότι δεν έχουν καταβληθεί οι νόμιμες εισφορές και τα αντίστοιχα πρόσθετα τέλη, οι εισφορές και τα πρόσθετα αυτά τέλη βεβαιώνονται και εισπράττονται αναγκαστικά, σύμφωνα με όσα ισχύουν κάθε φορά για τη βεβαίωση και είσπραξη των αντιστοίχων οφειλών προς το Ι.Κ.Α., με τις οποίες εξομοιώνονται κατά το σημείο αυτό, και οι οφειλές της παρούσας παραγράφου. 2.Οι διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., οι σχετικές με τις ποινικές ευθύνες και την ποινική δίωξη των εργοδοτών, που δεν καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις εργοδοτικές εισφορές προς το Ι.Κ.Α., εφαρμόζονται ανάλογα και για τους κατά το άρθρο 12 παρ. 2 του παρόντος υπόχρεους καταβολής εισφορών. 3.Ο χρόνος στον οποίο αντιστοιχούν οι οφειλόμενες εισφορές δον θεωρείται ως χρόνος ασφάλισης, προτού οι εισφορές αυτές και τα αντίστοιχα πρόσθετα τέλη εξοφληθούν πλήρως, με την επιφύλαξη πάντοτε του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 12 του παρόντος. Άρθρο 15. Επιστροφή εισφορών. Εισφορές, που έχουν εισπραχθεί αχρεώστητα, επιστρέφονται στον ασφαλισμένο σύμφωνα με όσα ισχύουν κάθε φορά στη νομοθεσία του Ι.Κ.Α. 15Β.Β.ι.4 Κλάδος Αυτοτελώς Απασχ/νων, Ελεύθερων και Ανεξ/των Επαγγ/τιών ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ' ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΛΟΓΩ ΓΗΡΑΤΟΣ - ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ Άρθρο 1. Φορέας Ασφάλισης. 1.Ο ειδικός Κλάδος Αυτοτελώς Απασχολούμενων Ελεύθερων και Ανεξάρτητων Επαγγελματιών που συστήθηκε στο ΙΚΑ με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 1422/1984, αποκαλούμενος εφεξής "Κλάδος" διέπεται από τις οικείες διατάξεις του νόμου αυτού καθώς και από τις διατάξεις του παρόντος Καταστατικού. 2.Σκοπός του Κλάδου είναι η ασφάλιση των αυτοτελώς απασχολούμενων καθώς και των ελεύθερων και ανεξάρτητων επαγγελματιών κατά τους ορισμούς, τις διακρίσεις και τη διαδικασία που προβλέπει ο ανωτέρω νόμος για τη χορήγηση κύριας σύνταξης στα πρόσωπα αυτά σε περίπτωση γήρατος και αναπηρίας και στα μέλη της οικογένειάς του σε περίπτωση θανάτου του προστάτη τους ασφαλισμένου ή συνταξιούχου. Άρθρο 16. Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος. Ο ασφαλισμένος στον Κλάδο έχει δικαίωμα να συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος, εάν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση, έχει διακόψει την άσκηση ασφαλιστέου επαγγέλματος και έχει συμπληρώσει: α)το 58ο έτος της ηλικίας του και 35 έτη ασφάλισης β)το 62ο έτος της ηλικίας του και 30 έτη ασφάλισης γ)το 65ο έτος της ηλικίας του και 20 έτη ασφάλισης. Άρθρο 17. Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας. 1.Ο ασφαλισμένος στον Κλάδο έχει δικαίωμα να συνταξιοδοτηθεί, εάν έχει καταστεί ανάπηρος κατά την έννοια της επόμενης παραγράφου, έχει διακόψει την άσκηση ασφαλιστέου επαγγέλματος λόγω της αναπηρίας του αυτής και έχει συμπληρώσει είτε 10 τουλάχιστον έτη στην ασφάλιση, από τα οποία τα 3 μέσα στην τελευταία πενταετία πριν από την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση, είτε 20 έτη οποτεδήποτε. 2.Ο ασφαλισμένος θεωρείται ανάπηρος, εάν λόγω πάθησης, βλάβης ή εξασθένησης σωματικής ή πνευματικής, εξάμηνης τουλάχιστον κατά ιατρική πρόβλεψη διάρκειας, έχει ποσοστό ανατομοφυσιολογικής βλάβης ίσο ή ανώτερο του 67%, που τον έχει καταστήσει ανίκανο για την άσκηση του επαγγέλματος για το οποίο έχει ασφαλισθεί. Η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, εφαρμόζεται και για τους ασφαλισμένους του Κλάδου. 3.Οι διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., όπως ισχύουν κάθε φορά, οι σχετικές με τα αρμόδια για τη διαπίστωση και κρίση της αναπηρίας όργανα, τη διαδικασία ενώπιον αυτών, την άσκηση ενδικοφανών μέσων, την επανάκριση των συνταξιούχων και την οριστικοποίηση των συντάξεων, εφαρμόζονται ανάλογα και για τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους λόγω αναπηρίας του Κλάδου. Άρθρο 18. Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου - Δικαιούχα πρόσωπα. 1.Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου, λόγω γήρατος ή αναπηρίας ή θανάτου ασφαλισμένου, ο οποίος έχει συμπληρώσει είτε 10 τουλάχιστον έτη ασφάλισης, από τα οποία τα 3 μέσα στην τελευταία πριν από το θάνατό του πενταετία είτε 20 έτη ασφάλισης οποτεδήποτε, έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν τα κατωτέρω πρόσωπα: α)Ο επιζών σύζυγος (χήρος ή χήρα). β)Τα άγαμα τέκνα, νόμιμα, νομιμοποιημένα, αναγνωρισμένα και υιοθετημένα, των οποίων η υιοθεσία πραγματοποιήθηκε ένα τουλάχιστον έτος πριν από το θάνατο του ασφαλισμένου ή τη συνταξιοδότησή του, εκτός αν ο θάνατος οφείλεται σε βίαιο συμβάν. Επίσης έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν λόγω θανάτου της μητέρας τους τα τέκνα, που έχουν γεννηθεί χωρίς γάμο των γονέων τους. γ)Οι ορφανοί, κατά το χρόνο του θανάτου, από πατέρα και μητέρα, εγγονοί και προγονοί, εφ' όσον είναι άγαμοι και η συντήρησή τους βάρυνε κατά κύριο λόγο, το θανόντα ή τη θανούσα συνταξιούχο ή ασφαλισμένο. δ)Οι γονείς, αν η συντήρησή τους βάρυνε κατά κύριο λόγο το θανόντα ή τη θανούσα. Ως γονείς θεωρούνται και οι θετοί, εφόσον η υιοθεσία πραγματοποιήθηκε τρία τουλάχιστον έτη πριν από τον θάνατο του υιοθετημένου τέκνου. 2.Ο επιζών σύζυγος δεν έχει δικαίωμα να συνταξιοδοτηθεί: α)αν ο θάνατος του συζύγου ή της συζύγου επήλθε πριν παρέλθουν έξι μήνες από την τέλεση του γάμου, εκτός: Ι.αν ο θάνατος οφείλεται σε βίαιο συμβάν, II.αν, όσο διαρκεί ο γάμος, γεννήθηκε ή νομιμοποιήθηκε τέκνο, III.αν η χήρα, κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου, τελεί σε κατάσταση εγκυμοσύνης, β)αν ο θανών ή η θανούσα ήταν συνταξιούχος κατά την τέλεση του γάμου και ο θάνατος επήλθε πριν παρέλθουν 24 μήνες από την τέλεση του γάμου, εκτός αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους Ι, ΙΙ και ΙII του προηγούμενου εδαφίου. 3.Η σύνταξη του επιζώντος συζύγου (ή της συζύγου) αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα, από οποιαδήποτε άλλη πηγή μεγαλύτερο από το 50πλάσιο του ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη. Αν το εισόδημά του είναι μικρότερο, καταβάλλεται είτε ολόκληρη η σύνταξη, αν το άθροισμα του ποσού της σύνταξης και των ποσών από άλλες πηγές δεν υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, είτε η προκύπτουσα διαφορά. Για την εφαρμογή του ανωτέρω εδαφίου, εξευρίσκεται το δωδέκατο του εισοδήματος του προηγούμενου ημερολογιακού έτους και η σχετική σύγκριση γίνεται κατά την απονομή της σύνταξης και κατά την 1η Απριλίου κάθε επόμενου έτους. Το τυχόν ποσό της διαφοράς καταβάλλεται για όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη σύγκριση αμετάβλητο και δεν επηρεάζεται από τυχόν αυξομειώσεις του ποσού της σύνταξης κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. 4.Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, τα εισοδήματα, από μισθωτές υπηρεσίες αποδεικνύονται με βεβαίωση του οικείου εργοδότη, ή ασφαλιστικού Οργανισμού, τα δε λοιπά με πιστοποιητικό του αρμόδιου Οικονομικού Εφόρου ή και με υπεύθυνη δήλωση του Ν.Δ. 105/1969. Οι διατάξεις για το απόρρητο των φορολογικών στοιχείων έχουν εφαρμογή και για τα όργανα του Κλάδου. 5.Οι διατάξεις των παρ. 1 (περίπτ. α) 3 και 4 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τα πρόσωπα που είχαν ασφαλισθεί μέχρι την 31.12.1982 σε φορείς που εντάσσονται στον Κλάδο, ή ανήκουν στις ομάδες ή κατηγορίες του άρθρου 11 παρ. 4 του Ν. 1422/1984 και είχαν ασφαλισθεί μέχρι την ίδια ημερομηνία, στο φορέα, από τον οποίο μεταφέρονται. Στις περιπτώσεις αυτές έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν η χήρα ή ο ανάπηρος και άπορος σύζυγος του οποίου η συντήρηση βάρυνε κατά κύριο λόγο τη θανούσα σύζυγο. 6.Οι διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., όπως ισχύουν κάθε φορά, οι οποίες ρυθμίζουν τα θέματα των ποσοστών της σύνταξης των δικαιοδόχων μελών και την βάση υπολογισμού της, εφαρμόζονται και για τα πρόσωπα του παρόντος άρθρου. Άρθρο 19. Συνταξιοδότηση λόγω ατυχήματος. Για τη χορήγηση σύνταξης λόγω αναπηρίας ή θανάτου, δεν απαιτείται η συμπλήρωσή του, κατά τα άρθρα 17 και 18 του παρόντος, χρόνου ασφάλισης, αν η αναπηρία ή ο θάνατος οφείλεται σε βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την άσκηση του ασφαλιστέου επαγγέλματος ή εξ αφορμής του επαγγέλματος αυτού (ατύχημα). Άρθρο 20. Διαδικασία απονομής σύνταξης. Για την απονομή της σύνταξης, απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης, καθώς και των αναγκαίων δικαιολογητικών, που θα καθορίζονται με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., όπως ισχύουν κάθε φορά. (Μετά τη σελ. 86,78) Σελ. 86,79 Τεύχος ΣΤ123 - Σελ. 123 Κλάδος Αυτοτελώς Απασχολούμενων, Ελεύθερων και Ανεξάρτητων 15Β.Β.ι.4 Άρθρο 21. Ποσό σύνταξης. 1.Το ποσό της μηνιαίας σύνταξης που χορηγείται από τον Κλάδο αποτελείται από το βασικό ποσό και τα κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου οικογενειακά επιδόματα. 2.Το βασικό ποσό ορίζεται για κάθε έτος ασφάλισης ίσο με το 2% του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης, στην οποία διανύθηκε κάθε έτος ασφάλισης. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο του έτους ασφάλισης, χορηγείται ανάλογο κλάσμα. Για τον υπολογισμό του βασικού ποσού της σύνταξης, λαμβάνεται ως βάση η τιμή του τεκμαρτού ημερομίσθιου, που ισχύει κατά την έναρξη καταβολής της σύνταξης. Το ανωτέρω βασικό ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 44% του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομίσθιου της VI ασφαλιστικής κλάσης για τις συντάξεις λόγω γήρατος και αναπηρίας και του 38% της ίδιας κλάσης για τις συντάξεις λόγω θανάτου. 3.Το βασικό ποσό της σύνταξης λόγω γήρατος ή αναπηρίας προσαυξάνεται κατά το ποσό του ενάμισυ (1,5) ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη για τη σύζυγο, εφ όσον αυτή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού Οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου. Το βασικό ποσό της ανωτέρω σύνταξης προσαυξάνεται επίσης, κατά το ποσό ενός (1) ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη για καθένα από τα κατά το άρθρο 29 παρ. 6 του Α.Ν. 1846/1951, όπως ισχύει κάθε φορά, τέκνα εφόσον είναι άγαμα, δεν ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα και δεν λαμβάνει γι' αυτά προσαύξηση ο άλλος σύζυγος ή δεν λαμβάνουν τα ίδια σύνταξη από Ασφαλιστικό Οργανισμό ή Ν.Π.Δ.Δ. ή το Δημόσιο. 4.Το άθροισμα των ποσών της βασικής σύνταξης και των οικογενειακών επιδομάτων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 100% του 25πλάσιου του τεκμαρτού ημερομίσθιου της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία διανύθηκε ο περισσότερος χρόνος ασφάλισης. 5.Το ποσό της βασικής σύνταξης προσαυξάνεται, κατά 50% για απόλυτη αναπηρία υπό τους όρους και προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 42 του Ν. 1140/1981. 6.Το τελικό ποσό της μηνιαίας σύνταξης στρογγυλοποιείται σύμφωνα με όσα ισχύουν αντίστοιχα στο Ι.Κ.Α. Άρθρο 22. Επιδόματα λόγω εορτών και θερινών διακοπών. 1.Στους συνταξιούχους του Κλάδου εκτός από τη μηνιαία σύνταξη, καταβάλλονται και τα εξής: α)επίδομα ίσο με μία μηνιαία σύνταξη για τις εορτές Χριστουγέννων και Νέου Έτους, β)επίδομα ίσο με μισή μηνιαία σύνταξη για τις εορτές του Πάσχα και γ)επίδομα ίσο με μισή μηνιαία σύνταξη για θερινές διακοπές. 2.Ως προς τον τρόπο υπολογισμού των ανωτέρω επιδομάτων και το χρόνο καταβολής τους, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. Σελ. 86,80 Τεύχος ΣΤ123 - Σελ. 124 Άρθρο 23. Έναρξη - Λήξη συνταξιοδότησης. 1.Η καταβολή της σύνταξης αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η κατά το άρθρο 20 του παρόντος αίτηση για την απονομή της σύνταξης. Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου, η καταβολή της σύνταξης στους δικαιούχους αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος. Η καταβολή της σύνταξης πάντως δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρόνο προγενέστερο του εξάμηνου από την υποβολή της αίτησης. 2.Ως προς τη λήξη του δικαιώματος στη σύνταξη, εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά. Άρθρο 24. Αναστολή καταβολής σύνταξης. 1.Η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α)αν ο συνταξιούχος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη από ένα έτος, για το χρονικό διάστημα, που εκτίει την ποινή αυτή. Αν όμως υπάρχουν πρόσωπα που, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου θα συνταξιοδοτούνταν, τα πρόσωπα αυτά έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν τη σύνταξη που θα καταβαλλόταν σ' αυτά σε περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου, β)αν και εφόσον ο συνταξιούχος λόγω αναπηρίας δεν προσέρχεται για εξέταση της κατάστασης της υγείας του, σύμφωνα με όσα προβλέπονται κάθε φορά από τις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., γ)στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 18 του παρόντος. 2.Η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται επίσης εφόσον ο συνταξιούχος: α)ασκεί επάγγελμα ασφαλιστέο στον Κλάδο, β)αναλάβει εξαρτημένη εργασία από την οποία θα κερδίζει κατά μήνα ποσό μεγαλύτερο από το 35πλάσιο του ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη. 3.Οι διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., όπως ισχύουν κάθε φορά, οι σχετικές με την υποχρέωση του συνταξιούχου για τη γνωστοποίηση της άσκησης ασφαλιστέου επαγγέλματος ή της ανάληψης εξαρτημένης εργασίας, την έγκρισή τους από τον Κλάδο, τις συνέπειες σε περίπτωση που ο συνταξιούχος παραλείπει να παράσχει τα κανονικά, ως προς την εργασία αυτή στοιχεία, καθώς και οι σχετικές με την προσαύξηση της σύνταξης για το χρόνο ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε από το συνταξιούχο, έχουν εφαρμογή και για τους συνταξιούχους του Κλάδου. Άρθρο 25. Παραγραφή - Εκχώρηση - Συμψηφισμός Συρροή συντάξεων. Οι διατάξεις της Νομοθεσίας του. Ι.Κ.Α., όπως ισχύουν κάθε φορά, οι σχετικές με την παραγραφή του δικαιώματος για σύνταξη, την παραγραφή αξιώσεων για ποσά συντάξεων, την εκχώρηση, κατάσχεση, συμψηφισμό ποσών συντάξεων και συρροή καταβολής συντάξεων από τον Κλάδο, έχουν εφαρμογή και για τους συνταξιούχους του Κλάδου. 15Β.Β.ι.4 Κλάδος Αυτοτελώς Απασχ/νων, Ελεύθερων και Ανεξ/των Επαγγ/τιών ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ - ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ - ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ Άρθρο 2. Έναρξη λειτουργίας του Κλάδου. Ο Κλάδος θα αρχίσει να λειτουργεί από την 1η Ιουλίου 1984. Άρθρο 26. Διοικητική εξυπηρέτηση. Αρμόδια όργανα να κρίνουν για την υπαγωγή στην ασφάλιση του Κλάδου, την είσπραξη των εισφορών, την απονομή των παροχών και τη διεξαγωγή γενικά της υπηρεσίας του Κλάδου, είναι τα κατά τη νομοθεσία του Ι.Κ.Α., όπως αυτή ισχύει κάθε φορά, αρμόδια αντίστοιχα όργανα του Ιδρύματος αυτού. Άρθρο 27. Διαχείριση Περιουσίας. Η διαχείριση της περιουσίας του Κλάδου, η λογιστική μεταβολή των πάσης φύσεως στοιχείων της και ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του Κλάδου, ενεργείται σύμφωνα με όσα ισχύουν κάθε φορά, αντίστοιχα για το Ι.Κ.Α. από το οποίο τηρούνται για τον Κλάδο ιδιαίτερα βιβλία και στοιχεία. Άρθρο 28. Επένδυση των διαθεσίμων κεφαλαίων του Κλάδου. Τα διαθέσιμα κεφάλαια του Κλάδου τηρούνται σε ιδιαίτερο λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδας και μπορούν να επενδύονται σύμφωνα με όσα ισχύουν κάθε φορά για την επένδυση των διαθεσίμων κεφαλαίων του Ι.Κ.Α. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'. ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ Άρθρ.29-33.-(Καταργήθηκαν από το εδάφ. γ της παρ. 12 άρθρ. 15 Νόμ. 1759/1988 (ΦΕΚ Α' 50), τόμ. 39, σελ. 274, 19052). Άρθρο δεύτερο Χρόνος έναρξης ισχύος. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από την 1η Ιουλίου 1984. Άρθρο 3. Διαδοχική ασφάλιση. Για την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη μεταβολή ασφαλιστικού φορέα (διαδοχική ασφάλιση) ο Κλάδος θεωρείται ως ιδιαίτερος φορέας ασφάλισης αυτοτελώς απασχολουμένων προσώπων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Άρθρο 4. Υποχρεωτική ασφάλιση - έναρξη - λήξη. 1.Η ασφάλιση στον Κλάδο είναι υποχρεωτική. 2.Η ασφάλιση αυτή: α)αρχίζει από την πρώτη του μήνα από τον οποίο τα κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του παρόντος πρόσωπα Σελ. 86,76 Τεύχος ΣΤ123 - Σελ. 120 ασκούν νόμιμα και μέσα στα όρια της επικράτειας ασφαλιστέο επάγγελμα με την επιφύλαξη πάντως της παρ. 1 (εδάφιο τρίτο) του άρθρου 6 του παρόντος. β)λήγει στο τέλος του μήνα κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος διακόπτει την άσκηση ασφαλιστέου επαγγέλματος. Άρθρο 5. Προαιρετική ασφάλιση - έναρξη - λήξη. 1.Οι ασφαλισμένοι που διακόπτουν την άσκηση ασφαλιστέου επαγγέλματος μπορούν να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στον Κλάδο προαιρετικά εφ' όσον υποβάλουν σχετική αίτηση και έχουν συμπληρώσει: α)το 50ό έτος της ηλικίας τους και β)χρόνο ασφάλισης στον Κλάδο δέκα πέντε (15) τουλάχιστον ετών στον οποίο περιλαμβάνεται και ο τυχόν προγενέστερος χρόνος ασφάλισης σε οποιοδήποτε φορέα ή Κλάδο κύριας ασφάλισης αυτοτελώς απασχολούμενων ελεύθερων και ανεξάρτητων επαγγελματιών. 2.Προαιρετική ασφάλιση ή συνέχισή της δεν επιτρέπεται αν ο αιτών: α)είναι υποχρεωτικά ασφαλισμένος σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης αυτοτελώς απασχολούμενων ή ελεύθερων και ανεξάρτητων επαγγελματιών και β)δεν έχει εξοφλήσει ολοσχερώς τυχόν οφειλές του από εισφορές για την υποχρεωτική του ασφάλιση στον Κλάδο. 3.Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο μέσα στον οποίο υποβλήθηκε η κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου αίτηση και λήγει στο τέλος του μήνα μέσα στον οποίο υποβάλλεται σχετική αίτηση. Η προαιρετική ασφάλιση διακόπτεται αν ο ασφαλισμένος καθυστερεί την καταβολή των εισφορών επί τρεις συνεχόμενους μήνες. Χρόνος για τον οποίο δεν καταβλήθηκαν εισφορές δεν θεωρείται σε καμιά περίπτωση ως χρόνος ασφάλισης. 4.Όσοι ασφαλίζονται προαιρετικά έχουν την υποχρέωση να καταβάλλουν μέσα στην προθεσμία του άρθρου 12 του παρόντος το ποσό της εισφοράς που κατά το ίδιο άρθρο αντιστοιχεί στην ασφαλιστική κλάση στην οποία κατατάσσονται κατά το επόμενο εδάφιο. Οι ανωτέρω ασφαλιζόμενοι κατατάσσονται σε μία από τις ασφαλιστικές κλάσεις του άρθρου 11 του παρόντος, κατ' επιλογή τους. Οι ασφαλισμένοι αυτοί μπορούν να μεταβάλλουν κλάση σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 11. Κατάταξη πάντως σε κλάση κατώτερη της VIII δεν επιτρέπεται. 15Β.Β.ι.4 Κλάδος Αυτοτελώς Απασχ/νων, Ελεύθερων και Ανεξ/των Επαγγ/τιών ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' ΣΥΝΑΨΗ -ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ Άρθρο 6. Απογραφή ασφαλισμένων- Διάρκεια ασφαλιστικής σχέσης. 1.Τα πρόσωπα που ασκούν ασφαλιστέο επάγγελμα έχουν υποχρέωση να εγγραφούν στο κατά το άρθρο 8 του παρόντος Μητρώο Ασφαλισμένων. Για το σκοπό αυτό οι υπόχρεοι υποβάλλουν στην αρμόδια υπηρεσία δήλωση σε ειδικό έντυπο (δελτίο απογραφής), που συντάσσεται και χορηγείται από την υπηρεσία. Τα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα πληροφορούμενα κατά οποιοδήποτε τρόπο την ύπαρξη προσώπων που υπάγονται στην ασφάλιση του Κλάδου χωρίς να έχουν απογραφεί προβαίνουν στην αυτεπάγγελτη απογραφή των προσώπων αυτών. Η υποχρεωτική αυτή ασφάλιση δεν μπορεί να ανατρέξει σε χρόνο προγενέστερο της πενταετίας από την υποβολή του δελτίου απογραφής ή από την αυτεπάγγελτη απογραφή και σε καμιά πάντως περίπτωση πριν από την ημερομηνία υπαγωγής των ασφαλισμένων ή ένταξης του Ταμείου στον Κλάδο. 2.Τα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα μπορούν σε κάθε περίπτωση να ζητούν από τα ασφαλιστέα ή ασφαλισμένα στον Κλάδο πρόσωπα να υποβάλλουν δικαιολογητικά, το περιεχόμενο των οποίων θα εκτιμούν προκειμένου να προσδιορίσουν την έναρξη, διάρκεια και λήξη της ασφαλιστικής σχέσης. Ως τέτοια δικαιολογητικά θεωρούνται ιδίως βεβαιώσεις και σχετικά έγγραφα Δημοσίων Αρχών, Επιμελητηρίων, Καταστατικά Εταιρειών κλπ. Σε περίπτωση που δεν υποβληθούν τα δικαιολογητικά που ζητούνται, τα αρμόδια όργανα αποφασίζουν για τα θέματα αυτά κατά την αιτιολογημένη κρίση τους. 4.Κάθε δήλωση φυσικού ή νομικού προσώπου προς οποιαδήποτε φορολογική Αρχή για την έναρξη άσκησης ασφαλιστέου επαγγέλματος πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας του ΙΚΑ ότι ο δήλων έχει υποβάλει σ' αυτήν την κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δήλωση απογραφής ή ότι έχει απογραφεί κατά οποιοδήποτε τρόπο. | 371 |
29. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Β1/95 της 9-22 Φεβρ. 1996(ΦΕΚ Β΄ 105) Κατανομή των Εργαστηρίων και λοιπών μονάδων του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στους Τομείς. | 179 |
77. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Αριθ. Φ.956.3/3/481416 της 5 Φεβρ./21 Μαρτ. 1986 (ΦΕΚ Β' 121) Αναπροσαρμογή των παροχών που χορηγεί το Ταμείο Αρωγής Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου (ΤΑΑΘΠ). Για την προστασία πολεμιστών αναπήρων και θυμάτων πολέμου βλέπε και Νόμ. 1648/86, (ΦΕΚ Α' 147) (Τόμ. 15 2 , σελ. 196, 12). | 281 |
27. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 296 της 19/29 Μαΐου 1964 (ΦΕΚ Α' 86) Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των από 10/18.2.50 και υπ' αριθ. 276/1961 Β.Δ/των, ως ετροποποιήθησαν μεταγενεστέρως και καθορισμού ενίων περιοχών ως προαστείων της πόλεως Αθηνών. Έχοντες υπ' όψιν τας διατάξεις: 1.Των άρθρ.30 και 34 Ν.Δ. 135/1946 «περί Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Αρτοποιών». 2.Του άρθρ.3 του Νόμ. 3455/1955, «περί συμπληρώσεως του Νόμ. 2341/1933, «περί λήψεως μέτρων δια την ενίσχυσιν των πληττομένων ιδιαιτέρως εκ της καταργήσεως του δελτίου γενικών διανομών κλπ.». 3.Του άρθρ.17 του από 13/14 Νοεμ. 1929 Ν.Δ/τος «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των υπ' αριθ. 3769 και 3770 Νόμων, «περί αρτοποιΐας», κυρωθέντος δια του Νόμ. 4573/1930 «περί κυρώσεως και τροποποιήσεως του από 13/14 Νοεμ. 1929 Ν.Δ/τος «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των υπ' αριθ. 3769 και 3770 Νόμων «περί αρτοποιΐας». 4.Την υπ' αριθ. 128290/1946/29.2.64 απόφασιν του επί του Εμπορίου Υπουργού, δι' ης εκχωρείται εις τον Υφυπουργόν Εμπορίου η αρμοδιότης υπογραφής του παρόντος Β.Δ/τος. 5.Σχετικάς προτάσεις του Διοικητικού Συμβούλου του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Αρτοποιών διατυπουμένας εν ταις υπ' αριθ. 339/5.12.63 και 60/25.2.64 αποφάσεσιν αυτού. 6.Την υπ' αριθ. 236/29.4.64 σύμφωνον γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας (Τμ.Α') προτάσει των Ημετέρων επί της Δικαιοσύνης, της Βιομηχανίας και του Εμπορίου Υπουργών, αποφασίζομεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-(Προστίθεται άρθρ. 7 μετά το άρθρ. 6 Β.Δ. 10/18 Φεβρ. 1950, κατωτ. σελ. 166). Άρθρ.2.-(Αντικαθίσταται το άρθρ.3 του αυτού Β.Δ/τος, κατωτ. σελ. 165). Άρθρ.3.-(Τροποποιείται η παρ.3 άρθρ.1 Β.Δ. 276/1961 και καταργείται η παρ.5 αυτού ανωτ. σελ. 116,02). Άρθρ.4.-Ορίζομεν ως περίχωρα της πόλεως Αθηνών, δια την εφαρμογήν των αρτοποιητικών Νόμων, πλην των υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπομένων τοιούτων και τας κάτωθι περιοχάς. Βάρκιζας, Δροσιάς, Διονύσου, Δεκελείας και Βαρυμπόμπης. Άρθρ.5.-Εις τους αυτούς επί της Δικαιοσύνης, Βιομηχανίας και του Εμπορίου Υπουργούς ανατίθεμεν της δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. | 97 |
42. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ Αριθ.Φ.415.14/3/17061 της 6/27 Φεβρ. 1992 (ΦΕΚ Β' 126) Διαδικασία Κατατάξεως Εθελοντών Οπλιτών του Στρατού Ξηράς. (Αφορά το Μουσικό Σώμα). | 80 |
18. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 496 της 17/19 Ιουλ. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 204) (Διορθ. Ημαρτ. εν ΦΕΚ Α΄ 246 της 14 Σεπτ. 1974 και ΦΕΚ Α΄ 127 της 29 Μαΐου 1976). Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Γενικαί Διατάξεις Άρθρ.1.-1.Η διοίκηση των εσόδων, εξόδων και κεφαλαίων ως και το Λογιστικόν των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, διέπονται υπό των διατάξεων του παρόντος. 2.Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγεται και πάσα Δημοσία Υπηρεσία μη ωργανωμένη εις ίδιον Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, αλλά λειτουργούσα εν αποκεντρώσει από του Δημοσίου Προϋπολογισμού υπό ιδίαν διοίκησιν. 3.Ο Υπουργός των Οικονομικών ασκεί οικονομικόν έλεγχον επί της διαχειρίσεως των κεφαλαίων εν γένει και της περιουσίας των Ν.Π.Δ.Δ. δια των αρμοδίων Κεντρικών ή Περιφερειακών οργάνων. 4.Ωσαύτως έλεγχον ασκεί και ο εποπτεύων κατά περίπτωσιν Υπουργός. Οικονομικόν Έτος Άρθρ.7.-1.Έξοδα του προϋπολογισμού είναι αι, κατά την διάρκειαν του οικονομικού έτους εις ο αναφέρεται ο προϋπολογισμός, πραγματοποιούμεναι πληρωμαί εις βάρος των πιστώσεων αυτού, ασχέτως του χρόνου καθ’ ον εδημιουργήθη η προς πληρωμήν υποχρέωσις. Ως χρόνος πραγματοποιήσεως της πληρωμής νοείται ο της εξοφλήσεως του οικείου τίτλου. 2.Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου, άρχεται δε από της επιδόσεως της αγωγής. Σύμφωνα με την παρ.2 άρθρ.7 Ν.2636/2327 Αυγ.1998 (ΦΕΚ Α΄198),τόμος 18,σελίδα 25.Β.ε.18 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 64,925,του ως άνω προνομίου της παρ.2 απολαμβάνει και η εταιρία με την επωνυμία «Ελληνικό Φεστιβάλ ΑΕ». Παράτασις εκτελέσεως προϋπολογισμού Άρθρ.8.-1.Η εκτέλεσις του προϋπολογισμού παρατείνεται επί δύο μήνας δια την είσπραξιν των εσόδων του λήξαντος οικονομικού έτους, ως και δια την πληρωμήν των εξόδων, δι’ α αι σχετικαί υποχρεώσεις ανελήφθησαν μέχρι της λήξεως αυτού. (1.Καταργήθηκε από την παρ.14 άρθρ.11 Ν.2954/22 Νοε 2001 (ΦΕΚ Α΄255) ,τόμος 27,σελίδα 194,800,μαζί με κάθε γενική ή ειδική διάταξη που προέβλεπε την παράταση εκτέλεσης προϋπολογισμού του λήξαντος οικονομικού έτους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και κάθε άλλης δημόσιας υπηρεσίας μη οργανωμένης σε ίδιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που λειτουργεί αποκεντρωμένα υπό ίδια διοίκηση.) 2.Το ανωτέρω χρονικόν όριον παρατείνεται επί εν εισέτι δίμηνον μόνον δια την ενέργειαν συμψηφιστικών εγγραφών. «2. Οι συμψηφιστικές εγγραφές εμφάνισης εσόδων και εξόδων των προϋπολογισμών των Ν.Π.Δ.Δ. διενεργούνται μέχρι τέσσερις (4) μήνες από τη λήξη του οικονομικού έτους.» Η μέσα σε « » παρ.2 αντικασταστάθηκε ως άνω από την παρ.15 άρθρ.11 Ν.2954/2-2 Νοε 2001 (ΦΕΚ Α΄255) ,τόμος 27,σελίδα 194,800. Ειδικότης πιστώσεων Άρθρ.9.-1.Αι εν τω προϋπολογισμώ πιστώσεις χρησιμοποιούνται αποκλειστικώς προς αντιμετώπισιν των δαπανών, δι’ ας προεβλέφθησαν. 2.Εν ανεπαρκεία πιστώσεως του προϋπολογισμού επιτρέπεται δι’ αποφάσεως των αρμοδίων δια την έγκρισιν τούτου οργάνων, εκδιδομένης τη ητιολογημένη προτάσει του διοικούντος το νομικόν πρόσωπον συλλογικού οργάνου, η αύξησις ταύτης επί ισοπόσω μειώσει ετέρας πιστώσεως. Αι δι’ αποδοχάς τακτικού προσωπικού, συντάξεις, μερίσματα, βοηθήματα και επιδόματα πιστώσεις, δεν είναι δεκτικαί μειώσεως. Εγγραφή πιστώσεων διαρκούσης της εκτελέσεως του προϋπολογισμού Άρθρ.10.-Διαρκούσης της εκτελέσεως του προϋπολογισμού επιτρέπεται η δι’ αποφάσεως των αρμοδίων δια την έγκρισιν αυτού οργάνων εγγραφή εις τον προϋπολογισμόν των εξόδων τούτου, πιστώσεων ισοπόσων προς τα πραγματοποιούμενα έσοδα: α)Εξ αδιαθέτων υπολοίπων χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής, β)Εξ επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων, προς επαύξησιν των πιστώσεων εις βάρος των οποίων ενετάλη η πληρωμή, γ)Εξ εσόδων προωρισμένων κατά ρητήν διάταξιν νόμου, προς αντιμέτωπισιν ωρισμένης δαπάνης, προς αύξησιν της δια την δαπάνην ταύτην πιστώσεως. Αυξομείωσις εσόδων – Αναπληρωματικαί πιστώσεις – Αποθεματικά – Όρια πληρωμών Άρθρ.11.-1.Διαρκούσης της εκτελέσεως του προϋπολογισμού επιτρέπεται η αναμόρφωσις αυτού. 2.Εν τω προϋπολογισμώ αναγράφονται πιστώσεις υπό τον τίτλον: α)Τακτικόν αποθεματικόν προς συμπλήρωσιν των πιστώσεων, αίτινες ήθελον ευρεθή εν ανεπαρκεία και β)έκτακτον αποθεματικόν προς εγγραφήν πιστώσεων δι’ απροβλέπτους δαπάνας. 3.Η κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναμόρφωσις του προϋπολογισμού, ενεργείται δι’ αποφάσεων των αρμοδίων δια την έγκρισιν του προϋπολογισμού οργάνων. Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 4.Εν περιπτώσει εξαντλήσεως των εν παρ. 2 του παρόντος άρθρου αποθεματικών, είναι δυνατή η εγγραφή εν αυταίς νέας πιστώσεως κατά την εν τη προηγουμένη παραγράφω διαδικασίαν. 5.Δια πράξεων του Υπουργού των Οικονομικών, δύναται να τίθηνται όρια πληρωμών των νομικών προσώπων, εφ’ όσον επιβάλλουν τούτο λόγοι αναφερόμενοι εις την οικονομικήν πολιτικήν. Διάθεσις των πιστώσεων υπό των διατακτών Άρθρ.12.-1.Το διοικούν το Ν.Π.Δ.Δ. συλλογικόν όργανον, ως κύριος διατάκτης αυτού, διαθέτει τας αναγραφομένας εν τω προϋπολογισμώ πιστώσεις εις ας δύναται να μεταβιβάζη δι’ επιτροπικών ενταλμάτων εις έτερα όργανα εγκρίσεως δαπανών (δευτερεύοντας διατάκτας). 2.Αι τυχόν καθ’ υπέρβασιν, των βάσει της παρ. 5 του άρθρ. 11 του παρόντος τιθεμένων ορίων πληρωμών, αναλαμβανόμεναι υποχρεώσεις δύνανται να πληρωθούν μόνον μετά προηγουμένην έγκρισιν του Υπουργού Οικονομικών τη ητιολογημένη προτάσει του αρμοδίου δια την έγκρισιν του προϋπολογισμού οργάνου. 3.Δια την ανάληψιν υποχρεώσεων, αίτινες προβλέπεται ότι θα βαρύνουν, είτε τμηματικώς είτε εξ ολοκλήρου τα επόμενα οικονομικά έτη, απαιτείται προηγουμένη έγκρισις των αρμοδίων δια την έγκρισιν του προϋπολογισμού οργάνων. «4.Εφ’ όσον, κατά τας κειμένας περί του νομικού προσώπου διατάξεις, η υπηρεσία αυτού διεξάγεται, εν όλω ή εν μέρει, υπό μονίμων υπαλλήλων του Δημοσίου ή ετέρου Ν.Π.Δ.Δ., επιτρέπεται, όπως καθήκοντα οργάνων του νομικού προσώπου, εκ των προβλεπομένων υπό του παρόντος Ν.Δ/τος και των κατ’ εξουσιοδότησιν αυτού εκδιδομένων Π.Δ/των, Υπουργικών Αποφάσεων και λοιπών διοικητικών πράξεων, ανατίθενται, δι’ αποφάσεων του διοικούντος αυτό συλλογικού οργάνου, εις τους ανωτέρω υπαλλήλους, τη εγκρίσει της προϊσταμένης αυτών Αρχής. 5.Δι’ αποφάσεων του Νομάρχου εις την περιφέρειαν του οποίου εδρεύει το νομικόν πρόσωπον, επιτρέπεται όπως, εφ’ όσον δεν υπηρετεί παρ’ αυτώ, οι οιονδήποτε λόγον, τακτικός υπάλληλος τούτου ή μόνιμος υπάλληλος του Δημοσίου ή ετέρου Ν.Π.Δ.Δ. κατά τα προβλεπόμενα εν τη προηγουμένη παραγράφω, τα εν αυτή καθήκοντα ανατίθενται εις μονίμους δημοσίους υπαλλήλους ή μονίμους υπαλλήλους ετέρου Ν.Π.Δ.Δ., εκ των υπηρετούντων εν τη περιφέρεια του Νομού». Αι παρ. 4 και 5 αντικατεστάθησαν ως άνω δια της παρ. 1 του άρθρ. 4 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. (Αντί της σελ. 126,903) Σελ. 126,903(α) Τεύχος 612-Σελ.119 6.Τα καθήκοντα του διατάκτου των δαπανών είναι ασυμβίβαστα προς τα καθήκοντα του εκκαθαριστού αυτών. Για την αναβολή της έναρξης ισχύος των διατάξεων της παρ.6 άρθρ. 12 του ως άνω ΝΔ ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη , ίδετε άρθρ.1 Ν.578/1977 (ΦΕΚ Α΄106),κατωτέρω αριθ.31. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου αύτη τίθεται εν ισχύι εν όλω ή εν μέρει διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. Αναγνώρισις, εκκαθάρισις και εντολή πληρωμής εξόδων Άρθρ.13.-1.Τα έξοδα των νομικών προσώπων αναγνωρίζονται και εκκαθαρίζονται υπό των αρμοδίων οργάνων, βάσει των υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπομένων δι’ έκαστον ν.π. ή είδος δαπάνης δικαιολογητικών, των αποδεικνυόντων την κατ’ αυτών απαίτησιν, δυναμένων να συμπληρωθούν και δι’ ετέρων στοιχείων καθοριζομένων δι’ αποφάσεως του διοικούντος ταύτα συλλογικού οργάνου. Όπου εκ των κειμένων διατάξεων δεν ορίζονται δικαιολογητικά δαπανών, ταύτα ορίζονται δι’ αποφάσεων του εποπτεύοντος το νομικόν πρόσωπον Υπουργού και του Υπουργού των Οικονομικών. Μέχρις εκδόσεως των ως άνω αποφάσεων, τα έξοδα αναγνωρίζονται και εκκαθαρίζονται βάσει παραστατικών στοιχείων αποδεικνυόντων την κατά του ν.π. απαίτησιν. 2.Δια την εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρ. 12 του παρόντος η παρά τω νομικώ προσώπω οικονομική υπηρεσία παρακολουθεί την εξέλιξιν των αναλαμβανομένων υποχρεώσεων εν σχέσει προς την ύπαρξιν πιστώσεως, ουδεμία δε πράξις αναλήψεως υποχρεώσεως υπογράφεται υπό του διατάκτου (κυρίου ή δευτερεύοντος) εάν η υπηρεσία αύτη δεν βεβαιώση εγγράφως, ότι υπάρχει πίστωσις και δεν γίνεται υπέρβασίς τις. Βλ. και άρθρ. 7 και 8 Π.Δ. 465/1975 (κατωτ. αριθ. 20). «3.Διορισμοί, εντάξεις, μετατάξεις και προαγωγαί πάσης φύσεως προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. ενεργούνται, κατόπιν προηγουμένης εγγράφου βεβαιώσεως του Προϊσταμένου της Οικονομικής Υπηρεσίας, περί υπάρξεως της απαιτουμένης πιστώσεως προς αντιμετώπισιν της δαπάνης δια δωδεκάμηνον τουλάχιστον χρονικόν διάστημα, κατά τα ορισθησόμενα δια των εν παρ. 6 του παρόντος άρθρου προβλεπομένων Π.Δ/των. Ως προς τα νομικά πρόσωπα, δια τα οποία ήθελε συσταθή Υπηρεσία Εντελλομένων Εξόδων ή ήθελον ανατεθή εις υφισταμένην Υπηρεσίαν Εντελλομένων Εξόδων η εκκαθάρισις και εντολή πληρωμής δαπανών αυτών, βάσει του άρθρ. 14 του παρόντος, η κατά το προηγούμενον εδάφιον βεβαίωσις παρέχεται υπό των Υπηρεσιών τούτων. Οι κατά παράβασιν των εις την παρούσαν παράγραφον οριζομένων ενεργούμενοι διορισμοί, εντάξεις, μετατάξεις και προαγωγαί είναι άκυροι». Η παρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 2 του άρθρ. 4 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. Σελ. 126,904(α) Τεύχος 612-Σελ.120 25.Β.ε.18 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 4.Δια την πληρωμήν οιουδήποτε εξόδου απαιτείται η έκδοσις χρηματικού εντάλματος. 5.Δια των εκδιδομένων χρηματικών ενταλμάτων, εντέλλεται το συνολικόν χρηματικόν ποσόν της οφειλής. 6.Δια Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών ορίζονται: α)Ο τρόπος αναλήψεως υποχρεώσεων υπό του κυρίου ή των δευτερευόντων διατακτών, ως και αι υποχρεώσεις των οργάνων τούτων. β)Η διαδικασία της εκκαθαρίσεως και εντολής πληρωμής των εξόδων των νομικών προσώπων υπό της οικονομικής αυτών υπηρεσίας ή των δια των διατάξεων του άρθρ. 14 του παρόντος προβλεπομένων Υπηρεσιών Εντελλομένων Εξόδων. γ)Τα της επιλύσεως ανακυπτουσών αμφισβητήσεων μεταξύ διατακτών και των Υπηρεσιών εκκαθαρίσεως, και εντολής πληρωμής των δαπανών. δ)Ο τύπος των χρηματικών ενταλμάτων και ο αριθμός των αντιτύπων τούτων, και ε)ο τρόπος εισαγωγής και αποδόσεως των υπέρ του Δημοσίου και τρίτων κρατήσεων. 7.Εξαιρετικώς δι’ αποδοχάς, συντάξεις και υποτροφίας μηνός Ιανουαρίου, ως και βοηθήματα, μερίσματα και επιδόματα αναγόμενα εις το πρώτον τρίμηνον εκάστου έτους, δύναται να εκδίδωνται εντός του μηνός Δεκεμβρίου, χρηματικά εντάλματα υπό λογαριασμούς εκτός προϋπολογισμού, τακτοποιουμένων των λογαριασμών τούτων δια της συμψηφιστικής εξοφλήσεως των μετά την έναρξιν του οικον. έτους εκδοθησομένων χρηματικών ενταλμάτων εις βάρος των οικείων πιστώσεων του προϋπολογισμού. «8.Εις όλως εξαιρετικάς περιπτώσεις, επιτρέπεται, όπως δι’ ητιολογημένων αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών και του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού, ωρισμέναι δαπάναι περιοριστικώς αναφερόμεναι, πληρώνωνται δι’ ετέρων τίτλων πληρωμής. Δια των αυτών αποφάσεων ορίζονται ο εκκαθαριστής, η ευθύνη αυτού και του ανοικείως λαβόντος, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ο τύπος του τίτλου πληρωμής, ο τρόπος της εξοφλήσεως, τα του καταλογισμού πληρωμής μη νομίμου δαπάνης και πάσα εν γένει λεπτομέρεια αναγκαία δια την εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης παραγράφου». Η παρ. 8 αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 2 του άρθρ. 4 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. 9.Εις παν χρηματικόν ένταλμα ή έτερον τίτλον πληρωμής επισυνάπτονται, ευθύνη του εκδίδοντος αυτού, τα υπό των κειμένων διατάξεων δικαιολογητικά. Για την αναβολή της έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρου 13 του ως άνω ΝΔ ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη , ίδετε άρθρ. 1 Ν.578/1977 (ΦΕΚ Α΄106),κατωτέρω αριθ. 31.Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου τούτο τίθεται εν ισχύι εν όλω ή εν μέρει διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. Σύστασις Υπηρεσιών Εντελλομένων Εξόδων παρά Ν.Π.Δ.Δ. Άρθρ.14.-1.Δια την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής των εξόδων των ν.π.δ.δ., δύναται δια Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Πρωθυπουργού, του Υπουργού των Οικονομικών και του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού, όπως συνιστώνται δι’ έκαστον νομικόν πρόσωπον ή ομάδα νομικών προσώπων, Υπηρεσίαι Εντελλομένων Εξόδων. 2.Δι’ ομοίων Π.Δ/των δύναται να ανατίθηται η εκκαθάρισις και εντολή πληρωμής των δαπανών νομικών προσώπων εις ήδη υφισταμένας Υπηρεσίας Εντελλομένων Εξόδων. 3.Δια των εν ταις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου Π.Δ/των. ορίζεται η εις προσωπικόν σύνθεσις των συνιστωμένων Υπηρεσιών Εντελλομένων Εξόδων, επιτρεπομένης προς τούτο της αυξήσεως των οργανικών θέσεων του προσωπικού του Δημοσιονομικού Κλάδου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, κατ’ ανώτατον όριον ως ακολούθως: Προκειμένου περί συνιστωμένης Υπηρεσίας Εντελλομένων Εξόδων διηρθρωμένης εις δύο τμήματα, μιας θέσεως επί βαθμώ 3ω-2ω, 2 επί βαθμώ 5ω-4ω και 2 επί βαθμώ 8ω-6ω του Α1 Κλάδου και 2 θέσεων επί βαθμώ 10ω-6ω του Κλάδου Β1, προκειμένου δε περί συνιστωμένης Υπηρεσίας Εντελλομένων Εξόδων επιπέδου τμήματος μιας θέσεως επί βαθμώ 5ω-4ω και μιας επί βαθμώ 8ω-6ω του Α1 Κλάδου και μιας θέσεως επί βαθμώ 10ω-6ω του Κλάδου Β1. Κατ’ εξαίρεσιν των κειμένων διατάξεων, προς επάνδρωσιν των ως άνω Υπηρεσιών επιτρέπεται και η απόσπασις υπαλλήλων εκ των δι’ αυτών εξυπηρετουμένων νομικών προσώπων, μετ’ απόφασιν του εποπτεύοντος το νομικόν πρόσωπον Υπουργού δια το προσωπικόν των νομικών προσώπων της περιφερείας Μείζονος Πρωτευούσης και του οικείου Νομάρχου δια το προσωπικόν νομικών προσώπων εκτός της περιφερείας ταύτης. 4.Αι δαπάναι προσωπικού και λειτουργίας των ως άνω υπηρεσιών καταβάλλονται εις βάρος των πιστώσεων του Υπουργείου Οικονομικών (Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), αποδιδόμεναι υπό των νομικών προσώπων εις το Δημόσιον κατά τα δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών οριζόμενα. 5.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών ρυθμίζονται τα της λειτουργίας των δια του παρόντος συνιστωμένων υπηρεσιών αναλόγως προς τας ιδιορρυθμίας των νομικών προσώπων ή κατηγορίας τούτων, ως και πάσα αναγκαία δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος άρθρου λεπτομέρεια. Ταμιακή διαχείρισις Ν.Π.Δ.Δ. Άρθρ.15.-1.Η Ταμιακή διαχείρισις των ν.π.δ.δ. ενεργείται υπό της Τραπέζης της Ελλάδος κατά τας διατάξεις του από 20-1-1932 Π.Δ/τος «περί διαχειρίσεως νομικών προσώπων υπό της Τραπέζης της Ελλάδος» ως αύται εκάστοτε ισχύουν. 2.Μέχρι της εκδόσεως των προβλεπομένων δια του από 20-1-1932 Π.Δ/τος, αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών, εξακολουθούν ισχύουσαι ειδικαί διατάξεις, καθ’ ας η ταμιακή διαχείρισις ν.π.δ.δ. ενεργείται υπό ετέρας Τραπέζης ή πιστωτικού Οργανισμού. 3.Δι’ αποφάσεως του διοικούντος το ν.π. οργάνου, επιτρέπεται, όπως ανατίθενται εις μονίμους υπαλλήλους του νομικού προσώπου καθήκοντα εισπράκτορος εσόδων τούτου. Αι εισπράξεις κατατίθενται εις τον ασκούντα την ταμιακήν διαχείρισιν του νομικού προσώπου πιστωτικόν Οργανισμόν ή Τράπεζαν, κατά τα ειδικώτερον εις τας αποφάσεις ταύτας οριζόμενα. Εις όλως εξαιρετικάς περιπτώσεις, δι’ ομοίων αποφάσεων επιτρέπεται η σύστασις ιδίας ταμιακής υπηρεσίας παρά τινι νομικώ προσώπω εφ’ όσον, η έκτασις και ο χαρακτήρ των συναλλαγών επιβάλλει τούτο, επιφυλασσομένης της ισχύος των κειμένων διατάξεων. «4.Αι διατάξεις του άρθρ. 98 του Ν.Δ. 321 1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», ως και κείμεναι ειδικαί διατάξεις δια των οποίων προβλέπεται η είσπραξις εσόδων Ν.Π.Δ.Δ. υπό ετέρων οργάνων, διατηρούνται εν ισχύϊ». Η παρ. 4 προσετέθη δια του άρθρ. 5 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. Σύμφωνα με το άρθρο μόνο ΠΔ 614/8-21 Ιουλίου 1977 (ΦΕΚ Α΄199) το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων του ως άνω άρθρου. Για την αναβολή της έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρου 15 του ως άνω ΝΔ ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη, ίδετε άρθρ.1 Ν.578/1977 (ΦΕΚ Α΄106),κατωτέρω αριθ.31. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ως άνω Άρθρ.2.-1.Οικονομικόν έτος είναι η χρονική περίοδος, ήτις περιλαμβάνει τας διοικητικάς πράξεις και τα γεγονότα, άτινα οπωσδήποτε σχετίζονται προς την διαχείρισιν του χρήματος και την κίνησιν της περιουσίας του Ν.Π.Δ.Δ. 2.Το Οικονομικόν έτος άρχεται την 1ην Ιανουαρίου και λήγει την 31ην Δεκεμβρίου του ιδίου ημερολογιακού έτους. 3.Δια Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου «Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού» επιτρέπεται η αλλαγή του χρόνου ενάρξεως και λήξεως του οικονομικού έτους. Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 20 άρθρ.1 Ν.3065/18-18 Οκτ.2002 (ΦΕΚ Α΄251),τόμος 36,σελίδα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ Προϋπολογισμός Έννοια και Περιεχόμενον του Προϋπολογισμού άρθρου τούτο τίθεται εν ισχύι εν όλω ή εν μέρει διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. Έλεγχος επί των δαπανών ν.π.δ.δ. Άρθρ.16.-Τα της ασκήσεως ελέγχου επί των δαπανών των ν.π.δ.δ. διέπονται υπό των διατάξεων των άρθρ. 17 και 18 του Ν.Δ. 1265/72 «περί ελέγχου των δαπανών του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ως και των Λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και παρακολουθήσεως των εσόδων των». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Προπληρωμαί Προϋποθέσεις προπληρωμών-Διαδικασία εκδόσεως χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής Άρθρ.17.-1.Προς εκτέλεσιν δαπανών, δι’ ας ως εκ της φύσεως αυτών ή λόγω επειγούσης υπηρεσιακής ανάγκης, καθίσταται αδύνατον να συντελεσθούν αι κατά τας κειμένας διατάξεις περί δικαιολογήσεως εξόδων διατυπώσεις, επιτρέπεται, όπως το απαιτούΛογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 μενον ποσόν προκαταβάλλεται υπό του ν.π.δ.δ. δια χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής. 2.Τα χρηματικά εντάλματα προπληρωμής εκδίδονται μετ’ ητιολογημένην απόφασιν του κυρίου ή δευτερεύοντος διατάκτου. (Αντί της σελ. 126,905) Σελ. 126,905(α) Τεύχος 612-Σελ.121 Περιορισμοί εκδόσεως ενταλμάτων προπληρωμής-Απόδοσις λογαριασμού Άρθρ.18.-«1.Τα εντάλματα προπληρωμής εκδίδονται επ’ ονόματι μονίμων υπαλλήλων του Ν.Π.Δ.Δ., κατ’ εξαίρεσιν δε και επ’ ονόματι μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή μονίμων υπαλλήλων ετέρων Ν.Π.Δ.Δ.Α, μετ’ έγκρισιν του προϊσταμένου της Υπηρεσίας εις ην ανήκουν ούτοι. Επίσης επιτρέπεται η έκδοσις χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής, επ’ ονόματι των Τραπεζών Ελλάδος και Αγροτικής. Εν τη περιπτώσει ταύτη δύναται να ορίζηται δεύτερος υπόλογος, κατά τα εν τω πρώτω εδαφίω της παρούσης παραγράφου οριζόμενα. Εξαιρετικώς, επιτρέπεται η έκδοσις ενταλμάτων προπληρωμής επ’ ονόματι συνταξιούχων των νομικών προσώπων, προς αντιμετώπισιν εξόδων νοσηλείας τούτων ή μελών των οικογενειών των εις την αλλοδαπήν, υπό την προϋπόθεσιν ότι δικαιούνται τοιαύτης νοσηλείας δαπάναις του Ν.Π.Δ.Δ.». Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 6 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. 2.Εκ του ποσού των εν τη προηγουμένη παραγράφω χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής καταβάλλονται αι μέχρι λήξεως της προς απόδοσιν λογαριασμού προθεσμίας πραγματοποιούμεναι δαπάναι. 3.Δεν επιτρέπεται η έκδοσις ενταλμάτων προπληρωμής επ’ ονόματι υπαλλήλων του ν.π. ασκούντων καθήκοντα ταμίου ή εισπράκτορος, πλην μόνον δι’ έξοδα μετακινήσεως αυτών. 4.Εντάλματα προπληρωμής επιτρέπεται να εκδίδωνται μέχρι της τελευταίας ημέρας του προτελευταίου μηνός εκάστου οικονομικού έτους. Κατ’ εξαίρεσιν προς αντιμετώπισιν επειγουσών αναγκών, επιτρέπεται η έκδοσις ενταλμάτων προπληρωμής μέχρι τέλους του οικονομικού έτους. «5.Δι’ αποφάσεων του κυρίου ή δευτερεύοντος διατάκτου, ορίζονται ο υπόλογος διαχειριστής του ποσού του εντάλματος και η προθεσμία αποδόσεως λογαριασμού, μη δυναμένη να ορισθή πέραν του ενός μηνός από της λήξεως του οικονομικού έτους, καθ’ ο εξεδόθη το χρηματικόν ένταλμα προπληρωμής και προκειμένου περί των ενταλμάτων των οποίων επιτρέπεται η έκδοσις μέχρι λήξεως του οικονομικού έτους, ουχί πέραν του τετραμήνου. Επί ενταλμάτων προπληρωμής αναφερομένων εις το αυτό έργον, προμήθειαν ή εργασίαν, των οποίων τα δικαιολογητικά δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθούν κατ’ ένταλμα, επιτρέπεται, όπως, δι’ αποφάσεων του εν τω προηγουμένω εδαφίω οργάνου, παρατείνεται η προθεσμία αποδόσεως λογαριασμού μέχρι της λήξεως της τασσομένης δια το τελευταίον χρηματικόν ένταλμα προθεσμίας. Δια των αυτών αποφάσεων δύναται να επιτραπή η συναπόδοσις λογαριασμού δι’ άπαντα τα επ’ ονόματι του αυτού υπολόγου εκδιδόμενα, δια το αυτό έργον, προμήθειαν ή εργασίαν, χρηματικά εντάλματα». Σελ. 126,906(α) Τεύχος 612-Σελ.122 Η παρ. 5 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 6 Νόμ. 369/1976, (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. 6.Προκειμένου περί χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής εκδιδομένων επ’ ονόματι των εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου Τραπεζών δια δαπάνας και προμηθείας εκ του εξωτερικού, ως και δι’ επιδοτήσεις δύναται να ορίζηται προθεσμία αποδόσεως λογαριασμού μέχρι τέλους Ιουνίου του επομένου οικονομικού έτους, δυναμένη να παραταθή δι’ ητιολογημένης αποφάσεως του διοικούντος το ν.π. συλλογικού οργάνου. Εξαιρετικώς, επί προμηθειών εκ του εξωτερικού, δι’ ας ο εν τη προσφορά του προμηθευτού οριζόμενος χρόνος παραδόσεως κείται πέραν του μηνός Ιουνίου του επομένου οικονομικού έτους, επιτρέπεται όπως η προθεσμία αποδόσεως λογαριασμού ορίζηται, εις χρόνον μεταγενέστερον της παραδόσεως, πάντως δε ουχί πέραν του τριμήνου. Παράτασις της τελευταίας ταύτης προθεσμίας, επιτρέπεται δι’ ητιολογημένης αποφάσεως του διοικούντος το ν.π. συλλογικού οργάνου. 7.Αι εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου Τράπεζαι ευθύνονται μόνον δια την ακριβή εκτέλεσιν των διδομένων αυταίς οδηγιών. Άρθρ.19.-1.Δια Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών ορίζονται: α)αι υποχρεώσεις και ευθύναι των υπολόγων εξ ενταλμάτων προπληρωμής, β)ο τρόπος τακτοποιήσεως των ενταλμάτων τούτων και γ)αι συνέπειαι της μη εμπροθέσμου αποδόσεως λογαριασμού, αι κατά των υπολόγων κυρώσεις, τα της επισχέσεως των αποδοχών αυτών και τα του καταλογισμού τούτων. 2.Δια των αυτών Π.Δ/των επιτρέπεται όπως α)καθιερούνται περιορισμοί εις την έκδοσιν ενταλμάτων προπληρωμής, τόσον ως προς τον αριθμόν των επ’ ονόματι του αυτού υπαλλήλου εκδιδομένων, όσον και ως προς τον αριθμόν τούτων δια το αυτό έργον και β)ρυθμίζωνται τα της μεταβιβάσεως υπό του υπολόγου της διαχειρίσεως μέρους του προκαταβληθέντος αυτώ ποσού εις ετέρους υπαλλήλους. 25.Β.ε.18 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ Πληρωμή εξόδων Εξόφλησις τίτλων πληρωμής Άρθρ.20.-1.Χρηματικόν ένταλμα ή έτερος τίτλος πληρωμής προβλεπόμενος υπό του παρόντος εξοφλείται μόνον εφ’ όσον φέρει τα κατά νόμον τυπικά στοιχεία. «2.Αι πάσης φύσεως πληρωμαί των Ν.Π.Δ.Δ. ενεργούνται δι’ επιταγών εκδιδομένων υπ’ αυτών, απαραιτήτως, βάσει των υπό του άρθρ. 13 του παρόντος προβλεπομένων τίτλων πληρωμής και επί της κατά το άρθρ. 15 του παρόντος ασκούσης την ταμιακήν διαχείρισιν του Ν.Π.Δ.Δ. Τραπέζης ή Πιστωτικού Οργανισμού. Αι επιταγαί εκδίδονται εις διαταγήν του δικαιούχου του χρηματικού εντάλματος ή ετέρου τίτλου πληρωμής. Κατ’ εξαίρεσιν, επιτρέπεται η έκδοσις επιταγών εις διαταγήν Τραπέζης ή Πιστωτικού Οργανισμού εις περιπτώσεις πληρωμής δικαιούχων διαμενόντων εκτός της έδρας του Ν.Π.Δ.Δ. Ωσαύτως, επιτρέπεται η πληρωμή των πάσης φύσεως οφειλών των Ν.Π.Δ.Δ. και δι’ εντολής μεταφοράς, τη μεσολαβήσει της Τραπέζης της ασκούσης την ταμιακήν διαχείρισιν του νομικού προσώπου, εις πίστωσιν τρεχουμένων λογαριασμών των δικαιούχων, τηρουμένων είτε παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος, είτε παρ’ ετέρα Ελληνική Τραπέζη συμμετεχούση εις το παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος λειτουργούν Συμψηφιστικόν Γραφείον, κατά τα οριζόμενα δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως». Η παρ. 2 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 7 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθλ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. 3.Πληρωμαί δια δαπάνας μισθοδοσίας και πάσης ετέρας σταθεράς αποδοχής των υπαλλήλων των Ν.Π.Δ.Δ., δια δαπάνας συντάξεων και βοηθημάτων, δύναται να ενεργώνται δια μιας κατ’ είδος δαπάνης επιταγής, εις διαταγήν υπαλλήλου του ν.π., οριζομένου δι’ αποφάσεως του διοικούντος τούτο συλλογικού οργάνου, προς καταβολήν των σχετικών ποσών εις τους δικαιούχους. 4.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται αι αναγκαίαι λεπτομέρειαι δια την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου. 5.Δι’ ομοίων αποφάσεων, δύναται να εξαιρώνται ητιολογημένως των διατάξεων των παρ. 2-4 του παρόντος άρθρου πληρωμαί δαπανών, εν όλων ή εν μέρει, νομικών προσώπων ή κατηγοριών αυτών, εφ’ όσον λειτουργεί παρ’ αυτοίς Ταμιακή υπηρεσία. 6.Δια των υπό της παρ. 6 του άρθρ. 13 εκδιδομένων Π.Δ/των ορίζονται τα του τρόπου και της διαδικασίας εξοφλήσεως των χρηματικών ενταλμάτων ή ετέρων τίτλων πληρωμής. Για την αναβολή της έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρου 20 του ως άνω ΝΔ ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη , ίδετε άρθρ. 1 Ν.578/1977 (ΦΕΚ Α΄106),κατωτέρω αριθ. 31.Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου τούτο τίθεται εν ισχύι εν όλω ή εν μέρει διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. Σύμφωνα με το άρθρο μόνο ΠΔ 614/8-21 Ιουλίου 1977 (ΦΕΚ Α΄199) το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων του ως άνω άρθρου. Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 Εξόφλησις παρά μη δυναμένων να υπογράψουν. Ανεξόφλητα εντάλματα Άρθρ.21.-1.Δια την εξόφλησιν τίτλων πληρωμής, παρά μη δυναμένων να υπογράψουν, εφαρμόζονται αι κατά το άρθρ. 42 του Ν.Δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» εκδιδόμεναι αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. 2.Χρηματικά εντάλματα πληρωμής παραμένοντα ανεξόφλητα, εν όλω ή εν μέρει, μέχρι λήξεως της υπό του άρθρ. 8 του παρόντος προβλεπομένης προθεσμίας, ακυρούνται καθ’ ο ποσόν παραμένουν ανεξόφλητα, αι δε υποχρεώσεις εις ας αναφέρονται ταύτα μεταφέρονται ως έξοδα του επομένου οικονομικού έτους. Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, καθορίζονται αι λεπτομέρειαι εφαρμογής της παρούσης παραγράφου. Αντικατάστασις απολεσθέντων αποδεικτικών εισπράξεως και τίτλων πληρωμής. Άρθρ.22.-«Εν περιπτώσει απωλείας αποδεικτικών εισπράξεως ή τίτλων πληρωμής, εκδίδονται αντίγραφα αυτών κατόπιν διαπιστώσεως, προκειμένου μεν περί αποδεικτικών εισπράξεως, της εισαγωγής υπέρ του Ν.Π.Δ.Δ. του δι’ αυτών εισπραχθέντος ποσού, προκειμένου δε περί τίτλων πληρωμής, τη μη εξοφλήσεώς των. Τα περί ων το παρόν άρθρον αντίγραφα εκδίδονται τη προτάσει του διοικούντος το Ν.Π.Δ.Δ. συλλογικού οργάνου μετ’ έγκρισιν της ασκούσης την εποπτείαν και εγκρινούσης τον προϋπολογισμόν αυτού δημοσίας αρχής». Το άρθρ. 22 αντικατεστάθη ως άνω δια του Άρθρ.3.-1.Προϋπολογισμός είναι η διοικητική πράξις, δι’ ης προσδιορίζονται τα έσοδα και καθορίζονται τα όρια των εξόδων-πιστώσεων του Ν.Π.Δ.Δ. δι’ έκαστον οικονομικόν έτος. Εις τον προϋπολογισμόν περιλαμβάνονται τα προβλεπόμενα έσοδα και έξοδα εν οις και τα αφορώντα εις την κίνησιν των κεφαλαίων, εμφανιζομένων υπό ιδίους Κωδικούς αριθμούς. Υπό ίδιον τμήμα εσόδων και εξόδων του προϋπολογισμού εγγράφονται τα εκ του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων προερχόμενα ποσά. 2.Τα έσοδα και έξοδα του Προϋπολογισμού των Ν.Π.Δ.Δ. ταξινομούνται κατ’ είδος, ομάδας και κατηγορίας, αναλόγως της αιτίας και της φύσεως αυτών, κατά τα ισχύοντα δια τον Κρατικόν Προϋπολογισμόν και τα δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών ειδικώτερον οριζόμενα. Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 Η ταξινόμησις αύτη δέον: α)να τείνη εις την ευχερή κατάρτισιν των Εθνικών Λογαριασμών, β)να επιτρέπη την σύγκρισιν των μεγεθών των προϋπολογισμών διαχρονικώς και γ)να απεικονίζη την κατά τομείς δραστηριότητα τουΝ.Π.Δ.Δ. 3.Ο Υπουργός των Οικονομικών χαράσσει τας κατευθύνσεις καταρτίσεως και εκτελέσεως των προϋπολογισμών. 4.Εις τους ειδικούς πίνακας, προσαρτωμένους εις τον προϋπολογισμόν και δυναμένους να τροποποιώνται διαρκούσης της εκτελέσεως αυτού δι’ αποφάσεως των αρμοδίων δια την έγκρισιν των προϋπολογισμών τούτων οργάνων, αναγράφονται αι πιστώσεις εις βάρος των οποίων επιτρέπεται η έκδοσις ενταλμάτων προπληρωμής και επιτροπικών τοιούτων. 5.Εις ειδικόν πίνακα εμφανίζεται το προβλεπόμενον ταμειακόν υπόλοιπον του προηγουμένου οικονομικού έτους, εις ο αναφέρεται ο υπό έγκρισιν προϋπολογισμός. Έγκρισις του Προϋπολογισμού άρθρ. 8 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. Άρθρ.23.-Ανυπόγραφα αποδεικτικά χρεώσεως ή πιστώσεως της διαχειρίσεως, μη δυνάμενα να συμπληρωθούν λόγω θανάτου του εκδόντος ή ετέρας αιτίας, υπογράφονται υπό των διαδεχθέντων αυτόν εν τη υπηρεσία, αφού προηγουμένως βεβαιωθή η εις την διαχείρισίν του εισαγωγήν ή εξαγωγή των μετρητών, αξιών, ενσήμων ή υλικών, δι’ α ταύτα εξεδόθησαν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ Ταμιακή και λογιστική ΥπηρεσίαΠάγιαι Προκαταβολαί Λογαριασμοί και λογιστικόν σύστημα Άρθρ.24.-«1.Οι λογαριασμοί των Ν.Π.Δ.Δ. διακρίνονται εις τους απεικονίζοντας την εκτέλεσιν του προϋπολογισμού τούτων και εις τους εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, απεικονίζοντας την λοιπήν χρηματικήν διαχείρισιν. 2.Αι εν τοις βιβλίοις εγγραφαί ενεργούνται προκειμένου μεν περί ταμιακών εγγραφών, βάσει των οικείων τίτλων εισπράξεων και πληρωμής, προκειμένου δε περί μη ταμιακών εν γένει (Αντί της σελ. 126,907) Σελ. 126,907(α) Τεύχος 612-Σελ.123 εγγραφών, βάσει δικαιολογητικών, καθοριζομένων δια των κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου κανονισμών. 3.Υπό της οικονομικής υπηρεσίας των Ν.Π.Δ.Δ. τηρούνται υποχρεωτικώς τα ακόλουθα λογιστικά βιβλία: α) ημερολόγιον και β)βιβλίον ταμείου ή, εφ’ όσον η ταμιακή διαχείρισις ασκείται υπό Τραπέζης ή Πιστωτικού Οργανισμού, βιβλίον επιταγών και εντολών μεταφοράς. 4.Τα εν τη προηγουμένη παραγράφω λογιστικά βιβλία, αριθμούμενα, θεωρούνται κατά φύλλον δι’ υπογραφής του προέδρου του διοικούντος το Ν.Π.Δ.Δ. συλλογικού οργάνου, συντάσσεται δε επί της τελευταίας σελίδος των βιβλίων, πράξις του αυτού οργάνου περί του συνολικού αριθμού των σελίδων ή φύλλων εκάστου τούτων. Δι’ αποφάσεων του αυτού συλλογικού οργάνου επιτρέπεται, όπως ορίζεται ως αρμόδιον δια την ανωτέρω θεώρησιν μέλος αυτού. 5.Τα βιβλία αποδεικτικών εισπράξεων εν γένει, θεωρούμενα κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα, παραδίδονται εις τους διαχειριστάς, υπό της οικονομικής υπηρεσίας του Ν.Π.Δ.Δ. επί αποδείξει. 6.Δια Κανονισμών Ταμιακής και Λογιστικής Υπηρεσίας, καταρτιζομένων, υπό του διοικούντος το Ν.Π.Δ.Δ. συλλογικού οργάνου και εγκρινομένων δια κοινών αποφάσεων του εποπτεύοντος Υπουργού και του Υπουργού των Οικονομικών και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δυναμένων να τροποποιούνται κατά την αυτήν διαδικασίαν, ορίζονται τα της οργανώσεως και λειτουργίας της οικονομικής υπηρεσίας εκάστου Ν.Π.Δ.Δ. ή κατηγορίας τούτων και ιδία: α)Η διάρθρωσις της οικονομικής υπηρεσίας και τα καθήκοντα του προσωπικού αυτής, β)το τηρούμενον λογιστικόν σύστημα, γ)τα, πέραν των εν παρ. 3 του παρόντος άρθρου οριζομένων, τηρούμενα υποχρεωτικά και βοηθητικά λογιστικά βιβλία, ως και τα της αριθμήσεως και θεωρήσεως αυτών και δ)τα της συστάσεως και λειτουργίας των εκτός προϋπολογισμού τηρουμένων, κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, λογαριασμών». Το άρθρ. 24 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 9 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. Για την αναβολή της έναρξης ισχύος του άρθρ.24 του ως άνω ΝΔ ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη,ίδετε άρθρ.1 Ν.578/1977 (ΦΕΚ Α΄106),κατωτέρω αριθ.31.Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου τούτο τίθεται εν ισχύι εν όλω ή εν μέρει διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. Σύστασις Παγίων Προκαταβολών Άρθρ.25.-«1.Επιτρέπεται, όπως, δια κοινών αποφάσεων του εποπτεύοντος Υπουργού και του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, συνιστώνται πάγιαι προκαταβολαί εις λειτουργούντα υπό ειδικάς συνθήκας Ν.Π.Δ.Δ. Δι’ ομοίων αποφάσεων καθορίζονται το ύψος της παγίας προκαταβολής και αι πιστώσεις, εις βάρος των οποίων επιτρέπεται η εκ ταύτης πληρωμή δαπανών». Σελ. 126,908(α) Τεύχος 612-Σελ.124 25.Β.ε.18 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 10 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. 2.Επιτρέπεται δι’ αποφάσεων του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού ή του παρ’ αυτού εξουσιοδοτουμένου οργάνου η κατανομή του ποσού της παγίας προκαταβολής εις πλείονας της μιας διαχειρίσεις. 3.Εν περιπτώσει πολέμου ή γενικής ή μερικής επιστρατεύσεως ή άλλης εκτάκτου ανάγκης, επιτρέπεται η δι’ ομοίων αποφάσεων αύξησις του ποσού της προκαταβολής, ως και των εκ ταύτης καταβαλλομένων δαπανών, μέχρι και του συνόλου των εν τω προϋπολογισμώ πιστώσεων. «4.Αι κατά το παρόν άρθρον προκαταβολαί χορηγούνται δια χρηματικών ενταλμάτων, εκδιδομένων υπό τον εκτός προϋπολογισμού λογαριασμόν «Πάγιαι Προκαταβολαί». Ο τύπος των χρηματικών ενταλμάτων τούτων ορίζεται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως». Η παρ. 4 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 10 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. 5.Πάγιαι Προκαταβολαί συσταθείσαι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος, εξακολουθούν ισχύουσαι, διεπόμεναι εφ’ εξής υπό των διατάξεων του παρόντος. Διαχείρισις των παγίων προκαταβολών Άρθρ.26.-1.Η διαχείρισις των παγίων προκαταβολών ανατίθεται δι’ αποφάσεως του διοικούντος το ν.π. συλλογικού οργάνου εις μονίμους υπαλλήλους αυτού και κατ’ εξαίρεσιν, ελλείψει ή κωλύματι τούτων, εις μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, μετ’ έγκρισιν του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας εις ην ανήκουν. 2.Οι διαχειρισταί των παγίων προκαταβολών υπέχοντες τας ευθύνας του δημοσίου υπολόγου, υποχρεούνται, όπως εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός υποβάλλουν τα δικαιολογητικά των κατά τον αμέσως προηγούμενον μήνα ενεργηθεισών εκ της παγίας προκαταβολής πληρωμών, εις την αρμοδίαν προς εκκαθάρισιν των οικείων δαπανών υπηρεσίας, ήτις ενός μηνός εκδίδει τα χρηματικά εντάλματα αποκαταστάσεως αυτής. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται, δι’ ητιολογημένης αποφάσεως του εποπτεύοντος το ν.π. Υπουργού, όπως ο διαχειριστής της παγίας προκαταβολής υποβάλλη τα ως άνω δικαιολογητικά ανά δίμηνον. Καταλογισμοί Άρθρ.27.-1.Πάσα πληρωμή, ενεργουμένη εκ της παγίας προκαταβολής αχρεωστήτως, καταλογίζεται εις βάρος του τε λαβόντος και των τυχόν συνυπευθύνων οργάνων, εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως των πειθαρχικών κυρώσεων. 2.Δια πάσαν πληρωμήν ενεργουμένην εκ της παγίας προκαταβολής καθ’ υπέρβασιν των εις τας σχετικάς αποφάσεις οριζομένων ως προς το είδος των δαπανών, καταλογίζονται εις τα προκαλέσαντα την πληρωμήν όργανα. 3.Βάσει των καταλογιστικών αποφάσεων, εκδίδονται τα χρηματικά εντάλματα αποκαταστάσεως της παγίας προκαταβολής εις βάρος των οικείων πιστώσεων του προϋπολογισμού του ν.π. 4.Εν περιπτώσει απωλείας χρημάτων ή δικαιολογητικών της διαχειρίσεως της παγίας προκαταβολής, τα χρηματικά εντάλματα αποκαταστάσεως ταύτης, εκδίδονται βάσει της απαλλασσούσης τον υπόλογον πράξεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου εις βάρος της οικείας πιστώσεως του προϋπολογισμού του ν.π. Βιβλία διαχειριστών παγίας προκαταβολής Άρθρ.28.-Τα υπό των διαχειριστών των παγίων προκαταβολών χρησιμοποιούμενα βιβλία αποδεικτικών εισπράξεως ως και το ημερολόγιον αυτών αριθμούνται και θεωρούνται υπό του Προέδρου του διοικούντος το ν.π. συλλογικού οργάνου, ή του ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτημένου υπό του οργάνου τούτου. Υποχρεώσεις διαχειριστών παγίας προκαταβολής Άρθρ.4.-1.Οι Προϋπολογισμοί των Ν.Π.Δ.Δ. μετά των επ’ αυτών εισηγητικών εκθέσεων υποβάλλονται ένα τουλάχιστον μήνα προ της ενάρξεως του Οικονομικού Έτους εις ο αναφέρονται, προς έγκρισιν παρά των αρμοδίων Οργάνων. «2.Εφ’ όσον, άμα τη ενάρξει του οικονομικού έτους, δεν έχει εγκριθή ο προϋπολογισμός υπό των αρμοδίων οργάνων, η εκτέλεσις αυτού, κατά το πρώτον εξάμηνον του έτους τούτου, ενεργείται μέχρι ποσοστού 50% των αντιστοίχων πιστώσεων του προϋπολογισμού του λήξαντος οικονομικού έτους. 3.Δι’ αποφάσεων των αρμοδίων προς έγκρισιν του προϋπολογισμού των νομικών προσώπων οργάνων, μετά ητιολογημένην πρότασιν του διοικούντος αυτά συλλογικού οργάνου, επιτρέπεται, όπως το κατά την προηγουμένην παράγραφον ποσοστόν αυξάνεται μέχρι του συνόλου των πιστώσεων του προϋπολογισμού του προηγουμένου οικονομικού έτους. Δι’ ομοίων αποφάσεων, επιτρέπεται η είσπραξις εσόδων και η πραγματοποίησις εξόδων, μη εγγεγραμμένων εις τον προϋπολογισμόν του προηγουμένου οικονομικού έτους, κατά τα, δια των αποφάσεων τούτων, ειδικώτερον οριζόμενα. 4.Εξαιρετικώς, προκειμένου περί δαπανών, των οποίων η πληρωμή είναι υποχρεωτική εκ διατάξεως νόμου, ή δικαστικής αποφάσεως ή συμβάσεως συναφθείσης κατά τα προηγούμενα οικονομικά έτη, επιτρέπεται, επιφυλασσομένης και της εφαρμογής των διατάξεων του δευτέρου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου, όπως αύται πραγματοποιούνται μέχρι του συνόλου των αντιστοίχων πιστώσεων του προϋπολογισμού του προηγουμένου (Αντί της σελ. 126,901) Σελ. 126,901(α) Τεύχος 612-Σελ.117 οικονομικού έτους, δι’ αποφάσεως του διοικούντος ταύτα συλλογικού οργάνου». Αι παρ. 2, 3 και 4 ετέθησαν, αντί των πρώην παρ. 2 και 3 δια του άρθρ. 1 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Εκτέλεσις του Προϋπολογισμού Έσοδα Άρθρ.29.-Οι διαχειρισταί των παγίων προκαταβολών υποχρεούνται όπως: «α)Καταθέτουν απαραιτήτως τα εκ της παγίας προκαταβολής διαθέσιμα κεφάλαια εις την Τράπεζαν της Ελλάδος, ή, εν ελλείψει υποκαταστήματος ή πρακτορείου αυτής, εις άλλην Τράπεζαν ή Πιστωτικόν Οργανισμόν, εν ελλείψει δε υποκαταστήματος και τούτων εις το Δημόσιον Ταμείον». Η περίπτ. α΄ αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 11 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. β)τηρούν ημερολόγιον κινήσεως παγίας προκαταβολής, εις ο δέον να καταχωρίζουν πάσας τας υπ’ αυτών ενεργουμένας εισπράξεις και πληρωμάς κατά χρονολογικήν σειράν και γ)υποβάλλουν εντός του πρώτου εικοσαημέρου εκάστου μηνός, αναλυτικά ισοζύγια εις το διοικούν το ν.π. συλλογικόν όργανον και την αρμοδίαν Επιθεώρησιν Δημοσίων Διαχειρίσεων. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄ Απολογισμός, Ισολογισμός και έλεγχος αυτών Κατάρτισις Απολογισμού και Ισολογισμού Άρθρ.30.-«1.Τα Ν.Π.Δ.Δ. καταρτίζουν απολογισμόν εσόδων και εξόδων, περιλαμβανομένης εν αυτώ και της κινήσεως κεφαλαίων ως και ισολογισμόν χρηματικής διαχειρίσεως εκάστου οικονομικού έτους, τους οποίους υποβάλλουν, μετά των σχετικών αναλυτικών εκθέσεων, μέχρι τέλους Ιουνίου του επομένου έτους εις τα αρμόδια δια την έγκρισιν του προϋπολογισμού των όργανα. Τα όργανα ταύτα, αφού διαπιστώσουν την εντός των εγκριθεισών πιστώσεων εκτέλεσιν του προϋπολογισμού, εγκρίνουν τον απολογισμόν μέχρι τέλους του αυτού έτους. 2.Ο απολογισμός εσόδων και εξόδων εκάστου έτους απεικονίζει τα αποτελέσματα της εκτελέσεως του προϋπολογισμού του αντιστοίχου έτους, ειδικώτερον δε εμφανίζει, κατά στήλας και κατά την εν τω προϋπολογισμώ τάξιν :α) τα αρχικώς προϋπολογισθέντα έσοδα και έξοδα, β) τας γενομένας μεταγενεστέρως συμπληρώσεις και τροποποιήσεις τούτων, γ)τα πραγματοποιηθέντα έσοδα και έξοδα, δ)τα επί πλέον ή επί έλαττον πραγματοποιηθέντα έσοδα και έξοδα και ε)το πλεόνασμα ή έλλειμμα. 3.Ο ισολογισμός χρηματικής διαχειρίσεως εμφανίζει; α)Τα τελικά υπόλοιπα των διαθεσίμων κεφαλαίων και του λογαριασμού ταμιακής διαχειρίσεως, τα προκύψαντα εκ της εκτελέσεως των προϋπολογισμών των προηγουμένων ετών, μέχρι της ενάρξεως του έτους εις το οποίον αναφέρεται ο ισολογισμός, β)την κατά παράτασιν εκτέλεσιν του προϋπολογισμού του προηγουμένου έτους, ως και την μέχρι 31ης Δεκεμβρίου εκτέλεσιν του προϋπολογισμού, εις τον οποίον αναφέρεται ο ισολογισμός, γ)την κίνησιν των εκτός προϋπολογισμού λογαριασμών και δ)το, κατά την 31ην Δεκεμβρίου του έτους εις το οποίον αναφέρεται ο ισολογισμός, νέον υπόλοιπον εκ των διαθεσίμων κεφαλαίων, του λογαριασμού ταμιακής διαχειρίσεως, ως και των εκτός προϋπολογισμού λογαριασμών. Εις τον ισολογισμόν επισυνάπτονται αναλυτικοί πίνακες των εκτός προϋπολογισμού λογαριασμών, ως και του τυχόν εις δικαιολογητικά χρηματικού υπολοίπου. 4.Δια των κατά την παρ. 6 του άρθρ. 24 του παρόντος κανονισμών ταμιακής και λογιστικής υπηρεσίας, δύναται να καθορίζεται, όπως τα Ν.Π.Δ.Δ. καταρτίζουν ισολογισμόν της εν γένει περιουσιακής καταστάσεως τούτων. Δια των αυτών κανονισμών, ρυθμίζονται τα της διενεργείας απογραφής των εν γένει περιουσιακών στοιχείων αποτιμήσεως τούτων, αποσβέσεως των στοιχείων του ενεργητικού, καταρτίσεως του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως, ως και πάσα λεπτομέρεια (Αντί της σελ. 126,909) Σελ. 126,909(α) Τεύχος 612-Σελ. 125 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 σχετιζομένη με την κατάρτισιν του ισολογισμού περιουσιακής καταστάσεως. 5.Κείμεναι ειδικαί διατάξεις περί των Ν.Π.Δ.Δ., ρυθμίζουσαι τα εν τη προηγουμένη παραγράφω θέματα, εξακολουθούν ισχύουσαι μέχρι της τροποποιήσεώς των δια του υπό της αυτής παραγράφου προβλεπομένου Κανονισμού». Το άρθρ. 30 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 12 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977 Έλεγχος Απολογισμού και Ισολογισμού Άρθρ.31.-Τα του ελέγχου του Απολογισμού και Ισολογισμού διέπονται υπό των διατάξεων του Ν.Δ. 1265/72 «περί ελέγχου των δαπανών του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ως και των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων και παρακολουθήσεως των εσόδων των». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄ Υπόλογοι Ν.Π.Δ.Δ.-Ευθύναι-Καταλογισμοί Έννοια και εποπτεία υπολόγων Άρθρ.32.-1.Υπόλογοι Ν.Π.Δ.Δ. είναι πάντες οι έστω και άνευ νομίμου εξουσιοδοτήσεως διαχειριζόμενοι χρήματα, αξίας, ένσημα ή υλικόν ανήκοντα εις ν.π. ως και πας άλλος εκ του νόμου θεωρούμενος ως υπόλογος ν.π. 2.Οι υπόλογοι εν γένει των ν.π. διατελούν υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του διοικούντος το ν.π. συλλογικού οργάνου, του εποπτεύοντος τούτο Υπουργού και του Υπουργού των Οικονομικών ως και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 3.Ο κατά την προηγουμένην παράγραφον υπό των οικείων Υπουργών έλεγχος των υπολόγων, ενεργείται κατά τας περί οικονομικής επιθεωρήσεως διατάξεις του Υπουργείου των Οικονομικών (Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους). 4.Διατηρούνται εν ισχύϊ ειδικαί διατάξεις αφορώσαι εις λογοδοσίαν ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπολόγων ν.π. Ασυμβίβαστα υπολόγων Ν.Π.Δ.Δ. Άρθρ.33.-Τα καθήκοντα του διαχειριστού χρημάτων, αξιών, ενσήμων ή υλικού του ν.π. είναι ασυμβίβαστα προς τα καθήκοντα του διατάκτου και του προϊσταμένου της οικονομικής υπηρεσίας αυτού. Σελ. 126,910(α) Τεύχος 612-Σελ.126 Έλεγχος ταμειακού υπολοίπου Άρθρ.34.-1.Το χρηματικόν υπόλοιπον του Ταμείου ν.π., εφ’ όσον λειτουργεί παρ’ αυτώ ιδία ταμιακή υπηρεσία, εξακριβούται καθ’ εκάστην υπό μέλους του διοικούντος τούτο συλλογικού οργάνου ή υπαλλήλου αυτού ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτουμένου. Δια την εξακρίβωσιν του ταμειακού υπολοίπου συντάσσεται πράξις υπογραφομένη υπό του ελέγχοντος και του Ταμίου ή διαχειριστού. 2.Δια του υπό της παρ. 6 του άρθρ. 24 του παρόντος προβλεπομένου κανονισμού, δύναται να ορίζηται όπως ο έλεγχος του ταμειακού υπολοίπου ενεργήται δις ή και άπαξ της εβδομάδος, αναλόγως του όγκου των συναλλαγών του ν.π. 3.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, ορίζεται εκάστοτε το ανώτατον όριον χρημάτων, όπερ δύναται να έχη εις χείρας του ο Ταμίας ή διαχειριστής της παγίας προκαταβολής. Ελλείμματα εν γένει Άρθρ.35.-1.Πάσα έλλειψις εν τη διαχειρίσει του ν.π. χρημάτων, αξιών, ενσήμων ή υλικού, διαπιστουμένη κατά την νόμιμον διαδικασίαν, αναπληρούται υπό του υπολόγου εντός 24 ωρών άλλως ούτος τίθεται εκτός διαχειρίσεως ή και υπηρεσίας και καταλογίζεται με το ποσόν του ελλείμματος, το οποίον βεβαιούται αμελλητί ως έσοδον του ν.π. λαμβανομένων των απαραιτήτων μέτρων προς εξασφάλισιν της απαιτήσεως αυτού. Ως έλλειμμα χαρακτηρίζεται και πάσα πληρωμή μη αναγομένη εις την αρμοδιότητα του υπολόγου. 2.Ελλείψεις χαρτοσήμου, ενσήμων εν γένει και παντός αντικειμένου βάσει του οποίου εισπράττεται τέλος ή δικαίωμα, καταλογίζονται εις την τιμήν διαθέσεως την οριζομένην υπό των οικείων διατάξεων. «3.Πάσα έλλειψις υλικού καταλογίζεται εις χρήμα, βάσει της τρεχούσης κατά τον χρόνον του καταλογισμού τιμής αυτού. Η τιμή αύτη προσδιορίζεται παρ’ Επιτροπής συνιστωμένης υπό της ασκούσης την εποπτείαν και εγκρινούσης τον προϋπολογισμόν του νομικού προσώπου δημοσίας αρχής. Εις ην περίπτωσιν η αξία του ελλείποντος υλικού εκτιμάται παρά του διοικούντος το Ν.Π.Δ.Δ. συλλογικού οργάνου εις ποσόν κατώτερον των δραχ. 20.000, η τιμή προσδιορίζεται παρά τούτου. Το ποσόν τούτο δύναται να αναπροσαρμόζηται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως». Η παρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 13 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. 25.Β.ε.18 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 4.Απαγορεύεται η εις την διαχείρισιν του υπολόγου ανάμιξις χρημάτων ξένων προς ταύτην, δια παν δε εμφανιζόμενον εν τη διαχειρίσει χρηματικόν πλεόνασμα, συνιστάται παρακαταθήκη μέχρις ου αποδειχθή η αιτία αυτού. 5.Επί ανοικείων πληρωμών, ενεργουμένων υπό των υπολόγων αύται καταλογίζονται εις ολόκληρον και εις βάρος των λαβόντων. Τα υπό των υπολόγων εις βάρος των οποίων κατελογίσθησαν οι ανοικείως γενόμεναι πληρωμαί, καταβληθέντα εις τα ν.π. ποσά, βεβαιούνται τη αιτήσει των υπέρ αυτών και εισπράττονται εις βάρος των λαβόντων κατά τας κειμένας περί εισπράξεως των εσόδων του ν.π. διατάξεις. Απώλεια ή φθορά τίτλων απαιτήσεων Άρθρ.36.-Αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και εις την περίπτωσιν απωλείας ή φθοράς τίτλων απαιτήσεων του ν.π., εφ’ όσον συνεπεία ταύτης προσεγένετο ζημία εις τούτο. Ασφάλεια χρημάτων, Ενσήμων κλπ. Άρθρ.5.-1.Έσοδα του Προϋπολογισμού είναι τα κατά την διάρκειαν του οικονομικού έτους εις ο αναφέρεται ούτος βεβαιούμενα υπό κωδικούς αριθμούς του Προϋπολογισμού ποσά, ασχέτως της χρονικής περιόδου εξ ης ταύτα προέρχονται, ως και τα μη εισπραχθέντα έσοδα των προηγουμένων οικονομικών ετών. 2.Εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των κειμένων περί του Ν.Π.Δ.Δ. διατάξεων, η βεβαίωσις των εσόδων τούτου λογίζεται πραγματοποιηθείσα από και δια της χρεώσεως του οφειλέτου εις το οικείον βιβλίον. Αι λεπτομέρειαι εφαρμογής της παρούσης παραγράφου, ρυθμίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών. 3.Τα βεβαιωθέντα έσοδα μέχρι της λήξεως του οικονομικού έτους και μη εισπραχθέντα μέχρι της κατά το άρθρ. 8 προβλεπομένης προθεσμίας, διαγράφονται λογιστικώς εκ του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθησαν και αναβεβαιούνται ως έσοδα του επομένου οικονομικού έτους. «4.Τα έσοδα εισπράττονται κατά την διαδικασίαν εισπράξεως των δημοσίων εσόδων.Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται όπως, δια κοινών αποφάσεων του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού και του Υπουργού των Οικονομικών, εκδιδομένων μετά ητιολογημένην γνώμην της κατά το Άρθρ.37.-Οι υπόλογοι είναι υπεύθυνοι δια την ασφάλειαν των εν τη διαχειρίσει των χρημάτων, ενσήμων, αξιών και υλικού εν γένει του ν.π. Ούτοι οφείλουν να τηρούν τους οικείους κανονισμούς ασφαλείας κατά την αποστολήν και παραλαβήν χρημάτων, ενσήμων, αξιών και υλικού, ευθυνόμενοι δια πάσαν εκ της μη τηρήσεως των κανονισμών τούτων ζημίαν του ν.π. Ευθύναι οργάνων ν.π.δ.δ. Άρθρ.38.-Δια των υπό του άρθρ. 13 του παρόντος προβλεπομένων Π.Δ/των, ορίζονται τα των υποχρεώσεων, ευθυνών και καταλογισμών, των κυρίων και δευτερευόντων διατακτών, των διαχειριστών εν γένει, του προϊσταμένου οικονομικής υπηρεσίας ή ετέρων υπαλλήλων κεκτημένων οικονομική αρμοδιότητα, τα των ενδίκων μέσων κατά των καταλογιστικών αποφάσεων και πάσα εν γένει αναγκαία λεπτομέρεια. Η έναρξις ισχύος του άρθρ. 38 ανεβλήθη μέχρι της εκδόσεως Π.Δ/τος δια του άρθρ. 1 Νόμ. 578/1977 (κατωτ. αριθ. 31). Αστική ευθύνη οργάνων και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. Άρθρ.39.-1.Ασχέτως προς την κατά την εν άρθρ. 38 ευθύνην των υπολόγων των ν.π., πας υπάλληλος ν.π. ή δημόσιος υπάλληλος, υπηρετών υφ’ οιονδήποτε ιδιότητα, εις ν.π., ευθύνεται και υποχρεούται εις ανόρθωσιν πάσης ζημίας τούτων, προελθούσης εκ δόλου ή αμελείας αυτού περί την εκτέλεσιν των υπό του παρόντος Ν.Δ/τος και άλλων ειδικών διατάξεων ανατιθεμένων αυτώ καθηκόντων. 2.Επί της ευθύνης ταύτης αποφαίνεται το Ελεγκτικόν Συνέδριον κατά τας οικείας αυτού διατάξεις. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄ Συμβάσεις δια λογαριασμόν Ν.Π.Δ.Δ. Προϋποθέσεις συνάψεως συμβάσεων Άρθρ.40.-Συμβάσεις, δια των οποίων δημιουργούνται υποχρεώσεις εις βάρος του ν.π. δεν δύναται να συνομολογηθούν, εφ’ όσον δεν προβλέπονται υπό των διεπουσών τούτο γενικών ή ειδικών διατάξεων. Τύπος Συμβάσεων Άρθρ.41.-Πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του ν.π., έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης, αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως. Το άνω ποσό των 10.000 δρχ. αυξήθηκε σε 150.000 από την 2054839/452/0026/2-9 Ιουλ. 1992 (ΦΕΚ Β΄ 447) Απόφ. Υπ. Οικονομικών. Συνομολόγησις Συμβάσεων Άρθρ.42.-Νόμιμος εκπρόσωπος του ν.π. δια την συνομολόγησιν συμβάσεων, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως δια των περί αυτού κειμένων διατάξεων, είναι ο Πρόεδρος του διοικούντος τούτο συλλογικού οργάνου. Διαγωνισμός και εξαιρέσεις Άρθρ.43.-(Καταργήθηκε από το εδάφ. γ της παρ. 1 άρθρ. 17 Νόμ. 1797/1988, ΦΕΚ Α΄ 164, κατωτ. σελ. 258,655). (Αντί για τη σελ. 126,911(ι) Σελ. 126,911(κ) Τεύχος 1189-Σελ.89 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 25.Β.ε.18 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄ Παραγραφαί - Κατασχέσεις - Εκχωρήσεις Παραγραφή αξιώσεων των Ν.Π.Δ.Δ. Άρθρ.44.-1.Παν χρέος προς το ν.π. παραγράφεται, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη. Εάν η βεβαίωσις εγένετο πριν ή το χρέος καταστή ληξιπρόθεσμον εν μέρει ή εν όλω η παραγραφή άρχεται από της λήξεως του οικονομικού έτους, καθ’ ο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμον και δια το ποσόν τούτο. 2.Χρέη προς το ν.π. α)εκ τελεσιδίκων δικαστικών αποφάσεων, πλην των, δια πρόστιμον, χρηματικάς ποινάς και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη, υπαγομένων εις την πενταετή παραγραφήν, β)εξ απίστου διαχειρίσεως, γ)εκ συμβάσεων και διατάξεων τελευταίας βουλήσεως, περιλαμβανομένων δια των περιοδικών παροχών και δ)εκ καταλογισμών επιβληθέντων παρ’ οιασδήποτε αρμοδίας κατά νόμον Αρχής, υπόκεινται εις εικοσαετή παραγραφήν, αρχομένην από της λήξεως του Οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβεβαιώθησαν. 3.Χρέη προς το ν.π. εκ παρακρατηθέντων ή δια λογαριασμόν τούτου εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων, παραγράφονται μετά δέκα έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθησαν. 4.Χρέη προς το ν.π. προερχόμενα εξ απαιτήσεων περιελθουσών εις τούτο εξ οιουδήποτε λόγου, αίτινες δεν είχον παραγραφή εν τω προσώπω του δικαιοπαρόχου μέχρι της μεταβιβάσεώς των εις το ν.π., παραγράφονται μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθησαν εις το προς ο η μεταβίβασις ν.π. Αναστολή παραγραφής Άρθρ.45.-Η παραγραφή των χρεών προς το ν.π. αναστέλλεται δια τους λόγους τους προβλεπομένους υπό της ισχυούσης περί των αξιώσεων του Δημοσίου νομοθεσίας. Η παραγραφή αναστέλλεται επίσης: α)Δια χρονικόν διάστημα ίσον προς τον χρόνον, καθ’ ον κατά το τελευταίον έτος της παραγραφής το χρέος ετέλεσεν εν αναστολή ή διευκολύνσει τμηματικής καταβολής, ανεξαρτήτως καταβολής, ανεξαρτήτως συμμορφώσεως ή μη του υποχρέου εν όλω ή εν μέρει χορηγηθείσης νόμω ή δικαστική αποφάσει ή αποφάσει αρμοδίας κατά νόμον Αρχής, συνεπεία αιτήσεως του υποχρέου. β)Δια χρονικόν διάστημα ίσον προς τον χρόνο, καθ’ ον το ν.π., εκωλύθη να επιδιώξη την είσπραξιν του χρέους δι’ αναγκαστικών μέσων, συνεπεία αναστολής εκτελέσεως χορηγηθείσης δια διατάξεως νόμου. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις α) και β) η παραγραφή συνεχίζεται μετά την λήξιν της αναστολής της εισπράξεως, της τμηματικής καταβολής ή της αναστολής εκτελέσεως, εν ουδεμία δε περιπτώσει συμπληρούται αύτη προ της παρελεύσεως εξ μηνών από της λήξεως της αναστολής πληρωμής, της αναστολής εκτελέσεως ή της διευκολύνσεως τμηματικής καταβολής. γ)Εάν ημφισβητήθη δικαστικώς η νομιμότης του τίτλου εισπράξεως ή των ληφθέντων μέτρων εκτελέσεως υπό του οφειλέτου ή τρίτου μέχρι τελεσιδίκου περαιώσεως της δίκης. Διακοπή παραγραφής Άρθρ.46.-1.Η παραγραφή διακόπτεται δια τους λόγους τους προβλεπομένους υπό της ισχυούσης περί των αξιώσεων του Δημοσίου νομοθεσίας, πλην της καθ’ οιονδήποτε τρόπον αναγνωρίσεως της αξιώσεως υπό του υποχρέου. Η παραγραφή διακόπτεται επίσης, δια της επιβολής κατασχέσεως επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτου ή του εγγυητού αυτού, ευρισκομένων είτε εις χείρας τούτων είτε εις χείρας τρίτων. Από της δια κατασχέσεως ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως μέχρι της τελεσιδικίας του πίνακος κατατάξεως, πάσα πράξις της εκτελέσεως διακόπτει την παραγραφήν, η οποία άρχεται εκ νέου από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως της εκτελέσεως. Εν περιπτώσει απαγγελίας ακυρότητος της κατάσχέσεως ή άλλης πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως, η παραγραφή της αξιώσεως του ν.π. δεν συμπληρούται, εάν, εντός τριών μηνών από της τελεσιδικίας της απαγγειλάσης την ακυρότητα αποφάσεως, επαναληφθή η ακυρωθείσα πράξις εκτελέσεως ή επιβληθή νέα κατάσχεσις επί του αυτού ή ετέρου περιουσιακού στοιχείου. Η υπό της Διοικητικής Αρχής άρσις της κατασχέσεως κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτου δεν αναιρεί την διακοπήν της παραγραφής. 2.Επί πλειόνων οφειλετών εις ολόκληρον, η διακοπή της παραγραφής ως προς τον ένα εξ αυτών, ενεργεί και κατά των λοιπών. Επίσης η διακοπή της παραγραφής ως προς τον πρωτοφειλέτην ενεργεί και κατά του εγγυητού και αντιστρόφως. Συνέπειαι παραγραφής αξιώσεων του Ν.Π.Δ.Δ. άρθρ. 59 του παρόντος Επιτροπής και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορίζεται ειδική διαδικασία εισπράξεως εσόδων των Ν.Π.Δ.Δ. Μέχρις εκδόσεως των αποφάσεων τούτων κείμεναι ειδικαί διατάξεις περί της διαδικασίας εισπράξεως εσόδων των Ν.Π.Δ.Δ. διατηρούνται εν ισχύϊ. 5.Αι προσαυξήσεις λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής οφειλών προς το νομικόν πρόσωπον διέπονται υπό των, δια το Δημόσιον ισχυουσών, διατάξεων, αναλόγως εφαρμοζομένων. Κείμεναι ειδικαί διατάξεις Ν.Π.Δ.Δ. προβλέπουσαι μεγαλυτέραν προσαύξησιν, διατηρούνται εν ισχύϊ». Αι παρ. 4 και 5 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 2 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. 6.Δια Π.Δ/των εκδιδομένων μετά πρότασιν του Υπουργού των Οικονομικών, και του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, ορίζονται αι προϋποθέσεις και η διαδικασία της διαγραφής ή εκπτώσεως των εσόδων των νομικών προσώπων, ως και η διαδικασία της επιστροφής αχρεωστήτως εισπραχθέντων εσόδων. Σελ. 126,902(α) Τεύχος 612-Σελ.118 Αποδεικτικά Εισπράξεως Άρθρ.47.-Η συμπλήρωσις της παραγραφής χρέους προς το ν.π. επιφέρει τας συνεπείας τας προβλεπομένας υπό της ισχυούσης επί των αξιώσεων του Δημοσίου νομοθεσίας. Παραγραφή αξιώσεων κατά του Ν.Π.Δ.Δ. Άρθρ.48.-1.Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Ν.Π.Δ.Δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. (Αντί της σελ. 126,913(β) Σελ. 126,913(γ) Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 2.Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. δι’ αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντα ποσά είναι τριών ετών. 3.Ο χρόνος παραγραφής των κατά του ν.π. αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ’ αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαυών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4.Η παραγραφή του καθόλου δικαιώματος των εν παρ. 3 περιπτώσεων είναι δέκα ετών. 5.Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του ν.π. ως και των κληρονόμων αυτών εκ καθυστερουμένων συντάξεων, μερισμάτων, επιδομάτων και βοηθημάτων είναι δύο ετών, έστω και αν ενετάλησαν εσφαλμένως. Αι κατά την εκτέλεσιν το πρώτον, πράξεων ή απόφάσεων κανονισμού συντάξεως, μερίσματος, επιδόματος ή βοηθήματος, εντελλόμεναι δεδουλευμέναι συντάξεις, μερίσματα, βοηθήματα ή επιδόματα, παραγράφονται εντός διετίας, αρχομένης μετά πάροδον τριμήνου από της χρονολογίας εκδόσεως της σχετικής πράξεως ή αποφάσεως. 6.Χρηματική αξίωσις κατά του ν.π. βεβαιωθείσα δια τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως ή δια την οποίαν εξεδόθη τίτλος πληρωμής, υπόκειται εις παραγραφήν πέντε ετών, αρχομένην από της τελεσιδικίας ή εκδόσεως του τίτλου πληρωμής αντιστοίχως. Έναρξις παραγραφής Άρθρ.49.-Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις. Αναστολή παραγραφής Άρθρ.50.-Αι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρ. 257 έως 259 του Αστικού Κώδικος, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως εφαρμόζονται και επί των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. Επίσης η παραγραφή αναστέλλεται, εφ’ όσον χρόνον ο δικαιούχος ένεκεν ανωτέρας βίας εκολύθη να ασκήση την αξίωσίν του εντός του τελευταίου εξαμήνου του χρόνου παραγραφής. Διακοπή παραγραφής Άρθρ.51.-Φυλαττομένης της ισχύος των ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π. διακόπτεται μόνον: Σελ. 126,914(γ) Τεύχος 612-Σελ. 130 α)Δια της υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η παραγραφή από της τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β)Δια της υποβολής προς το ν.π. αιτήσεως περί πληρωμής της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή άρχεται εκ νέου από της χρονολογίας την οποίαν φέρει η έγγραφος απάντησις της αρμοδίας δια την αναγνώρισιν ή την πληρωμήν της απαιτήσεως, Αρχής. Εν περιπτώσει μη απαντήσεως η παραγραφή άρχεται μετά πάροδον εξαμήνου από της χρονολογίας υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δευτέρας αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφήν. γ)Δια της εκδόσεως τίτλου πληρωμής. Συνέπειαι παραγραφής αξιώσεωνκατά του Ν.Π.Δ.Δ. Άρθρ.52.-Η παραγραφείσα κατά του ν.π. αξίωσις δεν είναι δεκτική συμψηφισμού, τα δε καταβληθέντα μετά την συμπλήρωσιν της παραγραφής έστω και εν γνώσει της παραγραφής αναζητούνται. Παραίτησις από της συμπληρωθείσης παραγραφής είναι άκυρος. Η παραγραφή λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό των δικαστηρίων. Κατάσχεσις εις χείρας του ν.π. και εκχώρησις Άρθρ.53.-1.Δια πάσαν κατάσχεσιν χρηματικής απαιτήσεως εις χείρας του ν.π. ως τρίτου, το κατασχετήριον ως και η αναγγελία επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως κατά του ν.π. κοινοποιούνται εις την αρμόδιαν δια την πληρωμήν υπηρεσίαν του ν.π. και εις το αρμόδιον δια την αναγνώρισιν της δαπάνης όργανον αυτού. Το κατασχετήριον κοινοποιείται εις το Δημόσιον Ταμείον εις ο υπάγεται φορολογικώς ο καθ’ ου η κατάσχεσις και εις την αρμοδίαν δια την εκκαθάρισιν και εντολήν πληρωμής της δαπάνης. Υπηρεσίαν εντός δέκα πέντε ημερών από της επιδόσεώς του εις την αρμοδίαν δια την πληρωμήν Υπηρεσίαν. 2.Πάσα κατάσχεσις ή εκχώρησις, δια την οποίαν δεν ετηρήθησαν αι ως άνω διατυπώσεις, είναι άκυρος. Σύμφωνα με την παρ.2 άρθρ.62 Ν.2214/911 Μαι 1994 (ΦΕΚ Α΄75), όπως τροποποιήθηκε από την παρ.1 άρθρ.9 Ν.3453/7-7 Απρ.2006 (ΦΕΚ Α΄74), τόμος 39, σελίδα 52,03, αρκεί η τήρηση των κοινών διατάξεων,κατά παρέκκλιση των ειδικών ρυθμίσεων του ως άνω άρθρου, για την αναγγελία των εκχωρήσεων των τακτικών μηνιαίων απολαβών και συντάξεων από δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους για την εξυπηρέτηση και ασφάλεια των χορηγουμένων από το Ταμείο Παρακακαταθηκών και Δανείων τοκοχρεωλυτικών δανείων για την απόκτηση πρώτης κατοικίας. Ομοίως,σύμφωνα με την παρ.3 άρθρ.9 Ν.3453/7-7 Απρ. 2006 (ΦΕΚ Α΄74), τόμος 39, σελίδα 52,03, το ως άνω άρθρο δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση μεταβίβασης εσόδων 25.Β.ε.18 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. από την έκδοση και διάθεση «τίτλων προεσόδων» από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κατά το άρθρ.14 παρ.12 Ν.2801/1-3 Μαρτ.2000 (ΦΕΚ Α΄46), όπως τροποποιήθηκε από την παρ.3 άρθρ.36 Ν.2843/6-12 Οκτ.2000 (ΦΕΚ Α΄219),τόμος 26, σελίδα 128,51. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρ.6 Ν.3581/2128 Ιουν.2007,τόμος 25,σελίδα , το ως άνω άρθρο δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση ενεχύρασης ή εκχώρησης δικαιωμάτων ή απαιτήσεων από συμβάσεις μεταβίβασης κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος ή παραχώρησης ενοχικού δικαιώματος επί ακινήτου ή από τις ως άνω συμβάσεις με ταυτόχρονη συμφωνία κατασκευής επί του ακινήτου κτιρίου ή από συμβάσεις μακροχρόνιας μίσθωσης ή από μικτές συμβάσεις της παρ.1 άρθρ.1 του ως άνω νόμου αλλά οι εκ των συμβάσεων τούτων απαιτήσεις και δικαιώματα δλυνανται να ενεχυράζονται ή εκχωρούνται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄ Τελικαί και μεταβατικαί διατάξεις Άρθρ.54.-1.Αι διατάξεις του παρόντος περί του χρόνου παραγραφής εφαρμόζονται επί των από της θέσεώς τους εν ισχύϊ γεννωμένων αξιώσεων. 2.Αι περί αναστολής, διακοπής και συνεπειών της παραγραφής διατάξεις του παρόντος, ως προς τον από της θέσεώς του εν ισχύϊ χρόνον, εφαρμόζονται και επί των γεγεννημένων ήδη αξιώσεων. Άρθρ.55.-Ειδικαί διατάξεις των ν.π. ρυθμίζουσαι τα του χρόνου της παραγραφής εν γένει χρεών προς το ν.π. ή χρεών τούτου, εξακολουθούν ισχύουσαι. Εξαιρέσεις. Άρθρ.6.-«1.Τα επί της εισπράξεως των εσόδων αρμόδια όργανα εκδίδουν, δια πάσαν είσπραξιν, αποδεικτικόν εισπράξεως, ο τύπος του οποίου ορίζεται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Η είσπραξις θεωρείται ως μη γενομένη, εάν δεν εξεδόθη το κατά τον κεκανονισμένον τύπον αποδεικτικόν εισπράξεως. Αποδεικτικά εισπράξεως άνω των 10.000 δραχμών, εφ’ όσον εξ ειδικών λόγων δεν ήθελεν ορισθή άλλως δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, υπογράφονται και υπό του καταθέτου. Εις περίπτωσιν αδυναμίας ή αρνήσεως του καταθέτου όπως υπογράψη το αποδεικτικόν εισπράξεως, το αρμόδιον επί της εισπράξεως όργανον, βεβαιοί τούτο επί του αποδεικτικού και αναφέρει περί τούτου εγγράφως εις την Υπηρεσίαν. Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, το ανωτέρο ποσόν δύναται να αναπροσαρμόζηται. 2.Προκειμένου περί νομικών προσώπων, των οποίων η είσπραξις των εσόδων ενεργείται, κατά τας κειμένας διατάξεις, δια των Δημοσίων Ταμείων, Τραπεζών, ετέρων Πιστωτικών Οργανισμών, Δημοσίων Επιχειρήσεων ή ετέρων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αποδεικτικόν πληρωμής δια τον καταβάλλοντα αποτελεί ο καθωρισμένος τίτλος δια τον ενεργήσαντα την είσπραξιν. Αι εισπράξεις αύται του Ν.Π.Δ.Δ. καταχωρίζονται ως έσοδα αυτού εν τοις βιβλίοις, βάσει των εγγράφων αναγγελιών του ενεργήσαντος την είσπραξιν». Το άρθρ. 6 αντικατεστάθη ως άνω δια του Άρθρ.56.-1.Εξαιρούνται της εφαρμογής του παρόντος α)οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και τα εξ αυτών εξαρτώμενα νομικά πρόσωπα και ιδρύματα και β)τα κοινωφελή ιδρύματα και αι κοινωφελείς περιουσίαι, τα διεπόμενα υπό του Α.Ν. 2039/1939 «περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νομών «περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών». Το άρθρ.56 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 15 Νόμ. 369/1976, (κατωτ. αριθ. 26 και 31). «2.Δια Π.Δ/των εκδιδομένων μέχρι 31ης Δεκ. 1979, προτάσει του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, δύναται να εξαιρώνται εκ των διατάξεων του παρόντος, εν όλω ή εν μέρει και έτερα Ν.Π.Δ.Δ. , εφ’ όσον ειδικοί λόγοι επιβάλλουν τούτο και υπό την προϋπόθεσιν, ότι αι οικείαι προτάσεις αυτών περί εξαιρέσεως, θα υποβληθούν εις το Γενικόν Λογιστήριον του Κράτους μέχρι της 30ής Απρ. 1977. Μέχρι της εκδόσεως των ως άνω Π.Δ/των, επί των περί ων αι ανωτέρω προτάσεις Ν.Π.Δ.Δ. ,δεν εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος, εξαιρέσει των ήδη τεθεισών εν ισχύι διατάξεων δια του άρθρου μόνου του Νόμ. 250/1976 «περί αντικαταστάσεως του άρθρ. 62 του Ν.Δ. 496/1974 «περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» και του άρθρ. 19 του Νόμ. 369/1976. Τα ως άνω Δ/γματα επιτρέπεται, όπως καταργώνται κατά την αυτήν διαδικασίαν, εάν εκλείψουν οι λόγοι δι ους ταύτα εξεδόθησαν». Η παρ. 2 που είχε αντικατασταθεί από το άρθρ. 15 Νόμ. 369/1976 και από το άρθρ. 2 Νόμ. 578/1977, αντικαταστάθηκε και πάλι ως άνω από το άρθρ. 2 Νόμ. 956/1979 κατωτ. αριθ. 34). Δια του Π.Δ 75 της 13/19 Φεβρ. 1975 (ΦΕΚ Α΄24) εξηρέθησαν τα Εμπορικά και Βιομηχανικά, Επαγγελματικά και Βιοτεχνικά Επιμελητήρια ως και τα Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων, της εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ. 496/1974. Η εξαίρεσις αύτη επανελήφθη δια του Π.Δ. 1075 της 14/15 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄353) (τόμ. 14 σελ. 82,33). Δια του Π.Δ. 336 της 12/16 Απρ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 108) εξηρέθησαν των διατάξεων του Ν.Δ. 496/74, ως ετροποποιήθη, το Κεντρικόν Ταμείον Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών, τα Ταμεία Γεωργίας, Κτηνοτροφίας και Δασών των Νομών και τα Ταμεία Προστασίας Ελαιοπαραγωγής. Δια του Π.Δ. 437 της 30 Απρ./18 Μαΐου 1977 (ΦΕΚ Α΄134) (τόμ. 39 σελ. 12,09) εξηρέθησαν της εφαρμογής του Ν.Δ. 496/1974 ως ετροποποιήθη, οι Ασφαλιστικού Οργανισμοί οι υπαγόμενοι εις την εποπτείαν του Υπ. Κοινων. Υπηρεσιών. Με το άρθρο μόνο Π.Δ. 192/29 Μαΐου - 18 Ιουν. 1986 (ΦΕΚ Α΄78), το οποίο αντικατέστησε και συμπλήρωσε το Π.Δ. 305/27-31 Μαΐου 1985 (ΦΕΚ Α΄113), ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 7 και του άρθρ. 43 του Ν.Δ. 496/74 «Περί λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» όπως η τελευταία διαμορφώθηκε με τους Νόμ. 369/76 και 578/77, καθώς και οι διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρ. 43 εκδοθέντος Π.Δ. 715/79, εφαρμόζονται και για τους ασφαλιστικούς Οργανισμούς που υπάγονται στο Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων πλην ΙΚΑ και ΟΓΑ, καταργουμένης της εξαίρεσης που θεσπίστηκε για τα θέματα αυτά, με το Π.Δ. 437/77». Δια του Π.Δ. 538 της 13/13 Ιουν. 1977, ΦΕΚ Α΄174 (τόμ. 26Α σελ. 322,34) εξηρέθη των παρ. 6 και 8 του άρθρ. 13, της παρ. 1 του άρθρ. 18 και των παρ. 2-6 του άρθρ. 20 Νόμ. 496/1974 ως ετροποποιήθη το Ταμείον Ανταλλαξίμου Περιουσίας και Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Δια του Π.Δ. 595 της 8/13 Ιουλ. 1977 (ΦΕΚ Α΄195) εξηρέθη των διατάξεων του Ν.Δ. 496/1974 πλην των παρ. 4,5 και 6 του άρθρ. 5, ως ετροποποιήθησαν, το Κέντρον Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) (τόμ. 24 σελ. 312,05). Δια του Π.Δ. 597 της 8/13 Ιουλ. 1977 (ΦΕΚ Α΄195) εξηρέθησαν των άρθρ. 13, 14, 20, 24, 25, 26, 28 και 29 του Ν.Δ. 496/1977, ως ετροποποιήθησαν οι Εθνικοί Παιδικοί Σταθμοί, οι Εθν. Αγροτικοί Παιδ. Σταθμοί, τα Κέντρα Κοινων. Επιμορφώσεως Νεανίδων και αι Αγροτ. Μεταβατ. Οικοκυρικαί Σχολαί (τόμ.35 σελ. 128,07). (Αντί για τη σελ. 126,91401(ε) Σελ. 126,91401(ζ) Τεύχος 1240-Σελ. 51 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 Δια του Π.Δ. 604 της 20 Ιουν./14 Ιουλ. 1977 (ΦΕΚ Α΄196) εξηρέθη της παρ. 3 του άρθρ. 6 Ν.Δ 496/1974 ως ετροποποιήθη ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Δημοσίου Υλικού (Ο.Δ.Δ.Υ) (τόμ. 26 σελ. 349). Δια του Π.Δ. 614 της 8/21 Ιουλ. 1977 (ΦΕΚ Α΄199) εξηρέθη των άρθρ. 15,20 και της παρ. 3 του άρθρ. 34 Ν.Δ. 496/74 το Ταχυδρομικόν Ταμιευτήριον (τομ. 22Α σελ. 384 επ.). Δια του Π.Δ. 772 της 11 Αυγ./6 Σεπτ. 1977 (ΦΕΚ Α΄250) εξηρέθη το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων της εφαρμογής των παρ.1, 2, 3, 5 και 6 του άρθρ. 5, του άρθρ. 6, της παρ. 1 του άρθρ. 7, του άρθρ. 8, της παρ. 6 του άρθρ. 12, του άρθρ. 13, της παρ. 6 του άρθρ. 20, παρ. 2 άρθρ. 21, παρ. 5 και 6 άρθρ. 24, παρ. 3 άρθρ. 34 και άρθρ. 38 του Ν.Δ. 496/1974 ως ετροποποιήθη. Δια του Π.Δ. 1022 της 7/9 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄343) εξηρέθη των διατάξεων του Ν.Δ. 496/74 ο Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (τόμ. 15 σελ. 98,631). Δια του Π.Δ. 1052 της 9/14 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄350) εξηρέθησαν της περιπτ. Ε΄ της παρ. 6 του άρθρ. 13 και των παρ. 2-6 του άρθρ. 20 του Ν.Δ. 496/1974 ως ετροποποιήθη :1)Το Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσ/νίκης, 2)το Πανεπιστήμιον Ιωαννίνων, 3)Το Ταμείον Διοικήσεως και Διαχειρίσεως Πανεπιστήμιακ. Δασών, Πανεπιστ. Θ/νίκης και 4)Η Φοιτητική Λέσχη Πανεπιστ. Θεσ/νίκης (τόμ. 31Α σελ. 458,05). Δια του Π.Δ. 1079 της 9/16 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 354) εξηρέθησαν εν όλω ή εν μέρει των διατάξεων του Ν.Δ. 496/74 διάφορα Ν.Π.Δ.Δ. εποπτευόμενα υπό του Υπ. Εθν. Αμύνης (τόμ. 25 σελ.126,9161) Δια του Π.Δ. 1107 της 18/19 Νοεμ. 1977 εξηρέθησαν των διατάξεων του Ν.Δ. 496/1974, ως ετροποποιήθη, εξαιρέσει των άρθρ. 40 έως και 43 αυτού οι Φαρμακευτικοί, Ιατρικοί και Οδοντιατρικοί Σύλλογοι. Δια του Π.Δ. 1121 της 21/24 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 362) εξηρέθη της εφαρμογής των άρθρ. 6 παρ. 1,12 παρ. 3 και 6, 13 παρ. 6, 20, 22, 24 παρ. 4 και 5, 25-29, 33 και 34 Ν.Δ.496/1974 ως ετροποποιήθη δια των Νόμ. 369/1976 και 578/1977 ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού (τόμ. 16Β σελ. 740,10). Δια του Π.Δ. 1124 της 23/25 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄364) οι Δικηγορικοί Σύλλογοι του Κράτους εξηρέθησαν της εφαρμογής του συνόλου των διατάξεων του Νόμ. 496/1974 ως ετροποποιήθη υπό των Νόμ. 250/76,369/76 και 578/77. Σελ. 126,91402(ζ) Τεύχος 1240-Σελ. 52 Δια του Π.Δ. 1128 της 26/26 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Β΄365) εξηρέθη της εφαρμογής των άρθρ. 17 έως και 19 και 25 έως και 29 του Ν.Δ. 496/1974 ως ετροπ. δια των Νόμ. 369/76 και 578/77 ο Οργανισμός Βάμβακος (τόμ. 16Γ σελ. 870,03). Δια του Π.Δ. 1143 της 30/30 Νοεμ. 1977 (ΦΕΚ Α΄373), ο Ε.Ο.Τ. εξηρέθη των διατάξεων του άρθρ. 4, της παρ. 3 του άρθρ. 5, των άρθρ. 6, 12, 13, 15-20, 24, 30-38, 40-43 Ν.Δ. 496/74 ως ετροποποιήθη (τόμ. 18 σελ. 64,892). Με το Π.Δ. 968/21 Νοεμ.-9 Δεκ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 273) οι Συμβολαιογραφικοί Σύλλογοι από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 8, 12, 13, 20, 22 και 38 του Ν.Δ.496/1974, όπως τροποποιήθηκε με τους Νόμ. 369/1976, Νόμ. 578/1977 και Νόμ. 956/1979. Με το Π.Δ. 974/16 Νοεμ.-14 Δεκ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 275) εξαιρέθηκαν οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων και οι Εταιρείες Προστασίας Αποφυλακιζομένων από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.Δ. 496/1974, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμ. 369/1976, 578/1977 και 956/1979. Με το άρθρο μόνο Π.Δ. 982/5-14 Δεκ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 275) εξαιρέθηκε από την εφαρμογή της παρ. 1 άρθρ. 6 του Ν.Δ. 496/1974, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα ο Οργανισμός Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης. Με το Π.Δ. 1040/20-29 Δεκ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 291) εξαιρέθηκαν «της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρ. 5, 6, 8 παρ. 2,30 και 44 του Ν.Δ. 496/1974, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, τα ακόλουθα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, τα οποία εποπτεύονται υπό της Δ/νσεως Προνοίας Ναυτικών του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλία: α.Ναυτικόν Απομαχικόν Ταμείον. β.Ταμείον Προνοίας Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού. γ.Ταμείον Προνοίας Κατωτέρων Πληρωμάτων Εμπορικού Ναυτικού. δ.Οίκου Ναύτου. ε.Γραφείον Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας». Με το άρθρ. 57 Νόμ. 1591/1986, ΦΕΚ Α΄50, (τόμ. 27 σελ. 196,387) ορίστηκε ότι τα Νομικά πρόσωπα Δ.Δ. θρησκευτικού και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που εκπληρούν κοινωφελείς, φιλανθρωπικούς και πολιτιστικούς σκοπούς αυτοχρηματοδοτούμενα εξαιρούνται από την εφαρμογή του άνω Ν.Δ. 496/1974. 25.Β.ε.18 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. Επέκτασις εφαρμογής του παρόντος Άρθρ. 57.-1.Δια Π.Δ/των προκαλουμένων υπό του Υπουργού των Οικονομικών και του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού, δύναται να επεκτείνωνται αι διατάξεις του παρόντος Ν.Δ/τος εν όλω ή εν μέρει, και επί των δημοσίου χαρακτήρος ειδικών λογαριασμών, επιτρεπομένης της τροποποιήσεως και συμπληρώσεώς των, επί τω τέλει της προσαρμογής τούτων προς τας ιδιομορφίας εκάστου ειδικού λογαριασμού ή κατηγορίας ειδικών λογαριασμών. 2.Μέχρι της εκδόσεως των κατά την προηγουμένην παράγραφον Π.Δ/των, αι διατάξεις των άρθρ. 40 και 43 του παρόντος, εφαρμόζονται και επί των ειδικών λογαριασμών. Άρθρ.58.-Μέχρι της θέσεως εν ισχύϊ των υπό του παρόντος προβλεπομένων Π.Δ/των, αποφάσεων και κανονισμών, τα περί αυτών θέματα ρυθμίζονται υπό των μέχρι της ενάρξεως της ισχύος αυτού κειμένων διατάξεων, φυλαττομένης της ισχύος της παρ. 2 του άρθρ. 57 του παρόντος. Γνωμοδοτική Επιτροπή Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ. Άρθρ.59.-«1.Συνιστάται παρά τω Γενικώ Λογιστηρίω του Κράτους Γνωμοδοτική Επιτροπή Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ., συντιθεμένη εκ των κάτωθι: α)Ενός Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Προέδρου. β)Του Γενικού Διευθυντού ή ενός Αναπληρωτού Γενικού Διευθυντού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. γ)Του παρά τω Γενικώ Λογιστηρίω του Κράτους Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αναπληρουμένου υπό ετέρου Παρέδρου, οριζομένου υπό του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου. δ)Του Διευθυντού της Διευθύνσεως Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. ε)Ενός ανωτέρου οικονομικού υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. Εισηγητής ορίζεται εις εκ των, παρά τη Διευθύνσει Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, υπηρετούντων Τμηματαρχών. Χρέη Γραμματέως εκτελεί υπάλληλος Α΄Κατηγορίας του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μέχρι του 6ου βαθμού. 2.Ο Πρόεδρος της Επιτροπής δύναται να καλή όπως παρίστανται εις τας συνεδριάσεις αυτής, ως Εισηγηταί άνευ ψήφου, επί ειδικών θεμάτων, οι Προϊστάμενοι των Διευθύνσεων Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων και Κεντρικού Λογιστηρίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ως και ανώτερος υπάλληλος Ν.Π.Δ.Δ. 3.Η συγκρότησις της ανωτέρω Επιτροπής ενεργείται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, δια της οποίας ορίζονται, μετά των αναπληρωτών των, ο Πρόεδρος, τα υπό στοιχ. (β) και (ε), ο Εισηγητής και ο Γραμματεύς αυτής. Ο Πρόεδρος, μετά του αναπληρωτού του, ορίζεται μετά πρότασιν του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 4.Η, κατά το παρόν άρθρον, Επιτροπή γνωμοδοτεί επί: α)των, κατά τας διατάξεις του παρόντος εκδιδομένων, Π.Δ/των, Υπουργικών Αποφάσεων κανονιστικού περιεχομένου και Κανονισμών και β)των αναφυομένων εκ της εφαρμογής των διατάξεων περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ. ζητημάτων ή και άλλων συναφών θεμάτων, των παραπεμπομένων εις αυτήν παρά της Διευθύνσεως Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. 5.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα του τρόπου της εν γένει λειτουργίας της Επιτροπής, ως και πάσα αναγκαία δια την εφαρμογήν του παρόντος άρθρου λεπτομέρεια. Εις τον Πρόεδρον, τα μέλη, τους εισηγητάς και τον γραμματέα της Επιτροπής καταβάλλεται αμοιβή, καθοριζομένη δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 176/1969 «περί καταβολής αμοιβών εις τους μετέχοντας Συμβουλίων και Επιτροπών». Το άρθρ.59 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3, Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξη ισχύος από 1 Ιαν. 1977. Για την αναβολή της έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρ. 6 του παρόντος ΝΔ ως τούτο ετροποποιήθη και συνεπληρώθη , ίδετε άρθρ. 16 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. άριθ. 26). Η Γνωμοδοτική Επιτροπή του άνω άρθρου καταργήθηκε από την παρ. 12 του Κεφ.Γ΄ της 0.208/181/1982 (ΦΕΚ Β΄214) απόφ. Υπ. Προεδρίας και Οικονομικών (τόμ. 24, σελ. 58,186). Άρθρ.60.-«1.Πάσα προγενεστέρα γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος καταργείται. Εξαιρούνται της καταργήσεως, έστω και αν αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος, κείμεναι διατάξεις αφορώσαι εις την ισχύν, επί των Ν.Π.Δ.Δ., της νομοθεσίας περί εκτελέσεως δημοσίων έργων, έργων δημοσίων επενδύσεων και της Υπηρεσίας Κρατικών Προμηθειών. 2.Καταργούνται αι διατάξεις: α)των άρθρ. 99 και 101 του Ν.Δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», β)του Β.Δ. 776/1972 «περί επεκτάσεως ενίων διατάξεων του Ν.Δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού επί των Ν.Π.Δ.Δ.» γ)του Ν.Δ. 196/1973 «περί εγκρίσεως των προϋπολογισμών των Ν.Π.Δ.Δ.» και δ)του Ν.Δ. 754/1970 «περί πληρωμής δι’ επιταγών των δαπανών των Ν.Π.Δ.Δ., Ειδικών Ταμείων, Ειδικών Κεφαλαίων και Ειδικών Υπηρεσιών, ων την διαχείρισιν ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος». Ομοίως καταργείται πάσα γενική ή ειδική διάταξις, προβλέπουσα (Αντί για τη σελ. 126,91403) Σελ. 126,91403(α) Τεύχος Ε31-Σελ. 55 Λογιστικό Ειδικών Ταμείων Ν.Π.Δ.Δ. 25.Β.ε.18 την έγκρισιν του Υπουργού των Οικονομικών δια τον διορισμόν προσωπικού των Ν.Π.Δ.Δ.». Το άρθρ. 60 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 17 Νόμ. 369/1976 (κατωτ. αριθ. 26). Έναρξις ισχύος από 1 Ιαν. 1977. Η έναρξις ισχύος της περιπτ. δ΄ της ανωτέρω παρ. 2 ανεβλήθη δια του άρθρ. 1 Νόμ. 578/1977 (κατωτ. αριθ. 31). Αύτη τίθεται εν ισχύϊ δια Π.Δ/τος. Άρθρ.61.-Δαπάναι των Ν.Π.Δ.Δ. και αποκεντρωμένων Δημοσίων Υπηρεσιών πραγματοποιηθείσαι κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 321/1969, θεωρούνται νομίμως γενόμεναι. Άρθρ.62.-«Η ισχύς του παρόντος Ν.Δ/τος άρχεται από 1ης Ιαν. 1977, εξαιρέσει των διατάξεων των άρθρ. 4, 14, 40 έως και 43, 59, 60 παρ. 2 περίπτ. γ΄ και 61, αίτινες ισχύουν από της δημοσιεύσεως αυτου». Το άρθρ. 62 αντικατασταθέν δια του άρθρ. 2 Ν.Δ. 220/1974 (κατωτ. αριθ. 19) αντικατεστάθη εκ νέου ως άνω, αφ’ ης ίσχυσε, δια του άρθρου μόνου Νόμ. 250/1976 (κατωτ. αριθ. 25). άρθρ.1 Ν.578/1977 (ΦΕΚ Α΄106), κατωτέρω αριθ.31. Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου τούτο τίθεται εν ισχύι εν όλω ή εν μέρει διά Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. Έξοδα | 127 |
4. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 17/20 Μαρτ. 1951 Περί μερικής καταργήσεως των κατά το ψήφισμα ΚΗ/1947 φορολογικών απαλλαγών. Έχοντες υπ’ όψιν τας διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 6 του Ψηφίσματος ΚΗ/1947 «περί παροχής διευκολύνσεων δια την υπό ιδιωτών ανοικοδόμησιν» και ιδόντες την υπ’ αριθ. 352 ε.έ. σύμφωνον γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και την υπ’ αριθ. 199 ε.έ. σύμφωνον γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-1.Αναστέλλεται καθ’ άπασαν την χώραν η κατά το άρθρ. 1 του από 21 Οκτ. 1947 Β. Δ/τος «περί εκτελέσεως του άρθρ. 1 του Ψηφίσματος ΚΗ΄ κλπ.» απαλλαγή από του φόρου καθαρών προσόδων α΄ κατηγορίας και παντός άλλου συμβεβαιουμένου ή παρομαρτούντος φόρου ή τέλους δια τας οικοδομάς ή τμήματα οικοδομών, τας υπαγομένας εις τας περιπτώσεις των εδαφ. α), β) και γ) παρ. 1 του αυτού άρθρ. 1 πλην των κατά τα ακόλουθα εξαιρέσεων. Άρθρ.2.-1.Εξαιρούνται της κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναστολής αι ακόλουθοι οικοδομαί ή τμήματα αυτών: Α)Αι οικοδομαί λαϊκής κατοικίας εις ας περιπτώσεις τούτο προβλέπεται υπό του Α.Ν. 1667/1951 «περί λαϊκής κατοικίας». Β)Αι καθ’ άπασαν την χώραν οικοδομαί ή τμήματα αυτών αι ανεγειρόμεναι επί οικοπέδων εφ’ ων υπήρχον οικοδομαί αίτινες εκ πολεμικών γεγονότων ή βιαίων συμβάντων ή θεομηνίας είτε κατέρρευσαν εξ ολοκλήρου είτε εβλάβησαν εις βαθμόν καθιστώντα αδύνατον την κανονικήν χρησιμοποίησιν αυτών δι’ ην χρήσιν εκ κατασκευής προωρίζοντο και κατεδαφίσθησαν. Η αυτή αξαίρεσις και υπό τας ιδίας προϋποθέσεις καταστροφής ισχύει και δια τας περιπτώσεις καθ’ ας είτε λόγω ομαδικής τακτοποιήσεως των οικοπέδων κατά τας διατάξεις περί σχεδίων πόλεων εις βλαβέντας οικισμούς είτε χάριν μεταθέσεως Σελ. 326 βλαβέντος οικισμού εις καλλιτέραν θέσιν ή αραιώσεως αυτού, η ανέγερσις της οικοδομής δεν γίνεται επί του αρχικού οικοπέδου αλλ’ επί του εκ της ομαδικής τακτοποιήσεως των οικοπέδων προκύψαντος τοιούτου ή του χάριν της μεταθέσεως ή της αραιώσεως του οικισμού διατεθέντος νέου οικοπέδου. Γ)Αι καθ’ άπασαν την Χώραν οικοδομαί ή τμήματα αυτών αι υπαγόμεναι εις τας περιπτώσεις των εδαφ. α΄, β΄ ή γ΄ της παρ. 1 του άρθρ. 1 του ως άνω Β.Δ. της 21 Οκτ. 1947, δι’ ας δεν έχει μέχρι της ισχύος του παρόντος αναγνωρισθή η παροχή φορολογικής απαλλαγής κατά τας διατάξεις του αυτού Β. Δ/τος,πλην όμως αύται είτε έχουν ανεγερθή προ της ισχύος του παρόντος είτε δεν έχουν μεν ανεγερθή εισέτι, έχει όμως εκδοθή η δι’ αυτάς κατά τον νόμον οικοδομική άδεια, έχει υποβληθή εις την αρμοδίαν Υπηρεσίαν αίτησις προς έκδοσιν της αδείας ταύτης συνοδευομένη δια των κυρίων προς τούτο απαιτουμένων στοιχείων μελέτης, προ της ισχύος του παρόντος, εφ’ όσον όμως δια τελευταίαν ταύτην και μόνον περίπτωσιν, ο φέρων οργανισμός της οικοδομής ανεγερθή εντός των εν τέλει του ακολούθου εδαφ. Δ΄ προθεσμιών. Δ)Οικοδομαί ή τμήματα αυτών καθ’ άπασαν την Χώραν μη υπαγόμεναι μεν εις τας περιπτώσεις εξαιρέσεως των ως άνω εδαφ. Α΄) Β΄)ή Γ΄) δια τας οποίας όμως προκειμένης της ανεγέρσεως αυτών και προ της ισχύος του παρόντος, συνετελέσθη αποδεδειγμένως ενέργειά τις ή δαπάνη εκ των ακολούθων: α)έξωσις μισθωτού ή κατ’ επίταξιν ενοίκου είτε αναγκαστικώς κατά τας προβλέψεις του Β.Δ. της 23 Σεπτ. 1948 «περί εκτελέσεως της παρ. 2 του άρθρ. 4 του ψηφίσματος ΚΗ/1947 κλπ.» ως μεταγενεστέρως συνεπληρώθη και ετροποποιήθη είτε συμβιβαστικώς ή και έναρξις μόνον της δικαστικής διαδικασίας προς αναγκαστικήν έξωσιν μισθωτού δια της εγέρσεως της κατά την παρ. 3 του άρθρ. 3 του προαναφερθέντος Β. Δ/τος αγωγής, προς απελευθέρωσιν του ακινήτου δια τον σκοπόν της ανοικοδομήσεως αυτού, β)κατεδάφισις οικοδομής προς επανοικοδόμησιν του ακινήτου ασχέτως του αν ήτο αύτη μεμισθωμένη ή ου. Η εξακρίβωσις της εκτελέσεως ενεργειών ή δαπανών κατά τ’ ανωτέρω, ως και του αν αύται συνετελέσθησαν προ της ισχύος του παρόντος, απόκειται εις τας κατά τας παρ. 3 και 5 του άρθρ. 3 του ως άνω Β.Δ. της 21 Οκτ. 1947 Επιτροπάς. Η κατά το παρόν εδάφιον Δ΄ ως και η κατά την τελευταίαν περίπτωσιν του προηγουμένου εδαφ. γ΄ εξαίρεσις από της αναστολής της φορολογικής απαλλαγής ισχύει μόνον εφ’ όσον ο φέρων οργανισμός της οικοδομής ή του τμήματος αυτής ανεγερθή εντός προθεσμίας έξ μηνών από της ισχύος του παρόντος, εκδιδομένης περί τούτου σχετικής βεβαιώσεως κατά τα εν παρ. 6 του άρθρ. 2 του αυτού ως άνω Δ/τος της 21.10.1947 οριζόμενα. Η προθεσμία αύτη δύναται να παραταθή μέχρις ενός έτους συνολικώς, δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικής Προνοίας μετά σύμφωνον γνώμην του Συμβουλίου Οικισμού, εκδιδομένης εις περιπτώσεις τεχνικών ή άλλων δυσχερειών συνεπαγομένων καθυστέρησιν εις την έναρξιν ή εις την πρόοδον των εργασιών. 2.Δι’ οικοδομάς ή τμήματα αυτών καθ’ άπασαν την χώραν υπαγομένας εις τα εδάφ. α΄), β΄), ή γ΄) της παρ. 1 του άρθρ. 1 του αυτού ως άνω Β.Δ. της 21 Οκτ. 1947, ιδιοκατοικουμένας ή εν γένει χρησιμοποιουμένας υπ’ 27.Ζ.γ.4 Διευκολύνσεις για την Ανοικοδόμηση αυτού τούτου του κυρίου αυτών και μη εμπιπτούσας εις τας κατά την προηγουμένην παράγραφον εξαιρέσεις και εφ’ όσον η κατά κυβικόν μέτρον αξία κατασκευής αυτών δεν υπερβαίνει τας 300.000 δραχμάς, και η ωφέλιμος έκτασις δαπέδου μόνον των κυρίων δωματίων μετά των τυχόν προθαλάμων αυτών δεν υπερβαίνει τα 90 τετραγωνικά μέτρα, ο φόρος καθαράς προσόδου α΄ κατηγορίας, ως και πας άλλος συμβεβαιούμενος ή παρομαρτών φόρος ή τέλος υπέρ οιουδήποτε λογίζεται επί τεκμαρτού μισθώματος βάσει του προπολεμικού τοιούτου και του γενικού συντελεστού αυξήσεως των μισθωμάτων του εκάστοτε δια του ενοικιοστασίου καθοριζομένου. Ο ως άνω υπολογισμός ισχύει δια τεκμαρτά μισθώματα μέχρι της 30 Ιουν. 1958. Δια την διαπίστωσιν, προς εφαρμογήν της παρούσης παραγράφου, της ιδιοκατοικήσεως ή ιδιοχρησίας απαιτείται και σχετική βεβαίωσις του οικείου Αστυνομικού Τμήματος. 3.Δια την χορήγησιν της κατά το άρθρ. 1 του αυτού ως άνω Β.Δ. της 21 Οκτ. 1947 φορολογικής απαλλαγής δι’ οικοδομάς, περί ων το εδάφ. δ΄ της παρ. 1 του αυτού άρθρ.1, δι’ ου η αίτησις προς χορήγησιν της κατά νόμον οικοδομικής αδείας προς εκτέλεσιν των επισκευών υπεβλήθη εις την αρμοδίαν Αρχήν μετά την ισχύν του παρόντος το κατά το αυτό εδάφ. δ΄ ποσοστόν αυξάνεται από του ενός έκτου εις τον έν τρίτον. 4.Επί των περιπτώσεων του άρθρου τούτου εφαρμόζονται κατά τα λοιπά και εφ’ όσον ανωτέρω δεν ορίζεται άλλως, πάσαι αι κείμεναι διατάξεις του ΚΗ΄ Ψηφίσματος και των προς εκτέλεσιν τούτου εκδοθέντων Β. Δ/των, όσον αφορά τους όρους και τας προϋποθέσεις, τας προθεσμίας, ως και την εν γένει διαδικασίαν παροχής των διευκολύνσεων. Τα όργανα εν γένει, εις τα οποία έχει ανατεθή η εφαρμογή των περί παροχής των διευκολύνσεων τούτων διατάξεων, ως και αι επιτροπαί και τα διοικητικά δικαστήρια τα αποφαινόμενα περί αυτών εφ’ όσον ανωτέρω δεν ορίζεται άλλως, καθίστανται αρμόδια όπως αναλόγως εξετάζωσιν ,ενεργώσι και αποφαίνωνται και καθ’ όσον αφορά την συνδρομήν των οριζομένων υπό του άρθρου τούτου όρων και προϋποθέσεων της εφεξής παροχής των ως άνω διευκολύνσεων κατά τας προβλεπομένας υπό του άρθρου τούτου περιπτώσεις. Εις τους επί των Οικονομικών και επί της Κοινωνικής Πρόνοιας Ημετέρους Υπουργούς ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος, ούτινος η ισχύς άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού. | 309 |
8. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡ. ΝΑ ΥΤΙΛΙΑΣ Αριθ. 70096/707 της 26 Ιαν./6 Φεβρ. 1976 (ΦΕΚ Β' 158) Περί κυρώσεως της Ειδικής Συλλογικής Συμβάσεως πλόων προς Αγκόλα. Έχοντες υπ' όψει: 1.Τας διατάξεις του άρθρ. 5 του Α.Ν. 3276/1944 «περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία» ως τούτο ισχύει σήμερον. 2.Το υπ' αριθ. 46/23.1.1976 έγγραφον της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών, δι' ου υπεβλήθη ημίν προς κύρωσιν η από 15.1.1976 υπογραφείσα Ειδική Συλλογική Σύμβασις περί πλόων προς Αγκόλαν αποφασίζομεν: Κυρούμεν την από 15 Ιαν. 1976, υπογραφείσαν μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών αφ' ενός και της Πανελληνίου Ναυτικής Ομοσπονδίας κι των υπ' αυτήν ενδιαφερομένων κλαδικών οργανώσεων αφ' ετέρου, Ειδικήν Συλλογικήν Σύμβασιν περί πλόων εις Αγκόλα. Η ισχύς της δια της παρούσης κυρουμένης Ειδικής Συλλογικής Συμβάσεως άρχεται από 15ης Ιαν. 1976, η δε λήξις αυτής επέρχεται κατά τα εν αυτή οριζόμενα. Η παρούσα, μετά της κυρουμένης Ειδικής Συλλογικής Συμβάσεως, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. ΕΙΔΙΚΗ ΣΥ ΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΠΕΡΙ ΠΛΟΩΝ ΕΙΣ ΑΓΚΟΛΑ της 15 Ιαν. 1976 Μεταξύ αφ ενός της «ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΦΟΠΛΙΣΤΩΝ» και αφ' ετέρου 1)της Π.Ν.Ο 2)της Πανελληνίου Ενώσεως Πλοίαρχων, Πάσης Τάξεως Ε.Ν. 3)της Πανελληνίου Ενώσεως Μηχανικών Ε.Ν., 4)του Πανελληνίου Συνδέσμου Αξιωματικών ασυρμάτου, Θ.Α.Ξ., 5)της Πανελληνίου Ενώσεως Μηχανικών ΜΕΚ, 6)του Πανελληνίου Συνδέσμου Ηλεκτρολόγων Ε.Ν. 7)της Πανελληνίου Ενώσεως Ναυτών Ε.Ν. 8)της Πανελληνίου Ενώσεως Θερμαστών Θαλάσσης «Ο ΣΤΕΦΕΝΣΟΝ» 9)της Πανελληνίου Ενώσεως Ναυτομαγείρων «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ» 10)της Πανελληνίου Ενώσεως Θαλαμηπόλων Ε.Ν. 1.Εις τα πληρώματα των πλοίων, τα οποία καταπλέουν εις λιμένας ή όρμους της ΑΓΚΟΛΑ, καταβάλλεται πρόσθετον έκτακτον επίδομα, υπλογιζόμενον εις 100% επί του υπό της οικείας συλλογικής συμβάσεως καθοριζομένου μηνιαίου μισθού δι' έκαστον ναυτικόν. Εάν το ύψος του συμπεφωνημένου τυχόν μισθού, είναι μεγαλύτερον του υπό της συνολικής συμβάσεως καθοριζομένου, το ως άνω πρόσθετον επίδομα δεν συμψηφίζεται προς αυτό. 2.Το έκτακτον ως άνω επίδομα καταβάλλεται δι' όσας ημέρας το πλοίον θέλει παραμείνει εντός των λιμένων ή όρμων της ΑΓΚΟΛΑ η επ' αγκύρα έξωθεν αυτών. Εάν αι ανωτέρω ημέραι είναι ολιγώτεραι των 15, εις τα πληρώματα των πλοίων καταβάλλεται κατ' ελάχιστον όριον επίδομα 15 ημερών. 3.Εις Αξιωματικόν ή μέλος του πληρώματος όπερ ήθελεν υποστή κατά την διάρκειαν των άνω ημερών ατύχημα, οφειλόμενον εις τας εχθροπραξίας και όπερ ατύχημα ήθελεν επιφέρει εις τον ναυτικόν πλήρη ή μερικήν διαρκή ανικανότητα προς εργασίαν ήθελεν είναι θανατηφόρον, τότε θα καταβάλλεται, είτε εις τον ίδιον τον υποστάντα το ατύχημα ναυτικόν, είτε εις περίπτωσιν θανάτου αυτού, εις τους δικαιούχους της προβλεπομένης υπό του Νόμ. 551 «περί ατυχημάτων εν τη εργασία» αποζημιώσεως, εκτός ταύτης και πρόσθετος αποζημίωσις εκ Λιρών Αγγλίας (1.500) εφ' άπαξ. Αποσαφηνίζεται ότι δεν αποτελεί λόγον λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως, ο πλους προς λιμένας της ΑΓΚΟΛΑ, εφ' όσον τούτο αναφέρεται εις την ατομικήν σύμβασιν του ναυτικού. 4.Η ισχύς της παρούσης ειδικής συλλογικής συμβάσεως άρχεται από της υπογραφής της και θέλει διατηρηθή μέχρι τερματισμού των εχθροπραξιών εις ΑΓΚΟΛΑ ή μέχρις ότου υπογραφή ανακωχή, δυναμένης πάντως να καταγγελθή παρ' εκατέρων των συμβαλλομένων δια προειδοποιήσεως 15 ημερών. 5.Η παρούσα Ειδική Συλλογική Σύμβασις συνετάγη εις τριπλούν εξ ων ανά έν αντίτυπον έλαβον τα συμβαλλόμενα μέρη, το δε τρίτον θέλει κατατεθή εις το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας, υπογράφεται δε ως έπεται: Δια την Ένωσιν Ελλήνων Δια την Πανελλήνιον Εφοπλιστών Ναυτικήν Ομοσπονδίαν. (Έπονται Υπογραφαί) Ομοία προς την ανωτέρω Ε.Σ.Σ.Ε. υπεγράφη (15.1.76) μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων δια τους πλόας εις Λίβανον, κυρωθείσα δια της υπ' αριθ. 70096/708 της 26 Ιαν./4 Φεβρ. 1976 (ΦΕΚ Β' 138) απόφ. Υπ. Εμπ. Ναυτιλίας. (Αντί για τη σελ. 506,01) Σελ. 506,01(α) Τεύχος 706-Σελ. 31 Συλλογικές Συμβάσεις (Γενικά) 19.Ζ.β.8 | 30 |
67. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ Αριθ.Α7α/8774 της 13 Οκτ./30 Νοεμ.1982 (ΦΕΚ Β΄973) Αναπροσαρμογή νοσηλίων περίθαλψης, εκπαίδευσης κωφάλαλων παιδιών των ασφαλισμένων του Δημοσίου. Με την Α71/3804/15 Μαΐου-6 Ιουνίου 1984 (ΦΕΚ Β΄360) αποφ.Υπ.Υγείας και Πρόνοιας, τα νοσήλια εκπαίδευσης αναπροσαρμόστηκαν για μεν τους εσωτερικούς ασθενείς μέχρι 15.200 δρχ.το μήνα, για δε τους εξωτερικούς ασθενείς μέχρι 9.500 δρχ.το μήνα. Η άνω απόφαση τροποποιήθηκε με την Α7α/2317/4-29 Απρ. 1985 (ΦΕΚ Β΄233) απόφ. Υπ. Υγείας και Πρόνοιας. (Διορθ.σφαλμ.στο ΦΕΚ Β΄383/19 Ιουν. 1985). Με την Α7α/7003/20 Νοεμ.-21 Δεκ. 1988 (ΦΕΚ Β΄912) αποφ.Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν. Ασφαλίσεων, τα νοσήλια εκπαίδευσης κωφαλάλων αναπροσαρμόστηκαν για μεν τους εσωτερικούς ασθενείς μέχρι 22.800 δρχ. το μήνα, για δε τους εξωτερικούς ασθενείς μέχρι 11.750 δρχ. το μήνα. (Αντί για τη σελ.420,0901(ζ) Σελ.420,0901(η) Τεύχος 1348 Σελ. 11 Ιατροφαρμακευτική-Νοσοκομειακή περίθαλψη-΄Εξοδα κηδείας 2.Ζ.η.65-67 | 124 |
22. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 207 της 30 Σεπτ./6 Οκτ. 1936 Περί του εξαγομένου άλατος εις την αλλοδαπήν. Καταργήθηκε κατά το μέρος του που αφορά την εισαγωγή και διάθεση αλατιού δασμ. κλάσης 2501 από το άρθρ. 2 Π./Δ. 604/1985 (ΦΕΚ Α΄215), (τόμ. 28Α, σελ. 376,01). 13.Η.α.21-22 Αλυκές | 163 |
84. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Αριθ. Οικ. 14337/953 της 28/28 Ιουλ. 1995 (ΦΕΚ Β΄665) Μεταβίβαση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων με ή χωρίς προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και καθορισμός των σχετικών όρων που τίθενται στις αποφάσεις υπαγωγής επιχειρηματικών σχεδίων στις διατάξεις του άρθρ. 23α του Νομ.1892/90. | 327 |
33. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1486 της 17/18 Οκτ. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 161) Τροποποίηση των διατάξεων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Άρθρ.1.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 1 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.10.-(Προστίθεται νέο άρθρ. 10 στο Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.11.-(Προστίθεται νέο άρθρ. 12 στο Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.12.-(Προστίθεται νέο άρθρ. 13 στο Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.13.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 14 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.14.-1.(Αντικαθίσταται το άρθρ. 15 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). 2.Για τις αμοιβές των μελών των επιτροπών και ομάδων εφαρμόζεται η περιπτ. δ΄ του άρθρ. 1 του από 10.5.1946 Ν.Δ/τος που κυρώθηκε με το Νόμ.28/1946 (ΦΕΚ Α΄ 224) το οποίο εξακολουθεί επίσης να ισχύει κατά τα λοιπά. Άρθρ.15.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 16 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.16.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 17 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.17.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 18 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.18.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 άρθρ. 28 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). 2.Όπου στις διατάξεις των άρθρ. 28 μέχρι και 33 του ίδιου Π.Δ. της 27.11/14.12.1926, όπως τροποποιούνται με το νόμο αυτόν, αναφέρεται Πειθαρχικό Συμβούλιο νοούνται τα Πειθαρχικά Συμβούλια της προηγούμενης παραγράφου και όπου ο Πρόεδρος του ΤΕΕ νοείται ο Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΕ όταν πρόκειται για το Πειθαρχικό Συμβούλιο της έδρας του ΤΕΕ ή ο Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του αντίστοιχου Περιφερειακού Τμήματος στις άλλες περιπτώσεις. Η έφεση, όπου προβλέπεται, ασκείται με κατάθεση στη Γραμματεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Άρθρ.19.-1.(Αντικαθίσταται η παρ. 1 και 2 άρθρ. 29 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). 2.Η παρ. 3 του άρθρ. 29 εφαρμόζεται και για τα Πειθαρχικά Συμβούλια στις έδρες των Περιφερειακών Τμημάτων, όπου τον πίνακα εισηγητών καταρτίζει η Αντιπροσωπεία του τμήματος. Ο ελάχιστος αριθμός εισηγητών στους πίνακες των Περιφερειακών Τμημάτων ορίζεται σε 20 για το Περιφ. Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας και σε 10 για τα άλλα Περιφερειακά Τμήματα. Άρθρ.2.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 2 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.20.-1.Στην παρ. 3 του άρθρ. 31 του ίδιου Π.Δ. της 27.11/14.12.1926, όπως ισχύει, όπου αναφέρεται η έδρα του ΤΕΕ νοείται η έδρα του αρμόδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. 2.(Προστίθεται παρ. 10 στο άρθρ 31 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.21.-Με π.δ/γμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δημοσίων Έργων, μπορεί να κωδικοποιηθούν σε ενιαίο κείμενο μεταγλωττιζόμενες οι διατάξεις που ισχύουν για το Τ.Ε.Ε. Αν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της κωδικοποίησης, μπορεί να μεταβληθεί η σειρά, η αρίθμηση και η φραστική διατύπωση των άρθρων και παραγράφων, να παραλειφθούν οι σιωπηρά καταργημένες διατάξεις και να γίνει προσαρμογή των διατάξεων προς άλλες τυχόν ισχύουσες διατάξεις. Άρθρ.22.-1.Οι πρώτες εκλογές μετά την ισχύ του νόμου αυτού θα διενεργηθούν κατ’ εξαίρεση στο χρόνο που ορίζεται με το άρθρ. 28 του Νόμ. 1474/1984 (ΦΕΚ Α΄ 128) και για τις εκλογές αυτές θα ρυθμισθούν με απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων όλα τα θέματα που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρ. 16 του Π.Δ. της 27.11/14.12.1926, όπως αντικαθίσταται με το άρθρ. 15 του παρόντος. 2.Μέχρι την αναδιάρθρωση των Περιφερειακών Τμημάτων του ΤΕΕ, αυτά εξακολουθούν να λειτουργούν με βάσει τις διατάξεις που τα διέπουν, κατά το μέρος που αυτές δεν τροποποιούνται με τις διατάξεις του νόμου αυτού. (Αντί για τη σελ. 140,21) Σελ. 140,21(α) Τεύχος Η92-Σελ. 49 Τεχνικό Επιμελητήριο 14.Β.ε.33 3.Όπου στον παρόντα νόμο ή σε άλλες διατάξεις προβλέπεται γνώμη του ΤΕΕ ή των οργάνων του, η γνώμη αυτή παρέχεται μέσα σε τασσόμενη προθεσμία. Αν αυτή περάσει άπρακτη, το αρμόδιο κρατικό όργανο ενεργεί και χωρίς τη γνώμη του ΤΕΕ. Άρθρ.23.-Από την ισχύ του νόμου καταργούνται: α)Τα άρθρ. 19 μέχρι και 26 και 42 του Π.Δ. της 27.11/14.12.1926, όπως ισχύουν (ΦΕΚ Α΄ 430), β)το πρώτο εδάφιο του άρθρ. 6 του από 10.5.1946 Ν.Δ/τος (ΦΕΚ Α΄ 158), που κυρώθηκε με το Νόμ. 28/1946 (ΦΕΚ Α΄ 224) και γ)το άρθρ. 4 του Ν.Δ. 306/19.4.1947 (ΦΕΚ Α΄ 77). Άρθρ.24.-Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Άρθρ.3.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 3 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.4.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 4 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.5.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 5 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.6.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 6 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.7.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 7 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.8.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 8 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). Άρθρ.9.-(Αντικαθίσταται το άρθρ. 9 Π.Δ. 27 Νοεμ.-14 Δεκ. 1926, ανωτ. αριθ. 1). | 287 |
26. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 93 της 23 Φεβρ./9 Μαρτ. 1988 (ΦΕΚ Α΄ 43) Καθορισμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κοζάνης, της έναρξης λειτουργίας του και της τοπικής αρμοδιότητάς του. | 225 |
120. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Αριθ. 78548/Β 1105 της 21/31 Δεκ. 1992 (ΦΕΚ Β΄ 758) Σύσταση Εταιρειών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων και ανάθεση συγκρότησης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ήδη λειτουργούσες εταιρείες εκ μέρους των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. | 31 |
96. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Γ2/177 της 16/27 Ιαν. 1987 (ΦΕΚ Β΄ 330 Πρόσθετη διδακτική βοήθεια μαθητών λυκείου. | 41 |
170. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ. Φ.0544/2/ΑΣ 690/Μ.4517 της 22 Οκτ./14 Νοεμ. 1995 (ΦΕΚ Α΄236) Έγκριση Πρωτοκόλλου 1ης Συνόδου Μικτής Ελληνοαλβανικής Επιτροπής οδικών μεταφορών, Ιωάννινα, 23.8.1995. | 11 |
4. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 513 της 6/26 Σεπτ. 1941 Περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών αρμοδιότητος της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης. Εκυρώθη πλην της παρ. 1 του άρθρ. 4 δια της υπ’ αριθ. 326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου. | 283 |
3. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ' αριθ. 320 της 14/16 Μαρτ. 1968 (ΦΕΚ Α΄ 56) Περί συμπληρώσεως των διατάξεων του άρθρ. 53 του Α.Ν. 833/1937 περί στελέχους εφέδρων αξιωματικών του κατά γην στρατού. (Κατηργήθη δια του άρθρ. 2 Νόμ. 199/1975, κατωτ. αριθ. 6). | 284 |
85. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 523 της 30/31 Δεκ. 1983 (ΦΕΚ Α’ 200) Αύξηση των συντάξεων του Τ.Σ.Α.Υ. Η παρ. 2 του άρθρου μόνου του ανωτέρω Π.Δ/τος καταργήθηκε από την παρ. 4 του άρθρ. 1 του Π.Δ.460/1989 (ΦΕΚ Α’ 201) κατωτ. αριθ. 110. | 270 |
21. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 371 της 28 Νοεμ. 5 Δεκ. 1994 (ΦΕΚ Α΄ 210) Παράταση λειτουργίας της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων (ΕΥ ΔΕ) για την εκτέλεση του έργου Αποχέτευσης και Επεξεργασίας Λυμάτων μείζονος περιοχής Θεσσαλονίκης. Άρθρ.μόνο.-Η διάρκεια λειτουργίας της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων (ΕΥ ΔΕ) για την εκτέλεση του έργου Αποχέτευσης και Επεξεργασίας Λυμάτων Μείζονος περιοχής Θεσσαλονίκης, όπως αυτή ορίστηκε με το Π.Δ/γμα 132/1983 (ΦΕΚ Α΄ 59) και παρατάθηκε με τα Προεδρικά Δ/γματα 486/1988 (ΦΕΚ Α΄ 219) και 440/1991 (ΦΕΚ Α΄ 159), παρατείνεται μέχρι 31.12.1999. (Αντί για τη σελ. 630,135(α) Σελ. 630,135(β) Τεύχος 1231-Σελ. 77 Υπόνομοι Θεσσαλονίκης 23.Η.β.18-21 23.Η.β.21 Υπόνομοι Θεσσαλονίκης | 341 |
77ε. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 23/23 Νοεμ.1956 Περί επεκτάσεως των αρμοδιοτήτων του Νομάρχου επί θεμάτων αρμοδιότητος του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων. | 292 |
11. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 136 της 6/24 Φεβρ. 1982 (ΦΕΚ Α΄ 20) Ίδρυση Υπολιμεναρχείου Σκιάθου και τροποποίηση της περιφέρειας δικαιοδοσίας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου. Έχοντας υπόψη: 1.Τη διάταξη του άρθρ. 13 παρ. 1 του Νόμ. 672/77 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.Δ. 530/70 «περί Λιμενοφυλάκων» και ετέρων τινών διατάξεων» (ΦΕΚ 235 Α΄/77). 2.Τη διάταξη του άρθρ. 14 παρ. 9 του Ν.Δ. της 27.5/1.6.1927 «περί Διοικήσεως του Εμπορικού Ναυτικού» (ΦΕΚ 104Α/27). 3.Την υπ’ αριθ. 11068/39/81/12.11.81 πρόταση του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος «περί μετατάξεως του Λιμενικού Σταθμού Σκιάθου σε Υπολιμεναρχείο». 4.Την υπ’ αριθ. 1592/1981 γνωμοδότησση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, αποφασίζουμε: Άρθρ.1.-Ιδρύεται στη Σιάθο Υπολιμεναρχείο και ορίζεται περιφέρεια δικαιοδοσίας του το ομώνυμο νησί Σκιάθος καθώς και τα νησιά των Βορείων Σποράδων, πλην της Σκύρου καταργουμένου του συσταθέντος με τα Ν.Δ/τα της 4ης Νοεμ. 1940, 5 Δεκ. 1940 και 19 Φεβρ. 1946 Λιμενικού Σταθμού Σκιάθου, η λειτουργία του οποίου παύει από την έναρξη λειτουργίας του παραπάνω Υπολιμεναρχείου. Άρθρ.2.-(Αντικαθίσταται η περίπτ. ιβ΄ παρ. 2 άρθρ. 1 Β.Δ. 215/1973, ανωτ. σελ. 79). (Αντί για τη σελ. 82,05(δ) Σελ. 82,05(ε) Τεύχος 1368 Σελ. 97 Περιφέρειες Λιμενικών Αρχών 20.Β.β.10-11 | 268 |
68. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Αριθ.21428 Φ.077.1/38ιζ της 3/19 Δεκ.1983 (ΦΕΚ Β΄729) Κατάργηση των υπό των Σωμάτων Ασφαλείας και της Διευθύνσεως Αγροφυλακής εκδιδομένων περιοδικών και έκδοση ενιαίου υπό τον τίτλο «ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ». Τροποποιήθηκε από την 1548 Φ.0771/38ιη΄/24 Ιαν./7 Φεβρ.1984 (ΦΕΚ Β΄58) αποφ. Υπ. Δημ. Τάξης. Καταργήθηκαν από το άρθρ.17 της 9010/1/ 3δ/31 Μαρτ.-20 Απρ.1989 αποφ.Υπ. Δημ. Τάξης , (ΦΕΚ Β΄281), κατωτ. αριθ. 107. 69. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Αριθ.20705 Φ.101.33/32 της 3/9 Ιαν.1984 (ΦΕΚ Β΄3) Καθορισμός των ειδικών όρων και των προϋποθέσεων πρόσληψης με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου Ειδικών Συμβούλων στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. | 195 |
17. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 992 της 7/16 Δεκ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 277) Περί παρατάσεως της προθεσμίας συνάψεως συμβάσεως μεταξύ του Δημοσίου και της Εταιρείας Διαχειρίσεως των Ειδών του Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου και καθορισμού του ανωτάτου ορίου της αμοιβής αυτής. Σελ. 120,02(δ) Τεύχος Δ111-Σελ. 102 .226. 26.Δ.γ.16-17 Εταιρεία Διαχειρήσεως Υπεγγύων Προσόδων | 59 |
2. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 3644 της 28/31 Δεκ. 1956 (ΦΕΚ Α΄ 305) Περί καθορισμού των οργανικών θέσεων των μονίμων αξιωματικών και υπαξιωματικών της Βασ. Αεροπορίας. | 326 |
1. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 336 της 11 Νοεμ./16 Δεκ. 1969 (ΦΕΚ Α΄ 269) Περί κυρώσεως συμβάσεως περί της Αστικής Ευθύνης εις τον τομέα της Πυρηνικής Ενεργείας. Άρθρον μόνον.-Κυρούται και έχει ισχύν Νόμου η υπογραφείσα εν Παρισίοις την 29 Ιουλ. 1960 Σύμβασις μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος, της Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας, της Αυστριακής Δημοκρατίας, του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου της Νορβηγίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας και Βορείου Ιρλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας περί της Αστικής Ευθύνης εις τον τομέα της Πυρηνικής Ενεργείας. Το κείμενον της Συμφωνίας και του προσθέτου αυτή Πρωτοκόλλου, έπεται εν πρωτοτύπω εις την γαλλικήν και εν μεταφράσει εις την ελληνικήν γλώσσαν. ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΠΥΡΗΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Αι κυβερνήσεις της Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας, της Αυστριακής Δημοκρατίας, του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου της Νορβηγίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεττανίας και Βορείου Ιρλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας. «Θεωρώντας ότι η Υπηρεσία Πυρηνικής Ενέργειας του ΟΟΣΑ, που ιδρύθηκε στα πλαίσια του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (που στο εξής θα καλείται «Οργανισμός»), έχει επιφορτισθεί με την προώθηση της επεξεργασίας και εναρμόνισης της σχετικής με την πυρηνική ενέργεια νομοθεσίας στις χώρες που συμμετέχουν, ειδικά όσον αφορά το καθεστώς αστικής ευθύνης και ασφάλισης έναντι των κινδύνων από την ατομική ενέργεια». Η μέσα σε « » δεύτερη παράγραφος αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. Α άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988 ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2) που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της άνω Σύμβασης. Διατεθειμέναι όπως εξασφαλίσωσιν ολοσχερή και ευθύδικον επανόρθωσιν εις τα θύματα των προκαλουμένων εκ πυρηνικών ατυχημάτων ζημιών λαμβάνουσαι εν ταυτώ τα αναγκαία μέτρα προς αποφυγήν παρεμποδίσεως της αναπτύξεως της παραγωγής και χρησιμοποιήσεως της πυρηνικής ενεργείας δι’ ειρηνικούς σκοπούς. «Έχοντας πεισθεί για την ανάγκη ενοποίησης των βασικών κανόνων που εφαρμόζονται στις διάφορες χώρες για την ευθύνη που προκύπτει από τέτοια ζημία, με δυνατότητα όμως για τις χώρες αυτές να λαμβάνουν, σε εθνικό επίπεδο, οποιαδήποτε πρόσθετα μέτρα κρίνουν κατάλληλα». Η μέσα σε « » τελευταία παράγραφος, που είχε αντικατασταθεί, αντικαταστάθηκε και πάλι από την παρ. Β άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2) που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της άνω Σύμβασης. Άρθρ.7.-«α)Το σύνολον των πληρωτέων αποζημιώσεων δια ζημίαν προξενηθείσαν εκ πυρηνικού ατυχήματος, δεν δύναται να υπερβή το κατ’ ανώτατον όριον ποσόν της ευθύνης, το καθοριζόμενον συμφώνως προς το παρόν άρθρον. «(β)Το κατ’ ανώτατο όριο ποσό ευθύνης του εκμεταλλευόμενου πυρηνική εγκατάσταση για ζημίες που προκλήθηκαν από πυρηνικό ατύχημα καθορίζεται σε 15.000.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως καθορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και χρησιμοποιούνται απ’ αυτό για τις πράξεις και τις συναλλαγές του (στο εξής θα καλούνται «Ειδικά Τραβητικά Δικαίωματα»). Εν τούτοις: (ι)μπορεί να καθορισθεί από τη νομοθεσία κάθε συμβαλλόμενου μέρους ένα άλλο μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσό, λαμβανομένης υπόψη της δυνατότητας του εκμεταλλευόμενου την πυρηνική εγκατάσταση να επιτύχει την ασφάλιση ή άλλη χρηματική εγγύηση, σύμφωνα με το άρθρ. 10. (ιι)κάθε συμβαλλόμενο μέρος, εκτιμώντας τη φύση της πυρηνικής εγκατάστασης ή των σχετικών πυρηνικών ουσιών και τις πιθανές συνέπειες ενός ατυχήματος που θα προέκυπτε απ’ αυτές, μπορεί να καθορίσει χαμηλότερο ποσό αλλά σε καμία περίπτωση τα ποσά που καθορίζονται δεν μπορεί να είναι κατώτερα από 5.000.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα. Τα ποσά που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή μπορεί να μετατραπούν σε στρογγυλούς (Αντί για τη σελ. 486,25) Σελ. 486,25(α) Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 79 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια 40.Δ.η.1 αριθμούς του εθνικού νομίσματος». Η παρ. β αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. Θ άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2) που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. «(γ)Η αποκατάσταση των ζημιών, που προκλήθηκαν σε μέσο μεταφοράς επί του οποίου ήταν οι εν λόγω πυρηνικές ουσίες τη στιγμή του πυρηνικού ατυχήματος, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τον περιορισμό της ευθύνης του εκμεταλλευόμενου την πυρηνική εγκατάσταση, για τις άλλες ζημίες, σε ποσό κατώτερο από 5.000.000 Ειδικά Τραβητικά Δικαιώματα ή σε οποιοδήποτε άλλο υψηλότερο ποσό έχει ορισθεί από τη νομοθεσία κάθε συμβαλλόμενου μέρους». Η παρ. γ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. Ι άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2) που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. δ)Το ποσόν ευθύνης Φορέων πυρηνικών εγκαταστάσεων κειμένων επί του εδάφους Συμβαλλομένου Μέρους, καθορισθέν δυνάμει της παρ. (β) του παρόντος άρθρου, ως και αι διατάξεις της νομοθεσίας Συμβαλλομένου Μέρους ληφθείσαι δυνάμει της παρ. (γ) του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται και δια τον προσδιορισμόν της ευθύνης των εν λόγω Φορέων, ασχέτως του τόπου ένθα έλαβε χώραν το πυρηνικόν ατύχημα. ε)Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται να εξαρτήση την μέσω του εδάφους του μεταφοράν πυρηνικών ουσιών υπό τον όρον όπως το ανώτατον όριον ποσού ευθύνης του περί ου πρόκεται αλλοδαπού Φορέως, αυξηθή, εάν ήθελε θεωρήσει ότι το εν λόγω ποσόν δεν καλύπτει επαρκώς τους κατά την μεταφοράν κινδύνους πυρηνικού ατυχήματος. Εν τούτοις, το ούτως ηυξημένον κατ’ ανώτατον όριον ποσόν δεν δύναται να υπερβή το ανώτατον όριον ευθύνης των Φορέων πυρηνικών εγκαταστάσεων κειμένων επί του εδάφους του ρηθέντος Συμβαλλομένου Μέρους. ς)Αι διατάξεις της παρ. (ε) του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται: Ι)Επί θαλασσίας μεταφοράς όταν, δυνάμει του Διεθνούς Δικαίου, υφίσταται δικαίωμα καταφυγής εις λιμένας του ρηθέντος Συμβαλλομένου Μέρους λόγω επικειμένου κινδύνου ή δικαίωμα αβλαβούς διελεύσεως μέσω του εδάφους αυτού. Σελ. 486,26(α) Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 80 ΙΙ)Επί εναερίου μεταφοράς όταν, δυνάμει συμφωνίας ή εκ του Διεθνούς Δικαίου, υπάρχη δικαίωμα πτήσεως υπεράνω του εδάφους ή προσγειώσεως επί του εδάφους του ρηθέντος Συμβαλλομένου Μέρους. ζ)Οι τόκοι και τα δικαστικά έξοδα τα επιδικασθέντα υπό Δικαστηρίου επί αγωγής αποζημιώσεως δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως, δεν θεωρούνται ως αποζημιώσεις υπό την έννοιαν της παρούσης Συμβάσεως και έσονται πληρωτέα υπό του Φορέως επιπροσθέτως παντός ποσού αποζημιώσεως δι’ ην υπέχει ούτος ευθύνην δυνάμει του παρόντος άρθρου». Το 7 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. Άρθρ.8.-«α)Αι περί αποζημιώσεως αγωγαί δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως δέον όπως εγερθώσιν, επί ποινή εκπτώσεως, εντός δεκαετίας αρχομένης από του πυρηνικού ατυχήματος. Δύναται, εν τούτοις, η εθνική νομοθεσία να προσδιορίση προθεσμίαν εκπτώσεως ανωτέραν των δέκα ετών, εάν το Συμβαλλόμενον Μέρος επί του εδάφους του οποίου κείται η πυρηνική εγκατάστασις ης ο Φορεύς τυγχάνει υπεύθυνος, προβλέψη την λήψιν μέτρων όπως καλύψη την ευθύνην του Φορέως εν σχέσει προς τας περί επανορθώσεως αγωγάς εγερθείσας μετά την εκπνοήν της δεκαετούς προθεσμίας και κατά το χρονικόν διάστημα παρατάσεως της προθεσμίας ταύτης. Εν τούτοις, η παράτασις αύτη της προθεσμίας εκπτώσεως εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να παραβλάψη τα δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως δικαιώματα επανορθώσεως προσώπων άτινα εκίνησαν κατά του Φορέως αγωγήν λόγω θανάτου ή δια ζημίας εις πρόσωπα προ της λήξεως της ρηθείσης δεκαετούς προθεσμίας. β)Εις την περίπτωσιν ζημίας προξενηθείσης εκ πυρηνικού ατυχήματος αναγομένου εις πυρηνικά καύσιμα, ραδιενεργά προϊόντα ή απορρίμματα άτινα, κατά την στιγμήν του ατυχήματος, είχον κλαπή, απωλεσθή, εκβληθή εις την θάλασσαν ή εγκαταλειφθή και δεν είχον επανακτηθή, η υπό της παρ. (α) του παρόντος άρθρου προβλεπομένη προθεσμία υπολογίζεται από της ημερομηνίας του πυρηνικού τούτου ατυχήματος, αλλ’ εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται αύτη να υπερβή τα είκοσιν έτη αρχόμενα από της ημερομηνίας της κλοπής, απωλείας, εκβολής εις την θάλασσαν ή της εγκαταλείψεως. 40.Δ.η.1 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια γ)Η εθνική νομοθεσία δύναται εν τούτοις να ορίση προθεσμίαν εκπτώσεως ή παραγραφής δύο τουλάχιστον ετών, υπολογιζομένην από της στιγμής καθ’ ην ο παθών έλαβε γνώσιν της ζημίας και περί του υπευθύνου Φορέως, ήτοι υπολογιζομένην αφ’ ης στιγμής ούτος έλαβε λογικώς γνώσιν, μη ούσης δυνατής της υπερβάσεως της δυνάμει των παρ. (α) και (β) καθορισθείσης προθεσμίας. «(δ)Στις περιπτώσεις που εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρ. 13(γ), (ιι), το δικαίωμα αποκατάστασης δεν αποσβέννυται αν μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στις παρ. (α), (β) και (γ) του άρθρου αυτού. (ι)πριν εκδοθεί απόφαση του Δικαστηρίου, που προβλέπεται στο άρθρ. 17, ασκηθεί αγωγή ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου από εκείνα τα οποία μπορεί να επιλέξει το Δικαστήριο αυτό αν το δικαστήριο ορίσει ως αρμόδιο δικαστήριο άλλο από εκείνο στο οποίο έχει ήδη ασκηθεί η αγωγή, μπορεί να ορίσει προθεσμία μέσα στην οποία η αγωγή αυτή πρέπει να υποβληθεί στο δικαστήριο, που έχει ορισθεί ως αρμόδιο, ή (ιι)έχει υποβληθεί αίτηση στο ενδιαφερόμενο συμβαλλόμενο μέρος με σκοπό τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρ. 13(γ), (ιι) υπό τον όρο ότι θα ασκηθεί αγωγή, μετά τον ορισμό αυτό, μέσα στην προθεσμία, που θα ταχθεί από το Δικαστήριο». Η παρ. δ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. ΙΑ άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2), που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. ε)Εκτός εναντίας διατάξεως του εθνικού δικαίου, πρόσωπον υποστάν ζημίαν προξενηθείσαν εκ πυρηνικού ατυχήματος, όπερ ήγειρεν αγωγήν αποζημιώσεως εντός της υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένης προθεσμίας, δύναται δια παρεπομένης αιτήσεως να συμπληρώση την απαίτησίν του, εν περιπτώσει επιδεινώσεως της ζημίας, μετά την εκπνοήν της προθεσμίας ταύτης, εφ’ όσον δεν εξεδόθη εισέτι τελεσίδικος δικαστική απόφασις». Το άρθρ. 8 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. Άρθρ.9.-«Ο Φορεύς δεν είναι υπεύθυνος δια ζημίας προξενηθείσας εκ πυρηνικού ατυχήματος εάν το ατύχημα τούτο οφείλεται αμέσως εις πράξεις ενόπλου συρράξεως, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, επαναστάσεων ή, εκτός εναντίας διατάξεως της νομοθεσίας του Συμβαλλομένου Μέρους επί του εδάφους του οποίου κείται η πυρηνική εγκατάστασις αυτού, εις φυσικάς θεομηνίας εξαιρετικού χαρακτήρος». Το άρθρ. 9 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. Άρθρ.10.-α)Πας Φορεύς, προς κάλυψιν της ην υπέχει δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως ευθύνης, δέον να υποχρεωθή όπως παρέχη και διατηρή εν ισχύϊ και μέχρι του εν άρθρ. 7ω οριζομένου ποσού, ασφάλειαν ή ετέραν χρηματικήν εγγύησιν, ανταποκρινομένην προς τον τύπον και όρους τους καθοριζομένους υπό της αρμοδίας Δημοσίας Αρχής. β)Ο ασφαλιστής ή παν έτερον πρόσωπον παρέχον χρηματικήν εγγύησιν δεν δύνανται να αναστείλωσι την ισχύν της ασφαλείας ή χρηματικής εγγυήσεως περί ης προβλέπει η παράγραφος «α» του παρόντος άρθρου, ή να τερματίση αυτήν, άνευ προειδοποιήσεως επιδιδομένης προς την αρμοδίαν Δημοσίαν Αρχήν εγγράφως προ δύο τουλάχιστον μηνών, ή εφ’ όσον η ρηθείσα ασφάλεια ή ετέρα χρηματική εγγύησις αφορά την μεταφοράν πυρηνικών ουσιών, κατά την διάρκειαν της εν λόγω μεταφοράς. γ)Τα εκ της ασφαλείας, της αντασφαλείας ή ετέρας χρηματικής εγγυήσεως προερχόμενα ποσά, δεν δύνανται να χρησιμοποιηθώσιν ειμή μόνον δια την αποζημίωσιν ζημίων προξενηθεισών εκ πυρηνικού ατυχήματος. Άρθρ.11.-Η φύσις, η μορφή και η έκτασις της επανορθώσεως ως και η δικαία κατανομή των αποζημιώσεων, εντός των υπό της παρούσης Συμβάσεως προβλεπομένων ορίων, διέπονται υπό του Εθνικού Δικαίου. Άρθρ.12.-Αι συμφώνως τη παρούση Συμβάσει πληρωτέαι αποζημιώσεις, τα ασφάλιστρα και αντασφάλιστρα ως και τα εκ της ασφαλείας, της αντασφαλείας ή ετέρας χρηματικής εγγυήσεως κατά το άρθρ. 10 απορρέοντα ποσά και οι εν άρθρ. 7 (ζ) αναφερόμενοι τόκοι και δικαστικά έξοδα, τυγχάνουσιν ελευθέρως μεταβιβάσιμα μεταξύ των νομισματικών ζωνών των Συμβαλλομένων Μερών. Άρθρ.13.-«α)Πλην της περιπτώσεως αντιθέτου διατάξεως του παρόντος άρθρου, τα δικαστήρια του Συμβαλλομένου Μέρους επί του εδάφους του οποίου επεσυνέβη το πυρηνικόν ατύχημα είναι τα μόνα αρμόδια όπως δικάσωσιν επί αγωγών εγερθεισών δυνάμει των άρθρ. 3, 4, 6(α) και 6(γ). β)Εάν πυρηνικόν ατύχημα ήθελεν επισυμβή, έξω των εδαφών των Συμβαλλομένων Μερών ή εάν ο τύπος του πυρηνικού ατυχήματος δεν δύναται μετά βεβαιότητος να προσδιορισθή, τα δικαστήρια του Συμβαλλομένου Μέρους επί του εδάφους του οποίου κείται η πυρηνική εγκατάστασις ης ο Φορεύς είναι υπεύθυνος, είναι τα μόνα αρμόδια. γ)Εάν δυνάμει των παρ. (α) και (β) του παρόντος άρθρου, τα δικαστήρια πλειόνων Συμβαλλομένων Μερών τυγχάνουσι αρμόδια, ο κανονισμός αρμοδιότητος γίνεται: Ι)Εάν το πυρηνικόν ατύχημα επεσυνέβη εν μέρει έξω του εδάφους παντός Συμβαλλομένου Μέρους και εν μέρει επί του εδάφους ενός μόνον Συμβαλλομένου Μέρους, εις τα δικαστήρια του τελευταίου τούτου. (Αντί για τη σελ. 486,27) Σελ. 486,27(α) Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 81 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια 40.Δ.η.1 ΙΙ)Εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν, εις τα δικαστήρια του Συμβαλλομένου Μέρους, το οποίον, αιτήσει ενδιαφερομένου Συμβαλλομένου Μέρους, υπεδείχθη υπό του εν άρθρ. 17 προβλεπομένου Δικαστηρίου, ως το αμεσώτερον συνδεδεμένον προς την προκειμένην υπόθεσιν. δ)Όταν αι εκδοθείσαι κατ’ αντιμωλίαν ή ερημοδικίαν αποφάσεις του αρμοδίου δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου τυγχάνουσιν εκτελεσταί δυνάμει των υπό του δικαστηρίου τούτου εφαρμοσθέντων Νόμων, καθίστανται εκτελεσταί επί του εδάφους παντός ετέρου Συμβαλλομένου Μέρους ευθύς ως ήθελον συμπληρωθή αι υπό του ενδιαφερομένου Συμβαλλομένου Μέρους απαιτούμεναι διατυπώσεις. Ουδεμία περαιτέρω έρευνα επί της ουσίας της υποθέσεως επιτρέπεται. Η παρούσα διάταξις δεν έχει εφαρμογήν επί δικαστικών αποφάσεων προσωρινώς εκτελεστών. ε)Εάν ήθελεν εγερθή αγωγή αποζημιώσεως κατά Συμβαλλομένου Μέρους δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως, το ρηθέν Συμβαλλόμενον Μέρος δεν δύναται να επικαλεσθή το προνόμιον ετεροδικίας, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος άρθρου, πλην καθ’ ότι αφορά τα μέτρα εκτελέσεως». Το άρθρ. 13 αντικατεστάθη ως άνω δια της εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. Άρθρ.1. (α)Στα πλαίσια της Σύμβασης αυτής: (ι)«Πυρηνικό ατύχημα» σημαίνει κάθε γεγονός ή διαδοχή γεγονότων με κοινή προέλευση, που προκαλεί ζημιά, εφ’ όσον αυτό το γεγονός ή αυτή η διαδοχή γεγονότων ή κάθε ζημία που προκαλείται προέρχεται ή προκύπτει από ραδιενεργές ιδιότητες, ή συνδυασμό ραδιενεργών ιδιοτήτων με τοξικές, εκρηκτικές ή άλλες επικίνδυνες ιδιότητες πυρηνικών καυσίμων ή ραδιενεργών προϊόντων ή καταλοίπων ή από ιοντίζουσες ακτινοβολίες που εκπέμπονται από οποιαδήποτε άλλη πηγή ακτινοβολίας που βρίσκεται μέσα σε μία πυρηνική εγκατάσταση. (Αντί για τη σελ. 486,21) Σελ. 486,21(α) Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 75 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια 40.Δ.η.1 (ιι)«Πυρηνική εγκατάσταση» σημαίνει αντιδραστήρες εκτός από αυτούς που αποτελούν μέρος οποιουδήποτε μεταφορικού μέσου· εργοστάσια επεξεργασίας ή βιομηχανικής παραγωγής πυρηνικών ουσιών· εργοστάσια για το διαχωρισμό ισοτόπων από τα πυρηνικά καύσιμα· εργοστάσια για την επανεπεξεργασία ακτινοβολημένου πυρηνικού καυσίμου· εγκαταστάσεις για την αποθήκευση πυρηνικών ουσιών εξαιρουμένης της εναποθηκεύσεως των ουσιών αυτών κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους· και κάθε άλλη εγκατάσταση μέσα στην οποία υπάρχουν πυρηνικά καύσιμα ή ραδιενεργά προϊόντα ή κατάλοιπα, που θα χαρακτηρίζεται κάθε φορά από τη Διευθύνουσα Επιτροπή για την Πυρηνική Ενέργεια του Οργανισμού (που στο εξής θα καλείται «Διευθύνουσα Επιτροπή»), ως πυρηνική εγκατάσταση· κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καθορίζει ότι δύο ή περισσότερες πυρηνικές εγκαταστάσεις που υπόκεινται στην ίδια εκμετάλλευση και είναι τοποθετημένες στον ίδιο τόπο, όπως και κάθε άλλη εγκατάσταση στον ίδιο τόπο που περιέχει ραδιενεργά υλικά, θεωρούνται ως μια πυρηνική εγκατάσταση. (ιιι)«Πυρηνικό καύσιμο» σημαίνει σχάσιμο υλικό υπό μορφή μετάλλου του ουρανίου, κράματος ή χημικής ένωσης (συμπεριλαμβανομένου φυσικού ουρανίου), μετάλλου του πλουτωνίου, κράματος ή χημικής ένωσης και οποιοδήποτε σχάσιμο υλικό, που θα χαρακτηρίζεται κάθε φορά από τη Διευθύνουσα Επιτροπή, ως πυρηνικό καύσιμο. (ιν)«Ραδιενεργά προϊόντα ή κατάλοιπα» σημαίνει οποιοδήποτε ραδιενεργό υλικό που παράγεται ή καθίσταται ραδιενεργό δι’ εκθέσεώς του σε ακτινοβολία που προέρχεται από διεργασίες παραγωγής ή χρήσης πυρηνικού καυσίμου, με εξαίρεση αφ’ ενός τα πυρηνικά καύσιμα και αφ’ ετέρου τα ραδιοϊσότοπα που βρίσκονται έξω από πυρηνική εγκατάσταση και έχουν φθάσει στο τελικό στάδιο κατασκευής ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για βιομηχανικούς, εμπορικούς, γεωργικούς, ιατρικούς και επιστημονικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς. (ν)«Πυρηνικές ουσίες ή πυρηνικές ύλες» σημαίνει πυρηνικό καύσιμο (εκτός από το φυσικό ουράνιο και εκτός από υποεμπλουτισμένο ουράνιο δηλ. ουράνιο με περιεκτικότητα σε ουράνιο 235 μικρότερη της του φυσικού ουρανίου) και ραδιενεργά προϊόντα ή κατάλοιπα. Σελ. 486,22(α) Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 76 (νι)«Εκμεταλλευόμενος πυρηνική εγκατάσταση» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει υποδειχθεί ή αναγνωρισθεί από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές ως εκμεταλλευόμενο την εγκατάσταση αυτή». Η παρ. α αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. Γ άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α 44 (κατωτ. αριθ. 2) που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. β)Η Διευθύνουσα Επιτροπή δύναται να αποφασίζη, κατά πόσον κατηγορία πυρηνικών εγκαταστάσεων, πυρηνικών καυσίμων ή πυρηνικών υλών, ως εκ των περιωρισμένων κινδύνων ους συνεπάγεται, θα εξαιρήται της εφαρμογής της παρούσης Συμβάσεως. Άρθρ.14.-α)Η παρούσα Σύμβασις δέον όπως εφαρμόζηται άνευ ουδεμιάς διακρίσεως βασιζομένης επί της εθνικότητος, της μονίμου κατοικίας και της διαμονής. β)Δια των όρων «Εθνικόν Δίκαιον» και «Εθνική Νομοθεσία» εννοείται το εθνικόν δίκαιον και η εθνική νομοθεσία του δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως αρμοδίου Δικαστηρίου προς εκδίκασιν αγωγών απορρεουσών εκ πυρηνικού ατυχήματος. Το Εθνικόν Δίκαιον και η Εθνική Νομοθεσία εφαρμόζονται επί παντός ζητήματος ουσίας και διαδικασίας μη ειδικώς ρυθμιζομένου υπό της παρούσης Συμβάσεως. γ)Το Εθνικόν Δίκαιον και η Εθνική Νομοθεσία δέον όπως εφαρμόζωνται άνευ ουδεμιάς διακρίσεως βασιζομένης επί της εθνικότητος, της μονίμου κατοικίας και της διαμονής. Άρθρ.15.-α)Παν Συμβαλλόμενον Μέρος δύναται να λάβη τα άτινα κρίνει αναγκαία μέτρα όπως επιτύχη την αύξησιν του ποσού αποζημιώσεως ως αύτη εν τη παρούση Συμβάσει προβλέπεται. Σελ. 486,28(α) Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 82 «(β)Για τη ζημία εκείνη που η αποκατάστασή της προϋποθέτει καταβολή χρημάτων από τα δημόσια έσοδα και υπερβαίνει τα 5.000.000 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως προβλέπει το άρθρ. 7, η εφαρμογή αυτών των μέτρων με οποιαδήποτε μορφή θα μπορούσε να εξαρτηθεί από ειδικούς όρους, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής». Η παρ. β αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. ΙΒ άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2), που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. Άρθρ.16.-Αι υπό της Διευθυνούσης Επιτροπής ληφθείσαι αποφάσεις δυνάμει του άρθρ. 1(α) (ΙΙ), Ι(α) (ΙΙΙ) και Ι(β), λαμβάνονται δι’ αμοιβαίας συμφωνίας των Μελών εκπροσωπούντων τα Συμβαλλόμενα Μέρη. Άρθρ.17.-Πάσα διαφωνία αναφυομένη μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Συμβαλλομένων Μερών σχετική προς την ερμηνείαν ή εφαρμογήν της παρούσης Συμβάσεως, θα εξετάζηται υπό της Διευθυνούσης Επιτροπής και ελλείψει φιλικής λύσεως, τη αιτήσει ενδιαφερομένου Συμβαλλομένου Μέρους, θα υποβάλληται εις το ιδρυθέν δια της από 20 Δεκ. 1957 Συμβάσεως «περί Ιδρύσεως Ελέγχου Ασφαλείας εις τον Τομέα της Πυρηνικής Ενεργείας» Δικαστήριον. 40.Δ.η.1 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια Άρθρ.18.-α)Αι επιφυλάξεις σχετικαί προς μίαν ή πλείονας των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως δύνανται να διατυπωθώσιν ανά πάσαν στιγμήν προ της επικυρώσεως ή προσχωρήσεως εις την παρούσαν Σύμβασιν ή προ της γνωστοποιήσεως γενομένης δυνάμει του άρθρ. 23 καθ’ όσον αφορά το έδαφος ή τα εδάφη τα προβλεπόμενα υπό της τοιαύτης γνωστοποιήσεως. Αι επιφυλάξεις αύται θα είναι απαράδεκτοι αν οι όροι αυτών δεν εγένοντο ρητώς δεκτοί υπό των υπογραψάντων Μερών. β)Εν τούτοις η αποδοχή Μέρους εκ των υπογραψάντων δεν απαιτείται, εάν τούτο δεν επεκύρωσε την Σύμβασιν εντός δωδεκαμήνου από της ημέρας κοινοποιήσεως προς αυτό της επιφυλάξεως υπό του Γενικού Γραμματέως της Ενώσεως συμφώνως προς το άρθρ. 24. γ)Πάσα επιφύλαξις γενομένη δεκτή συμφώνως προς το παρόν άρθρον δύναται ανά πάσαν στιγμήν να αναβληθή δια κοινοποιήσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα της Οργανώσεως. Άρθρ.19.-α)Η παρούσα Σύμβασις υπόκειται εις επικύρωσιν. Τα κυρωτικά έγγραφα θέλουσι κατατεθή παρά τω Γενικώ Γραμματεί της Οργανώσεως. β)Η παρούσα Σύμβασις θα τεθή εν ισχύϊ ευθύς ως πέντε τουλάχιστον εκ των υπογραψάντων Μερών καταθέσωσι τα κυρωτικά της Συμβάσεως έγγραφα. Δια πάν υπογράψαν Μέρος όπερ θέλει προβή εις την επικύρωσιν της Συμβάσεως μεταγενεστέρως, η παρούσα Σύμβασις θα τεθή εν ισχύϊ αφ’ ης το Μέρος τούτο καταθέση το κυρωτικόν αυτού έγγραφον. Άρθρ.20.-Αποφάσεις περί τροποποιήσεων της παρούσης Συμβάσεως θα λαμβάνωνται δι’ αμοιβαίας συμφωνίας πάντων των Συμβαλλομένων Μερών. Θα τίθηνται εν ισχύϊ ευθύς ως επικυρωθώσιν ή τεθώσιν εν ισχύϊ υπό των 2/3 των Συμβαλλομένων Μερών. Δια παν Συμβαλλόμενον μέρος όπερ ήθελεν επικυρώση ή θέση ταύτας εν ισχύϊ μεταγενεστέρως, αι τροποποιήσεις θα τίθηνται εν ισχύϊ από της ημερομηνίας της τοιαύτης επικυρώσεως ή θέσεως εν ισχύϊ. Άρθρ.21.-α)Πάσα Κυβέρνησις Κράτους Μέλους ή ομοτίμου Μέλους της Οργανώσεως, μη υπογράψασα την παρούσαν Σύμβασιν θα δύναται να προσχωρήση προς αυτήν δια γνωστοποιήσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα της Οργανώσεως. β)Πάσα Κυβέρνησις ετέρου Κράτους μη υπογράψασα την παρούσαν Σύμβασιν θα δύναται να προσχωρήση προς αυτήν δια γνωστοποιήσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα της Οργανώσεως και τη ομοφώνω συναινέσει των Συμβαλλομένων Μερών. Η προσχώρησις θα ισχύση από της ημερομηνίας της εν λόγω συναινέσεως. Άρθρ.22.-α)Η παρούσα Σύμβασις συνάπτεται δια διάρκειαν 10 ετών αρχομένων από της ημερομηνίας καθ’ ην θέλει τεθή εν ισχύϊ. Παν Συμβαλλόμενον Μέρος θα δύναται να καταγγείλη την εφαρμογήν της παρούσης Συμβάσεως ως προς εαυτό κατά την λήξιν της δεκαετούς ταύτης προθεσμίας, δίδον προς τούτο δωδεκάμηνον προειδοποίησιν προς τον Γενικόν Γραμματέα της Οργανώσεως. β)Η παρούσα Σύμβασις θα παραμείνη ακολούθως εν ισχύϊ επί χρονικόν διάστημα πέντε ετών, έναντι των Συμβαλλομένων Μερών άτινα δεν κατήγγειλαν την εφαρμογήν της συμφώνως προς την παράγραφον «α» του παρόντος άρθρου και μεταγενεστέρως δια διαδοχικάς περιόδους πέντε ετών έναντι των Συμβαλλομένων Μερών άτινα δεν ήθελον καταγγείλη την Σύμβασιν κατά την λήξιν εκάστης των περιόδων τούτων, δίδοντα προς τον Γενικόν Γραμματέα της Οργανώσεως προειδοποίησιν ενός έτους. γ)Ο Γενικός Γραμματεύς της Οργανώσεως θέλει συγκαλέση διάσκεψιν προς εξέτασιν της αναθεωρήσεως της παρούσης Συμβάσεως, μετά παρέλευσιν πενταετίας από της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος αυτής ή ανά πάσαν ετέραν στιγμήν, τη αιτήσει Συμβαλλομένου Μέρους, εντός εξαμήνου προθεσμίας από της τοιαύτης αιτήσεως Άρθρ.23.-α)Η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επί των Μητροπολιτικών εδαφών των Συμβαλλομένων Μερών. β)Παν υπογράψαν Κράτος ή Συμβαλλόμενον Μέρος, δύναται κατά την υπογραφήν ή επικύρωσιν της παρούσης Συμβάσεως ή κατά την προσχώρησίν του εις την παρούσαν Σύμβασιν, ή ανά πάσαν στιγμήν μεταγενεστέρως, να γνωστοποιήση προς τον Γενικόν Γραμματέα της Οργανώσεως ότι η παρούσα Σύμβασις εφαρμόζεται επ’ εκείνων των εδαφών του, περιλαμβανομένων και των εδαφών δια τα οποία το Συμβαλλόμενον Μέρος τυγχάνει υπεύθυνον εις τας διεθνείς σχέσεις, εφ’ ων η Σύμβασις δεν είναι εφαρμόσιμος κατά την παρ. «α» του παρόντος Άρθρ.2.-«Η παρούσα Σύμβασις δεν εφαρμόζεται, ούτε επί πυρηνικών ατυχημάτων επισυμβαινόντων επί του εδάφους μη-Συμβαλλομένων Κρατών, ούτε επί ζημιών λαβουσών χώραν επί των ρηθέντων εδαφών, πλην εάν η νομοθεσία του Συμβαλλομένου Μέρους επί του εδάφους του οποίου κείται η πυρηνική εγκατάστασις ης ο Φορεύς είναι υπεύθυνος, άλλως ορίζει, οπωσδήποτε άνευ βλάβης των υπό του άρθρ. 6(ε) προβλεπομένων δικαιωμάτων». Το άρθρ. 2 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. 40.Δ.η.1 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια άρθρου και άτινα αναφέρονται εις την γνωστοποίησιν. Πάσα τοιαύτη γνωστοποίησις δύναται, καθ’ όσον αφορά έδαφος εν αυτή, αναφερόμενον, να ανακληθή δια προειδοποιήσεως ενός έτους προς τούτο απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα της Οργανώσεως. γ)Τα εδάφη Συμβαλλομένου Μέρους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνα δι’ άτινα το μέρος τυγχάνει υπεύθυνον εις τας Διεθνείς Σχέσεις εφ’ ων δεν εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβασις θεωρούνται ως προς την παρούσαν Σύμβασιν ως εδάφη μη Συμβαλλομένου Κράτους. (Μετά τη σελ. 486,28(α) Σελ. 486,281 Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 83 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια 40.Δ.η.1 40.Δ.η.1 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια Άρθρ.24.-Ο Γενικός Γραμματεύς της Οργανώσεως θα γνωστοποιή εις πάντα τα υπογράψαντα Μέρη και τας Κυβερνήσεις τας προσχωρησάσας εις την Σύμβασιν, την λήψιν των εγγράφων επικυρώσεως, προσχωρήσεως ή αποχωρήσεως, ως και περί των γενομένων δυνάμει του άρθρ. 23 κοινοποιήσεων και των ληφθεισών παρά της Διευθυνούσης Επιτροπής αποφάσεων δυνάμει του άρθρ. 1(α) (ΙΙ), 1(α) (ΙΙΙ) και 1(β), θέλει ωσαύτως γνωστοποιήση αυταίς την ημερομηνίαν της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συμβάσεως, το κείμενον των αποφασισθείσων τροποποιήσεων και την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος των ρηθεισών τροποποιήσεων ως και περί των γενομένων επιφυλάξεων, συμφώνως προς το άρθρ. 18. ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΠΥΡΗΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Παράρτημα αριθ. 1 «Αι κάτωθι Επιφυλάξεις εγένοντο δεκταί είτε κατά την ημερομηνίαν της υπογραφής της Συμβάσεως, είτε κατά την ημερομηνίαν της υπογραφής του Προσθέτου Πρωτοκόλλου. 1.Επί του άρθρ. 6(α) και (γ) (1): Επιφύλαξις της Κυβερνήσεως της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Κυβερνήσεως της Αυστριακής Δημοκρατίας και της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος. Επιφύλαξις του δικαιώματος όπως, δια διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας, διατηρήσωσι την ευθύνην ετέρου προσώπου πλην του Φορέως, υπό τον όρον όπως το εν λόγω πρόσωπον καλύπτηται πλήρως ως προς την ευθύνην του, ακόμη και δια την περίπτωσιν αβασίμου αγωγής, είτε δι’ ασφαλείας ή ετέρας χρηματικής αγωγής, είτε δι’ ασφαλείας ή ετέρας χρηματικής εγγυήσεως επιτυγχανομένης υπό του Φορέως, είτε μέσω δημοσίων χρημάτων. 2.Επί του άρθρ. 6(β) και (δ): Επιφύλαξις της Κυβερνήσως της Αυστριακής Δημοκρατίας, της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Νορβηγίας και της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Σουηδίας. Επιφύλαξις του δικαιώματος όπως θεωρώσι τους εθνικούς αυτών Νόμους, περιέχοντας διατάξεις αναλόγους προς τας των διεθνών συμφωνιών των αναφερομένων εις το άρθρ. 6(β), ως διεθνείς συμφωνίας εν τη εννοία του άρθρ. 6(β) και (δ). 3.Επί του άρθρ. 8(α): Επιφύλαξις της Κυβερνήσεως της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Αυστριακής Δημοκρατίας. Επιφύλαξις του δικαιώματος καθορισμού, καθ’ όσον αφορά τα πυρηνικά ατυχήματα τα επισυμβαίνοντα αντιστοίχως εις την Ομόσπονδον Δημοκρατίαν της Γερμανίας και εις την Αυστριακήν Δημοκρατίαν προθεσμίας εκπτώσεως ανωτέρας των δέκα ετών, εάν έχωσι προβλεφθή μέτρα καλύπτοντα την ευθύνην του Φορέως εν σχέσει προς αγωγάς αποζημιώσεως εγερθείσας μετά την εκπνοήντης δεκαετούς προθεσμίας και διαρκούσης της περιόδου παρατάσεως της προθεσμίας ταύτης 4.Επί του άρθρ. 9: Επιφύλαξις της Κυβερνήσεως της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Αυστριακής Δημοκρατίας. Επιφύλαξις του δικαιώματος προβλέψεως, καθ’ όσον αφορά τα πυρηνικά ατυχήματα τα επισυμβαίνοντα αντιστοίχως εις την Ομόσπονδον Δημοκρατίαν της Γερμανίας και εις την Αυστριακήν Δημοκρατίαν, ότι ο Φορεύς είναι υπεύθυνος δια ζημίας προξενηθείσας εκ πυρηνικού ατυχήματος εάν το ατύχημα τούτο οφείλεται αμέσως εις πράξεις ενόπλου συρράξεως, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, επαναστάσεων ή εις φυσικάς θεομηνίας εξαιρετικού χαρακτήρος. 5.Επί του άρθρ. 19: Επιφύλαξις της Κυβερνήσεως της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Κυβερνήσεως της Αυστριακής Δημοκρατίας και της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος. Επιφύλαξις του δικαιώματος να θεωρήσωσι την επικύρωσιν της παρούσης Συμβάσεως ως συνεπαγομένην την υποχρέωσιν συμφώνως προς το διεθνές δίκαιον όπως θεσπίσωσι διατάξεις εσωτερικής τάξεως σχετικάς προς την αστικήν ευθύνην εις τον τομέα της πυρηνικής ενεργείας συμφώνως προς τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως». Το Παράρτημα αριθ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΠΥΡΗΝΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Παράρτημα αριθ. ΙΙ Η παρούσα Σύμβασις δεν θέλει ερμηνευθή ως στερούσα Συμβαλλόμενον Μέρος επί του εδάφους του οποίου ήθελον προξενηθή ζημίαι εκ πυρηνικού ατυχήματος επισυμβάντος επί του εδάφους ετέρου Συμβαλλομένου Μέρους, των δικαιωμάτων προσφυγής των παρεχομένων αυτώ εκ της εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου. Εις πίστωσιν των ανωτέρω, οι υπογεγραμμένοι πληρεξούσιοι δεόντως εξουσιοδοτημένοι, υπέγραψαν κάτωθι της παρούσης Συμβάσεως. Εγένετο εν Παρισίοις, την 29 Ιουλίου, εις την Γαλλικήν, την Αγγλικήν, την Γερμανικήν, την Ισπανικήν, την Ιταλικήν, και την Ολλανδικήν, εις εν και μόνον αντίτυπον όπερ θα παραμείνη κατατεθειμένον παρά τω Γενικώ Γραμματεί της (Μετά την σελ. 486,28) Σελ. 486,29 Τεύχος 378-Σελ. 155 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια 40.Δ.η.1 Ευρωπαϊκής Οργανώσεως Οικονομικής Συνεργασίας όστις θέλει κοινοποιήση ανά εν κεκυρωμένον αντίγραφον προς πάντα τα υπογράψαντα Συμβαλλόμενα Μέρη. ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ Αι Κυβερνήσεις της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ελλάδος, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου της Νορβηγίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Πορτογαλλικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου Μεγάλης Βρεττανίας και Βορείου Ιρλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας, υπογράψασαι την Σύμβασιν περί Αστικής Ευθύνης εις τον τομέα της Πυρηνικής Ενεργείας της 29ης Ιουλ. 1960, συναφθείσαν εν Παρισίοις εν τω πλαίσιω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικής Ενεργείας της Ευρωπαϊκής Οργανώσεως Οικονομικής Συνεργασίας, ήδη μετονομασθείσης εις Οργάνωσιν Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως: Θεωρούσαι ότι αι υπογράψασαι αντεπροσωπεύοντο κατά την Διεθνή Συνδιάσκεψιν την συνελθούσαν εν Βιέννη υπό την αιγίδα του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενεργείας από 29 Απριλίου μέχρι 19 Μαΐου 1963 καθ’ ην συνήφθη Διεθνής Σύμβασις σχετική προς την Αστικήν Ευθύνην επί Πυρηνικών Ζημιών. Λαβούσαι υπ’ όψιν ότι δυνάμει του άρθρ. 17 αυτής, η ρηθείσα Σύμβασις δεν παραβλάπτει την εφαρμογήν της Συμβάσεως των Παρισίων καθ’ όσον αφορά τα Συμβαλλόμενα Μέρη της Συμβάσεως ταύτης. Επιθυμούσαι εν τούτοις την εν τω μέτρω του δυνατού αποφυγήν ενδεχομένης συγκρούσεως μεταξύ των δύο Συμβάσεων, ίνα δοθή η ευχέρεια όπως καταστώσι Συμβαλλόμενα Μέρη αμφοτέρων των Συμβάσεων, εάν επιθυμούσι τούτο, απεφάσισαν τα κάτωθι: Ι Η Σύμβασις περί Αστικής Ευθύνης εις τον Τομέα της Πυρηνικής Ενεργείας της 29 Ιουλ. 1960, τροποποιείται ως ακολούθως: Α΄ - ΙΑ΄. (Αντικαθίσταται η τελευταία παράγραφος του Προοιμίου και τα άρθρ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 13 ως και το Παράρτημα υπ’ αριθ. Ι). Σελ. 486,30 Τεύχος 378-Σελ. 156 ΙΙ α)Αι διατάξεις του παρόντος Προσθέτου Πρωτοκόλλου αποτελούσιν αναπόσπαστον μέρος της Συμβάσεως περί Αστικής Ευθύνης εις τον Τομέα της Πυρηνικής Ενεργείας της 29 Ιουλ. 1960, (κατωτέρω καλουμένης ή «Σύμβασις»). β)Το παρόν Πρόσθετον Πρωτόκολλον θέλει επικυρωθή ή επιβεβαιωθή. Τα έγγραφα επικυρώσεως του παρόντος Προσθέτου Πρωτοκόλλου θέλουσι κατατεθή παρά τω Γενικώ Γραμματεί της Οργανώσεως Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως. Εάν ήθελε παρουσιασθή περίπτωσις, η επιβεβαίωσις του παρόντος Προσθέτου Πρωτοκόλλου δέον όπως κοινοποιήται προς αυτήν. γ)Τα υπογράψαντα το παρόν Πρόσθετον Πρωτόκολλον Μερή άτινα έχουσιν ήδη επικυρώσει την Σύμβασιν, υποχρεούνται όπως επικυρώσωσιν ή επιβεβαιώσωσιν όσον το δυνατόν ταχύτερον το παρόν Πρόσθετον Πρωτόκολλον. Οι λοιποί υπογράψαντες το παρόν Πρόσθετον Πρωτόκολλον υποχρεούνται όπως επικυρώσωσιν ή επιβεβαιώσωσιν αυτό ταυτοχρόνως με την παρ’ αυτών επικύρωσιν της Συμβάσεως. Ουδεμία προσχώρησις προς την Σύμβασιν θα γίνη δεκτή εάν δεν συνοδεύηται υπό προσχωρήσεως προς το παρόν Πρόσθετον Πρωτόκολλον. δ)Ο Γενικός Γραμματεύς της Οργανώσεως θέλει κοινοποιήσει προς πάντα τα υπογράψαντα Μέρη, ως και προς τας προσχωρησάσας προς την Σύμβασιν Κυβερνήσεις, περί της λήψεως των εγγράφων επικυρώσεως και της κοινοποιήσεως των επιβεβαιώσεων. ε)Δια τον υπολογισμόν του αριθμού επικυρώσεων προβλεπομένου εις το άρθρ. 19(β) της Συμβάσεως ως προς την έναρξιν της ισχύος αυτής, θέλουσι ληφθή υπ’ όψει τα υπογράψαντα Μέρη άτινα θα έχωσιν επικυρώσει την Σύμβασιν και επικυρώσει ή επιβεβαιώσει το παρόν Πρόσθετον Πρωτόκολλον. Εις πίστωσιν των ανωτέρω οι υπογεγραμμένοι πληρεξούσιοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι, υπέγραψαν κάτωθι του παρόντος Πρωτοκόλλου. Εγένετο εν Παρισίοις την 28 Ιαν. 1964, εις την Γαλλικήν, την Αγγλικήν, την Γερμανικήν, την Ισπανικήν, την Ιταλικήν και την Ολλανδικήν, εις εν και μόνον αντίτυπον όπερ θα παραμείνη κατατεθειμένον παρά τω Γενικώ Γραμματεί της Οργανώσεως Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως, όστις θέλει κοινοποιήσει ανά εν κεκυρωμένον πιστόν αντίγραφον προς πάντα τα υπογράψαντα Μέρη. 40.Δ.η.1 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια Άρθρ.3. «(α)Ο εκμεταλλευόμενος πυρηνική εγκατάσταση είναι υπεύθυνος σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή για: (ι)κάθε ζημία ή απώλεια σε πρόσωπα, (ιι)κάθε ζημία ή απώλεια σε περιουσιακά στοιχεία, με εξαίρεση: 1.την ίδια την πυρηνική εγκατάσταση και άλλες, έστω και υπό κατασκευή, πυρηνικές εγκαταστάσεις, που βρίσκονται στον ίδιο τόπο, 2.περιουσιακά στοιχεία, που βρίσκονται στον ίδιο τόπο, και χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια εγκατάσταση, αν αποδεικνύεται ότι η ζημία αυτή (που στο εξής θα καλείται «ζημία») προκλήθηκε από πυρηνικό ατύχημα σ’ αυτήν την εγκατάσταση ή από πυρηνικές ουσίες, που προέρχονται από την εγκατάσταση, με επιφύλαξη των ρυθμίσεων του άρθρ. 4». Η παρ. α αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. Δ άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2), που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. β)Όταν προξενούνται ζημίαι ομού εκ πυρηνικού ατυχήματος και οιουδήποτε ετέρου ατυχήματος πλην πυρηνικού ατυχήματος, η ζημία η προξενηθείσα εκ του δευτέρου τούτου ατυχήματος καθ’ ο μέτρον δεν δύναται αύτη να διαχωρισθή μετά βεβαιότητος εκ της προξενηθείσης υπό του πυρηνικού ατυχήματος ζημίας, θεωρείται ως ζημία προξενηθείσα υπό του πυρηνικού ατυχήματος. Όταν η ζημία προξενήται ομού εκ πυρηνικού ατυχήματος και εξ εκπομπής ιονιζουσών ακτινοβολιών ήτις δεν προβλέπεται υπό της παρούσης Συμβάσεως, ουδεμία διάταξις της παρούσης Συμβάσεως δύναται να περιορίση ή άλλως να επηρεάση την ευθύνην παντός προσώπου καθ’ όσον αφορά την εν λόγω εκπομπήν ιονιζουσών ακτινοβολιών. γ)(Καταργήθηκε από την παρ. ε άρθρ. 1 Νομ. 1758/88 ΦΕΚ Α΄ 44, κατωτ. αριθ. 2, που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής). Το άρθρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. Άρθρ.4.-«Εις την περίπτωσιν μεταφοράς πυρηνικών ουσιών, περιλαμβανομένης της εναποθηκεύσεως διαρκούσης της μεταφοράς και άνευ βλάβης προς το άρθρ. 2: α)Ο Φορεύς πυρηνικής εγκαταστάσεως τυγχάνει υπεύθυνος δια πάσαν ζημίαν, συμφώνως τη παρούση Συμβάσει, εάν διαπιστωθή ότι αύτη επροξενήθη εκ πυρηνικού ατυχήματος επισυμβάντος εκτός της εγκαταστάσεως ταύτης και αναγομένου εις πυρηνικάς ουσίας μεταφερομένας με προέλευσιν εκ της ρηθείσης εγκαταστάσεως εφ’ όσον το ατύχημα επήλθε: Ι)Πριν ή αναληφθή η ευθύνη δια τα πυρηνικά ατυχήματα τα προξενηθέντα υπό των πυρηνικών ουσιών, υπό μορφήν γραπτού συμβολαίου, υπό του Φορέως ετέρας πυρηνικής εγκαταστάσεως. ΙΙ)Ελλείψει ρητών διατάξεων τοιούτου συμβολαίου, προ της παραλαβής των πυρηνικών ουσιών υπό Φορέως ετέρας πυρηνικής εγκαταστάσεως. ΙΙΙ)Εάν αι πυρηνικαί ουσίαι προορίζωνται δι’ αντιδραστήρα αποτελούντα μέρος μεταφορικού μέσου, προ της παραλαβής δια την εκμετάλλευσιν του αντιδραστήρος προσώπου. ΙV)Εάν αι πυρηνικαί ουσίαι απεστάλησαν εις πρόσωπον ευρισκόμενον επί του εδάφους μη-Συμβαλλομένου Κράτους, προ της εκφορτώσεως αυτών εκ του μεταφορικού μέσου δι’ ου έφθασαν εις το έδαφος του ρηθέντος μη-Συμβαλλομένου Κράτους. β)Ο Φορεύς πυρηνικής εγκαταστάσεως τυγχάνει υπεύθυνος δια πάσαν ζημίαν, συμφώνως προς την παρούσαν Σύμβασιν, εάν διαπιστωθή ότι η ζημία επροξενήθη εκ πυρηνικού ατυχήματος επισυμβάντος έξω της εγκαταστάσεως ταύτης και αναγομένου εις πυρηνικάς ουσίας κατά την μεταφοράν των με προορισμόν την ρηθείσαν εγκατάστασιν, εφ’ όσον το ατύχημα ήθελεν επισυμβή: Ι)Μετά την μεταφοράν εις βάρος του, δια γραπτού συμβολαίου, υπό του Φορέως ετέρας πυρηνικής εγκαταστάσεως, της ευθύνης των πυρηνικών ατυχημάτων προξενηθέντων υπό πυρηνικών ουσιών. ΙΙ)Ελλείψει ρητών διατάξεων γραπτού συμβολαίου, μετά την παρ’ αυτού παραλαβήν των πυρηνικών ουσιών. ΙΙΙ)Μετά την παρ’ αυτού παραλαβήν των πυρηνικών ουσιών των προερχομένων εκ του προσώπου του εκμεταλλευομένου τον αντιδραστήρα, αποτελούντα μέρος του μεταφορικού μέσου. IY)Εάν αι πυρηνικαί ουσίαι απεστάλησαν τη εγγράφω συγκαταθέσεις του Φορέως, υπό προσώπου ευρισκομένου επί του εδάφους μη-Συμβαλλομένου Κράτους, μετά την φόρτωσίν των επί του μεταφορικού μέσου δια του οποίου οφείλουσι να εγκαταλείψωσι το έδαφος του εν λόγω μη-Συμβαλλομένου Κράτους. «(γ)Ο εκμεταλλευόμενος πυρηνική εγκατάσταση υπεύθυνος σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή προσκομίζει στο μεταφορέα πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί από ή για λογαριασμό του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που έχει παράσχει χρηματική εγγύηση σύμφωνα με το άρθρ. 10. Πάντως, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να άρει την υποχρέωση αυτή για μεταφορές (Αντί για τη σελ. 486,23) Σελ. 486,23(α) Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 77 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια 40.Δ.η.1 που λαμβάνουν χώρα αποκλειστικά μέσα στη δική του επικράτεια. Το πιστοποιητικό αναφέρει το όνομα και τη διεύθυνση του εκμεταλλευόμενου πυρηνική εγκατάσταση καθώς και το ποσό, το είδος και τη διάρκεια της εγγύησης. Το περιεχόμενο του πιστοποιητικού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από το πρόσωπο από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου εκδόθηκε. Το πιστοποιητικό αναφέρει επίσης τις πυρηνικές ουσίες και το δρομολόγιο μεταφοράς που καλύπτει η εγγύηση και περιλαμβάνει βεβαίωση της αρμόδιας δημόσιας αρχής ότι το πρόσωπο που αναφέρεται είναι ο εκμεταλλευόμενος πυρηνική εγκατάσταση με την έννοια της Σύμβασης αυτής». Η παρ. γ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. ΣΤ άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2), που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. δ)Η νομοθεσία Συμβαλλομένου Μέρους δύναται να προβλέψη ότι, υφ’ ους όρους ήθελεν εν αυτή ορισθή, ο μεταφορεύς δύναται να υποκαταστήση, καθ’ όσον αφορά την υπό της παρούσης Συμβάσεως προβλεπομένην ευθύνην, τον Φορέα πυρηνικής εγκαταστάσεως κειμένης επί του εδάφους του ρηθέντος Συμβαλλομένου Μέρους, δι’ αποφάσεως της αρμοδίας Δημοσίας Αρχής, τη αιτήσει του Μεταφορέως και τη συναινέσει του Φορέως, εάν οι υπό του άρθρ. 10(α) απαιτούμενοι όροι συμπληρωθώσιν. Εν τη περιπτώσει ταύτη, επί τω τέλει εφαρμογής της παρούσης Συμβάσεως, ο Μεταφορεύς θεωρείται, δια τα πυρηνικά ατυχήματα τα επισυμβαίνοντα κατά την διάρκειαν της μεταφοράς πυρηνικών ουσιών, ως Φορεύς της πυρηνικής εγκαταστάσεως της κειμένης επί του εδάφους του ρηθέντος Συμβαλλομένου Μέρους». Το άρθρ. 4 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. Άρθρ.5.-«α)Εάν τα πυρηνικά καύσιμα, τα ραδιενεργά προϊόντα ή απορρίμματα τα αναγόμενα εις πυρηνικόν ατύχημα, παρέμειναν αλληλοδιαδόχως εις πλείονας πυρηνικάς εγκαταστάσεις και παραμένουσιν εις πυρηνικήν εγκατάστασιν καθ’ ην στιγμήν προξενείται η ζημία, ουδείς Φορεύς εγκαταστάσεως εις ην διαφυλάχθησαν προηγουμένως είναι υπεύθυνος της ζημίας. β)Εν τούτοις εάν προξενηθή ζημία εκ πυρηνικού ατυχήματος επισυμβάντος εντός πυρηνικής εγκαταστάσεως και αύτη ανάγεται μόνον εις πυρηνικάς Σελ. 486,24(α) Τεύχος Ι-11-3 Σελ. 78 ουσίας αίτινες ευρίσκονται εναποθηκευμέναι εκεί κατά την διάρκειαν μεταφοράς, ο Φορεύς της εγκαταστάσεως ταύτης δεν είναι υπεύθυνος όταν έτερος Φορεύς ή έτερον πρόσωπον τυγχάνη υπεύθυνον δυνάμει του άρθρ. 4. «(γ)Αν το πυρηνικό καύσιμο ή τα ραδιενεργά προϊόντα ή κατάλοιπα που σχετίζονται με πυρηνικό ατύχημα έχουν παραμείνει μέσα σε περισσότερες από μία πυρηνικές εγκαταστάσεις και όχι σε μία πυρηνική εγκατάσταση τη στιγμή που προκλήθηκε η ζημία, κανένας εκμεταλλευόμενος πυρηνική εγκατάσταση δεν ευθύνεται για τη ζημία, εκτός από τον εκμεταλλευόμενο την τελευταία πυρηνική εγκατάσταση στην οποία βρίσκονται προτού να προκληθεί η ζημία ή τον εκμεταλλευόμενο πυρηνική εγκατάσταση ο οποίος τα παρέλαβε μεταγενέστερα ή αυτόν που ανέλαβε την ευθύνη γι’ αυτά, σύμφωνα με τους ρητούς όρους γραπτού συμβολαίου». Η παρ. γ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. Ζ άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2) που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. δ)Εάν η ζημία συνεπάγεται ευθύνην πλειόνων Φορέων, συμφώνως προς την παρούσαν Σύμβασιν, η ευθύνη των είναι αλληλέγγυος και σωρευτική. Εν τούτοις, όταν τοιαύτη ευθύνη απορρέη εκ της προξενηθείσης ζημίας εκ πυρηνικού ατυχήματος αναγομένου εις πυρηνικάς ουσίας υπό μεταφοράν, είτε εντός ενός και του αυτού μέσου μεταφοράς, είτε, εις την περίπτωσιν εναποθηκεύσεως κατά την διάρκειαν της μεταφοράς, εντός μιας μόνης και της αυτής πυρηνικής εγκαταστάσεως, το κατ’ ανώτατον όριον ολικόν ποσόν της ευθύνης των εν λόγω Φορέων ισούται προς το μεγαλύτερον ποσόν το καθορισθέν δι’ ένα έκαστον των Φορέων συμφώνως προς το άρθρ. 7. Εν ουδεμιά περιπτώσει η ευθύνη Φορέως η απορρέουσα εκ πυρηνικού ατυχήματος θα δύναται να υπερβή το όπερ αφορά αυτόν ποσόν καθορισθέν υπό του άρθρ. 7.». Το άρθρ. 5 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. 40.Δ.η.1 Αστική Ευθύνη από Πυρηνική Ενέργεια Άρθρ.6.-«α)Το δικαίωμα αποκαταστάσεως ζημίας προξενηθείσης εκ πυρηνικού ατυχήματος δεν δύναται να ασκηθή ειμή μόνον εναντίον Φορέως υπευθύνου δια την ζημίαν ταύτην συμφώνως προς την παρούσαν Σύμβασιν. Δύναται ωσαύτως να ασκηθή κατά του ασφαλιστού ή κατά παντός ετέρου προσώπου παρασχόντος χρηματικήν εγγύησιν προς τον Φορέα συμφώνως προς το άρθρ. 10, εάν το δικαίωμα εγέρσεως αγωγής αμέσου κατά του ασφαλιστού ή παντός προσώπου παρασχόντος χρηματικήν εγγύησιν, παρέχεται υπό της εθνικής νομοθεσίας. β)Επιφυλασσομένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ουδέν έτερον πρόσωπον υποχρεούται εις επανόρθωσιν ζημίας προξενηθείσης εκ πυρηνικού ατυχήματος. Εν τούτοις, δεν δύναται η παρούσα διάταξις να παραβλάψη την εφαρμογήν των εν ισχύϊ διεθνών περί μεταφορών συμφωνιών ή των ευρισκομένων εις το στάδιον υπογραφής, επικυρώσεως ή προσχωρήσεως προς αυτάς, κατά τον χρόνον συνάψεως της παρούσης Συμβάσεως. «(γ)(ι)Καμία διάταξη της Σύμβασης αυτής δεν επηρεάζει την ευθύνη: 1.Κάθε φυσικού προσώπου για ζημία που από υπαίτια πράξη ή παράλειψή του προκλήθηκε από πυρηνικό ατύχημα, για το οποίο ο εκμεταλλευόμενος πυρηνική εγκατάσταση κατά το άρθρ. 3(α) (ιι) (1) και (2) ή το άρθρ. 9 δεν ευθύνεται σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή. 2.Κάθε προσώπου δεόντως εξουσιοδοτημένου να εκμεταλλεύεται αντιδραστήρα που αποτελεί μέρος μέσου μεταφοράς για ζημία που προκλήθηκε από πυρηνικό ατύχημα, εφ’ όσον ο εκμεταλλευόμενος πυρηνική εγκατάσταση δεν ευθύνεται για τέτοια ζημία σύμφωνα με το άρθρ. 4(α) (ιιι) ή β(ιιι). (ιι)Ο εκμεταλλευόμενος πυρηνική εγκατάσταση δε φέρει ευθύνη εκτός της παρούσας Σύμβασης για ζημία που προκλήθηκε από πυρηνικό ατύχημα». Η παρ. γ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. Η άρθρ. 1 Νομ. 1758/1988, ΦΕΚ Α΄ 44 (κατωτ. αριθ. 2) που κύρωσε το πρωτόκολλο τροποποίησης της Σύμβασης αυτής. δ)Παν πρόσωπον όπερ προέβη εις επανόρθωσιν ζημίας προξενηθείσης υπό πυρηνικού ατυχήματος δυνάμει διεθνούς συμφωνίας ως εν παρ. (β) του παρόντος άρθρου αναφέρεται ή δυνάμει της νομοθεσίας μη-Συμβαλλομένου Κράτους, αποκτά εξ υποκαταστάσεως και μέχρι του καταβληθέντος ποσού, τα δικαιώματα ων το ούτως αποζημιωθέν πρόσωπον θα εδικαιούτο δυνάμει της παρούσης Συμβάσεως. ε)Παν πρόσωπον έχον τον κύριον αυτού τόπον εκμεταλλεύσεως επί του εδάφους Συμβαλλομένου Μέρους, ή οι παρ’ αυτού προστιθέντες, οίτινες προέβησαν εις επανόρθωσιν πυρηνικής ζημίας προξενηθείσης εκ πυρηνικού ατυχήματος επισυμβάντος επί του εδάφους μη-Συμβαλλομένου Κράτους ή ζημίας λαβούσης χώραν επί του εδάφους τούτου, αποκτώσι, μέχρι του καταβληθέντος ποσού, τα δικαιώματα ων το ούτως αποζημιωθέν πρόσωπον θα εδικαιούτο εν ελλείψει του άρθρ. 2. ς)Ο Φορεύς θα έχη δικαίωμα προσφυγής μόνον: Ι)Εάν η ζημία προέρχεται εκ πράξεως ή παραλείψεως αποσκοπούσης την πρόκλησιν ζημίας, κατά του φυσικού προσώπου δράστου της πράξεως ή της εκ προθέσεως παραλείψεως. ΙΙ)Εάν και καθ’ ο μέτρον η προσφυγή ρητώς προβλέπεται υπό συμβάσεως. ζ)Εφ’ όσον ο Φορεύς κέκτηται δικαιώματος προσφυγής κατά προσώπου τινος δυνάμει της παρ. (ς) του παρόντος άρθρου, το πρόσωπον τούτο δεν δύναται να έχη δικαίωμα κατά του Φορέως δυνάμει των παρ. (δ) ή (ε) του παρόντος άρθρου. η)Εάν η επανόρθωσις ζημίας συνεπάγεται την ανάμιξιν εθνικής ή δημοσίας ιατρικής ασφαλίσεως, κοινωνικής ασφαλίσεως ή αποζημιώσεως εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικής ασθενείας τα δικαιώματα των δικαιούχων των εν λόγω ασφαλίσεων και αι ενδεχόμεναι προσφυγαί αίτινες ήθελον δυνατόν ασκηθή κατά του Φορέως, ρυθμίζονται υπό της νομοθεσίας του Συμβαλλομένου Μέρους ή υπό των κανονισμών της διακυβερνητικής οργανώσεως ήτις εθέσπισε τας ασφαλίσεις ταύτας». Το άρθρ. 6 αντικατεστάθη ως άνω δια του εν συνεχεία της παρούσης Συμβάσεως δημοσιευομένου Παραρτήματος υπ’ αριθ. ΙΙ. | 181 |
17. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 929 της 22/29 Νοεμ. 1965 (ΦΕΚ Α΄ 222) Περί χορηγήσεως εκτάκτου τεχνικού επιδόματος εις το προσωπικόν του Γεωπονικού Κλάδου του Οργανισμού Βάμβακος. Έχοντες υπ’ όψιν τας διατάξεις του άρθρ. 20 του υπ’ αριθ. 4242/1962 Ν.Δ/τος «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων» και της παρ. 10 του άρθρ. 5 του Νόμ. 4464/1965 «περί τροποποιήσεως διατάξεων τινων του υπαλληλικού κώδικος κλπ.», ως και την υπ’ αριθ. 994/1965 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον μόνον.-Εις το μόνιμον προσωπικόν του Γεωπονικού Κλάδου του Οργανισμού Βάμβακος παρέχεται, λόγω της από 1ης Μαΐου 1965 ηυξημένης υπηρεσιακής απασχολήσεώς του, έκτακτον μηνιαίον τεχνικόν επίδομα εις βάρος του Οργανισμού τούτου από της χρονολογίας ταύτης και μέχρι 31ης Δεκ. 1965, οριζόμενον: Δια τους επί βαθμώ 2ω ή 3ω εις δραχ. 2.000 Δια τους επί βαθμώ 4ω ή 5ω εις δραχ. 1.600 Δια τους επί βαθμώ 6ω έως 9ω εις δραχ. 1.200 Εις τον Ημέτερον επί της Γεωργίας Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. (Αντί της σελ. 870,01) Σελ. 870,01(α) Τεύχος 390-Σελ. 79 Οργανισμός Βάμβακος 16.Ν.β.16-17 | 27 |
1. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ Αριθ.Φ.676/136934 της 13/21 Ιαν. 1975 (ΦΕΚ Β΄43) Περί των ατομικών εγγράφων ΑνθυπασπιστώνΥπαξιωματικών. Έχοντες υπ' όψη: α)Τα άρθρ. 16,17 και 18 του Ν.Δ. 445/74 «περί ιεραρχίας και προαγωγών των Ανθυπασπιστών και Μονίμων και εθελοντών οπλιτών Ενόπλων Δυνάμεων». β)Την υπ’ αριθ. 7 γνωμοδότησιν της 33ης/1974 συνεδριάσεως του ΑΣΕΔ. γ)Την υπό στοιχ. Φ 676/19.12.74 εισήγησιν του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, αποφασίζομεν: Ατομικά Έγγραφα Άρθρ.1.-1.Δι’ έκαστον εν ενεργεία Ανθυπασπιστήν και Υπαξιωματικόν τηρούνται τα ακόλουθα ατομικά έγγραφα: α)Βιβλιάριον Μητρώου. β)Ατομικόν Δελτίον Υγείας. γ)Ατομικός Φάκελλος. 2.Το βιβλιάριον Μητρώου τηρείται και ενημερούται μερίμνη του αξιολογούντος τον Ανθυπασπιστήν ή Υπαξιωματικόν και περιλαμβάνει τα κάτωθι στοιχεία: α)Στρατολογικά στοιχεία και στοιχεία αφορώντα εις την προέλευσιν, τας γραμματικάς γνώσεις και την γνώσιν ξένων γλωσσών. β)Την οικογενειακήν κατάστασιν. γ)Χρονολογίαν κτήσεως εκάστου βαθμού, πραγματικήν και αναδρομικήν. δ)Τας θέσεις εις τας οποίας υπηρέτησεν ο Ανθυπασπιστής ή Υπαξιωματικός, από της κατατάξεώς του. ε)Στοιχεία αφορώντα εις την πολεμικήν δράσιν. ζ)Προτάσεις και απονομάς ηθικών αμοιβών. η)Επιδόσεις εις Σχολάς ή Κέντρα Εκπαιδεύσεως. θ)Επιβληθείσας πειθαρχικάς ποινάς. ι)Παραπομπάς ενώπιον Ανακριτικών Συμβουλίων και Δικαστηρίων και τας αποφάσεις τούτων. κ)Τας ειδικάς καταστάσεις εις τας οποίας ετέθη ο Ανθυπασπιστής ή Υπαξιωματικός. λ)Τας χορηγηθείσας πάσης φύσεως αδείας. 3.Το Ατομικόν Δελτίον Υγείας τηρείται και ενημερούται μερίμνη του αξιολογούντος τον Ανθυπασπιστήν ή Υπαξιωματικόν, περιλαμβάνει δε τα κάτωθι: α)Στοιχεία αφορώντα εις την κατάστασιν υγείας του Ανθυπασπιστού ή Υπαξιωματικού. β)Τους εμβολιασμούς τούτου. γ)Τα νοσήματα και τραύματα (πολεμικά και εξ ατυχημάτων). δ)Τας μεταβολάς λόγω υγείας. ε)Τα αποτελέσματα των υγειονομικών εξετάσεων τούτου. 4.Οι Ατομικοί Φάκελλοι ενημερούνται υπό των τηρούντων τούτους, οι οποίοι καθορίζονται δια διαταγών των Αρχηγών των οικείων Αρχηγείων. 5.Εις τον ατομικόν φάκελλον του Ανθυπασπιστού ή Υπαξιωματικού τηρούνται τα κάτωθι στοιχεία: α)Τα μέχρι της θέσεως εις ισχύν του Ν.Δ. 445/74 τηρούμενα φύλλα ποιότητος. β)Αι εκθέσεις ικανότητος και τα σημειώματα αποδόσεως. γ)Αι προτάσεις και αι απονομαί ηθικών αμοιβών. δ)Αι επιβληθείσαι εις τον Ανθυπασπιστήν ή Υπαξιωματικόν ποιναί. ε)Αι παραπομπαί και αι αποφάσεις δικαστηρίων και Ανακριτικών Συμβουλίων. ζ)Αι αποφάσεις των Συμβουλίων Κρίσεων. η)Αι θέσεις εις τας οποίας έχει υπηρετήσει ο Ανθυπασπιστής ή Υπαξιωματικός. θ)Αι εκθέσεις επιδόσεως εις τας Σχολάς και Κέντρα Εκπαιδεύσεως. ι)Αι εκθέσεις ή στοιχεία επί της πολεμικής δράσεως. κ)Η κατάστασις υγείας του Ανθυπασπιστού ή Υπαξιωματικού. λ)Πάν έτερον στοιχείον, αποφάσει του Αρχηγού του οικείου Κλάδου, όπερ ήθελεν κριθή απαραίτητον δια την αξιολόγησιν του Ανθυπασπιστού ή Υπαξιωματικού. (Μετά την σελ. 266,43(α) Σελ. 266,61 Τεύχος 568-Σελ. 67 Ατομικά Έγγραφα Ανθυπασπιστών-Υπαξιωματικών 36.Γ.ι.1 Εκθέσεις Ικανότητος Άρθρ.2.-1.Αι εκθέσεις ικανότητος συντάσσονται υπό του αξιολογούντος τον Ανθυπασπιστήν ή Υπαξιωματικόν, ως το εν τέλει του παρόντος παρατιθέμενον «Υπόδειγμα 1», εις απλούν απαγορευομένης της τηρήσεως αντιγράφου. 2.Όταν εις τον αξιολογούντα δεν εδόθη η ευκαιρία να σχηματίση γνώμην δια κατηγορίαν τινά προσόντων του αξιολογουμένου, η θέσις βαθμολογίας συμπληρούται δια του γράμματος «Χ». 3.Όταν λόγω της υπηρεσίας την οποίαν εκτελεί ο αξιολογούμενος δεν ήτο δυνατόν να δοκιμασθή είς τινα κατηγορίαν προσόντων, η θέσις βαθμολογίας συμπληρούται δια των γραμμάτων «ΔΕ» (Δεν εδοκιμάσθη). 4.Όταν κατηγορία τις προσόντων δεν προσιδιάζη εις τον βαθμόν ή την ειδικότητα του αξιολογουμένου η θέσις βαθμολογίας συμπληρούται δια των γραμμάτων «ΔΙ» (Δεν ισχύει). Σημειώματα Αποδόσεως Άρθρ.3.-1.Εις άς περιπτώσεις ο αξιολογούμενος υπηρέτησεν υπό τας διαταγάς του αξιολογούντος επί χρονικόν διάστημα μικρότερον των εκατόν ημερών, ο αξιολογών συντάσσει Σημείωμα Αποδόσεως. 2.Το Σημείωμα Αποδόσεως συντάσσεται επί εντύπου, ως το εν τέλει του παρόντος παρατιθέμενον Υπόδειγμα «2», εις απλούν, απαγορευομένης της τηρήσεως αντιγράφου. 3.Επί του Σημειώματος Αποδόσεως ο αξιολογών εκθέτει περιγραφικώς και συνοπτικώς τον τρόπον, καθ’ όν ο αξιολογούμενος εξετέλεσε τα καθήκοντά του, βαθμολογεί τα προσόντα εκείνα επί των οποίων ηδυνήθη ασφαλώς να μορφώση γνώμη, επισημαίνει τα διαγνωσθέντα ελαττώματα ή αδυναμίας, προσθέτων και παν έτερον στοιχείον, το οποίον θα ήτο χρήσιμον δια την αξιολόγησιν του Ανθυπασπιστού ή Υπαξιωματικού. Σελ. 266,62 Τεύχος 568-Σελ. 68 36.Γ.ι.1 Ατομικά Έγγραφα Ανθυπασπιστών-Υπαξιωματικών Εκθέσεις Πολεμικής Δράσεως Άρθρ.4.-1.Αι εκθέσεις πολεμικής δράσεως συντάσσονται υπό του αξιολογούντος, επί της οικείας θέσεως του βιβλιαρίου Μητρώου του αξιολογουμένου. 2.Εις τας εκθέσεις πολεμικής δράσεως αναφέρονται λεπτομερώς: α)Τα καθήκοντα τα οποία εξετέλεσεν ο Ανθυπασπιστής ή Υπαξιωματικός. β)Αι επιχειρήσεις εις τας οποίας έλαβε μέρος, μετ’ ενδείξεως των ημερομηνιών και των περιοχών. γ)Η ικανότης αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της μάχης. Η εν γένει απόδοσις και ευψυχία. ε)Αι υποβληθείσαι προτάσεις απονομής ηθικών αμοιβών και αι απονεμηθείσαι ηθικαί αμοιβαί. ζ)Παν έτερον στοιχείον ή γεγονός, το οποίον θα ήτο χρήσιμον δια την εκτίμησιν της επιδόσεως του Ανθυπασπιστού η Υπαξιωματικού κατά τας επιχειρήσεις. 3.Αι εκθέσεις πολεμικής δράσεως συντάσσονται εις το τέλος εκάστης επιχειρήσεως ή άμα τη μεταθέσει του αξιολογούντος ή αξιολογουμένου ή οποτεδήποτε ήθελε διαταχθή τούτο υπό του Αρχηγού του οικείου Κλάδου. Γνωμάτευση Άρθρ.5.-«1.Επί των Εκθέσεων Ικανότητος των Σημειωμάτων Αποδόσεως και των Εκθέσεων Πολεμικής Δράσεως γνωματεύει ο Προϊστάμενος του αξιολογούντος, εκτός εάν: α)Ο γνωματεύων φέρει το βαθμό του: (1)Αντιστρατήγου ή Αντιναυάρχου ή Αντιπτεράρχου. (2)Υποστρατήγου ή Ταξιάρχου ή των αντιστοίχων του Π.Ν. και της Π.Α. και ο αξιολογών φέρει βαθμό του Ταγματάρχου ή του αντιστοίχου του Π.Ν. και της Π.Α. και άνω». Η παρ. 1α αντικαταστάθηκε ως άνω από την Φ. 416.4/171878/12-21 Δεκ. 1983 (ΦΕΚ Β΄742) απ. Υπ. Εθν. Άμυνας. β)Το Σημείωμα Αποδόσεως καλύπτη περίοδον μικροτέραν των 50 ημερών. 2.Ο γνωματεύων υποχρεούται όπως ελέγχη: α)Εάν υφίστανται έγγραφα στοιχεία στηρίζοντα τα αναγραφόμενα ελαττώματα και την κάτω του 8 βαθμολογίαν των σωματικών και ηθικών προσόντων. β)Εάν τα υφιστάμενα δυσμενή στοιχεία ελήφθησαν υπ’ όψιν δια την βαθμολογίαν των προσόντων. γ)Γενικώς εάν ετηρήθησαν αι περί εκθέσεων ικανότητος, σημειωμάτων αποδόσεως και εκθέσεων πολεμικής δράσεως διατάξεις. 3.Εάν ο γνωματεύων διαπιστώση ότι δεν ετηρήθησαν τα εν τη προηγουμένη παραγράφω ή διαφωνή ως προς την βαθμολογίαν προσόντων μέχρι δύο βαθμών, σημειοί τούτο εις την οικείαν θέσιν επί της εκθέσεως ή του σημειώματος. Εις περίπτωσιν καθ’ ήν η γνώμη του διαφέρει, της του αξιολογούντος, πλέον των δύο βαθμών ή κρίνει ότι ο αξιολογών επηρεάσθη εκ προσωπικών λόγων και προέβη εις μη αντικειμενικήν βαθμολογίαν αναφέρει ιεραρχικώς το γεγονός εις τον Διοικητήν του οικείου Σχηματισμού, όστις διατάσσει την ενέργειαν ενόρκου διοικητικής εξετάσεως. 4.Εις περίπτωσιν βαθμολογίας προσόντων τινών κάτω του 5 υπό του αξιολογούντος ούτος υποχρεούται όπως γνωστοποιήση τούτο εις τον αξιολογούμενον. Εάν η κάτω του πέντε βαθμολογία προέρχεται λόγω διαφωνίας του γνωματεύοντος προς τον αξιολογούντα, τότε ο γνωματεύων υποχρεούται όπως γνωστοποιήση τούτο εις τον αξιολογούμενον. Η ως άνω γνωστοποίησις γίνεται δι’ υπογραφής υπευθύνου δηλώσεως του αξιολογουμένου, ήτις και συνυποβάλλεται μετά της εκθέσεως ικανότητος ή του σημειώματος αποδόσεως αρμοδίως. Εφ’ όσον ο αξιολογούμενος προτίθεται να υποβάλη αναφοράν παραπόνων, αύτη δέον όπως υποβληθή εντός μηνός από της ημερομηνίας, καθ’ ήν ούτος έλαβε γνώσιν των δυσμενών βαθμολογιών. Διαγραφαί Στοιχείων Άρθρ.6.-1.Αι επί των εκθέσεων ικανότητος ή σημειωμάτων αποδόσεως εγγραφαί ελαττωμάτων η βαθμολογιών κάτω του 8 εις τα σωματικά και ηθικά προσόντα, μη στηριζόμεναι εις έγγραφα στοιχεία, διαγράφονται κατόπιν διαταγής του Αρχηγού του οικείου Κλάδου. «2.Ένορκη Διοικητική Εξέταση για την διαπίστωση του αν δυσμενείς εγγραφές στις εκθέσεις ικανότητας ή Σημειώματα αποδόσεως ή εκθέσεις πολεμικής δράσεως, δεν έγιναν με αντικειμενική κρίση, αλλά από προσωπικούς λόγους ή από εσφαλμένη εκτίμηση διατάσσεται στις παρακάτω περιπτώσεις: α.Αυτεπάγγελτα σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρ. 5. Αρμόδιο για την απόφαση της ως άνω διενεργηθησομένης Ενόρκου Διοικητικής Εξετάσεως και την απόφαση διαγραφής δυσμενών εγγράφων, είναι το Οικείο Συμβούλιο. Η απόφαση αυτής, εκδίδεται προκειμένου μεν περί αυτεπαγγέλτου Ενόρκου Διοικητικής Εξετάσεως εντός έτους από της καταχωρήσεως των εγγράφων προκειμένου δε περί της Ενόρκου Διοικητικής Εξετάσεως που διενεργήθηκε μετά από υποβολή αναφοράς παραπόνων, εντός έτους από της υποβολής της αναφοράς αυτής» Η παρ. 2, αντικαταστάθηκε ως άνω, από το άρθρ. 1 της Φ.416.1/99266/30 Ιουν.-24 Αυγ. 1994 (ΦΕΚ Β΄636), Απόφ. Υπ. Εθν. Άμυνας. (Αντί για τη σελ. 266,63(α) Σελ. 266,63(β) Τεύχος 1386 Σελ. 31 Ατομικά Έγγραφα Ανθυπασπιστών-Υπαξιωματικών 36.Γ.ι.1 3.Δύναται όμως το αυτό Συμβούλιον, εντός των εν παρ. 2 προθεσμιών, κατόπιν αποφάσεώς του, να εγγράψη νέας τοιαύτας εν όλω ή εν μέρει στηριζομένας επί της προσωπικής κρίσεως των μελών του Συμβουλίου ή να θέση ως νέας τοιαύτας τον μέσον όρον των δύο βαθμολογιών, αξιολογούντος και γνωματεύοντος, εις α προσόντα διαφέρουν αι εγγραφαί άνω των δύο βαθμών. 4.Προκειμένου περί Ανθυπασπιστών υπηρετούντων εις το Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεωνή εις Σχηματισμούς, Συγκροτήματα και Μονάδας, υπαγομένας υπ’ αυτό, αρμόδιος, δια την διαταγήν ενεργείας ενόρκου διοικητικής εξετάσεως και την διαγραφήν ανακριβών στοιχείων, κατά τα ανωτέρω είναι ο Υπαρχηγός του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων. Τελικαί Διατάξεις Άρθρ.7.-1.Η ισχύς της παρούσης άρχεται από 1ης Φεβρ. 1975, αφορά δε και εις τους εθελοντάς Υπαξιωματικιούς, Στρατιώτας, Ναύτας και Σμηνίτας. 2.Τα φύλλα ποιότητος και αι προτάσεις προαγωγής των Ανθυπασπιστών και Υπαξιωματικών, τα τηρούμενα βάσει των κειμένων διατάξεων θα κλεισθούν με την 31ην Ιαν. 1975 και θα υποβληθούν εις τους αρμοδίους δια την τήρησιν των ατομικών φακέλλων. (Ακολουθούν υποδείγματα διαφόρων εγγράφων) | 267 |
19. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1185 της 9/14 Οκτ. 1949 Περί κυρώσεως και τροποποιήσεως του υπ’ αριθ. 786/48 Α.Ν. «περί οργανώσεως των Υπηρεσιών του Υπουργείου Εφοδιασμού και Διανομών». | 254 |
93. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 353 της 27/31 Αυγ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 158) «Σύσταση Επιθεωρήσεων Αστυνομίας». Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις: α)Των άρθρ. 61 και 68 του Νόμ. 1622/1986 (ΦΕΚ Α΄ 92) «Τοπική Αυτοδιοίκηση-Περιφερειακή Ανάπτυξη και Δημοκρατικός Προγραμματισμός». β)Του Π.Δ. 51/1987 (ΦΕΚ Α΄ 26) «Καθορισμός των περιφερειών της χώρας για το σχεδιασμό προγραμματισμό και συντονισμό της περιφερειακής ανάπτυξης». γ)Του άρθρ. 11 του Νόμ. 1481/1984 (ΦΕΚ Α΄ 152) «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του Νόμ. 1590/1986 (ΦΕΚ Α΄ 49). δ)Του Π.Δ. 137/1986 (ΦΕΚ Α΄ 151) «Συγκρότηση της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης σε Υπουργείο Δημόσιας Τάξης». 2.Την υπ’ αριθ. 463/1987 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης», αποφασίζουμε: Σύσταση, έδρα και τοπική αρμοδιότητα Άρθρο μόνο.-1.Συνιστώνται και λειτουργούν δώδεκα Επιθεωρήσεις Αστυνομίας (ΕΠ.ΑΣ.) που υπάγονται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Η έδρα και η τοπική αρμοδιότητά τους καθορίζονται ως εξής: α)ΕΠ.ΑΣ. Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και τοπική αρμοδιότητα τις Αστυνομικές Διευθύνσεις Έβρου, Ροδόπης, Ξάνθης, Δράμας και Καβάλας. β)ΕΠ.ΑΣ. Κεντρικής Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Σερρών, Χαλκιδικής, Κιλκίς, Πέλλας, Ημαθίας και Πιερίας. Ειδικά στο νομό Θεσσαλονίκης τα καθήκοντα της Επιθεώρησης Αστυνομίας ασκούνται από τη Γ.Α.Δ. Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρ. 92 του Π.Δ. 582/1984 (Α΄ 208). γ)ΕΠ.ΑΣ. Δυτικής Μακεδονίας με έδρα την Κοζάνη και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Φλώρινας, Κοζάνης, Καστοριάς και Γρεβενών. δ)ΕΠ.ΑΣ. Θεσσαλίας με έδρα τη Λάρισα και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Λάρισας, Μαγνησίας, Τρικάλων και Καρδίτσας. ε)ΕΠ.ΑΣ. Στερεάς Ελλάδας με έδρα τη Λαμία και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Φθιώτιδας, Ευρυτανίας, Φωκίδας, Βοιωτίας και Εύβοιας. στ)ΕΠ.ΑΣ. Βορείου Αιγαίου με έδρα τη Μυτιλήνη και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Λέσβου, Χίου και Σάμου. ζ)ΕΠ.ΑΣ. Νοτίου Αιγαίου με έδρα την Ερμούπολη και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Κυκλάδων και Δωδεκανήσου. η)ΕΠ.ΑΣ. Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και Λασιθίου. θ)ΕΠ.ΑΣ. Ηπείρου με έδρα τα Ιωάννινα και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Ιωαννίνων, Άρτας, Θεσπρωτίας και Πρέβεζας. ι)ΕΠ.ΑΣ. Ιονίων Νήσων με έδρα την Κέρκυρα και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Κέρκυρας, Λευκάδας, Κεφαλληνίας και Ζακύνθου. ια)ΕΠ.ΑΣ. Δυτικής Ελλάδας με έδρα την Πάτρα και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Αιτωλίας, Ακαρνανίας, Αχαΐας και Ηλείας. ιβ)ΕΠ.ΑΣ. Πελοποννήσου με έδρα την Τρίπολη και τοπική αρμοδιότητα τις Α.Δ. Κορινθίας, Αργολίδας, Αρκαδίας, Μεσσηνίας και Λακωνίας. 2.Οι ΕΠ.ΑΣ. είναι μεταξύ τους ισότιμες. Ως Προϊστάμενοι αυτών τοποθετούνται Ταξίαρχοι της Ελληνικής Αστυνομίας οι οποίοι φέρουν τον τίτλο του Επιθεωρητή. 3.Στο Νομό Αττικής οι αρμοδιότητες της Επιθεώρησης Αστυνομίας ασκούνται από τη Γ.Α.Δ. Αττικής, όπως έχει αναδιαρθρωθεί με το Π.Δ. 95/1987 (Α΄-56) και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρ. 92 του Π.Δ. 582/1984 (Α΄-208). 4.Οι Περιφερειακοί Επιθεωρητές του άρθρ. 67 του Π.Δ. 582/1984 καταργούνται. Επίσης καταργείται η διάταξη του άρθρ. 1 παρ. 9 του Π.Δ. 159/1986 (Α΄-61) που προβλέπει τη δυνατότητα ανάθεσης στους Ταξίαρχους καθηκόντων εποπτείας και συντονισμού Αστυνομικών Υπηρεσιών. Η ισχύς του παρόντος δ/τος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. | 195 |
143. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑ ΥΤΙΛΙΑΣ Αριθ. 4224.1/3/99 της 8/22 Ιουλ. 1999 (ΦΕΚ Β΄1501) Σύσταση – Συγκρότηση πρωτοβάθμιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. (ΟΛΠ Α.Ε)». | 366 |
21α. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. οικ. 1094245/2160/0006 της 31/31 Αυγ. 1989 (ΦΕΚ Β΄ 653) Παράταση χρόνου έναρξης λειτουργίας νεοσύστατων Τελωνειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών. | 336 |
11. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αριθ. 68790/Σ.674 της 10 Σεπτ./13 Οκτ. 1964 (ΦΕΚ Β΄ 437) Περί επεκτάσεως του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων. Έχοντες υπ’ όψει: 1)τας διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 2 του Ν.Δ. 912/1941 εν συνδυασμώ προς τας τοιαύτας του άρθρ. 59 παρ. 1 του Α.Ν. της 11 Νοεμ. 1935 «περί Οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας, ως αυθεντικώς ηρμηνεύθη δια του άρθρ. 1 του Α.Ν. 694/1937 «περί αυθεντικής ερμηνείας, συμπληρώσεως και τροποποιήσεως διατάξεων τινών της Ασφαλιστικής Νομοθεσίας. 2.Γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Επικ. Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων υποβληθείσαν ημίν δια της υπ’ αριθ. 3101/12.6.64 αναφοράς του. 3.Γνώμην του Συμβουλίου Κοιν. Ασφαλίσεως (αριθ. Πρωτ. ΣΚΑ 166/64 Συνεδρίασις 162 της ΙΒ΄ Περιόδου της 23.7.1964, αποφασίζομεν: Η υπό του Ταμείου Επικ. Ασφαλ. Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων παρεχομένη ασφάλισις επεκτείνεται από 1ης Ιαν. 1965 εις τας πόλεις Ξάνθην, Καβάλαν, Λάρισσαν, Χαλκίδα, Χανιά και Ηράκλειον Κρήτης, Ιωάννινα και Κέρκυραν. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, θέλει δε ισχύσει από της 1ης Ιαν. 1965. Σελ. 402,04(δ) Τεύχος 459-Σελ. 110 | 331 |
10γ. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 25356/2914 της 7/21 Ιουν. 1973 (ΦΕΚ Β΄ 689) Περί καθορισμού αποδοχών των καθαριστριών των υπηρετουσών εις το Δημόσιον, του ΟΤΑ, και τα Ν.Π.Δ.Δ. επί σχέσει Εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου. | 263 |
26. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 2731 της 31 Οκτ./12 Νοεμ. 1953 (ΦΕΚ Α 328) Περί τροποποιήσεως του άρθρου μόνου του Α.Ν. 953/1949. | 180 |
1. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ 1991 της 29/29 Σεπτ. 1939 Περί επιβολής φόρου πολυτελείας. Άρθρ.1.-1.Από της ισχύος του παρόντος νόμου επιβάλλεται ειδικός φόρος καταναλώσεως επί των εν ταις επομέναις παραγράφοις αναφερομένων ειδών πολυτελείας, είτε ταύτα παράγονται, κατασκευάζονται, διασκευάζονται ή συσκευάζονται εν Ελλάδι, είτε προέρχονται εκ της αλλοδαπής. (Αι λοιπαί παράγραφοι του άρθρου τούτου, δι’ ων καθορίζονται τα καθ’ έκαστα είδη, εφ’ ων επιβάλλεται ο φόρος πολυτελείας, αντικατεστάθηκαν δια της αποφάσεως Υπ. Οικονομικών Μ. 1480/1945, κατωτ. αριθ. 9 και του Ν.Δ. 2416/1953 κατωτ. αρ. 19). 2.Δια Β.Δ/τος, προτάσει του υπουργικού συμβουλίου εκδιδομένου, δύνανται να χαρακτηρίζωνται και έτερα είδη, ως είδη πολυτελείας, επί των οποίων επιβάλλεται ο κατά τον παρόντα νόμον φόρος, προσέτι δε να καταργήται ο χαρακτηρισμός ως ειδών πολυτελείας ειδών υπαχθέντων εις τον φόρον. 3-4.(Ήδη ισχύει η απόφασις Μ. 1480/1945). 5.Προς καθορισμόν της τιμής πωλήσεως προκειμένου περί ειδών παραγομένων, κατασκευαζομένων, διασκευαζομένων ή συσκευαζομένων εν Ελλάδι [ή της αξίας προκειμένου περί ειδών προερχομένων εκ της αλλοδαπής] ισχύουσιν αι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 2 και των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 11 του Α.Ν. 660/1937 περί φόρου κύκλου εργασιών (27.Αη.2). Δια τον προσδιορισμόν της αξίας των εκ της αλλοδαπής ειδών, ισχύει ήδη το άρθρ. 4 παρ. 2 Ν.Δ. 2416/1953. Άρθρ.7.-1.Ο οφειλόμενος και διαφυγών φόρος εκ της μη τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος Νόμου επιβάλλεται δια πράξεως εκδιδομένης υπό του αρμοδίου Οικον. Εφόρου. Ομοίως δι’ ετέρας ή και της αυτής πράξεως καταλογίζονται εις βάρος των παραβατών τα κατά το προηγούμενον άρθρον πρόστιμα. Το άρθρ. 7 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 6 Ν.Δ. 1210/1942. «2.Η πράξις του Οικονομικού Εφόρου κοινοποιείται δια δικαστικού κλητήρος ή άλλου δημοσίου οργάνου, εντός δε 15 ημερών από της κοινοποιήσεως επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Φορολογικών παραβάσεων, εκδικαζομένη κατά τας περί τούτου ισχυούσας εκάστοτε σχετικάς διατάξεις». Η παράγρ. 2 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Ν.Δ. 1791/1942. «Διαρκούσης της προς άσκησιν προσφυγής προθεσμίας ή και ασκηθείσης προσφυγής δεν αναστέλλεται η βεβαίωσις και είσπραξις του καταλογισθέντος φόρου». Το άνω εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 44 παρ. 2 Ν.Δ. 1642/1942, και διετηρήθη εν ισχύϊ δια της παρ. 2 άρθρ. 5 Νόμ. 302/1943. 28.Ζ.β.1 Φορολογία ειδών πολυτελείας «3-4».(Προστεθείσαι δια του άρθρ. 11 Α.Ν. 2781/1941 και διατηρηθείσαι εν ισχύϊ δια του άρθρ. 42 Ν.Δ. 1642/1942, τροποποιηθείσαι δε δια του άρθρ. 4 Νόμ. 302/1943, κατηργήθησαν δια της παρ. 2 άρθρ. 4 Α.Ν. 500/1968 (τόμ. 30 σελ. 226,17). Άρθρ.8.-(Αντικατασταθέν δια του άρθρ. 43 Ν.Δ. 1642/1942, αφεώρα αμοιβήν των υποδεικνυόντων παραβάσεις σχετικάς προς την επικόλλησιν ενσήμων φόρου πολυτελείας). Άρθρ.9.-(Μεταβατική διάταξις). Άρθρ.10.-Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της 2 Οκτ. 1939. Δια της παρ. 2 του άρθρ. 14 του Ν.Δ. 3717/1957 (ανωτ. σελ. 104,11 (α), ωρίσθη ότι «απαλλάσσονται του κατά διατάξεις του Α.Ν. 1991/1939, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, επιβαλλομένου φόρου πολυτελείας επί των εν τη ημεδαπή παραγομένων ειδών τα αιθέρια έλαια μέντας». Άρθρ.2.-1-2.(Ερρύθμιζον την δι’ ειδικού ενσήμου είσπραξιν του φόρου. Ήδη ο τρόπος εισπράξεως ρυθμίζεται υπό του Νόμ. 302/1943, της υπ’ αριθ. Μ. 1480/1945 αποφάσεως και του Ν.Δ. 2416/1953, κατωτ. αριθ. 7, 9 και 19). 3.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών δύναται να καθορισθή δια τινα ή και άπαντα τα κατά τον παρόντα νόμον υπαγόμενα εις τον φόρον είδη πολυτελείας και έτερος τρόπος εισπράξεως του φόρου». Το άρθρ. 2 αντικετεστάθη ως άνω υπό του άρθρ. 7 Α.Ν. 2781/1941 (κατωτ. αρ. 2). Άρθρ.3.-(Αφεώρα τον τρόπον εισπράξεως του φόρου πολυτελείας εγχωρίων προϊόντων. Βλ. ήδη απόφασιν Μ. 1480/1945, κατωτ. αρ. 9). Άρθρ.4.-1.Οι παράγοντες, κατασκευάζοντες, διασκευάζοντες ή συσκευάζοντες είδη εκ των υποκειμένων εις τον κατά τον παρόντα νόμον οφείλουσι όπως εντός δύο μηνών από της δημοσιεύσεως τούτου ή εντός μηνός από της ενάρξεως των εργασιών των, επιδώσωσιν ή εγχειρίσωσι προς τον αρμόδιον οικονομικόν έφορον δήλωσιν περί του είδους των εργασιών των, επί τη βάσει της οποίας εκδίδεται υπό του οικονομικού εφόρου εφ’ απλού χάρτου αντίστοιχος άδεια προς τον δηλούντα. Ο τύπος και το περιεχόμενον της δηλώσεως και της αδείας ορισθήσονται δι’ αποφάσεως του υπουργού των Οικονομικών. 2.Δι’ εκάστην πώλησιν ειδών εκ των υποκειμένων εις τον κατά τον παρόντα νόμον φόρον ο πωλητής, παραγωγός, κατασκευαστής, διασκευαστής ή συσκευαστής υποχρεούται να εκδίδη συγχρόνως απόδειξιν ή τιμολόγιον εμφαίνον συγκεκριμένως τας πωληθείσας εξ εκάστου είδους μονάδας ως και την κατά μονάδα τιμήν πωλήσεως τούτων. Η απόδειξις ή το τιμολόγιον εκδίδονται εξ ηριθμημένου στελέχους εις διπλούν, εξ ων το μεν εν παραδίδεται εις τον αγοραστήν, υποχρεούμενον όπως ζητή εν πάση περιπτώσει τούτο, το δε έτερο παραμένει εις τον πωλητήν, υποχρεούμενον όπως διατηρήση τούτο επί διετίαν από της εκδόσεώς του. Σελ. 335 28.Ζ.α.10 Φορολογία αμυλοσιροπίου, σταφιδίνης κ.λπ. Φορολογία ειδών πολυτελείας 28.Ζ.β.1 «3.Οι πωλούντες κοσμήματα, πολυτίμους λίθους και εν γένει είδη χρυσοχοϊας, ως επίσης φω-τογραφικάς και κινηματογραφικάς μηχανάς, αναπτήρας, ωρολόγια, στυλογράφους, ποικίλα καλλιτεχνικά έργα και μικροτεχνήματα και σισύρας υποχρεούνται όπως ενεργώσι αυθωρεί και άμα τη πωλήσει εκ των ανωτέρω ειδών, των υποκειμένων εις φόρον πολυτελείας, σχετικήν εγγραφήν εις τον Βιβλίον Ταμείου εις ο γίνεται η καταχώρησις των καθ’ εκάστην πωλήσεων. Την αυτήν υποχρέωσιν οι ανωτέρω υπέχουσι και όσον αφορά το καταβαλλόμενον εις αυτούς αντίτιμον δια πάσαν ύλην ή εργασίαν χρησιμοποιηθείσαν εις μεταποίησιν, μεταβολήν ή σύνδεσιν κοσμημάτων ή άλλων εκ των αναφερθέντων ειδών, ή μεταποίησιν, επεξεργασίαν ή βαφήν σισυρών, ανεξαρτήτως της αναλογίας της χρησιμοποιηθείσης νέας ύλης ή εργασίας. Κατά την ενέργειαν της εγγραφής δέον απαραιτήτως να σημειούται πλην των λοιπών απαραιτήτων στοιχείων της ενεργηθείσης πωλήσεως και ο αριθμός του εκδοθέντος αποδεικτικού πληρωμής του φόρου. Το Βιβλίον Ταμείου δέον να εύρηται εν πάση στιγμή ανοικτόν προ του ταμείου και ενημερωμένον δια πάσης γενομένης πωλήσεως ειδών υποκειμένων εις φορολογίαν». Η παράγρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω υπό του άρθρ. 9 Α.Ν. 2781/1941. Άρθρ.5.-1.Ο έλεγχος δια την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος νόμου ανατίθεται δι’ αποφάσεως του υπουργού των Οικονομικών εις οικονομικούς υπαλλήλους. 2.Ο υπουργός των Οικονομικών εγκρίνει και εντέλλεται την πληρωμήν πάσης αναγκαίας δαπάνης δια την εκτέλεσιν του παρόντος νόμου, καταλογιζομένης εις τα έξοδα βεβαιώσεως των εμμέσων φόρων. Άρθρ.6.-1-4.(Αφεώρα κυρώσεις κατά των παραλειπόντων την επικόλλησιν ενσήμων). 5.Εν περιπτώσει μη αμέσου καταχωρήσεως της σχετικής πωλήσεως εν τω βιβλίω ταμείου, άμα τη πωλήσει ειδών εκ των εν τη παρ. 3 του άρθρ. 4 του Νόμου τούτου ή μη τηρήσεως τοιούτων βιβλίων, οι παραβάται, ταμίας υπάλληλος επί της πωλήσεως ως και ο καταστηματάρχης τιμωρούνται αλληλεγγύως δια προστίμου τουλάχιστον πενταπλασίου του οφειλομένου φόρου μη δυναμένου να είναι κατωτέρου των δραχμών τριών χιλιάδων (3.000) δι’ εκάστην παράβασιν. Σελ. 336 Εν υποτροπή ο παραβάτης τιμωρείται δια προστίμου μέχρις εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών, δύναται δε δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών να αφαιρεθή παρ’ αυτού και η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος δια χρονικόν διάστημα μέχρις ενός έτους». Το άρθρ. 6 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 5 Ν.Δ. 1210/1942. | 118 |
8. ΝΟΜΟΣ 592 της 18/20 Ιαν. 1915 Περί αναθέσεως διαχειρίσεως αστυνομικών διευθύνσεων εις αξιωματικούς και ανθυπασπιστάς της Χωροφυλακής. | 335 |
23. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑ ΥΤΙΛΙΑΣ Αριθ. 70114/4596 της 4 Αυγ./1 Σεπτ. 1980 (ΦΕΚ Β' 840) Περί κυρώσεως Συλλογικής Συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων ρυμουλκών λιμένων εσωτερικού. Ίσχυε μέχρι 30 Ιουν. 1981. Βλ. ήδη την 70114/5216/31 Ιουλ. -31 Αυγ. 1981 (ΦΕΚ Β' 501), (κατωτ. αριθ. 27). | 30 |
20. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ Αριθ.76060 της 14/29 Οκτ.1958 (ΦΕΚ Β΄ 288) Περί συγκροτήσεως Επιτροπής Αμυντικής Παραγωγής και Ερεύνης. Έχοντες υπ’ όψει το άρθρ. 5 παρ. 2β΄ του Ν.Δ. 2387/53 «περί Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και των Οργάνων της Ανωτάτης Διοικήσεως και Ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων», αποφασίζομεν : Συγκροτούμεν Επιτροπήν Αμυντικής Παραγωγής και Ερεύνης, ήτις απαρτίζεται εκ: Του Διευθυντού Τεχνικού Σώματος Γ.Ε.Σ., ως Προέδρου. Εκπροσώπου του Γ.Ε.ΕΘ.Α. Εκπροσώπου του Γ.Ε.Ν. (Διευθυντού Εφορίας Πυροβολικού). Εκπροσώπου του Γ.Ε.Α. (Διευθυντού Γ1). Εκπροσώπου του Υπουργείου Συντονισμού. Η Επιτροπή Αμυντικής Παραγωγής και Ερεύνης δύναται να συμπληρούται δια προσθέτων μελών αναλόγως του θέματος (εκπρόσωποι Υπουργείων, Επιστημονικών Ιδρυμάτων, Οργανισμών κλπ.). Εισηγείται εις Γενικόν Επιτελείον Εθνικής Αμύνης επί θεμάτων αφορώντων την Αμυντικήν Παραγωγήν και Έρευναν ως και επί τοιούτων θεμάτων της αρμοδιότητος των σχετικών Επιτροπών του ΝΑΤΟ. (APMAMENTS COMMITTEE και SCIENCE COMMITTEE). Εισηγείται εις Γ.Ε.ΕΘ.Α. την κατανομήν και συντονισμόν των σχετικών ενεργειών εις τας αρμοδίας Εθνικάς Αρχάς και Ιδιωτικούς Οργανισμούς. Εισηγείται την συγκρότησιν Επιτροπών δια την λεπτομερή μελέτην προκυπτόντων σχετικών θεμάτων, καθορίζει τας αρμοδιότητας τούτων και εισηγείται εις Γεν. Επιτ. Εθνικής Αμύνης επί απαιτουμένων ενεργειών, ως και επί των οδηγιών αίτινες δέον να απευθύνωνται προς την Μόνιμον Αντιπροσωπείαν της Ελλάδος παρά τω ΝΑΤΟ, επί θεμάτων της αρμοδιότητος των ως άνω Επιτροπών του ΝΑΤΟ. Σελ. 24 Συνέρχεται οσάκις συγκαλείται υπό του Γ.Ε.ΕΘ.Α. Η Γραμματειακή λειτουργία της Επιτροπής Αμυντικής Παραγωγής και Ερεύνης εξασφαλίζεται υπό της Γ΄Μ.Ε.Ο./Γ.Ε.ΕΘ.Α. | 68 |
4. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ 2094 της 18/23 Νοεμβρ. 1939 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί φόρου επί του κύκλου εργασιών, καθαρών προσόδων κλπ. Άρθρον 1 1.Εάν κατά την επιβολήν του φόρου επί του κύκλου εργασιών ασκηθή ένστασις περιέχουσα και ισχυρισμόν ότι η εγγραφείσα επιχείρησις δεν είναι βιομηχανική αναστέλλεται η διαδικασία βεβαιώσεως του φόρου, ο δε εν τη ενστάσει περιεχόμενος τοιούτος ισχυρισμός παραπέμπεται προς εκδίκασιν ενώπιον Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου, εδρεύοντος εν Αθήναις και συγκειμένου εξ: α)Ενός συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προέδρου, οριζομένου μεθ' ενός αναπληρωτού υπό του υπουργού των Οικονομικών μετά πρότασιν του προέδρου του Σώματος. β)Ενός οικον. υπαλλήλου επί βαθμώ διευθυντού. γ)και δ)δύο ετέρων οικον. υπαλλήλων επί βαθμώ τουλάχιστον τμηματάρχου β' τάξεως. ε)Ενός αντιπροσώπου του εν Αθήναις Συνδέσμου Βιομηχάνων και Βιοτεχνών, και ς)Ενός αντιπροσώπου της εν Αθήναις Ομοσπονδίας των Βιοτεχνικών Σωματείων. 2.Τα υπό στοιχεία β', γ' και δ' εξ οικονομικών υπαλλήλων μέλη, μεθ' ενός δι' έκαστον αναπληρωτού, ορίζονται υπό του υπουργού των Οικονομικών. 3.Τα υπό στοιχεία ε' και ς' μέλη ορίζονται υπό του υπουργού των Οικονομικών εκ πίνακος, υποβαλλομένου εις το υπουργείον των Οικονομικών υπό των οικείων οργανώσεων, περιέχοντος τουλάχιστον πέντε εκ των μελών αυτών. Εν περιπτώσει αρνήσεως ή αμελείας των οικείων οργανώσεων προς υπόδειξιν των μελών, ο ορισμός τούτων ενεργείται υπό του υπουργού των Οικονομικών κατ' απόλυτον κρίσιν αυτού. 4.Χρέη γραμματέως του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου εκτελεί εις των εισηγητών ή γραμματέων της Διευθύνσεως Φορολογίας Προσόδων εν τω Υπουργείω των Οικονομικών ή εις των υπαλλήλων της εν Αθήναις Οικονομικής Εφορίας φορολογίας Ανωνύμων Εταιριών οριζόμενος μεθ' ενός αναπληρωτού υπό του υπουργού των Οικονομικών. Άρθρον 10 1.Τα ισχύοντα επί των κατά το άρθρ. 39 του Κώδ. Φορ. Καθ. Προσόδου εκδικαστικών επιτροπών ενστάσεων ισχύουσιν, εφ' όσον δεν τροποποιούνται δια του παρόντος, και ως προς το Ειδικόν Φορολογικόν Δικαστήριον. 2.Τα έξοδα πραγματογνωμοσύνης ενώπιον του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου εκκαθαρίζονται κατά τα ισχύοντα επί πραγματογνωμοσύνης ενώπιον των εκδικαστικών επιτροπών εφέσεων του ν. 5116. Άρθρον 11 Τα παρά τω Ειδικώ Φορολογικώ Δικαστηρίω τηρούμενα κυριώτερα βιβλία είναι: α)πρωτόκολλον των εισερχομένων και εξερχομένων εγγράφων εις ο καταχωρίζονται ανελλιπώς πάντα τα έγγραφα της διαμειβομένης αλληλογραφίας, β)βιβλίον καταχωρίσεως των ενστάσεων, γ)βιβλίον πρακτικών συζητήσεων υποθέσεων εν δημοσία συνεδριάσει, δ)βιβλίον πρακτικών διασκέψεων προς έκδοσιν αποφάσεων, ε)βιβλίον των εις τους εισηγητάς πεμπομένων υποθέσεων και ς)αι βιβλιοδετημέναι αποφάσεις. Άρθρον 12 Εκδοθείσης οριστικής αποφάσεως του κατά τα ανωτέρω Ειδική Φορολογικού Δικαστηρίου, δι ης απερρίφθη ο ισχυρισμός του ενισταμένου, συνεχίζεται η ανασταλείσα διαδικασία της βεβαιώσεως του φόρου των μηνών, εις ους αφορά η γενομένη εγγραφή. Εντός μηνός από της κοινοποιήσεως εις τον φορολογούμενον της τοιαύτης αποφάσεως του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου, ούτος υποχρεούται να επιδώση δήλωσιν και καταβάλλη τον φόρον των ακαθαρίστων εσόδων των διαρρευσάντων μηνών, εις ους δεν αφορά η υπό του Οικονομικού Εφόρου γενομένη εγγραφή. Μετά την πάροδον της προθεσμίας ταύτης καταλογίζονται αι προσαυξήσεις της παρ. 2 του άρθρ. 8 του Α.Ν. 660/1937 περί του φόρου επί του κύκλου εργασιών (ανωτ. αρ. 2). Άρθρον 13 1.Κατά των αποφάσεων του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου επιτρέπεται έφεσις εντός μηνός από της εις τον φορολογούμενον κοινοποιήσεως της αποφάσεως, εγχειριζομένη ή κοινοποιουμένη εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον. Η έφεσις μη αναστέλλουσα τη εκτέλεσιν της αποφάσεως, είναι απαράδεκτος εάν δεν καταβληθή παράβολον ίσον προς τα 5% του φόρου του πρώτου μηνός, εις ον αφορά η εγγραφή, όπερ καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου εν περιπτώσει απορρίψεως της εφέσεως. Τα εν τη παρ. 3 του άρθρου 2 οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εφέσεων, του ποσού του γραμματίου παρακαταθήκης διανεμομένου κατά την αυτήν αναλογίαν εις τα μέλη του δικαστηρίου, τον γραμματέα αυτού και τον αντιπρόσωπον του Δημοσίου. 2.Δικαίωμα εφέσεως έχει και ο οικονομικός Έφορος εντός προθεσμίας δύο μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως, μη υποχρεούμενος όμως εις την καταβολήν παραβόλου κλπ. 3.Η έφεσις εκδικάζεται υπό δευτεροβάθμια ειδικού φορολογικού δικαστηρίου εδρεύοντος εν Αθήναις και συγκειμένου έξι α)Ενός συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως προέδρου, οριζομένου μεθ' ενός αναπληρωτού υπό του υπουργού των Οικονομικών μετά πρότασιν του προέδρου του σώματος. β), γ)και δ)Τριών οικονομικών υπαλλήλων επί βαθμώ διευθυντού ή τμηματάρχου α' τάξεως, οριζομένων, μεθ' ενός ως προς έκαστον αναπληρωτού, υπό του υπουργού των Οικονομικών. ε)Ενός Διευθυντού του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας οριζομένου μεθ' ενός αναπληρωτού υπό του υπουργού της Εθνικής Οικονομίας. ς)Ενός αντιπροσώπου του εν Αθήναις συνδέσμου βιομηχάνων και βιοτεχνών. ζ)Ενός αντιπροσώπου της εν Αθήναις Ομοσπονδίας των βιοτεχνικών σωματείων. 4.Ως προς τον διορισμόν των υπό στοιχείων ς και ζ' μελών και του γραμματέως του δικαστηρίου εφαρμόζονται τα υπό των παρ. 3 και 4 του άρθρ. 1 οριζόμενα. 5.Μέλη του δευτεροβαθμίου ειδικού φορολογικού δικαστηρίου δεν δύναται να είναι οι μετασχόντες της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. 6.Αι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ. 2 ως και των άρθρ. 3 έως και 11 εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και επί του δευτεροβαθμίου ειδικού φορολογικού δικαστηρίου. Άρθρον 14 1.Εν περιπτώσει απορρίψεως του υπό της επιχειρήσεως προβληθέντος ισχυρισμού ότι αύτη δεν τυγχάνει βιομηχανική δεν δύναται ο ισχυρισμός ούτος να επαναληφθή κατά τας επομένας φορολογικάς περιόδους, εξαιρέσει των περιπτώσεων ας θέλει ορίσει Βασιλικόν Διάταγμα. Δια του αυτού Β. Διατάγματος θέλουσιν ορισθή και αι περιπτώσεις καθ' ας δικαιούται (Αντί τη σελ. 33) Σελ. 33(α) 130-23 Φορολογία Κύκλου Εργασιών 27.Α.η.4 ο οικονομικός έφορος να επιδιώξη εκ νέου την υπαγωγήν εις τη φορολογίαν επιχειρήσεως, της οποίας ο προβληθείς ισχυρισμός ότι δεν τυγχάνει βιομηχανική εγένετο δεκτός. 2.Κατά των αποφάσεων του δευτεροβαθμίου ειδικού φορολογικού δικαστηρίου επιτρέπεται αίτησις αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, δια του εν άρθρ. 42 του ν. 3713/1929 (τ. 1) αναφερομένους λόγους. Άρθρον 15 1.Κατά των μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου εκδοθεισών αποφάσεων του υπό της παρ. 2 του άρθρ. 9 του Α.Ν. 660/1937 προβλεπομένου ειδικού φορολογικού δικαστηρίου, είτε ησκήθη κατ' αυτών αναθεώρησις είτε μη, επιτρέπεται έφεσις ενώπιον του δευτεροβαθμίου ειδικού φορολογικού δικαστηρίου εντός προθεσμίας δύο μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου κατά την υπό τούτου προβλεπομένην διαδικασίαν, επί καταβολή του νομίμου παραβόλου ως και τη προσαγωγή γραμματίου παρακαταθήκης. 2.Δικαίωμα εφέσεως εντός της αυτής προθεσμίας έχει και οι οικονομικός έφορος. 3.Εκκρεμείς ενστάσεις και αιτήσεις αναθεωρήσεως περί του χαρακτηρισμού επιχειρήσεως τινός ως βιομηχανικής, συζητηθείσαι ή μη, εφ' όσον μέχρι της ισχύος του παρόντος δεν εξεδόθη επ' αυτών απόφασις, παραπέμπονται προς συζήτησιν, αι μεν ενστάσεις ενώπιον του ειδικού φορολογικού δικαστηρίου, αι δε αιτήσεις αναθεωρήσεως, χαρακτηριζόμεναι ως εφέσεις, ενώπιον του δευτεροβαθμίου ειδικού φορολογικού δικαστηρίου του παρόντος νόμου. Άρθρον 16 1.Όπου εν άρθρ. 7 του Α.Ν. 1981/1939 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Κ.Φ.Κ.Π. (27.Βα) κλπ. γίνεται μνεία του υπό της παρ. 2 του άρθρου 9 του Α.Ν. 660/1937 π. του φόρου επί του κύκλου εργασιών προβλεπομένου ειδικού φορολογικού δικαστηρίου και της υπό του Β.Δ/τος της 28 Μαρτ. 1938 προβλεπομένης διαδικασίας, νοούνται τα δια του παρόντος νόμου συνιστώμενα δικαστήρια και η επί τούτων εφαρμοζομένη διαδικασία. Ωσαύτως επί των αυτών περιπτώσεων εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και αι διατάξεις περί παραβόλου και γραμματίου παρακαταθήκης. 2.Αι διατάξεις του άρθρ. 1 του Α.Ν. 1982/1939 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του υπ' αριθ. 660/1937 Α.Ν. περί του φόρου επί του κύκλου εργασιών (ανωτ. αρ. 2) εφαρμόζονται και επί των υπό του εν τω παρόντι αναγκαστικώ νόμω προβλεπομένου ειδικού φορολογικού δικαστηρίου εκδοθησομένων αποφάσεων. Σελ. 34(α) 3.Καταργούνται η παρ. 2 του άρθρ. 9 του Α.Ν. 660 και το Β.Δ/μα της 28 Μαρτ. / 4 Απριλίου 1938 περί του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου, χαρακτηρισμού επιχειρήσεώς τινός ως βιομηχανικής, δια την επιβολήν του φόρου κύκλου εργασιών. Ειδικαί Διατάξεις Άρθρα 17-18 (Μεταβατικαί διατάξεις) Άρθρον 2 1.Η εγχειριζόμενη ή κοινοποιουμένη υπό της επιχειρήσεως ένστασις, η περιέχουσα τον ισχυρισμόν ότι η επιχείρησις δεν είναι βιομηχανική και κατά συνέπειαν δεν υπάγεται εις τον φόρον κύκλου εργασιών επί των ακαθαρίστων εσόδων, δέον να περιλαμβάνη: α)Το ονοματεπώνυμο του ενισταμένου, την επωνυμίαν και την διεύθυνσιν της έδρας της επιχειρήσεως. (Αντί για τη σελ. 29(α) Σελ. 29(β) Τεύχος Ζ94-Σελ. 9 Φορολογία Κύκλου Εργασιών 27.Α.η.3-4 27.Α.η.4 Φορολογία Κύκλου Εργασιών β)Τον νόμιμον εκπρόσωπον της επιχειρήσεως μετά της διευθύνσεως της κατοικίας αυτού. γ)Τον αριθμόν, την χρονολογίαν του φύλλου ελέγχου, καθ' ου η ένστασις ως και την χρονικήν περίοδον, εις ην αφορά τούτο. δ)Σαφή και λεπτομερή ανάπτυξιν του ισχυρισμού ότι η επιχείρησις δεν είναι βιομηχανική. ε)Μνείαν περί των επισυναπτομένων εγγράφων. ς)Διορισμόν αντικλήτου κατοικούντος εν Αθήναις μετά επακριβούς προσδιορισμού της διευθύνσεως της κατοικίας αυτού. 2.Η κατά την προηγουμένην παράγραφον ένστασις είναι απαράδεκτος εάν δεν καταβληθή παράβολον ίσον προς τα 25% του φόρου του πρώτου μηνός εις ον αφορά η εγγραφή. Το παράβολον τούτο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου εν περιπτώσει απορρίψεως του προβληθέντος ισχυρισμού ότι η επιχείρησις δεν είναι βιομηχανική. 3.Εις την ένστασιν δέον να επισυνάπτηται επίσης απλούν αντίγραφον του προσβαλλομένου φύλλου ελέγχου, τα πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα των επικαλουμένων εγγράφων ως και γραμμάτιον παρακαταθήκης (δραχμών 400), αίτινες διανέμονται δι' εξοφλήσεως του γραμματίου εις τα μετέχοντα μέλη του Δικαστηρίου, τον γραμματέα αυτού και τον παριστάμενον κατά την συζήτησιν αντιπρόσωπον του Δημοσίου. Έκαστον μέλος δι' εκάστην εκδιδομένην απόφασιν λαμβάνει (δραχ. 50), αίτινες διπλασιάζονται δια τον εισηγητήν. (Εις τον γραμματέα και εις τον αντιπρόσωπον του Δημοσίου παρέχονται ανά 25 δραχμαί εις έκαστον). Ο διορισμός του αντικλήτου, η έκδοσις του κατά την παρούσαν πράγραφον γραμματίου παρακαταθήκης ως και η καταβολή του κατά την προηγουμένην παράγραφον παραβόλου δύναται να γίνη και μετά τη συζήτησιν της υποθέσεως εντός προθεσμίας υπό του δικαστηρίου τασσομένης, ήτις όμως δεν δύναται να είναι μακροτέρα των δέκα ημερών από της δικασίμου. Εν περιπτώσει μη προσαγωγής των αποδεικτικών εκδόσεως γραμματίου παρακαταθήκης της καταβολής του παραβόλου, ο ισχυρισμός της ενστάσεως ότι η επιχείρησις δεν είναι βιομηχανική απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Άρθρα 19-20 (Αντικαθίστανται το πρώτο εδάφιον της παρ. 1 του άρθρ. 7 του Α.Ν. 1552/1939, τομ. 16 και το άρθρ. 9 Α.Ν. 1981/1939, 27. Βα. 7) Άρθρον 21 (Μεταβατική διάταξις) Άρθρον 3 1.Οι Οικονομικός Έφορος παραλαμβάνων την εγχειριζομένην ή την κοινοποιουμένην προς αυτόν ένστασιν, την περιέχουσαν ισχυρισμόν ότι επιχείρησίς τις δεν είναι βιομηχανική, οφείλει να παραπέμψη ταύτην το ταχύτερον εις το Ειδικόν Φορολογικόν Δικαστήριον, διαβιβάζων μετ' αυτής ολόκληρον τον φάκελλον της υποθέσεως και συνυποβάλλων έκθεσίν του περιέχουσαν πλήρη και λεπτομερή ανάπτυξιν περί των εργασιών της ενισταμένης επιχειρήσεως, ως και αντίκρουσιν του ισχυρισμού αυτής. Προσέτι υπό του Οικον. Εφόρου συντάσσεται και υποβάλλεται πίναξ εμφαίνων λεπτομερώς πάντα τα υποβληθέντα εις το δικαστήριον εν πρωτοτύπω ή εν αντιγράφω έγγραφα. 2.Μετά το πέρας της δίκης ο φάκελλος επιστρέφεται, επιμελεία του προέδρου του δικαστηρίου, εις την Οικονομικήν Εφορίαν. Άρθρον 4 1.Αι ενστάσεις, άμα τη υποβολή αυτών εις το Ειδικόν Φορολογικόν Δικαστήριον, εγγράφονται εις το επί τούτω τηρούμενον υπό του γραμματέως του Δικαστηρίου "Βιβλίον καταχωρίσεως ενστάσεων φόρου επί του κύκλου εργασιών", όπερ συμπληρούμενον εκάστοτε περιέχει: α)Τον αύξοντα αριθμόν των εισερχομένων υποθέσεων. β)Την χρονολογίαν της περιελεύσεως αυτών εις το Δικαστήριον. γ)Το ονοματεπώνυμον, την επωνυμίαν και την διεύθυνσιν της έδρας της επιχειρήσεως. δ)Το περιεχόμενον του ισχυρισμού της ενισταμένης επιχειρήσεως. ε)Τα στοιχεία του φύλλου ελέγχου καθ' ου η ένστασις. ς)Την ημέραν της επ' ακροατηρίω συζητήσεως. ζ)Τον αριθμόν και την χρονολογίαν των εκδοθεισών αποφάσεων. 2.Η εν τω βιβλίω τούτω, τηρουμένω κατά ημερολογιακόν έτος, καταχώρισις των ενστάσεων γίνεται κατά συνέχειαν και άνευ κενών ή διαγραφών. Άρθρον 5 1.Η συζήτησις των υποθέσεων γίνεται εν δημοσία συνεδριάσει. 2.Δι' αποφάσεως του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου ορίζονται εκάστοτε αι ημέραι και ώραι των τακτικών δικασίμων. Απόσπασμα δε της αποφάσεως ταύτης αναρτάται εν τω καταστήματι, εν τω οποίω συνεδριάζει το Δικαστήριον. Εκτός των ούτως οριζομένων τακτικών συνεδριάσεων δύναται το δικαστήριον να ορίση συνεδριάσεις και εις άλλας ημέρας. 3.Δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρας προ εκάστης δικασίμου ο γραμματεύς του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου, εν συνεννοήσει μετά του προέδρου αυτού, συντάσσει πινάκιον των συζητηθησομένων υποθέσεων. Το πινάκιον τούτο υπογραφόμενον υπό του γραμματέως του δικαστηρίου, αναρτάται εις την είσοδον ή εις έτερον εμφανές μέρος του καταστήματος συνεδριάσεων του δικαστηρίου, ειδοποιούνται δε ο ενδιαφερόμενος φορολογούμενος ή ο ανΣελ. 31 Φορολογία Κύκλου Εργασιών 27.Α.η.4 τίκλητος αυτού και ο Οικονομικός Έφορος δι' ειδικής προσκλήσεως, κοινοποιουμένης επί αποδείξει δια δημοσίου οργάνου πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της ημέρας των συνεδριάσεων. Εν τη προσκλήσει ταύτη δέον να σημειώται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα της συζητήσεως της υποθέσεως. 4.Αν η συζήτησις υποθέσεώς τινός αναβληθή ή αν εξ οιουδήποτε λόγου η συνεδρίασις ματαιωθή ή δεν ήθελε καταστή δυνατή η συζήτησις πασών ή τινών των εν τω πινακίω υποθέσεων, η συζήτησις γίνεται κατά την αμέσως επομένην συνεδρίασιν, πλην αν το δικαστήριον ορίση την συζήτησιν εις άλλην ωρισμένην δικάσιμον, είτε τακτική είτε έκτακτον τοιαύτην. Έν ταις περιπτώσεσι της παραγράφου ταύτης δεν απαιτείται νέα πρόσκλησις των ενδιαφερομένων, πλην αν τινες τούτων απουσίαζον, οπότε η πρόσκλησις επαναλαμβάνεται μόνον ως προς τούτους. Άρθρον 6 1.Αι Συνεδριάσεις του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου γίνονται εν τω επί τούτω εκ των προτέρων δι' αποφάσεως του υπουργού των Οικονομικών οριζομένω καταστήματι. 2.Η ενισταμένη επιχείρησις δύναται να παρίσταται αυτοπροσώπως ή και δια του πληρεξουσίου αυτής δικηγόρου, διοριζομένου κατά τας διατάξεις της πολιτικής Δικονομίας ή και δι' απλής επιστολής κατατιθεμένης εις το Δικαστήριον. 3.Το Δημόσιον δύναται να παρίσταται δια του Οικονομικού Εφόρου ή ετέρου δημοσίου υπαλλήλου, οριζομένου απ' ευθείας υπό τούτου ή υπό του υπουργού των Οικονομικών. Άρθρον 7 Το Ειδικόν Φορολογικόν Δικαστήριον προς μόρφωσιν της εαυτού κρίσεως, ότι επιχείρησίς τις τυγχάνει βιομηχανική, λαμβάνει υπ' όψει τα υπό της κρινομένης επιχειρήσεως και του Οικονομικού Εφόρου προσαγόμενα ως και τα αυτεπαγγέλτως υπό του Δικαστηρίου συγκεντρωθέντα στοιχεία περί του είδους της επιχειρήσεως και της εκτάσεως των εργασιών αυτής, ειδικώτερον δε τα διατιθεμένα προς άσκησιν αυτής κεφάλαια, ατομικά ή μετοχικά ή άλλα ή και εκ δανείων προερχόμενα, τα χρησιμοποιούμενα μηχανικά, χημικά ή άλλης φύσεως και είδους μέσα, το απασχολούμενον προσωπικόν υπαλληλικόν και εργατικόν, την φύσιν και το είδος της χρησιμοποιουμένης πρώτης ύλης, εφ' όσον χρησιμοποιείται τοιαύτη, την συντελουμένην επεξεργασίαν ή διασκευήν ή εξευγενισμόν ταύτης, τα παραγόμενα προϊόντα, την παραγωγικήν ικανότητα, τα ακαθάριστα έσοδα της επιχειρήσεως, τα οποία εν πάση περιπτώσει δέον να Σελ. 32 ώσιν ανώτερα του (ενός εκατομμυρίου δραχμών) ετησίως, και εν γένει παν στοιχείον χρήσιμον προς μόρφωσιν της ορθής κρίσεως του δικαστηρίου, δυναμένου να αιτήται την παροχήν οιασδήποτε πληροφορίας παρά της επιχειρήσεως και του Οικονομικού Εφόρου και εν γένει να προέρχηται εις πάσαν ενέργειαν τείνουσαν εις την συγκέντρωσιν παρ' οιασδήποτε δημοσίας ή άλλης Αρχής και εν γένει οιασδήποτε οργανώσεως ή επιχειρήσεως των αναγκαίων προς λήψιν αποφάσεως στοιχείων. Ωσαύτως το Δικαστήριον δύναται να ενεργή αυτοψίαν δια πάντων ή τινών των μελών αυτού, να εξετάζη μάρτυρας και να διατάσση πραγματογνωμοσύνην, κρίνει δε και αποφασίζει κατ' απόλυτον και ελευθέραν κρίσιν, ητιολογημένως. Άρθρον 8 1.Περί των συνεδριάσεων και των διασκέψεων του δικαστηρίου τηρούνται υπό του γραμματέως λεπτομερή πρακτικά, άτινα ειδικώτερον περιέχουσι: α)Το ονοματεπώνυμον, τον βαθμόν και την ιδιότητα των μετεχόντων μελών του δικαστηρίου. β)Προσδιορισμόν της συζητηθείσης υποθέσεως μετά μνείας του ονοματεπωνύμου ή της επωνυμίας των διαδίκων. γ)Μνείαν περί της εκδοθείσης και δημοσιευθείσης αποφάσεως. Τα πρακτικά ταύτα υπογράφονται υπό πάντων των μελών του δικαστηρίου και του γραμματέως. 2.Αι εκδοθείσαι αποφάσεις του Ειδικού Φορολογικού Δικαστηρίου δημοσιεύονται εν δημοσία συνεδριάσει δι' αναγνώσεως υπό του Προέδρου του Δικαστηρίου των στοιχείων των αφορώντων, εις τους διαδίκους και του διατακτικού αυτών. Άρθρον 9 1.Αι αποφάσεις του Δικαστηρίου, αι τε οριστικαί και αι μη τοιαύται, αριθμούμεναι εν συνεχεία και κατ' έτος καταχωρίζονται εις το επί τούτω βιβλίον μετά μνείας της χρονολογίας αυτών, του ονοματεπωνύμου ή της επωνυμίας και της ιδιότητος των διαδίκων. 2.Τα πρωτότυπα των αποφάσεων φυλασσόμενα εις ιδιαιτέρας θυρίδας βιβλιοδετούνται κατά το τέλος εκάστου έτους. Αντίγραφον της αποφάσεως μετά του υπό του Εισηγητού καταρτισθέντος αρχικού σχεδίου τίθενται εις τον οικείον φάκελλον της δικογραφίας τον εν τοις αρχείοις του Δικαστηρίου τηρούμενον. 3.Επιμέλεια του γραμματέως του δικαστηρίου τηρείται βιβλίον των εις τους εισηγητάς προς έκδοσιν αποφάσεως παραπεμπομένων υποθέσεων, εις ο σημειούνται τα ονόματα των διαδίκων και του διορισθέντος εισηγητού, η χρονολογία της εις τούτον αναθέσεως των υποθέσεων και ο αριθμός και η χρονολογία της εκδοθείσης αποφάσεως. 27.Α.η.4 Φορολογία Κύκλου Εργασιών Επίσης συντάσσεται και αλφαβητικόν ευρετήριον των εκδιδομένων αποφάσεων επί τη βάσει του επωνύμου ή της επωνυμίας των διαδίκων. 4.Αι εκδιδόμεναι αποφάσεις του δικαστηρίου αποστέλλονται, επιμελεία του προέδρου αυτού, επί αποδείξει εν κεκυρωμένω αντιγράφω εις τον αρμόδιον Οικ. Έφορον, υποχρεούμενον να εκτελέση αυτάς, κατά τας ισχυούσας διατάξεις. | 47 |
31. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. 48/872 της 23 Μαΐου / 5 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Β΄ 430) Αύξηση του ποσού της ανωτάτης σύνταξης που χορηγεί το Ταμείο Ασφάλισης Ιονικής – Λαϊκής Τράπεζας (ΤΑΠ – ΙΛΤ). | 372 |
22. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 559 της 4/29 Ιουν. 1966 (ΦΕΚ Α΄ 132) Περί καθορισμού δικαιολογητικών εξόδων κηδείας συνταξιούχων Ν.Α.Τ.-Κ.Π.Φ.Ν. Τροποποιηθέν δια του Β.Δ. 421 της 30 Ιουν./12 Ιουλ. 1967 (ΦΕΚ Α΄ 120) κατηργήθη μετ’ αυτού δια του άρθρ. 2 Β.Δ. 563/1968 (κατωτ. αριθ. 35). (Αντί της σελ. 714,15(α) Σελ. 714,15(β) 341-1476 Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο 19.Ι.α.22 19.Ι.α.22 Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο | 17 |
13. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ.226 της 1-20 Σεπτ.1999 (ΦΕΚ Α΄190) Υπηρεσίες και οργανώσεις αρμόδιες για τη διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας σε υιοθεσίες ανηλίκων και για την πραγματοποίηση υιοθεσιών ανηλίκων και διαδικασία προπαρασκευής και πραγματοποίησης των εν λόγω υιοθεσιών. Έχοντας υπόψη: α) Τις διατάξεις: 1. Των παρ.1 και 2 του άρθρ.6 του Νόμ.2447/1996. 2. Του άρθρ.29Α του Νόμ.1558/1985, όπως προστέθηκε με το άρθρ.27 του Νόμ.2081/1992 (ΦΕΚ 154 τ.Α΄). β) Το γεγονός ότι το παρόν δ/μα δεν προκαλεί δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. γ) Τη γνωμοδότηση του Σ.τ.Ε. με αριθ.223/99. Με πρόταση των Υπουργών Υγείας και Πρόνοιας και Δικαιοσύνης, αποφασίζουμε: Άρθρ.1.-1.Αναγνωρίζονται ως εξειδικευμένες να διεξάγουν την προβλεπόμενη από το άρθρ.1557 του Αστικού Κώδικα κοινωνική έρευνα σε υιοθεσίες ανηλίκων που τελούνται στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και να διαμεσολαβούν για την πραγματοποίηση των υιοθεσιών ανηλίκων που έχουν υπό την προστασία τους οι εξής υπηρεσίες και οργανώσεις: α)Οι Διευθύνεις Κοινωνικής Πρόνοιας ή, κατά περίπτωση, τα Τμήματα Πρόνοιας των Διευθύνσεων Υγείας και Πρόνοιας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, για υιοθεσίες συγκεκριμένων ανηλίκων, ύστερα από αίτηση υποβαλλόμενη από συγκεκριμένους υποψήφιους θετούς γονείς. β)Ο Εθνικός Οργανισμός Κοινωνικής Φροντίδας (πρώην Π.Ι.Κ.Π.Α. Ε.Ο.Π. και Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα»). γ)Το Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός». Οι υπό τα στοιχ.β΄και γ΄οργανώσεις είναι αρμόδιες, ακόμα και για την κοινωνική έρευνα, μόνο για τους ανηλίκους που έχουν υπό την προστασία τους και εφόσον δεν υφίσταται για αυτούς κανένα νομικό ή διαδικαστικό κώλυμα να υποβληθούν σε υιοθεσία. 2.Για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας που προβλέπεται από το άρθρ.4 του Νόμ.2447/1996 για τις περιπτώσεις υιοθεσιών ανηλίκων στις οποίες, είτε αυτοί είτε οι υποψήφιοι θετοί γονείς έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο εξωτερικό (διακρατικές υιοθεσίες), καθώς και για τη διαμεσολάβηση προς πραγματοποίηση αυτών των υιοθεσιών, όταν πρόκειται για ανηλίκους που έχουν υπό την προστασία τους, αναγνωρίζονται ως εξειδικευμένες οι εξής υπηρεσίες ή οργανώσεις: Σελ. 240,24(β) Τεύχος 1349 Σελ. 90 α)Οι Διευθύνσεις Κοινωνικής Πρόνοιας των τεσσάρων τομέων της Νομαρχίας Αθηνών για το Νομό Αττικής, πλην της Νομαρχίας Πειραιά, καθώς και για τους νομούς των περιφερειών Στερεάς Ελλάδος και Θεσσαλίας. β)Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Πειραιά για τη Νομαρχία του Πειραιά και για τους νομούς των περιφερειών Βορείου και Νοτίου Αιγαίου. γ)Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης για τους νομούς των περιφερειών Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. δ)Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Αχαΐας για τους νομούς των περιφερειών Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου και Ιονίων νήσων. ε)Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Ηρακλείου για τους νομούς της περιφέρειας Κρήτης. στ)Η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Ιωαννίνων για τους νομούς της περιφέρειας Ηπείρου. ζ)Ο Ελληνικός Κλάδος της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας, με έδρα την Αθήνα. η)Ο Εθνικός Οργανισμός Κοινωνικής Φροντίδας και το Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «΄Αγιος Στυλιανός», που διεξάγουν κοινωνική έρευνα μόνο για τα παιδιά που έχουν υπό την προστασία τους. Άρθρ.2.-1.Η κοινωνική έρευνα διεξάγεται ύστερα από αίτηση του υποψηφίου θετού γονέα. Η αίτηση αφορά την υιοθεσία συγκεκριμένου παιδιού και υποβάλλεται στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση παράλληλα με την υποβολή της σχετικής αίτησης υιοθεσίας στο δικαστήριο. 2.Αμέσως μετά την υποβολή της αίτησης, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας ή της οργάνωσης στην οποία αυτή υποβλήθηκε ορίζει τον κοινωνικό λειτουργό που θα διενεργήσει την έρευνα και καθορίζει για τη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση τα πιστοποιητικά που θα πρέπει να προσκομιστούν για τη διεξαγωγή της έρευνας. 7.Β.δ.13 Υιοθεσία Ανάλογα με τις ανάγκες που πιθανόν να προκύψουν κατά περίπτωση, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας ή της οργάνωσης μπορεί να ορίσει, ύστερα από εισήγηση του κοινωνικού λειτουργού στον οποίο ανατέθηκε η διεξαγωγή της έρευνας ή και αυτεπαγγέλτως και άλλους ειδικούς επιστήμονες, όπως ψυχολόγο ή ψυχίατρο, από αυτούς που υπηρετούν στην υπηρεσία του ή σε άλλη υπηρεσία, προκειμένου ο ειδικός αυτός επιστήμονας να συνεργαστεί με τον κοινωνικό λειτουργό και να συμβάλει στην πληρέστερη εξακρίβωση της καταλληλότητας των υποψηφίων θετών γονέων ή και άλλων στοιχείων ικανών να διευκολύνουν τη διάγνωση, αν η υιοθεσία θα αποβεί προς το συμφέρον του ανηλίκου. 3.Αντικείμενο της κοινωνικής έρευνας στις περιπτώσεις τόσο των υιοθεσιών ανηλίκων στο εσωτερικό όσο και των διακρατικών είναι ό,τι μπορεί να έχει σημασία για την υιοθεσία και προπαντός για το αν αυτή θα αποβεί προς το συμφέρον του ανηλίκου, με αφετηρία τα θέματα που αναφέρονται ενδεικτικά στο άρθρ.7 παρ.1 του Νόμ.2447/1996. Η διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να εκτείνεται και προς τη φυσική οικογένεια του παιδιού και το περιβάλλον της, εφόσον αυτό είναι εφικτό, με σκοπό να διαπιστωθεί αν υπάρχει πράγματι αδυναμία της φυσικής οικογένειας να κρατήσει το παιδί και να διασφαλιστεί, ύστερα από σύγκριση των καταστάσεων των δύο οικογενειών, φυσικής και θετής, ότι η υιοθεσία θα αποβεί πράγματι προς το συμφέρον του. Για την ολοκλήρωση της εκτίμησης αυτής πρέπει κατά την κοινωνική έρευνα, ανάλογα με την ωριμότητα του παιδιού και οπωσδήποτε μετά τη συμπλήρωση του δωδέκατου έτους της ηλικίας του, να ζητείται και η δική του γνώμη η οποία να αναφέρεται στην έκθεση. 4.Μετά την ολοκλήρωση της κοινωνικής έρευνας, η σχετική έκθεση, υπογραφόμενη και από τον προϊστάμενο της αρμόδιας υπηρεσίας ή οργάνωσης, υποβάλλεται απευθείας στο δικαστήριο μέσα στην αποκλειστική προθεσμία που ορίζει το άρθρ.7 του Νόμ.2447/1996.Έκθεση συντάσσεται και υποβάλλεται ακόμα και αν δεν προσκομίστηκαν τα στοιχεία που είχαν ζητηθεί και είναι ενδεχομένως, για το λόγο αυτό, αρνητική. Αμέσως μετά την υποβολή της στο δικαστήριο, η έκθεση γνωστοποιείται στους υποψήφιους θετούς γονείς. Άρθρ.3.-Μετά την τελεσιδικία της απόφασης που τέλεσε την υιοθεσία, η κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση που συνέπραξε στην τέλεσή της υποχρεούται να συνεχίσει τη συνεργασία της με την θετή οικογένεια, επί μία τριετία, με επισκέψεις τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, με σκοπό την παρακολούθηση της προσαρμογής του παιδιού στο νέο περιβάλλον και την παροχή σχετικών συμβουλών. Η υπηρεσία αυτή υποχρεούται να παρέχει, όταν το ζητήσουν οι ενδιαφερόμενοι, τη συνδρομή της για την αναζήτηση ριζών υπό τους όρους που το επιτρέπει ο νόμος. Άρθρ.4.-1.Στις περιπτώσεις διακρατικών υιοθεσιών, μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης από τους υποψήφιους θετούς γονείς για υιοθεσία παιδιού που έχει την συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή ή και αντίστροφα, από υποψήφιους θετούς γονείς που διαμένουν συνήθως στην αλλοδαπή για υιοθεσία παιδιού που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, ακολουθεί στάδιο συνεργασίας μεταξύ των αναγνωρισμένων ελληνικών υπηρεσιών ή οργανώσεων της δεύτερης παραγράφου του άρθρ.1 του παρόντος και των αντίστοιχων υπηρεσιών ή οργανώσεων της ξένης χώρας, κατά περίπτωση δε και των τοπικών ελληνικών προξενικών ή ελληνορθόδοξων αρχών ή των τοπικών ελληνικών κοινοτήτων, με σκοπό τη συγκέντρωση των στοιχείων που απαιτούνται για διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας και τη συμπλήρωση του σχετικού φακέλου της υιοθεσίας, που θα υποβληθεί στη συνέχεια, μαζί με την έκθεση που προβλέπεται από το άρθρ.4 του Νόμ.2447/1996, στις αρμόδιες αρχές της χώρας όπου θα τελεστεί η υιοθεσία, είτε αυτή είναι η Ελλάδα είτε η ξένη χώρα. 2.Όταν υποψήφιοι θετοί γονείς, που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα, υποβάλλουν αίτηση σε ξένη χώρα για υιοθεσία παιδιού που έχει τη συνήθη διαμονή του σ’ αυτήν την χώρα ο σχετικός φάκελος των υποψηφίων θετών γονέων αποστέλλεται από την αρμόδια ελληνική κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση, με μεταφρασμένα τα έγγραφα στη γλώσσα του ξένου κράτους, στην αρμόδια υπηρεσία του τελευταίου, που έχει εξουσιοδοτηθεί επίσημα από τη νομοθεσία του να ασχολείται με υποθέσεις υιοθεσιών. Για την ταχύτερη διεξαγωγή της διαδικασίας οι υποψήφιοι θετοί γονείς δικαιούνται να μεριμνούν οι ίδιοι για την επίσημη μετάφραση στην ξένη γλώσσα των εγγράφων του φακέλου που τους αφορά. Για τον ίδιο λόγο η αποστολή, στη συνέχεια του φακέλου από την ελληνική υπηρεσία στο εξωτερικό γίνεται, αν το ζητήσουν οι ενδιαφερόμενοι, με υπερεπείγον ταχυδρομείο με δαπάνη των ενδιαφερομένων. Αν η ξένη υπηρεσία δεν ανταποκριθεί στο αίτημα της ελληνικής για αποστολή στοιχείων που αφορούν το παιδί που θα υιοθετηθεί, ιδίως το κοινωνικό και το ιατρικό ιστορικό του και παραμείνει, έτσι η έρευνα της ελληνικής υπηρεσίας ανολοκλήρωτη, η συντασσόμενη έκθεση της τελευταίας είναι υποχρεωτικώς αρνητική. Ο υπεύθυνος κοινωνικός λειτουργός της ελληνικής κοινωνικής υπηρεσίας ή οργάνωσης ενημερώνει τους υποψήφιους θετούς γονείς για τα στάδια που θα χρειαστεί να διανυθούν έως την ολοκλήρωση της υιοθεσίας. (Μετά τη σελ.240,24(β) Σελ. 240,25 Τεύχος 1349 Σελ. 91 Υιοθεσία 7.Β.δ.13 Άρθρ.5.-1.Έλληνες ανήλικοι που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα και προστατεύονται από εγχώριους κοινωνικούς φορείς ή οργανώσεις μπορούν να προωθούνται για υιοθεσία στο εξωτερικό, εφόσον δεν κατέστη αποδεδειγμένα δυνατή η υιοθεσία τους στην Ελλάδα. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται να έχει προηγηθεί κοινωνική έρευνα για τους υποψήφιους θετούς γονείς από αναγνωρισμένη κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση της χώρας όπου αυτοί έχουν την συνήθη διαμονή τους, η οποία αποστέλλεται στην αρμόδια να αποφασίσει οργάνωση προστασίας του παιδιού, αν θα προωθήσει ή όχι την διαδικασία της υιοθεσίας μετά την ολοκλήρωση της κοινωνικής έρευνας συντάσσοντας και τη σχετική έκθεση του άρθρ.4 του Νόμ.2447/1996. 2.Οι υποψήφιοι θετοί γονείς που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο εξωτερικό, Έλληνες ή αλλοδαποί, έχουν την υποχρέωση, μετά την ολοκλήρωση της κοινωνικής έρευνας και την έγκριση της προώθησης της υιοθεσίας από την αρμόδια ελληνική υπηρεσία ή οργάνωση, να έλθουν στην Ελλάδα για τη διαδικασία προσαρμογής τους με το παιδί και για να προσέλθουν στο αρμόδιο ελληνικό δικαστήριο, προκειμένου να δηλώσουν σ’ αυτό τη συναίνεσή τους σύμφωνα με το άρθρ. 5 του Νόμ. 2447/1996 και να παραστούν, στη συνέχεια, στη δίκη για την τέλεση της υιοθεσίας. Αναχώρηση στο εξωτερικό, του παιδιού που προστατεύεται από ελληνική κοινωνική οργάνωση δεν επιτρέπεται πριν από την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. 3.Στην περίπτωση που η υιοθεσία ανηλίκου, που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα αλλά δεν προστατεύεται από ελληνική κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση πρόκειται να τελεστεί στην ξένη χώρα όπου έχουν την συνήθη διαμονή τους οι υποψήφιοι θετοί γονείς, η αρμόδια ελληνική κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση που συνέπραξε, σύμφωνα με το άρθρ. 4 του Νόμ. 2447/1996, με την αντίστοιχη αλλοδαπή για τη διεξαγωγή της κοινωνικής έρευνας οφείλει να μεριμνά, ώστε να πληροφορείται από την τελευταία ή και από άλλες πηγές για την τυχόν ματαίωση της υιοθεσίας στο εξωτερικό και να φροντίζει σε συνεργασία με την ξένη υπηρεσία για την επιστροφή του παιδιού στην Ελλάδα και την περαιτέρω οικογενειακή αποκατάστασή του. 4.Τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ισχύουν και για την περίπτωση όπου Έλληνες ανήλικοι υιοθετούνται, σύμφωνα με τις δύο πρώτες παραγράφους του παρόντος άρθρου, στην αλλοδαπή, στη συνέχεια δε, μετά την μετάβασή τους στην ξένη χώρα, δεν τελεσφορεί η υιοθεσία τους ή και εγκαταλείπονται από τους θετούς γονείς. Σελ. 240,26 Τεύχος 1349 Σελ. 92 Άρθρ.6.-1.Οι υπηρεσίες ή οργανώσεις που συμπράττουν στην τέλεση υιοθεσιών τηρούν απόρρητο αρχείο όπου καταγράφονται: α)οι υποψήφιοι θετοί γονείς που καταθέτουν αίτηση διεξαγωγής κοινωνικής έρευνας για συγκεκριμένη υιοθεσία, β)εκείνοι οι οποίοι τελικά υιοθετούν και γ)ο αριθμός και τα λοιπά στοιχεία της δικαστικής απόφασης με την οποία τελέσθηκε η υιοθεσία. Το εν λόγω αρχείο υπάγεται στις διατάξεις του Νόμ. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 τ.Α΄). Στις αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων Υγείας και Πρόνοιας και Δικαιοσύνης τηρείται, απόρρητο μητρώο υιοθεσιών. 2.Οι γραμματείς των κατά τόπους Πρωτοδικείων είναι υποχρεωμένοι κάθε χρόνο, μετά την 31η Δεκεμβρίου, να υποβάλλουν με απόρρητο έγγραφο στις υπηρεσίες της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, καταστάσεις όπου θα εμφανίζονται οι κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους αποφάσεις υιοθεσιών, τα ονοματεπώνυμα, η συνήθης διαμονή, η ιθαγένεια και το θρήσκευμα των υιοθετούντων, καθώς και τα στοιχεία ταυτότητος των υιοθετουμένων και των φυσικών γονέων τους. 3.Οι υπηρεσίες ή οργανώσεις που συμπράττουν στην τέλεση υιοθεσιών οφείλουν να υποβάλλουν στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας ετήσιες στατιστικές εκθέσεις για τις υιοθεσίες στις οποίες έχουν συμπράξει, καθώς και για την παρακολούθησή τους. Οι εκθέσεις αυτές αφορούν, τόσο τις υιοθεσίες εσωτερικού όσο και τις διακρατικές υιοθεσίες. Άρθρ.7.-Στις περιπτώσεις που έχουν συναφθεί με ξένες χώρες διμερείς συμφωνίες συνεργασίας σε θέματα υιοθεσίας, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπονται από αυτές τις συμφωνίες. Άρθρ.8.-Τα Προεδρικά Διατάγματα 795/1970 και 193/73 καταργούνται. 7.Β.δ.13 Υιοθεσία | 202 |
1. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Αριθ. Γ1/443 της 15/24 Ιαν. 1973 (ΦΕΚ Β΄ 87) Περί κολυμβητικών δεξαμενών μετά οδηγιών κατασκευής και λειτουργίας αυτών. (Διορθ. Ημαρτ. εν ΦΕΚ Β΄ 230 της 23 Φεβρ. 1973). Έχοντες υπ’ όψιν: α)Τον Α.Ν. 7/1967 «περί συγχωνεύσεως των Υπουργείων Κοιν. Προνοίας και Υγιεινής». β)Το Β.Δ. 84/1965 «περί οργανώσεως του Υπουργείου Υγιεινής». γ)Τον Α.Ν. 2520/1940 «περί υγειονομικών διατάξεων» αποφασίζομεν εκδίδομεν την κάτωθι υγειονομικήν διάταξιν: ΠΕΡΙ ΚΟΛ ΥΜΒΗΤΙΚΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑ ΟΔΗΓΙΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Α ΥΤΩΝ Α΄. ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρ.1.-1.«Κολυμβητική δεξαμενή» ή «Κολυμβητήριον» καλείται εν τη παρούση πάσα τεχνητή εν όλω ή εν μέρει δεξαμενή, τροφοδοτουμένη δι’ ύδατος εξ ηλεγμένης κατά τους κανόνας της υγιεινής πηγής, η οποία χρησιμοποιείται προς λούσιν δι’ εμβαπτίσεως ολοκλήρου του σώματος, ομαδικήν κολύμβησιν και αναψυχήν. Εις τον όρον τούτον δεν περιλαμβάνονται, αι δεξαμεναί λουτρών καθαριότητος, δημοτικαί ή ιδιωτικαί. 2.«Εσωτερική» κολυμβητική δεξαμενή καλείται η κειμένη εντός κλειστού εστεγασμένου χώρου, «υπαιθρία» δε η ευρισκομένη εις ανοικτόν περιφραγμένον χώρον. 3.«Δημοσίας» χρήσεως κολυμβητική δεξαμενή καλείται η χρησιμοποιουμένη γενικώς υπό του κοινού ή ομάδων πληθυσμού, ως μελών συλλόγων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ξενοδοχείων, ενοίκων πολυκατοικίας κλπ. ανεξαρτήτως ιδιοκτησίας. 4.«Αθλητική» κολυμβητική δεξαμενή καλείται η χρησιμοποιουμένη αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγον δια τέλεσιν αθλητικών αγωνισμάτων, προπόνησιν, ή εκπαίδευσιν των αθλητών. 5.«Ιδιωτική» κολυμβητική δεξαμενή καλείται η χρησιμοποιουμένη αποκλειστικώς υπό μελών μιας οικογενείας και συγγενών ή φιλικών προσώπων. 6.«Υγειονομική Υπηρεσία» καλείται εν τη παρούση η εις έκαστον Νομόν αρμοδία δια τα θέματα δημοσίας υγείας Υπηρεσία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ασχέτως διοικητικής εξαρτήσεως ταύτης. 7.«Υπεύθυνον πρόσωπον», ή «Υπεύθυνος» καλείται το φυσικόν πρόσωπον, ηλικίας τουλάχιστον 21 ετών, το οποίον μεριμνά δια την λειτουργίαν της δεξαμενής και είναι ικανόν να εξασφαλίση την εφαρμογήν των όρων της παρούσης, τυγχάνει δε της αποδοχής της Υγειονομικής Υπηρεσίας. 8.Δια της συντομογραφίας «μ» συμβολίζεται το μέτρον (μήκους). Όπου εν τη παρούση αναφέρονται δεξαμεναί κολυμβήσεως, νοούνται αι δημοσίας χρήσεως τοιαύται, πλην εάν ρητώς μνημονεύεται άλλως. Β΄ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΟΛ ΥΜΒΗΤΙΚΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ Υλικά κατασκευής Άρθρ.10.-1.Εις περίπτωσιν προβλέψεως χώρου θεατών, ούτος δέον όπως διαχωρίζεται αποτελεσματικώς εκ του χώρου λουομένων. 2.Οι εξώσται των θεατών δεν πρέπει να υπέρκεινται της επιφανείας της δεξαμενής. Το δάπεδον και το κιγκλίδωμα των εξωστών δέον όπως είναι συμπαγές, άνευ οπών ή σχισμών εις τρόπον, ώστε να αποκλείεται η δίοδος ρύπων προς την δεξαμενήν ή την περιοχήν αυτής. Ομοίως το δάπεδον αυτών δέον να έχη κλίσιν προς την αποχετευτικόν αγωγόν εις τρόπον, ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε απορροή εκ της περιοχής των θεατών προς την δεξαμενήν ή την περιοχήν των λουομένων. 23.Θ.β.1 Κολυμβητικές Δεξαμενές Αποδυτήρια Άρθρ.11.-1.Τα δάπεδα όλων των αποδυτήριων και ιματιοφυλακίων δέον όπως είναι εξ υλικού αδιαβρόχου, μετά ομαλής επιφανείας και άνευ ρηγμάτων ή ανοικτών αρμών. Όλα τα δάπεδα δέον όπως έχουν κλίσιν 2% περίπου προς κατάλληλον αποστραγγιστικόν αγωγόν, ίνα είναι δυνατή η έκπλυσις δια ευκάμπτου σωλήνος ύδατος. Άπασαι αι ενώσεις των δαπέδων μετά των παραπλεύρων τοίχων και διαχωρισμάτων δέον όπως είναι στρογγυλευμέναι. Οι διάδρομοι και αι επιφάνειαι, εφ’ ων βαδίζουν οι λουόμενοι γυμνόποδες, δέον όπως μη είναι ολισθροί. Οι τοίχοι και τα χωρίσματα των αποδυτηρίων και των ιματιοφυλακίων δέον όπως είναι εξ αδιαποτίστου υλικού μετά λείας επιφανείας, άνευ διακένων ή ανοικτών αρμών. 2.Κατάλληλα σημεία υδροληψίας προς σύνδεσιν σωλήνων δέον όπως διατίθενται δια την ευχέρεια και συχνήν πλύσιν των εγκαταστάσεων και της περιοχής της δεξαμενής. Άπαντα τα ιματιοφυλάκια, έπιπλα και άλλα εξαρτήματα δέον όπως είναι απλά, άνευ εσοχών, εξ υλικού επιδεχομένου πλύσιν και τοποθετούνται εις τρόπον, ώστε να είναι ευχερώς προσιτά προς καθαρισμόν όλων των πλευρών περιμετρικώς και εκ των κάτω. Επίσης τα ιματοφυλάκια δέον όπως αερίζωνται καλώς και κατασκευάζωνται άνευ ανοικτών αρμών, ώστε να αποκλείεται η εγκατάστασις εντόμων εντός αυτών. Καταιονητήρες, αποχωρητήρια, νιπτήρες, κρήναι Άρθρ.12.-1.Άπασαι αι δεξαμεναί δέον να διαθέτουν επαρκή αριθμόν ιδιαιτέρων καταιονητήρων, αποχωρητηρίων και νιπτήρων. Κατ’ εξαίρεσιν δύναται να επιτραπή εις υφισταμένας ήδη, δεξαμενάς η χρήσις ετέρων τοιούτων εγκαταστάσεων, εφ’ όσον κατά την κρίσιν της οικείας γνωμοδοτικής Επιτροπής (άρθρ. 27 παρ. 1) δύναται να εξασφαλισθή η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων υγιεινής και ιδία των όρων της παρ. 4 του άρθρ. 22 της παρούσης. 2.Ο ελάχιστος αριθμός των καταιονητήρων, ψυχρού και θερμού καθαρού ύδατος, δι’ έκαστον φύλον δέον όπως αντιστοιχή εις 1 ανά 50 λουομένους κατά τον χρόνον της μεγάλης φορτίσεως της δεξαμενής, εν περιπτώσει συνεχούς λειτουργίας αυτής. Εν περιπτώσει όμως λούσεως καθ’ ομάδας, ως σχολεία, ή εις δεξαμενάς χρησιμοποιούσας το σύστημα των εναλλασσομένων ομάδων, ο αριθμός των καταιονητήρων δέον όπως είναι ίσος προς το ¼ των λουομένων της μεγίστης ομάδος. Οι καταιονητήρες δέον να επιτρέπουν την κατάλληλον κατά βούλησιν μίξιν θερμού και ψυχρού ύδατος. Σάπων εις υγράν μορφήν ή κόνιν ή τεμάχια, δέον να διατίθεται εις άπαντας τους χώρους των καταιονητήρων και των νιπτήρων. 3.Ο ελάχιστος αριθμός υγιεινών αποχωρητηρίων και ουρητηρίων, εφωδιασμένων με υδραυλικάς εγκαταστάσεις εκπλύσεως δι’ έκαστον φύλον δέον όπως αντιστοιχή εις 2 αποχωρητήρια και 4 ουρητήρια ανά 250 άνδρας και εις 1 αποχωρητήριον ανά 50 γυναίκας, κατά τον χρόνον της μεγίστης φορτίσεως της δεξαμενής. Τα ουρητήρια δέον όπως είναι τοιαύτα, ώστε να μη υφίσταται κίνδυνος ρυπάνσεως των ποδών των λουομένων. Επίσης δέον όπως διατίθενται πλησίον των αποχωρητηρίων νιπτήρες εις αναλογίαν τουλάχιστον 1 νιπτήρος ανά 100 λουομένους, κατά τον χρόνον της μεγίστης φορτίσεως της δεξαμενής. 4.Η αποχέτευσις των αποχωρητηρίων, λουτρών, νιπτήρων κλπ. δέον όπως είναι απολύτως στεγανή και επαρκής, ώστε να αποκλείεται οιοσδήποτε κίνδυνος ρυπάνσεως ή μολύνσεως του ύδατος της δεξαμενής συνεπεία διαρροών, εμφράξεων ή υπερχειλίσεων. 5.Αμέσως προ της δεξαμενής συνίσταται η εγκατάστασις ποδολουτήρων, περιεχόντων υδατικόν διάλυμα με 0,3-0,6% διαθέσιμον χλώριον προς απολύμανσιν των ποδών των λουομένων. 6.Εις τον χώρον της δεξαμενής συνιστάται όπως διατίθεται τουλάχιστον εις πίδαξ ποσίμου ύδατος υγιεινού τύπου και εις τοιούτος εις τον προθάλαμον των εγκαταστάσεων της δεξαμενής, ως και εις τους πολυσύχναστους χώρους. Φωτισμός, αερισμός και θέρμανσις χωρών και ύδατος Άρθρ.13.-1.Εις άπαντας τους χώρους των κολυμβητικών δεξαμενών, αι οποίαι λειτουργούν και κατά την νύκτα, δέον όπως διατίθεται πλήρες σύστημα τεχνητού φωτισμού. Τα φωτιστικά στοιχεία δέον όπως είναι επαρκή και διατεταγμένα κατά τρόπον, ώστε άπαντα σημεία της δεξαμενής και του εντός αυτής ύδατος να φωτίζωνται καλώς. Άπαντα τα φωτιστικά σώματα, οι ηλεκτρικοί αγωγοί κλπ. δέον όπως είναι ασφαλούς κατασκευής. Εις περίπτωσιν εγκαταστάσεως υποβρυχίου φωτισμού δέον όπως λαμβάνωνται αυστηρά μέτρα ασφαλείας έναντι ηλεκτροπληξιών (υδατοστεγανής, χαμηλή τάσις, ισχυρά μόνωσις, γείωσις κλπ.), συμφώνως προς τους εκάστοτε ισχύοντας ειδικούς κανονισμούς. Επίσης άπαντα τα φωτιστικά σώματα, δέον όπως διαμορφούνται και διατάσσωνται κατά τρόπον, ώστε οι επόπται ασφαλείας να διακρίνουν καλώς άπαντα τα σημεία της κολυμβητικής δεξαμενής, τας εξέδρας και τας σανίδας καταδύσεως, ως και τας άλλας εγκαταστάσεις, χωρίς να εκτυφλούνται υπό του φωτός. (Μετά την σελ. 666) Σελ. 667 Τεύχος 485-Σελ. 133 Κολυμβητικές Δεξαμενές 23.Θ.β.1 Αι εσωτερικαί δεξαμεναί πρέπει να τοποθετώνται κατά τρόπον, ώστε να παρέχεται κατά την διάρκειαν της ημέρας άπλετος φωτισμός δια παραθύρων διατεταγμένων επί της μιας τουλάχιστον πλευράς ή επί της στέγης. Η ολική επιφάνεια των παραθύρων ή των φεγγιτών της στέγης δέον όπως μη είναι μικρότερα του 1/2 της επιφανείας της δεξαμενής περιλαμβανομένων και των πέριξ αυτής διαδρομών. 2.Άπασαι αι εσωτερικαί δεξαμεναί και τα κτίρια λουτρών, αποδυτηρίων, καταιονητήρων και αποχωρητηρίων εις τας εσωτερικάς και υπαιθρίους δεξαμενάς δέον όπως αερίζωνται καλώς. Ο αερισμός των χώρων των εσωτερικών δεξαμενών δέον όπως μη δημιουργή άμεσα ρεύματα αέρος επί των λουομένων. 3.Εις περίπτωσιν θερμαινομένων τεχνητώς εσωτερικών δεξαμενών, η θερμοκρασία του αέρος εις τα αποδυτήρια, τους καταιονητήρες και αποχωρητήρια συνίσταται όπως διατηρήται μεταξύ 21° C και 24° C. Η θερμοκρασία του ύδατος των δεξαμενών δέον όπως διατηρήται μεταξύ 22 ο C και 25° C. Η αντίστοιχος θερμοκρασία του αέρος του περιβάλλοντος χώρου συνίσταται όπως είναι ανωτέρα κατά 3° C της εκάστοτε θερμοκρασίας του ύδατος και εν πάση περιπτώσει να μη είναι ανωτέρα κατά 5° C κατωτέρα κατά 1° C ταύτης. Άπαντα τα θερμαντικά σώματα συνίσταται όπως είναι κεκαλυμμένα προς αποφυγήν ατυχημάτων, λόγω επαφής των λουομένων. 4.Η σχετική υγρασία των χώρων εν γένει συνίσταται όπως είναι κατωτέρα των 70%. Θέσεις καταδύσεως Άρθρ.14.-1.Αι εγκαταστάσεις καταδύσεως δέον να είναι επαρκούς αντοχής και ασφαλούς χρήσεως. Αι επιφάνειαι των βαθμίδων άνοδου, των βατήρων κλπ. δεν θα δημιουργούν κινδύνους ολισθήσεως. Υπέρ τους βατήρος καταδύσεως θα διατίθεται ελεύθερος χώρος ύψους 4,50 μ. τουλάχιστον. Το ελεύθερον ύψος της αιθούσης υπέρ την δεξαμενήν, μετρούμενον από της στάθμης του περιμετρικού διαδρόμου, θα είναι τουλάχιστον 5,0 μ. 2.Τα βάθη των συνήθων δεξαμενών και αι αποστάσεις ασφαλείας εις τας περιοχάς καταδύσεως θα είναι σύμφωνα προς τα κατωτέρω καθοριζόμενα, αναλόγως του ύψους καταδύσεως. Σελ. 668 Τεύχος 485-Σελ. 134 Ύψος καταδύσεως (από της επιφανείας του ύδατος) Ελάχιστον βάρος του ύδατος κάτωθι του άκρου του βατήρος και 3,00μ. πέραν αυτού Ελάχιστη απόστασις ασφαλείας. Μεταξύ βατήρος και πλαγίων τοιχωμάτων της δεξαμενής Μεταξύ βατήρος απ’ αλλήλων (αξονικώς) Μέχρι 0,50μ 0,50-1,00μ. 1,01-3,00μ 2,50μ. 2,75μ. 3,50μ. 2,50μ. 3,00μ. 3,70μ. 2,50μ. 3,00μ. 3,00μ. Δι’ ύψη καταδύσεως μεγαλύτερα των 3,0 μ. απαιτείται συμμόρφωσις προς τας απαιτήσεις των αθλητικών δεξαμενών και σχετική έγκρισις παρά της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. 23.Θ.β.1 Κολυμβητικές Δεξαμενές Γ΄.Υ ΔΩΡ ΚΟΛ ΥΜΒΗΤΙΚΩΝ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ Ποιότης ύδατος Άρθρ.15.-1.Φυσικά, χημικά και μικροβιολογικά χαρακτηριστικά. α)Το ύδωρ των δεξαμενών κολυμβήσεως, δέον όπως ανανεούται συνεχή καθ’ όλην την διάρκειαν της λειτουργίας αυτών με ρυθμόν εξασφαλίζοντα πλήρη ανανέωσιν αυτού, εντός χρονικού διαστήματος ουχί μεγαλυτέρου των 4 ωρών. Δια τας αθλητικάς δεξαμενάς δύναται, κατόπιν ητιολογημένης αποφάσεως της υγειονομικής υπηρεσίας, να καθορισθή μακρότερος χρόνος ανανεώσεως του ύδατος, πάντως ουχί μεγαλύτερος των 6 ωρών, αναλόγως των προβλεπομένων συνθηκών λειτουργίας. Η ανανέωσις αυτή δέον όπως επιτυγχάνεται, είτε δια συνεχώς ρέοντος νέου καθαρού ύδατος, είτε δι’ ανακυκλοφορίας του ύδατος της δεξαμενής, μετά προηγούμενον καθαρισμόν και απολύμανσιν αυτού. β)Το ύδωρ δέον όπως διατηρήται πάντοτε επαρκώς διαυγές εις τρόπον, ώστε μέλας δίσκος αλαμπής διαμέτρου 0,15μ. εντός λευκού πεδίου, τοποθετούμενος επί του πυθμένος και εις το βαθύτερον σημείον της δεξαμενής να είναι ευκρινώς ορατός εκ του πεζοδρομίου της δεξαμενής και εξ αποστάσεως δέκα μέτρων τουλάχιστον εκατέρωθεν της εξ αυτού κατακορύφου. γ)Οσάκις το ύδωρ των εσωτερικών δεξαμενών θερμαίνεται τεχνητώς η θερμοκρασία αυτού θα διατηρήται μεταξύ 22° C και 25° C (άρθρ. 13 παρ. 3). δ)Η τιμή του pH του ύδατος της δεξαμενής δέον όπως διατηρήται κατά προτίμησιν μεταξύ 7,20 και 8,20. Η αλκαλικότης του ύδατος πρέπει να είναι τουλάχιστον 50 ΜG/Ι μετρουμένη δια πορτοκαλιόχρου του μεθυλίου. ε)Η μικροβιολογική ποιότης του ύδατος κατά τον χρόνον λειτουργίας της δεξαμενής δέον όπως ικανοποιή τους κάτωθι όρους: 1.Ο αριθμός των αναπτυσσομένων αποικιών μικροβίων (εις άγαρ μετά 24 ώρας εις 37° C) δεν θα υπερβαίνη τας 200 ανά κ.ε. ύδατος. 2.Ο πιθανώτατος αριθμός κολοβακτηριοειδών (ΠΑΚ, ΜΡΝ) δεν θα είναι ανώτερος των 15 ανά 100 κ.ε. ύδατος. 3.Ουδέν κολοβακτηρίδιον (E.COLI) θα περιέχεται εις 100 κ.ε. ύδατος. 2.Εργαστηριακαί εξετάσεις. α)Άπασαι αι φυσικαί, χημικαί και μικροβιολογικαί εξετάσεις δέον όπως εκτελώνται βάσει της τελευταίας εκάστοτε εκδόσεως των «Προτύπων μεθόδων εξετάσεως του ύδατος και λυμάτων» των ΗΠΑ (STANDARD METHODS FOR THE EXAMINATION OF WATER AND WASTE WATER) εις Δημόσια εργαστήρια ή εις εξουσιοδοτημένα υπό των υγειονομικών Αρχών εργαστήρια νοσοκομείων ή και Ιδιωτικά τυχόντα ειδικής άδειας δια την εκτέλεσιν τοιούτων εξετάσεων. β)Τα δείγματα του ύδατος δέον όπως λαμβάνωνται εντός αποστειρομένων φιαλών, εις τας οποίας θα έχη προστεθή προ της αποστειρώσεως ποσότης 0,02-0,05 γραμ. υποθειώδους νατρίου, προς εξουδετέρωσιν του υπολείμματος χλωρίου. γ)Τα δείγματα δέον όπως συλλέγωνται δια καταδύσεως ανοικτής φιάλης κάτωθεν της επιφανείας του ύδατος και σταθεράς κινήσεως ταύτης προς τα εμπρός μέχρι της πληρώσεώς της. Η φιάλη δέον όπως μη εκπλύνηται, ίνα μη αφαιρήται το υποθειώδες νάτριον. Τα δείγματα δέον όπως συλλέγωνται, όταν η δεξαμενή είναι εν λειτουργία και προτιμώτερον κατά τας περιόδους του μεγίστου φορτίου λουομένων. Αι ώραι της ημέρας, η ημέρα της εβδομάδος, η συχνότης της δειγματοληψίας και τα σημεία της δειγματοληψίας δέον όπως ποικίλλουν επί τω τέλει λήψεως αντιπροσωπευτικής εικόνος της υγειονομικής καταστάσεως του ύδατος δια χρονικήν περίοδον ενός μηνός. Μεταξύ των σημείων τούτων θα περιλαμβάνωνται οπωσδήποτε και τοιαύτα εγγύς των σημείων εκροής του ύδατος της δεξαμενής. Συνίσταται όπως εξετάζεται, μερίμνη του υπευθύνου, τουλάχιστον εν δείγμα εβδομαδιαίως. Εν περιπτώσει υποψίας μολύνσεως του ύδατος ο αριθμός των εξετάσεων θα αυξάνη κατά τας υποδείξεις των υγειονομικών υπηρεσιών. Σύστημα ανακυκλοφορίας Άρθρ.16.-1.Το σύστημα ανακυκλοφορίας δέον όπως εξασφαλίζη τον απαιτούμενον ρυθμόν ανανεώσεως του ύδατος (αρθρ. 15 παρ. 1,α). Εις περίπτωσιν εξυπηρετήσεως εκ μιας μονάδος ανακυκλοφορίας περισσοτέρων δεξαμενών, αύτη δέον να επαρκή δια την ταυτόχρονον λειτουργίαν του συνόλου των δεξαμενών, με τον καθοριζόμενον ως άνω ρυθμόν ανανεώσεως. 2.Το σύστημα ανακυκλοφορίας και καθαρισμού του ύδατος θα λειτουργή καθ’ όλας τας ώρας χρησιμοποιήσεως της δεξαμενής και πέραν τούτου, εφ’ όσον χρόνον απαιτείται προς εξασφάλισιν ύδατος διαυγούς και απολύτως ικανοποιητικού από μικροβιολογικής απόψεως. Ειδικώς συνιστάται δια τας δεξαμενάς χωρητικότητος άνω των 750 μ3 και επιβάλλεται δια τας άνω των 1250 μ3 η αδιάλειπτος (24ώρος) λειτουργία του συστήματος ανακυκλοφορίας καθ’ όλην την κολυμβητικήν περίοδον, με δυνατότητα μειώσεως του ρυθμού ανανεώσεως του ύδατος, μέχρι του ημίσεος του κανονικού, καθ’ ας ώρας δεν χρησιμοποιούνται αύται υπό κολυμβητών (νυκτερινάς). 3.Αι περιλαμβανόμεναι εγκαταστάσεις εις το εν λόγω σύστημα δέον όπως ικανοποιούν τας κάτωθι απαιτήσεις: (Μετά την σελ. 668) Σελ. 669 Τεύχος 485-Σελ. 135 Κολυμβητικές Δεξαμενές 23.Θ.β.1 α)Αντλίαι: Συνιστώνται αι ηλεκτροκίνητοι φυγόκεντροι αντλίαι. Εις περίπτωσιν χρησιμοποιήσεως διϋλιστηρίων πιέσεως, αι αντλίαι δέον όπως εξασφαλίζουν την απαιτουμένην παροχήν υπό το μέγιστον υδραυλικόν φορτίον, το οποίον δυνατόν να αναπτυχθή εις τα διϋλιστήρια. Συνιστάται όπως διατίθενται εφεδρικά αντλητικά συγκροτήματα, προς αντιμετώπισιν των διακοπών, λόγω συντηρήσεως ή βλαβών. Εν εναντία περιπτώσει θα διακόπτεται αμέσως η λειτουργία της δεξαμενής, μέχρι πλήρους αποκαταστάσεως της βλάβης και ανανεώσεως του ύδατος. Εάν αι αντλίαι κείνται εις στάθμην υψηλοτέραν του ύδατος της δεξαμενής, δέον όπως τοποθετηθή δικλείς αντεπιστροφής εις τον σωλήνα αναρροφήσεως. Εις περίπτωσιν συνδέσεως της αντλίας μετά του αναρροφητικού καθαριστήρος (παρ. 3 δ΄ κατωτέρω), δέον αύτη να δημιουργή επαρκές κενόν δια την λειτουργίαν αυτού. β)Τριχοπαγίς: Το σύστημα ανακυκλοφορίας δέον όπως είναι εφωδιασμένον δια παγίδος, καταλλήλου δια την συγκράτησιν των τριχών κλπ., η οποία θα τοποθετήται προ του διϋλιστηρίου. Συνίσταται η χρήσις κυλινδρικού ηθμού με ανοίγματα ουχί μεγαλύτερα των 3 χιλ. Η συνολική επιφάνεια των ανοιγμάτων δέον όπως είναι τουλάχιστον 10πλασία της επιφανείας της διατομής των στομίων εισαγωγής του ύδατος εις δεξαμενήν. Αι τριχοπαγίδες δέον όπως κατασκευάζωνται και τοποθετούνται κατά τρόπον, επιτρέποντα την ταχείαν αποσύνδεσιν προς καθαρισμόν αυτών. Κατάλληλοι δικλείδες θα διακόπτουν την ροήν κατά την διάρκειαν του καθαρισμού. γ)Θερμαντήρ ύδατος: Εις ας περιπτώσεις προβλέπεται θέρμανσις του ύδατος της δεξαμενής, το θερμαντικόν στοιχείον δέον όπως τοποθετήται επί της γραμμής τροφοδοτήσεως προς θέρμανσιν του συνόλου ή μέρους του ανακυκλοφορούντος ύδατος. Η απ’ ευθείας τοποθέτησις θερμαντικών στοιχείων εντός της δεξαμενής ή η διοχέτευσις ατμού εις αυτήν δεν επιτρέπεται δια νέας εγκαταστάσεις. Ο έλεγχος της θερμοκρασίας του ύδατος δέον να εκτελήται αυτομάτως. δ)Αναρροφητικός καθαριστήρ. Σελ. 670 Τεύχος 485-Σελ. 136 Δια τον καθαρισμόν του πυθμένος της δεξαμενής εκ της καθιζανούσης ιλύος, τριχών κλπ., ενδείκνυται η χρήσις καθαριστήρος, λειτουργούντος δι’ αναρροφήσεως. Εάν η αναρρόφησις εκτελήται, ως συνήθως, μέσω της αντλίας της ανακυκλοφορίας, δέον όπως προβλέπεται κατάλληλος δικλείς δια την μείωσιν της ροής εις το στόμιον εκροής της δεξαμενής, ώστε να λειτουργή αποτελεσματικώς ο αναρροφητικός καθαριστήρ. Δια την σύνδεσιν τούτου μετά της αναρροφήσεως της αντλίας ανακυκλοφορίας δέον όπως προβλέπωνται μόνιμοι σωληνώσεις μετά συνδέσμων, τουλάχιστον 0,20 μ. κάτωθεν της επιφανείας του ύδατος της δεξαμενής, επαρκών διαστάσεων προς ελάττωσιν εις το ελάχιστον των απωλειών, λόγω τριβών. Ομοίος ο καθαριστήρ και όλοι οι κινητοί σύνδεσμοι δέον όπως κατασκευάζωνται κατά τρόπον, ώστε να εξασφαλίζουν την μεγίστην δυνατήν ταχύτητα εις το ακροφύσιον της αναρροφήσεως αυτού. ε)Σύστημα σωληνώσεων: Η παροχετευτική ικανότης των σωληνώσεων συνιστάται γενικώς όπως είναι τουλάχιστον διπλασία της θεωρητικώς απαιτουμένης. Συνδέσεις με ωτίδας ή άλλοι λυόμενοι σύνδεσμοι δέον όπως παρεμβάλλονται κατά διαστήματα, ώστε να είναι δυνατή η ταχεία αφαίρεσις παντός τμήματος προς καθαρισμόν και συντήρησιν. Εις το σύστημα σωληνώσεων δέον όπως προβλέπωνται: Στόμιον εκκενώσεως εις το χαμηλότερον σημείον αυτού, προς απομάκρυνσιν της συγκεντρουμένης σκωρίας σιδήρου και λοιπών ιζημάτων. Κατάλληλα ανοίγματα δια την τοποθέτησιν μετρητών προς προσδιορισμόν του κενού εις την αναρρόφησιν και της πιέσεως εις τον αγωγόν καταθλίψεως, προκειμένου να ρυθμισθή, εφ’ όσον απαιτηθή, το σύστημα ανακυκλοφορίας. Μετρητής παροχής, προς έλεγχον της διερχομένης πράγματι ποσότητος ύδατος δια του συστήματος υπό συνθήκας λειτουργίας. Στόμια υδροληψίας προς λήψιν δειγμάτων ύδατος προς εργαστηριακήν εξέτασιν, τόσον εκ σημείου ευθύς ως το ύδωρ αφίνει την δεξαμενήν, όσον και μετά το διϋλιστήριον. Συνίσταται όπως αι σωληνώσεις βάφωνται με διακριτικά χρώματα αναλόγως της χρήσεως αυτών. 23.Θ.β.1 Κολυμβητικές Δεξαμενές ς)Έλεγχος του συστήματος: Μετά την εγκατάστασιν του συστήματος ανακυκλοφορίας και την ρύθμισιν των διαφόρων εξαρτημάτων, δέον όπως εκτελήται υδραυλική δοκιμή ολοκλήρου του συστήματος και των συμπληρωματικών εγκαταστάσεων. Κατ’ αυτήν θα προσδιορίζωνται η ταχύτης ροής του ύδατος εις διάφορα σημεία των σωληνώσεων, η παροχή εκάστου διϋλιστηρίου και αντλίας, η ταχύτης και ποσότης του ύδατος καθαρισμού εκάστου διϋλιστηρίου και η παροχή εκάστου στομίου εισροής της δεξαμενής, υπό πραγματικάς συνθήκας λειτουργίας και με την δεξαμενήν πλήρη μέχρι της κανονικής στάθμης λειτουργίας. Άπαντα τα στοιχεία δέον όπως τηρώνται προς σύγκρισιν και μελλοντικόν έλεγχον. Τοιαύται δοκιμαί δέον όπως εκτελώνται τουλάχιστον άπαξ του έτους. 4.Θερμόμετρα: Εις τας θερμαινομένας δεξαμενάς, δέον όπως τοποθετώνται δύο πάγια θερμόμετρα επί της γραμμής ανακυκλοφορίας, ήτοι εν μετά τον θερμαντήρα και έτερον εγγύς του στομίου εκροής της δεξαμενής. Εις τας εξωτερικάς δεξαμενάς αρκεί εν θερμόμετρον εις το στόμιον εκροής. Τα θερμόμετρα δέον όπως είναι ευχερώς προσπελάσιμα προς ανάγνωσιν. Διϋλισις Άρθρ.17.-1.Το σύστημα διϋλίσεως του ύδατος δέον όπως έχη ικανότητα εξασφαλίζουσαν τον απαιτούμενον ρυθμόν ανανεώσεως αυτού (άρθρ. 15 παρ. 1,α). Εις περίπτωσιν εξυπηρετήσεως εκ μιας μονάδος διϋλίσεως περισσοτέρων δεξαμενών, αύτη δέον να επαρκή δια την ταυτόχρονον λειτουργίαν του συνόλου των δεξαμενών, με τον καθοριζόμενον ως άνω ρυθμόν ανανεώσεως. 2.Δια τον καθαρισμόν του ανακυκλοφορούντος ύδατος των δεξαμενών δύναται να χρησιμοποιηθή ταχυδιϋλιστήριον βαρύτητος ή πιέσεως. Συνιστάται ο πρώτος τύπος (βαρύτητος) εις περίπτωσιν ύδατος σημαντικής σκληρότητος. 3.Το υλικόν διϋλίσεως αρχικού πάχους τουλάχιστον 0.90 μ. δέον όπως αποτελήται από καταλλήλως διαβαθμισμένην, γωνιώδη άμμον κατάλληλον δια διϋλιστήρια και χάλικας. Η άμμος θα έχη ενεργόν διάμετρον 0,4 έως 0,5 χιλ. και συντελεστήν ομοιομορφίας ουχί ανώτερον του 1,75 θα είναι απηλλαγμένη αργίλλου, οργανικών ουσιών ή ευδιαλύτων υλικών και θα πλύνεται καλώς προ της χρήσεως. Μεταξύ της επιφανείας της άμμου και των άνωθεν αυτής αγωγών υπερχειλίσεως των υδάτων καθαρισμού δέον όπως υπάρχη κενός χώρος τουλάχιστον 0,45 μ. 4.Ο υπολογισμός των ταχυδιϋλίστηρίων δέον όπως γίνεται επί τη βάσει ρυθμού διϋλίσεως μη υπερβαίνοντος την παροχήν των 10,0 μ3 ύδατος ανά μ 2 επιφανείας διϋλιστηρίου ωριαίως. Μεγαλύτεραι παροχαί είναι δυνατόν να γίνουν αποδεκταί κατά την κρίσιν της οικείας Επιτροπής Αδειών Καταστημάτων και Επιχειρήσεων (άρθρ. 27), εφ’ όσον δικαιολογούνται πλήρως, επί τη βάσει επιστημονικών δεδομένων εκ της σχετικής βιβλιογραφίας, ή εκ γνωματεύσεων, κανονισμών, οδηγιών κλπ. υπευθύνων φορέων ή αρχών των χωρών εις ας εφαρμόζονται. 5.Συνιστάται όπως τα διϋλιστήρια είναι εφωδιασμένα με ρυθμιστήν ροής (η εγκατάστασις του οποίου είναι υποχρεωτική δια δεξαμενάς χωρητικότητας μεγαλυτέρας των 400 μ 3 ) και με κατάλληλα όργανα, δια την μέτρησιν των απωλείας του υδραυλικού φορτίου κατά την διϋλισιν του ύδατος, ως και με θυρίδα επιθεωρήσεως προς διαπίστωσιν του βαθμού καθαριότητος του ύδατος εκπλύσεως. Αι σωληνώσεις αλληλοσυνδέσεως και αι δικλείδες δέον όπως έχουν καταλλήλως μελετηθή, ώστε να είναι ευχερής η ρύθμισις της κανονικής λειτουργίας των διϋλιστηρίων. Η προσθήκη των απαιτουμένων χημικών ουσιών δια την επεξεργασίαν του ύδατος δέον όπως εκτελήται δια καταλλήλων συσκευών και κατά τρόπον, ώστε να εξασφαλίζηται κανονική τροφοδότησις, καλή ανάμιξις και αποτελεσματική κροκύδωσις. Τα διϋλιστήρια πιέσεως δέον όπως φέρουν ευχερώς αφαιρούμενα καλύμματα η μεγάλας θυρίδας επισκέψεως, ώστε να είναι ευχερής η επιθεώρησις, συντήρησις και η επισκευή αυτών. 6.Πλήν των ως άνω συνιστωμένων αμμοδιϋλιστηρίων δύναται να χρησιμοποιηθή διϋλιστήριον με γην διατόμων, υπό τους κάτωθι περιορισμούς: α)Το χρησιμοποιούμενον ύδωρ θα είναι απηλλαγγμένον χρώματος και δεν θα περιέχη ηυξημένην ποσότητα σιδήρου ή μαγγανίου. β)Θα εξασφαλίζεται αρίστη επίβλεψις λειτουργίας υπό ειδικευμένου, πεπειραμένου και υπευθύνου χειριστού. γ)Ο ρυθμός διϋλίσεως δεν θα υπερβαίνη την παροχήν 5μ 3 ύδατος ανά μ 2 επιφανείας διϋλιστηρίου ωριαίως. Απολύμανσις Άρθρ.18.-1.Το ύδωρ των δεξαμενών δέον όπως απολυμαίνεται συνεχώς δια προσθήκης χλωρίου, μέσω καταλλήλων συσκευών, υπό μορφήν υδατικού διαλύματος αερίου χλωρίου ή υποχλωριώδους ασβεστίου ή νατρίου ή χλωρίου παραγομένου δι’ ηλεκτρολύσεως ή ετέρας εγκεκριμένης ενώσεως χλωρίου. 2.Το υπόλειμμα χλωρίου εις το ύδωρ της δεξαμενής μετρούμενον δια της μεθόδου της ορθοτολιδίνης, δέον να είναι τουλάχιστον 0,4 ΜG/Ι και να μη υπερβαίνη κατά προτίμησιν τα 0,7 MG/I. Τούτο θα ελέγχεται τουλάχιστο ν δις της (Μετά την σελ. 670) Σελ. 671 Τεύχος 485-Σελ. 137 Κολυμβητικές Δεξαμενές 23.Θ.β.1 ημέρας (πρωΐαν και απόγευμα), τα δε αποτελέσματα θα καταχωρούνται εις ειδικόν βιβλίον. 3.Δια την απολύμανσιν του ύδατος δύναται να χρησιμοποιηθή κατόπιν εγκρίσεως της υγειονομικής υπηρεσίας και ετέρα πλην της δια χλωρίου μέθοδος, εφ’ όσον εξασφαλίζει την πλήρην απολύμανσιν αυτού. 4.Δια τον έλεγχον των αλγεοειδών κλπ. συνιστάται η χρησιμοποίησις θειϊκού χαλκού εν συνδυασμώ μετά της απολυμάνσεως. 5.Δια την απολύμανσιν του ύδατος θα χρησιμοποιούνται κατάλληλοι συσκευαί, εξασφαλίζουσαι την επιθυμητήν απόδοσιν. Δια δεξαμενάς χωρητικότητος άνω των 300 μ 3 ύδατος συνιστάται η χρήσις συσκευών αερίου χλωρίου. 6.Οι χώροι εγκαταστάσεως των συσκευών ή μηχανημάτων χλωριώσεως δέον όπως είναι ικανών διαστάσεων δια την άνετον εκτέλεσιν των αναγκαιούντων χειρισμών, την επιθεώρησιν και επισκευήν αυτών. Ούτοι δέον όπως αερίζωνται και φωτίζωνται επαρκώς. Δια τον φυσικόν αερισμόν δέον όπως προβλέπωνται επαρκή ανοίγματα εις σημεία πλησίον του δαπέδου, οδηγούντα εις τον ελεύθερον αέρα. Συνιστάται όπως οι χώροι ούτοι είναι εφωδιασμένοι δια τεχνητού αερισμού, ικανότητος αλλαγής του αέρος αυτών 20 έως 30 φοράς ανά ώραν. Επί μεγάλων εγκαταστάσεων ή εις περιπτώσεις ένθα το δάπεδον των χώρων είναι χαμηλότερον της στάθμης του πέριξ εδάφους, ο ως άνω τεχνητός εξαερισμός είναι υποχρεωτικός. Οι χώροι ούτοι δέον όπως είναι απομεμονωμένοι από άλλα διαμερίσματα, προς αποφυγήν των εκ της επιδράσεως του χλωρίου δυσμενών αποτελεσμάτων επί του εργαζομένου εν αυτοίς προσωπικού και των εγκαταστάσεων, μηχανημάτων κλπ. Επίσης δέον όπως αποφεύγωνται αι εξαιρετικώς υψηλαί ή χαμηλαί θερμοκρασίαι εντός των χώρων τούτων δια της καταλλήλου κατασκευής ή μονώσεως αυτών. Η κατωτάτη θερμοκρασία δεν πρέπει να είναι μικροτέρα των 10°C. Εις περίπτωσιν χρησιμοποιήσεως αερίου χλωρίου, αι συσκευαί ή τα μηχανήματα χλωριώσεως δέον όπως είναι ηγγυημένα δια την από υγιεινής απόψεως ασφαλή και ακίνδυνον λειτουργίαν αυτών. Πλην τούτου εντός του χώρου των εγκαταστάσεων θα φυλάσσεται μία αντιασφυξιογόνος προσωπίς, εν αρίστη καταστάσει και αμέσως προσιτή εις το χειριζόμενον τας συσκευάς ή μηχανήματα προπωπικόν τα οποίον πρέπει να γνωρίζη καλώς την χρήσιν και συντήρησιν αυτής. Το χρησιμοποιούμενον χλώριον ή υλικόν παραγωγής αυτού (χλωράσβεστος, υποχλωριώδες ασβέστιον κλπ.) δέον όπως αποθηκεύεται εις κεχωρισμένον, απομεμονωμένον των λοιπών διαμερισμάτων, Σελ. 672 Τεύχος 485-Σελ. 138 ξηρόν και καλώς αεριζόμενον χώρον μέσω ανοιγμάτων ή δια τεχνητού αερισμού, ως ανωτέρω καθορίζεται δια τους χώρους εγκαταστάσεως των συσκευών χλωριώσεως, προς αποφυγήν βλάβης των εργαζομένων ή των αντικειμένων. Δ΄ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΙΣ ΔΕΞΑΜΕΝΩΝ Υπεύθυνος λειτουργίας Άρθρ.19.-1.Εις πάσαν δεξαμενήν δέον όπως ορίζεται υπεύθυνον πρόσωπον δια την λειτουργίαν, το οποίον θα λαμβάνη τα απαιτούμενα μέτρα δια την εκπλήρωσιν απάντων των όρων των κειμένων υγειονομικών διατάξεων και ειδικώτερον θα μεριμνά: α.Δια την καλήν λειτουργίαν και συντήρησιν απασών των εγκαταστάσεων, χρησιμοποιών προς τούτο κατταλλήλως εκπαιδευμένον ή πεπειραμένον προσωπικόν. β.Δια την ανελλιπή, καθ’ όλας τας ώρας λειτουργίας της δεξαμενής, παρουσίαν του προβλεπομένου εκάστοτε προσωπικού εποπτείας των λουομένων (άρθρ. 21). Τα ονόματα τούτων μετά των σχετικών στοιχείων εκπαιδεύσεως ή εμπειρίας θα έχουν γνωστοποιηθή προηγουμένως εις την αρμοδίαν υγειονομικήν υπηρεσίαν, η οποία, εάν δεν κρίνη τα προσόντα αυτών επαρκή ή ικανοποιητικήν την υπηρεσίαν ή την διαγωγήν των δύναται να ζητήση την αντικατάστασιν αυτών εντός καθοριζομένης προθεσμίας. γ.Δια των έλεγχον του αριθμού των εισερχομένων εις τρόπον, ώστε να τηρώνται τα τιθέμενα όρια υπό του άρθρ. 5 της παρούσης, δια την κανονικήν ανανέωσιν και καθαρισμόν του ύδατος αυτής, δια την καλήν εκτέλεσιν της απολυμάνσεως και μέτρησιν του υπολείμματος; χλωρίου και της τιμής του PΗ, ως και δια την εκτέλεσιν των απαιτουμένων χημικών και μικροβιολογικών εξετάσεων, συμφώνως προς τους όρους της παρούσης. δ.Δια την τήρησιν λεπτομερών στοιχείων λειτουργίας, ως αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων, προστιθέμεναι ποσότητες χημικών ουσιών δια τον καθαρισμόν και απολύμανσιν του ύδατος, αριθμός των καθ’ εκάστην ημέραν λουομένων, ανιχνευόμενον καθ’ εκάστην ημέραν και αντιστοίχους ώρας υπόλειμμα χλωρίου του ύδατος, τιμαί του ΡΗ και της αλκαλικότητος κλπ. Άπαντα τα στοιχεία των ως άνω εδαφ. γ΄ και δ΄ της παρούσης δέον όπως καταχωρώνται εις βιβλίον και παραδίδωνται προς ενημέρωσιν εις τους διενεργούντας τον υγειονομικόν έλεγχον υπαλλήλους. ε.Δια την ανάρτησιν εις εμφανές μέρος της αδείας λειτουργίας της δεξαμενής. 23.Θ.β.1 Κολυμβητικές Δεξαμενές Καθαριότης κολυμβητικών δεξαμενών Άρθρ.2.-1.Δια την κατασκευήν των κολυμβητικών δεξαμενών δέον όπως χρησιμοποιώνται ανθεκτικά υλικά, τα οποία θα εξασφαλίζουν υδατοστεγανότητα και λείας εσωτερικάς επιφανείας. 2.Η ποιότης των υλικών του μηχανολογικού εξοπλισμού θα είναι τοιαύτη, ώστε να μη δημιουργήται οιοσδήποτε κίνδυνος ρυπάνσεως του ύδατος (λόγω διαβράσεως, διαλύσεως βαρέων μετάλλων κλπ.). Χώροι και γενική διάταξις αυτών Άρθρ.20.-1.Κατά την λειτουργίαν των κολυμβητικών δεξαμενών δέον όπως ικανοποιούνται αι κάτωθι ελάχισται απαιτήσεις: α.Αι δεξαμεναί δέον όπως τηρώνται καθαραί καθ’ όλην την διάρκειαν της λειτουργίας των. Εις εκάστην δεξαμενήν θα έχη ορισθή υπεύθυνον πρόσωπον δια την εργασίαν ταύτην. Οι επιπλέοντες ή καθιζάνοντες εις τον πυθμένα αυτών ορατοί ρύποι δέον όπως αφαιρώνται το ταχύτερον δυνατόν. Συστηματικός καθαρισμός θα εκτελήται τουλάχιστον άπαξ του εικοσιτετραώρου. β.Άπαντα τα τμήματα των εγκαταστάσεων, αποδυτήρια, ιματιοθήκαι, αποχωρητήρια κλπ. δέον όπως τηρώνται καθαρά, ασφαλή και εις καλήν κατάστασιν καθ’ όλην την διάρκειαν λειτουργίας της δεξαμενής. Επιπροσθέτως αι ιματιοθήκαι δέον όπως ψεκάζωνται δι’ εντομοκτόνου και τα δάπεδα, οι τοίχοι και αι έδραι των αποχωρητηρίων καθαρίζωνται δι’ απολυμαντικού υγρού κατά συχνά χρονικά διαστήματα, συμφώνως προς τας οδηγίας των υγειονομικών υπηρεσιών, εις την έγκρισιν των οποίων υπάγεται και το είδος των χρησιμοποιουμένων απολυμαντικών ουσιών. γ.Εις ην περίπτωσιν χορηγούνται ενδύματα λούσεως (μαγιώ) και προσόψια υπό του υπευθύνου δια την λειτουργίαν της δεξαμενής, ταύτα θα πλύνωνται μεθ’ εκάστην χρήσιν δια σάπωνος ή απορρυπαντικού και ζέοντος ύδατος και θα χρησιμοποιώνται εκ νέου μόνον αφού στεγνώσουν πλήρως και αποστειρωθούν, συμφώνως προς τους ισχύοντας κανονισμούς και τας τυχόν ειδικωτέρας οδηγίας των υγειονομικών υπηρεσιών. Τα καθαρά ενδύματα λούσεως θα φυλάσσωνται και διακινούνται κατά τρόπον αποκλείοντα την άμεσον ή έμμεσον επαφήν αυτών με τα ακάθαρτα. Προσωπικόν Άρθρ.21.-1.Άπαντες οι εργαζόμενοι δέον να είναι υγιείς, καθαροί και να συμπεριφέρωνται καλώς. 2.Εκπαιδευμένοι επόπται και έτερον προσωπικόν θα ευρίσκωνται εν υπηρεσία καθ’ όλην την διάρκειαν λειτουργίας της δεξαμενής. Ο αριθμός αυτών καθορίζεται αναλόγως του μεγέθους της δεξαμενής (αρθρ. 4 παρ. 4), ως και του προβλεπομένου μεγίστου αριθμού λουομένων (αρθρ. 5) ως κάτωθι: α.Εις υπεύθυνος επόπτης ασφαλείας θα απασχολήται με τους λουομένους, έχων αρμοδιότητα να επιβάλη εις άπαντας τους κανόνας ασφαλείας, υγιεινής και καλής συμπεριφοράς. Δια μικράς δεξαμενάς απαιτείται εις τουλάχιστον επόπτης ασφαλείας. Δια μεσαίας και μεγάλας δεξαμενάς θα διατίθεται εις επόπτης ανά 300 λουομένους. β.Εις ειδικευμένος επόπτης θα ευρίσκεται εις τον χώρον των καταιονητήρων ή την είσοδον των μεσαίων η μεγάλων δεξαμενών προς επιθεώρησιν των λουομένων και διαπίστωσιν μήπως εμφανίζουν δερματικάς παθήσεις ή έχουν ανοικτά τραύματα κλπ., ως και εξακρίβωσιν ότι άπαντες διήλθον εκ του αποχωρητηρίου και εν συνεχεία ελήφθη παρ’ αυτών το λουτρόν καθαριότητος δια καταιονήσεως. Δια τας μικράς δεξαμενάς η ευθύνη αύτη ανήκει εις τον επόπτην ασφαλείας. γ.Τουλάχιστον εις υπάλληλος εκ του διοικητικού προσωπικού δια τας μεσαίας δεξαμενάς και 2 δια τας μεγάλας θα έχουν εκπαιδευθή εις την παροχήν πρώτων βοηθειών. 3.Οι ως άνω επόπται πλέον των ειδικών απαιτουμένων γνώσεων, δια τας οποίας θα είναι καταλλήλως εκπαιδευμένοι, κατέχοντες δίπλωμα ή σχετικόν πιστοποιητικόν, θα είναι και πεπειραμένοι εις τας μεθόδους και την τεχνικήν της παροχής βοηθείας και διασώσεως κολυμβητών, εις την χρήσιν τεχνητής αναπνοής, ως και την εφαρμογήν άλλων μέτρων ανανήψεως. Υποχρεώσεις λουομένων Άρθρ.22.-1.Οι λουόμενοι υποχρεούνται όπως συμμορφούνται προς τας οδηγίας λούσεως και τους κανόνας ορθής χρήσεως της δεξαμενής, ως και προς τους κανονισμούς ασφαλείας. 2.Άπαντες οι λουόμενοι δέον όπως είναι υγιείς και καθαροί, συμπεριφέρωνται κοσμίως και χρησιμοποιούν καλώς τας εγκαταστάσεις. 3.Πρόσωπα πάσχοντα από δερματικός παθήσεις δεν θα γίνωνται δεκτά. Ομοίως άτομα φέροντα εκτεταμένας εκδοράς, ανοικτάς φλυκταίνας, τραύματα κλπ. δέον να ενημερούνται επί των κινδύνων, τους οποίους διατρέχουν εκ μολύνσεων και ως εκ τούτου δέον ν’ αποφύγουν την λούσιν. 4.Έκαστος λουόμενος, πριν εισέλθη εις τον χώρον της δεξαμενής, οφείλει να διέλθη εκ των αποχωρητηρίων προς ούρησιν και εν συνεχεία να λάβη λουτρόν καθαριότητος, γυμνός, χρησιμοποιών θερμόν ύδωρ και σάπωνα, εκπλυνόμενος εν συνεχεία καλώς προς πλήρη απομάκρυνσιν των υπολειμμάτων του σάπωνος. Εάν ο λουόμενος αφήση τον χώρον της δεξαμενής και κάμη χρήσιν αποχωρητηρίων, δέον να λάβη εκ νέου λουτρόν καθαριότητος, προκειμένου να επανέλθη εις την δεξαμενήν. 5.Η πτύσις ή εκτόξευσις ύδατος από του στόματος, το φύσημα της ρινός κλπ. εντός της δεξαμενής απαγορεύονται. Μόνον οι αύλακες υπερχειλίσεως δύνανται να χρησιμοποιώνται δια την περίπτωσιν αποχρέμψεως. 6.Τα χρησιμοποιούμενα ενδύματα λούσεως θα είναι απλού τύπου, καθαρά και ανεξιτήλου χρωματισμού. Οι λουόμενοι με μακράν κόμην θα φέρουν ειδικόν αδιάβροχον κάλυμμα κεφαλής. 7.Απαγορεύονται τα ζωηρά και επικίνδυνα παιγνίδια εντός των χώρων των διαφόρων εγκα(Μετά την σελ. 672) Σελ. 673 Τεύχος 485-Σελ. 139 Κολυμβητικές Δεξαμενές 23.Θ.β.1 ταστάσεων. 8.Ουδείς λουόμενος Θα εισέρχεται εις τον χώρον της δεξαμενής άνευ της παρουσίας επόπτου ή άλλου αρμοδίου υπαλλήλου. Λούσις κατά μονάς απαγορεύεται. 9.Πρόσωπια μη συμμορφούμενα με τους κανονισμούς των λουομένων ή θεατών δεν θα γίνωνται δεκτά εις τας δεξαμενάς ή θα αποβάλλωνται εξ αυτών. Μέτρα ασφαλείας Άρθρ.23.-1.Εις πάσαν δεξαμενήν θα αναρτώνται εις εμφανή σημεία πινακίδες αναγράφουσαι οδηγίας λούσεως και κανόνας δια την ορθήν χρήσιν της δεξαμενής, ως και τους ισχύοντας κανονισμούς ασφαλείας. 2.Γενικώς η κατασκευή, αι διάφοροι εγκαταστάσεις και η λειτουργία των κολυμβητικών δεξαμενών δέον να είναι τοιαύτη, ώστε να ελαττούνται οι κίνδυνοι πνιγμού ή τραυματισμού των λουομένων εκ πτώσεων κλπ. εις το ελάχιστον. 3.Εις τας κολυμβητικάς δεξαμενάς θα λαμβάνωνται μέτρα ασφαλείας και θα υφίστανται τα κάτωθι μέσα διασώσεως, κλιμακούμενα αναλόγως του μεγέθους αυτών (άρθρ. 4, παρ. 4). α.Μία ή περισσότεραι ελαφραί ράβδοι, ικανής αντοχής μήκους μεγαλυτέρου του ημίσεος του πλάτους της δεξαμενής. Αύται θα φέρουν εις το εν άκρον μη αιχμηρόν άγκιστρον με άνοιγμα τουλάχιστον 0,50μ. ή βρόγχον διαμέτρου 15 εκ. τουλάχιστον. β.Εν ή περισσότερα ριπτόμενα κυκλικά σωσίβια, ανηρτημένα εις επίκαιρα σημεία της δεξαμενής, εσωτερικής διαμέτρου μέχρι 0,40μ., με προσδεδεμένον ασφαλώς ισχυρόν σχοινίον, μήκους τουλάχιστον ίσου προς το μέγιστον πλάτος της δεξαμενής. Ο αριθμός των σωσιβίων θα καθορίζεται, ώστε να αντιστοιχή τουλάχιστον εν σωσίβιον ανά 60μ ή κλάσμα της περιμέτρου της δεξαμενής. γ.Έδρα επαρκούς ύψους εις τας μεγάλας δεξαμενάς δια τους επόπτας ασφαλείας, πλησίον του βαθέος τμήματος της δεξαμενής (βάθος 1,50μ.), ίνα παρέχεται εις αυτούς πλήρης και ανεμπόδιστος θέα της δεξαμενής. δ.Εν τουλάχιστον πλοιάριον με τετραγωνισμένην πρώραν εις τας μεγάλας δεξαμενάς, έτοιμον προς χρήσιν και εφωδιασμένον με κώπας, κυκλικόν σωσίβιον και ράβδον μετά αγκίστρου, ως ανωτέρω περιγράφεται. Τα τοιαύτα πλοιάρια δεν επιτρέπεται να ευρίσκωνται εντός της περιοχής κολυμβήσεως, εκτός των περιπτώσεων επειγούσης ανάγκης και δεν θα χρησιμοποιούνται πλην μόνον εις περίπτωσιν ανάγκης ή ασκήσεως. Σελ. 674 Τεύχος 485-Σελ. 140 Εις εκτεταμένας περιοχάς λούσεως συνιστάται όπως ευρίσκωνται έτοιμοι προς χρήσιν εις επίκαιρα σημεία εις ή περισσότεροι πλωτήρες διασώσεως εφωδιασμένοι με 30,0 έως 60,0 μ. ισχυρού σχοινίου. ε.Κυτίον πρώτων βοηθειών, καλώς εφωδιασμένον και διαφυλασσόμενον εις αρίστην κατάστασιν. Τούτο θα περιέχη βάμμα ιωδίου, αποστειρωμένην γάζαν, υδρόφιλον βάμβακα, λευκοπλάστην, επιδέσμους διαφόρων μεγεθών, αμμωνίαν, αποστειρωμένας λαβίδας και αιμοστατικούς επιδέσμους. Επίσης δέον όπως περιέχη καρδιοτονωτικά-αναληπτικά και αναλγητικά φάρμακα. ς.Ευχερώς προσπελάσιμος αίθουσα ή χώρος προοριζόμενος δι’ επείγουσαν περίθαλψιν ατυχημάτων εις τας μεγάλας δεξαμενάς με κατάλληλον προς τούτο εξοπλισμόν, ήτοι έκτος του κυτίου πρώτων βοηθειών, ως ανωτέρω, με τράπεζαν εξετάσεως, συσκευήν παροχές οξυγόνου, φορείον και δύο κλινοσκεπάσματα. ζ.Κατάλογος παραπλεύρως του τηλεφώνου με τους αριθμούς των πλησιεστέρων ιατρών, σταθμού πρώτων βοηθειών νοσοκομείων, του οικείου Αστυνομικού Τμήματος και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. η.Νυκτερινή λούσις θα επιτρέπεται μόνον εις περιοχάς απλέτως φωτιζομένας και καταλλήλως εποπτευομένας. Ε΄.ΕΙΔΙΚΑΙ ΚΟΛ ΥΜΒΗΤΙΚΑΙ ΔΕΞΑΜΕΝΑΙ Αθλητικαί δεξαμεναί Άρθρ.24.-1.Αι αθλητικαί δεξαμεναί δέον να πληρούν άπαντας τους υγειονομικούς όρους της παρούσης. 2.Επιτρέπονται παρεκκλίσεις εκ των υπολοίπων όρων ιδία των αναφερομένων εις την μορφήν και λειτουργίαν της δεξαμενής, εφ’ όσον απαιτείται τούτο εκ της ανάγκης προσαρμογής προς τας αθλητικάς απαιτήσεις, κατόπιν συμφώνου γνώμης της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και εφ’ όσον διασφαλίζεται η υγεία και η σωματική ακεραιότης των κολυμβητών. 23.Θ.β.1 Κολυμβητικές Δεξαμενές Ιδιωτικαί δεξαμεναί Άρθρ.25.-1.Δια τας ιδιωτικάς δεξαμενάς ισχύουν οι κατωτέρω γενικοί κανόνες: α.Οι χρησιμοποιούντες αυτάς δέον να είναι υγιείς, να διέρχωνται πρώτον εκ των ουρητηρίων και να λαμβάνουν εν συνεχεία ……. καθαριότητος προ της κολυμβήσεως, ως καθορίζεται εν άρθρ. 22 (παρ. 1 έως 5). β.Το ύδωρ των ιδιωτικών δεξαμενών δέον να έχη τα εν αρθρ. 15, παρ. 1 καθοριζόμενα χαρακτηριστικά ποιότητος του ύδατος και να ανανεούται συνεχώς καθ’ όλην την έκτασιν αυτών, είτε δια συνεχούς παροχής νέου καθαρού ύδατος, είτε δι’ ανακυκλοφορούντος τοιούτου μετά καθαρισμόν και απολύμανσιν συμφώνως προς τους όρους της παρούσης διατάξεως. Η λειτουργία ιδιωτικών δεξαμενών δια πληρώσεως και εκκενώσεως του ύδατος απαγορεύεται, εξαιρέσει των υφισταμένων τοιούτων ή εκείνων δι’ ας έχει εκδοθή η οικεία οικοδομική άδεια προ της ισχύος της παρούσης διατάξεως. γ.Εις εμφανές σημείον παρά την δεξαμενήν θα τοποθετήται πινακίς αναγράφουσα τους βασικούς κανόνας υγιεινής και ασφαλείας κατά την λούσιν και κολύμβησιν. 2.Πλην των ανωτέρω γενικών κανόνων, οι υπεύθυνοι των ιδιωτικών δεξαμενών θα συμμορφούνται και προς τους επιβαλλομένους υπό των υγειονομικών υπηρεσιών, ουσιώδεις όρους υγιεινής και ασφαλείας. 3.Την ευθύνην δια την καθαριότητα, καλήν λειτουργίαν και τήρησιν των κανόνων υγιεινής και ασφαλείας των ιδιωτικών δεξαμενών έχει ο ιδιοκτήτης ή νομεύς αυτών. ΣΤ΄.ΓΕΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Συμμόρφωσις προς ετέρας Ύγειον. Διατάξεις Άρθρ.26.-Εις απάσας τας κολυμβητικάς δεξαμενάς δέον όπως ικανοποιούνται άπαντες οι όροι των ισχυουσών υγειονομικών διατάξεων των αφορωσών εις την ύδρευσιν, την αποχέτευσιν, την συλλογήν, συγκέντρωσιν και διάθεσιν απορριμμάτων, την διατήρησιν και υπό υγιεινούς όρους παροχήν τροφίμων και ποτών, το χρησιμοποιούμενον προσωπικόν και τα λοιπά ως προς την κατάστασιν και λειτουργίαν αυτής θέματα. Ζ΄.ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Άδεια λειτουργίας Άρθρ.27.-1.Δια την λειτουργίαν δεξαμενής κολυμβήσεως απαιτείται άδεια της Αστυνομικής Αρχής, εκδιδομένη μετά προηγουμένην εγκριτικήν απόφασιν της οικείας Επιτροπής Αδειών Καταστημάτων και Επιχειρήσεων (Β.Δ. 245/26.3.71, αρθρ. 5). Δεν απαιτείται άδεια δια την λειτουργίαν των ιδιωτικών κολυμβητικών δεξαμενών, πλην όμως υπόκεινται αύται εις υγειονομικόν έλεγχον και δέον να ικανοποιούν τους εις το άρθρ. 25 αναγραφομένους όρους. 2.Δια την λήψιν της κατά τ’ ανωτέρω αδείας, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει μέσω του οικείου Αστυν. Τμήματος αίτησιν προς την υγειονομικήν υπηρεσίαν μετά πλήρων τεχνικών στοιχείων της δεξαμενής, εις τριπλούν, (έκθεσις υπολογισμός, σχεδιαγράμματα κλπ.) υπογραφομένων υπό διπλωματούχου μηχανικού, εξ ων θα προκύπτη σαφώς ότι η δεξαμενή κολυμβήσεως και οι λοιποί χώροι και εγκαταστάσεις αυτής, ικανοποιούν από απόψεως κατασκευής και λειτουργίας άπαντας τους υποχρεωτικούς όρους της παρούσης. Οι προαιρετικοί όροι αυτής (συστάσεις) δύνανται κατά περίπτωσιν να καταστούν εν μέρει ή εν όλω υποχρεωτικοί κατόπιν αποφάσεως του Νομάρχου μετά ητιολογημένην εισήγησιν της οικείας Επιτροπής αδειών, εφ’ όσον σοβαροί λόγοι προστασίας της δημοσίας υγείας ή ασφαλείας των λουομένων επιβάλλουν τούτο. Η υγειονομική υπηρεσία δύναται να ζητήση παρά των ενδιαφερομένων την προσκόμισιν πάντος συμπληρωματικού στοιχείου, το οποίον κρίνεται απαραίτητον δια την μόρφωσιν σαφούς γνώμης. Εάν ο αιτών είναι φυσικόν πρόσωπον, το οποίον λόγω ασθενείας, αναπηρίας, ηλικίας, μεμακρυσμένου τόπου διαμονής κλπ. δεν δύναται να εποπτεύη αποτελεσματικώς την λειτουργίαν της δεξαμενής, ή εάν είναι νομικόν πρόσωπον, εις την υποβαλλομένην ως άνω αίτησιν θα αναγράφεται το ονοματεπώνυμον μετά της διευθύνσεως μονίμου κατοικίας του οριζομένου υπευθύνου φυσικού προσώπου, το οποίον θα μεριμνά δια την καλήν και συμφώνως προς τους όρους της παρούσης λειτουργίαν και συντήρησιν της δεξαμενής και των εν γένει εγκαταστάσεων αυτής. Η τυχόν δι’ οιονδήποτε λόγον αντικατάστασις του ρηθέντος φυσικού προσώπου θα γνωστοποιήται εγκαίρως εις την υγειονομικήν υπηρεσίαν, καθ’ όσον άλλως θεωρείται το πρόσωπον τούτο ως υπεύθυνον και μετά την αποχώρησίν του. Επί τούτοις ορίζεται ότι η υγειονομική υπηρεσία δύναται να ζητήση την αντικατάστασιν του υποδειχθέντος υπευθύνου προσώπου, εάν διαπιστώση ακαταλληλότητα αυτού. Μετά την ολοκλήρωσιν της διαδικασίας επιθεωρήσεως και ελέγχου των εγκαταστάσεων της δεξαμενής υπό των αρμοδίων οργάνων και την έκδοσιν της εγκριτικής αποφάσεως της οικείας Επιτροπής, χορηγείται υπό της Αστυνομικής Αρχής η άδεια λειτουργίας εις την οποίαν αναγράφεται απαραιτήτως: α)Το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον επ’ ονόματι του οποίου εκδίδεται η άδεια και ο υπεύθυνος δια την λειτουργίαν αυτής. β)η χωρητικότης της δεξαμενής και αι ορι(Μετά την σελ. 674) Σελ. 675 Τεύχος 485-Σελ. 141 Κολυμβητικές Δεξαμενές 23.Θ.β.1 ζόντιαι διαστάσεις αυτής. γ)Ο ρυθμός ανακυκλοφορίας. δ)Ο μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός ατόμων (πελατών) τα οποία δύνανται να ευρίσκωνται εις την δεξαμενήν και τους λοιπούς χώρους αυτής, δια δεξαμενάς συνεχούς λειτουργίας ή ο μέγιστος αριθμός των ατόμων της εισερχομένης ομάδος δια δεξαμενάς λειτουργούσας δι’ ομάδας κολυμβητών. ε)Ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός εποπτών ασφαλείας και παροχής πρώτων βοηθειών. ς)Τα αναγκαιούντα ελάχιστα σωσίβια μέσα. ζ)Η δυνατότης λειτουργίας αυτής κατά τας νυκτερινάς ώρας. η)Η ακολουθουμένη μέθοδος επεξεργασίας του ύδατος και οι τυχόν επιβληθέντες πρόσθετοι κανόνες υγιεινής και ασφαλείας. θ)Ο χρόνος ισχύος της αδείας. ι)Πάσα ετέρα αναγκαιούσα κατά την γνώμην της Επιτροπής πληροφορία ή παρατήρησις. 4.Η άδεια λειτουργίας ισχύει μόνον δια τας εγκαταστάσεις εν γένει δι’ ας εχορηγήθη αύτη και δια 5ετίαν από της χορηγήσεώς της, υπό την προϋπόθεσιν ότι αύται λειτουργούν και συντηρούνται καλώς. Μετά την πάροδον του ως άνω χρονικού διαστήματος η άδεια θα ανανεούται. Επίσης η άδεια θα ανανεούται εις περίπτωσιν καθ’ ην επέλθει αλλαγή εις εγκαταστάσεις της δεξαμενής, εξαιρουμένων των εργασιών επισκευών και συντηρήσεως, ως και ανακαινίσεων μη επηρεαζουσών τους όρους της παρούσης διατάξεως. Όμοίως η άδεια λειτουργίας θ’ ανανεούται εις περίπτωσιν αλλαγής της επιχειρήσεως της διαχειριζομένης την δεξαμενήν. 5.Η άδεια λειτουργίας δύναται ν’ αναστέλλεται προσωρινώς ή ν’ ανακαλήται μονίμως υπό της αρμοδίας Αστυνομικής Αρχής, εις περιπτώσεις καθ’ ας ο υπεύθυνος δια την λειτουργίαν της δεξαμενής δεν συμμορφούται προς τας διατάξεις της παρούσης εντός ευλόγου προθεσμίας καθοριζομένης δια σχετικών διαταγών της διενεργούσης των υγειονομικόν έλεγχον υγειον. υπηρεσίας. Η΄.ΙΣΧΥΣ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ Ισχύς Υγειονομικής Διατάξεως Άρθρ.28.-Η παρούσα Υγειονομική Διάταξις ισχύει καθ’ άπασαν την Επικράτειαν, η δε ισχύς αυτής άρχεται μετά ένα μήνα από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Πάσα προγενεστέρα διάταξις γενική η ειδική, ρυθμίζουσα άλλως τα υπό της παρούσης διεπόμενα, καταργείται. Η εκτέλεσις της παρούσης ανατίθεται εις τα Κρατικά Υγειονομικά και Αστυνομικά όργανα. Σελ. 676 Τεύχος 485-Σελ. 142 Κυρώσεις Άρθρ.3.-1.Η διάταξις της ευρυτέρας περιοχής της δεξαμενής δέον να είναι τοιαύτη, ώστε οι λουόμενοι κατά την πορείαν των προς τον καθ’ αυτό χώρον κολυμβήσεως να διέρχωνται διαδοχικώς εκ των αποδυτηρίων, των αποχωρητηρίων και εν συνεχεία των καταιονητήρων, προς λήψιν λουτρού καθαριότητος. 2.Εις τας δεξαμενάς τας χρησιμοποιουμένας ταυτοχρόνως υπ’ αμφοτέρων των φύλων δέον όπως διατίθενται ιδιαίτερα αποχωρητήρια και καταιονητήρες, δι’ έκαστον φύλον. 3.Εις τας δεξαμενάς τας λειτουργούσας δι’ ανακυκλοφορίας και καθαρισμού του ύδατος δέον όπως διατίθεται επαρκής χώρος και παρέχεται άνετος προσπέλασις δια την τοποθέτησιν, επιθεώρησιν και επισκευήν των διϋλιστηρίων και (Μετά την σελ. 662(θ) Σελ. 663 Τεύχος 485-Σελ. 129 Κολυμβητικές Δεξαμενές 23.Θ.β.1 την εκτέλεσιν των εργασιών συντηρήσεως, ως αλλαγήν της άμμου, των σωληνώσεων, των αντλιών, των δικλείδων και των λοιπών εξαρτημάτων του συστήματος καθαρισμού και ανακυκλοφορίας του ύδατος. Γενικώτερον συνιστάται η τοποθέτησις απάντων των δικτύων (υδραυλικών, ηλεκτρικών κλπ.) εντός επισκεψίμων στοών ή επιθεωρησίμων οχετών (καναλίων). 4.Κατάλληλα μέτρα δέον όπως λαμβάνωνται δια την προστασίαν των μηχανημάτων και εξαρτημάτων έναντι κινδύνων ψύξεως κατά τας ψυχράς περιόδους, δια καλήν αποστράγγισιν και εκκένωσιν των σωληνώσεων, δια την προστασίαν των εγκαταστάσεων έναντι κινδύνων πλημμυρών κλπ. Σχέδιον και λοιπά στοιχεία δεξαμενών κολυμβήσεως Άρθρ.29.-1.Οι παραβάβαι της παρούσης διώκονται και τιμωρούνται συμφώνως προς τας διατάξεις του Ποινικού Κώδικος, εκτός εάν δι’ ετέρας γενικής ή ειδικής διατάξεως προβλέπονται αυστηρότεραι ποιναί, οπότε ισχύουν αι τελευταίαι. 2.Εν περιπτώσει υποτροπής εντός έτους, οι παραβάται τιμωρούνται συμφώνως προς το αρθρ. 458 του Ποινικού Κώδικος. Επίσης εν περιπτώσει διαπιστώσεως παραβάσεως ουσιωδών όρων της παρούσης, η Αστυνομική Αρχή προβαίνει κατόπιν προτάσεως της διενεργούσης τον υγειονομικόν έλεγχον υγειονομικής υπηρεσίας εις την προσωρινήν ανάκλησιν της αδείας λειτουργίας μέχρι της πλήρους συμμορφώσεως, προς τους όρους της παρούσης. Θ΄ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Υφιστάμεναι κολυμβητικαί δεξαμεναί Άρθρ.30.-1.Αι υφιστάμεναι δεξαμεναί κολυμβήσεως ή εκείναι δι’ ας εξεδόθη η οικεία οικοδομική άδεια προ της ισχύος της παρούσης διατάξεως, δέον όπως ικανοποιούν τους όρους της εν λόγω διατάξεως και τύχουν της απαιτουμένης αδείας λειτουργίας εντός προθεσμίας ενός και ημίσεος (1, 1/2) έτους από της ισχύος της παρούσης. Εν πάση περιπτώσει η υγειονομική υπηρεσία δύναται να ζητήση την εφαρμογήν της παρούσης εν μέρει ή και εν όλω και παντός ετέρου ενδεικνυομένου μέτρου, εντός βραχυτέρας της ως άνω προθεσμίας ή αμέσως, εάν κίνδυνοι δια Δημοσίαν Υγείαν ή την ασφάλειαν των κολυμβητών επιβάλλουν την λήψιν των μέτρων τούτων. 2.Εάν αι οικοδομικαί εγκαταστάσεις ή ο διαθέσιμος χώρος δεν επιτρέπουν την κατάλληλον διαρρύθμισιν προς πλήρη ικανοποίησιν των όρων της παρούσης, θα εκτελεσθούν υποχρεωτικώς εντός της ως άνω προθεσμίας, αι βελτιώσεις τας οποίας ήθελεν υποδείξει η οικεία Επιτροπή Αδειών, κατόπιν υποβολής σχετικής προτάσεως και σχεδίων υπό του ενδιαφερομένου, υπό τον όρον ότι δεν θα παραβιάζωνται κατά την κρίσιν αυτής ουσιώδεις κανόνες υγιεινής και ασφαλείας, δημιουργούντες αμέσους κινδύνους δια την υγείαν και σωματικήν ακεραιότητα των λουομένων. Εάν όμως δι’ οιονδήποτε λόγον δεν καθίσταται τελικώς δυνατή η κατασκευή των απαιτουμένων ως άνω εντελώς απαραιτήτων εργασιών, με αποτέλεσμα να παραβιάζωνται ουσιώδεις όροι υγιεινής και ασφαλείας δεν θα χορηγήται άδεια λειτουργίας της δεξαμενής. 3.Κατά των ως άνω αποφάσεων δύναται ο ενδιαφερόμενος να υποβάλη ένστασιν εντός 20 ημερών από της κοινοποιήσεως αυτών εις την Δευτεροβάθμιον Επιτροπήν Αδειών Καταστημάτων και Επιχειρήσεων (Β.Δ. 245/26.3.71 άρθρ. 6). 23.Θ.β.1 Κολυμβητικές Δεξαμενές Άρθρ.4.-1.Το σχήμα των δεξαμενών δέον να είναι τοιούτον ώστε να εξασφαλίζεται πλήρης κυκλοφορία και ανανέωσις του ύδατος, αποκλειομένης της δημιουργίας θυλάκων στασίμου ή ανεπαρκώς ανανεουμένου ύδατος. Γενικώς συνιστάται το ορθογωνικόν σχήμα εν κατόψει, με το αβαθές τμήμα εις το έν άκρον παρά την είσοδον και το βαθύ τμήμα εις το έτερον άκρον ή εγγύς αυτού. 2.Τα τμήματα της δεξαμενής τα έχοντα βάθος ολιγώτερον των 0,90 μ. θα διαχωρίζωνται δι’ εμφανούς γραμμής ασφαλείας, χαρασσομένης εις τον πυθμένα ή εφ’ όσον κριθή αναγκαίον, θα επισημαίνωνται δια πλωτήρων με σημαίας ανά αποστάσεις ουχί μεγαλυτέρας των 10,0 μ. Το βάθος του ύδατος εις το βαθύτερον σημείον και εις το σημείον βάθους των 1,50 μ. δέον όπως σημειούται εμφανώς εις αμφοτέρας τας πλευράς της δεξαμενής. Επίσης δέον όπως σημειούται το βάθος του ύδατος και εις το τέρμα της δεξαμενής. 3.Αι εν κατόψει διαστάσεις των ορθογωνίων δεξαμενών συνιστάται όπως είναι τουλάχιστον: 10,0 μ. Χ 20,0 μ. ή κατά προτίμησιν 12,50 μ. Χ 25,0 μ. των δε παιδικών 6,0 μ. Χ 12,0 μ. 4.Αι δεξαμεναί αναλόγως της επιφανείας αυτών διακρίνονται εις: α)Μικράς, εφ’ όσον έχουν επιφάνειαν μέχρι 350 μ2. β)Μεσαίας, εφ’όσον έχουν επιφάνειαν μεγαλυτέραν των 350 μ2 και μέχρι 1250 μ2. γ)Μεγάλας, εφ’ όσον έχουν επιφάνειαν μεγαλυτέραν των 1250 μ2. Σελ. 664 Τεύχος 485-Σελ. 130 23.Θ.β.1 Κολυμβητικές Δεξαμενές 5.Η κλίσις του πυθμένος της δεξαμενής εις οιονδήποτε τμήμα αυτής, βάθους μικροτέρου των 1,50 μ., δέον όπως μη είναι μεγαλυτέρα του 1 προς 12,50 (8 %), εις μεγαλυτέρα βάθη συνιστάται όπως μη υπερβαίνη το 1 προς 3. 6.Αι δεξαμεναί δέον όπως είναι μονίμου κατασκευής, υδατοστεγείς, με επιφανείας λείας και ευχερώς καθαριζομένας. 7.Αι εσωτερικαί επιφάνειαι των περιμετρικών τοίχων της κολυμβητικής δεξαμενής δέον όπως είναι κατακόρυφοι. 8.Ο πυθμήν και αι πλευραί της δεξαμενής μέχρι των γύρωθεν αυτής διαδρόμων, δέον όπως είναι επενδεδυμέναι δι’ υλικού ανοικτού εν γένει χρώματος, μετά λείας και άνευ ανοικτών αρμών ή ρηγμάτων επιφανείας. Εφ’ όσον είναι τεχνικώς εφικτόν, άπασαι αι γωνίαι δέον να είναι στρογγυλευμέναι. Επίστρωσις του πυθμένος δι’ άμμου ή γαιωδών υλικών απαγορεύεται. Μέγιστον φορτίον δεξαμενών Άρθρ.5.-1.Ο μέγιστος αριθμός των λουομένων, οι οποίοι θα ευρίσκωνται ανά πάσαν στιγμήν εντός του περιφραγμένου χώρου της δεξαμενής (κυρίως δεξαμενή, διάδρομοι, αποδυτήρια κλπ.), θα υπολογίζεται επί τη βάσει της επιφανείας του ύδατος ως κάτωθι: α)Τμήματα δεξαμενής βάθους μέχρις 1,0 μ.: αναλογία τουλάχιστον 1,0 μ2 επιφανείας ύδατος ανά λουόμενον. β)Τμήματα δεξαμενής βάθους μεγαλυτέρου του 1,0 μ: αναλογία τουλάχιστον 2,50 μ2 επιφανείας ύδατος ανά λουόμενον. Προ του κατά τα ανωτέρω υπολογισμού του μεγίστου φορτίου της δεξαμενής, θα αφαιρήται δι’ έκαστον σημείον καταδύσεως αυτής επιφάνεια 30 μ2. 2.Επιπροσθέτως ο μέγιστος συνολικός αριθμός των εισερχομένων εντός της δεξαμενής κολυμβήσεως καθ’ οιανδήποτε χρονικήν περίοδον δεν θα είναι μεγαλύτερος του υπολογιζομένου, βάσει του ρυθμού ανακυκλοφορίας ή ανανεώσεως του ύδατος της δεξαμενής κατά την υπ’ όψιν περίοδον, ως κάτωθι: α)Περίπτωσις συνεχούς χλωριώσεως του ανακυκλοφορούντος ή ανανεουμένου ύδατος της δεξαμενής: αναλογία τουλάχιστον 500 λίτρων καθαρού ύδατος ανά λουόμενον. β)Περίπτωσις ανανεώσεως του ύδατος εξ ασφαλούς φυσικής πηγής, μη υποκειμένης εις χλωρίωσιν: αναλογία τουλάχιστον 2.000 λίτρων ύδατος ανά λουόμενον. Στόμια εισροής και εκροής. Εκκένωσις Άρθρ.6.-1.Η τροφοδότησις των δεξαμενών θα πραγματοποιήται μέσω πολλαπλής εισαγωγής, η δε εκροή του ύδατος μέσω πολλαπλής εξαγωγής εν συνδυασμώ μετά των αυλάκων υπερχειλίσεως (παρ. 7). Δια δεξαμενάς επιφανείας μικροτέρας των 75 μ2 δυνατόν να προβλέπεται απλή μόνον εισαγωγή και εξαγωγή. 2.Γενικώς συνιστάται όπως τα στόμια εισροής τοποθετώνται εις το αβαθές τμήμα της δεξαμενής και ανά αποστάσεις ουχί μεγαλυτέρας των 4,50 μ., τα δε στόμια εκροής εις το βαθύ τμήμα αυτής και ανά αποστάσεις ουχί μεγαλυτέρας των 6,0 μ. Αι αντίστοιχοι αποστάσεις από των πλαγίων τοιχωμάτων ορίζονται εις το ήμισυ. Εις δεξαμενάς επιφανείας μεγαλυτέρας των 150 μ2 συνιστάται η τοποθέτησις στομίων εισροής και εις τα πλάγια τοιχώματα ανά αποστάσεις 4,50 μ. Εις πολύ μεγάλας δεξαμενάς με στόμια εκροής εις το κέντρον αυτών, τα στόμια εισροής δέον όπως τοποθετούνται κατά τα ως άνω διαστήματα των 4,50 μ. καθ’ όλην την περίμετρον τούτων. 3.Εν πάση περιπτώσει τα στόμια εισροής του (νέου ή ανακυκλοφορούντος) καθαρού ύδατος και τα στόμια εκροής αυτού, δέον όπως διατάσσωνται κατά τρόπον, ώστε να επιτυγχάνεται ομοιόμορφος κυκλοφορία του ύδατος, ως και διατήρησις ομοιομόρφου υπολειμματικού χλωρίου απανταχού της δεξαμενής, άνευ δημιουργίας θυλάκων στασίμου ή ανεπαρκώς χλωριωμένου ύδατος. Εις δεξαμενάς ακανονίστου σχήματος θα μελετάται ιδιαιτέρως η διάταξις των στομίων εισροής και εκροής εις τρόπον, ώστε να επιτυγχάνεται κατά το δυνατόν η κατά τ’ ανωτέρω πλήρης ανανέωσις του ύδατος. 4.Τα στόμια εισροής θα είναι βυθισμένα κατά 0,30 μ. περίπου προς αποφυγήν εκλύσεως του εν διαλύσει χλωρίου και εφωδιασμένα δια ρυθμιζομένων επιστομίων ή δικλείδων, ίνα καθίσταται δυνατή η ρύθμισης της παροχής εκάστου τούτων, προς εξασφάλισιν ομοιομόρφου ροής εντός της δεξαμενής. Ομοίως και τα στόμια εκροής θα είναι κατά προτίμησιν εφωδιασμένα δια ρυθμιστικών επιστομίων ή δικλείδων. Εις ας περιπτώσεις το ύδωρ παρέχεται εκ συστήματος υδρεύσεως, δέον όπως υφίσταται διακοπή, αποκλείουσα την παλινδρόμησιν υδάτων της δεξαμενής προς το δίκτυον της υδρεύσεως, υπό οιασδήποτε συνθήκας. 5.Δια την απομάκρυνσιν του σχηματιζομένου επί της επιφανείας του ύδατος υμενίου, το οποίον αποτελεί σοβαράν εστίαν μολύνσεως, συνιστάται όπως το ήμισυ περίπου της εκροής του ύδατος πραγματοποιήται δι’ υπερχειλίσεως εκ σημείων έναντι της εισαγωγής. Το υπόλοιπον ύδωρ δέον να εκρέη μέσω βυθισμένων στομίων και εκ του πυθμένος προς αποφυγήν δημιουργίας περιοχών στασίμου ύδατος καθ’ ύψος και απομάκρυνσιν των τυχών ιζημάτων. 6.Είναι δυνατή η κατασκευή δεξαμενών κολυμβήσεως πληρουμένων μέχρι της στάθμης του περιμετρικού διαδρόμου με υπερχείλισιν του πλεονάζοντος ύδατος κατά μήκος της περιμέτρου και συλλογήν αυτού υπό παρακειμένου συλλεκτηρίου αύλακος, κεκαλυμμένης δι’ ανοξείδωτου πυκνής εσχάρας. 7.Εις απάσας τας δεξαμενάς δέον όπως προβλέπεται στόμιον εκκενώσεως εις το βαθύτερον σημείον αυτών, αποχετευτικής ικανότητος τοιαύτης, είτε να είναι δυνατή η πλήρης εκκένωσις της δεξαμενής εντός διαστήματος 4 ωρών. Το άνοιγμα της εκκενώσεως δέον να καλύπτεται δια καταλλήλου εσχάρας, μη ευχερώς μετακινουμένης υπό των κολυμβητών, της οποίας τα ανοίγματα δέον όπως έχουν συνολικήν επιφάνειαν τουλάχιστον τετραπλασίαν της διατομής του σωλήνος, εκκενώσεως. 8.Εις τας δεξαμενάς τας λειτουργούσας δι’ ανακυκλοφορούντος ύδατος δέον όπως προβλέπεται κατάλληλον σύστημα αποχετεύσεως των τυχόν διαρρεόντων υδάτων εκ των σωληνώσεων, των αντλιών και των λοιπών εξαρτημάτων. Ουδεμία απ’ ευθείας σύνδεσις προς τους υπονόμους επιτρέπεται και άπαντες οι αποχετευτικοί αγωγοί δέον όπως διακόπτωνται δια καταλλήλου διατάξεως ούτως ώστε να μη υφίσταται κίνδυνος παλινδρομήσεως και εισόδου υδάτων εκ των υπονόμων εις την δεξαμενήν. Εις ας περιπτώσεις οι υπόνομοι ευρίσκονται εις ανωτέραν στάθμην, δέον όπως χρησιμοποιούνται αντλίαι δια την ανύψωσιν των διαρρεόντων υδάτων. Αύλακες υπερχειλίσεως Άρθρ.7.-1.Άπασαι αι δεξαμεναί, επιφανείας μεγαλυτέρας των 200 μ2, θα περιβάλωνται καθ’ όλην την περίμετρον αυτών, πλην της περιοχής των κλιμάκων, δι’ αυλάκων υπερχειλίσεως, η μορφή και το μέγεθος των οποίων θα είναι τοιαύτα ώστε, α)Τα εντός αυτών εισερχόμενα υλικά να μη δύνανται να επανέλθουν εις την δεξαμενήν, λόγω αποτόμου εισόδου ύδατος εις αυτάς. β)Το άκρον των να δύναται να χρησιμοποιήται ως χειρολαβή παρά των λουομένων. γ)Το βάθος των να είναι επαρκές, ίνα μη φθάνουν τα άκρα των δακτύλων εις τον πυθμένα. δ)Το άνοιγμα των να είναι επαρκές, ίνα είναι ευχερής ο καθαρισμός των. ε)Οι κίνδυνοι ενσφηνώσεως ποδών και χειλών των λουομένων να αποκλείονται. ς)Η αποχετευτική ικανότης αυτών να είναι ίση προς τα 50% τουλάχιστον της παροχής του ανακυκλοφορούντος ύδατος. (Μετά την σελ. 664) Σελ. 665 Τεύχος 485-Σελ. 131 Κολυμβητικές Δεξαμενές 23.Θ.β.1 2.Εις τας δεξαμενάς επιφανείας μέχρι 200 μ2 δυνατόν αντί των αυλάκων υπερχειλίσεως να προβλέπωνται στόμια υπερχειλίσεως (SKIMMERS) προς απομάκρυνσιν της επιφανειακής στιβάδος ύδατος. Ο αριθμός αυτών θα αντιστοιχή εις έν τουλάχιστον στόμιον ανά 50 μ2 επιφανείας ή κλάσμα αυτής. 3.Αι αύλακες υπερχειλίσεως θα αποστραγγίζωνται καλώς προς σημεία απορροής, απέχοντα απ’ αλλήλων ουχί πλέον των 4,50 μ. και συνδεόμενα με το σύστημα ανακυκλοφορίας ή με φρεάτιον αποχετεύσεως, δια σωληνώσεως διαμέτρου τουλάχιστον 60 χιλ/στών. Βαθμίδες και κλίμακες Άρθρ.8.-1.Αι βαθμίδες και αι κλίμακες δια την είσοδον και έξοδον των λουομένων εις την δεξαμενήν δέον όπως κατασκευάζωνται κατά τρόπον, ώστε οι κίνδυνοι ατυχημάτων να περιορίζωνται εις το ελάχιστον. Κανονικαί κλίμακες μετά βαθμίδων ή κατακόρυφοι τοιαύται δέον τοποθετούνται εις την μίαν ή όλας τας πλευράς τόσον του αβαθούς όσον και του βαθέος τμήματος της δεξαμενής. Αι επιφάνειαι των βαθμίδων των κατακορύφων και κανονικών κλιμάκων δέον όπως κατασκευάζωνται εκ μη ολισθηρού υλικού. Η κατασκευή οπών εις τους τοίχους των δεξαμενών προς χρησιμοποίησιν ως βαθμίδων απαγορεύεται. Κλίμακες κανονικαί κατακόρυφοι δέον όπως φέρουν χειρολαβάς εις αμφοτέρας τας πλευράς αυτών μέχρι του περιφερειακού διαδρόμου. Αι κανονικαί κλίμακες, δέον όπως μη προεξέχουν εντός των ρων δεξαμενών, αλλά να κατασκευάζωνται εν εσοχή εντός του τοίχου και του διαδρόμου των δεξαμενών. Περιφερειακοί διάδρομοι Άρθρ.9.-1.Διάδρομοι πλάτους 1,50 μ. τουλάχιστον και προτιμώτερον 2,40 έως 3,00 μ. δέον όπως περιβάλλουν την δεξαμενήν. Το δάπεδον των διαδρόμων θα έχη κλίσιν 2% περίπου προς στραγγιστήρια τοποθετημένα ανά 10 μ2 επιφανείας και αποχετευόμενα εις το δίκτυον αποβλήτων. Αι επιφάνειαι των διαδρόμων δέον όπως είναι ομαλαί, ευχερώς πλυνόμεναι και μη ολισθηραί, ιδιαιτέρως δε το προς την πλευράν της δεξαμενής κράσπεδον αυτών, επί πλάτους 0,30 μ. Η ένωσις του κρασπέδου μετά των κατακορύφων τοιχωμάτων της δεξαμενής δέον να είναι στρογγυλεμένη. Εις τας εσωτερικάς δεξαμενάς εφ’ όσον δεν έχουν πολύ πλατείς διαδρόμους, συνιστάται η τοποθέτησις χειρολαβών ασφαλείας επί του περικλείοντος τον διάδρομον τοίχου ή περιφράγματος. Σελ. 666 Τεύχος 485-Σελ. 132 2.Κανονικόν περίφραγμα δέον όπως περιβάλλη την δεξαμενήν εξωτερικώς των διαδρόμων, εν επαφή ή πλησίον αυτών. Περιοχαί κεκαλυμμέναι δι’ άμμου ή χλόης, προς χρήσιν των λουομένων εσωτερικώς του ως άνω περιφράγματος, δεν επιτρέπονται εν γένει, προς αποφυγήν ρυπάνσεως της δεξαμενής. Εξώσται θεατών | 186 |
11. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 3474 της 30/31 Δεκ. 1955 (ΦΕΚ Α΄ 353) Περί συμπληρώσεως των περί ανοικοδομήσεως των σεισμοπλήκτων Ιονίων Νήσων κειμένων διατάξεων και κυρώσεως Πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Άρθρ.1-6.(Ρυθμίζονται διάφορα λεπτομερειακά θέματα αναγόμενα εις τον τρόπον αρωγής των άνω σεισμοπλήκτων). Άρθρ.7.-(Προστίθενται παρ. υπ’ αριθ. 4, 5 και 6 εις το τέλος του άρθρ. 6 του Ν.Δ. 2933/54 ανωτ. αριθ. 4). Άρθρ.8-12.(Ρυθμίζονται διατυπώσεις αφορώσαι τον τρόπον αρωγής των σεισμοπλήκτων). Άρθρ.13.-(Κυρούνται αφ’ ης ίσχυσαν αι υπ’ αριθ. 628 της 8 Μαΐου 1954, 1045 της 23 Ιαν. 1954, 1046 της 23 Ιουν. 1954, 1403 της 8 Σεπτ. 1954, 1695 της 5 Οκτ. 1954, 1879 της 29 Νοεμ. 1954, 1881 της 29 Νοεμ. 1954, 119 της 18 Ιαν. 1955, 489 της 18 Μαρτ. 1955, και 1329 της 1 Αυγ. 1955 Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου, αφορώσαι προσλήψεις εργατοτεχνικοκύ προσωπικού δια τας ανάγκας του τότε Υφυπουργείου Αποκαταστάσως Σεισμοπλήκτων Νήσων). Άρθρ.14.-(Τελική διάταξις). | 273 |
Subsets and Splits
No community queries yet
The top public SQL queries from the community will appear here once available.