text
stringlengths
17
932k
label
int64
0
388
6. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1594 της 16 Ιουλ./7 Αυγ. 1942 Περί Εκκλησιαστικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπείας.
54
7. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 3337 της 29 Αυγ. /5 Σεπτ. 1955 Περί παρασκευής και διαθέσεως αφρώδους οινοπνευματούχου ποτού υπό το όνομα «οινόζυθος» εξ αμπελίτου οίνου, ως και φορολογήσεως αυτού. Άρθρ.1.-1.Επιτρέπεται η παρασκευή και διάθεσις εις την κατανάλωσιν αφρώδους οινοπνευματούχου ποτού εις φιάλας υπό το όνομα «οινόζυθος» παρασκευαζομένου εκ γνησίου ξηρού οίνου αμπελίτου, αραιουμένου δι’ ύδατος, τη προσθήκη λυκίσκου, μετά ή άνευ σακχαρούχων ουσιών και χρωματιζομένου τη προσθήκη κεκαυμένης σακχάρεως (καραμέλας). Εις τον οινόζυθον εισπιέζεται ανθρακικόν οξύ. 2.Επιτρέπεται η παστερίωσις του οινοζύθου. 3.Ο προς παρασκευήν του οινοζύθου χρησιμοποιούμενος αμπελίτης οίνος δέον να μη είναι ηραιωμένος δι’ ύδατος και να πληροί τους, υπό των Άρθρ.8.-1.Αι κατά το άρθρ.6 και 7 ποιναί εφαρμόζονται δια τε τους αυτουργούς και συνεργούς, ως και δια την απόπειραν των ανωτέρω πράξεων. 2.Η επιβαλλομένη κατά τα άρθρ. 6 και 7 ποινή εις τους παραβάτας δεν αποκλείει την υποχρέωσιν αυτών εις την καταβολήν των νομίμων φόρων καταναλώσεως του κύκλου εργασιών. 3.Κατά την περίπτωσιν των παραβάσεων των διατάξεων του εδάφ. γ΄ παρ. 1 άρθρ. 6 του παρόντος νόμου, ο οινόζυθος κατάσχεται και καταστρέφεται κατ’ απόφασιν του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου, οσάκις ήθελε ευρεθή ηλλοιωμένος. 4.Κατά τας περιπτώσεις των παραβάσεων αίτινες προβλέπονται και τιμωρούνται υπό των διατάξεων του άρθρ. 7 του παρόντος νόμου, τα ανακαλυπτόμενα είδη, δι’ ων συνετελέσθη η παράβασις, ήτοι τα λαθραίως εργαζόμενα μηχανήματα, τα χρησιμοποιούμενα όργανα και σκεύη, παρανόμως παραγόμενος, μεταφερόμενος, κατεχόμενος ή διατιθέμενος εις την κατανάλωσιν οινόζυθος, τα χρησιμοποιούμενα υλικά και παν αντικείμενον έχον άμεσον σχέσιν προς την παράβασιν εξαιρουμένων των μεταφορικών μέσων παντός είδους ανηκόντων εις τρίτους κατάσχονται και δημεύονται, ή προκειμένου περί πρώτων υλών και ετοίμου προς κατανάλωσιν οινοζύθου περιεχόντων ουσίας ανθυγιεινάς ή επιβλαβείς εις την δημοσίαν υγείαν και ακαταλλήλους προς βιομηχανικήν χρήσιν καταστρέφονται κατ’ απόφασιν του αρμοδίου Διοικητικού ή Ποινικού Δικαστηρίου. 28.Δ.α.7 Φορολογία Οίνου 5.Τα υποκείμενα εις κατάσχεσιν είδη μεταφέρονται εις το αρμόδιον Παράρτημα του Γενικού Χημείου του Κράτους και παραδίδονται εις αυτό. Εφ’ όσον είναι δυσχερής ή δαπανηρά η μεταφορά, τα είδη ταύτα δύνανται να παραδοθώσιν εις τον κύριον αυτών ή γενικώς εις τον καθ’ ου η κατάσχεσις, προς φύλαξιν, ως μεσεγγυούχον. Κατά τας ως άνω παραδόσεις συντάσσεται το οικείον πρωτόκολλον. Εάν τα ως άνω είδη υπόκεινται εις φθοράν ή υπεξαίρεσιν ή εάν η φύλαξίς των είναι δυσχερής ή δαπανηρά, επιτρέπεται η δια δημοπρασίας, κατόπιν αδείας του αρμοδίου Εισαγγελέως παρά Πρωτοδίκαις, εκποίησις αυτών. Το προϊόν της εκποιήσεως υπόκειται εις δήμευσιν και γενικώς επέχει τύπον τιμήματος πωλήσεως των εκποιηθέντων ως ανωτέρω ειδών. Κατά την εκποίησιν των ως άνω ειδών εφ’ όσον αύτη γίνεται μετά την έκδοσιν της σχετικής αποφάσεως του αρμοδίου Δικαστηρίου, δι’ ης τα είδη ταύτα εδημεύθησαν, ταύτα διατίθενται ως καθορίζεται κατωτέρω, μη απαιτουμένης εν τη περιπτώσει ταύτη αδείας του αρμοδίου Εισαγγελέως. Το προϊόν της εκποιήσεως κατά την περίπτωσιν ταύτην κατατίθεται απ’ ευθείας εις Δημόσιον Ταμείον, ως έσοδον του Δημοσίου. 6.Ο Διευθυντής του Παραρτήματος του Γενικού Χημείου του Κράτους έχει το δικαίωμα, όπως αποδώση εις τον κύριον αυτών τα κατασχεθέντα όργανα, μηχανήματα και παν αντικείμενον έχον έμμεσον σχέσιν προς την διάπραξιν της παραβάσεως ως και τας κατασχεθείσας πρώτας ύλας και έτοιμον προς κατανάλωσιν οινόζυθον, εάν κατατεθή παρ’ αυτού εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων ως παρακαταθήκη εγγύησις χρηματική ίση τουλάχιστον προς την αγοραίαν αξίαν των κατεσχημένων και προκειμένου περί ετοίμου οινοζύθου μετά την καταβολήν του φόρου καταναλώσεως και του φόρου κύκλου εργασιών ή την επικόλλησιν επί των φιαλών των περιεχουσών τούτον της τυχόν καθιερωθησομένης ειδικής ενσήμου ταινίας εισπράξεως των φόρων τούτων, της αγοραίας αξίας των κατεσχημένων καθοριζομένης παρά του Διευθυντού του αρμοδίου Παραρτήματος του Γενικού Χημείου του Κράτους και του αρμοδίου Ειρηνοδίκου. Η εγγύησις αύτη υπόκειται εις δήμευσιν και επέχει τύπον τιμήματος πωλήσεως των κατασχεθέντων ειδών. Η κατά την παρ. 5 του παρόντος άρθρου κατατεθείσα ως παρακαταθήκη εγγύησις εισάγεται ως δημόσιον έσοδον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του Διοικητικού ή Ποινικού Δικαστηρίου και επικύρωσιν της γενομένης κατασχέσεως. Εν περιπτώσει άρσεως της κατασχέσεως επιστρέφεται εις τον κύριον των κατασχεθέντων ειδών. Άρθρ.9.-1.Αι υπό του παρόντος νόμου προβλεπόμεναι παραβάσεις, εξαιρέσει των περί φόρου κύκλου εργασιών, εκδικάζονται υπό του κατά το άρθρ. 21 του Κώδικος των νόμων «περί φορολογίας του οινοπνεύματος» προβλεπομένου Διοικητικού Δικαστηρίου, τηρουμένων των όρων και διατυπώσεων του αυτού άρθρ. 21, ως και του άρθρ. 27 του ιδίου κώδικος, ως ταύτα ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησαν μεταγενεστέρως. 2.Δια τους επ’ αυτοφώρω καταλαμβανομένους παραβαίνοντας τας διατάξεις των εδαφ. α΄ και β΄ της παρ. 1, άρθρ. 7 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και αι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρ. 27 του Κώδικος των νόμων «περί φορολογίας του οινοπνεύματος». Άρθρ.10.-Δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών κανονισθήσονται: α)Οι όροι και οι υποχρεώσεις υφ’ ους επιτρέπεται η παρασκευή του οινοζύθου. β)Πάσα άλλη λεπτομέρεια, αφορώσα την εκτέλεσιν του παρόντος νόμου και εις την εξασφάλισιν των εκ της φορολογίας του οινοζύθου συμφερόντων του Δημοσίου. Άρθρ.11.-Η ισχύς του παρόντος, άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. άρθρ. 2, 3, 4 και 5 του Νόμου 3501/1928 «περί εμπορίου του οίνου και προστασίας της οινοπαραγωγής», οριζομένους όρους: 4.Ο οινοπνευματικός βαθμός του οινοζύθου δέον να ευρίσκεται μεταξύ 4° έως 5° Άρθρ.2.-1.Απαγορεύεται η προσθήκη εν τω οινοζύθω συντηρητικών ή αντιζυμωτικών ουσιών, ως και χρωστικών ουσιών, πλην της κευκαυμένης σακχάρεως (καραμέλας) ή αρωματικών ουσιών ή αρωμάτων, πλην του λυκίσκου, ή αφρογόνων ουσιών (σαπωνινών κλπ.). 2.Απαγορεύεται η προσφορά εις την κατανάλωσιν οινοζύθου οπωσδήποτε ηλλοιωμένου. Άρθρ.3.-1.Επό του παραγομένου οινοζύθου επιβάλλεται φόρος καταναλώσεως εκ δραχ.. 2,50 κατά χιλιόγραμμον. 2.Ωσαύτως ο εμφιαλωμένος οινόζυθος υποβάλλεται εις φόρον κύκλου εργασιών επί ποσοστώ 3% επί της τιμής χονδρικής πωλήσεως αυτού. 2.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών ρυθμίζεται ο τρόπος βεβαιώσεως και εισπράξεως του δια της παρ. 1 του παρόντος επιβαλλομένου φόρου καταναλώσεως, της εισπράξεως του φόρου τούτου δυναμένης να καθιερωθή και δι’ επικολλήσεως ειδικής ενσήμου ταινίας επί των φιαλών, εν οις συσκευάζεται ο οινόζυθος. Ειδικώς προκειμένου περί του φόρου κύκλου εργασιών της προηγουμένης παρ. 2 η εν γένει διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως τούτου διέπεται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων περί φόρου κύκλου εργασιών. 4.Εφ’ όσον ήθελε καθιερωθή η είσπραξις του φόρου καταναλώσεως δι’ ενσήμων ταινιών, δύναται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών να καθορισθή και είσπραξις του φόρου κύκλου εργασιών δια των αυτών ενσήμων ταινιών. 5.Δι’ ομοίων αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών καθορισθήσονται το είδος των ειδικών ενσήμων ταινιών, ήτοι αι διαστάσεις αυτών, το χρώμα, αι παραστάσεις κλπ. ο τρόπος διαθέσεως αυτών προς τους υποχρέους δια την επικόλλησιν, ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 6.Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ως και των εις εκτέλεσιν τούτων εκδοθησομένων Υπουργικών αποφάσεων ανατίθενται εις το Γενικόν Χημείον του Κράτους. Άρθρ.4.-1.Η παρασκευή οινοζύθου επιτρέπεται εις ειδικά εργοστάσια κείμενα εις πόλεις ένθα λειτουργεί παράρτημα του Γενικού Χημείου του Κράτους και εφ’ όσον η ανά 24ωρον δυνατή αυτού παραγωγή εις έτοιμον προς κατανάλωσιν προϊόν ανέρχεται τουλάχιστον εις 5.000χ/μα, κατόπιν αδείας ιδρύσεως (σκοπιμότητος) και αδειών λειτουργίας από μηχανολογικής απόψεως ως και ειδικής τοιαύτης του Γενικού Χημείου του Κράτους, χορηγουμένων συμφώνως προς τα περί τούτων κειμένας διατάξεις. 2.Η κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου ειδική άδεια χορηγείται επί τη καταθέσει εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων χρηματικής εγγυήσεως, ης το ποσόν καθορίζεται δι’ έκαστον εργοστάσιον δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών. Η εγγύησις αύτη δεν δύναται να είναι κατωτέρα των δραχ. 10.000 ουδέ ανωτέρα των δραχ. 50.000. 3.Αντί χρηματικής εγγυήσεως δύναται, κατ’ απόφασιν του Υπουργού των Οικονομικών, να γίνη δεκτή παγία Τραπεζιτική εγγύησις ή διπλασίας αξίας κτηματική. 4.Η κατατεθείσα εγγύησις αποδίδεται, τη αιτήσει του εργοστασιάρχου μετά την παύσιν των εργασιών του εργοστασίου και την εξόφλησιν τυχόν οφειλομένων φόρων. Εάν η εγγύησις αύτη ήθελεν εκπεσθή εν όλω ή εν μέρει υπέρ του Δημοσίου δια συμψηφισμού οφειλομένων προς αυτό φόρων (καταναλώσεως και κύκλου εργασιών) δέον ν’ αντικαθίσταται αύτη εντός μηνός, άλλως ανακαλείται η χορηγηθείσα κατά τ’ ανωτέρω ειδική άδεια λειτουργίας, δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών. 5.Ομοίως ο Υπουργός των Οικονομικών δύναται ν’ ανακαλή την παρά του Γενικού Χημείου του Κράτους χορηγηθείσαν ειδικήν άδειαν λειτουργίας του εργοστασίου, εάν ο εργοστασιάρχης δεν ήθελε τηρήσει επακριβώς τα δι’ αποφάσεων αυτού οριζόμενα, ως προς την λειτουργίαν και εποπτείαν των εργοστασίων παραγωγής οινοζύθου. Άρθρ.5.-1.Παρ’ εκάστω εργοστασίω παραγωγής οινοζύθου τοποθετείται δι’ αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού του Γενικού Χημείου του Κράτους ως επιτηρητής είς χημικός του Χημικού Παραρτήματος εις την έδραν του οποίου λειτουργεί το εργοστάσιον. (Μετά την σελ. 260) Σελ. 260,01 Φορολογία Οίνου 28.Δ.α.7 2.Παρ’ εκάστω εργοστασίω τοποθετείται και είς φύλαξ. 3.Έκαστος εργοστασιάρχης παρασκευής οινοζύθου υποχρεούται να θέτη εις την διάθεσιν του Επιτηρητού γραφείον και να χορηγή φυλάκειον προς διαμονήν του κατά την προηγουμένην παρ. 2 φύλακος. 4.Ο επιτηρητής υποχρεούται να ευρίσκεται κατά τας εργασίμους ώρας εν τω εργοστασίω και ασκή διαρκή έλεγχον επί των εισαγομένων πρώτων υλών, του παραγομένου, ως και του διατιθεμένου οινοζύθου. 5.Ο φύλαξ του εργοστασίου παραγωγής οινοζύθου οφείλει να μη απομακρύνεται του εργοστασίου άνευ αδείας του Επιτηρητού και να επαγρυπνή όπως κατά τας μη εργασίμους ώρας μη γίνεται ουδεμία εισαγωγή ή εξαγωγή πρώτων υλών, ουδέ εξαγωγή ετοίμου προς κατανάλωσιν οινοζύθου. 6.Αι παραβάσεις του παρόντος νόμου βεβαιούνται δια πρωτοκόλλου συντασσομένου υπό του ενεργήσαντος τον έλεγχον υπαλλήλου. Το πρωτόκολλον τούτο έχει ισχύν μέχρις εναντίας αποδείξεως. Άρθρ.6.-1.Τιμωρούνται δια προστίμου μέχρι δραχμών μεταλλικών 10.000: α)Οι εργοστασιάρχαι παρασκευής οινοζύθου οι μη συμμορφούμενοι προς τους δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών ορισθησομένους όρους και υποχρεώσεις υφ’ ους επιτρέπεται η παρασκευή αυτού. β)Οι εργοστασιάρχαι παρασκευής, οι πωληταί οινοζύθου και οι αντιπρόσωποι αυτών, οι αρνούμενοι να επιτρέψωσι τη εν τοις εργοστασίοις και καταστήμασιν αυτών είσοδον των χημικών του Γενικού Χημείου του Κράτους, προς έλεγχον ή ανακάλυψιν παραβάσεων του παρόντος νόμου. γ)Οι εργοστασιάρχαι παραγωγής, ως και οι μεταπωληταί οι διαθέτοντες εις την κατανάλωσιν οινόζυθον ηλλοιωμένον ή έχοντα βαθμόν οινοπνεύματος μικρότερον των 4° και ανώτερον των 5°. δ)Οι εργοστασιάρχαι παρασκευής οινοζύθου οι μη συμμορφούμενοι προς τας δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών ορισθησομένας άλλας υποχρεώσεις, αφορώσας εις την εξασφάλισιν των συμφερόντων του Δημοσίου. ε)Οι μεταπωληταί οινοζύθου παρασκευασθέντος κατά παράβασιν των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρ. 2 του παρόντος νόμου. Εις την περίπτωσιν ταύτην το προϊόν κατάσχεται και καταστρέφεται κατ’ απόφασιν του αρμοδίου Διοικητικού Δικαστηρίου. Σελ. 260,02 2.Οι δις τιμωρηθέντες δια μίαν εκ των εν τη προηγουμένη παρ. 1 αναφερομένων παραβάσεων, εάν ήθελον υποπέσει εκ νέου εις τινα εξ αυτών, δύνανται να τιμωρηθώσι δια προστίμου μέχρι του πενταπλασίου το πολύ του ανωτέρω οριζομένου προστίμου. Άρθρ.7.-1.Τιμωρούνται δια φυλακίσεως ενός μηνός μέχρι δύο ετών και δια προστίμου μέχρι δραχνών μεταλλικών 250.000: α)Οι παρασκευάζοντες εντός του Κράτους οινόζυθον άνευ της νομίμου αδείας. β)Οι εξάγοντες οινόζυθον εκ του εν ω παρήχθη εργοστασίου άνευ καταβολής του φόρου καταναλώσεως και φόρου κύκλου εργασιών ή άνευ προηγουμένης επικολλήσεως επί των φιαλών εν αις συσκευάζεται της βάσει του άρθρ. 3 του παρόντος νόμου ορισθησομένης τυχόν ειδικής ταινίας εισπράξεως των φόρων τούτων. γ)Οι κατασκευάζοντες και διαθέτοντες εις την κατανάλωσιν οινόζυθον κατά παράβασιν των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρ. 2 του παρόντος νόμου.
141
35. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 422 της 18/23 Μαΐου 1968 (ΦΕΚ Α΄ 113) Περί κυρώσεως αποφάσεως 5894/27.5.67 Υ .Ε.Ν. Άρθρον Μόνον.Κυρούται αφ’ ης εξεδόθη η υπ’ αριθ. 5894/27.5.67 απόφασις του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, δι’ ης παρεσχέθη κατά μήνα Αυγ. 1967 έκτακτος εξεταστική περίοδος εις υποψηφίους Ραδιοτηλεγραφητάς Β΄ τάξεως Ε.Ν. έχοντας τα οικεία προσόντα τα δε χορηγηθέντα διπλώματα εις τους εξ αυτών περιλαμβανομένους εις τον οικείον πίνακα επιτυχόντων τυγχάνουν νόμιμα, αφ’ ης εξεδόθησαν. Σελ. 486,22(β) Τεύχος 773 – Σελ. 62 19.Ε.γ.35 Διπλώματα και άδειες ναυτικής ικανότητας 19.Ε.γ.35 Διπλώματα και άδειες ναυτικής ικανότητας
168
6. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Αριθ. ΑΠΔ7/Α/Φ1/14080/732 της 22/28 Αυγ. 1996 (ΦΕΚ Β΄771) «Ενσωμάτωση των διατάξεων της Οδηγίας 92/104/ΕΟΚ «Περί των ελαχίστων προδιαγραφών για τη βελτίωση της προστασίας της ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων στις υπαίθριες ή υπόγειες εξορυκτικές βιομηχανίες» στον Κανονισμό Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών». Σελ. 586(η) Τεύχος 1422 Σελ. 50 13.Μ.γ.6 Κανονισμός Μεταλλευτικών Εργασιών
0
172. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 1003704/38/0015 της 15/22 Ιαν. 2003 (ΦΕΚ Β΄47) Χρόνος υποβολής της κατάστασης αθεώρητων στοιχείων της περίπτ. γ΄ της παρ. 3 της Α.Υ.Ο.Ο. 1045879/327/ΠΟΛ. 1166/0015/29.5.2002 (ΦΕΚ 728 Β΄), για την διαχειριστική περίοδο που αρχίζει την 1.1.2003, της οποίας η υποχρέωση υποβολής λήγει την 20.1.2003.
360
13. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 52310/1905 της 10 Φεβρ./23 Μαρτ. 1959 (ΦΕΚ Β΄ 94) Περί χορηγήσεως επιδόματος ρευστοποιήσεως ανταλλαξίμου περιουσίας. Έχοντες υπ’ όψει: 1)Τας διατάξεις του άρθρ. 4 παρ. 8 του Ν.Δ. 3713/57 «περί μέτρων αφορώντων εις την επιτάχυνσιν της ρευστοποιήσεως της ανταλλαξίμου περιουσίας κλπ.» δι’ ων καθορίζεται ότι εις το ασχολούμενον με το αντικείμενον της ανταλλαξίμου Περιουσίας προσωπικόν, χορηγείται μηνιαίον επίδομα ρευστοποιήσεως, καθοριζόμενον δι’ ημετέρας αποφάσεως. 2)Την υπ’ αριθ. 180157/18.7.57 ημετέραν απόφασιν, δι’ ης προβλέπεται η καταβολή του εν λόγω επιδόματος. 3)Την εις τον εγκριθέντα προϋπολογισμόν του Ταμείου Ανταλλαξίμου Περιουσίας και Αποκαταστάσεως Προσφύγων αναγεγραμμένην υπό κεφ. 2 άρθρ. 3 οικείαν πίστωσιν. 4)Την υπ’ αριθ. 1062/26.1.59 σχετικήν απόφασιν του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Α.Π.Α.Π. 5)Την εκ των υπό της Υ.Δ.Α.Μ.Κ. και του Ταμείου Α.Π.Α.Π. τηρουμένων στοιχείων, διαπίστωσιν της ικανής προωθήσεως του έργου της ρευστοποιήσεως της ανταλλαξίμου περιουσίας, αποφασίζομεν: α)Αναγνωρίζομεν ότι συντρέχουσιν ήδη αι νόμιμοι προϋποθέσεις δια την έναρξιν της καταβολής του επιδόματος ρευστοποιήσεως εις άπαν, το υπέρ τας κεκανονισμένας ώρας εργασίας καθημερινώς και προσθέτως απασχολούμενον προσωπικόν της Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών Κτημάτων, της τε Κεντρικής και Περιφερειακής και δη αναλόγως της ευθύνης και δραστηριότητος των καθ’ έκαστον Γραφείον υπαλλήλων και της συμβολής ενός έκαστου υπαλλήλου εις το έργον της ρευστοποιήσεως της ανταλλαξίμου περιουσίας. β)Εγκρίνομεν την εις το μόνιμον και επί συμβάσει προσωπικόν της Υ.Δ.Α.Μ.Κ. του Ταμείου Α.Π.Α.Π. καθώς και το απεσπασμένον εις τας Υπηρεσίας ταύτας προσωπικόν εφ’ όσον ασχολείται με το αντικείμενον της ανταλλαξίμου περιουσίας χορήγησιν επιδόματος ρευστοποιήσεως από 1ης Ιαν. 1959 ως κάτωθι: 1.Ο προσδιορισμός του καταβλητέου επιδόματος ρευστοποιήσεως θα ενεργήται κατά τριμηνίαν, δι’ αποφάσεως ημών μετά γνωμοδότησιν του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Α.Π.Α.Π. εκδιδομένην κατόπιν εγγράφου προτάσεως του Διευθυντού της Υ.Δ.Α.Μ.Κ. στηριζομένης εις την απόδοσιν ενός εκάστου Γραφείου εις τον Τομέα των εκποιήσεων, βεβαιώσεων και γενικώς του έργου της ρευστοποιήσεως ως και εις το ποσοστόν συμβολής ενός εκάστου υπαλλήλου βάσει των υπό των Προϊσταμένων των εισηγήσεων. Σελ. 268(β) 218-112 2.Το κατά τ’ ανωτέρω επιδόμα δεν δύναται να υπερβαίνη κατά μήνα τα κάτωθι ποσά: α)Δια τους επί βαθμώ 2ω ή 3ω τας δραχ. 600. β)Δια τους επί βαθμώ 4ω ή 5ω, τούς Προϊσταμένους Τμημάτων της Κεντρικής Υπηρεσίας και τους Προϊσταμένους των αυτοτελών Γραφείων Δ.Α.Π. τας δραχ. 500. γ)Δια τους Προϊσταμένους Γραφείων Δ.Α.Π. παρ’ Οικονομικαίς Εφορίαις καθώς και τους λοιπούς της τε Κεντρικής και Περιφερειακής υπηρεσίας μονίμους υπαλλήλους ως και τους τοιούτους επί συμβάσει, τας δραχ. 400. δ)Δια το υπηρετικόν προσωπικόν και δια τους επί συμβάσει δασοφύλακας τας δραχ. 100 3.Ουδέν επίδομα ρευστοποιήσεως θα καταβάλληται εις το άνω προσωπικόν ή θα καταβάλληται μειωμένον κατά τ’ ανωτέρω, εφ’ όσον δεν προωθείται παρ’ αυτού κατά τρόπον ικανοποιητικόν το έργον την ρευστοποιήσεως της ανταλλαξίμου περιουσίας συμφώνως προς τα εν περιπτ. 1 της παρούσης αναφερόμενα. 4.Του επιδόματος ρευστοποιήσεως δεν δικαιούται το προσωπικόν όπερ απουσιάζει οπωσδήποτε των καθηκόντων του, λόγω κανονικής η αναρρωτικής αδείας, διαθεσιμότητος κλπ. δι’ εκάστην δε εργάσιμον ημέραν απουσίας θα περικόπτηται το 1/25 του αναλογούντος επιδόματος. Το εν λόγω επίδομα θα καταβάλληται εις το προσωπικόν δια κανονικών χρηματικών ενταλμάτων εκδιδομένων παρά του Τ.Α.Π.Α.Π.
208
16. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ.136884 της 15 Μαΐου/10 Ιουν.1964 (ΦΕΚ Β΄215) Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της υπ’ αριθ.Η.106950/64 αποφάσεως περί ταχογράφων. Κατηργήθη δια της υπ’ αριθ.Η.194150 της 21 Νοεμ.1964/4 Ιαν.1965 αποφ. Υπ. Συγκοινωνιών (κατωτ.αριθ.19). Σελ. 262,902(α) 255-058 21.Ε.ι.16 Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας
301
9. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 422 της 8/19 Ιουν. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 136) Περί προσόντων υποψηφίων Δοκίμων Λιμενοφυλάκων. Έχοντες υπ’ όψιν: α)Το άρθρ. 1 παρ. 9 και 2 παρ. 5 του Ν.Δ. 530/70 (ΦΕΚ 100 Α΄/2.5.70) περί Λιμενοφυλάκων και β)Την υπ’ αριθ. 355/1970 γνώμην του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί της Εμπορικής Ναυτιλίας Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-Οι υποψήφιοι προς κατάταξιν Δόκιμοι Λιμενοφύλακες δέον όπως, πλέον των εν άρθρ. 1 του Ν.Δ. 530/1970 «περί Λιμενοφυλάκων» καθοριζομένων προσόντων κέκτηνται και τα ακόλουθα τοιαύτα: α)Να κέκτηνται την Ελληνικήν ιθαγένειαν. «β)Να έχουν ενταχθεί από απόψεως σωματικής ικανότητας κατά την απόλυσή τους από το στράτευμα ή μεταγενέστερα στην κατηγορία πρώτη (1/1) ή δεύτερη (1/2) όσοι έχουν υπηρετήσει στις Ένοπλες Δυνάμεις και έχουν ενταχθεί στις κατηγορίες τρίτη (1/3) ή τέταρτη (1/4) θα πρέπει ν’ αποφαίνεται γι’ αυτούς η ΑΝΥΕ ότι έχουν ιαθεί πλήρως από την πάθηση για την οποία είχαν ενταχθεί στις κατηγορίες αυτές και ότι κρίνονται κατάλληλοι για την κατάταξή τους στο Λιμενικό Σώμα. Να μην έχουν εκπέσει στρατιωτικού βαθμού και να μην έχουν απομακρυνθεί από το στράτευμα για λόγους υγείας, πειθαρχίας ή τάξης Όσοι έχουν προϋπηρετήσει στο Λιμενικό Σώμα ή στα Σώματα Ασφαλείας να μην έχουν απολυθεί ως ακατάλληλοι για οποιαδήποτε αιτία». Η περίπτ. β΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 1 Π.Δ. 555/31 Οκτ.-21 Νοεμ. 1985 (ΦΕΚ Α΄ 197). (γ)Να μην έχουν καταδικασθεί για κακούργημα σε οποιαδήποτε ποινή ή σε φυλάκιση για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, απιστία περί την υπηρεσία παράβαση καθήκοντος, συκοφαντική δυσφήμιση, ψευδορκία, λιποταξία ή για παράβαση των Νόμων περί προστασίας της Χώρας, του πολιτεύματος και της ελευθερίας των πολιτών και ούτε να έχουν παραπεμφθεί σε δίκη, ή να διώκονται για οποιοδήποτε από αυτά τα αδικήματα. (δ)Να μη διώκονται για εγκλήματα ή αδικήματα συνεπαγόμενα τις παρεπόμενες ποινές των άρθρ. 59-65 του Ποινικού Κώδικα». Οι περιπτ. γ και δ αντικαταστάθηκαν ως άνω από το άρθρ. 2 Π.Δ. 248/21-28 Ιουν. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 97). ε)Να μη ρέπουν εις κατάχρησιν οινοπνευματωδών εν γένει ποτών, ή την χρήσιν ναρκωτικών ή διεγερτικών φαρμάκων ή την χαρτοπαιξίαν και να μη έχουν κακάς έξεις και συναναστροφάς. ς)Να είναι σωματικώς και πνευματικώς υγιείς, ευπαρουσίαστοι και κατάλληλοι. ζ)Να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,65 μ. άνευ υποδημάτων. η)Στηθικήν περίμετρον εν εκπνοή, τουλάχιστον 0,83 μ. θ)Να γνωρίζουν κολύμβησιν. Άρθρ.2.-1.Τα απαιτούμενα προς απόδειξιν των εν άρθρ. 1 του παρόντος προσόντων δικαιολογητικά δέον να έχουν εκδοθή την τελευταίαν προ της ημερομηνίας προκηρύξεως κατατάξεως Δοκίμων Λιμενοφυλάκων τριμηνίαν. 2.Τα προσόντα των παρ. ζ, η και θ του άρθρ. 1 του παρόντος διαπιστούνται παρά της Τριμελούς Επιτροπής Επιλογής του άρθρ. 2 παρ. 5 του Ν.Δ. 530/70. Βλ και Ν.Δ. 440 της 29 Μαΐου/5 Ιουν. 1974 (τόμ. 4 σελ., 24,751) «περί επανακατατάξεως Χωροφυλάκων, Αστυφυλάκων, Λιμενοφυλάκων και Πυροσβεστών» (εντός εξαμήνου από της 5 Ιουν. 1974).
158
19. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Β/18226 της 12/22 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Β' 1295) Περί καθορισμού διασήμων του Προπρυτάνεως του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής του αυτού Ιδρύματος.
230
106. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 4391 της 2/20 Αυγ.1982 (ΦΕΚ Β΄ 602) Προσδιορισμός της εννοίας των τακτικών αποδοχών των λειτουργών, ή υπαλλήλων ή μισθωτών ή συνταξιούχων του δημόσιου τομέα. Έχοντας υπόψη: α)Τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 3 του Νόμ. 1256/1982 «για την πολυθεσία, την πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα κ.λ.π.» και β)Την κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού των Οικονομικών με αριθ. 11355/12.7.82(ΦΕΚ 474/Β΄/13.7.1982) « περί αναθέσεως αρμοδιοτήτων στους Υφυπουργούς Οικονομικών», αποφασίζουμε: 1.Τακτικές αποδοχές του λειτουργού, ή υπαλλήλου, ή μισθωτού, ή συνταξιούχου του δημοσίου τομέα (άρθρ. 9 παρ. 1 Νόμ. 1232/82 και 1 παρ.6 του Νόμ. 1256/1982) νοούνται για την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμ. 1256/82. α)Ο βασικός μισθός της οργανικής τους θέσης, ή ο συμβατικός βασικός μισθός, ή τα έξοδα παράστασης των ακαδημαϊκών, χωρίς καμία προσαύξηση, ή η βασική σύνταξη κυρίας και επικουρικής ασφάλισης. β)Το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνονται και τα επιδόματα πολυετούς υπηρεσίας, παραμονής στον αυτό βαθμό, τα μισθολογικά κλιμάκια και κάθε είδους προσαυξήσεις που συνδέονται με το χρόνο υπηρεσίας του λειτουργού, υπαλλήλου, ή μισθωτού, ή συνταξιούχου. γ)Το επίδομα σπουδών. δ)Τα επιδόματα οικογενειακών βαρών (συζύγου και τέκνων). ε)Το προσωρινό επίδομα των 1.000 δραχμών. στ)Το προσωρινό προσωπικό επίδομα (άρθρ.6 Νόμ. 754/78). ζ)Τα ειδικά επιδόματα στολής, στέγης και ειδικών συνθηκών (στρατιωτικών), κατ’ αποκοπή αποζημίωση (δικαστικών), ανθυγιεινό, επικίνδυνης εργασίας, διαχειριστικών λαθών, νοσοκομειακό, των εκπαιδευτικών. η)Το διορθωτικό ποσό και το ποσό της ΑΤΑ(Αυτόματης Τιμαριθμ. Αναπροσαρμογής). 2.Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των τακτικών τούτων αποδοχών όσες άλλες παροχές δεν ορίζονται πιο πάνω, ανεξάρτητα αν συνεντέλλονται ή όχι με τις τακτικές αυτές αποδοχές, τη μορφή και την ονομασία που έχουν και την πηγή που τις καταβάλλει.
263
2. ΝΟΜΟΣ 1165 της 17/21 Μαρτ. (αναδ. 6΄ Απρ.) 1918 Περί Τελωνειακού Κώδικος ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄. Γενικαί Διατάξεις Άρθρον 1 1.Η τελωνειακή γραμμή της Χώρας αποτελείται εκ των ακτών αυτής και της κατά ξηράν μεθορίου γραμμής. 2.Επί της τελωνειακής γραμμής και εν άλλοις εμπορικοίς κέντροις ιδρύονται τελωνειακαί αρχαί, κατά τας περί τούτου διατάξεις των ιδιαιτέρων νόμων. 3.Αι ελεύθεραι ζώναι θεωρούνται ως κείμεναι εκτός της τελωνειακής γραμμής. 4.«Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών ορίζονται αι διαβάσεις, δι’ ων δέον να κομίζωνται τα δια της κατά ξηράν τελωνειακής γραμμής εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα. 5.Επίσης δι’ ομοίων αποφάσεων ορίζονται τα είδη των εμπορευμάτων ων η απ’ ευθείας εισαγωγή, εξαγωγή και μεταφορά επιτρέπεται εις εκάστην τελωνειακήν αρχήν». Αι παρ. 4 και 5 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του Άρθρον 9 1.Εν περιπτώσει ναυαγίου τηρούνται αι διατάξεις των νόμων περί ναυαγίων και ναυαγιαιρέσεων. 2.Αι τελωνειακαί αρχαί οφείλουσι να παρέχωσι την συνδρομήν των δια παντός δυνατού μέσου εις τους ναυαγούς και να λαμβάνωσι τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλισιν των τελωνειακών τελών και άλλων δικαιωμάτων του Δημοσίου, εκ συνεννοήσεως μετά της λιμενικής αρχής. 3.Η τελωνειακή αρχή, αδιακρίτως βαθμολογίας, έχει το δικαίωμα να ενεργή πάσας τας τελωνειακάς εργασίας, τας απαιτουμένας εκ του προορισμού των ναυαγίων. - 223 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 67 1.«Τα εις τας τελωνειακάς αποθήκας ή τον τελωνειακόν περίβολον αποτιθέμενα εμπορεύματα είτε εκ της αλλοδαπής, είτε εκ της ημεδαπής προέρχονται, εις ουδέν υποβάλλονται δικαίωμα επί οκτώ ημέρας, αφ’ ης απεβιβάσθησαν, συμπεριλαμβανομένης και ταύτης, μη υπολογιζομένων των Κυριακών και των εξαιρετέων ημερών, εφόσον αύται συμπίπτουσι κατά την λήξιν της προθεσμίας. «Προκειμένου όμως για παλαιοσίδερα (ΣΚΡΑΠΣ) η οριζόμενη από το προηγούμενο εδάφιο προθεσμία αυξάνεται σε 20 ημέρες». Επί εξαγωγής εγχωρίων προϊόντων δια των τελωνειακών αρχών Κρήτης, η προθεσμία αύτη ορίζεται εις δύο εβδομάδας, μη συμπεριλαμβανομένων των Κυριακών και των εξαιρετέων ημερών, επιτρέπεται δε να επεκταθή η διάταξις αύτη και εις άλλας τελωνειακάς αρχάς δια την εξαγωγήν». Το ανωτέρω μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 28 Νόμ. 1473/84, (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). Επί εξαγωγής εγχωρίων προϊόντων δια των τελωνειακών αρχών Κρήτης, η προθεσμία αύτη ορίζεται εις δύο εβδομάδας, μη συμπεριλαμβανομένων των Κυριακών και των εξαιρετέων ημερών, επιτρέπεται δε να επεκταθή η διάταξις αύτη και εις άλλας τελωνειακάς αρχάς δια την εξαγωγήν». Η παρ. 1 συνεπληρώθη ως άνω δια του άρθρ. 8ου Νόμ. 1941/1920. Δια του άρθρ. 1 παρ. 2 Α.Ν. 1433/1938 η ανωτέρω προθεσμία δια τα τελωνιζόμενα εντός των περιοχών των Ελευθ. Ζωνών Πειραιώς και Θεσ/νίκης γαιάνθρακας, ξυλείαν και δημητριακούς καρπούς εις κόκκους, ηυξήθη εις 21 ημέρας από της καταθέσεως της διασαφήσεως εισαγωγής. Δια της υπ’ αριθ. Π. 10967/232 της 22 Οκτ./5 Νοεμ. 1965 αποφ. Υπ. Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 733) η κατά την ανωτέρω παρ. 1 καθοριζομένη οκταήμερος προθεσμία αποκομιδής των εμπορευμάτων εκ των Τελωνειακών χώρων ωρίσθη εις δύο εβδομάδας μη συμπεριλαμβανομένων των Κυριακών και εξαιρετέων ημερών προκειμένου περί των αποτιθεμένων εις τους τελωνειακούς χώρους των Τελωνείων του Κράτους, εγχωρίων προϊόντων, προοριζομένων δι’ εξαγωγήν. - 259 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 2.«Κατά τας δεκαπέντε πρώτας ημέρας, μετά την λήξιν της προθεσμίας της πρώτης παραγράφου του άρθρου 67 του Νόμ. 1165, επιβάλλεται δικαίωμα υπερημερίας τεσσάρων λεπτών μεν δια τα εις τας τελωνειακάς αποθήκας αποβιβαζόμενα, δύο λεπτών δε δια τα εις τον τελωνειακόν περίβολον αποβιβαζόμενα, δι’ εκάστην ημέραν και δι’ έκαστον δοχείον, κιβώτιον ή δέμα, μη υπερβαίνον τα 50 χιλιόγραμμα». Η παρ. 2 αντικατεστάθη δια του άρθρ. 5 Νόμ. 1724/1919, και διεμορφώθη ως άνω κατόπιν του άρθρ. 15 Α.Ν. 899/1937, καθ’ ο τα δικαιώματα υπερημερίας καθορίζονται εις μεταλλικόν. 3.«Όταν το βάρος είναι ανώτερον, λογίζεται ως διπλούν ή πολλαπλούν κατά λόγον 50 χιλιογράμμων προς έκαστον δοχείον ή δέμα». Η παρ. 3 διεμορφώθη ως άνω κατόπιν του άρθρ. 15 Α.Ν. 899/1937. 4.Τα είδη, τα μη συνεσκευασμένα εις δέματα ή δοχεία ή κιβώτια, υποβάλλονται εις δικαίωμα υπερημερίας κατά λόγον του βάρους των, συλλήβδην λαμβανόμενα. 5.Μετά παρέλευσιν της ανωτέρω δεκαπενθημέρου προθεσμίας το δικαίωμα τούτο διπλασιάζεται, μετά παρέλευσιν δε ετέρων δέκα πέντε ημερών τριπλασιάζεται. Παράτασιν της προθεσμίας των ανωτέρω παρ. 1, 2 και 5 εν περιπτώσει ανωτέρας βίας βλ. Β.Δ. 27 Νοεμ./11 Δεκ. 1948 (κατωτ. αριθ. 24). 6.Το δικαίωμα τούτο επ’ ουδεμιά περιπτώσει δύναται να υπερβή την αξίαν του εμπορεύματος εάν ο παραλήπτης εγκαταλείψη αυτό εις το τελωνείον. 7.«Αι ατμοπλοϊκαί εταιρείαι απαλλάσσονται των δικαιωμάτων υπερημερίας δι’ εμπορεύματα, μη αναγεγραμμένα εν τω δηλωτικώ και κατά λάθος αποβιβασθέντα, εφόσον ταύτα δεν εκηρύχθησαν αζήτητα, ουδέ ετελωνίσθησαν». Η παρ. 7 αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 2 του άρθρ. 8ου Νόμ. 1941/1920. 8.«Τα εμπορεύματα περί ων τα άρθρ. 31 και 32 του Νόμ. 1165, υποβάλλονται εις το δεκαπλούν του κατά το άρθρ. 5 του παρόντος και της πέμπτης παραγράφου του άρθρ. 67 του Νόμ. 1165 δικαιώματος υπερημερίας από της μεθεπομένης της εξετάσεως ή του τελωνισμού αυτών, της ειδικής προσκλήσεως απαιτουμένης μόνον δια την εκπλήρωσιν των νομίμων διατυπώσεων, όσον αφορά την κήρυξιν των εμπορευμάτων ως αζητήτων και την εκποίησιν αυτών. Το κατά το προηγούμενον εδάφιον δεκαπλούν δικαίωμα υπερημερίας επιβάλλεται εν τοις Τελωνείοις Πειραιώς και Θεσσαλονίκης μετά 4 ημέρας από της του τελωνισμού ή της εξετάσεως συμπεριλαμβανομένης και ταύτης. Παρά τοις αυτοίς τελωνείοις τα εμπορεύματα δεν υποβάλλονται εις δικαίωμα υπερημερίας κατά τας τρεις επομένας ημέρας του τελωνισμού ή της εξετάσεως έστω και αν αύται εμπίπτουσιν εντός των προθεσμιών των προηγουμένων παρ. 2 και 6». Η παρ. 8 αντικατεστάθη δια του άρθρ. 6 Νόμ. 1724/1919 και συνεπληρώθη ως άνω δια της παρ. 1 άρθρ. 1 Α.Ν. 1433/1938. 9.«Εις το αυτό δεκαπλούν δικαίωμα υποβάλλονται τα εμπορεύματα, δι’ α κατετέθη διασάφησις εξαγωγής ή μεταφοράς, μετά παρέλευσιν είκοσιν ημερών από της ειδικής προσκλήσεως της τελωνειακής αρχής προς εξαγωγήν ή μεταφοράν ή διαμετακόμισιν». Η παρ. 9 συνεπληρώθη ως άνω υπό της παρ. 3 του άρθρ. 8ου Νόμ. 1941/1919. (Αντί για τη σελ. 158,01) Σελ. 158,01(α) Τεύχος Ζ13-Σελ. 67 - 260 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 - 261 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 10.«Εμπορεύματα των οποίων η καθυστέρησις της παραλαβής οφείλεται εις λόγους ανωτέρας βίας, δύναται, τη αιτήσει του ενδιαφερομένου να απαλλάσσωνται, εν όλω ή εν μέρει, των κατά τας προηγουμένας παραγράφους οφειλομένων δικαιωμάτων. Η απαλλαγή αύτη παρέχεται δια πράξεως α)των προϊσταμένων των Τελωνείων Α΄ και Β΄ τάξεως δια τα εμπορεύματα της αρμοδιότητός των και τα εμπορεύματα της αρμοδιότητος των υποδεεστέρων Αρχών των υπαγομένων εις αυτά, εφ’ όσον η αιτουμένη απαλλαγή αφορά χρονικόν διάστημα μέχρι 15 ημερών και β)των προϊσταμένων των Τελωνειακών Διευθύνσεων δια τα εμπορεύματα της αρμοδιότητός των ως και τα εμπορεύματα της αρμοδιότητος των υποδεεστέρων Αρχών των υπαγομένων εις αυτάς, εφ’ όσον η αιτουμένη απαλλαγή αφορά χρονικόν διάστημα μέχρις ενός μηνός. Προκειμένου περί απαλλαγής δια χρονικά διαστήματα μείζονα των ανωτέρω, αύτη παρέχεται δια πράξεως της παρά τη έδρα της οικείας Τελωνειακής Περιφερείας Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρ. 42 του παρόντος. Ειδικώτερον, η κατά το παρόν εδάφιον απαλλαγή, προκειμένου περί των Τελωνειακών Περιφερειών Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, παρέχεται υπό Επιτροπής αποτελουμένης: «α)Εκ του οικείου Επιθεωρητού Τελωνείων. β)Εκ του οικείου Δ/ντού Τελωνείων και γ)Εξ ενός Τελωνειακού Διευθυντού». (Ο Επιθεωρητής και) ο Τελωνειακός Διευθυντής ως και οι αναπληρωταί τούτων ορίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών. Κατά των εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις πράξεων επιτρέπεται προσφυγή εντός δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς των εις τον ενδιαφερόμενον, ενώπιον της κατά το άρθρ. 99 του παρόντος Κώδικος αρμοδίας Πρωτοβαθμίου Επιτροπής Προσφυγών και την υπό τούτου προβλεπομένην διαδικασίαν. Κατά των αποφάσεων των Πρωτοβαθμίων Επιτροπών Προσφυγών επιτρέπεται, ομοίως, έφεσις εντός δέκα ημερών από της κοινοποιήσεώς των εις τον ενδιαφερόμενον, ενώπιον του κατά το άρθρ. 128 του παρόντος Διοικητικού Δικαστηρίου Φορολογικών Παραβάσεων, εφ’ όσον τα παρά της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής Προσφυγών καταλογισθέντα δικαιώματα υπερβαίνουσι το ποσόν των δέκα εκατομμυρίων δραχμών». Η παρ. 10 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Νόμ. 2096/1952. Αι κατά τα ανωτέρω Επιτροπαί Απαλλαγών εκ δικαιωμάτων υπερημερίας διατηρηθείσαι δια του άρθρ. 1 παρ. 4 Β.Δ. 402 της 25/29 Μαΐου 1965 (τόμ. 24 σελ. 58,11), ετροποποιήθησαν ως άνω δια της παρ. 9 άρθρ. 1 της υπ’ αριθ. Δ. 6741 της 24/30 Ιουν. 1967 αποφ. των Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως και Υπ. Οικονομικών (τόμ. 24 σελ. 58,21). «11.Εμπορεύματα αποτιθέμενα εγκρίσει της Τελωνειακής Αρχής εις παραχωρουμένας υπό ιδιωτών αποθήκας ή χώρους εκτός τελωνειακού περιβόλου υπόκεινται εις το τέταρτον των κατά τας ως άνω παραγράφους δικαιωμάτων υπερημερίας. Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, μετά γνώμην της Διαρκούς Επιτροπής Δασμολογίου και Εμπορικών Συμβάσεων (Τμήμα Τελωνειακών Νόμων) δύναται να απαλλάσσωνται των κατά την παράγραφον ταύτην δικαιωμάτων υπερημερίας ωρισμένα εμπορεύματα αποτιθέμενα εις τας ανωτέρω αποθήκας ή υπαιθρίους εκτός τελωνειακού περιβόλου χώρους». Η παρ. 11 προσετέθη δια του άρθρ. 10 Α.Ν. 791/1948. Απαλλαγήν των επί προσωρινή ατελεία εισαγομένων και αποθηκευμένων εις ιδιωτικούς χώρους βλ. εν αποφ. Ε. 5535/245/1977 (τόμ. 30Β σελ. 490,03). «12.Ο τελωνειακός περίβολος των Διευθύνσεων Τελωνείων και των Τελωνείων α΄ τάξεως ορίζεται δι’ αποφάσεων των προϊσταμένων των αρχών τούτων, εγκρινομένων υπό του Υπουργού των Οικονομικών. Ο τελωνειακός περίβολος των λοιπών τελωνειακών Αρχών ορίζεται δι’ αποφάσεων των αρμοδίων Οικονομικών Επιθεωρητών Τελωνείων, εγκρινομένων υπό του Υπουργού των Οικονομικών». Η παρ. 12 προσετέθη δια του άρθρ. 10 Α.Ν. 791/1948 ως παρ. 13. Είτα καταργηθείσης της αρχικής παρ. 12 δια του άρθρ. 2 Νόμ. 2096/ 1952, η παράγραφος αύτη έλαβε τον αριθ. 12. Συμφώνως προς το άρθρ. 1ον Νόμ. 1941/ 1920, «κατ’ εξαίρεσιν της διατάξεως του άρθρ. 67 Νόμ. 1165 και των σχετικών διατάξεων του Νόμ. 1724 τα εις τον τελωνειακόν περίβολον (εκτός των τελων. αποθηκών) του Τελωνείου Πειραιώς και Θεσσαλονίκης αποτιθέμενα εμπορεύματα υποβάλλονται μόνον εις το ήμισυ των κατά το άρθρ. 67 Νόμ. 1165 δικαιωμάτων υπερημερίας, δεν υπόκεινται δε εις τας διατάξεις του Νόμ. 1724». Βλ. και άρθρ. 6 και 15 Α.Ν. 899/1937 (κατωτ. αριθ. 13). Απαλλαγάς των τελών υπερημερίας βλ. κατωτέρω εις το οικείον θέμα. Δια του Β.Δ. 7/7 Αυγ. 1952 (ΦΕΚ Α΄ 210) αι περί καθορισμού τελωνειακών περιβόλων διατάξεις της ως άνω παρ. 12 επεξετάθησαν και εις την Δωδεκάνησον. (Αντί για τη σελ. 159(δ) Σελ. 159(ε) Τεύχος 1144-Σελ. 13 - 262 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄ Περί αποσκευών επιβατών. Άρθρον 68 1.Οι εκ της αλλοδαπής προερχόμενοι επιβάται, αποβιβαζόμενοι εις τας δι’ αυτούς καθωρισμένας θέσεις, οφείλουσι να κομίζωσι τας αποσκευάς αυτών εις το τελωνειακόν κατάστημα προς εξέτασιν. 2.«Η δήλωσις του περιεχομένου των αποσκευών γίνεται προφορικώς, η δε τελωνειακή αρχή εξετάζει και καταγράφει τα υποκείμενα εις τέλος είδη εις επί τούτω τηρούμενον βιβλίον. Εν τω αυτώ βιβλίω αναγράφονται τα κατά το άρθρ. 25 απαιτούμενα στοιχεία της διασαφήσεως επί τη βάσει της περί αυτών προφορικής δηλώσεως». Η παρ. 2 συνεπληρώθη ως άνω δια του άρθρ. 3 Νόμ. 2110/1920. 3.Τα τελωνισθέντα είδη, παραδίδονται μετά την έκδοσιν του αποδεικτικού πληρωμής. 4.Επιτρέπεται η άνευ εξετάσεως προσωρινή απόθεσις των αποσκευών τούτων εις το τελωνειακόν κατάστημα προς φύλαξιν. «5.Δύναται, δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών εκδιδομένων μετά γνώμην της Επιτροπής Τελωνειακών Νόμων, να επιτρέπηται, επί ειδικώς εκάστοτε κατονομαζομένων πλοίων φερόντων την Ελληνικήν σημαίαν, η διενέργεια τελωνειακού ελέγχου του όλου ή μέρους των αποσκευών των επιβατών και των πληρωμάτων αυτών και εκτός έτι της Ελληνικής Επικρατείας, εφ’ όσον τα πλοία ταύτα εξελθόντα των χωρικών υδάτων ξένων Κρατών κατευθύνονται, άνευ ενδιαμέσου προσεγγίσεως, εις Ελληνικούς λιμένας. Δι’ ομοίων αποφάσεων δύναται να καθορίζηται και ειδική διαδικασία ενεργείας του ως άνω τελωνειακού ελέγχου. Αι κατά τον ως άνω τελωνειακόν έλεγχον διαπιστούμεναι τελωνειακαί παραβάσεις και λαθρεμπορίαι διώκονται κατά τα περί τούτων οριζόμενα υπό της τελωνειακής νομοθεσίας». Η παράγρ. 5 προσετέθη δια του άρθρ. 4 Νόμ. 2876/1954. Άρθρον 69 Με το άρθρ. 15 του Νόμ. 1967/3-4 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 149) τόμ. 13, σελ. 244,9937 ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις του άρθρ. 69 δεν εφαρμόζονται, για χρονικό διάστημα 4 μηνών από της εναπόθεσής τους, στις οικοσκευές-αποσκευές Σελ. 160(ε) Τεύχος 1144-Σελ. 14 των παλιννοστούντων από την Ε.Σ.Σ.Δ. ομογενών Ελλήνων, που εναποτίθενται στις ειδικές προς τούτο προσωρινές τελωνειακές αποθήκες του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν μέχρι της 31.12.1996, δυναμένης της προθεσμίας αυτής να παρατείνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Για την αναστολή εφαρμογής των διατάξεων του άνω άρθρ. 69, στους παλιννοστούντες από την Ε.Σ.Σ.Δ., βλέπε σχόλιο στο άρθρ. 39 του παρόντος Νόμ. 1165/1918. «1.Αι αποσκευαί των επιβατών δύνανται να διαμετακομίζωνται εις το εξωτερικόν ή το εσωτερικόν. Οι όροι και αι διατυπώσεις υφ’ ους επιτρέπεται η τοιαύτη διαμετακόμισις ως και ο τρόπος τελωνισμού των ούτω διαμετακομιζομένων δια το εσωτερικόν αποσκευών καθορίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 2.Αι αποσκευαί των επιβατών, όσαι δεν παραληφθώσιν εντός 45 ημερών από της εις το τελωνείον αποθέσεώς των, εξετάζονται παρά του Προϊσταμένου της Τελωνειακής Αρχής και του ελεγκτού όπου υπάρχει τοιούτος και ενεργούνται τα εν άρθρ. 41 και επόμενα οριζόμενα. Η κατά τ' ανωτέρω προθεσμία δύναται να παρατείνηται κατά περίπτωσιν, αιτήσει των ενδιαφερομένων, μέχρι τριών μηνών, δι’ αποφάσεως του Προϊσταμένου της οικείας Τελωνειακής Περιφερείας, εφ’ όσον συντρέχουσιν ειδικοί προς τούτο λόγοι». Το άρθρ. 69 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 5 Νόμ. 2876/1954. - 263 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄ Περί εξαγωγής και μεταφοράς «Άρθρ.70.-1.Για την εξαγωγή από την ελληνική επικράτεια εμπορευμάτων που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρ. 9 της ιδρυτικής Συνθήκης της ΕΟΚ πρέπει να κατατεθεί από τον εξαγωγέα ή τον αντιπρόσωπό του στην αρμόδια τελωνειακή αρχή διασάφηση. 2.Θεωρούνται ότι συνιστούν ένα μόνο εμπόρευμα τα συστατικά στοιχεία βιομηχανικών συνόλων που είναι αντικείμενα μιας ενιαίας υποδιαίρεσης της ονοματολογίας εμπορευμάτων για τις στατιστικές του εξωτερικού εμπορίου της Κοινότητας σύμφωνα με τις σχετικές κοινοτικές πράξεις. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που καταθέτει τη διασάφηση εξαγωγής, καλείται διασαφιστής. 2.Η διασάφηση εξαγωγής υπογράφεται από το διασαφιστή ή από τον αντιπρόσωπό του. Η διασάφηση είναι γραπτή δήλωση του διασαφιστή και, από την κατάθεσή της στην τελωνειακή αρχή, αποτελεί τίτλο υπέρ του Δημοσίου. Ο τύπος της διασάφησης αυτής καθορίζεται με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρ. 133 και περιλαμβάνει τις ακόλουθες απαραίτητες ενδείξεις: α.Το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διασαφιστή ή τον αριθμό ταυτότητας, σε περίπτωση που νόμιμα στερείται τέτοιου αριθμού, τη διεύθυνση της κατοικίας ή έδρας του και, εφ’ όσον η διασάφηση κατατίθεται από αντιπρόσωπο, τα παραπάνω στοιχεία της ταυτότητας και κατοικίας του καθώς και τη νομική σχέση της μεσολάβησής του. β.Τις απαραίτητες ενδείξεις που αφορούν το προηγούμενο τελωνειακό καθεστώς, εφ’ όσον τα εμπορεύματα είχαν προηγουμένως υπαχθεί σε κάποιο καθεστώς. γ.Τον αριθμό και το είδος των δεμάτων, τα σημεία και τους αριθμούς που αναγράφονται σε αυτά ή, αν πρόκειται για εμπορεύματα που δεν είναι συσκευασμένα, τον αριθμό των ειδών που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης ή τη λέξη «χύμα» κατά περίπτωση καθώς και τις ενδείξεις που είναι αναγκαίες για την εξακρίβωση των μη συσκευασμένων εμπορευμάτων. δ.Τον τόπο στον οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα. ε.Αν πρόκειται για εμπορεύματα που υπάγονται στην κοινή αγροτική πολιτική, τον κωδικό αριθμόδιάκριση της συνδυασμένης ονοματολογίας του Ολοκληρωμένου Τελωνειακού Δασμολογίου ή την ειδική γεωργική ονοματολογία. Πρέπει επίσης να περιέχει και την εμπορευματική περιγραφή των εμπορευμάτων αυτών σύμφωνα με τις ειδικότερες διακρίσεις της συνδυασμένης ονοματολογίας ή όρους αρκετά συγκεκριμένους που να επιτρέπουν στην τελωνειακή αρχή να καθορίζει αμέσως και χωρίς αμφιβολία ότι τα εμπορεύματα αντιστοιχούν ακριβώς στον κωδικό αριθμό-διάκριση που δηλώθηκαν. στ.Αν πρόκειται για εμπορεύματα άλλα από εκείνα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, την ακριβή περιγραφή τους και τον κωδικό αριθμόδιάκριση, ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση και ο έλεγχός τους από την τελωνειακή αρχή. ζ.Αν πρόκειται για εμπορεύματα που επιβαρύνονται με εξαγωγικούς δασμούς ή για εμπορεύματα για τα οποία πρόκειται να ζητηθεί η χορήγηση επιστροφών ή άλλων ποσών κατά την εξαγωγή, τις ποσοτικές ενδείξεις και τα συμπληρωματικά στοιχεία που ενδεχομένως απαιτούνται για την επιβολή των δασμών αυτών ή για τον υπολογισμό των επιστροφών ή των άλλων ποσών. η.Την αξία και τα λοιπά αναγκαία ποσοτικά ή συμπληρωματικά στοιχεία των εξαγόμενων εμπορευμάτων. θ.Τη χώρα προορισμού των εμπορευμάτων, κατά την έννοια των κοινοτικών διατάξεων που αφορούν τη στατιστική του εξωτερικού εμπορίου της Κοινότητας. ι.Τον αριθμό και τα διακριτικά του κράτους-μέλους που εξέδωσε το πιστοποιητικό εξαγωγής ή προκαθορισμού, το οποίο υποβάλλεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της κοινής αγροτικής πολιτικής. ια.Οποιεσδήποτε άλλες αναγκαίες πληροφορίες για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή των εμπορευμάτων, οι οποίες καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. 4.Στη διασάφηση πρέπει να επισυνάπτονται: α.το τιμολόγιο β.η φορτωτική γ.τα έγγραφα που αφορούν το προηγούμενο τελωνειακό καθεστώς, αν τα εμπορεύματα είχαν τεθεί σε τέτοιο καθεστώς και δ.κατά την κρίση της τελωνειακής αρχής, κατάλογο των δεμάτων ή ισοδύναμο δικαιολογητικό (κιβωτολόγιο κ.λπ), που να αναφέρει αναλυτικά το περιεχόμενο κάθε δέματος. Η τελωνειακή αρχή λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα, ώστε τα δικαιολογητικά αυτά να μη μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άλλες περιπτώσεις εξαγωγών, παρά μόνο για την ποσότητα ή την αξία για την οποία εξακολουθούν να ισχύουν. 5.Με τον όρο «εξαγωγικοί δασμοί» νοούνται οι γεωργικές εισφορές και λοιπές επιβαρύνσεις κατά την εξαγωγή, που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής ή των ειδικών καθεστώτων που εφαρμόζονται για ορισμένα εμπορεύματα, τα οποία προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων. 6.Η διασάφηση εξαγωγής συμπληρώνεται με γραφομηχανή ή ιδιοχείρως με μελάνη, κατά τρόπο ευανάγνωστο χωρίς ξέσματα, διορθώσεις, απαλείψεις, διαγραφές ή αλλοιώσεις. 7.Για την κατάθεση της διασάφησης και εφ’ όσον τα προς εξαγωγή εμπορεύματα βρίσκονται υπό ένα τελωνειακό καθεστώς, η τελωνειακή αρχή επιτρέπει την προηγούμενη εξέταση των εμπορευμάτων και τη λήψη δειγμάτων ύστερα από γραπτή αίτηση του κυρίου τους ή του (Μετά τη σελ. 160(δ) Σελ. 160,01 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 103 - 264 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 νόμιμου αντιπροσώπου του. Η αίτηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει: α)το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση κατοικίας του κυρίου των εμπορευμάτων, β)τον τόπο όπου βρίσκονται τα εμπορεύματα, γ)τις απαραίτητες ενδείξεις και πληροφορίες που αφορούν το προηγούμενο τελωνειακό καθεστώς, δ)οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες ή στοιχεία είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση των εμπορευμάτων. Οι ποσότητες των δειγμάτων που πρέπει να ληφθούν αναγράφονται στην άδεια της τελωνειακής αρχής. Όταν τα συγκεκριμένα δείγματα που έχουν ληφθεί δεν καλύπτονται μεταγενεστέρως από διασάφηση εξαγωγής των εμπορευμάτων στα οποία αναφέρονται, οι επιβαρύνσεις, στις οποίες ενδεχομένως υπόκεινται, υπολογίζονται σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην πιο πάνω γραπτή αίτηση και με το ποσοστό που ισχύει κατά την ημερομηνία αποδοχής της αίτησης αυτής. Η προκαταρκτική εξέταση των εμπορευμάτων και η λήψη δειγμάτων ενεργείται με την επίβλεψη της τελωνειακής αρχής, η οποία καθορίζει κατά περίπτωση και τον τρόπο ενέργειας. Η αποσυσκευασία, το ζύγισμα, η επανασυσκευασία και οποιεσδήποτε άλλες απαιτούμενες ενέργειες γίνονται με ευθύνη και δαπάνες του αιτούντος, ο οποίος βαρύνεται και με τα τυχόν έξοδα ανάλυσης». Το άρθρ. 70 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 3 Νόμ. 1808/1988, (ΦΕΚ Α΄ 218), κατωτ. αριθ. 73. «Άρθρ.70α.-1.Η κατάθεση της διασάφησης στην αρμόδια τελωνειακή αρχή για τη συμπλήρωση των σχετικών διατυπώσεων εξαγωγής ενεργείται κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες των υπηρεσιών της αρχής αυτής. Μπορεί όμως να επιτραπεί από την τελωνειακή αρχή, ύστερα από αίτηση και με δαπάνες του διασαφιστή, η κατάθεση της διασάφησης και σε ημέρες και ώρες μη εργάσιμες. 2.Κατάθεση της διασάφησης δεν επιτρέπεται πριν από την προσκόμιση των εμπορευμάτων στους χώρους της τελωνειακής αρχής ή σε άλλους χώρους που έχουν εγκριθεί από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να επιτραπεί από την τελωνειακή αρχή η κατάθεση της διασάφησης και πριν να προσκομισθούν τα εμπορεύματα. Στην περίπτωση αυτήν η τελωνειακή αρχή μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να καθορίζει προθεσμία, για να προσκομιστούν. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η διασάφηση είναι αυτοδικαίως άκυρη. Σελ. 160,02 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 104 Άρθρ.70β.-Η διασάφηση που ανταποκρίνεται στους όρους και στις διατυπώσεις του άρθρ. 70, αφού γίνει δεκτή και θεωρηθεί για το σκοπό αυτόν από τον προϊστάμενο της τελωνειακής αρχής ή από τον υπάλληλο, που ορίζεται από αυτόν, καταχωρίζεται αμέσως στο οικείο βιβλίο. Ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρισης και αποδοχής αναγράφονται στη διασάφηση. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 70α, ως ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης θεωρείται η ημερομηνία κατά την οποία προσκομίστηκαν τα εμπορεύματα στους χώρους της τελωνειακής αρχής ή στους χώρους που έχουν εγκριθεί από αυτήν. Άρθρον 10 1.Παραβάσεις των τελωνειακών ορισμών, ένεκεν αποδεδειγμένης ανωτέρας βίας, δεν επάγονται ποινικάς συνεπείας. 2.Το βάρος της αποδείξεως των τυχαίων γεγονότων φέρει ο πλοίαρχος, ο αγωγιάτης και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, κατά τους υπό του νόμου περί εμπορικής ναυτιλίας καθωρισμένους κανόνας. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Περί αφίξεων και δηλωτικών εισαγωγής ΤΜΗΜΑ Α΄ Δια θαλάσσης Άρθρ.70γ.-1.Επιτρέπεται στο διασαφιστή ύστερα από αίτησή του να διορθώνει μια ή περισσότερες από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 70 ενδείξεις της διασάφησης, η οποία έγινε δεκτή από την τελωνειακή αρχή, εφ’ όσον: α.η διόρθωση ζητηθεί πριν από την απομάκρυνση των εμπορευμάτων από τους χώρους της τελωνειακής αρχής ή τους χώρους που έχουν εγκριθεί από αυτήν, εκτός αν η αίτηση αναφέρεται σε στοιχεία, των οποίων η τελωνειακή αρχή είναι σε θέση να επαληθεύσει την ακρίβεια και χωρίς εξέταση των εμπορευμάτων, β.η σχετική αίτηση υποβληθεί πριν από την πληροφόρηση του διασαφιστή από την τελωνειακή αρχή ότι προτίθεται να εξετάσει τα εμπορεύματα ή πριν από τη διαπίστωση της ανακρίβειας των συγκεκριμένων ενδείξεων, γ.η διόρθωση αφορά μόνο τα εμπορεύματα που αρχικά αποτέλεσαν αντικείμενο της διασάφησης. - 265 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 2.Η παραπάνω διόρθωση γίνεται ύστερα από έγκριση της τελωνειακής αρχής είτε στο σώμα της διασάφησης είτε με κατάθεση νέας διασάφησης, που ανταποκρίνεται στους όρους του άρθρ. 70 και προορίζεται να αντικαταστήσει την αρχική διασάφηση, η οποία και ακυρώνεται. Στο σώμα και των δύο διασαφήσεων συντάσσεται σχετική πράξη. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση ως ημερομηνία για τον προσδιορισμό των εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων και για την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή θεωρείται η ημερομηνία αποδοχής της αρχικής διασάφησης. 3.Κατά το χρονικό διάστημα που τα εμπορεύματα παραμένουν στον τελωνειακό χώρο ο διασαφιστής μπορεί να ζητήσει από την τελωνειακή αρχή την ακύρωση της διασάφησης. Αν όμως η τελωνειακή αρχή πληροφορήσει το διασαφιστή για την πρόθεσή της να εξετάσει τα εμπορεύματα, που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης, η αίτηση ακύρωσης δεν γίνεται δεκτή πριν από την εξέταση αυτήν. 4.Η τελωνειακή αρχή επιτρέπει την ακύρωση της διασάφησης, μόνο αν ο διασαφιστής: α.αποδεικνύει ότι τα εμπορεύματα δεν απομακρύνθηκαν από τον τελωνειακό χώρο, β.προσκομίζει πάλι στην τελωνειακή αρχή όλα τα αντίτυπα ή αντίγραφα της διασάφησης εξαγωγής, καθώς και όλα τα λοιπά έντυπα ή έγγραφα που χορηγήθηκαν μετά την αποδοχή της διασάφησης, γ.προσκομίζει, κατά περίπτωση, στην τελωνειακή αρχή την απόδειξη ότι οι επιστροφές και τα λοιπά ποσά που παρέχονται συνέχεια της διασάφησης εξαγωγής έχουν εισπραχθεί ή ότι έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να μην πληρωθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες, δ.εκπληρώνει άλλες υποχρεώσεις που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις. 5.Η ακύρωση της διασάφησης έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση των πράξεων που έγιναν στα πιστοποιητικά εξαγωγής ή προκαθορισμού ή σε άλλα έγγραφα που αφορούν τη διασάφηση. 6.Η ακύρωση της διασάφησης δεν εμποδίζει την εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν σε περίπτωση παραβάσεων σχετικών με αυτή. 7.Αν η αναχώρηση από το τελωνειακό έδαφος της χώρας των εμπορευμάτων που διασαφίστηκαν για την εξαγωγή πρέπει να γίνει μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής συνεπάγεται την ακύρωση της σχετικής διασάφησης, εκτός αν δοθεί παράταση από τις αρμόδιες αρχές. Στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφ. α, β, γ και δ της παρ. 4 και των παρ. 5 και 6. Άρθρ.70δ.-1.Η τελωνειακή αρχή προβαίνει, αν το κρίνει αναγκαίο, στην επαλήθευση της διασάφησης και των εγγράφων που προσαρτώνται σε αυτή, για να βεβαιωθεί ότι οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στα έγγραφα αυτά αντιστοιχούν στις ενδείξεις που αναγράφονται στη διασάφηση. 2.Η τελωνειακή αρχή, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπουν άλλους τρόπους ελέγχου, μπορεί να εξετάζει το σύνολο ή μέρος των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης εξαγωγής. 3.Η εξέταση (τελωνισμός) των εμπορευμάτων ενεργείται μέσα στους χώρους της τελωνειακής αρχής ή σε άλλους χώρους που έχουν εγκριθεί από αυτήν και κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ημερών και ωρών των υπηρεσιών της αρχής αυτής. Κατ’ εξαίρεση η τελωνειακή αρχή, ύστερα από αίτηση και με δαπάνες του διασαφιστή, μπορεί να εγκρίνει την εξέταση των εμπορευμάτων έξω από τους παραπάνω χώρους ή σε μη εργάσιμες ημέρες και ώρες. 4.Η μεταφορά των εμπορευμάτων στους χώρους όπου πρέπει να γίνει η εξέταση, η αποσυσκευασία, η επανασυσκευασία και όλες γενικά οι απαραίτητες εργασίες για την εξέταση αυτήν, πραγματοποιούνται από το διασαφιστή ή με την ευθύνη του. Σε όλες τις περιπτώσεις οι δαπάνες που ανακύπτουν από τις εργασίες αυτές βαρύνουν το διασαφιστή. 5.Τα δέματα ανοίγονται ενώπιον του προϊσταμένου της τελωνειακής αρχής ή του τελωνειακού ελεγκτή, που οφείλει να προβαίνει στην επαλήθευση του περιεχομένου τους, ύστερα από συνοπτικό ή λεπτομερή έλεγχο που ενεργείται σε καθολική ή κατ’ επιλογή βάση, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται με προεδρικό δ/γμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών. 6.Όταν ενεργείται έλεγχος μέρους μόνο των διασαφιζόμενων εμπορευμάτων, η τελωνειακή αρχή υποδεικνύει στο διασαφιστή ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του τα εμπορεύματα που θα εξεταστούν. Τα αποτελέσματα της μερικής αυτής εξέτασης καλύπτουν το σύνολο των εμπορευμάτων που αναφέρονται στη διασάφηση. Ο διασαφιστής όμως μπορεί να ζητήσει αμέσως συμπληρωματική εξέταση των εμπορευμάτων, αν έχει γνώμη ότι τα αποτελέσματα της μερικής εξέτασης δεν ισχύουν για τα λοιπά διασαφιζόμενα εμπορεύματα. 7.Ο διασαφιστής ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων και υποχρεούται να παρέχει στην τελωνειακή αρχή κάθε αναγκαία συνδρομή. 8.Αν η συνδρομή που παρέχεται κατά την προηγούμενη παράγραφο δεν θεωρείται από την τελωνειακή αρχή ικανοποιητική, η αρχή αυτή μπορεί να απαιτήσει από το διασαφιστή, να ορίσει το πρόσωπο που είναι κατάλληλο να την παράσχει. 9.Αν ο διασαφιστής δεν παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή δεν ορίζει το κατάλληλο πρόσωπο για να παράσχει τη συνδρομή που η τελωνειακή αρχή κρίνει αναγκαία, η αρχή αυτή τάσσει προθεσμία για συμμόρφωση, εκτός αν κρίνει ότι μπορεί να παραιτηθεί από την εξέταση αυτήν. Αν ως τη λήξη της προθεσμίας ο διασαφιστής δε συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις της (Μετά τη σελ. 160,02) Σελ. 160,03 Τεύχος ΙΑ-7-2 σελ. 105 - 266 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 τελωνειακής αρχής, η αρχή αυτή προβαίνει αυτεπαγγέλτως στην εξέταση των εμπορευμάτων με ευθύνη και δαπάνες του διασαφιστή. Η τελωνειακή αρχή μπορεί να ζητήσει τις υπηρεσίες εμπειρογνώμονα ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, που ορίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και η εξέταση θεωρείται ότι έγινε παρουσία του διασαφιστή. 10.Η τελωνειακή αρχή μπορεί επίσης να προβεί στην ακύρωση της διασάφησης, εφ’ όσον δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η άρνηση του διασαφιστή να παραστεί κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή να ορίσει πρόσωπο κατάλληλο να παράσχει την αναγκαία συνδρομή δεν έχει σκοπό να εμποδίσει τη διαπίστωση παράβασης των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή των εμπορευμάτων. Οι διατάξεις των άρθρ. 31 και 32 εφαρμόζονται μόνο για εμπορεύματα τα οποία έχουν αποτελέσει αντικείμενο δηλωτικού εισαγωγής ή άλλου τελωνειακού καθεστώτος. Άρθρ.70ε.-1.Η τελωνειακή αρχή μπορεί κατά την εξέταση των εμπορευμάτων να λαμβάνει δείγματα για την ανάλυσή τους ή τη διενέργεια λεπτομερέστερου ελέγχου. Τα έξοδα που προκύπτουν βαρύνουν τη διοίκηση. 2.Η τελωνειακή αρχή, αν αποφασίσει να προβεί σε δειγματοληψία, πληροφορεί σχετικά το διασαφιστή ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του. Κατά τη δειγματοληψία παρίσταται ο διασαφιστής ή ο αντιπρόσωπός του για να παρέχει την αναγκαία συνδρομή. 3.Η δειγματοληψία πραγματοποιείται από την τελωνειακή αρχή σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις. Μπορεί όμως η αρχή αυτή να αναθέτει τη λήψη δειγμάτων σε τρίτο πρόσωπο ή ακόμη και στο διασαφιστή ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του, πάντοτε όμως υπό τον έλεγχό της. 4.Οι ποσότητες των δειγμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνουν εκείνες που είναι αναγκαίες για την ανάλυση ή το λεπτομερή έλεγχο καθώς και για ενδεχόμενη επαλήθευση. 5.Οι διατάξεις των παρ. 8, 9 και 10 του άρθρ. 70δ εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση του άρθρου αυτού. 6.Με την επιφύλαξη των οριζόμενων στην παρ. 4 του άρθρ. 70ζ, η αναμονή των αποτελεσμάτων της ανάλυσης ή του λεπτομερούς ελέγχου των δειγμάτων δεν εμποδίζει την εξαγωγή των εμπορευμάτων, εκτός αν η εξαγωγή αυτή αντιτίθεται σε περιοριστικά ή απαγορευτικά μέτρα. 7.Για τον περιορισμό του ποσού των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων δεν εκπίπτουν από τη διασαφιζόμενη ποσότητα οι ποσότητες που έχουν ληφθεί ως δείγματα από την τελωνειακή αρχή. Σελ. 160,04 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 106 Ο διασαφιστής όμως μπορεί να αντικαθιστά τα δείγματα που έχουν ληφθεί με όμοια εμπορεύματα, για να συμπληρωθεί η αποστολή. 8.Τα δείγματα, αν δεν έχουν καταστραφεί κατά την ανάλυση ή το λεπτομερή έλεγχό τους επιστρέφονται στο διασαφιστή ύστερα από αίτησή του, με δαπάνες του και καταβολή των επιβαρύνσεων που τυχόν οφείλονται για τα δείγματα αυτά, εφ’ όσον η διατήρησή τους από την τελωνειακή αρχή δεν κρίνεται απαραίτητη και ιδίως αν δεν υπάρχει δυνατότητα προσφυγής του διασαφιστή κατά της απόφασης που έχει ληφθεί από την τελωνειακή αρχή με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης ή του λεπτομερούς ελέγχου. Τα δείγματα, των οποίων την επιστροφή δεν ζήτησε ο διασαφιστής, μπορεί να διατηρούνται από την τελωνειακή αρχή, για να διευκολύνεται η επαλήθευση μεταγενέστερων τελωνισμών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η τελωνειακή αρχή μπορεί να αξιώσει από το διασαφιστή να παραλάβει τα δείγματα. Άρθρ.70στ.-1.Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της διασάφησης και των προσαρτημένων σ’ αυτή δικαιολογητικών, καθώς και της εξέτασης των εμπορευμάτων, λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εξαγωγικών δασμών, φόρων και επιβαρύνσεων εξαγωγής και για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή των εμπορευμάτων. Σε περιπτώσεις που δεν γίνεται επαλήθευση της διασάφησης και των προσαρτημένων σ’ αυτή δικαιολογητικών ούτε εξέταση των εμπορευμάτων, ο υπολογισμός των εξαγωγικών δασμών, φόρων και επιβαρύνσεων εξαγωγής και η εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή γίνεται με βάση τις ενδείξεις της διασάφησης. - 267 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 2.Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της διασάφησης και των δικαιολογητικών ή της εξέτασης των εμπορευμάτων, καθώς και τα στοιχεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της επαλήθευσης ή της εξέτασης αυτής, αναγράφονται στην διασάφηση εξαγωγής. Σε περίπτωση εξέτασης μέρους των εμπορευμάτων αναγράφονται επίσης στη διασάφηση τα στοιχεία της μερίδας (παρτίδας) των εμπορευμάτων που εξετάστηκε. Η απουσία του διασαφιστή ή του αντιπροσώπου του αναφέρεται επίσης στη διασάφηση. 3.Αν το αποτέλεσμα της επαλήθευσης της διασάφησης και των προσαρτημένων δικαιολογητικών ή της εξέτασης των εμπορευμάτων δε συμφωνεί με τη διασάφηση, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ή των επιστροφών ή άλλων ποσών που χορηγούνται κατά την εξαγωγή, καθώς και για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή των εμπορευμάτων, είναι εκείνα που προσδιορίζονται στη διασάφηση από την τελωνειακή αρχή. 4.Η πράξη που συντάσσεται στο σώμα της διασάφησης για τα αποτελέσματα της επαλήθευσης και της εξέτασης των εμπορευμάτων φέρει ημερομηνία, υπογραφή και τα στοιχεία του αρμόδιου υπαλλήλου. 5.Οι διατάξεις που ισχύουν για τον ανατελωνισμό εισαγόμενων εμπορευμάτων εφαρμόζονται και για τα εξαγόμενα εμπορεύματα. Άρθρ.70ζ.-1.Για το αποτέλεσμα της επαλήθευσης της διασάφησης και των προσαρτημένων σε αυτή δικαιολογητικών, της εξέτασης των εμπορευμάτων, καθώς και για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή, συντάσσεται σχετική πράξη στο σώμα της διασάφησης από εκείνους που ενήργησαν τους ελέγχους αυτούς. Στη συνέχεια προσδιορίζονται και βεβαιώνονται οι εξαγωγικοί δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις με πράξη που συντάσσεται επίσης στο σώμα της διασάφησης και υπογράφεται από τον υπάλληλο που ενήργησε τη βεβαίωση αυτή. Αν ο υπολογισμός των εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ενεργείται με ηλεκτρονικό υπολογιστή, η πιο πάνω πράξη βεβαίωσης αναπληρώνεται από το μηχανογραφικό έντυπο, που εκδίδεται και υπογράφεται από τον αρμόδιο υπάλληλο. Ο τύπος και το περιεχόμενό του καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. 2.Οι εξαγωγικοί δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις εισπράττονται με βάση τα ποσοστά ή τα ποσά που ισχύουν κατά την ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής από την τελωνειακή αρχή. Η ημερομηνία αυτή λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό και των λοιπών στοιχείων, που είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό των παραπάνω επιβαρύνσεων και για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή των εμπορευμάτων. 3.Μετά τον έλεγχο για την τήρηση των τυχόν απαγορευτικών ή περιοριστικών μέτρων που προβλέπονται για τα εμπορεύματα και τη βεβαίωση των τυχόν οφειλόμενων εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, η διασάφηση ελέγχεται από τον προϊστάμενο της τελωνειακής αρχής ή από τον οριζόμενο από αυτόν υπάλληλο και στη συνέχεια παραπέμπεται στον τελωνειακό ταμία για την είσπραξη των ποσών που βεβαιώθηκαν και την έκδοση του αποδεικτικού είσπραξης και της άδειας εξαγωγής των εμπορευμάτων, ο τύπος και το περιεχόμενο των οποίων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η άδεια εξαγωγής των εμπορευμάτων εκδίδεται μόνο εφ’ όσον έχουν καταβληθεί οι εξαγωγικοί δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις ή έχει παρασχεθεί σχετική εγγύηση ή έχει χορηγηθεί αναστολή πληρωμής, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Τα εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο άδειας εξαγωγής παραμένουν υπό τελωνειακό έλεγχο έως τη στιγμή της εξόδου τους από τη χώρα. 4.Η άδεια εξαγωγής εκδίδεται μια φορά και για το σύνολο των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης. Η ημερομηνία της άδειας εξαγωγής καθώς και ο αριθμός και η ημερομηνία του αποδεικτικού είσπραξης αναγράφονται στη διασάφηση. 5.Η τελωνειακή αρχή, αν καθυστερούν τα αποτελέσματα των ελέγχων που άρχισαν είτε για την επαλήθευση του περιεχομένου της διασάφησης και των προσαρτημένων σ’ αυτήν εγγράφων είτε για την εξέταση των εμπορευμάτων και για το λόγο αυτόν κρίνει ότι δεν έχει στην κατοχή της τα απαραίτητα στοιχεία για να προσδιορίσει το ποσό των εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ή των επιστροφών ή άλλων ποσών που χορηγούνται κατά την εξαγωγή των εμπορευμάτων, μπορεί να χορηγήσει την άδεια εξαγωγής εμπορευμάτων. Η χορήγηση της άδειας εξαγωγής συνεπάγεται την άμεση βεβαίωση και είσπραξη των πιο πάνω επιβαρύνσεων, σύμφωνα με τις ενδείξεις της διασάφησης. Αν η τελωνειακή αρχή κρίνει ότι οι έλεγχοι που άρχισαν ενδέχεται να οδηγήσουν στον προσδιορισμό ποσού εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων μεγαλύτερου από εκείνο που προκύπτει σύμφωνα με τις ενδείξεις της διασάφησης, αξιώνει την παροχή επαρκούς εγγύησης για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του ποσού που προκύπτει από τις ενδείξεις της διασάφησης και εκείνου στο οποίο τα εμπορεύματα είναι ενδεχόμενο να υποβληθούν τελικά. Αν η τελωνειακή αρχή, με βάση τους ελέγχους που ενήργησε, προσδιορίζει ποσό εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από τις ενδείξεις της διασάφησης, προβαίνει στην άμεση βεβαίωση και είσπραξη του ποσού αυτού. Άρθρ.70η.-1.Με απόφαση του Υπουργού Οι-κονομικών καθορίζονται οι όροι που πρέπει να τηρηθούν από τον ενδιαφερόμενο για την απόκτηση της έγκρισης υπαγωγής στη μια ή (Μετά τη σελ. 160,04) Σελ. 160,05 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 107 - 268 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 στην άλλη από τις καθοριζόμενες στα άρθρ. 70θ έως και 70ιγ απλουστευμένες διαδικασίες, οι πρακτικοί τρόποι λειτουργίας των διαδικασιών αυτών, οι όροι και προϋποθέσεις για την εξασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η πιο πάνω έγκριση μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένα εμπορεύματα, να εκδίδεται ανάλογα με τις περιστάσεις ή να έχει διαρκή χαρακτήρα και είναι πάντοτε ανακλητή. 2.Η εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπονται στα άρθρα. 70θ έως και 70ιγ δεν εμποδίζει την άσκηση από την τελωνειακή αρχή των ελέγχων που κρίνει απαραίτητους. 3.Οι διατάξεις των άρθρ. 70 έως και 70ζ εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις των άρθρ. 70θ έως και 70ιγ, εκτός αν ρητώς ορίζεται διαφορετικά. Άρθρ.70θ.-1.Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ισχύουν για τις ταχυδρομικές αποστολές επιστολών και δεμάτων, τα εμπορεύματα που εξάγονται για σκοπούς μη εμπορικούς, καθώς και τα εμπορεύματα μικρής αξίας, ιδίως εκείνα που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές των ταξιδιωτών, μπορεί να μην αποτελούν αντικείμενο διασάφησης. 2.Οι διατάξεις της παρ. 1 δεν εφαρμόζονται για τα εμπορεύματα για τα οποία επιβάλλονται απαγορεύσεις ή περιορισμοί κατά την εξαγωγή ή για τα οποία έχει ληφθεί ένα πιστοποιητικό εξαγωγής ή για τα οποία έχει ζητηθεί η παροχή επιστροφών ή άλλων ποσών που χορηγούνται κατά την εξαγωγή ή τα οποία πρόκειται να επανεισαχθούν. Άρθρ.70ι.-1.Με την επιφύλαξη του άρθρ. 70ιγ επιτρέπεται στο διασαφιστή να συμπληρώνει ή να τροποποιεί μεταγενεστέρως ορισμένες ενδείξεις της διασάφησης, καταθέτοντας συμπληρωματικές διασαφήσεις γενικού, περιοδικού ή ανακεφαλαιωτικού χαρακτήρα. 2.Οι ενδείξεις των συμπληρωματικών διασαφήσεων θεωρείται ότι συνιστούν, μαζί με τις ενδείξεις των διασαφήσεων, στις οποίες αναφέρονται, μια ενιαία και ιδιαίτερη πράξη, που ισχύει από την ημερομηνία αποδοχής της αντίστοιχης αρχικής διασάφησης. 3.Οι αρχικές διασαφήσεις, που αναφέρονται σε κάθε σειρά εμπορευμάτων, πρέπει να περιλαμβάνουν τις απαραίτητες ενδείξεις για τη διαπίστωση της ταυτότητας των συγκεκριμένων εμπορευμάτων. Άρθρ.70ια.-1.Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να προβαίνουν στην έκδοση άδειας εξαγωγής εμπορευμάτων, μόλις αυτά προσκομίζονται στους χώρους της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλους Σελ. 160,06 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 108 χώρους που έχουν εγκριθεί από την αρχή αυτή, χωρίς να έχει κατατεθεί ακόμη η προβλεπόμενη διασάφηση εξαγωγής. 2.Η έκδοση της άδειας εξαγωγής των εμπορευμάτων προϋποθέτει την κατάθεση στην τελωνειακή αρχή και κατ’ επιλογή της εμπορικού ή διοικητικού εγγράφου, που περιλαμβάνει τις απαραίτητες ενδείξεις για τη διαπίστωση της ταυτότητας των εμπορευμάτων και το οποίο συνοδεύεται από αίτηση εξαγωγής, που υπογράφεται από τον εξαγωγέα. Στο εμπορικό ή διοικητικό αυτό έγγραφο πρέπει να προσαρτάται οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, από το οποίο εξαρτάται η εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή των εμπορευμάτων. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να επιτρέπουν την αντικατάσταση της πιο πάνω αίτησης με μια γενική αίτηση, η οποία καλύπτει τις εξαγωγές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκειας μιας ορισμένης περιόδου. Η άδεια που χορηγείται με βάση τη γενική αυτή αίτηση πρέπει να αναγράφεται στο εμπορικό ή διοικητικό έγγραφο που προσκομίζεται σε κάθε εξαγωγή σύμφωνα με τα οριζόμενα πιο πάνω. 3.Η έκδοση της άδειας εξαγωγής των εμπορευμάτων μπορεί να γίνεται ύστερα από εξέτασή τους και σύγκριση με τις ενδείξεις που διαλαμβάνονται στο παραπάνω εμπορικό ή διοικητικό έγγραφο. 4.Η διασάφηση που αναφέρεται στα εμπορεύματα για τα οποία εκδόθηκε προηγουμένως άδεια εξαγωγής με βάση το πιο πάνω εμπορικό ή διοικητικό έγγραφο πρέπει να κατατίθεται στην τελωνειακή αρχή μέσα στις καθοριζόμενες προθεσμίες. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 70ζ τα αποτελέσματα της διασάφησης αυτής ανατρέχουν στην ημερομηνία αποδοχής από την τελωνειακή αρχή του πιο πάνω εμπορικού ή διοικητικού εγγράφου. 5.Με την επιφύλαξη του άρθρ. 70ιγ οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αποδέχονται γενικές, περιοδικές ή ανακεφαλαιωτικές διασαφήσεις. Οι διασαφήσεις αυτές παράγουν αποτέλεσμα από την ημερομηνία αποδοχής του πιο πάνω εμπορικού ή διοικητικού εγγράφου. - 269 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 11 1.Παντός πλοίου, προερχομένου εκ του εξωτερικού και καταπλέοντος εις λιμένα ή όρμον του Βασιλείου, δι’ οιανδήποτε αιτίαν, και εξ ανάγκης, ο πλοίαρχος οφείλει να καταθέση εις την υγειονομικήν αρχήν διπλούν δηλωτικόν του φορτίου εντός 12 ωρών από του κατάπλου, συγχρόνως μετά της υγειονομικής πιστοποιήσεως και προ της ελευθέρας κοινωνίας. Την αυτήν υποχρέωσιν έχει ο πλοίαρχος και αν δεν φέρη φορτίον. Εις το δωδεκάωρον δεν υπολογίζονται αι από της δύσεως μέχρι της ανατολής ώραι. 2.Αν ο πλοίαρχος είναι αγράμματος, καλείται τρίτος, ίνα ενώπιον της υγειονομικής αρχής και του πλοιάρχου συντάξη και υπογράψη το δηλωτικόν. 3.Η υγειονομική αρχή, αφού θεωρήση το δηλωτικόν, παραπέμπει αμέσως το έτερον των διπλογράφων αυτού εις την τελωνειακήν αρχήν. Δια τον λιμένα Πειραιώς βλ. και άρθρ. 1 Α.Ν. 791/1948. Άρθρ.70ιβ.-1.Σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προβαίνουν συχνά σε εξαγωγή εμπορευμάτων μπορεί να επιτραπεί να εξάγουν τα εμπορεύματα από τη χώρα απευθείας από τους χώρους τους, χωρίς προηγούμενη κατάθεση στην αρμόδια τελωνειακή αρχή της προβλεπόμενης διασάφησης εξαγωγής. 2.Πριν από την αναχώρηση των εμπορευμάτων από τους πιο πάνω χώρους, ο δικαιούχος της αναφερόμενης στην παρ. 1 άδειας υποχρεούται: α.Να ειδοποιεί την αρμόδια τελωνειακή αρχή για την αναχώρηση αυτή σύμφωνα με την προβλεπόμενη τυπική διαδικασία, για να χορηγηθεί η άδεια εξαγωγής τους. β.Να καταχωρίζει τα εμπορεύματα αυτά σε ειδικό λογιστικό βιβλίο. Η καταχώριση πρέπει να περιλαμβάνει και την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε, καθώς και τις ενδείξεις που είναι απαραίτητες για τη διαπίστωση της ταυτότητας των εμπορευμάτων. Η καταχώρηση αυτή μπορεί να αντικαθίσταται με οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη διατύπωση. γ.Να θέτει στη διάθεση των τελωνειακών αρχών οποιαδήποτε έγγραφα, ιδίως τα πιστοποιητικά εξαγωγής ή προκαθορισμού, από τα οποία εξαρτάται η εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν την εξαγωγή των εμπορευμάτων. δ.Να θέτει στη διάθεση των αρμόδιων τελωνειακών αρχών τα λογιστικά του βιβλία για διενέργεια των απαραίτητων ελέγχων. Η εκπλήρωση των διατυπώσεων α και β έχει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με την αποδοχή της διασάφησης εξαγωγής. 3.Εφ’ όσον δεν επηρεάζεται ο έλεγχος, οι τελωνειακές αρχές μπορούν σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, που η φύση των συγκεκριμένων εμπορευμάτων και ο ταχύς ρυθμός διεκπεραίωσης των εργασιών εξαγωγής το δικαιολογεί, να απαλλάσσουν το δικαιούχο της άδειας από την υποχρέωση αναγγελίας στην αρμόδια τελωνειακή αρχή κάθε εξαγωγής εμπορευμάτων, υπό τον όρο όμως ότι ο δικαιούχος της άδειας παρέχει στις τελωνειακές αρχές οποιαδήποτε πληροφορία κρίνουν απαραίτητη. Στην περίπτωση αυτήν η καταχώριση των εμπορευμάτων στο ειδικό λογιστικό βιβλίο του ενδιαφερόμενου εξαγωγέα επέχει θέση άδειας εξαγωγής. 4.Αν η τελωνειακή αρχή αποφασίσει να ενεργήσει εξέταση των εμπορευμάτων, η εξέταση αυτή ενεργείται με βάση τις ενδείξεις που αναφέρονται στο ειδικό λογιστικό βιβλίο του ενδιαφερόμενου εξαγωγέα. 5.Η διασάφηση, που αναφέρεται στα εμπορεύματα των οποίων έχει επιτραπεί η εξαγωγή κατά την παρ. 1, πρέπει να κατατίθεται στην αρμόδια τελωνειακή αρχή μέσα στις καθοριζόμενες προθεσμίες. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 70ζ, τα αποτελέσματα της διασάφησης ανατρέχουν στην ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας καταχώρισε τα εμπορεύματα στο ειδικό λογιστικό βιβλίο. 6.Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρ. 70ια εφαρμόζονται και στην περίπτωση του άρθρου αυτού. Οι διασαφήσεις αποκτούν ισχύ από την ημερομηνία καταχώρισης των εμπορευμάτων στο ειδικό λογιστικό βιβλίο. Άρθρ.70ιγ.-Μπορεί να επιτρέπεται στο διασαφιστή να αντικαθιστά το σύνολο ή μέρος των ενδείξεων της διασάφησης που προβλέπεται στο άρθρ. 70 με στοιχεία που έχουν κωδικοποιηθεί ή έχουν συνταχθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που ανταποκρίνεται στις απαιτούμενες για τις διασαφήσεις ενδείξεις. Τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται στην αρμόδια τελωνειακή αρχή για περαιτέρω επεξεργασία από ηλεκτρονικό υπολογιστή». Τα άρθρ. 70α έως 70ιγ, προστέθηκαν από την παρ. 2 άρθρ. 3 Νομ. 1808/1988, (ΦΕΚ Α΄ 218), κατωτ. αριθ. 73. (Μετά τη σελ. 160,06) Σελ. 160,07 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 109 - 270 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 - 271 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 71 1.Δια την μεταφοράν εγχωρίων προϊόντων ή εμπορευμάτων αφ’ ενός εις έτερον λιμένα του Κράτους, κατατίθεται παρά τη τελωνειακή αρχή διασάφησις μεταφοράς, εις διπλούν συντεταγμένη και υπαγομένη εις τα περί διασαφήσεων εξαγωγής διατεταγμένα και ενεργούνται τα εν άρθρ. 70 παρ. 2 οριζόμενα. 2.Επί της ετέρας των διασαφήσεων, της εφ’ απλού χάρτου γραφομένης, βεβαιούται υπό της τελωνειακής αρχής η φόρτωσις, και παραδίδεται αύτη εις τον πλοίαρχον ή τον πράκτορα ή τον φορτωτήν. Άρθρον 72 1.Ο πλοίαρχος, καταπλέων εις τον λιμένα του προορισμού του, παραδίδει εις την τελωνειακήν αρχήν την κατά την παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου διασάφησιν. Άρθρον 73 1.Τα αποβιβαζόμενα εμπορεύματα παραδίδονται παρά της τελωνειακής αρχής επί τη καταθέσει της ασήμου διασαφήσεως και της φορτωτικής ή της αδείας του πρακτορείου. 2.Εάν κατά την αποβίβασιν προκύψη διαφορά μεταξύ του εξευρεθέντος βάρους των εμπορευμάτων ή των προϊόντων, των υποκειμένων εις τέλος ή φόρον και του εν τη διασαφήσει αναγεγραμμένου τοιούτου, επιβάλλεται εις τον φορτωτήν και τον παραλήπτην αλληλεγγύως ο επί της διαφοράς ανήκων φόρος μετά του προσθέτου τοιούτου 15%, βεβαιούμενος επί της διασαφήσεως. 3.Τα εγχώρια προϊόντα, τα υποκείμενα κατά την εξαγωγήν ή μεταφοράν εις τέλος ή φόρον, καθώς και τα δασικά προϊόντα, υπόκεινται προσέτι εις τας περί αυτών ειδικάς διατάξεις, εφ’ όσον αύται δεν τροποποιούνται δια του παρόντος νόμου. «4.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών επιτρέπεται, όπως καθορίζωνται οι όροι και αι διατυπώσεις, υφ’ ας δύναται να επιτρέπηται υπό της Τελωνειακής Αρχής δια τα αποβιβαζόμενα εμπορεύματα και εγχώρια προϊόντα η παράδοσις και προ της καταθέσεως των τελωνειακών εγγράφων μεταφοράς, ως και αι παρασχετέαι προς τούτο εγγυήσεις». Η παρ. 4 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 Νόμ. 2096/1952. Άρθρον 74 1.Τα εγχώρια εμπορεύματα, μεταφερόμενα αφ’ ενός εις άλλον λιμένα του Κράτους, διατηρούσι την εθνικότητά των, εφ’ όσον το πλοίον δεν προσήγγισεν εις λιμένα της αλλοδαπής, εκτός της περιπτώσεως της ανωτέρας βίας. 2.Το Υπουργείον των Οικονομικών δύναται να επιτρέψη, όπως το πλοίον προσεγγίση εις ξένον λιμένα, χωρίς τα εμπορεύματα ταύτα να θεωρηθώσιν ως αλλοδαπά. Άρθρον 75 1.«Εάν τα μεταφερόμενα υπόκεινται εις τέλος ή φόρον ή δικαίωμα εξαγωγής ή μεταφοράς ανώτερον των (5.000 δραχμών) δίδεται εγγύησις, δια δε τα εξ αυτών εις ελάσσονα υποκείμενα επιτρέπεται να κανονισθώσι δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών οι όροι και αι διατυπώσεις της μεταφοράς. Το εντός ( ) ποσόν ωρίσθη εις δραχ. 200 δια της υπ’ αριθ. Ν. 5828 της 10 Ιουν./15 Ιουλ. 1954 αποφάσεως Υπ. Οικονομικών. Δια της υπ’ αριθ. Π. 24396 της 11 Δεκ. 1953 (ΦΕΚ.4/Β/1954) αποφ. Υπ. Οικονομικών, ωρίσθη ότι «Κατά την από λιμένος εις λιμένα του Κράτους μεταφοράν ειδών ων απαγορεύεται η εξαγωγή δυνάμει ειδικών διατάξεων ή επιτρέπεται αύτη, κατόπιν ειδικής αδείας, λαμβάνεται παρά των Τελωνειακών Αρχών των λιμένων φορτώσεως εγγύησις δια την αποβίβασιν αυτών εις τον λιμένα του προορισμού των, ίση προς την κατά την ημέραν της φορτώσεως τρέχουσαν αυτών αξίαν». Επίσης δι’ ομοίας αποφάσεως επιτρέπεται να καθορίζηται ότι κατά την μεταφοράν ειδών, ων απαγορεύεται η εξαγωγή ή αύτη επιτρέπεται μόνον κατόπιν ειδικής αδείας, παρέχεται εγγύησις ίση προς την αξίαν αυτών. Το αυτό μέτρον δύναται να εφαρμόζηται και κατά την μεταφοράν οιωνδήποτε ετέρων ειδών δι’ άτινα επιβάλλεται δια γενικωτέρους λόγους η διαπίστωσις της αποβιβάσεώς των εις τον λιμένα του προορισμού των». Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 1 Α.Ν. 1054/1946. 2.Αι τελωνειακαί αρχαί του τόπου της αποβιβάσεως των προϊόντων αποστέλλουσι κατά τα οριζόμενα εν άρθρ. 57 εδ. 3, τα εγγυολυτήρια εις την τελωνειακήν αρχήν του λιμένος της φορτώσεως. 3.«Εάν εντός των ταχθεισών δια την έκδοσιν και αποστολήν των εγγυολυτηρίων προθεσμιών δεν περιέλθωσι ταύτα εις την τελωνειακήν αρχήν του λιμένος, ένθα εγένετο η φόρτωσις, προσκαλείται ο φορτωτής μετά του εγγυητού, ίνα προσαγάγωσιν εντός δύο μηνών επίσημον απόδειξιν περί της εντός του Κράτους αποβιβάσεως των εμπορευμάτων ή προϊόντων, άλλως η τελωνειακή αρχή προβαίνει εις την είσπραξιν του τέλους ή φόρου μετά του νομίμου τόκου υπερημερίας, λογιζομένου από της φορτώσεως ή εις την χρέωσιν και είσπραξιν της αξίας δι’ ην παρεσχέθη η εγγύησις κατά τας περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1, ασχέτως της συντρεχούσης τυχόν περιπτώσεως λαθρεμπορίας». Η παράγρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 1 άρθρ. 4 Ν.Δ. 144/1946. 4.Η διάταξις αύτη περί εισπράξεως του τέλους μετά τόκου υπερημερίας εφαρμόζεται και δια την λύσιν των κατά τα άρθρ. 37 παρ. (Αντί της σελ. 161(γ) Σελ. 161(δ) Τεύχος 384-Σελ. 3 - 272 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 2 και 10,57 παρ. 3 και 59 παρ. 2, λαμβανομένων εγγυήσεων. «5.Ο Υπουργός των Οικονομικών δύναται μετά σύμφωνον γνώμην του Τμήματος Τελωνειακών Νόμων της Διαρκούς Επιτροπής Δασμολογίου και Εμπορικών Συμβάσεων να απαλλάσση της κατά το παρόν άρθρον ευθύνης εξ εγγυήσεως, οσάκις πρόκειται αναμφισβητήτως περί ολικής ή μερικής απωλείας του εμπορεύματος εκ ναυαγίου ή άλλης περιπτώσεως ανωτέρας βίας ή περί μεταφοράς μικροποσοτήτων αποβιβαζομένων άνευ τηρήσεως των οικείων τελωνειακών διατυπώσεων». Η παρ. 5 προσετέθη δια του άρθρ. 11 Α.Ν. 791/1948. Άρθρον 76 1.«Αι αποσκευαί και τα εργαλεία τέχνης και εργασίας, τα κομιζόμενα παρ’ οδοιπόρων ή επιβατών εις ουδεμίαν υπόκεινται διατύπωσιν. Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται όπως και έτερα προϊόντα μεταφέρονται από λιμένος εις λιμένα του εσωτερικού άνευ τελωνειακών εγγράφων μεταφοράς, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται περί τοιούτων προοριζομένων δια την ατομικήν χρήσιν των παραληπτών ή προς εμπορίαν». Η παρ. 1 συνεπληρώθη ως άνω υπό της παρ. 1 του άρθρ. 25ου Νόμ. 1805/1951. 2.Δια τα μεταφερόμενα έπιπλα, σκεύη και είδη οικιακής χρήσεως, ως και προϊόντα εις μικράς ποσότητας, επιτρέπεται η φόρτωσις τη εγγράφω αδεία της τελωνειακής αρχής. «Επιτρέπεται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, να ορίζωνται αι περιπτώσεις ως και τα είδη εγχωρίων προϊόντων και ελευθέρων εμπορευμάτων, άτινα μεταφέρονται εν τω εσωτερικώ δυνάμει αδειών μεταφοράς τελωνειακών αρχών, ως και αι δυνάμεναι να μεταφέρωνται δια τοιούτων αδειών ποσότητες. Δι’ ομοίων αποφάσεων δύναται να ορίζηται όπως ωρισμένα είδη μεταφέρωνται παρ’ επιβατών εν τω εσωτερικώ εις μικράς ποσότητας, άνευ ουδεμιάς τελωνειακής διατυπώσεως και άνευ πληρωμής οιουδήποτε φόρου, τέλους ή δικαιώματος. Εν περιπτώσει μη απαλλαγής των ειδών τούτων από των οφειλομένων φόρων, τελών και δικαιωμάτων, θα ορίζηται δια των αυτών αποφάσεων και ο τρόπος της εισπράξεως αυτών». Σελ. 162(δ) Τεύχος 384-Σελ. 4 Τα εντός « » εδάφια προσετέθησαν δια του άρθρ. 12 Α.Ν. 791/1948. «3.Δια τα εξαγόμενα έπιπλα, σκεύη και είδη οικιακής χρήσεως, ως και προϊόντα αξίας μέχρι δραχμών (40.000) μη υποκείμενα εις τέλος ή φόρον ανώτερον των δραχ. (5000) ων δεν απαγορεύεται η εξαγωγή, δύναται κατά την κρίσιν της τελωνειακής αρχής να επιτρέπηται η φόρτωσις τη εγγράφω αδεία αυτής. Η άδεια αύτη υποβάλλεται εις πάγιον τέλος χαρτοσήμου δραχ. 5». Η παρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 2 Α.Ν. 899/37, τα δε εν αυτή ποσά αναπροσηρμόσθησαν δια της παρ. 2 άρθρ. 3 Ν.Δ. 144/46. Επί των εξαγομένων εγχωρίων προϊόντων εν γένει εις μικράν ποσότητα και αξίαν, μη υποκειμένων εις εξαγωγικούς δασμούς, φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου ή Τρίτων, ουδέ εις συναλλαγματικάς διατυπώσεις εξαγωγής κλπ., η απαιτουμένη έγγραφος άδεια παρέχεται επί ειδικού εντύπου, ως ορίζεται εν άρθρ. 3 της υπ’ αριθ. Τ.1371/47 της 10/19 Μαρτ. 1970 αποφ. Υπ. Οικονομικών (κατωτ. αριθ. 46), από της ισχύος της οποίας (1 Σεπτ. 1970) καταργούνται αι υπ’ αριθ. Ε.10203 της 11/27 Ιουλ. 1960 (ΦΕΚ Β΄ 341) και Σ.5143/85 της 14/30 Ιουν. 1961 (ΦΕΚ Β΄ 209) αποφάσεις του αυτού Υπουργού. - 273 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 12 1.Το δηλωτικόν των διατελούντων υπό ταχυδρομικήν σύμβασιν και ωρισμένον δρομολόγιον εκτελούντων ατμοπλοίων επιτρέπεται να παραδίδηται εις την τελωνειακήν αρχήν υπό των πρακτόρων των ατμοπλοϊκών εταιρειών και μετά την ελευθέραν κοινωνίαν του πλοίου, εντός της κατά το προηγούμενον άρθρον προθεσμίας, και να διαλαμβάνη μόνον τα δια τον λιμένα του κατάπλου προωρισμένα εμπορεύματα. 2.Τα δια το εξωτερικόν προωρισμένα εμπορεύματα των ατμοπλοίων τούτων αναγράφονται μόνον κατά ποσόν ή αριθμόν εν τω δηλωτικώ του τελευταίου λιμένος. Άρθρον 77 1.Εάν τα αποβιβασθέντα ελεύθερα τέλους εμπορεύματα δεν παραληφθώσιν εντός δύο μηνών, αφ’ ης απετέθησαν εν ταις αποθήκαις του τελωνείου, ενεργούνται τα περί αζητήτων εμπορευμάτων οριζόμενα, των πρωτοκόλλων καταχωριζομένων εις ιδιαίτερον βιβλίον, τηρούμενον παρά του επί της μεταφοράς υπαλλήλου. Άρθρον 78 1.Η από πλοίου εις πλοίον μεταφόρτωσις εμπορευμάτων προς νέαν μεταφοράν ή εξαγωγήν ενεργείται κατόπιν αδείας της τελωνειακής αρχής. 2.Εν τη αδεία αναγράφεται ο λιμήν της τε προελεύσεως και του προορισμού, το πλοίον δι’ ου μετεφέρθησαν ταύτα, ως και εκείνο, δι’ ου θα ενεργηθή η μεταφορά ή η εξαγωγή. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄ Περί ευφλέκτων υλών Άρθρον 79 1.Τα περιέχοντα ευφλέκτους ύλας, οίον πυρίτιδα, νιτρογλυκερίνην κλπ., δοχεία ή δέματα, τα εκ του εξωτερικού εισαγόμενα, δέον να φέρωσιν ευανάγνωστον επιγραφήν, δηλούσαν το περιεχόμενον, οι δε πλοίαρχοι ή πράκτορες ατμοπλοϊκών εταιρειών οφείλουσι να δηλώσι και δι’ ιδιαιτέρου σημειώματος εις την τελωνειακήν αρχήν τα τοιαύτα δοχεία ή δέματα προ της αποβιβάσεώς των, εάν είναι εν γνώσει του περιεχομένου αυτών. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄ Περί τελωνειακής ζώνης και άλλων μέτρων επιτηρήσεως Άρθρον 80 1.Απαγορεύεται η ανέγερσις οικοδομών κατά μήκος του αιγιαλού, άνευ αδείας του Υπουργείου των Οικονομικών. (Μετά την σελ. 162(γ) Σελ. 162,01 173-27 - 274 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 - 275 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 81 1.Επιτρέπεται ίνα δια Β.Δ/τος καθορισθή τελωνειακή ζώνη επιτηρήσεως, αρχομένη από των συνόρων της ξηράς μέχρι δέκα χιλιομέτρων προς το εσωτερικόν του Κράτους και από των ακτών της θαλάσσης μέχρι πέντε χιλιομέτρων προς το εσωτερικόν, εντός της οποίας εμπορεύματα, δια Β.Δ/τος ορισθησόμενα, κατά την μεταφοράν και αποθήκευσιν αυτών, υπόκεινται εις εξέτασιν ή κατάσχεσιν. 2.Η ζώνη αύτη επιτρέπεται να επεκταθή δια Β.Δ/τος προς αυστηροτέραν άσκησιν της επιτηρήσεως, ιδίως κατά μήκος της οροθετικής γραμμής, τηρουμένων των φυσικών ορίων, τα οποία παρουσιάζουσι τα ύδατα, αι δημόσιοι οδοί ή αι σιδηροδρομικαί γραμμαί. Άρθρον 82 1.Δια Β.Δ/τος θέλουσι καθορισθή οι δήμοι και αι κοινότητες, αι συμπεριλαμβανόμεναι εις την τελωνειακήν ζώνην, εις ην δύνανται να περιληφθώσι και ολόκληροι νήσοι. 2.Οι δήμοι και αι κοινότητες θεωρηθήσονται περιλαμβανόμεναι εντελώς εις την ζώνην και εάν μέρος αυτών εκτείνηται πέραν των ορίων της εκτάσεως αυτής. Άρθρον 83 1.Τα εις τέλος υποκείμενα εμπορεύματα, τα μεταφερόμενα ή ευρισκόμενα εντός της τελωνειακής ζώνης επιτηρήσεως, υπόκεινται εις εξέτασιν και κατάσχεσιν, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρ. 88, όταν υπάρχωσιν ενδείξεις, ότι προέρχονται εκ του εξωτερικού και εισήχθησαν λαθραίως εις το Κράτος. 2.Τα κατά το άρθρ. 81 ορισθέντα δια Β.Δ/τος εμπορεύματα δεν δύνανται να μεταφέρωνται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον να αποθηκεύωνται εντός της τελωνειακής ζώνης επιτηρήσεως, εάν δεν συνοδεύωνται δι’ ειδικού εγγράφου νομιμοποιήσεως, οίον δύναται να είναι αποδεικτικόν πληρωμής των τελωνειακών τελών ή άλλο εξ αυτού προερχόμενον έγγραφον. Εξαιρούνται μικραί ποσότητες εμπορευμάτων και εν γένει εμπορεύματα, προωρισμένα εις πώλησιν κατά μικράς ποσότητας, κατά τα ειδικώτερον δια Β.Δ/των κανονισθησόμενα. 3.Δέματα των κατά την προηγουμένην παράγραφον εμπορευμάτων, μεταφερόμενα εντός της τελωνειακής ζώνης, δέον να είναι εσφραγισμένα δια της σφραγίδος της τελωνειακής αρχής, όταν η ποσότης των εμπορευμάτων υπερβαίνη καθ’ εκάστην αποστολήν τας 50 οκάδας δι’ έκαστον είδος. 4.Απαγορεύεται η εν καιρώ νυκτός εντός της τελωνειακής ζώνης μεταφορά των κατά το άρθρ. 81 ορισθέντων δια Β.Δ/τος εμπορευμάτων. 5.Δια Β.Δ/των κανονισθήσονται οι όροι της εκδόσεως και ισχύος του εγγράφου νομιμοποιήσεως ή του εκ του αποδεικτικού της πληρωμής προερχομένου ειδικού εγγράφου. Άρθρον 84 1.Δεν επιτρέπεται να διατηρώνται εντός της τελωνειακής ζώνης αποθήκαι ζακχάρεως και καφέ εις μεγάλας ποσότητας, κατά τα δια Β.Δ/τος κανονισθησόμενα, άνευ ειδικής περί τούτου αδείας, εκδιδομένης παρά της αρμοδίας τελωνειακής αρχής και οριζούσης τους όρους και την διάρκειαν αυτής ουχί μικροτέραν του έτους. 2.Δια Β.Δ/των καθορισθήσονται αι περιπτώσεις καθ’ ας, κατ’ εξαίρεσιν, επιτρέπεται η τήρησις τοιούτων αποθηκών, άνευ ειδικής αδείας. 3.Τα αποθηκευμένα ταύτα εμπορεύματα δέον προσέτι να συνοδεύωνται δια του κατά το άρθρ. 83 εγγράφου νομιμοποιήσεως, εκδιδομένου επ’ ονόματι αυτού του διατηρούντος την αποθήκην και ουχί τρίτου. Άρθρον 85 1.Εντός αποστάσεως τριών χιλιομέτρων από της ακτής, το προσωπικόν της τελωνειακής υπηρεσίας και αστυνομίας έχει το δικαίωμα να επισκέπτηται τα χωρητικότητος μέχρις εκατόν κόρων πλοία και να ζητή την επίδειξιν του κατά το άρθρ. 18 δηλωτικού και των ναυτιλιακών εγγράφων του πλοίου. 2.Εν ελλείψει του δηλωτικού, εάν εκ των εγγράφων του πλοίου προκύπτη ότι το πλοίον διευθύνεται εις λιμένα της ημεδαπής, ή εάν υπάρχωσιν ενδείξεις οιασδήποτε τελωνειακής παραβάσεως, το πλοίον οδηγείται εις το πλησιέστερον τελωνείον, ένθα ενεργείται κατάσχεσις των εμπορευμάτων και συντάσσεται το περί τούτων πρωτόκολλον. 3.Εάν τα ανωτέρω αναφερόμενα πλοία είναι ξένης σημαίας, επιφυλάσσεται η ισχύς των διατάξεων των διεθνών συμβάσεων. Άρθρον 86 Επίσης κατάσχονται εμπορεύματα ανευρισκόμενα επί πλοίων χωρητικότητος κατωτέρας των 40 κόρων, προωρισμένων κατά τα ναυτιλιακά και τελωνειακά έγγραφα αυτών δια την αλλοδαπήν, προσορμισθέντων δε, άνευ ανωτέρας βίας, εις λιμένα ή όρμον του Κράτους, εις ον δεν είναι επιτετραμμένη η προσέγγισις, καίτοι ταύτα εισίν αναγεγραμμένα εν τω δηλωτικώ. Άρθρον 13 1.Όταν πλοίον, μη γενόμενον αμέσως δεκτόν εις ελευθέραν κοινωνίαν, τίθηται υπό επιτήρησιν ή κάθαρσιν, ο πλοίαρχος οφείλει να προβή εις προφορικήν ενώπιον του υγειονόμου δήλωσιν του φορτίου, εντός δώδεκα ωρών από του κατάπλου, συντασσομένης εκθέσεως, αναπληρούσης το δηλωτικόν. 2.Το δηλωτικόν τούτο παραπέμπεται αμέσως εις την τελωνειακήν αρχήν . Άρθρον 87 Τα κατά τα άρθρ. 83-86 μέτρα επιτηρήσεως δύνανται να εφαρμοσθώσι δια Β.Δ/των μόνον δι’ ωρισμένα εμπορεύματα, και εφ’ όσον χρόνον κρίνονται αναγκαία προς πρόληψιν και καταστολήν του λαθρεμπορίου, και εις ωρισμένους τόπους, καίτοι εν αυτοίς δεν υπάρχει καθωρισμένη η κατά το άρθρ. 81 τελωνειακή ζώνη. Άρθρον 88 1.Οι υπάλληλοι και φύλακες της τελωνειακής υπηρεσίας και αστυνομίας δύνανται να Σελ. 163 - 276 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 επισκέπτωνται εν καιρώ ημέρας τας εν τω άρθρ. 84 αναφερομένας αποθήκας προς επιθεώρησιν των εν αυταίς ευρισκομένων εμπορευμάτων και των συνοδευόντων αυτά εγγράφων. 2.Τα αυτά όργανα έχουσι το δικαίωμα να εισέρχωνται εις παν μέρος, θεωρούμενον υπό του νόμου ως δημόσιον, προς ανακάλυψιν και καταστολήν των τελωνειακών παραβάσεων και του λαθρεμπορίου και κείμενον εντός της τελωνειακής ζώνης επιτηρήσεως και εκτός έτι αυτής, οσάκις τα εμπορεύματα κατεδιώχθησαν κατ’ εξακολούθησιν εκτός της ζώνης ταύτης. 3.«Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, εκδιδομένων μετά γνώμην του Τμήματος Τελωνειακών Νόμων της Διαρκούς Επιτροπής Δασμολογίου και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται προς πρόληψιν και καταστολήν του λαθρεμπορίου να καθορίζωνται διατυπώσεις, υπό τας οποίας θα επιτρέπεται η καθ’ άπαν το Κράτος ή μέρος αυτού εισαγωγή, κατοχή και διάθεσις ωρισμένων εμπορευμάτων, περί τα οποία παρατηρείται η δραστηριότης του λαθρεμπορίου». Η παρ. 3 προσετέθη δια της παρ. 1 άρθρ. 1 Α.Ν. 1514/1950. «4.Προς διαπίστωσιν πάσης τελωνειακής ή δασμολογικής παραβάσεως, ως και δια την επαλήθευσιν της τηρήσεως των καθιερουμένων βάσει του παρόντος άρθρου διατυπώσεων, οι Οικονομικοί Επιθεωρηταί Τελωνείων, οι Διευθυνταί Τελωνείων και οι παρά του Υπουργού των Οικονομικών δι’ ειδικών διαταγών εξουσιοδοτημένοι οικονομικοί υπάλληλοι, δύνανται να ενεργούν έλεγχον των βιβλίων και λοιπών στοιχείων οιασδήποτε επιχειρήσεως ή ιδιώτου και να προβαίνουν εις πάσαν εξέτασιν ή έρευναν, εχουσών εν τη προκειμένη περιπτώσει εφαρμογήν και των διατάξεων των άρθρ. 33, 34, 42 και επομένων του Κώδικος «περί φορολογίας καθαρών προσόδων» και των τοιούτων περί οικονομικής επιθεωρήσεως. Εάν εκ της ως άνω ερεύνης εξευρεθώσιν εμπορεύματα, άτινα έχουσιν υπαχθή εις τας διατάξεις της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου και των οποίων δεν αποδεικνύουσιν οι κάτοχοι την νόμιμον προέλευσιν, επί τη βάσει των εις εκτέλεσιν της προηγουμένης παραγράφου ορισθησομένων στοιχείων, ταύτα θεωρούνται ως λαθρεμπορικώς εισαχθέντα κατά τον χρόνον της ανακαλύψεως της πράξεως και εμπίπτοντα εις τας διατάξεις της επ’ αυτοφώρω λαθρεμπορίας του άρθρ. 111 του παρόντος Κώδικος, μόνον δια την εφαρμογήν των περί λαθρεμπορίας διατάξεων». Σελ. 164 Η παρ. 4 προστεθείσα δια του άρθρ. 1 Α.Ν. 1514/1950, αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 1 άρθρ. 4 Νόμ. 2096/1952. «5.Προκειμένου περί εμπορευμάτων, άτινα ήθελον κριθή υπακτέα εις τας διατάξεις της τρίτης παραγράφου του παρόντος, δύναται ο Υπουργός των Οικονομικών, κατά την πρώτην μόνον εφαρμογήν των δι’ έκαστον είδος εμπορεύματος καθορισθησομένων διατυπώσεων, να προσκαλέση δι’ αποφάσεώς του δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως τους κυρίους ή κατόχους των παρανόμως εισηγμένων τοιούτων ειδών, όπως εντός τακτής προθεσμίας, δηλώσιν αυθορμήτως εις την πλησιεστέραν τελωνειακήν αρχήν τας παρά τούτων κατεχομένας ποσότητας και προβώσιν εις τον τελωνισμόν αυτών, μη απαιτουμένης προς τούτο της τηρήσεως των προϋποθέσεων των απορρεουσών εκ των περί περιορισμών των εισαγωγών και προστασίας του εθνικού νομίσματος διατάξεων. Εν περιπτώσει μη συμμορφώσεώς των εφαρμόζονται κατ’ αυτών αι κείμεναι διατάξεις». Η παρ. 5 προσετέθη δια του άρθρ. 1 Α.Ν. 1514/1950. «6.Οι δια των Τελωνείων εισάγοντες είδη προς εμπορίαν υποχρεούνται να τηρώσι τα εκδιδόμενα και εις αυτούς παραδιδόμενα τελωνειακά έγγραφα μετά των σχετικών δικαιολογητικών επί πενταετίαν από της εισαγωγής, παραμενουσών εν ισχύϊ των διατάξεων των οριζουσών μακρότερον χρόνον. Τα έγγραφα ταύτα δέον να επιδεικνύωνται εις πάσαν ζήτησιν των αρμοδίων Τελωνειακών οργάνων. Κατά των παραβατών των διατάξεων της παρούσης παραγράφου επιβάλλονται αι κυρώσεις αι προβλεπόμεναι υπό της παραγρ. 2 του άρθρ. 97 του παρόντος νόμου». Η παρ. 6 προσετέθη δια της παρ. 2 άρθρ. 4 Νόμ. 2096/1952. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄ Περί τελωνειακών παραβάσεων Άρθρον 89 1.Η μη τήρησις των περί τας τελωνειακάς εργασίας και την τελωνειακήν υπηρεσίαν διατυπώσεων του παρόντος νόμου χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως τελωνειακή παράβασις. «2.Ως τελωνειακαί παραβάσεις χαρακτηρίζονται, επίσης, η καθ’ οιονδήποτε των εν άρθρ. 100 του παρόντος μνημονευομένων τρόπων διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της πληρωμής των ανηκόντων τω Δημοσίω τελών και δικαιωμάτων, ως και η μη τήρησις των εν τω αυτώ άρθρω 100 καθοριζομένων λοιπών διατυπώσεων, επισύρουσιν δε κατά των υπευθύνων πολλαπλούν τέλος συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου και αν έτι ήθελεν κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας». Η παρ. 2 προσετέθη δια του άρθρ. 3 Α.Ν. 1514/1950, της παλαιάς παρ. 2 λαβούσης αριθ. 3. - 277 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 3.Η επί τελωνειακών παραβάσεων επιβαλλομένη ποινή δεν απαλλάσσει της πληρωμής των τελωνειακών και των λοιπών, κατά τας διατάξεις του Νόμου, οφειλομένων τελών, φόρων και δικαιωμάτων. Άρθρον 90 1.Εάν ευρεθώσιν επί του πλοίου ή αποβιβασθώσιν εξ αυτού δέματα ή δοχεία πλείονα των εν τω δηλωτικώ αναγραφέντων, επιβάλλεται εις τον πλοίαρχον πρόστιμον, ουχί (μικρότερον των εις τα επί πλέον ευρεθέντα ανηκόντων τελών, ούτε) μεγαλύτερον του τετραπλού. Οσάκις το επί πλέον ευρεθέν δέμα ή δοχείον έχη διακριτικά σημεία και αριθμούς όμοια προς τα των άλλων δεμάτων, των αναφερομένων εν τω δηλωτικώ θεωρούνται ως μη δηλωθέντα τα υποκείμενα εις ανώτερον τέλος. «Εν περιπτώσει ασκήσεως των κατά το άρθρ. 99 του παρόντος νόμου ενδίκων μέσων, δύνανται η Πρωτοβάθμιος Επιτροπή Προσφυγών και το Διοικητικόν Δικαστήριον Φορολογικών Παραβάσεων, εφ’ όσον συντρέχουν αποχρώντες λόγοι, να μειώσι το επί τη βάσει του προηγουμένου εδαφίου του παρόντος άρθρου καταλογιζόμενον πρόστιμον (μέχρι ποσού ουχί κατωτέρου του ενός τετάρτου των εις τα επί πλέον ευρεθέντα ή αποβιβασθέντα δέματα ή δοχεία ανηκόντων τελών»). Το εντός « » εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 5 Νόμ. 2096/1952. 2.Εάν τα δέματα ή δοχεία δεν υπόκεινται εις τέλος, επιβάλλεται εις τον πλοίαρχον πρόστιμον μέχρι δραχ. «100.000» δι’ έκαστον δέμα ή δοχείον. 3.Εάν ευρεθώσι δέματα ή δοχεία ελάσσονα των δηλωθέντων, επιβάλλεται εις τον πλοίαρχον πρόστιμον (δραχ. «25.000) έως 1.000.000» κατά ελλείπον δέμα ή δοχείον. 4.Εάν προκύψωσι διαφοραί κατά ποσόν εις εμπορεύματα, λυτά ή χυτά, διαλαμβανόμενα εν τω δηλωτικώ επιβάλλεται εις τον πλοίαρχον πρόστιμον δραχ. «(25.000) έως 500.000». Δεν τιμωρούνται διαφοραί επί πλέον, μη υπερβαίνουσαι τα 10% και επί έλαττον, ουχί ανώτεραι των 5%. Τα πρόστιμα των παρ. 2-4 καθωρίσθησαν ως άνω δια της υπ’ αριθ. Τ. 1869/1949 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 36) αποφάσεως Υπουργού Οικονομικών, εκδοθείσης βάσει του άρθρ. 25 Α.Ν. 791/1948. Τα πρόστιμα σε δραχμές των άνω παρ. 2, 3 και 4 20πλασιάστηκαν από την παρ. 2 άρθρ. 50 Νόμ. 1041/1980, ΦΕΚ Α΄ 75 (κατωτ. σελ. 226,533). 5.Εάν τα εμπορεύματα ευρεθώσι κατά το είδος ή κατά το ποσόν διάφορα και υποκείμενα εις τέλος ανώτερον των δηλωθέντων, επιβάλλεται εις τον πλοίαρχον πρόστιμον ουχί έλασσον του δεκάτου της διαφοράς του τέλους, ούτε ανώτερον του διπλασίου αυτής. Του προστίμου απαλλάσσεται ο πλοίαρχος, εάν δια προσαγωγής της πρωτοτύπου φορτωτικής αποδείξη, ότι το δηλωτικόν συνετάχθη συμφώνως ταύτη. Δεν τιμωρούνται διαφοραί άχρι 5% του επιβλητέου τέλους. Εάν το κατά το δηλωτικόν τέλος είναι ανώτερον του ευρεθέντος, επιβάλλεται ο ελάχιστος όρος του προστίμου. «6.Εάν εν τω κατατεθειμένω δηλωτικώ εισαγωγής αναγράφωνται εμπορεύματα υπαγόμενα εις τον κατ’ εκτίμησιν τελωνισμόν, ευρεθώσι δε διάφορα των δηλωθέντων, επιβάλλεται εις τον πλοίαρχον πρόστιμον μέχρι 10% επί του τέλους των ευρεθέντων εμπορευμάτων. Το αυτό πρόστιμον επί του τέλους των ευρεθέντων εμπορευμάτων επιβάλλεται εις τον πλοίαρχον εάν εν τω κατατεθειμένω δηλωτικώ εισαγωγής δεν περιγράφωνται τα εμπορεύματα κατά τας διακρίσεις του δασμολογίου εις τρόπον ώστε να είναι δυνατή η υπαγωγή τούτων εις ωρισμένην κλάσιν του δασμολογίου, ευρεθώσι δε διάφορα των δηλωθέντων. Του προστίμου απαλλάσσεται ο πλοίαρχος εάν δια της προσαγωγής της πρωτοτύπου φορτωτικής αποδείξη ότι το δηλωτικόν έχει συνταχθή συμφώνως ταύτη». Η παρ. 6 προσετέθη δια του άρθρ. 12 Νόμ. 3326/1925. Άρθρ. 91 1.Επιβάλλεται πρόστιμον δραχ. (50.000) άχρι 1.000.000» εις τον πλοίαρχον. Το ποσόν του προστίμου προσηρμόσθη ως τα του άρθρ. 90. α)Εν περιπτώσει παραβάσεως των περί δηλωτικού διατάξεων των άρθρ. 18 και 85, ή οσάκις προκύψωσιν αδικαιολόγητοι διαφοραί μεταξύ αυτού και του κατά το άρθρ. 11 δηλωτικού, εφ’ όσον δεν συντρέχη περίπτωσις λαθρεμπορίου «ουδέ εμπίπτει η παράβασις εις τας διατάξεις της τρίτης παραγράφου του άρθρ. 93 του παρόντος». Η εντός « » φράσις προσετέθη δια του άρθρ. 13 Α.Ν. 791/1948. β)Εν αντιστάσει του πλοιάρχου εις την κατά τα άρθρ. 20 και 85 επίσκεψιν, βεβαιουμένην δια πρωτοκόλλου υπό της λιμενικής και τελωνειακής αρχής. γ)Εν παραλείψει της κατά το άρθρ. 79 δηλώσεως του πλοιάρχου. Η αυτή ποινή επιβάλλεται 1)εις τον παραλιπόντα την αυτήν δήλωσιν πράκτορα και 2)εις τον παραλήπτην, εν ελλείψει της κατά το αυτό 79 άρθρον ευαναγνώστου επιγραφής. 2.Εις την αυτήν ποινήν υποβάλλονται οι συνιστώντες αποθήκας εντός της τελωνειακής ζώνης επιτηρήσεως, άνευ της κατά το άρθρ. 84 αδείας ή κατά παράβασιν των όρων αυτής. (Αντί για τη σελ. 165) Σελ. 165(α) Τεύχος 728-Σελ. 53 - 278 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 «3.Επιβάλλεται πρόστιμον εις τους πράκτορας ατμοπλοϊκών Εταιρειών ή κατ’ ατμοπλοίων εν γένει μέχρι δρχ. «500.000». Το ποσόν του προστίμου προσηρμόσθη ως τα του άρθρ. 90. Το πρόστιμο σε δραχμές του άνω άρθρου 20πλασιάστηκε από την παρ. 2 άρθρ. 50 Νόμ. 1041/1980, ΦΕΚ Α΄ 75 (κατωτ. σελ. 226,533). α)Εάν, μετά προηγουμένην έγγραφον πρόσκλησιν του διευθυντού του τελωνείου ή του τελώνου, παραλίπωσιν ή αναβάλωσιν εξ υπαιτιότητός των την εκ των πλοίων ή φορτηγίδων εκφόρτωσιν των παρ’ αυτών κομισθέντων εμπορευμάτων, εντός της δια του αυτού εγγράφου ταχθείσης προθεσμίας, και β)«Εάν μετά προηγουμένην έγγραφον πρόσκλησιν του διευθυντού του τελωνείου ή του τελώνου παραλίπωσιν ή αναβάλωσιν εξ υπαιτιότητός των την κατά τας δια του εγγράφου τούτου γενομένας υποδείξεις και εντός της δι’ αυτού ταχθείσης προθεσμίας τακτοποίησιν εντός των τελωνειακών αποθηκών των παρά των πρακτόρων τούτων κομιζομένων εμπορευμάτων». Η παράγρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 3 Ν.Δ. 12 Ιουν. 1919 κυρωθέντος δια του Νόμ. 1941/1920. «4.Επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων, επιβάλλεται πρόστιμον μέχρι δραχ. 20.000 εις τον μεταφορέα παντός οχήματος, εκτελούντος οδικάς μεταφοράς, δι’ εκάστην των κάτωθι τελωνειακών παραβάσεων: α)Εν περιπτώσει παρεκκλίσεως αυτού εκ του καθορισθέντος υπό του τελωνείου εισόδου ή ενδιαμέσου ετέρου τελωνείου δρομολογίου του οχήματος ή μη διελεύσεώς του εκ των προκαθορισθεισών τελωνειακών αρχών, ως και μη μεταβάσεως εις το τελωνείον προορισμού εντός της καθορισθείσης προθεσμίας, πλην της δικαιολογουμένης, εκ βεβαιουμένης ανωτέρας βίας, καθυστερήσεως. β)Εν περιπτώσει φορτώσεως ή εκφορτώσεως του οχήματος άνευ αδείας της τελωνειακής αρχής ή άνευ της παρουσίας των αρμοδίων τελωνειακών οργάνων. γ)Εν περιπτώσει εκφορτώσεως εκ του οχήματος δεμάτων, δοχείων ή εμπορευμάτων εν γένει, επί πλέον ή έλαττον των αναγραφομένων εις τα συνοδευτικά του φορτίου αυτού έγγραφα, πλην της δικαιολογημένης, εκ βεβαιουμένης ανωτέρας βίας, επί έλαττον αποβιβάσεως. Εν προκειμένω δεν έχουν εφαρμογήν αι διατάξεις της δευτέρας περιπτώσεως της παρ. 4 του άρθρ. 90 του ως άνω Νόμ. 1165/1918. Σελ. 166(α) Τεύχος 728-Σελ. 54 δ)Εν περιπτώσει ρήξεως, αντικαταστάσεως, αφαιρέσεως και αλλοιώσεως των υπό των τελωνειακών αρχών επί του μεταφορικού μέσου ή των εμπορευμάτων τεθεισών μολυβδοσφραγίδων ή ετέρων σημείων αναγνωρίσεως. ε)Κατά πάσαν περίπτωσιν παραβάσεως διατάξεων της ισχυούσης διεθνούς τελωνειακής συμβάσεως, περί διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων δια δελτίων TIR και των παραρτημάτων αυτής ή του παρόντος νόμου και των συναφών τελωνειακών κανονιστικών πράξεων δια των οποίων επιβάλλονται υποχρεώσεις εις τον μεταφορέα κατά την δια του ελληνικού εδάφους μεταφοράν εμπορευμάτων». Η παρ. 4 προστέθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 50 Νόμ. 1041/1980, ΦΕΚ Α΄ 75 (κατωτ. σελ. 226,533). - 279 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 92 1.Επιβάλλεται εις τον πλοίαρχον πρόστιμον δραχ. «(15.000) έως 500.000». Το πρόστιμον προσηρμόσθη ως τα του άρθρ. 90. Το πρόστιμο σε δραχμές του άνω άρθρου 20πλασιάστηκε από την παρ. 2 άρθρ. 50 Νόμ. 1041/1980, ΦΕΚ Α΄ 75 (κατωτ. σελ. 226,533). α)Εν περιπτώσει μη εμπροθέσμου καταθέσεως του κατά το άρθρ. 11 δηλωτικού, ή εάν τούτο δεν πληροί τους όρους του νόμου τούτου. Έκαστον δωδεκάωρον αναβολής προς κατάθεσιν του δηλωτικού επάγεται επανάληψιν του προστίμου. β)Εν περιπτώσει απόπλου άνευ του κατά το άρθρ. 14 δηλωτικού, ή άνευ αδείας της τελωνειακής αρχής ή κατά παράβασιν ετέρας διατυπώσεως του νόμου τούτου. γ)Εν περιπτώσει φορτώσεως, εκφορτώσεως ή μεταφορτώσεως, άνευ αδείας της τελωνειακής αρχής, ή άνευ της παρουσίας των αρμοδίων τελωνειακών οργάνων. δ)Εν περιπτώσει παραλείψεως της εις το τελωνείον παραδόσεως της κατά το άρθρ. 72 διασαφήσεως. ε)Εν περιπτώσει μη προσαγωγής εις το τελωνείον του κατάπλου υπό του πλοιάρχου του κατά το άρθρ. 14 δηλωτικού, ή του επέχοντος θέσιν δηλωτικού αποσπάσματος δηλωτικού ή διαβατηρίου, καθ’ ας περιπτώσεις ταύτα εκδίδονται κατά τον νόμον τούτον, καθώς και των άλλων τελωνειακών εγγράφων. «Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί λαθρεμπορίας, επιβάλλεται το πρόστιμο της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, ανά δωδεκάωρο, στο μεταφορέα κάθε αυτοκινήτου οχήματος για τη μη έγκαιρη, μέσα στην προθεσμία που καθορίστηκε από το τελωνείο εισόδου, προσκόμιση στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, για τελωνισμό, για παράδοση σ’ ελεύθερη χρήση ή για επανεξαγωγή κάθε αυτοκινήτου που κινείται με δελτίο ελεύθερης χρήσης ή με άλλα τελωνειακά παραστατικά, προσωρινής ισχύος, που επέχουν θέση αποσπάσματος δηλωτικού του τελωνείου εισόδου». Το ανωτέρω μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 27 Νόμ . 1473/84, (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). ς)«Αν το πλοίον προσεγγίζη εις θέσεις άλλας ή τας ωρισμένας υπό της τελωνειακής ή λιμενικής αρχής ως και εάν τούτο δεν αγκυροβολή εις την επί τούτω ωρισμένην θέσιν». Το εδάφ. ς΄ αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 1 Ν.Δ. 1716/1942. «2.Το κατά την προηγουμένην παρ. 1 εδαφ. δ πρόστιμον επιβάλλεται μόνον εις τον φορτωτήν και παραλήπτην αλληλεγγύως, οσάκις ούτοι τυγχάνουσι γνωστοί, οι αυτοί ευθυνόμενοι και δια πάσαν παρουσιαζομένην εις τον τόπον της φορτώσεως και εκφορτώσεως διαφοράν μεταξύ φορτωθέντων και εκφορτωθέντων εμπορευμάτων και εγχωρίων προϊόντων, ως και δια την έλλειψιν ή την μη έγκαιρον έκδοσιν των νομίμων τελωνειακών εγγράφων δια την μεταφοράν εμπορευμάτων και εγχωρίων προϊόντων». Η παρ. 2 προσετέθη δια του άρθρ. 43 Νόμ. 3326/1925. «Διαφοραί μέχρι 10% πλέον ή έλαττον προκειμένου περί ελευθέρων τέλους εμπορευμάτων και μέχρι 5% προκειμένου περί υποκειμένων εις τέλος εμπορευμάτων, δεν τιμωρούνται». Το ανωτέρω εδάφιον προστεθέν δια του άρθρ. 33 Α.Ν. 2081/1939, αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 13 Α.Ν. 791/1948. «3.Ωσαύτως, το κατά την πρώτην παράγραφον του παρόντος άρθρου πρόστιμον επιβάλλεται υπό τους εν τη προηγουμένη παραγράφω όρους και προϋποθέσεις και εν η περιπτώσει ήθελον διαπιστωθή διαφοραί μεταξύ των εν τη διασαφήσει μεταφοράς αναφερομένων ειδών και των κατά την επαλήθευσιν αυτής εν τω τόπω της φορτώσεως ευρεθησομένων τοιούτων, εφ’ όσον εξ άλλης διατάξεως δεν προβλέπεται βαρυτέρα κύρωσις». Η παρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 6 Νόμ. 2096/1952. Άρθρον 93 1.Επιβάλλεται πρόστιμον δραχ. «(15.000) έως 300.000» οσάκις εμπορεύματα ελεύθερα τελωνειακού τέλους εισάγονται ή εξάγονται δι’ οδών μη επιτρεπομένων ή εν ώρα νυκτός. «2.Εάν τα εμπορεύματα είναι εκ των απηγορευμένων να εισάγωνται ή να εξάγωνται, το πρόστιμον δύναται να ανέλθη μέχρι δραχ. «5.000.000». Η παράγρ. 2 προσετέθη δια του άρθρ. 1 εδάφ. ζ΄ Ν.Δ. 16/19 Απρ. 1923. Τα πρόστιμα σε δραχμές των άνω παρ. 1 και 2, 20πλασιάστηκαν από την παρ. 2 άρθρ. 50 Νόμ. 1041/1980, ΦΕΚ Α΄ 75 (κατωτ. σελ. 226,533). «3.Επιβάλλονται πρόσθετα τέλη μέχρι του δεκαπλού των ανηκόντων τελωνειακών τελών (εισαγωγικού δασμού, δημοτικού φόρου και παρεπομένων ή αυτοτελών μεν αλλά κατά την εισαγωγήν εισπραττομένων φόρων και δικαιωμάτων) ασχέτως της συντρεχούσης τυχόν περιπτώσεως διώξεως επί λαθρεμπορία, ήτις επιφυλάσσεται εν πάση περιπτώσει: α)Επί παραβάσεων της παρ. 6 του άρθρ. 18 του παρόντος και των εις εκτέλεσιν ταύτης εκδοθησομένων αποφάσεων και, β)Εάν ευρεθώσιν επί πλοίου χωρητικότητος μέχρις 100 κόρων ή αποβιβασθώσιν εξ αυτού δέματα ή δοχεία πλείονα των εν τω δηλωτικώ αναγραφέντων, ως επίσης αν προκύψωσι διαφοραί κατά ποσόν εις εμπορεύματα χυτά ή λυτά υπερβαίνοντα τα 10%. Οσάκις τα επί πλέον ευρεθέντα δέματα ή δοχεία φέ(Αντί για τη σελ. 167(γ) Σελ. 167(δ) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 111 - 280 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 ρουσι διακριτικά σημεία και αριθμούς, όμοια προς τα των άλλων των αναγραφομένων εν τω δηλωτικώ θεωρούνται ως μη δηλωθέντα, τα υποκείμενα εις ανώτερον τέλος. Επίσης επί διαφορών προκυπτουσών εις χυτά ή λυτά ομοειδή εμπορεύματα, ως μη δηλωθέντα θεωρούνται τα υποκείμενα εις ανώτερον τέλος. Τα επί τη βάσει της παρούσης παραγράφου πρόσθετα τέλη δύνανται να καθορισθώσι μέχρι «5.000.000» δραχμών και εν η περιπτώσει τα εμπορεύματα δεν υπόκεινται εις δασμούς εισαγωγής και λοιπούς φόρους ή υπόκεινται εις τοιούτους το δεκαπλούν των οποίων είναι μικρότερον του ποσού τούτου». Η παρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 14 Α.Ν. 791/1948, δι’ ου είχον προστεθή και έτεραι δύο παράγραφοι, αίτινες όμως κατηργήθησαν δια του άρθρ. 2 παρ. 17 Α.Ν. 1514/1950. Τα πρόστιμα προσηρμόσθησαν ως τα του Άρθρον 14 1.Οι πλοίαρχοι οφείλουσι προ του απόπλου εκ του λιμένος, εις όν το πρώτον κατέπλευσαν, να εφοδιασθώσιν υπό της τελωνειακής αρχής δια δηλωτικού. 2.Εάν ουδέν εκ του φορτίου απεβιβάσθη, η τελωνειακή αρχή επιστρέφει εις τον πλοίαρχον το κατατεθέν δηλωτικόν, βεβαιούσα επ’ αυτού ότι ουδέν απεβιβάσθη. 3.Εάν μέρος του φορτίου απεβιβάσθη, βεβαιούται τούτο ενυπογράφως υπό του πλοιάρχου επί του πρωτοτύπου δηλωτικού και μετά τούτο η τελωνειακή αρχή εφοδιάζει αυτόν δι’ αποσπάσματος του κατατεθέντος δηλωτικού ή επιστρέφει το πρωτότυπον λαμβάνουσα απόσπασμα αυτού. 4.Εκδίδονται τόσα αποσπάσματα, όσοι είναι οι λιμένες του προορισμού. 5.Εάν τα εμπορεύματα είναι προωρισμένα δια το εξωτερικόν, εκδίδεται έν μόνον απόσπασμα δηλωτικού. 6.Εάν ο πλοίαρχος παρέλαβε νέον φορτίον η τελωνειακή αρχή εφοδιάζει αυτόν δια των νομίμων εγγράφων, ποιουμένη μνείαν των εκδοθέντων εγγράφων εφ’ εκάστου αυτών. 7.Των υπ’ αριθ. 1-5 υποχρεώσεων απαλλάσσονται τα εν άρθρ. 12 αναφερόμενα ατμόπλοια. 8.Της υπ’ αριθ. 1 υποχρεώσεως απαλλάσσονται οι πλοίαρχοι, οσάκις το πλοίον, καταπλεύσαν κενόν, αποπλέει άνευ φορτίου. άρθρ. 90. Άρθρον 94 1.«Επιβάλλεται πρόστιμον δραχ. (25.000) 500.000» εις τον λεμβούχον τον μεταφέροντα επιβάτας ή εμπορεύματα εντός του λιμένος ή εκτός αυτού κατά παράβασιν διατάξεων της τελωνειακής ή λιμενικής αρχής. Εν υποτροπή δύναται να κατασχεθή η λέμβος επί χρόνον ουχί ανώτερον του μηνός». Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Ν.Δ. 1716/1942. «2.Δι’ οιανδήποτε άλλην παράβασιν του νόμου τούτου μη τιμωρουμένην κατ’ ειδικήν διάταξιν αυτού, επιβάλλεται πρόστιμον «(25.000) έως 500.000 δραχμών». Η ανωτέρω παράγραφος έλαβε τον αριθ. 2 αντί του αρχικού αριθ. 3, της παρ. 2 καταργηθείσης δια του άρθρ. 1 Ν.Δ. 16/19 Απρ. 1923. «3.Το αυτό πρόστιμον δύναται να επιβληθή και επί παραβάσεων διατάξεων των δυνάμει του νόμου τούτου εκδιδομένων Β.Δ/των εφ’ όσον αύται δεν τιμωρούνται κατ’ ειδικήν διάταξιν αυτού». Η ανωτέρω παράγραφος προσετέθη δια του άρθρ. 9 Νόμ. 1941/1920. Τα πρόστιμα σε δραχμές των άνω παρ. 1, 2 και 3, 20πλασιάστηκαν από την παρ. 2 άρθρ. 50 Νόμ. 1041/1980, ΦΕΚ Α΄ 75 (κατωτ. σελ. 226,533). Σελ. 168(δ) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 112 «4.Επιβάλλεται πρόστιμον (από του απλού) μέχρι του τριπλασίου της διαφοράς του δασμού ή τέλους και των παρομαρτούντων φόρων και δικαιωμάτων της διαφευγούσης εκ της καταστρατηγήσεως των διατάξεων περί αποβάρου, οσάκις εμπορεύματα τελωνιζόμενα επί τη βάσει του μικτού βάρους αυτών εισάγονται γυμνά παρά τον καθιερωμένον και συνήθη τρόπον συσκευασίας ή οσάκις εμπορεύματα υποκείμενα εις έκπτωσιν νομίμου αποβάρου ή εις την πραγματικήν αποστάθμισιν εισάγωνται συσκευασμένα ουχί κατά τον συνήθη εμπορικόν τρόπον αλλά κατ’ ειδικόν τοιούτον επί τω σκοπώ ζημίας του Δημοσίου». Η παρ. 4 προσετέθη δια του άρθρ. 3 Α.Ν. 899/1937. Τα πρόστιμα προσηρμόσθησαν ως τα του άρθρ. 90. «5.Στους παραβάτες των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρ. 70 ή και των άρθρ. 70θ έως και 70ιγ, επιβάλλεται, για κάθε παράβαση και ανεξάρτητα από τις ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις για τη λαθρεμπορία, πρόστιμο μέχρι το διπλάσιο της αξίας FOB των εμπορευμάτων που προσδιορίστηκε για τελωνειακούς σκοπούς σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Αν η παράβαση συνεπάγεται και την απώλεια εξαγωγικών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ή τη λήψη μεγαλύτερων επιστροφών ή άλλων ποσών που χορηγούνται κατά την εξαγωγή των εμπορευμάτων, το πρόστιμο αυτό είναι τουλάχιστον ισόποσο προς την απώλεια ή τη διαφορά αυτή. Δεν επιβάλλεται πρόστιμο, αν η απώλεια ή η διαφορά δεν υπερβαίνει τα 3%. Σε περίπτωση επιβολής προστίμου ανακαλείται η έγκριση υπαγωγής στις απλουστευμένες διαδικασίες εξαγωγής και με πράξη του προϊσταμένου της οικείας τελωνειακής περιφέρειας επιβάλλεται στον παραβάτη εξαγωγέα στέρηση από ένα μέχρι τρία χρόνια της υπαγωγής στις απλουστευμένες διαδικασίες εξαγωγής σε όλες τις τελωνειακές αρχές της δικαιοδοσίας του». Η παρ. 5 προστέθηκε από το άρθρ. 4 Νόμ. 1808/1988 (ΦΕΚ Α΄ 218), κατωτ. αριθ. 73. - 281 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 95 1.Οσάκις, κατά την εξέλεγξιν των εν ιδιωτικαίς αποθήκαις αποτεταμιευμένων εμπορευμάτων, καθώς και εν ιδιαιτέροις διαμερίσμασιν αποταμιευτικού καταστήματος, ανακαλύπτωνται διαφοραί κατά ποσόν επί πλέον ή έλαττον, υπερβαίνουσαι κατά δύο τοις εκατόν την κατά το άρθρ. 61 κανονιζομένην φύραν, ή μεταβολαί του είδους ή του ποιού των εμπορευμάτων, επιβάλλεται εις τον κύριον των εμπορευμάτων πρόστιμον, «ουχί (μικρότερον του διπλασίου, ούτε) μεγαλείτερον του δεκαπλού» των οφειλομένων δια τα ελλείποντα ή τα διαφόρου είδους ή ποιού εμπορεύματα τελωνειακών τελών. Η εντός « » φράσις αντικατεστάθη ως άνω δια του εδάφ. ια΄ άρθρ. 1 Ν.Δ. 16/19 Απρ. 1923. 2.Εάν αι κατά ποιόν, ποσόν ή είδος διαφοραί υπερβαίνωσι τα 10%, εκτός της πληρωμής του κατά την προηγουμένην παράγραφον προστίμου, ο κύριος υποχρεούται να καταβάλη αμέσως το τελωνειακόν τέλος όλων των επ’ ονόματι αυτού αποτεταμιευμένων εμπορευμάτων. Εν περιπτώσει δε υποτροπής, αποστερείται προσέτι επί έν έτος του πλεονεκτήματος της αποταμιεύσεως. 3.Εάν προκύπτη έλλειψις δοχείων ή δεμάτων σημειουμένων εν τοις βιβλίοις της αποταμιεύσεως, επιβάλλεται πρόστιμον «μέχρι του τετραπλασίου», των οφειλομένων δια τα ελλείποντα εμπορεύματα τελωνειακών τελών (εισαγωγικού δασμού, δημοτικού φόρου, και παρεπομένων φόρων και δικαιωμάτων). Εάν το βάρος εκάστου των ελλειπόντων δοχείων ή δεμάτων δεν είναι γνωστόν, υπολογίζεται επί τη βάσει του μέσου βάρους των ομοειδών δεμάτων των δια της αυτής αιτήσεως αποταμιευθέντων. Το πρόστιμον ωρίσθη μέχρι του 4πλασίου δια του άρθρ. 2ου Νόμ. 4057/1929. Η αληθής έννοια του άρθρ. 2ου του Νόμ. 4057 είναι ότι το δια της παρ. 3 του άρθρ. 95 του Νόμ. 1165 επιβαλλόμενον πρόστιμον δια τας εν τη παραγράφω ταύτη οριζομένας περιπτώσεις, ορίζεται από μιας δραχμής μέχρι του τετραπλασίου των οφειλομένων δια τα ελλείποντα εμπορεύματα τελωνειακών τελών (εισαγωγικού δασμού, δημοτικού φόρου και παρομαρτούντων φόρων και δικαιωμάτων).(Άρθρον 4 Α.Ν. 899/1937). «Κατά τας περιπτώσεις της παρούσης παραγράφου επιφυλάσσεται η επί λαθρεμπορία δίωξις κατά την διάταξιν της παρ. 3 του άρθρ. 100». Η τελευταία περίοδος προσετέθη δια του άρθρ. 1 εδάφ. ιβ΄ Ν.Δ. 16/19 Απρ. 1923. Κατόπιν της δια του Α.Ν. 2081/1939 τροποποιήσεως του Νόμ. 1165/1918 η παραπομπή δέον να λογισθή ως αναφερομένη εις την περιπτ. δ΄ της δευτέρας παραγράφου του άρθρ. 100 του Κώδικος. 4.Εάν ανευρίσκωνται, εντός των ιδιωτικών αποθηκών της αποταμιεύσεως, εμπορεύματα, τα οποία δεν έχουσιν αναγραφή εν τοις βιβλίοις του αποταμιευτικού καταστήματος, επιβάλλεται πρόστιμον ουχί (μικρότερον του διπλασίου ούτε) μεγαλείτερον του δεκαπλασίου των οφειλομένων τελών. Άρθρον 96 1.Οσάκις κατά την εις το εξωτερικόν επαναφοράν ή κατά την αποταμίευσιν, των επί προσωρινή ατελεία γενομένων δεκτών και μεταποιηθεισών πρώτων υλών, προκύπτωσιν επί πλέον ή έλαττον κατά ποσόν διαφοραί, υπερβαίνουσαι τα 5%, επιβάλλεται πρόστιμον, ουχί (μικρότερον του απλού, ούτε) μεγαλύτερον του τριπλού του επί των προκυψασών διαφορών ανήκοντος τέλους. Άρθρον 97 1.Επιβάλλεται πρόστιμον, ουχί (μικρότερον των τελωνειακών τελών, ούτε) μεγαλύτερον του πενταπλασίου αυτού, οσάκις ανακαλύπτωνται εμπορεύματα μεταφερόμενα ή άλλως, άνευ του υπό του άρθρ. 83 προβλεπομένου εγγράφου, κατεχόμενα εντός της τελωνειακής ζώνης, ή εν καιρώ νυκτός μεταφερόμενα εντός της αυτής ζώνης. «2.Επί παραλείψεως της τηρήσεως ή επί ανακριβούς ή ατάκτου τηρήσεως των εις εκτέλεσιν των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρ. 88 του παρόντος καθοριζομένων διατυπώσεων, επιβάλλεται κατά των παραβατών πρόστιμον από είκοσι χιλιάδας μέχρι πεντήκοντα χιλιάδας δραχμάς, πλην αν συντρέχη περίπτωσις λαθρεμπορίας, ότε εφαρμόζονται και αι περί ταύτης διατάξεις. 3.Κατά των οπωσδήποτε συμμετασχόντων της κατά την παρ. 2 του άρθρ. 89 του παρόντος τελωνειακής παραβάσεως και αναλόγως του βαθμού της συμμετοχής εκάστου, ασχέτως της ποινικής διώξεως αυτών, επιβάλλεται, κατά τας διατάξεις των άρθρ. 100 και επ. του παρόντος, ιδιαιτέρως εις έκαστον και αλληλεγγύως πολλαπλούν τέλος από του διπλού μέχρι του δεκαπλού των βαρυνόντων το αντικείμενον ταύτης δασμών, φόρων, τελών και δικαιωμάτων, εν συνόλω δια πάντας τους συνυπαιτίους. Προς τούτο, οι δασμοί και φόροι λογίζονται δια μεν τας περιπτώσεις του άρθρ. 111 του παρόντος, εκείνοι οι οποίοι θα εφηρμόζοντο κατά την ημέραν της κατασχέσεως, εις τας λοιπάς δε περιπτώσεις οι δασμοί και φόροι οι οποίοι θα εφηρμόζοντο κατά την ημέραν της αποστολής της δικογραφίας εις την Εισαγγελικήν Αρχήν, ελλείψει δε τοιαύτης κατά την ημέραν περιελεύσεως εις ταύτην της οικείας μηνύσεως. Εν η περιπτώσει το δεκαπλούν των ανηκόντων δασμών και λοιπών φόρων εις το αντικείμενον της λαθρεμπορίας είναι μικρότερον των είκοσι χιλιάδων δραχμών, τα επιβλητέα τέλη δύνανται να καθορισθούν μέχρι του ποσού τούτου, το οποίον δύναται να αυξομειούται δια Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών». Η παρ. 2 προσετέθη δια του άρθρ. 1 παρ. (Αντί για τη σελ. 168,01) Σελ. 168,01(α) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 113 - 282 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 2.Α.Ν. 1514/1950 κυρωθέντος δια του Νόμ. 1591/1950 (κατωτ. αριθ. 28 και 31) και η παρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 4 του αυτού Νόμου. Αμφότεραι ετροποποιήθησαν ως άνω δια του άρθρ. 23 του Νόμ. 495/1976 (τόμ. 4Α σελ.). «4.Τα υπό της προηγουμένης παραγράφου προβλεπόμενα πολλαπλά τέλη επιβάλλουν δια πράξεών των, κατά τας διατάξεις του άρθρ. 99 του παρόντος, οι προϊστάμενοι των εν αυτώ καθοριζομένων τελωνειακών αρχών, πλην των προϊσταμένων των Υποτελωνείων. Προς έκδοσιν της πράξεως ταύτης διαβιβάζεται εις τον προϊστάμενον του αρμοδίου Τελωνείου, παρά της το πρώτον επιληφθείσης της διώξεως του λαθρεμπορίου δημοσίας αρχής, εις μεν τας περιπτώσεις του άρθρ. 111 του παρόντος, αντίγραφον της εκθέσεως κατασχέσεως και του σχηματισθέντος φακέλλου προανακρίσεως, εις δε τας λοιπάς περιπτώσεις αντίγραφον του τελευταίου τούτου. Σελ. 168,02(α) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 114 - 283 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 5.Ο παραλαμβάνων Προϊστάμενος του αρμοδίου Τελωνείου, μετά την ενέργειαν διοικητικής ανακρίσεως, έχων προς τούτο και την κατά την παρ. 2 του Άρθρον 15 Ο πλοίαρχος, μετά τον κατάπλουν εις δεύτερον λιμένα, παραδίδει, εντός της προθεσμίας του άρθρ. 11, εις την τελωνειακήν αρχήν τα εν τω προηγουμένω άρθρω οριζόμενα έγγραφα. άρθρ. 6 και παρ. 1 του άρθρ. 17 του υπ’ αριθ. 1264 του έτους 1942 Ν.Δ/τος «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί οικονομικής Επιθεωρήσεως» αρμοδιότητα, συντάσσει και εκδίδει, το δυνατόν ταχύτερον, ητιολογημένην πράξιν, δια της οποίας κατά περίπτωσιν ή απαλλάσσει ή προσδιορίζει τους κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου υπαιτίους, τον βαθμόν της ευθύνης εκάστου, τους ανήκοντας ή διαφυγόντας δασμούς και λοιπούς φόρους τους βαρύνοντας το αντικείμενον της λαθρεμπορίας και καταλογίζει το κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου πολλαπλούν τέλος, εφ’ όσον δε συντρέχει περίπτωσις και τους διαφυγόντας δασμούς και λοιπούς φόρους. Η πληρωμή του πολλαπλού τέλους δεν απαλλάσσει από την υποχρέωσιν της πληρωμής των ανηκόντων δασμών και λοιπών φόρων, εξαιρέσει της περιπτώσεως καθ’ ην κατάσχεται και δημεύεται το αντικείμενον της λαθρεμπορίας. 6.Ειδικώτερον, εάν συντρέχη περίπτωσις χρεώσεως της αξίας, δι’ ην παρέχεται εγγύησις κατά τας περιπτώσεις του εδαφ. β΄ της πρώτης παραγράφου του άρθρ. 75 του παρόντος ανεξαρτήτως της συντρεχούσης, τυχόν, περιπτώσεως ποινικής διώξεως επί λαθρεμπορία, ήτις επιφυλάσσεται πάντοτε, επιβάλλονται εις βάρος του φορτωτού και λοιπών συνυπαιτίων κατά την αυτήν διαδικασίαν πολλαπλά τέλη μέχρι του δεκαπλού της αξίας, δι’ ην παρέχεται εγγύησις. Εις τα αυτά πολλαπλά τέλη υπόκεινται και όσοι εξάγουν λάθρα όμοια είδη άνευ καταθέσεως τελωνειακών εγγράφων, ανεξαρτήτως της συντρεχούσης τυχόν περιπτώσεως ποινικής διώξεως επί λαθρεμπορία, ήτις επιφυλλάσσεται πάντοτε. Εν τη περιπτώσει ταύτη η αξία των περί ων πρόκειται ειδών προσδιορίζεται δια της επιβαλλούσης τα πολλαπλά τέλη πράξεως. Τα επί τη βάσει της παρούσης παραγράφου πρόσθετα τέλη δύνανται να καθορισθώσι μέχρι 5.000.000 δραχμών και εν η περιπτώσει το δεκαπλούν της κατατεθείσης εγγυήσεως είναι μικρότερον του ποσού τούτου. Το ποσόν τούτο δύναται ν’ αυξομειώται δια Β.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. 7.Κατά των πράξεων τούτων των προβλεπομένων υπό του παρόντος άρθρου επιτρέπονται τα υπό των παρ. 6 και επομένων του άρθρ. 99 του παρόντος νόμου προβλεπόμενα ένδικα μέσα. «Εις τα αυτά ως άνω ένδικα μέσα υπόκειται και πάσα αμφισβήτησις κατά των ανωτέρω πράξεων ως και των τοιούτων των εκδιδομένων επί τη βάσει της πρώτης παραγράφου του άρθρ. 99 του παρόντος αφορώσα την ορθότητα του γενομένου δι’ αυτών προσδιορισμού των ανηκόντων δασμών, φόρων και λοιπών δικαιωμάτων εις το αντικείμενον των κατά τας παρ. 1 και 2 του άρθρ. 89 του παρόντος παραβάσεων, είτε ο προσδιορισμός ούτος απετέλεσε την βάσιν προς καταλογισμόν διαφυγόντων δασμών κλπ. είτε προς καθορισμόν του καταβλητέου προσθέτου ή πολλαπλού τέλους». Το ανωτέρω εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 6 Νόμ. 2876/1954. «Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλει την είσπραξη του 30% των προστίμων και πολλαπλών τελών που επιβλήθηκαν από την τελωνειακή αρχή. Το εισπραττόμενο ποσοστό 30% δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό των δασμών και λοιπών φόρων που αναλογούν στο αντικείμενο της τελωνειακής παράβασης. Μετά την έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο το ποσοστό 30% που εισπράχθηκε συμψηφίζεται ή επιστρέφεται εν όλω ή εν μέρει ανάλογα με την περίπτωση». Τα ανωτέρω μέσα σε « » εδάφια προστέθηκαν από την παρ. 4 άρθρ. 27 Νόμ. 1473/84 (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). 8.Ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων ή αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τανάπαλιν». Αι παραγρ. 3 - 8 προσετέθησαν δια του άρθρ. 4 του Α.Ν. 1514/1950. Τα κατώτατα όρια των προστίμων ή προσθέτων ή πολλαπλών τελών των άρθρων 90 - 97 κατηργήθησαν δια του άρθρ. 7 Νόμ. 2876/1954. Άρθρον 98 1.Εν συρροή τελωνειακών παραβάσεων ή εάν τελωνειακή παράβασις συντρέχη μετ’ άλλης ποινικώς τιμωρητέας πράξεως, εκάστη τελωνειακή παράβασις τιμωρείται ιδιαιτέρως κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου. «2.Εν περιπτώσει υποτροπής του υπαιτίου δια της εντός του ιδίου οικονομικού έτους τελέσεως νέας παραβάσεως το πρόσθετον τέλος δύναται κατά την κρίσιν του επιβάλλοντος τούτο να επιταθή και μέχρι του διπλασίου των εν τω νόμω καθοριζομένων ανωτάτων ορίων». Η παρ. 2 προσετέθη δια του άρθρ. 4 Α.Ν. 1054/1946. Άρθρον 99 1.«Αι τελωνειακαί παραβάσεις βεβαιούνται δια πρωτοκόλλου των αρμοδίων οργάνων της τελωνειακής υπηρεσίας ή της οικονομικής τελωνειακής αστυνομίας». Αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 παρ. 1 Α.Ν. 1054/1946. «Αι τελωνειακαί παραβάσεις, περί των οποίων η δευτέρα παράγραφος του άρθρ. 89 του παρόντος, βεβαιούνται επί τη βάσει των κατά το δεύτερον εδάφιον της τετάρτης παραγράφου του άρθρ. 97 του αυτού νόμου στοιχείων». Η ανωτέρω περίοδος προσετέθη δια του άρθρ. 3 παρ. 2 Α.Ν. 1514/1950. (Αντί για τη σελ. 169(α) Σελ. 169(β) Τεύχος Ζ13-Σελ. 71 - 284 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 «Αρμόδιοι δια την επιβολήν των υπό των διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικος προβλεπομένων προσθέτων τελών είναι οι Διευθυνταί Τελωνείων ή Τελώναι ή Υποτελώναι της περιφερείας της τελέσεως της παραβάσεως. Ούτοι εντός του βραχυτέρου δυνατού χρονικού διαστήματος από της καταχωρήσεως του πρωτοκόλλου εις το οικείον βιβλίον ή της παραλαβής του και μετά προηγουμένην λήψιν της απολογίας του καθ’ ου τούτο και την ενέργειαν πάσης άλλης εξετάσεως, ην ήθελον τυχόν κρίνει αναγκαίαν, προβαίνουσιν εις την έκδοσιν ητιολογημένης πράξεως, δι’ ης καταλογίζουσι εις βάρος των κατά τας διατάξεις του Νόμου υπαιτίων και αστικώς συνυπευθύνων το νενομισμένον πρόσθετον τέλος». Αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 παρ. 1 Α.Ν. 1054/1946. «Κατ’ εξαίρεσιν εν περιπτώσει συρροής τελωνειακών παραβάσεων τα κατά τον παρόντα πρόσθετα τέλη δύναται να επιβάλη επί πασών των συρρεουσών παραβάσεων ο δια την μίαν τούτων αρμόδιος Διευθυντής Τελωνείων ή Τελώνης ή Υποτελώνης». Το εντός « » εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 15 Α.Ν. 791/1948. 2.«Αι διατάξεις των άρθρ. 108, 109 και 110 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και επί των τελωνειακών παραβάσεων. Η άγνοια των αστικώς συνυπευθύνων της προθέσεως των χαρακτηρισθέντων ως κυρίως υπαιτίων προς τέλεσιν της παραβάσεως δεν απαλλάσσει τούτους της ευθύνης». Η παρ. 2 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 παρ. 1 Α.Ν. 1054/1946. 3.«Η προς απολογίαν κλήσις κοινοποιείται δια παντός δημοσίου οργάνου προκειμένου μεν περί προσώπων των οποίων τυγχάνει γνωστή η διαμονή ως και περί προσώπων διατριβόντων επί πλοίων ως και περί πλοιοκτητών δι’ επιδόσεως κατά τας διατάξεις της παρ. 5, προκειμένου δε περί προσώπων αγνώστου διαμονής ή διατριβόντων εν τη αλλοδαπή δια τοιχοκολλήσεως της κλήσεως εις το κατάστημα της καλούσης τελωνειακής αρχής παρουσία δύο μαρτύρων. Περί της κοινοποιήσεως συντάσσεται επιδοτήριον κατά τας διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας. Εν περιπτώσει τοιχοκολλήσεως συντάσσεται περί τούτου έκθεσις υπογραφομένη υπό του ενεργήσαντος ταύτην οργάνου και των παραστάντων δύο μαρτύρων. Εν τη κλήσει ορίζεται ανάλογος κατά την κρίσιν της τελωνειακής αρχής προθεσμία προς απολογίαν από της κοινοποιήσεως αυτής, μη δυναμένη εν πάση περιπτώσει να υπερβαίνη τας 30 ημέρας. Εάν ο Σελ. 170(β) Τεύχος Ζ13-Σελ. 72 καλούμενος δεν απολογηθή εντός της ταχθείσης προθεσμίας, η πράξις δύναται να εκδοθή και άνευ της απολογίας του». Η παράγρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 παρ. 1 Α.Ν. 1054/1946. - 285 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 4.«Αι τελωνειακαί παραβάσεις παραγράφονται εάν εντός τριετίας από της τελέσεώς των δεν κοινοποιηθή η καταλογιστική πράξις του προϊσταμένου της αρμοδίας τελωνειακής αρχής». Η παράγρ. 4 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 3 παρ. 1 Α.Ν. 1054/1946. «Κατ’ εξαίρεσιν η ως άνω προθεσμία ορίζεται πενταετής προκειμένου περί τελωνειακών παραβάσεων περί ων η παρ. 2 του άρθρ. 89 του παρόντος νόμου». Το εντός « » εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 11 Ν.Δ. 2680/1953. «Εις τον υπό του προηγουμένου άρθρου ως συνεπληρώθη δια του Α.Ν. 1054/1946 και του Ν.Δ. 2680/1953 καθοριζόμενον χρόνον πενταετούς παραγραφής, υπόκεινται άπασαι αι κατά την παρ. 2 του άρθρ. 89 του Νόμ. 1165/1918, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως τελωνειακαί παραβάσεις αι πραχθείσαι αφ’ ης ήρξατο η ισχύς του Α.Ν. 1514/1950. Εις τον αυτόν χρόνον παραγραφής υπόκεινται προσέτι και αι προ της ισχύος του ανωτέρω Α.Ν. 1514/1950 πραχθείσαι λαθρεμπορίαι δια τους εις το αντικείμενον τούτων ανήκοντας δασμούς και φόρους εφ’ όσον ούτοι μέχρι της συμπληρώσεως της ήδη καθοριζομένης πενταετούς παραγραφής, αρχομένης ειδικώς δια ταύτας από της ισχύος του Α.Ν. 1514/1950, δεν είχον υποκύψει εις την δεκαετή παραγραφήν του άρθρ. 86 του Νόμου περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων». Τα εντός « » προσετέθησαν δια του άρθρ. 5 Νόμ. 3137/1955. «5.Η πράξις κοινοποιείται εις τον καθ’ ου εξεδόθη. Η κοινοποίησις γίνεται δια τελωνοφύλακος ή δι’ οιουδήποτε άλλου δημοσίου οργάνου δι’ επιδόσεως εις τον ίδιον καταδικασθέντα. Αν δεν ευρεθή ούτος εν τη κατοικία εν η κατοικεί ή προσκαίρως διαμένει, ή αν αρνηθή να παραλάβη την πράξιν και υπογράψη το αποδεικτικόν, ή αν δηλώση ότι αδυνατεί να υπογράψη το αποδεικτικόν, η επίδοσις της πράξεως γίνεται κατά τας διατάξεις, του άρθρ. 143 της Πολ. Δικονομίας. Εάν ο καθ’ ου εξεδόθη η πράξις διατρίβη επί πλοίου, ή είναι ανήλικος ή νομικόν πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου, αύτη επιδίδεται κατά τας διατάξεις των άρθρ. 144 και 145 της Πολιτικής Δικονομίας. Εξαιρετικώς επί προσώπων διατριβόντων επί πλοίων, ως και επί πλοιοκτητών φυσικών ή νομικών προσώπων η επίδοσις δύναται να γίνη εις τον πράκτορα του πλοίου, αλλά πάντοτε δι’ ιδιαιτέρου δικογράφου δι’ έκαστον καταλογιζόμενον. Περί της κοινοποιήσεως συντάσσεται έκθεσις υπό του κοινοποιούντος υπαλλήλου, υπογραφομένη υπ’ αυτού και του προς ον η κοινοποίησις ή του προς ον εγένετο η επίδοσις ή του μάρτυρος. Όταν διατρίβη τις εν τη αλλοδαπή ή δεν είναι γνωστή η διαμονή αυτού κατά την περί τούτου βεβαίωσιν της αστυνομικής αρχής της έδρας του εκδόντος την πράξιν τελωνειακού υπαλλήλου, η κοινοποίησις γίνεται δια δημοσιεύσεως περιλήψεως της πράξεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως». Η παρ. 5 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 34 παρ. 5 Α.Ν. 2081/1939. (Μετά την σελ. 170(α) Σελ. 170,01 173-31 - 286 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 - 287 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 6.Ο καθ’ ου εξεδόθη η πράξις ή οι δι’ αυτής κηρυχθέντες αστικώς συνυπεύθυνοι δικαιούνται προσφυγής, (εντός μηνός) από της κοινοποιήσεως της πράξεως, ενώπιον των δια της παρ. 8 του παρόντος Άρθρον 16 1.Το δηλωτικόν εισαγωγής συντάσσεται γαλλιστί ή αγγλιστί ή γερμανιστί ή ιταλιστί, μετά μεταφράσεως εις την ελληνικήν, διαλαμβάνει δε το όνομα, την σημαίαν και την χωρητικότητα του πλοίου, την προέλευσιν αυτού μετά των γενομένων προσεγγίσεων, τον αριθμόν των ανδρών του πληρώματος και την περιληπτικήν δήλωσιν ολοκλήρου του φορτίου κατ’ είδος, ποσόν, αριθμόν και βάρος δεμάτων ή δοχείων μετά των επ’ αυτών σημείων και αριθμών. 2.Δεν υποχρεούται ο πλοίαρχος να συμπεριλάβη εν τω δηλωτικώ τας αποσκευάς των επιβατών, όταν αύται αποτελώνται εκ δοχείων, δι’ ων συνήθως κομίζονται τα πράγματα των επιβατών. 3.Δι’ όσα είδη φέρουσι δι’ ιδίαν χρήσιν οι ναύται, ως και δια τα εφόδια του πλοίου, οΣελ. 141 - 224 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 φείλει ο πλοίαρχος να καταθέση μετά του δηλωτικού και ιδιαιτέραν σημείωσιν, ήτις θεωρείται παρά της τελωνειακής αρχής και λαμβάνει τον αυτόν αριθμόν του δηλωτικού. 4.Τα συνοδεύοντα το δηλωτικόν έγγραφα προσαρτώνται αυτώ. 5.Το δηλωτικόν γράφεται δια μελάνης, άνευ διορθώσεων, απαλείψεων και αλλοιώσεων, διαλαμβάνει τα ποσά ολογράφως και αριθμητικώς και υπογράφεται υπό του πλοιάρχου, ή, κατά την περίπτωσιν του άρθρου συνιστωμένων πρωτοβαθμίων Επιτροπών Προσφυγών, ορίζων και αντίκλητον κατοικούντα εν τη έδρα της Επιτροπής μετά της ακριβούς διευθύνσεως της κατοικίας του, εν η περιπτώσει κατοικεί εκτός ταύτης. Η προσφυγή γίνεται εγγράφως, (υποβαλλομένη εις το νόμιμον τέλος χαρτοσήμου) κοινοποιείται δε ή εγχειρίζεται επ’ αποδείξει εις την εκδούσαν την εκκαλουμένην πράξιν τελωνειακήν αρχήν. Αύτη διαβιβάζει επ’ αποδείξει εις την αρμοδίαν Πρωτοβάθμιον Επιτροπήν Προσφυγών την δικογραφίαν μετά της προσφυγής και της επ’ αυτής εισηγήσεώς της το ταχύτερον από της παραλαβής της προσφυγής. Η μηνιαία προθεσμία έγινε 10ήμερος δια του άρθρ. 7 Νόμ. 2876/1954. Η ως άνω προσφυγή απηλλάγη τελών χαρτοσήμου δια του άρθρ. 19 παρ. 8 του Κώδικος Τελών Χαρτοσήμου (τόμ. 28 σελ. 32). 7.Έκαστος καταλογιζόμενος δια προσθέτου ή πολλαπλού τέλους ή έκαστος κηρυσσόμενος αστικώς συνυπεύθυνος υποβάλλει μόνον την ιδίαν προσφυγήν. Κατ’ εξαίρεσιν, εν περιπτώσει προσφυγής καταλογισθέντος επωφελείται της τυχόν εκδοθησομένης επιεικεστέρας αποφάσεως και ο δι’ αυτόν κηρυχθείς αστικώς συνυπεύθυνος, καίτοι μη ασκήσας ιδίαν προσφυγήν ή έφεσιν». Αι παρ. 6 και 7 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 2 Α.Ν. 1514/1950. «Δια των αποφάσεων των Πρωτοβαθμίων Επιτροπών Προσφυγών ή των αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου Φορολογικών Παραβάσεων δύναται να περιορίζηται ή καταργήται δια πάντας ή τινας των συνυπαιτίων η αλληλέγγυος ευθύνη των καταλογισθέντων ως και η τοιαύτη των μετά τούτων κηρυχθέντων αστικώς συνυπευθύνων». Το ανωτέρω εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 9 Νόμ. 2876/1954. 8.«Αι ως άνω προσφυγαί εκδικάζονται παρά Πρωτοβαθμίων Επιτροπών Προσφυγών συνιστωμένων εις τας πόλεις αίτινες ορίζονται εκάστοτε ως έδρα περιφερείας Τελωνειακής Επιθεωρήσεως και αποτελουμένων εξ ενός των εν τη έδρα υπηρετούντων Επιθεωρητών Τελωνείων ως Προέδρου και εκ δύο Οικονομικών υπαλλήλων, κεκτημένων βαθμόν Τμηματάρχου τουλάχιστον, ως μελών. Εάν εις την έδραν της Επιτροπής εδρεύει και Τελωνειακή Περιφέρεια, ο Προϊστάμενος ταύτης ορίζεται υποχρεωτικώς ως μέλος της Επιτροπής, προκειμένης εκδικάσεως προσφυγών κατά πράξεων μη εκδοθεισών παρ’ αυτού υπό την ιδιότητά του ως Προϊσταμένου Τελωνείου. Χρέη Γραμματέως της Επιτροπής εκτελεί τελωνειακός υπάλληλος οριζόμενος δι’ αποφάσεως του Προέδρου. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής ορίζονται μετά των αναπληρωτών αυτών δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών. Εν περιπτώσει απουσίας ή κωλύματος Επιθεωρητού Τελωνείων, ως Πρόεδρος ορίζεται ο Προϊστάμενος της Τελωνειακής Περιφερείας, εν ανυπαρξία δε τοιούτου ή εν κωλύματι έτερος Οικονομικός Επιθεωρητής υπηρετών εν τη έδρα της Επιτροπής, ελλείψει δε και τοιούτου έτερος Οικονομικός υπάλληλος, κεκτημένος βαθμόν τουλάχιστον Τμηματάρχου». Η παρ. 8 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Α.Ν. 1514/1950. «Προκειμένης εκδικάσεως προσφυγής κατά πράξεως Τελωνειακής Αρχής αφορώσης παράβασιν αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών εκδοθείσης εις εκτέλεσιν των παρ. 3 έως και 5 του άρθρ. 88 του παρόντος, εις την Πρωτοβάθμιον Επιτροπήν Προσφυγών δύναται να μετέχη ως τρίτον μέλος, αντί του οικονομικού υπαλλήλου, αντιπρόσωπος συναφούς με το αντικείμενον της παραβάσεως εμπορικής ή επαγγελματικής οργανώσεως, οριζόμενος μεθ’ ενός ή πλειόνων αναπληρωτών δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών. Εν περιπτώσει μη ορισμού ιδιωτικού μέλους ή μη προσελεύσεώς του κατά την ορισθείσαν δικάσιμον, ούτος αναπληρούται υπό οικονομικού υπαλλήλου οριζομένου υπό του Προέδρου της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής Προσφυγών. Τα ιδιωτικά ταύτα μέλη οφείλουν όπως προ της αναλήψεως των καθηκόντων αυτών ομόσωσιν ενώπιον του Προέδρου της Επιτροπής τον όρκον του Δημοσίου Υπαλλήλου». Το εδάφιον τούτο προσετέθη δια του άρθρ. 7 του Νόμ. 2096/1952. «9.Η Επιτροπή συνεδριάζει δημοσία, παρόντων πάντων των μελών αυτής, τακτικών ή αναπληρωτικών, λαμβάνει δε τας αποφάσεις κατά πλειοψηφίαν. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής έχει όλα τα δικαιώματα των Προέδρων των Δικαστηρίων, ως προς την διεύθυνσιν της διαδικασίας και την πειθαρχικήν εξουσίαν διαρκούσης της συνεδριάσεως. Αι περί εξαιρέσεως δικαστών διατάξεις εν γένει δεν εφαρμόζονται εις τας δια του παρόντος άρθρου συνιστωμένας Επιτροπάς Προσφυγών. 10.Περί εκάστης συνεδριάσεως τηρούνται εν ιδίω βιβλίω συνοπτικά πρακτικά υπογραφόμενα υπό της Επιτροπής και του Γραμματέως. Η Επιτροπή έχουσα οία και ο Τελώνης δικαιώματα και αρμοδιότητα συμφώνως προς την παρ. 5 του άρθρ. 97 του παρόντος νόμου κρίνει κατά πεποίθησιν και αποφαίνεται ητιολογημένως επί τε των δικονομικών ζητημάτων και της ουσίας. Σελ. 171 - 288 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 11.Κατά την δικάσιμον προσηκόντως κλητευθέντες, οι προσφεύγοντες δικαιούνται να παρίστανται αυτοπροσώπως, ή δια πληρεξουσίου αναπτύσσοντες προφορικώς τους ισχυρισμούς των, υποβάλλοντες δε εάν επιθυμούν και υπομνήματα συντεταγμένα επί του νενονισμένου χαρτοσήμου. Ως πληρεξούσιοι δύνανται να παραστώσι και δικηγόροι διωρισμένοι ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή και ιδιώται. Η πληρεξουσιότης δύναται να δοθή και δι’ επιστολής του εντολέως, ούσης κεκυρωμένης υπό δικαστικής ή αστυνομικής τινος ή της κοινοτικής αρχής του τόπου της κατοικίας αυτού. Εν η περιπτώσει ο ενιστάμενος ή ο αντίκλητος αυτού, προσηκόντως κλητευθέντες, δεν παραστώσιν εις την δικάσιμον η Επιτροπή αποφασίσει και απόντων αυτών. 12.Μεθ’ εκάστην συνεδρίασιν ο Πρόεδρος ενεργεί την διανομήν των συζητηθεισών υποθέσεων μεταξύ αυτού και των μελών, ορίζων ούτω εισηγητάς δικαστάς, προς έκδοσιν αποφάσεων. Αι αποφάσεις δημοσιεύονται εν δημοσία συνεδριάσει, υπογράφονται δε υπό του Προέδρου, των μελών και του Γραμματέως. 13.Η απόφασις της Επιτροπής, εκδιδομένη το δυνατόν ταχύτερον, από της εις αυτήν περιελεύσεως της προσφυγής, κοινοποιείται εις την εκδόσασαν την προσβληθείσαν πράξιν τελωνειακήν αρχήν και υπό ταύτης εις τον προσφεύγοντα ή τον αντίκλητον αυτού κατά τας διατάξεις της παρ. 5 του παρόντος άρθρου. 14.Μη κοινοποιηθείσης εμπροθέσμως προσφυγής τα οφειλόμενα πολλαπλά ή πρόσθετα τέλη ή πρόστιμα εισπράττονται δυνάμει της πράξεως της Τελωνειακής Αρχής αναγκαστικώς, εάν μη εγένετο εκουσίως η καταβολή αυτών, υπό των δυνάμει της πράξεως υποχρέων. Κοινοποιηθείσης εμπροθέσμως προσφυγής η είσπραξις των οφειλομένων γίνεται μετά την έκδοσιν της αποφάσεως της Επιτροπής συμφώνως προς το διατακτικόν αυτής. Η είσπραξις των πολλαπλών ή προσθέτων τελών ή προστίμων ενεργείται υπό της τελωνειακής αρχής, μετά δε την λήξιν του οικον. έτους, καθ’ ο κατέστη τελεσίδικος η πράξις αυτής, η είσπραξις ανήκει εις τον αρμόδιον Δημόσιον Ταμίαν». Αι παράγρ. 7-14 προσετέθησαν δια του άρθρ. 2 του Α.Ν. 1514/1950. «Κατ’ εξαίρεσιν, η ως άνω πράξις της Τελωνειακής Αρχής είναι άμα τη εκδόσει της εκτελεστή, εφ’ όσον καταλογίζονται δι’ αυτής πρόσωπα ουχί μονίμως εγκατεστημένα εν Ελλάδι. Τα πρόσωπα ταύτα, ασκούντα το υπό του παρόντος άρθρου προβλεπόμενον ένδικον μέσον της προσφυγής, δύνανται να τύχωσιν υπό της Τελωνειακής Αρχής αναστολής εκτελέσεως της πράξεως μέχρις εκδόσεως της αποφάσεως της Πρωτοβαθμίου Επιτροπής Προσφυγών Σελ. 172 εφ’ όσον παράσχωσιν αξιόχρεον κατά την κρίσιν της αυτής Τελωνειακής Αρχής εγγύησιν». Το εντός « » εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 7 παρ. 2 Νόμ. 2096/1952. «15.Κατά των αποφάσεων της κατά τας προηγουμένας παραγράφους Επιτροπής, εφ’ όσον τα δια ταύτης προσδιορισθέντα πολλαπλά ή πρόσθετα τέλη ή πρόστιμα ανέρχονται εις το ποσόν των πέντε εκατομμυρίων δραχμών και άνω, επιτρέπεται εντός (τριάκοντα ημερών) από της κοινοποιήσεως αυτών έφεσις ενώπιον του κατά το άρθρ. 128 του παρόντος Διοικητικού Δικαστηρίου Φορολογικών Παραβάσεων, κατά τας περί τούτου διατάξεις, όπερ αποφαίνεται αμετακλήτως». Η μηνιαία προθεσμία έγινε 10ήμερος δια του άρθρ. 7 Νόμ. 2876/1954. 16.Η έφεσις δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της αποφάσεως της Επιτροπής, πλην αν περί τούτου αποφανθή το Διοικητικόν Δικαστήριον Φορολογικών Παραβάσεων, δι’ αποφάσεώς του επί υποβαλλομένης αυτώ αιτήσεως αναστολής, δια το τύποις δεκτόν της οποίας απαιτείται προηγουμένη υποβολή εφέσεως κατά τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου. 17.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα του τρόπου συγκλήσεως, τα της αναπληρώσεως του Προέδρου και των μελών, τα του χρόνου και τόπου συνεδριάσεων της Επιτροπής, τα της συντάξεως πινακιδίου των υπό συζήτησιν υποθέσεων και τοιχοκολλήσεως αυτού, τα της επιβολής ειδικού παραβόλου δια το τύποις δεκτόν της προσφυγής, τα του τρόπου προσκλήσεως του ενισταμένου ή του ωρισθέντος αντικλήτου αυτού ίνα παραστή κατά την δικάσιμον, τα της υπογραφής και δημοσιεύσεως ληφθείσης αποφάσεως εφ’ όσον εμεσολάβησε μεταβολή εις τα δικάσαντα πρόσωπα κατά τα στάδια της επί ακροατηρίω συζητήσεως, της λήψεως εν σχεδίω της αποφάσεως, της καθαρογραφής και υπογραφής ή δημοσιεύσεως αυτής, τα τηρητέα υπό της Επιτροπής βιβλία, τα της αποζημιώσεως ή εξόδων κινήσεως των μελών της Επιτροπής και του Γραμματέως αυτής ως και πάσα άλλη σχετική λεπτομέρεια». Αι παρ. 15-17 προσετέθησαν δια του άρθρ. 2 Α.Ν. 1514/1950. «Ομοίως, δύναται να επιτρέπηται όπως η Πρωτοβάθμιος Επιτροπή Προσφυγών Πειραιώς εδρεύει και συνεδριάζει και εις Αθήνας». Η εντός « » φράσις προσετέθη δια του άρθρ. 24ου Νόμ. 1805/1951. - 289 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας «18.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δύναται ν’ ανατίθεται η εκδίκασις των ενδίκων μέσων κατά πράξεων, αποφάσεων κλπ. των Τελωνειακών Αρχών, δι’ ων επιβάλλονται δια τα αντικείμενα της αμέσου και εμμέσου φορολογίας φόρος, τέλος απλούν και πολλαπλούν, πρόστιμον ή προσαύξησις κλπ. εις την κατά το άρθρ. 99 του Τελωνειακού Κώδικος προβλεπομένην Πρωτοβάθμιον Επιτροπήν Προσφυγών και Διοικητικόν Δικαστήριον Φορολογικών Παραβάσεων, καθοριζομένης ομοίως και της διαδικασίας αυτών». Η παρ. 18 προσετέθη δια του άρθρ. 3ου Νόμ. 1591/1950. «19.Εν περιπτώσει τροποποιήσεως επί το επιεικέστερον των διατάξεων του παρόντος νόμου των καθοριζουσών είτε τα επιβλητέα πρόσθετα ή πολλαπλά τέλη επί τελωνειακών παραβάσεων, είτε τα της αλληλεγγύου ευθύνης των συνυπαιτίων και αστικώς συνυπευθύνων προς καταβολήν τούτων, αι επιεικέστεραι αύται διατάξεις εφαρμόζονται, αν μη άλλως εν αυταίς ειδικώς ορίζεται, και επί των προ της ισχύος αυτών πραχθεισών ομοίων παραβάσεων των μήπω τελεσιδίκως από απόψεως διοικητικών ενδίκων μέσων κριθεισών μέχρι της δημοσιεύσεως των εν λόγω τροποποιήσεων». Η παρ. 19 προσετέθη δια του άρθρ. 8 Νόμ. 2876/1954 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ΄ Περί χαρακτηρισμού της λαθρεμπορίας Άρθρον 100 1.«Λαθρεμπορία είναι: α)η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων, είτε εις εισαγωγικόν δασμόν, είτε εις εισπραττόμενον εν τοις Τελωνείοις τέλος, φόρον ή δικαίωμα, άνευ γραπτής αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής ή εν άλλω παρά τον ωρισμένον παρ’ αυτής τόπω ή χρόνω και β)πάσα οιαδήποτε ενέργεια, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των υπ’ αυτού εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των εισαγομένων εκ της αλλοδαπής ή εξαγομένων εμπορευμάτων και αν έτι ταύτα εισεπράχθησαν κατά χρόνον και τρόπον έτερον ή τον υπό του νόμου οριζόμενον. 2.Ως λαθρεμπορία θεωρείται. α)Η εις την γενικήν κατανάλωσιν άνευ εγγράφου αδείας της αρμοδίας τελωνειακής αρχής και πληρωμής του εισαγωγικού δασμού διάθεσις αντικειμένων εισαχθέντων κατά το δασμολόγιον ή δυνάμει νόμου ή συμβάσεως, ατελώς ή επί ηλαττωμένω δασμώ δι’ ωρισμένας ειδικάς χρήσεις, ή η χρησιμοποίησις των αντικειμένων τούτων εις άλλας χρήσεις εκτός των ωρισμένων, ειδικών τοιούτων. β.(Καταργήθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 13 Νόμ. 1567/1985, ΦΕΚ Α΄ 171, κατωτ. σελ. 226,571, Διορθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 200/27 Νοεμ. 1985). γ)Η εξαγωγή εις το εξωτερικόν ή η εισαγωγή εμπορευμάτων, ων κατά νόμον ή κατ’ απόφασιν της αρμοδίας αρχής, είναι απηγορευμένη η εξαγωγή ή η εισαγωγή, εκτός εάν δι’ εγγράφου αδείας επετράπη αύτη, κατ’ εξαίρεσιν της απαγορεύσεως, υπό της αρμοδίας αρχής. δ)Πάσα έλλειψις εμπορευμάτων εν ιδιωτικαίς αποθήκαις αποταμιεύσεως, σκοπούσα να στερήση το Δημόσιον των εισπρακτέων δασμών, τελών, φόρων και δικαιωμάτων επί των ελλειπόντων, εκτός αν ο εισαγωγικός δασμός μετά των παρομαρτούντων αυτώ φόρων, τελών και δικαιωμάτων, ως και των λοιπών φόρων, των ελλειπόντων εμπορευμάτων δεν υπερβαίνει τας «200.000» δραχμάς εν συνόλω και καταβληθώσι τα οφειλόμενα εντός 48 ωρών από της ανακαλύψεως και βεβαιώσεως του ελλείμματος, οπότε εφαρμόζεται η διάταξις της παρ. 3 του άρθρ. 95 του παρόντος, της πράξεως χαρακτηριζομένης ως τελωνειακής παραβάσεως. Το ποσόν των 200.000 δραχμών τίθεται συμφώνως προς διαμόρφωσιν του Ν.Δ. 144/1946. ε)Η επί πλοίων χωρητικότητος μέχρις 100 «κόρων», παραπλεόντων την ακτήν και διευθυνομένων εις Ελληνικόν λιμένα ύπαρξις εμπορευμάτων μη αναφερομένων εν τω δηλωτικώ του πλοίου παρά την διάταξιν του άρθρ. 18». Η παρ. 1 και αι περιπτ. α΄ - ε΄ της παρ. 2 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 1 Α.Ν. 2081/1939. Η λέξις «τόννων» αντικατεστάθη δια της «κόρων» δια του άρθρ. 2 Α.Ν. 791/1948. ς)«Η ύπαρξις εμπορευμάτων, έστω και αναγεγραμμένων εις το δηλωτικόν, εντός πλοίου χωρητικότητος κατωτέρας των 40 κόρων προσορμισθέντος άνευ ανωτέρας βίας εις λιμένα ή όρμον του Κράτους, εις ον δεν είναι επιτετραμμένη η προσέγγισις». Η περίπτ. ς΄ αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 16 Α.Ν. 791/1948. ζ)Η κατά την ώραν της αναχωρήσεως εκ του πλοίου έλλειψις εμπορευμάτων, φορτωθέντων δια το εξωτερικόν ή δι’ άλλον λιμένα του Κράτους δι’ αιτήσεως εξωτερικής ή εσωτερικής αποστολής ή μεταφορτώσεως. η)Η κατά παράβασιν των, δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών εκδιδομένων εις εκτέλεσιν της τρίτης παραγράφου του άρθρ. 88 του παρόντος οριζομένων διατυπώσεων κατοχή εμπορευμάτων και Η περίπτ. η΄ προσετέθη δια του άρθρ. 1 παρ. 3 Α.Ν. 1514/1950. «θ)Η αγορά, πώλησις και κατοχή εμπορευμάτων εισαχθέντων ή τεθέντων εις την κατανάλωσιν κατά τρόπον συνιστώντα το αδίκημα της λαθρεμπορίας». Η περίπτ. θ΄ προσετέθη δια του άρθρ. 8 Νόμ. 2096/1952. (Αντί για τη σελ. 173(η) Σελ. 173(θ) Τεύχος Η72-Σελ. 43 - 290 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 ι.(Καταργήθηκε από το εδάφ. ι άρθρ. 47 Νόμ. 1473/1984, ΦΕΚ Α΄ 127, Τόμ. 27, σελ. 196,361). «ι.η καθ’ οιονδήποτε τρόπο αφαίρεση του αριθμού πλαισίου από αυτοκίνητο και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο τοποθέτηση, ενσωμάτωση κλπ. εις έτερον αυτοκίνητο, δια το οποίον δεν έχουν καταβληθεί οι οφειλόμενοι δασμοί και λοιποί φόροι. Ως αυτουργοί του αδικήματος διώκονται τόσο οι τεχνικοί και άλλοι εκτελούντες τις σχετικές εργασίες, όσο και ο ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευόμενος το αυτοκίνητο στο οποίο μεταφέρεται ο ως άνω αριθμός. κ.η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγομένων ή εξαγομένων εμπορευμάτων». Οι περιπτ. ι και κ προστέθηκαν από την παρ. 1 άρθρ. 4 Νόμ. 1567/1985, ΦΕΚ Α΄ 171, (κατωτ. σελ. 226,571) (Διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 200/27 Νοεμ. 1985). Άρθρον 101 1.«Η κατά την παρ. 1 και τα εδαφ. α΄ και γ΄ της παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου γραπτή άδεια της αρμοδίας αρχής δεν αποκλείει την λαθρεμπορίαν, όταν η άδεια εξεδόθη, χωρίς να υπάρχη νόμιμος περίπτωσις εκδόσεως αυτής ή χωρίς να ενεργηθώσιν αι κατά νόμον προαπαιτούμεναι της εκδόσεως αυτής διατυπώσεις και πληρωμαί. 2.Ο ούτως εκδούς την άδειαν δημόσιος υπάλληλος τιμωρείται ως συνεργός λαθρεμπορίας, εάν ενήργησαν εν δόλω, αν δ’ ενήργησεν εξ αμελείας τιμωρείται με τας ποινάς του άρθρ. 104 του νόμου τούτου». Το άρθρ. 101 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Α.Ν. 2081/1939. Σελ. 174(θ) Τεύχος Η72-Σελ. 44 - 291 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄ Περί ποινών της λαθρεμπορίας «Άρθρ.102.-1.Η κατά το άρθρ. 100 λαθρεμπορία τιμωρείται: Α)Δια φυλακίσεως τουλάχιστον έξ μηνών. Εάν όμως η λαθρεμπορία έχη αντικείμενον μη σημντικής αξίας και προς ατομικήν χρήσιν ή ανάλωσιν του υπαιτίου προωρισμένον, το ελάχιστον όριον της ποινής μειούται εις το ήμισυ. Β)Δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους εις τας εξής περιπτώσεις: α)εάν επράχθη καθ’ υποτροπήν, β)εάν επράχθη ενόπλως ή υπό τριών ή πλειόνων ηνωμένων, γ)εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα, ων εστερήθη το δημόσιον, ανέρχωνται εις σημαντικόν ποσόν και δ)εάν ο υπαίτιος μετεχειρίσθη ιδιαίτερα τεχνάσματα. Εν περιπτώσει υποτροπής ουδέποτε δύναται να επιβληθή ποινή ελαφροτέρα της πρότερον καταγνωσθείσης. 2.Επί αποπείρας επιβάλλεται η εις την τετελεσμένην λαθρεμπορίαν απειλουμένη ποινή, εις δε τους συνεργούς, δύναται να επιβληθή η κατά των αυτουργών απειλουμένη ποινή». Εν σχέσει προς την παρ. 3 βλ. άρθρ. 467 Ποιν. Κώδ. (τόμ. 8 σελ. 77). Το άρθρ. 102 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 12, υπό του πράκτορος. 6.Ελλείψει τινός των ανωτέρω όρων, το δηλωτικόν είναι απαράδεκτον. άρθρ. 108 του Νόμ. 1165/1918. Αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως 102 δια του άρθρ. 3 Α.Ν. 2081/1939, αντικατεστάθη εκ νέου δια του άρθρ. 5 Α.Ν. 1514/1950 και ήδη ως άνω δια του άρθρ. 495/1976 (τόμ. 4Α σελ. Τα παλαιά άρθρ. 102 - 104 κατηργήθησαν δια του άρθρ. 31 Α.Ν. 2081/1939, τα δε άρθρ. 105 και 106 ηριθμήθησαν ως 130 και 131. Άρθρον 103 1.«Οσάκις οι εις το αντικείμενον της λαθρεμπορίας αντιστοιχούντες δασμοί, φόροι και λοιπά δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπερβαίνουν εν τω συνόλω το 1.000(000) δεν ασκείται ποινική δίωξις, ή η αρξαμένη, εφ’ όσον δεν εξεδόθη οριστική απόφασις καταργείται, εάν οι υπόχρεοι ήθελον, παραιτούμενοι των κατά το άρθρ. 99 του παρόντος καθοριζομένων ενδίκων μέσων, καταβάλλει το καταλογιζόμενον αυτοίς πολλαπλούν τέλος κατά τας διατάξεις του άρθρ. 97 του παρόντος. Το υπό της παρούσης παραγράφου καθοριζόμενον όριον των ανηκόντων εις το αντικείμενον λαθρεμπορίας δασμών και φόρων δύναται ν’ αυξομειώνται δια Β.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών. «Κατ’ εξαίρεσιν, και μετά την κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου καταβολήν των πολλαπλών τελών επιτρέπεται άσκησις προσφυγής (εντός μηνός) από της καταβολής, αλλά μόνον εφ’ όσον το ούτω καταλογισθέν και πληρωθέν ποσόν είναι ανώτερον του δεκαπλασίου των κατά νόμιμον προσδιορισμόν αντιστοιχούντων εις το αντικείμενον της λαθρεμπορίας δασμών, φόρων και δικαιωμάτων». Το εντός « » εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 9 Νόμ. 2096/1952. Η μηνιαία προθεσμία έγινε 10ήμερος δια του άρθρ. 7 Νόμ. 2876/1954. Το υπό του πρώτου εδαφίου προβλεπόμενον ποσόν του 1.000(000) δραχ., ωρίσθη εις δραχ. 2.000 δια του Β.Δ. 113 της 17/27 Φεβρ. 1961, εις δραχ. 4.000 δια του Β.Δ. 164 της 8/16 Μαρτ. 1967 και εις δραχ. 10.000 δια του Π.Δ. 303 της 18/30 Απρ. 1974 (ΦΕΚ Α΄ 115) και εις δρχ. 40.000 δια του Π.Δ. 574 της 31 Ιουλ./9 Αυγ. 1978 (ΦΕΚ Α΄ 123), ισχύοντος μετά 10 ημέρας από της δημοσιεύσεώς του. Το άνω ποσό των 40.000 δραχμ. αυξήθηκε σε 60.000 δραχμ. από το Π.Δ. 318/2-13 Απρ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 93) και αναπροσαρμόστηκε σε 150.000 από το Π.Δ. 595/8-13 Σεπτ. 1982 (ΦΕΚ Α΄ 111) και σε 500.000 δραχμ. από Π.Δ. 7/5-10 Ιαν. 1984 (ΦΕΚ Α΄ 3). Ήδη το άνω ποσό αυξήθηκε από 500.000 σε 750.000 δραχμ. από το άρθρ. 1 Π.Δ. 520/5-6 Οκτ. 1989 (ΦΕΚ Α΄ 221). Το άνω ποσό αναπροσαρμόστηκε και πάλι από 750.000 σε 2.000.000 δραχμ. από το Π.Δ. 124/29 Μαρτ. – 4 Απρ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 49). «Αι διατάξεις του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται και επί των περιπτώσεων παρανόμου εισαγωγής σιγαρέττων, καπνού πίππας και πούρων αλλοδαπής προελεύσεως, εφ’ όσον η παράβασις διεπιστώθη προ της εξόδου των ειδών τούτων εκ του τελωνειακού χώρου». Το τρίτο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 51 Νόμ. 1041/1980, ΦΕΚ Α΄ 75 (τόμ. 27, σελ. 196,27). 2.Αι τυχόν επιβεβλημέναι κατασχέσεις αίρονται αυτοδικαίως, άμα τη καταβολή των πολλαπλών τελών, εάν συντρέχη η περίπτωσις της προηγουμένης παραγράφου. 3.Το παρόν άρθρον δεν εφαρμόζεται εάν η λαθρεμπορία διεπράχθη παρά δημοσίων υπαλλήλων ή ασκούντος εν τω Τελωνείω εκτελωνιστικόν επάγγελμα ή κομιστικόν ή άλλο συναφές προς την τελωνειακήν υπηρεσίαν έργον, ή εάν το αντικείμενον της λαθρεμπορίας ελήφθη εις την κατοχήν του διαπράξαντος την λαθρεμπορίαν δια κλοπής ή άλλου αδικήματος ή αν τούτο είναι μονοπωλιακόν είδος». Το άρθρ. 103 αντιστοιχεί προς το άρθρ. 109 Νόμ. 1165/1918. Αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως 103 δια του άρθρ. 4 Α.Ν. 2081/1939, αντικατεστάθη εκ νέου ως άνω δια του άρθρ. 6 Α.Ν. 1514/1950. (Αντί για τη σελ. 174,01(α) Σελ.λ 174,01(β) Τεύχος 1144-Σελ. 15 - 292 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 - 293 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας «4.Οσάκις το σύνολον των εις το αντικείμενον της λαθρεμπορίας ανηκόντων δασμών, φόρων και λοιπών δικαιωμάτων του Δημοσίου δεν υπερβαίνει το (έν εκατομμύριον) δραχμών, την κατά τας ισχυούσας εκάστοτε διατάξεις παρεχομένην αμοιβήν προς τους κατασχόντας ή καταμηνύσαντας κλπ. την λαθρεμπορίαν καθορίζει δι’ αποφάσεώς της η Τελωνειακή Αρχή η εκδόσασα την αντίστοιχον καταλογιστικήν πράξιν, εφ’ όσον εισεπράχθησαν τα δια ταύτης επιβληθέντα πολλαπλά τέλη. Η ούτω παρεχομένη αμοιβή καθορίζεται εις είκοσιν εκατοστά του εισπραχθέντος πολλαπλού τέλους εν τω συνόλω της. Το ανωτέρω ποσόν των 1000 νέων δραχμών των επί των λαθρεμποριών ανηκόντων δασμών και λοιπών φόρων ηυξήθη εις δραχ. 2000 δια της υπ’ αριθ. Τ. 930/11 της 25 Φεβρ./9 Μαρτ. 1964 αποφ. Υπ. Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 84). Εις ας περιπτώσεις δεν εκδίδεται καταλογιστική πράξις ή δεν επιτυγχάνεται η είσπραξις του επιβληθέντος πολλαπλού τέλους ή λόγω των συνθηκών υφ’ ας ανεκαλύφθη η λαθρεμπορία κρίνεται ανεπαρκής η βάσει του προηγουμένου εδαφίου χορηγητέα αμοιβή, αύτη καθορίζεται και παρέχεται συμφώνως προς τας ισχυούσας γενικάς διατάξεις περί χορηγήσεως αμοιβών εις καταμηνυτάς κλπ. λαθρεμπορίων. Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών εκδιδομένων μετά γνώμην της Επιτροπής Τελωνειακών Νόμων καθορίζεται ο τρόπος πληρωμής της κατά την διαδικασίαν του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου προσδιοριζομένης αμοιβής και τα απαιτούμενα προς τούτο δικαιολογητικά. Ομοίως δύναται να αυξομειώται το υπό του αυτού πρώτου εδαφίου καθοριζόμενον όριον εξ ενός εκατομμυρίου δραχμών». Η παρ. 4 προσετέθη δια του άρθρ. 10 Ν.Δ. 2680/1953. Άρθρον 104 «Πάσα εξ ολιγωρίας, αμελείας ή κουφότητος εν αγνοία σύμπραξις δημοσίου υπαλλήλου εν τη εκτελέσει λαθρεμπορίας, ως και πάσα εξ ολιγωρίας, αμελείας ή κουφότητος παράλειψις πράξεως, δυναμένης να προλάβη λαθρεμπορίαν, τιμωρείται δια φυλακίσεως το πολύ έξ μηνών και χρηματικής ποινής μέχρις δέκα χιλιάδων δραχμών». Το άρθρ. 104 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 112 του Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 5 Α.Ν. 2081/1939. Τα παλαιά άρθρ. 110 και 111 του Νόμ. 1165/18, κατηργήθησαν δια του άρθρ. 31 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 105 «1.Η επί λαθρεμπορία εις οιανδήποτε ποινήν καταδίκη συνεπάγεται αυτοδικαίως τας συνεπείας των άρθρ. 21 και 23 του Ποινικού Νόμου η δ’ επί παραβάσει του άρθρ. 104 καταδίκη την πρόσκαιρον παύσιν του ενόχου από της δημοσίας υπηρεσίας επί τρίμηνον, μεθ’ ην εισάγεται ούτος ενώπιον του αρμοδίου κατά τους οργανισμούς της υπηρεσίας, εις ην ανήκει, δικαστηρίου ή Συμβουλίου προς οριστικήν απόλυσιν. 2.Πλοίαρχοι μηχανικοί, και πας ανήκων εις το πλήρωμα εν γένει εμπορικού πλοίου ή αεροσκάφους, στερούνται κατά συνέπειαν της επί λαθρεμπορία καταδίκης αυτοδικαίως του διπλώματός των, απαγορευομένης εφεξής της ναυτολογήσεώς των, οι δε υπάλληλοι της υπηρεσίας των Πρακτορείων των ατμοπλοίων και των αεροπορικών και των δι’ αυτοκινήτων συγκοινωνιών και οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι παντός βαθμού εκπίπτουσι της θέσεως ην κατέχουσι και καθίστανται ανίκανοι να αναλάβωσι παρομοίαν υπηρεσίαν επί τριετίαν. Οδηγοί δε αυτοκινήτων στερούνται αυτοδικαίως του διπλώματός των». Το άρθρ. 105 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 113 του Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 6 Α.Ν. 2081/1939. «3.Εφ’ όσον δια της επί λαθρεμπορία καταδίκης δεν επεβλήθη ποινή φυλακίσεως ανωτέρα των έξ μηνών ή τοιαύτη καθ’ υποτροπήν, τας κατά την προηγουμένην παράγραφον στερήσεις, απαγορεύσεις και ανικανότητας προκειμένου περί πλοιάρχων, μηχανικών και εν γένει ανηκόντων εις το πλήρωμα του εμπορικού πλοίου επιβάλλει, δι’ αποφάσεώς του, ο Υπουργός της Εμπορικής Ναυτιλίας μετά γνώμην του οικείου Συμβουλίου, κατά τας διατάξεις του άρθρ. 7 του Νόμ. 6146 του 1934 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 13 Δεκ. 1923 Ν.Δ/τος περί Ποινικού και Πειθαρχικού Κώδικος του Ε.Ν.». Αι ούτω επιβαλλόμεναι στερήσεις, απαγορεύσεις και ανικανότητες δεν δύνανται να είναι μικρότεραι του διπλασίου του χρόνου της υπό των ποινικών δικαστηρίων επιβαλλομένης ποινής της φυλακίσεως και άρχονται προσμετρούμεναι μετά την έκτισιν ταύτης». Η παρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 2ου Νόμ. 1591/1950. Άρθρον 17 1.Εκθέσεις ναυαγιαιρεσιακής επιτροπής περί παραδόσεως ναυαγίων εις την τελωνειακήν αρχήν, έγγραφα ταχυδρομικής αρχής περί εμπορευμάτων ευρεθέντων εντός ταχυδρομικών φακέλλων, ή διαταγαί του Υπουργείου των Οικονομικών επί αναλόγων περιπτώσεων εκδιδόμεναι, αναπληρούσι το δηλωτικόν. Άρθρον 106 «1.Εκτός των, κατά το άρθρ. 102 του νόμου τούτου ποινών, δύναται να επιβληθή προς τούτοις υπό του Δικαστηρίου και η ποινή του από τριών μηνών μέχρι δύο ετών εκτοπισμού εκτός του νομού της τε κατοικίας και της καταγωγής του καταδικασθέντος, ως και του τόπου της τελέσεως της λαθρεμπορίας και μακράν της θαλάσσης και των συνόρων του Κράτους κατά 50 τουλάχιστον χιλιόμετρα, (Αντί για τη σελ. 175(β) Σελ. 175(γ) Τεύχος Θ103-Σελ. 105 - 294 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 οριζομένου εν τη καταδικαστική αποφάσει του τόπου της υποχρεωτικής διαμονής του εκτοπιζομένου. Εν περιπτώσει υποτροπής, η ποινή του εκτοπισμού επιβάλλεται υποχρεωτικώς επί έξ μήνας μέχρι πέντε ετών. 2.Ο εκτοπισμός εκτελείται ευθύς άμα τη εκ των φυλακών εξόδω του καταδικασθέντος, παραδιδομένου προς τούτο εις την Χωροφυλακήν. Πάσα, διαρκούσης της εκτίσεως της ποινής του εκτοπισμού, στέρησις της προσωπικής ελευθερίας συνεπεία καταδίκης, συνυπολογίζεται εις την διάρκειαν του εκτοπισμού, ως και ο χρόνος της εκ του τόπου της υποχρεωτικής διαμονής του εκτοπισθέντος απομακρύνσεώς του κατ’ επιταγήν της Δικαστικής Αρχής. 3.Το δικάσαν Δικαστήριον δύναται δια μεταγενεστέρας αποφάσεώς του να μεταβάλη, αιτήσει του καταδικασθέντος ή του Εισαγγελέως, τον ορισθέντα τόπον διαμονής. Ο παρά Πλημμελειοδίκαις Εισαγγελεύς της περιφερείας, εν η εκτίεται η ποινή του εκτοπισμού, δύναται εις όλως εξαιρετικάς περιστάσεις, μετά γνώμην της επιτοπίας Αστυνομικής Αρχής, να επιτρέψη την επί δέκα το πολύ ημέρας απομάκρυνσιν του καταδικασθέντος εκ του τόπου του εκτοπισμού, καθορίζων τον τόπον και το μέσον της μεταβάσεώς του. Ο χρόνος ούτος δεν υπολογίζεται εις την διάρκειαν του εκτοπισμού. 4.Ο καταδικασθείς απομακρυνόμενος αυτογνωμόνως εκ του ορισθέντος αυτώ τόπου διαμονής τιμωρείται δια φυλακίσεως ενός μηνός μέχρις ενός έτους. Με την αυτήν ποινήν τιμωρείται και ο μη συμμορφούμενος προς τους όρους, υφ’ ους τω παρασχέθη υπό του Εισαγγελέως άδεια απομακρύνσεως εκ του τόπου της διαμονής του, ή υπερβαίνων εξ απειθείας την διάρκειαν αυτής». Το άρθρ. 106 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 114 του Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 7 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 107 «1.Κατά πάσαν περίπτωσιν λαθρεμπορίας τα εμπορεύματα τα οποία αποτελούσι το αντικείμενον αυτής δημεύονται. 2.Επίσης δημεύονται τα ζώα, αι άμαξαι, τα πλοία χωρητικότητος μέχρι πεντήκοντα κόρων, αι λέμβοι και παν άλλο μεταγωγικόν μέσον, χρησιμοποιηθέν προς μεταφοράν του αποτελούντος το αντικείμενον της λαθρεμπορίας εμπορεύματος. Ωσαύτως, δημεύεται και παν εμπόρευμα ή αντικείμενον όπερ εχρησιμοποιήθη προς απόκρυψιν ή συγκάλυψιν του αντικειμένου της λαθρεμπορίας. Σελ. 176(γ) Τεύχος Θ103-Σελ. 106 Εάν, εξ οιουδήποτε λόγου, ήθελε καταστή αδύνατος η δήμευσις των κατά το παρόν άρθρον εις τοιαύτην υποκειμένων, επιβάλλεται τω ενόχω ποινή χρηματική «ίση με την αξία CIF προσαυξημένη με τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στ’ αντικείμενα της λαθρεμπορίας που δε δημεύθηκαν», επιπροσθέτως πάσης άλλης ποινής επιβαλλομένης κατά τον παρόντα νόμον. Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από το πρώτο εδάφιο άρθρ. 32 Νόμ. 1731/1987 (ΦΕΚ Α΄ 161) (κατωτ. αριθ. 68). 3.Η κατά το άρθρον τούτο δήμευσις επέρχεται ανεξαρτήτως της συμμετοχής εις το αδίκημα του έχοντος οιαδήποτε επί του πράγματος δικαιώματα. 4.Εξαιρείται η περίπτωσις καθ’ ην ο ένοχος της λαθρεμπορίας έλαβεν εις την κατοχήν του τα εις δήμευσιν κατά το παρόν άρθρον υποκείμενα δι’ αδικήματος, ότε αποδίδονται μεν ταύτα τω κυρίω, αντί δε της δημεύσεως επιβάλλεται τω ενόχω ποινή χρηματική «ίση με την αξία CIF προσαυξημένη με τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας που αποδίδονται στον κύριο» επιπροσθέτως πάσης άλλης επιβαλλομένης κατά τον παρόντα νόμον. Η μέσα σε « » φράση αντικαταστάθηκε ως άνω από το δεύτερο εδάφιο του άρθρ. 32 Νόμ. 1731/1987 (ΦΕΚ Α΄ 161) (κατωτ. αριθ. 68). «Εξαιρούνται επίσης από τη δήμευση αυτοκίνητα, των οποίων ο ιδιοκτήτης δεν διώκεται ποινικά ή απηλλάγη αμετάκλητα και απόκτησε το αυτοκίνητο καλόπιστα και ενόψει του είδους, του τρόπου και των λοιπών περιστάσεων της συναλλαγής δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ήταν μέσο ή αντικείμενο λαθρεμπορίας ή συναφούς με αυτή πράξης». Το μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 4 Νόμ. 1567/1985, (ΦΕΚ Α΄ 171) (κατωτ. σελ. 226,571) (Διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 200/27 Νοεμ. 1985). 5.Τα κατά το παρόν άρθρον δημευόμενα, μετά την τελεσιδικίαν της περί δημεύσεως αποφάσεως του εκδικάσαντος την λαθρεμπορίαν Ποινικού Δικαστηρίου, διατίθενται κατά τας εκάστοτε διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικος περί εκποιήσεως αζητήτων περιελθόντων εις την κυριότητα του Δημοσίου. 6.Το εκπλειστηρίασμα των κατά το παρόν άρθρον δημευομένων και εκποιουμένων εισάγεται ως δημόσιον έσοδον. Ομοίως εισάγεται ως δημόσιον έσοδον, εν περιπτώσει δημεύσεως των αντικειμένων τούτων, η κατά τας διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρ. 116 παρασχεθείσα χρηματική εγγύησις δια την απόδοσιν αυτών». Το άρθρ. 107 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 115 Α.Ν. 1165/1918. Αντικατασταθέν και αριθμηθέν εις 107 δια του άρθρ. 8 Α.Ν. 2081/1939 αντικατεστάθη εκ νέου ως άνω δια του άρθρ. 10 Νομ. 2096/1952. - 295 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄ Περί αστικής ευθύνης Άρθρον 108 «Το εκδικάζον την επί λαθρεμπορία κατηγορίαν ποινικόν Δικαστήριον δύναται, δια της καταδικαστικής αποφάσεώς του, να κηρύξη αλληλεγγύως συνυπεύθυνον αστικώς μετά του καταδικασθέντος προς πληρωμήν της καταγνωσθείσης χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, τη αιτήσει δε του ως πολιτικώς ενάγοντος παρισταμένου Δημοσίου, και της επιδικασθείσης αυτώ απαιτήσεως, τον κύριον ή τον παραλήπτην των εμπορευμάτων, τα οποία αποτελούσι το αντικείμενον της λαθρεμπορίας, και όταν έτι ούτος δεν υπέχη ποινικήν ευθύνην επί ταύτη, οσάκις ο καταδικασθείς ενήργησεν επί των αντικειμένων της λαθρεμπορίας ως εντολοδόχος, διαχειριστής ή αντιπρόσωπος του κυρίου ή του παραλήπτου, οιαδήποτε και αν η η νομική σχέσις, υφ’ ην παρουσιάζεται ή καλύπτεται η εντολή, ήτοι αδιαφόρως αν ο εντολοδόχος ενεργή ιδίω ονόματι ή ονόματι του εντολέως ή αν παρίσταται ως κύριος του εμπορεύματος ή δι’ οιασδήποτε άλλης προς αυτά νομικής σχέσεως και αδιαφόρως αν η ουσιαστική εκπροσώπησις του κυρίου είναι ειδική ή γενική, εκτός αν ήθελεν αποδειχθή, ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχωσι καν γνώσιν περί της πιθανότητος τελέσεως της λαθρεμπορίας». Το άρθρ. 108 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 116 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 9 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 109 «Εκτός του κατά το προηγούμενον άρθρον κυρίου ή παραλήπτου των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, το Ποινικόν Δικαστήριον δύναται να κηρύξη επίσης αλληλεγγύως αστικώς συνυπευθύνους μετά του καταδικασθέντος προς πληρωμήν της καταγνωσθείσης χρηματικής ποινής και των δικαστικών εξόδων, τη αιτήσει δε του πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου και της επιδικασθείσης αυτώ απαιτήσεως, τους ιδιοκτήτας των πλοίων, λέμβων,αυτοκινήτων, αμαξών, ή αεροσκαφών, τας εταιρείας μεταφορών δια ξηράς, θαλάσσης ή αέρος, ως και τους υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα ή ονομασίαν πράκτορας ή αντιπροσώπους αυτών ή των ιδιοκτητών πλοίων, λέμβων, αυτοκινήτων, αμαξών ή αεροσκαφών, έτι δε τους διευθυντάς ξενοδοχείων, πανδοχείων, καφενείων ή άλλων καταστημάτων προσιτών εις το κοινόν, και όταν έτι ούτοι δεν υπέχωσι ποινικήν ευθύνην επί τη λαθρεμπορία, όταν αύτη διεπράχθη εντός των ανωτέρω μεταφορικών μέσων ή δι’ αυτών ή εντός των άλλων υπό την διεύθυνσίν των καταστημάτων ή δια της χρησιμοποιήσεως αυτών είτε προς εκτέλεσιν της λαθρεμπορίας, είτε προς διευκόλυνσιν αυτής καθ’ οιονδήποτε τρόπον, είτε προς απόκρυψιν των αντικειμένων της λαθρεμπορίας, εξαιρέσει της περιπτώσεως, καθ’ ην ήθελεν αποδειχθή, ότι οι ανωτέρω δεν ηδύναντο να έχωσι γνώσιν περί της πιθανότητος τελέσεως της λαθρεμπορίας». Το άρθρον 109 αντιστοιχεί προς το άρθρ. 117 Α.Ν. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 10 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 110 «Οι καταβαλόντες έχουσι δικαίωμα αναλήψεως των καταβληθέντων από τους καταδικασθέντας, οι δε πράκτορες ή αντιπρόσωποι ατμοπλοϊκών εταιρειών ή ιδιοκτητών πλοίων ή ιδιοκτητών άλλων μεταφορικών μέσων και κατά των εταιρειών και ιδιοκτητών, ους εκπροσωπούσιν». Το άρθρ. 110 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 118 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 11 Α.Ν. 2081/1939. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ΄ Περί αρμοδιότητος και διαδικασίας επί λαθρεμπορία. Άρθρον 111 «1.Το αντικείμενον της λαθρεμπορίας ως και τα εις δήμευσιν υποκείμενα κατά το άρθρ. 107 του νόμου τούτου, μεταγωγικά μέσα κατάσχονται. α)Όταν η λαθρεμπορία είναι εν τω πράττεσθαι. Είναι δε εν τω πράττεσθαι η λαθρεμπορία, εφ’ όσον το αντικείμενον αυτής δεν ετοποθετήθη ακόμη εν τω τόπω της οριστικής εναποθέσεως αυτού, ήτοι εν τη οικία, τω καταστήματι, τη αποθήκη, ή οιωδήποτε άλλω τόπω, προωρισμένω υπό του δράστου ή του συμμετόχου της πράξεως εις οριστικήν εναπόθεσιν του λαθρεμπορεύματος. β)Αρτίως, μετά την συντέλεσιν της λαθρεμπορίας. Η περίπτωσις αύτη υφίσταται, όταν απετέθη μεν το αντικείμενον της πράξεως εις τον τόπον της οριστικής αυτού εναποθέσεως, αλλ’ ο ενεργών την κατάσχεσιν δημόσιος λειτουργός, αντιληφθείς αυτό, ενώ μετεφέρετο, παρηκολούθησε αυτό μέχρι του τόπου της εναποθέσεως, εις ον εζήτησε να εισέλθη άμα έφθασεν. Είναι αδιάφορον το χρονικόν διάστημα μέχρι της στιγμής της εισόδου, εφ’ όσον το διάστημα τούτο παρετάθη ένεκεν εμποδίων παρεμβληθέντων εις την είσοδον του υπαλλήλου. γ)Όταν ο δράστης συλλαμβάνεται εγγύς τω τόπω της τελέσεως της λαθρεμπορίας εν τη κατοχή οιωνδήποτε πειστηρίων ή συνεπεία καταδιώξεως δια δημοσίας κραυγής, καθίσταται δε δυνατή η μέχρι της εβδόμης ώρας της Σελ. 177 - 296 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 εσπέρας της επομένης ημέρας ανεύρεσις του αντικειμένου ή του μέσου της λαθρεμπορίας». Το άρθρ. 111 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 12 Ν.Δ. 1677/1942. Σελ. 139 - 222 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.1-2 «6.Δια Β.Δ/των, εκδιδομένων τη προτάσει των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Γεωργίας, δύναται να απαγορευθή η εισαγωγή φυτών και ζώων ή οιωνδήποτε άλλων αντικειμένων λόγω της από μολύσματος ή ασθενείας προφυλάξεως της δημοσίας υγείας, της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, επί ταις υπό των εν ισχύϊ υγειονομικών ή ειδικών νόμων προβλεπομέναις ποιναίς». Η παρ. 6 προσετέθη δια της παρ. 1 άρθρ. 2ου Νόμ. 1941/1920. Βλ. και άρθρ. 3 εδ. 2 Ν.Δ. 13/13 Ιουλ. 1923. Άρθρον 18 1.«Πλοίαρχος παντός πλοίου, χωρητικότητος μέχρις 100 κόρων προερχομένου εκ του εξωτερικού, εξαιρέσει των διατελούντων υπό ταχυδρομικήν σύμβασιν, προτιθέμενος να καταπλεύση εις ελληνικόν λιμένα, οφείλει να εφοδιασθή παρά της τελωνειακής αρχής του τόπου της προελεύσεως δια δηλωτικού του φορτίου». Η παρ. 1 ετροποποιήθη ως άνω δια της παρ. 1 άρθρ. 120 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 12 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 112 «1.Καθήκον και αρμοδιότητα προς επιχείρησιν της κατασχέσεως του αντικειμένου, ή του μεταγωγικού μέσου ή του προς απόκρυψιν ή συγκάλυψιν της λαθρεμπορίας χρησιμοποιηθέντος είδους έχουσιν οι Τελωνειακοί Υπάλληλοι, οι Οικονομικοί Επιθεωρηταί Τελωνείων, πάντα τα όργανα της Τελωνοφυλακής και Οικονομικής Αστυνομίας, πάντα τα Αστυνομικά όργανα και πας Ανακριτικός υπάλληλος». Το άρθρ. 112 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 121 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 13 Α.Ν. 2081/1939. Η παρ. 1 αντικατεστάθη εκ νέου ως άνω δια του άρθρ. 10 παρ. 2 Νόμ. 2096/1952. «2.Μη παρισταμένου τινός των ανωτέρω, πας δημόσιος υπάλληλος δύναται να επιχειρήση την κατάσχεσιν του λαθρεμπορεύματος. 3.Η κατάσχεσις επιβάλλεται παρόντων δύο μαρτύρων ενηλίκων, πολιτών Ελλήνων και μόνον εν ελλείψει τοιούτων προσλαμβάνονται άλλοι εστερημένοι των προσόντων τούτων. Αν ελλείπωσι και τοιούτοι γίνεται η κατάσχεσις άνευ της παρουσίας μαρτύρων». Βλ. και άρθρ. 12 Νόμ. 2096/1952. Άρθρον 113 «Αν το κατασχετέον λαθρεμπόρευμα ή μεταγωγικόν μέσον εύρηται κεκλεισμένον εις οικίαν ή αποθήκην, ο κατά την παράγρ. 1 του προηγουμένου άρθρου υπάλληλος ή φύλαξ προσκαλεί τους εν αυτή ίνα ανοίξωσι, τούτων δε μη συμμορφουμένων, ανοίγει την θύραν και εισέρχεται παρουσία του Ειρηνοδίκου, ή, αν ο Ειρηνοδίκης δεν είναι παρών, παρουσία άλλου δημοσίου υπαλλήλου, ή εν ελλείψει και τοιούτου, δύο μαρτύρων και επιβάλλει την κατάσχεσιν». Το άρθρ. 113 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 122 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 14 Α.Ν. 2081/1939. Σελ. 178 Άρθρον 114 «Περί της κατασχέσεως συντάσσεται έκθεσις, εν η βεβαιούνται λεπτομερώς η ύπαρξις των κατά το άρθρ. 111 όρων, υφ’ ους επιτρέπεται η κατάσχεσις, και περιγράφεται εν πάση ακριβεία το αντικείμενον, εφ’ ου αύτη επιβάλλεται, γίνεται δε μνεία και της κατά το επόμενον άρθρον συλλήψεως, αν τοιαύτη λάβη χώραν. Η έκθεσις αύτη υπογράφεται υπό του συντάσσοντος αυτήν δημοσίου υπαλλήλου ή φύλακος, των παρευρεθέντων ενδιαφερομένων και των μαρτύρων. Αν δεν θέλωσιν ή δεν δύνανται να υπογράψωσιν οι ενδιαφερόμενοι ή οι μάρτυρες, ή ένεκεν ελλείψεως μαρτύρων, δεν προσελήφθησαν τοιούτοι, γίνεται μνεία τούτων εν τη εκθέσει. Ουσιώδη στοιχεία της εκθέσεως, ων η έλλειψις συνεπάγεται ακυρότητα, είναι μόνον η παράλειψις της αναγραφής των κατά το άρθρ. 111 όρων, υφ’ ους επιτρέπεται η κατάσχεσις». Το άρθρ. 114 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 123 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 15 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 115 «Συντρεχούσης περιπτώσεώς τινος, εκ των εν άρθρ. 111 του νόμου τούτου, συλλαμβάνεται ο δράστης υπό των εν άρθρ. 112 παρ. 1 και 2 δημοσίων οργάνων και προσάγεται αμελλητί εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα, όστις ενεργεί περαιτέρω (συμφώνως προς το Ν.Δ. της 22 Νοεμ. 1923 περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τινών επ’ αυτοφώρω)». Το άρθρ. 115 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 2 Α.Ν. 791/1948. «Ο Υπουργός των Οικονομικών δύναται δι’ αποφάσεως αυτού μετά γνωμοδότησιν της Διαρκούς Επιτροπής Δρομολογίου και Εμπορικών Συμβάσεων να επιβάλη την θεώρησιν του ανωτέρω δηλωτικού ή και λοιπών ναυτιλιακών εγγράφων, των εξ ωρισμένων λιμένων του εξωτερικού προερχομένων πλοίων οιασδήποτε χωρητικότητος, παρά των οικείων Ελληνικών Προξενικών αρχών προς πρόληψιν λαθρεμπορίου ή δι’ οιονδήποτε άλλον λόγον». Το εντός « » εδάφιον προσετέθη υπό του άρθρ. 124 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 16 Α.Ν. 2081/1939. Αντί του Ν.Δ. 22 Νοεμ. 1923 ήδη εφαρμόζεται το άρθρ. 417 της νέας Ποιν. Δικ. (τόμ. 9). Άρθρον 116 «1.Τα κατασχεθέντα αντικείμενα της λαθρεμπορίας ως και μεταγωγικά μέσα προσάγονται αμελλητί υπό του ενεργήσαντος την κατάσχεσιν δημοσίου υπαλλήλου προς την τελωνειακήν αρχήν εν τη περιφερεία της οποίας διεπράχθη η λαθρεμπορία και αν έτι προέρχωνται εκ κλοπής ή έλαβον ταύτα εις την κατοχήν των οι δράσται παρανόμως. Αδυνάτου ή δυσχερούς ούσης της μεταφοράς των κατασχεθέντων, γίνεται σφράγισις αυτών ή ορίζεται φύλαξ ή λαμβάνεται οιονδήποτε άλλο μέτρον προς διαφύλαξιν αυτών. - 297 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 2.Η έκθεσις κατασχέσεως μετά της κατά το άρθρ. 118 ενεργηθείσης προανακρίσεως αποστέλλεται αμέσως τω αρμοδίω Εισαγγελεί, αντίγραφα δε τούτων μετά των κατασχεθέντων εις τον προϊστάμενον της εν η η κατάσχεσις περιφερεία τελωνειακής αρχής. Το Συμβούλιον των Πλειμμελειοδικών δύναται, τη αιτήσει του κυρίου των κατασχεθέντων, υποβαλλομένη, επί ποινή απαραδέκτου, εντός 48 ωρών από της υπό του Εισαγγελέως λήψεως της εκθέσεως κατασχέσεως, να άρη την κατάσχεσιν, εάν αύτη ενηργήθη ακύρως ή παρανόμως ή αν δεν υπάρχωσι τα στοιχεία της λαθρεμπορίας κατά το άρθρ. 100 του νόμου τούτου. Δύναται δε εν πάση περιπτώσει, κατ’ αίτησιν του κυρίου των κατασχεθέντων, υποβαλλομένην εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, να διατάξη την εις τούτον απόδοσιν αυτών επ’ εγγυήσει χρηματική κατατιθεμένη νομίμως και ίση προς την εν τω εσωτερικώ αξίαν αυτών. Η εγγύησις αύτη επέχει θέσιν τιμήματος πωλήσεως των κατασχεθέντων και υπόκειται εις την κατά το άρθρ. 107 δήμευσιν. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου των Πλημμελειοδικών επιτρέπεται μόνον ανακοπή ενώπιον του Συμβουλίου των Εφετών κατά τας διατάξεις του άρθρ. 260 της Ποινικής Δικονομίας, εντός 48 ωρών από της εκδόσεως του βουλεύματος, μη απαιτουμένης της επιδόσεως αυτού. 3.Εισαχθείσης της κατηγορίας κατά την διαδικασίαν του Ν.Δ. της 22 Νοεμ. 1923 «περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τινών επ’ αυτοφώρω» το δικαστήριον αποφαίνεται περί της δημεύσεως ή αποδόσεως των εν άρθρ. 107 αναφερομένων, αν δ’ αναβάλη την συζήτησιν, δύναται να διατάξη τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα». Το άρθρ. 116 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 125 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 17 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 117 «1.Πας πολίτης προσκαλούμενος υπό δημοσίου υπαλλήλου, του μέλλοντος να ενεργήση ή ενεργούντος ή ενεργήσαντος την κατάσχεσιν λαθρεμπορεύματος ή την σύλληψιν δράστου λαθρεμπορίας, οφείλει να παράσχη πάσαν ζητουμένην υπό των δημοσίων οργάνων και ανάλογον προς τας δυνάμεις του προσκαλουμένου και την κοινωνικήν αυτού θέσιν συνδρομήν και ενίσχυσιν. 2.Ο παραβαίνων την υποχρέωσιν ταύτην, τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρι μιας εβδομάδος και χρηματικής ποινής μέχρι 4.000 δραχμών». Το άρθρ. 117 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 126 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 18 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 118 «1.Οι εν τω άρθρ. 112 παρ. 1 και 2 αναφερόμενοι άμα τη κατασχέσει ή τη συλλήψει του δράστου, προβαίνουσιν εις τας προς βεβαίωσιν της λαθρεμπορίας ανακριτικάς πράξεις, έχοντες πάντα τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις των εν άρθρ. 17 της Ποινικής Δικονομίας υπαλλήλων, αποστέλλουσι δε την ενεργηθείσαν προανάκρισιν εις τον αρμόδιον παρά Πλημμελειοδίκαις Εισγγελέα. 2.Ο Προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής παραλαμβάνων, κατά το άρθρ. 116, τα κατασχεθέντα, συντάσσει σχετικήν έκθεσιν, ην πέμπει εις τον Εισαγγελέα και μεριμνά περί της μεταφοράς ή φυλάξεως αυτών, ενεργών περαιτέρω, συμφώνως προς τα άρθρ. 119 και 120 του νόμου τούτου». Το άρθρ. 118 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 127 Νόμ 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 19 Α.Ν. 2081/1939. Βλ. ήδη και άρθρ. 251 και 252 της νέας Ποιν. Δικονομίας (τόμ. 9). Άρθρον 119 «1.Άμα ως η τελωνειακή αρχή παραλάβη τα, κατά τα άρθρ. 111 και επόμ. κατασχεθέντα εμπορεύματα ή μεταγωγικά μέσα, δημοσιεύει δια τοιχοκολλήσεως εις το τελωνειακόν κατάστημα, πρόσκλησιν προς πάντα ενδιαφερόμενον να εμφανισθή εντός πέντε ημερών και προκαταβάλη τας αναγκαίας δαπάνας δια την φύλαξιν αυτών μέχρι τελεσιδικίας της αποφάσεως, ήτις θα αποφανθή περί της δημεύσεως αυτών. Το ποσόν των δαπανών ορίζει ο διευθυντής του τελωνείου ή ο τελώνης δια πρωτοκόλλου, δι’ ου δύναται να ορισθή και η κατά χρονικά διαστήματα προκαταβολή. 2.Αν ουδείς προκαταβάλη τας δαπάνας ταύτας κατά τον εν τω πρωτοκόλλω ορισθέντα χρόνον, η τελωνειακή αρχή προβαίνει εις την δια δημοπρασίας εκποίησιν των κατασχεθέντων. Η δημοπρασία προκηρύσσεται δια διακηρύξεως της τελωνειακής αρχής, δημοσιευομένης κατά τους όρους του άρθρ. 41. Η δημοπρασία ενεργείται εν τω καταστήματι της τελωνειακής αρχής ενώπιον της τελωνειακής αρχής κατά την ορισθείσαν εν τη διακηρύξει ημέραν και ώραν και τρεις τουλάχιστον ημέρας μετά την τελευταίαν τοιχοκόλλησιν. Το αποτέλεσμα της δημοπρασίας εγκρίνεται, κατά τας διατάξεις του εδαφ. 2 της παρ. 3 του άρθρ. 42. 3.Δύναται η τελωνειακή αρχή, εγκρίσει του Υπουργείου, να αποστείλη τα κατασχεθέντα προς πώλησιν εις άλλην τελωνειακήν αρχήν. Η πώλησις ενεργείται κατά τας αυτάς διατυπώσεις υπό της εις ην απεστάλησαν τελωνειακής αρχής». Το άρθρ. 119 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 132 Νόμ. 1165/1918, αντικατα(Αντί της σελ. 179(β) Σελ. 179(γ) Τεύχος 657-Σελ. 5 - 298 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 σταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 20 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 120 «1.Αν τα κατασχεθέντα υπόκεινται εις φθοράν ή ελάττωσιν αξίας, ή η φύλαξις αυτών η δυσχερής, βεβαιοί δε τούτο δια πρωτοκόλλου αυτής η τελωνειακή αρχή, δύνανται να εκποιηθώσι δια μονοημέρου δημοπρασίας και αν προσφέρεται εις καταβολήν των εξόδων της φυλάξεως οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος. Η δημοπρασία ενεργείται ενώπιον του προϊσταμένου της τελωνειακής αρχής μεθ’ απλήν κήρυξιν δια κήρυκος κατά την επιτόπιον συνήθειαν. 2.Το εκπλειστηρίασμα κατατίθεται εις το δημόσιον ταμείον επί παρακαταθήκη. 3.Τα κατασχεθέντα αντικείμενα, ων δεν κατέστη δι’ οιονδήποτε λόγον εφικτή η εκποίησις συμφώνως προς τας προηγουμένας παραγράφους του άρθρου τούτου και δεν διετάχθη η απόδοσις δια της αποφάσεως του εκδικάσαντος την λαθρεμπορίαν ποινικού δικαστηρίου, θεωρούνται μετά τρίμηνον από της τελεσιδικίας της αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου, ως εγκαταλελειμμένα και περιέρχονται εις την κυριότητα του Δημοσίου, εφαρμοζομένων και επί τούτων των διατάξεων των παρ. 4 εδ. 2, και 3 και 5 του άρθρ. 44». Το άρθρ. 120 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 13 από Α.Ν. 1 Νοεμ. 1935 «περί δασμολογικών τινών μέτρων». 2.Εν αρνήσει της τελωνειακής αρχής, όπως εκδώση το δηλωτικόν τούτο, ο πλοίαρχος οφείλει να παραδώση εις την Ελληνικήν Προξενικήν αρχήν του λιμένος, εις όν παρέλαβε τα εν τω πλοίω αυτού ευρισκόμενα εμπορεύματα, εάν τοιαύτη αρχή υπάρχη, δηλωτικόν ολοκλήρου του φορτίου μετ’ αντιγράφου των φορτωτικών εφ’ απλού χάρτου. Σελ. 142 3.Η Προξενική αρχή, παραλαμβάνουσα το δηλωτικόν τούτο μετά των φορτωτικών, φυλάσσει ταύτα εις το αρχείον της και εκδίδει τω πλοιάρχω αντίγραφον του δηλωτικού, ίνα προσαρτηθή εις το κατά το άρθρ. 133 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 21 Α.Ν. 2081/1939. 4.(Προστεθείσα δια του άρθρ. 5 Νόμ. 332/1976, κατωτ. αριθ. 49, κατηργήθη δια του άρθρ. 2 Νόμ. 739/1977, κατωτ. αριθ. 54). Σελ. 180(γ) Τεύχος 657-Σελ. 6 - 299 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 121 «Ουδέν δικαίωμα αποζημιώσεως δύναται να γεννηθή κατά του Δημοσίου, δι’ οιονδήποτε λόγον εκ της κατασχέσεως ή εκποιήσεως των κατασχεθέντων λόγω λαθρεμπορίας, απαγορευομένης πάσης προσφυγής εις τα δικαστήρια». Το άρθρ. 121 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 134 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 22 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 122 «1.Αρμόδιον δικαστήριον πλημμελειοδικών προς εκδίκασιν του αδικήματος της λαθρεμπορίας κατά τα άρθρ. 100, 101, 102, 104, 105 και επόμ. είναι εκείνο, εν τη περιφερεία του οποίου ετελέσθη το αδίκημα. 2.«Εάν ο κατηγορούμενος δεν συνελήφθη επ’ αυτοφώρω ή εάν δι’ οιονδήποτε λόγον δεν κατέστη εφικτή η άμεσος εις το ακροατήριον εισαγωγή της υποθέσεως, κατά το άρθρ. 115 του παρόντος νόμου ή εάν παρίσταται ανάγκη ανακρίσεως προς βεβαίωσιν της συμμετοχής και άλλων συναιτίων ή της εκτελέσεως συναφών αδικημάτων, ο Εισαγγελεύς απευθύνεται εις τον ανακριτήν, όστις υποχρεούται όπως περατώση την ανάκρισιν εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών από της εις αυτόν περιελεύσεως της σχετικής δικογραφίας». Η παρ. 2 τροποποιηθείσα δια του άρθρ. 24 Ν.Δ. 2493/1953 (τόμ. 8 σελ. 84,01), αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 6 Νόμ. 332/1976 (κατωτ. αριθ. 49). 3.Διαρκούσης της ανακρίσεως, εφαρμόζονται αι διατάξεις των παρ. 4, 5 και 8 του άρθρ. 2 και των άρθρ. 3 και 5 του Ψηφίσματος της 16 Δεκ. 1924. Δια του άρθρ. 591 της νέας Ποιν. Δικ. κατηργήθη το ανωτέρω Ψήφισμα. 4.«Περατωθείσης της ανακρίσεως, δύναται ο Εισαγγελεύς, συμφωνούντος του ανακριτού, να παραπέμψη τον κατηγορούμενον δι’ απ’ ευθείας κλήσεως εις το ακροατήριον. Κατά της τοιαύτης κλήσεως συγχωρείται εις τον κατηγορούμενον προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών κατά τας διατάξεις του άρθρ. 322 παρ. 1 και 2 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας εφαρμοζομένας και εν προκειμένω. Ο Εισαγγελεύς Εφετών εν παραδοχή της προσφυγής δύναται να διατάξη είτε την συμπλήρωσιν της ανακρίσεως ότε αύτη δέον να περατωθή εντός της δια της παρ. 2 του παρόντος άρθρου τασσομένης προθεσμίας, είτε την υποβολήν της υποθέσεως εις το συμβούλιον, ότε τούτο δέον όπως αποφανθή περί της παραπομπής ή μη του κατηγορουμένου εις το ακροατήριον εντός 10 ημερών από της εις αυτό περιελεύσεως της δικογραφίας μετά της επ’ αυτής εισαγγελικής προτάσεως. 5.Αποφανθέντος του συμβουλίου ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν, το βούλευμα εισάγεται εντός 5 ημερών από της εκδόσεώς του υπό του παρ’ Εφέταις Εισαγγελέως προς επικύρωσιν ή μεταρρύθμισιν εις το Συμβούλιον των Εφετών, όπερ οφείλει να αποφανθή εντός ετέρων 5 ημερών κατά τα εις τα άρθρ. 318 και επ. του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας οριζόμενα. Η εις το ακροατήριον εισαγωγή της υποθέσεως δέον να γίνεται εντός προθεσμίας 15 ημερών το βραδύτερον από της παρελεύσεως των προς άσκησιν εφέσεως ή αναιρέσεως προθεσμιών. Το δικαστήριον κατά πάσαν περίπτωσιν δύναται ν’ αναβάλη την συζήτησιν της υποθέσεως δια κρείσσονας αποδείξεις εις ρητήν δικάσιμον μη απέχουσαν περισσότερον των 15 ημερών από της αρχικώς ορισθείσης ημέρας συζητήσεως». Αι παρ. 4 και 5 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 6 Νόμ. 332/1976 (κατωτ. αριθ. 49). (Μετά την σελ. 180(β) Σελ. 180,01 Τεύχος 599-Σελ. 71 - 300 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 - 301 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 6.Αι διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται κατά τα λοιπά εφ’ όσον δεν αντίκεινται εις τας του νόμου τούτου. Το Δημόσιον δύναται να προβάλη τας περί αποζημιώσεως απαιτήσεις του, παριστάμενον ως πολιτικώς ενάγον, και το πρώτον επ’ ακροατηρίου δια των νομίμων αντιπροσώπων του ή δια του ειδικήν εντολήν του Υπουργού των Οικονομικών έχοντος Εισαγγελέως. Η τοιαύτη προβολή των απαιτήσεων του Δημοσίου δεν επιτρέπεται το πρώτον παρ’ εφέταις. «Αι περί αποζημιώσεως απαιτήσεις του Δημοσίου δεν δύνανται να περιλαμβάνωσι τα οφειλόμενα αυτώ τέλη, φόρους, δασμούς και δικαιώματα». Η τελευταία εντός « » περίοδος προσετέθη δια του άρθρ. 7 παρ. 2 Α.Ν. 1514/1950. 7.Κατά της καταδικαστικής αποφάσεως επιτρέπεται το ένδικον μέσον της εφέσεως, όταν επεβλήθη ποινή φυλακίσεως υπερβαίνουσα το έτος. Η έφεσις δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν, ουδ’ επιτρέπεται μετ’ αυτήν προσωρινή επί εγγυήσει απόλυσις. Κατά τα λοιπά ισχύουσιν αι σχετικαί διατάξεις της Ποιν. Δικονομίας. 8.(Καταργήθηκε από την παρ. 14 του άρθρ. 5 Νόμ. 1738/18-20 Νοεμ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 200), τόμ. 1 σελ. 116,55). Το άρθρ. 122 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 135 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 23 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 123 «1.Κατά πάσαν επ’ ακροατηρίου συζήτησιν, καλούνται υπό του Εισαγγελέως, εκτός των κατηγορουμένων και καθ’ ας διατυπώσεις και προθεσμίας καλούνται ούτοι, και οι εκ της προανακρίσεως ενδεικνυόμενοι ως αλληλεγγύως μετ’ αυτών αστικώς συνυπεύθυνοι κατά τα άρθρ. 108 και 109 του παρόντος, οίτινες έχουσι πάντα τα κατά την Ποιν. Δικονομίαν παρεχόμενα εις τον κατηγορούμενον δικαιώματα, άμα ως επιδοθή αυτοίς η προς εμφάνισιν εις το ακροατήριον κλήσις. 2.Ο μετασχών της συζητήσεως αστικώς υπεύθυνος δύναται να ασκήση πάντα τα εις τον κατηγορούμενον ανήκοντα ένδικα μέσα κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, αλλά ως προς μόνον το αναγνωρίζον την αστικήν αυτού ευθύνην μέρος αυτής. Ασκηθέντος ενδίκου τινός μέσου υπό του κατηγορουμένου το επί τούτο κρίνον δικαστήριον επιλαμβάνεται και του περί της ευθύνης των αστικώς συνυπευθύνων κεφαλαίου της αποφάσεως και αν δεν στρέφεται κατ’ αυτού το υπό του κατηγορουμένου ασκηθέν ένδικον μέσον και όταν ακόμη δεν ενεφανίσθη ο αστικώς υπεύθυνος. 3.Ο αστικώς υπεύθυνος και αν δεν κλητευθή κατά την παρ. 1 του άρθρου τούτου, δικαιούται πάντοτε να παρέμβη εκουσίως, εις την ποινικήν δίκην, και παρ’ Εφέταις το πρώτον, αλλά μέχρι της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο κλητευθείς ή εκουσίως παρεμβάς δύναται ν’ αποβληθή της ποινικής διαδικασίας τη αιτήσει του ή αυτεπαγγέλτως, εφ’ όσον, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, δεν φέρη την ιδιότητα του κατά τα άρθρ. 108 και 109 του νόμου τούτου αστικώς συνυπευθύνου». Το άρθρ. 123 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 136 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 24 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 124 «Οιοσδήποτε οικονομικός υπάλληλος (Οικ. Επιθεωρητής Τελωνείων, Υπάλληλος Τελωνείου, Εφορίας καπνού, Οικονομικής Εφορίας, Ταμείου κλπ.) ή εισπράκτωρ ή Τελωνοφύλαξ ή έτερος βαθμούχος του Σώματος της Τελωνοφυλακής και της οικονομικής αστυνομίας κατά θάλασσαν, ενεργών ανακριτικάς πράξεις επί λαθρεμπορία ή συμμετασχών εις αυτάς δεν αποκλείεται να εξετασθή ως μάρτυς κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασίαν». Το άρθρ. 124 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 137 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 25 Α.Ν. 2081/1939. Άρθρον 125 «Οσάκις κατάσχεται το αντικείμενον της λαθρεμπορίας ή το μεταγωγικόν μέσον αυτής, χωρίς ν’ ανακαλυφθή ο δράστης ούτε εκ της ανακρίσεως, ο Εισαγγελεύς εισάγει την υπόθεσιν εις το Πλημμελειοδικείον το οποίον αποφασίζει περί της δημεύσεως των κατασχεθέντων». Το άρθρ. 125 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 138 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 26 Α.Ν. 2081/1939. άρθρ. 11 δηλωτικόν. 4.Εν ελλείψει Ελληνικής Προξενικής αρχής εν τω λιμένι της φορτώσεως, ο πλοίαρχος οφείλει να συντάξη πρόχειρον δηλωτικόν εφ’ απλού χάρτου προ του κατάπλου εις Ελληνικόν Λιμένα και εις απόστασιν δέκα χιλιομέτρων από της ακτής, αναγράφων εις αυτό το φορτίον και τα εφόδια του πλοίου. 5.Η τελωνειακή αρχή οφείλει να προσαρτά το κατά τας ανωτέρω παραγράφους δηλωτικόν εις το κατά το άρθρ. 11 κατατιθέμενον δηλωτικόν ή εν περιπτώσει επιστροφής του εις το απόσπασμα αυτού. «6.Τα υπό του άρθρου τούτου προβλεπόμενα έν ή πλείονα δηλωτικά υποχρεούται ο πλοίαρχος να αντιγράφη δια μελάνης άνευ διορθώσεων, απαλείψεων και αλλοιώσεων εις το ημερολόγιον του πλοίου προ του απόπλου τούτου δια τας Ελληνικάς ακτάς. Η δι’ οιονδήποτε λόγον μη επίδειξις ή απώλεια του «ημερολογίου», εφ’ όσον δεν αποδεικνύεται ανωτέρα βία, λογίζεται ως μη τήρησις αυτού επαγομένη τας επί ταύτη κυρώσεις. Η ανωτέρω υποχρέωσις προς αντιγραφήν των δηλωτικών εις το ημερολόγιον, επεξετάθη και εις τα πλοιάρια κάτω των 10 κόρων, υπεχρεώθησαν δε τα πλοιάρια ταύτα, εκτελούντα πλόας μετά της αλλοδαπής, εις την τήρησιν Ημερολογίου κατά τους όρους και διατυπώσεις τους καθοριζομένους δια τα πλοία. (Απόφ. Υπ. Οικονομικών Τ.8060 της 27 Σεπτ. 1948 Φ.Ε.Κ. 155/Β/1948). Ο Υπουργός των Οικονομικών δύναται δι’ αποφάσεων αυτού, εκδιδομένων μετά γνώμην του Τμήματος Τελωνειακών Νόμων της Διαρκούς Επιτροπής Δασμολογίου και Εμπορικών Συμβάσεων και δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, να καταργή ή συμπληροί τα ως άνω μέτρα, δι’ ων σκοπείται η πρόληψις του λαθρεμπορίου, ως και να επεκτείνη τα επί τη βάσει της παρούσης παραγράφου καθιερούμενα ή ληφθησόμενα μέτρα και εις πλοιάρια κάτω των δέκα κόρων». Η παρ. 6 προσετέθη δια της παραγρ. 2 άρθρ. 2 Α.Ν. 791/1948. - 225 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 126 «1.Πας αξιών δικαίωμα επί κατασχεθέντων αντικειμένων ή μεταγωγικών μέσων λαθρεμπορίας, είτε ανεκαλύφθη ο δράστης αυτής είτε μη, αν θέλη να αμφισβητήση την δήμευσιν αυτών δύναται να υποβάλη τας αξιώσεις αυτού δι’ αιτήσεως προς τον Εισαγγελέα. Η αίτησις εισάγεται εις το Πλημμελειοδικείον και συζητείται συν τη κυρία συζητήσει, καθ’ ην καλείται και ο υποβαλών την αίτησιν αυτού. Το δικαστήριον αποφαίνεται περί της αιτήσεως και, αν δεν αποφανθή υπέρ της δημεύσεως, διατάσσει την απόδοσιν των κατασχεθέντων ή του εκπλειστηριάσματος εις τον δικαιούχον. 2.Την εις τον δικαιούχον απόδοσιν διατάσσει το δικαστήριον και εξ επαγγέλματος, όταν κρίνη ότι δεν υπάρχει περίπτωσις δημεύσεως. 3.Αν η αποφαινομένη περί της δημεύσεως απόφασις του δικαστηρίου είναι η καταδικάζουσα τον δράστην, καθίσταται τελεσίδικος,άμα ως παρέλθωσιν αι νόμιμοι προθεσμίαι των ενδίκων μέσων ως προς τον καταδικασθέντα. Ο τρίτος δ’ έχων αξιώσεις επί των δη(Αντί για τη σελ. 181(α) Σελ. 181(β) Τεύχος 1-83 Σελ. 67 - 302 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 μευομένων δια της αποφάσεως αντικειμένων, δεν δύναται να προσβάλη δι’ ενδίκων μέσων την απόφασιν, δύναται όμως να παρέμβη και υποβάλη τας αξιώσεις του κατά πάσαν συζήτησιν της υποθέσεως, συνεπεία ενδίκων μέσων του καταδικασθέντος. 4.Αν η αποφαινομένη περί της δημεύσεως απόφασις του δικαστηρίου δεν περιέχη διάταξιν, καταδικάζουσαν τον δράστην της λαθρεμπορίας, δύναται να ανακοπή υπό παντός έχοντος αξιώσεις επί των δημευομένων αντικειμένων, μη κληθέντος δε να παραστή κατά την συζήτησιν, εφ’ ης εξεδόθη εντός προθεσμίας ημερών εξήκοντα, αρχομένην από της επιούσης της ημέρας της εκδόσεώς της. Επί της ανακοπής αποφαίνεται το Πλημμελειοδικείον, η δε απόφασις αυτού είναι τελεσίδικος, ουδενός επιτρεπομένου κατ’ αυτής ενδίκου μέσου». Το άρθρ. 126 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθ. 139 Νόμ. 1165/1918, αντικατασταθέν και αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 27 Α.Ν. 2081/1939. «Άρθρ.126Α.-1.Εάν ως αντικείμενον λαθρεμπορίας ή ως μεταγωγικόν μέσον των αποτελούντων το αντικείμενον αυτής λαθρεμπορευμάτων κατεσχέθη αυ/τον, ο κατασχών, ή η παρ’ η ούτος τελεί υπηρεσία, παραδίδει τούτο μετ’ αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως εις την τελωνειακήν αρχήν, εν τη περιφερεία της οποίας διεπράχθη η λαθρεμπορία, συντασσομένης εκθέσεως παραδόσεως και παραλαβής, επισυνάπτει, δε, εις την προς τον Εισαγγελέα υποβαλλομένην προανάκρισιν εν πρωτοτύπω την έκθεσιν κατασχέσεως και την τοιαύτην παραδόσεως και παραλαβής και κοινοποιεί εις την Τελωνειακήν Αρχήν και την εν τη περιφερεία αυτής υπηρεσίαν του Οργανισμού Διαχειρίσεως Δημοσίου Υλικού (ΟΔΔΥ) αντίγραφον του διαβιβαστικού εγγράφου της προανακρίσεως. 2.Η Τελωνειακή αρχή, εις την οποίαν παρεδόθη το αυτοκίνητον, εφ’ όσον συντρέχει περίπτωσις, συντάσσει έκθεσιν επαληθεύσεως, δια της οποίας προσδιορίζει τους δια την εισαγωγήν του αυτοκινήτου αναλογούντας δασμούς, φόρους, τέλη, εισφοράς και λοιπά δικαιώματα, αντίγραφον δε της εκθέσεως ταύτης αποστέλλει και εις τον Εισαγγελέα. 3.Το κατασχεθέν αυτοκίνητον μετ’ αντιγράφου της εκθέσεως κατασχέσεως τούτου, αντιγράφου της εκθέσεως παραδόσεως και παραλαβής αυτού, ως και αντιγράφου της αφορώσης εις την εισαγωγήν τούτου εκθέσεως επαληθεύσεως, παραδίδεται υπό της τελωνειακής αρχής εις την εν τη περιφερεία αυτής υπηρεσίαν του ΟΔΔΥ προς φύλαξιν, συντασσομένου πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής, αντίγραφον του οποίου αποστέλλεται υπό της Τελωνειακής αρχής εις τον Εισαγγελέα. Σελ. 182(β) Τεύχος 1-83 Σελ. 68 4.Ο ΟΔΔΥ, άμα τη υπ’ αυτού παραλαβή του αυτοκινήτου, συντάσσει περί της εν τω εσωτερικώ, αξίας τούτου έκθεσιν κοστολογήσεως, εις την οποίαν γίνεται λεπτομερής μνεία των στοιχείων της ταυτότητος αυτού, ως και της καταστάσεως, εις την οποίαν τούτο ευρίσκεται, αποστέλλει δε αντίγραφον της εκθέσεως ταύτης εις την Τελωνειακήν αρχήν και τον Εισαγγελέα. 5.Το Συμβούλιον των Πλημμελειοδικών, εάν κατά την κρίσιν αυτού συντρέχη η εν παρ. 4 του άρθρ. 107 περίπτωσις μη δημεύσεως του κατασχεθέντος αυτοκινήτου, δύναται τη αιτήσει του ιδιοκτήτου, επί της οποίας αποφαίνεται αμετακλήτως, να διατάξη την άρσιν της κατασχέσεως του αυτοκινήτου, και την απόδοσιν αυτού εις τον ιδιοκτήτην. Η προς τούτο δικαιοδοσία του συμβουλίου υφίσταται μόνον εφ’ όσον μεν υπόθεσις δεν εισήχθη εις το ακροατήριον του εις πρώτον βαθμόν αρμοδίου δικαστηρίου, το δε αυτοκίνητον δεν εξεποιήθη ουδέ διετέθη κατά την παρ. 8 του παρόντος άρθρου. Το δικαστήριον, μη δεσμευόμενον εκ του βουλεύματος, αποφαίνεται δια της τελειωτικής του αποφάσεως κατά περίπτωσιν συμφώνως προς τα εν παρ. 1-3 του άρθρ. 107 ή τα εν τέλει της παρ. 4 του αυτού άρθρου οριζόμενα. - 303 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 6.Το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών, δύναται, επίσης, τη αιτήσει του ιδιοκτήτου, (επί της οποίας αποφαίνεται αμετακλήτως), να διατάξη εν πάση περιπτώσει, εντός του κατά την προηγουμένην παράγραφον χρόνου, την άρσιν της κατασχέσεως του αυτοκινήτου και την εις τον ιδιοκτήτην απόδοσιν αυτού, επί τη καταθέσει χρηματικής εγγυήσεως, ισοπόσου προς την εν τω εσωτερικώ αξίαν τούτου. Η μέσα σε ( ) φράση απαλείφθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 4 Νόμ. 1567/1985 (ΦΕΚ Α΄ 171) (κατωτ. σελ. 226,571) (Διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 200/27 Νοεμ. 1985). Η εγγύησις αύτη επέχει θέσιν τιμήματος πωλήσεως του κατασχεθέντος αυτοκινήτου και υπόκειται εις την κατά το άρθρ. 107 δήμευσιν, εφαρμοζομένης αναλόγως και της δευτέρας περιόδου της παρ. 6 του αυτού άρθρου. «Το συμβούλιο πλημμελειοδικών, μετά από αίτηση του ιδιοκτήτη αυτοκινήτου που υπήρξε μέσο ή αντικείμενο λαθρεμπορίας, διατάσσει την απόδοσή του σ’ αυτόν ή ορίζει αυτόν ως μεσεγγυούχο, χωρίς επιβολή χρηματικής εγγύησης, εφόσον α)δεν διώκεται ποινικά ως αυτουργός ή συμμέτοχος για πράξη λαθρεμπορίας ή άλλης συναφούς με αυτή και β)εφόσον απέκτησε το αυτοκίνητο καλόπιστα και δεν μπορούσε ενόψει του είδους, του τρόπου και των λοιπών συνθηκών να προβλέψει ότι ήταν μέσο ή αντικείμενο λαθρεμπορίας ή συναφούς με αυτή πράξης, επιφυλασσομένων των διατάξεων για απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς και λοιπούς φόρους. Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής το βούλευμα υπόκειται σε ένδικα μέσα κατά τους ορισμούς του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας». Τα μέσα σε « » εδάφια προστέθηκαν από την παρ. 4 άρθρ. 4 Νόμ. 1567/1985 (ΦΕΚ Α΄ 171) (κατωτ. σελ. 226,571) (Διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 200/27 Νοεμ. 1985). 7.Παν βούλευμα ή απόφασις περί άρσεως της κατασχέσεως του αυτοκινήτου και αποδόσεως αυτού εις τον ιδιοκτήτην, ως και πάσα απόφασις περί δημεύσεως τούτου, κοινοποιείται υπό του εισαγγελέως εις την τελωνειακήν αρχήν και τον ΟΔΔΥ, γνωστοποιουμένης αυτοίς και της ημερομηνίας του αμετακλήτου. Εάν εντός έτους από της κατασχέσεως δεν εξεδόθη ή δεν κατέστη αμετάκλητον τοιούτον βούλευμα ή απόφασις, ο εισαγγελεύς προβαίνει εις σχετικήν ανακοίνωσιν προς τας αυτάς υπηρεσίας. 8.Ο ΟΔΔΥ μετά παρέλευσιν προθεσμίας τριών μηνών από του αμετακλήτου της αποφάσεως ή του βουλεύματος περί άρσεως της κατασχέσεως του αυτοκινήτου και αποδόσεως αυτού εις τον ιδιοκτήτην, εφ’ όσον εντός της προθεσμίας ταύτης δεν παρελήφθη τούτο υπό του ιδιοκτήτου, προβαίνει εις την εκποίησιν αυτού ή εις την διάθεσιν τούτου εις δημοσίαν υπηρεσίαν. Ομοία εκποίησις ή διάθεσις ενεργείται υπό του ΟΔΔΥ μετά παρέλευσιν έτους από της κατασχέσεως του αυτοκινήτου, εφ’ όσον εν τω μεταξύ δεν εξεδόθη, ή δεν κατέστη αμετάκλητον, βούλευμα ή απόφασις περί άρσεως της κατασχέσεως αυτού και αποδόσεως τούτου εις τον ιδιοκτήτην ή δεν εξεδόθη, ή δεν κατέστη αμετάκλητος, απόφασις περί δημεύσεως του αυτοκινήτου. 9.Η κατά την προηγουμένην παράγραφον εκποίησις ή διάθεσις γίνεται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις περί της υπό του ΟΔΔΥ εκποιήσεως ή διαθέσεως αυτοκινήτων ανηκόντων εις την κυριότητα του Δημοσίου, εφαρμοζομένας και εν προκειμένω αναλόγως. 10.Εάν μετά την εκποίησιν ή διάθεσιν του κατασχεθέντος αυτοκινήτου διετάχθη δια βουλεύματος ή αποφάσεως, αμετακλήτου, η απόδοσις αυτού εις τον ιδιοκτήτην καταβάλλεται εις τούτον δια του ΟΔΔΥ ως αποζημίωσις, ποσόν ίσον προς την εν τη εκθέσει κοστολογήσεως οριζομένην αξίαν του αυτοκινήτου, ή το εκ της εκποιήσεως αυτού τίμημα, εάν τούτο είναι ανώτερον, εξαντλουμένης ούτω της ευθύνης του Δημοσίου. 11.Δύναται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, να ρυθμίζωνται ειδικώτεραι λεπτομέρειαι της κατά τας παρ. 9 και 10 του παρόντος άρθρου εκποιήσεως ή διαθέσεως. 12.Επί των κατά το παρόν άρθρον αυτοκινήτων εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αι διατάξεις του παρόντος κώδικος. 13.Κατασχεθέντα αυτοκίνητα, των οποίων διετάχθη η απόδοσις προ της ισχύος του παρόντος νόμου, κατ’ άρθρ. 107 παρ. 4 ή 116 παρ. 2, ή των οποίων διετάχθη η οριστική απόδοσις δια βουλεύματος ή αποφάσεως εκδοθέντων επί της κατ’ ουσίαν κατηγορίας, μη παραληφθέντα υπό του ιδιοκτήτου εντός προθεσμίας τριών μηνών, αφ’ ης κατέστη αμετάκλητον το περί αποδόσεως βούλευμα ή απόφασις, εκποιούνται ή διατίθενται κατά τας διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων. Ομοία εκποίησις ή διάθεσις αυτοκινήτων, κατασχεθέντων προ της ισχύος του παρόντος, ενεργείται και εάν παρήλθεν έτος από της κατασχέσεως χωρίς εν τω μεταξύ να εκδοθή ή καταστή αμετάκλητον βούλευμα ή απόφασις περί αποδόσεως. Εις τας ανωτέρω περιπτώσεις, εάν δεν συνετάγησαν εκθέσεις επαληθεύσεως ή κοστολογήσεως, αύται συντάσσονται εντός μηνός από της ισχύος του παρόντος». Το άρθρ. 126Α προσετέθη δια του άρθρ. 1 Νόμ. 739/1977 (κατωτ. αριθ. 54) (Αντί για τη σελ. 182,01(α) Σελ. 182,01(β) Τεύχος 1-83 Σελ. 69 - 304 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 «14.Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορισθεί ότι εξαιρείται από την παράδοση στον Ο.Δ.Δ.Υ. ένα ή περισσότερα αυτοκίνητα από εκείνα που έχουν κατασχεθεί ως αντικείμενα λαθρεμπορίας ή ως μεταφορικά μέσα λαθρεμπορευμάτων, καθώς και ότι ανατίθεται η φύλαξή τους σε ορισμένο τελωνείο. Μετά την περιέλευση της κυριότητας των αυτοκινήτων αυτών στο Δημόσιο λόγω παρόδου των προθεσμιών που αναγράφονται στην παρ. 8, ο Υπουργός Οικονομικών με απόφασή του διαθέτει τα αυτοκίνητα αυτά, είτε στις τελωνειακές αρχές που είναι αρμόδιες για τη δίωξη του λαθρεμπορίου και των ναρκωτικών, είτε στην Υπηρεσία Ελέγχου Διακίνησης Αγαθών και τα παραρτήματά της. Αν διαπιστωθεί ότι τα αυτοκίνητα αυτά δεν είναι κατάλληλα για τις ανάγκες των πιο πάνω υπηρεσιών, ο Υπουργός Οικονομικών με όμοια απόφασή του διατάσσει την απόδοσή τους στον Ο.Δ.Δ.Υ. Αν μετά τη διάθεση του αυτοκινήτου που κατασχέθηκε διατάχθηκε αμετακλήτως με βούλευμα ή δικαστική απόφαση η απόδοσή του στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν ως πλήρης αποζημίωση μόνο ποσό ίσο με την αξία του αυτοκινήτου, όπως αυτή ορίζεται στην έκθεση κοστολόγησης, στην οποία υπολογίζονται ή όχι, κατά περίπτωση, οι δασμοί, οι φόροι και οι εισφορές που φέρεται ότι έχουν καταβληθεί, και που συντάσσεται αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Οικονομικών για φύλαξη του αυτοκινήτου που κατασχέθηκε. Η έκθεση κοστολόγησης συντάσσεται στην περίπτωση αυτήν από τον προϊστάμενο του τελωνείου κατάσχεσης του αυτοκινήτου, τον αρμόδιο επιθεωρητή τελωνείων και ένα μηχανολόγο μηχανικό της διεύθυνσης τεχνικών υπηρεσιών της οικείας νομαρχίας. Οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών της παραγράφου αυτής κοινοποιούνται στον Ο.Δ.Δ.Υ., καθώς και στην αρμόδια για τη σχετική λαθρεμπορία εισαγγελική αρχή. Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής, οι κοινοποιήσεις που ενεργούνται από την εισαγγελική αρχή γίνονται προς το οικείο τελωνείο φύλαξης αντί για τον Ο.Δ.Δ.Υ. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων». Η παρ. 14 προστέθηκε από το άρθρ. 17 Νόμ. 1798/1988 (ΦΕΚ Α΄ 166) (Τόμ. 28Α, σελ. 320,508). Άρθρον 127 (Μεταβατικαί διατάξεις) Άρθρον 128 Συνιστάται «Διοικητικόν Δικαστήριον των Φορολογικών Παραβάσεων» εδρεύον εν Αθήναις και συνεδριάζον εν τω Υπουργείω των Οικονομικών. Σελ. 182,02(β) Τεύχος 1-83 Σελ. 70 Το Δικαστήριον τούτο συγκροτείται κατά τας διατάξεις του άρθρ. 21 του Νόμ. 971 της 21 Οκτ. 1917 «περί φορολογίας του οινοπνεύματος» και διέπεται υπό πασών των διατάξεων του αυτού άρθρου εφ’ όσον δεν τροποποιούνται δια του παρόντος. «Καθήκοντα εισηγητού παρά τω Δικαστηρίω τούτω εκτελεί ο κατ’ εκδικαζόμενον εκάστοτε αντικείμενον αρμόδιος Τμηματάρχης, αναπληρούμενος εν περιπτώσει απουσίας ή κωλύματος δι’ ετέρου οικονομικού υπαλλήλου οριζομένου δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών». Το άρθρ. 128 αντιστοιχεί προς το παλαιόν άρθρ. 119 Νόμ. 1165/1918, αριθμηθέν ως άνω δια του άρθρ. 29 Α.Ν. 2081/1939 δι’ ου κατηργήθη η β΄ παράγραφος αυτού. Η εντός « » περίοδος αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 11 Νόμ. 2096/1952. Άρθρον 129 «Διαρκούσης της κατά τον Α.Ν. της 11 Ιαν. 1936 και κατά το άρθρ. 1 του Α.Ν. 392 του 1936 διαταχθείσης αναστολής της ποινικής διώξεως, αναστέλλεται και η πρόοδος του χρόνου της παραγραφής του αξιοποίνου της παραβάσεως». Το άρθρ. 129 προσετέθη δια του άρθρ. 30 Α.Ν. 2081/1939. Τα παλαιά άρθρ. 128-131 κατηργήθησαν δια του άρθρ. 31 του αυτού Α. Νόμου. Άρθρον 130 1.Κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, εμπόρευμα είναι παν ενσώματον κινητόν αντικείμενον. 2.Ως προς τας αποσκευάς των ταξειδιωτών δεν απαιτείται η κατά τα εδάφια α΄ και β΄ του άρθρ. 100 άδεια να η έγγραφος. Σημειωτέον ότι η παρ. 2 αναφέρεται εις το αρχικόν κείμενον του άρθρ. 100. 3.Ως αποσκευαί, κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, λογίζονται μόνα τα αντικείμενα τα υπό του ταξειδιώτου συναποκομιζόμενα προς ατομικήν και οικογενειακήν αυτού χρήσιν. - 305 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 131 1.Πλοίον, κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, θεωρείται παν μεταγωγικόν μέσον, ανεξαρτήτως της κινούσης αυτό δυνάμεως ικανόν να ενεργήση την εις άλλον λιμένα ή όρμον μεταφοράν των εν αυτώ τιθεμένων εμπορευμάτων. 2.Λέμβος, κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, θεωρείται παν μεταγωγικόν μέσον, χρησιμεύον μόνον προς εκφόρτωσιν ή μεταφοράν εμπορευμάτων εν τω αυτώ λιμένι ή όρμω. Άρθρον 132 1.Καταργούνται: Ο νόμος της 19/31 Μαρτ. 1843 περί οργανισμού των τελωνείων του Κράτους. Ο νόμος της 7 Απρ. 1843 περί τελωνειακού δικαιώματος των μεταφερομένων εντός του Κράτους εμπορευμάτων. Ο νόμος ΧΞΘ΄ της 7 Αυγ. 1861 περί μεταρρυθμίσεως διατάξεών τινων του τελωνειακού οργανισμού. Το ΜΗ΄ ψήφισμα της 1 Ιουλ. 1863 περί των τελωνειακών δικαιωμάτων. Ο νόμος ΧΙΣΤ΄ της 13 Ιουν. 1877 περί τροποποιήσεως διατάξεων του Τελωνειακού νόμου. Ο νόμος ΩΙΑ΄ της 15 Απρ. 1880 περί τροποποιήσεως τελωνειακών τινων διατάξεων. Ο νόμος ΑΦΙΓ΄ της 28 Μαΐου 1887 περί συμπληρώσεως και μεταρρυθμίσεως διατάξεων των τελωνειακών νόμων. Ο νόμος ΑΨΑ΄ της 29 Μαΐου 1889 περί αμοιβής των καταμηνυόντων ή συλλαμβανόντων λαθρεμπορία, εκτός του άρθρ. 5 αυτού, αφορώντος τα είδη των μονοπωλίων και το τουμπεκίον, διατηρουμένων εν ισχύϊ, του οποίου όμως αντικαθίσταται η διάταξις «εν τοιαύτη περιπτώσει αι διατάξεις του από 13 Ιουν. 1877 ΧΙΣΤ΄ νόμου εφαρμόζονται μόνον εάν ο κάτοχος των ανωτέρω ειδών είχε ταύτα προς εμπορίαν» δια της διατάξεως «εν τοιαύτη περιπτώσει αι ποινικαί και αι περί αμοιβών διατάξεις του νόμου «περί Τελωνειακού Κώδικος» εφαρμόζονται μόνον εάν ο κάτοχος των ανωτέρω ειδών είχε ταύτα προς εμπορίαν». Ο νόμος ΑΩΜΖ΄ της 30 Μαΐου 1890 περί μεταρρυθμίσεως διατάξεών τινων των τελωνειακών νόμων. Ο νόμος ΑπϞΘ της 29 Φεβρ. 1892 περί μεταρρυθμίσεως διατάξεών τινων του τελωνειακού οργανισμού. Ο νόμος ΒΞΔ΄ της 31 Ιουλ. 1892 περί εφαρμογής των διατάξεων των άρθρ. 7, 8 και 9 του Νόμ. ΑΦΙΓ΄ κλπ. Τα άρθρ. 7, 8, 10, η παρ. γ΄ του άρθρ. 15, τα ΄Αρθρον 19 1.Επί τη απωλεία του κατά το εδ. 1 του άρθρ. 18 δηλωτικού, υποχρεούται ο πλοίαρχος εις παροχήν προσωπικής εγγυήσεως, όπως εντός εξαμήνου προθεσμίας προσαγάγη αντίγραφον αυτού και επιτρέπεται η αναχώρησις του πλοίου. 2.Επί τη απωλεία του κατά το εδ. 2 του άρθρ. 18 δηλωτικού, η τελωνειακή αρχή του λιμένος του κατάπλου του πλοίου, αιτείται παρά της προξενικής αρχής την αποστολήν αντιγράφου του κρατηθέντος παρ’ αυτής πρωτοτύπου και επιτρέπει την αναχώρησιν του πλοίου, αφού λάβη προσωπικήν εγγύησιν. 3.Η προσωπική εγγύησις ορίζεται εις ποσόν μη υπερβαίνον τας δραχ. (500)300.000. Το ποσόν της εγγυήσεως ηυξήθη ως άνω δια της υπ’ αριθ. Τ.1869 της 2 Μαρτ. 1949 αποφ. Υπ. Οικονομικών (ΦΕΚ 36/Β/49). άρθρ. 16, 17, 18, 19, 20 και 27 του νόμου ΒΡΚΑ΄ της 30 Δεκ. 1892 περί τελωνειακού δασμολογίου. Το άρθρ. 6 του νόμου ΒΡΝΗ΄ της 13 Φεβρ. 1893 περί προσωρινής ατελείας πρώτων υλών, επί τη εξαγωγή αυτών μεταποιημένων εις βιομηχανικά προϊόντα. Ο νόμος ΒΣϞΓ΄ της 10 Ιουλ. 1895 περί μεταρρυθμίσεως διατάξεών τινων των τελωνειακών νόμων. Ο νόμος ΒΥΙΖ΄ της 9 Απρ. 1896 περί μεταρρυθμίσεως άρθρων τινων του νόμου ΑπϞΘ΄ κλπ. Τα άρθρα 6, 13, 14, 15 και 16 του νόμου ΓΤ ϞΣΤ΄ της 15 Οκτ. 1909 και Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον. Τα άρθρ. 130-132 τίθενται ως ηριθμήθησαν δια της παρ. 2 του άρθρ. 31 του Α.Ν. 2081/ 1939. Άρθρον 133 «1.Δια Β.Δ/των κανονισθήσονται τα της εσωτερικής οργανώσεως της λειτουργίας των τελωνειακών αρχών, η αρμοδιότης τούτων, τα καθήκοντα των τελωνειακών υπαλλήλων, τα του ελέγχου της διοικητικής διαχειρίσεως τούτων, ο κανονισμός της εσωτερικής υπηρεσίας της Διευθύνσεως Τελωνειακού Ελέγχου ως και τα του καταλογισμού παρ’ αυτής των τελωνειακών υπολόγων, τα της διαχειρίσεως των υπό της τελωνειακής υπηρεσίας παρεχομένων εις το κοινόν εντύπων (επιτρεπομένου να ορίζηται και τίμημα πωλήσεως αυτών), η χωρική δικαιοδοσία εκάστης τελωνειακής αρχής (και ο κατά το άρθρ. 67 τελων. περίβολος αυτής)». «2.Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών εκδιδομένων μετά γνώμην της Διαρκούς Επιτροπής Δασμολογίου και Εμπορικών Συμβάσεων (Τμήμα Τελωνειακών Νόμων) δύναται: α)να ορίζωνται τα τηρούμενα παρά των Τελωνειακών Αρχών βιβλία και τα χρησιμοποιούμενα παρ’ αυτών ή των συναλλασσομένων μετ’ αυτών έντυπα και β)να καταργώνται τινά των ήδη εν χρήσει βιβλίων και εντύπων δια πάσας ή ωρισμένας Τελωνειακάς Αρχάς. Δια των αυτών αποφάσεων δύναται να καθορίζηται ή μεταρρυθμίζηται ο τύπος των ανωτέρω βιβλίων ή εντύπων». Το άρθρ. 133 αντικατεστάθη και ηριθμήθη ως άνω δια του άρθρ. 32 Α.Ν. 2081/1939. Η παρ. 2 προσετέθη δια του άρθρ. 17 Α.Ν. 791/1948. Εξεδόθη σχετικώς η υπ’ αριθ. Τ. 114/7/1975 απόφ. Υπ. Οικονομικών περί τρόπου εξοφλήσεως των αποδείξεων παραλαβής αποσκευών επιβάτου (τόμ. 30Α σελ. 262,04). Εκδόθηκε σχετικά η αριθ. 5339/1138/13-19 Δεκ. 1984 (ΦΕΚ Β΄ 884) απόφ. Υπ. Οικονομικών, περί καθιερώσεως τελωνειακού εντύπου για εφοδιασμούς πλοίων με εγχώρια προϊόντα. (Αντί για τις σελ. 183(α)-184,01) Σελ. 183(β) Τεύχος Η72-Σελ. 49 - 306 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 Άρθρ.134.-«1.Με Π.Δ/τα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών επιτρέπεται να προσαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος με τις πράξεις των αρμόδιων Οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που έχουν υποχρεωτική εφαρμογή και οι οποίες αναφέρονται σε θέματα που ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο από τον παρόντα νόμο. 2.Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την προσαρμογή των τελωνειακών διαδικασιών προς τις αντίστοιχες διαδικασίες όπως καθορίζονται με πράξεις των Κοινοτικών Οργάνων». Το άρθρ. 134 προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 28 Νόμ. 1473/1984, (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). Άρθρον 20 1.Εμπορικόν πλοίον, κατά τον κατάπλουν ή απόπλουν αυτού ή και ναυλοχούν, υπόκειται εις την επίσκεψιν της τελωνειακής αρχής, επιφυλασσομένων των περί εμπορικών πλοίων ξένης σημαίας ιδιαιτέρων ορισμών των εν ισχύϊ διεθνών συμβάσεων. 2.Ανθισταμένου του πλοιάρχου εις την επίσκεψιν, ενεργείται αύτη τη συνδρομή της λιμενικής αρχής. «3.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται, εκάστοτε, τα της επισκέψεως υπό της Τελωνειακής Αρχής των πλοίων του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού ως και παντός ετέρου πλοίου ανήκοντος ή χρησιμοποιουμένου υπό Κρατικών Υπηρεσιών». Η παρ. 3 προσετέθη υπό του άρθρ. 1 Νόμ. 2096/1952, εις εκτέλεσιν δε αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθ.Τ.4963/1952 απόφασις (κατωτ. αριθ. 33). Δια του άρθρ. 4 παρ. 3 Α.Ν. 1631/1939 ωρίσθη ότι «Δια Β.Δ./των εκδιδομένων προτάσει του επί των Οικονομικών Υπουργού και των επί της Εμπορικής Ναυτιλίας ως και του Τύπου και Τουρισμού Υφυπουργών, επιτρέπεται να ορίζωνται κατά παρέκκλισιν των διατάξεων του Νόμ. 1165 του 1918 «περί τελωνειακού κώδικος», ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, τα της τελωνειακής επιβλέψεως και του ελέγχου της κινήσεως εις τας Ελληνικάς θαλάσσας και τους λιμένας των υπό οιανδήποτε σημαίαν πλοίων αναψυχής ή ναυτικών αθλήσεων ως και αι συναφείς υποχρεώσεις των κυβερνητών και ιδιοκτητών αυτών». Άρθρον 21 1.Οι ενεργούντες την επίσκεψιν τελωνειακοί υπάλληλοι οφείλουσι να προβαίνωσιν εις την σφράγισιν των εφοδίων, όταν ταύτα υπερβαίνωσι την αναλογίαν των αναγκών του πληρώματος κατά τον χρόνον της εν τω λιμένι παραμονής. «Ειδικώς προκειμένου περί πλοίων προερχομένων εκ του εξωτερικού εκτελούντων ομαδικά ταξίδια αναψυχής δεν ενεργείται σφράγισις του διαμερίσματος τροφών και εφοδίων του πλοίου, επιτρεπομένης της χρησιμοποιήσεως των εφοδίων τούτων και δια τας ανάγκας των επιβατών κατά τον χρόνον της εις τα Ελληνικά ύδατα παραμονής των. Κατ’ εξαίρεσιν των εν τω προηγουμένω εδαφίω οριζομένων, επιτρέπεται εις τον Υπουργόν των Οικονομικών, όπως δι’ ειδικών διαταγών του επιβάλλη εις ωρισμένας περιπτώσεις και δι’ ειδικούς λόγους την σφράγισιν του διαμερίσματος τροφών και εφοδίων και των πλοίων τούτων κατά τα εν τω πρώτω εδαφίω οριζόμενα». Τα εντός «» εδάφια προσετέθησαν δια του άρθρ. 2 Νόμ. 2787/1954. 2.Η τελωνειακή αρχή έχει το δικαίωμα να παραλαμβάνη εν ταις αποθήκαις του τελωνείου τα εφόδια, υποχρεουμένη προς τούτο, όταν πρόκειται περί ειδών μονοπωλίου ή υποκειμένων εις φόρον καταναλώσεως, επιστρέφει δε ταύτα κατά την αναχώρησιν του πλοίου. 3.Οι πλοίαρχοι οφείλουσι να επιδεικνύωσιν εις τους ενεργούντας την επίσκεψιν τελωνειακούς υπαλλήλους πάντα τα εν τω πλοίω εμπορεύματα, να ανοίγωσι τα κλειστά μέρη του πλοίου και να διευκολύνωσι την εκτέλεσιν της υπηρεσίας ταύτης. Άρθρον 22 1.Οσάκις πλοία, εξ ανωτέρας βίας προσορμιζόμενα, έχουσιν ανάγκην επισκευής, οι πλοίαρχοι, αφού συμμορφωθώσι προς τας περί δηλωτικών διατυπώσεις, δύνανται, κατόπιν αδείας της τελωνειακής αρχής, ν’ αποβιβάσωσι και ν’ αποθέσωσι τα εν τω πλοίω εμπορεύματα εν τω καταστήματι αυτής ή εν τη υπ’ αυτής εγκριθείση ιδιωτική αποθήκη. 2.Μετά παρέλευσιν δύο μηνών υποβάλλονται τα εις το κατάστημα του τελωνείου αποτεθειμένα εμπορεύματα εις την πληρωμήν τέλους υπερημερίας. Άρθρον 23 1.Η εκφόρτωσις και παράδοσις των εμπορευμάτων εις την τελωνειακήν αρχήν γίνεται επί τη βάσει του δηλωτικού. «2.Επιτρέπεται η εν ταις γενικαίς αποθήκαις ταις συνιστωμέναις εν τη έδρα της τελωνειακής αρχής παράδοσις και αποθήκευσις των εμπορευμάτων απ’ ευθείας εκ των πλοίων και φορτηγίδων τη συνοδεία τελωνειακών οργάνων και αδεία της τελωνειακής αρχής. Η αποθήκευσις ενεργείται κατά τας διατάξεις των τελωνειακών νόμων και του Νόμ. ΒΥΠΘ΄ της 10 Απρ. 1896 «περί Γενικών Αποθηκών» εφαρμόζονται δ’ επί των εμπορευμάτων τούτων αδιακρίτως άπασαι αι διατάξεις των τελωνειακών νόμων, διαταγμάτων κλπ., θεωρουμένων των Γενικών Αποθηκών ως προσωρινών τελωνειακών αποθηκών και ενεργουμένων εν ταις αποθήκαις ταύταις πασών των τελωνειακών εργασιών, των κατά τους τελωνειακούς νόμους απαιτουμένων επί των εν αυταίς απο(Αντί για τη σελ. 143) Σελ. 143(α) Τεύχος Ζ13-Σελ. 53 - 226 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 θηκευομένων εμπορευμάτων εφ’ ων παραμένει αμείωτος η δικαιοδοσία της τελωνειακής αρχής η εκ των τελωνειακών νόμων, διαταγμάτων και εγκυκλίων απορρέουσα. «Επιτρέπεται επίσης να ανατίθεται στους εκμεταλλευομένους γενικές αποθήκες η διαχείριση των εμπορευμάτων που εκφορτώνονται σε δημόσιες προσωρινές τελωνειακές αποθήκες ή χώρους». Το ανωτέρω μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 26 Νόμ. 1473/84, (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). 3.Εν περιπτώσει αποθηκεύσεως εμπορευμάτων κατά την προηγουμένην παράγραφον εις τας Γενικάς Αποθήκας, οι εκμεταλλευόμενοι τας αποθήκας ταύτας υπέχουσιν ευθύνην απέναντι των κυρίων των εμπορευμάτων και του Κράτους δια τε την αξίαν αυτών και τα πληρωτέα τέλη, δικαιώματα και λοιπά πρόστιμα ή πρόσθετα τέλη, δια των τελωνειακών νόμων και κανονισμών οριζόμενα, υπέχοντες και τας ευθύνας δια τας πράξεις των αποθηκαρίων των αποθηκών αυτών, καταλογιζομένων καθ’ ον τρόπον και οι τελωνειακοί αποθηκάριοι του Κράτους. 4.Εις τας κατά τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου αναφερομένας αποθήκας απαγορεύεται η αποθήκευσις εμπορευμάτων εφ’ ων ενηργήθησαν αι κατά τους τελωνειακούς νόμους κλπ. διατυπώσεις αποταμιεύσεως. 5.Περί της κατά τας προηγουμένας παραγράφους αποθηκεύσεως συνομολογείται ειδική σύμβασις μεταξύ του Υπουργού των Οικονομικών και του εκμεταλλευομένου τας Γενικάς Αποθήκας, εγκρινομένη δια διατάγματος προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου εκδιδομένου. 6.Τα αποθηκευόμενα εμπορεύματα εις τας Γενικάς Αποθήκας απαλλάσσονται της πληρωμής των οριζομένων υπό του Τελωνειακού Κώδικος δικαιωμάτων υπερημερίας κατά τον χρόνον της εν ταις αποθήκαις ταύταις παραμονής των». Κατά το άρθρ. 2 Α.Ν. 1433/1938, «η διάταξις του άρθρ. 51 Νόμ. 1165 εφαρμόζεται και επί των αποτιθεμένων εμπορευμάτων εις τας προσωρινάς αποθήκας ή τους τελωνειακούς περιβόλους των τελωνειακών αρχών». Δια την ευθύνην των Διευθυντών Τελωνείων ή Τελωνών δια τα ανακαλυπτόμενα ελλείμματα κλπ. εις τα εμπορεύματα, βλ. άρθρ. 6 Ν.Δ. 13 Ιουλ. 1923 (κατωτ. αριθ. 7). «7.Με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου, επιτρέπεται η εναπόθεση και η Σελ. 144(α) Τεύχος Ζ13-Σελ. 54 διαχείριση εμπορευμάτων που κομίζονται αεροπορικώς απευθείας από το εξωτερικό ή έπειτα από διαμετακόμιση από το εσωτερικό σε χώρους, ή αποθήκες της Α.Ε. «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ». Τα εναποτιθέμενα εμπορεύματα τόσο στις παραπάνω αποθήκες ή χώρους όσο και στις αποθήκες ή χώρους των προηγούμενων παραγράφων, επιβαρύνονται με τα προβλεπόμενα από το άρθρ. 67 δικαιώματα υπερημερίας δύο ημέρες μετά από την κατάθεση του τελωνειακού παραστατικού εγγράφου με το οποίο ζητείται τελωνειακός προορισμός των εμπορευμάτων». Η παρ. 7 προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρ. 26 Νόμ. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). ΤΜΗΜΑ Β΄ Δια ξηράς Άρθρον 24 1.Τα δια της κατά ξηράν μεθορίου γραμμής εισαγόμενα εμπορεύματα κομίζονται δια των κεκανονισμένων οδών εις την πλησιεστέραν τελωνειακήν αρχήν, παρ’ η κατατίθεται το δηλωτικόν εισαγωγής. Εάν η τελωνειακή Αρχή δεν έχει το δικαίωμα να τελωνίζη τα εμπορεύματα, θέτει σφραγίδας επ’ αυτών και παραπέμπει αυτά, δαπάναις του κυρίου αυτών, υπό συνοδείαν, εις την πλησιεστέραν τελωνειακήν αρχήν. «2.Κατά τα λοιπά επί της εισαγωγής δια ξηράς ισχύουσι κατ’ αναλογίαν τα ανωτέρω οριζόμενα επί της δια θαλάσσης εισαγωγής. 3.Δια Β.Δ/των κανονισθήσονται ιδιαιτέρως τα της εισαγωγής και λοιπών τελωνειακών εργασιών γιγνομένων δια σιδηροδρόμου». Αι παρ. 2 και 3 προσετέθησαν υπό της παρ. 2 Άρθρον 2 1.Απαγορεύεται η εν καιρώ νυκτός, ήτοι ημίσειαν ώραν μετά την δύσιν του ηλίου μέχρις ημισείας ώρας προ της ανατολής, διακομιδή εμπορευμάτων δια της τελωνειακής γραμμής. 2.Επιτρέπεται και εν καιρώ νυκτός ο είσπλους εις τους λιμένας και η προσέγγισις εις όρμους, όπου υπάρχει τελωνειακή αρχή. 3.Απαγορεύεται πάσα επιβίβασις ή αποβίβασις εμπορευμάτων εν ώρα νυκτός. άρθρ. 2ου Νόμ. 1941/1920. «Ομοίως δια Β.Δ/των κανονισθήσονται ιδιαιτέρως τα της εξαγωγής δια φορτηγών αυτοκινήτων». Το δεύτερον εδάφιον προσετέθη υπό της παρ. 1 άρθρ. 2 του Α.Ν. 2155/1939. Κατά το άρθρ. 1 παραρτήματος Νόμ. 5017/1931 περί Πολιτικής Αεροπορίας» Άπασα η εκάστοτε ισχύουσα Τελωνειακή Νομοθεσία εφαρμόζεται και επί της δι’ αέρος εισαγωγής, εξαγωγής, διαμετακομίσεως και μεταφοράς τηρουμένων των περί τελωνείων διατάξεων της εν ισχύϊ διεθνούς συμβάσεως αεροπορίας». - 227 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ «Διασάφηση εισαγωγής και τελωνισμός εμπορευμάτων που τίθενται σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία» Ο ανωτέρω τίτλος αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 1 Νομ. 1808/1988 (ΦΕΚ Α΄ 218), κατωτ. αριθ. 73. «Άρθρ.25.-1.Για να τεθούν σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία τα εμπορεύματα, που προσκομίστηκαν στην τελωνειακή αρχή ή βρίσκονται υπό άλλο τελωνειακό καθεστώς, ο κύριος των εμπορευμάτων ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του οφείλει να καταθέσει στην αρμόδια τελωνειακή αρχή διασάφηση κατά τις διατάξεις του κώδικα αυτού. 2.Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που καταθέτει τη διασάφηση ονομάζεται «διασαφιστής». Κύριος των εμπορευμάτων τα οποία αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης θεωρείται ο αναγραφόμενος ως παραλήπτης τους στο πρωτότυπο της φορτωτικής ή στη διατακτική του πλοιάρχου ή του πράκτορα ή άλλου μεταφορέα. 3.Η διασάφηση είναι γραπτή δήλωση του διασαφιστή και από την κατάθεσή της στην τελωνειακή αρχή αποτελεί τίτλο υπέρ του δημοσίου. 4.Η διασάφηση, της οποίας ο τύπος καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρ. 133, διαλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις: α)Το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διασαφιστή ή τον αριθμό ταυτότητας σε περίπτωση που νόμιμα στερείται τέτοιου αριθμού, τη διεύθυνση της κατοικίας ή έδρας του και, εφ’ όσον η διασάφηση κατατίθεται από αντιπρόσωπο, τα απαραίτητα στοιχεία της ταυτότητας και κατοικίας του καθώς και τη νομική σχέση της μεσολάβησής του. β)Τα στοιχεία του μεταφορικού μέσου με το οποίο κομίστηκαν τα εμπορεύματα και την εθνικότητά του. γ)Τον αριθμό και την ημερομηνία καταχώρισης του δηλωτικού εισαγωγής των εμπορευμάτων. δ)Τις απαραίτητες ενδείξεις που αφορούν το προηγούμενο τελωνειακό καθεστώς, εφ’ όσον τα εμπορεύματα είχαν προηγουμένως υπαχθεί σε κάποιο καθεστώς. ε)Τον τόπο στον οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα. στ)Τον αριθμό και το είδος των δεμάτων, τα σημεία και τους αριθμούς που αναγράφονται σε αυτά, ή, αν πρόκειται για εμπορεύματα που δεν είναι συσκευασμένα, τον αριθμό των ειδών που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης ή τη λέξη «χύμα», κατά περίπτωση, καθώς και τις ενδείξεις που είναι αναγκαίες για την εξακρίβωση των μη συσκευασμένων εμπορευμάτων. ζ)Την εμπορευματική περιγραφή κατά δέμα ως προς το είδος, την ποσότητα, την ποιότητα, το βάρος (μικτό και καθαρό) ανάλογα με τις ειδικότερες διακρίσεις της συνδυασμένης ονοματολογίας, καθώς και τον κωδικό αριθμό-διάκριση του Ολοκληρωμένου Τελωνειακού Δασμολογίου και της φορολογικής επιβάρυνσης. η)Τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων καθώς και τα στοιχεία που κατά περίπτωση προβλέπονται από το Ολοκληρωμένο Τελωνειακό Δασμολόγιο ή άλλους φορολογικούς νόμους, όπως δασμολογητέο βάρος, φορολογητέα αξία, μέτρα, τεμάχια, κεφαλές, και είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό και τη βεβαίωση των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. Ειδικότερα: (1)Αν πρόκειται για εμπορεύματα που επιβαρύνονται με δασμούς κατ’ αξία, τη δασμολογητέα τους αξία καθώς και τα τυχόν ποσοτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον προσδιορισμό της αξίας αυτής. (2)Αν πρόκειται για εμπορεύματα που επιβαρύνονται με δασμούς κατ’ είδος, τα συμπληρωματικά ποσοτικά στοιχεία και χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για την επιβολή των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. (3)Αν πρόκειται για εμπορεύματα που επιβαρύνονται με δασμούς κατ’ αξία με ελάχιστο ή μέγιστο όριο είσπραξης, που βασίζεται σε ειδικά στοιχεία, το σύνολο των ενδείξεων που διαλαμβάνονται στις περιπτ. (1) και (2). θ)Τη χώρα προέλευσης και τη χώρα καταγωγής των εμπορευμάτων, κατά την έννοια των κοινοτικών διατάξεων που ισχύουν. Αν πρόκειται για εμπορεύματα για τα οποία ζητείται το ευεργέτημα προτιμησιακής μεταχείρισης λόγω της καταγωγής τους, εφαρμόζονται οι κοινοτικές ή συμβατικές διατάξεις που προβλέπουν την προτιμησιακή αυτή μεταχείριση. ι)Τον αριθμόν που τίθεται πριν από τα γράμματα τα οποία προσδιορίζουν τη χώρα έκδοσης, καθώς και την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εισαγωγής ή προκαθορισμού που προσκομίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής. ια)Τα απαιτούμενα για τη στατιστική λοιπά στοιχεία: ιβ)Οποιεσδήποτε άλλες αναγκαίες πληροφορίες για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης. ιγ)Τις πρόσθετες ενδείξεις που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και αφορούν τον αποστολέα των εμπορευμάτων, το ποσοστό των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, το ποσό των επιβαρύνσεων αυτών όπως υπολογίστηκε από το διασαφιστή, και γενικώς το εμπόρευμα που αποτελεί αντικείμενο της διασάφησης. Με όμοια απόφαση μπορεί να καθορίζεται απλουστευμένη μορφή απεικόνισης των ενδείξεων αυτών ή να περιορίζεται (Αντί για τη σελ. 145(β) Σελ. 145(γ) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 85 - 228 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 ο αριθμός τους. 5.Στη διασάφηση επισυνάπτονται: α)Το τιμολόγιο, με βάση το οποίο δηλώνεται και η δασμολογητέα αξία. β)Η δήλωση στοιχείων, εφ’ όσον απαιτείται, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων. γ)Τα αναγκαία δικαιολογητικά για την εφαρμογή προτιμησιακού δασμολογικού καθεστώτος ή φορολογικής απαλλαγής ή κάθε άλλου μέτρου που επιβάλλει παρέκκλιση από το καθεστώς του κοινού δικαίου που εφαρμόζεται για τα εμπορεύματα. δ)Η φορτωτική ή η διατακτική του μεταφορέα ή πράκτορα. Η διατακτική είναι απαραίτητη όταν το εμπόρευμα κομίζεται με πλοίο που αντιπροσωπεύεται στο λιμάνι από πράκτορα. ε)Το έγγραφο που αναφέρεται στο προηγούμενο τελωνειακό καθεστώς, αν τα εμπορεύματα έχουν τεθεί σε τέτοιο καθεστώς. στ)Κατά την κρίση της τελωνειακής αρχής, κατάλογος των δεμάτων ή ισοδύναμο δικαιολογητικό (κιβωτολόγιο κ.λπ.) που αναφέρει αναλυτικά το περιεχόμενο κάθε δέματος. ζ)Οποιαδήποτε άλλα αναγκαία έγγραφα για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Η τελωνειακή αρχή μπορεί να αξιώνει για τα έγγραφα που προσκομίζονται και προσαρτώνται στη διασάφηση να συνοδεύονται και από μετάφρασή τους στην ελληνική γλώσσα. Η τελωνειακή αρχή λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε τα δικαιολογητικά που προσαρτώνται στη διασάφηση, να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεταγενέστερα, παρά μόνο για την ποσότητα ή την αξία για την οποία εξακολουθούν να ισχύουν. 6.Η διασάφηση συμπληρώνεται με γραφομηχανή ή ιδιοχείρως με μελάνη, κατά τρόπο ευανάγνωστο, χωρίς ξέσματα, διορθώσεις, απαλείψεις, διαγραφές ή αλλοιώσεις. 7.Για την κατάθεση της διασάφησης, η τελωνειακή αρχή επιτρέπει την προηγούμενη εξέταση των εμπορευμάτων και τη λήψη δειγμάτων, ύστερα από γραπτή αίτηση του κυρίου των εμπορευμάτων ή του νόμιμου αντιπροσώπου του. Η αίτηση αυτή περιέχει: α.Το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του κυρίου των εμπορευμάτων, β.τον τόπο όπου βρίσκονται στα εμπορεύματα, γ.τον αριθμό του δηλωτικού εισαγωγής ή το έγγραφο του προηγούμενου τελωνειακού καθεστώτος. δ.Οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες ή στοιχεία είναι απαραίτητα για την εξακρίβωση των εμπορευμάτων. Οι ποσότητες των δειγμάτων που πρέπει να ληφθούν αναγράφονται στην άδεια της τελωνειακής Σελ. 146(γ) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 86 αρχής. Αν τα δείγματα που έχουν ληφθεί δεν καλύπτονται μεταγενεστέρως από διασάφηση για θέση σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία, οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, στους οποίους ενδεχομένως υπόκεινται, υπολογίζονται σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρονται στην πιο πάνω γραπτή αίτηση και με το ποσοστό που ισχύει κατά την ημερομηνία αποδοχής της αίτησης αυτής. Η προκαταρκτική εξέταση των εμπορευμάτων και η λήψη δειγμάτων ενεργούνται με την επίβλεψη της τελωνειακής αρχής, η οποία καθορίζει κατά περίπτωση και τον τρόπο ενέργειας. Η αποσυσκευασία, το ζύγισμα, η επανασυσκευασία και οποιεσδήποτε άλλες απαιτούμενες ενέργειες γίνονται με ευθύνη και δαπάνες του αιτούντος, ο οποίος βαρύνεται και με τα τυχόν έξοδα ανάλυσης. 8.Η κατάθεση της διασάφησης στην αρμόδια τελωνειακή αρχή γίνεται κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες των υπηρεσιών της αρχής αυτής. Μπορεί όμως να επιτρέπεται από την τελωνειακή αρχή, ύστερα από αίτηση και με δαπάνες του διασαφιστή, η κατάθεση της διασάφησης και σε μη εργάσιμες ώρες και ημέρες. Κατάθεση διασάφησης δεν επιτρέπεται πριν από την άφιξη των εμπορευμάτων στους χώρους της τελωνειακής αρχής ή σε άλλους χώρους που έχουν εγκριθεί από την αρχή αυτήν. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να επιτρέπεται από την τελωνειακή αρχή η κατάθεση της διασάφησης και πριν να προσκομιστούν τα εμπορεύματα. Στην περίπτωση αυτήν, η τελωνειακή αρχή μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να καθορίζει προθεσμία να προσκομιστούν. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η διασάφηση είναι αυτοδικαίως άκυρη. - 229 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρ.26.-1.Η διασάφηση που ανταποκρίνεται στους όρους και διατυπώσεις που καθορίζονται από το άρθρ. 25, αφού γίνει δεκτή και θεωρηθεί για το σκοπό αυτόν από τον προϊστάμενο της τελωνειακής αρχής ή τον υπάλληλο που ορίζεται από αυτόν, καταχωρίζεται στο οικείο βιβλίο. Τα ίδια ισχύουν και για τη διασάφηση που γίνεται αποδεκτή σύμφωνα με την παρ. 2. Ο αριθμός και η ημερομηνία καταχώρισης και αποδοχής αναγράφονται στη διασάφηση. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις της παρ. 8 του άρθρ. 25, ως ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης θεωρείται, για όλες τις συνέπειες, η ημερομηνία βεβαίωσης από την τελωνειακή αρχή ότι τα εμπορεύματα έχουν προσκομιστεί στους χώρους του τελωνείου ή στους χώρους που έχουν εγκριθεί από αυτή. 2.Αν δεν τηρηθούν τα οριζόμενα στο άρθρ. 25, η διασάφηση είναι απαράδεκτη. Ύστερα από αίτηση του διασαφιστή και για λόγους που κρίνονται βάσιμοι, μπορεί η τελωνειακή αρχή, με την προϋπόθεση καθορισμού προθεσμίας για τη συμπλήρωση των ενδείξεων ή την προσκόμιση των δικαιολογητικών, να αποδέχεται διασάφηση: α.Στην οποία δεν αναγράφονται όλες οι ενδείξεις που προβλέπονται στην παρ. 4 του άρθρ. 25. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση οι ενδείξεις που είναι απαραίτητες δια τη διαπίστωση της ταυτότητας των εμπορευμάτων στα οποία αναφέρεται η διασάφηση πρέπει να αναγράφονται σ’ αυτήν. Απαραίτητες ενδείξεις είναι τουλάχιστον: (1)Οι διαλαμβανόμενες στα εδάφια α, β, γ, δ, στ και ζ, (2)Προσωρινή ένδειξη της αξίας των εμπορευμάτων, η οποία γίνεται αποδεκτή από την τελωνειακή αρχή, εφ’ όσον διαπιστώνεται ότι ο διασαφιστής ενόψει των στοιχείων που διαθέτει, δεν είναι σε θέση να δηλώσει την οριστική αξία. (3)Άλλα στοιχεία τα οποία θεωρούνται απαραίτητα από την τελωνειακή αρχή για την εξακρίβωση των εμπορευμάτων, για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία καθώς και για τον καθορισμό της εγγύησης, από την παροχή της οποίας εξαρτάται η έκδοση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων. β.Στην οποία δεν επισυνάπτονται όλα τα δικαιολογητικά που προβλέπονται στην παρ. 5 του άρθρ. 25. Πάντως, από τα δικαιολογητικά αυτά, εκτός από τη φορτωτική ή τη διατακτική που, επισυνάπτεται σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισυνάπτονται τουλάχιστον εκείνα, από την κατάθεση των οποίων εξαρτάται η θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία. Κατ’ εξαίρεση, η διασάφηση στην οποία δεν επισυνάπτονται ορισμένα από τα δικαιολογητικά αυτά μπορεί να γίνει αποδεκτή, εφ’ όσον διαπιστωθεί από την τελωνειακή αρχή ότι: (1)Τα δικαιολογητικά που λείπουν υπάρχουν και εξακολουθούν να ισχύουν. (2)Τα δικαιολογητικά αυτά δεν έγινε δυνατό να επισυναφθούν στη διασάφηση για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του διασαφιστή. (3)Οποιαδήποτε καθυστέρηση στην αποδοχή της διασάφησης θα παρεμπόδιζε τη θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία ή θα είχε ως συνέπεια την υπαγωγή τους σε μεγαλύτερο ποσοστό δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. Τα στοιχεία που αναφέρονται στα δικαιολογητικά που λείπουν πρέπει οπωσδήποτε να αναγράφονται στη διασάφηση. Στις πιο πάνω περιπτώσεις, η έκδοση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 28 άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων για θέση σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία μπορεί να γίνεται έπειτα από παροχή εγγύησης, με τον όρο όμως ότι για τα εμπορεύματα αυτά δεν ισχύουν απαγορευτικά ή περιοριστικά μέτρα. 3.Με την επιφύλαξη των κοινοτικών διατάξεων για τη δασμολογητέα αξία, η προθεσμία που παρέχει η τελωνειακή αρχή για τη συμπλήρωση των ενδείξεων ή την επισύναψη των δικαιολογητικών που λείπουν κατά την αποδοχή της διασάφησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα από την αποδοχή της διασάφησης. Είναι δυνατόν όμως να χορηγείται, ύστερα από αίτηση του διασαφιστή, συμπληρωματική προθεσμία, έως τρεις μήνες, όταν πρόκειται για δικαιολογητικό από την επισύναψη του οποίου εξαρτάται η εφαρμογή δασμού ή φόρου μειωμένου ή μηδενικού και με την προϋπόθεση ότι η τελωνειακή αρχή βεβαιώνει ότι τα εμπορεύματα στα οποία αναφέρεται η ελλιπής διασάφηση μπορούν πράγματι να υπαχθούν σε μειωμένο ή μηδενικό δασμό ή φόρο. 4.Όταν ένας δασμός, μειωμένος ή μηδενικός, εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που τα εμπορεύματα τίθενται σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία μέσα σε ορισμένες δασμολογικές ποσοστώσεις και οροφές, ο καταλογισμός μέσα στα όρια που έχουν εγκριθεί γίνεται κατά τη στιγμή που πραγματικά προσκομίζεται το δικαιολογητικό από το οποίο εξαρτάται η υπαγωγή στο μειωμένο ή μηδενικό αυτόν δασμό. Το δικαιολογητικό όμως αυτό πρέπει να προσκομίζεται οπωσδήποτε: α)πριν από την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνεται κοινοτικό μέτρο επαναφοράς των κανονικών δασμών, εφ’ όσον πρόκειται για δασμολογική οροφή. β)πριν από την κάλυψη των περιθωρίων που προβλέφθηκαν, εφ’ όσον πρόκειται για δασμολογικές ποσοστώσεις. 5.Με την επιφύλαξη των παραπάνω παρ. 3 και 4, το δικαιολογητικό, από το οποίο εξαρτάται η υπαγωγή στο μειωμένο ή μηδενικό δασμό ή φόρο, μπορεί να προσκομίζεται μετά την ημερομηνία λήξης της περιόδου για την οποία έχει καθοριστεί ο μειωμένος ή μηδενικός δασμός ή φόρος, με την προϋπόθεση όμως ότι η διασάφηση είχε γίνει αποδεκτή πριν από την ημερομηνία αυτή. (Αντί για τη σελ. 146,01) Σελ. 146,01(α) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 87 - 230 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 6.Μετά την αποδοχή από την τελωνειακή αρχή ελλιπούς διασάφησης δεν μπορεί να παρεμποδιστεί ή να καθυστερήσει η έκδοση άδειας παράδοσης των εμπορευμάτων που αναφέρονται στη διασάφηση αυτήν, εκτός αν ισχύουν ρητές αντίθετες διατάξεις. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρ. 28, η παράδοση των εμπορευμάτων γίνεται σύμφωνα με τους παρακάτω όρους: α)Αν η μεταγενέστερη συμπλήρωση ένδειξης της διασάφησης ή η προσκόμιση δικαιολογητικού που λείπει κατά το χρόνο αποδοχής της διασάφησης δεν μπορεί να έχει καμία επίδραση στο ποσό των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που ισχύουν για τα εμπορεύματα, η τελωνειακή αρχή προβαίνει αμέσως στη βεβαίωση και είσπραξη του πιο πάνω ποσού, όπως προσδιορίζεται υπό κανονικές συνθήκες. β)Αν η διασάφηση φέρει, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 εδαφ. α΄ περιπτ. (2), προσωρινή ένδειξη αξίας, η τελωνειακή αρχή: (1)προβαίνει στην άμεση βεβαίωση και είσπραξη του ποσού των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που υπολογίζεται με βάση την ένδειξη αυτήν, (2)αξιώνει την παροχή επαρκούς εγγύησης για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του ποσού αυτού και εκείνου με το οποίο τα εμπορεύματα είναι δυνατό να επιβαρυνθούν τελικά. γ)Αν στις άλλες περιπτώσεις η μεταγενέστερη συμπλήρωση ένδειξης της διασάφησης ή η προσκόμιση δικαιολογητικού που λείπει κατά το χρόνο της αποδοχής της μπορεί να έχει επιδράσει στο ποσόν των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, η τελωνειακή αρχή: (1)προβαίνει στην άμεση βεβαίωση και είσπραξη του ποσού αυτού που υπολογίζεται σύμφωνα με το μειωμένο ποσοστό και απαιτεί την παροχή επαρκούς εγγύησης που να καλύπτει τη διαφορά μεταξύ μειωμένου και κανονικού ποσοστού, όταν η ένδειξη ή το δικαιολογητικό μπορεί να έχει ως συνέπεια την επιβολή μειωμένου ποσοστού, (2)απαιτεί την παροχή επαρκούς εγγύησης που να καλύπτει την ενδεχόμενη είσπραξη του ποσού αυτού, που υπολογίζεται σύμφωνα με το κανονικό ποσοστό, όταν η ένδειξη ή το δικαιολογητικό μπορεί να έχει ως συνέπεια την υπαγωγή των εμπορευμάτων στο ευεργέτημα πλήρους απαλλαγής από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις. 7.Αν ως τη λήξη των προθεσμιών που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους ο διασαφιστής δεν προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία για τον οριστικό καθορισμό της αξίας των εμπορευμάτων ή δεν συμπληρώσει τις ενδείξεις ή δεν προσκομίσει τα δικαιολογητικά που λείπουν, η τελωνειακή Σελ. 146,02(α) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 88 αρχή προβαίνει αμέσως στην είσπραξη των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από το ποσό της εγγύησης που έλαβε για το σκοπό αυτόν. 8.Ελλιπής διασάφηση που γίνεται αποδεκτή σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, μπορεί, είτε να συμπληρώνεται από το διασαφιστή είτε να αντικαθίσταται, έπειτα από έγκριση της τελωνειακής αρχής, με άλλη διασάφηση που ανταποκρίνεται στους καθοριζόμενους στο άρθρ. 25 όρους. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση, ως ημερομηνία αποδοχής της νέας διασάφησης λαμβάνεται η ημερομηνία της αποδοχής της ελλιπούς διασάφησης. 9.Επιτρέπεται στο διασαφιστή, ύστερα από αίτησή του, να διορθώνει μία ή περισσότερες από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 25 παρ. 4 ενδείξεις της διασάφησης, η οποία έγινε αποδεκτή από την τελωνειακή αρχή, υπό τους εξής όρους: α.Η διόρθωση πρέπει να ζητηθεί πριν από την έκδοση άδειας παραλαβής του εμπορεύματος για ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορίας. β.Η διόρθωση πρέπει να αφορά μόνο τα εμπορεύματα εκείνα που αρχικά αποτέλεσαν αντικείμενο της διασάφησης. γ.Η διόρθωση δεν επιτρέπεται να γίνει, αν η σχετική αίτηση για διόρθωση υποβάλλεται μετά την πληροφόρηση του διασαφιστή από την τελωνειακή αρχή ότι προτίθεται να εξετάσει τα εμπορεύματα ή μετά τη διαπίστωση από την αρχή αυτή της ανακρίβειας των συγκεκριμένων ενδείξεων. Η παραπάνω διόρθωση γίνεται, ύστερα από έγκριση της τελωνειακής αρχής, με κατάθεση νέας διασάφησης που ανταποκρίνεται στους καθοριζόμενους στην παρ. 4 του άρθρ. 25 όρους και που αντικαθιστά την αρχική διασάφηση. Στο σώμα και των δύο διασαφήσεων συντάσσεται σχετική πράξη. Στην περίπτωση αυτήν ως ημερομηνία αποδοχής της νέας διασάφησης θεωρείται για όλες τις συνέπειες η ημερομηνία της αρχικής διασάφησης. - 231 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 10.Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρ. 33 και 67, αν ο διασαφιστής προσκομίσει απόδειξη, που κρίνεται ικανοποιητική από την τελωνειακή αρχή, ότι εμπόρευμα διασαφίστηκε κατά λάθος για θέση σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία ή λόγω των ειδικών συνθηκών, η θέση σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία του εμπορεύματος δε δικαιολογείται πλέον, η τελωνειακή αρχή, με την προϋπόθεση ότι δε χορήγησε την άδεια παραλαβής του εμπορεύματος, επιτρέπει, με απόφασή της, την αντικατάσταση της διασάφησης με άλλη και για άλλο τελωνειακό καθεστώς. Επιτρέπεται ακύρωση της διασάφησης, αν δεν έχει αντικείμενο, είτε γιατί δεν υπάρχει το εμπόρευμα για το οποίο κατατέθηκε είτε γιατί παρήλθε άπρακτη η προθεσμία του τελευταίου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρ. 25. Η ακύρωση, για την οποία συντάσσεται σχετική πράξη στο σώμα της διασάφησης, γίνεται από την τελωνειακή αρχή είτε αυτεπάγγελτα είτε ύστερα από αίτηση του διασαφιστή. Άρθρ.27.-1.Η τελωνειακή αρχή προβαίνει, αν το κρίνει απαραίτητο, στην επαλήθευση της διασάφησης και των δικαιολογητικών που προσαρτώνται σε αυτή, για να βεβαιωθεί κυρίως ότι οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στα δικαιολογητικά αντιστοιχούν στις ενδείξεις που αναγράφονται στη διασάφηση. 2.Η εξέταση (τελωνισμός) των εμπορευμάτων γίνεται μέσα στις τελωνειακές αποθήκες ή χώρους από την τελωνειακή αρχή και κατά τη διάρκεια των εργάσιμων ωρών και ημερών των υπηρεσιών της αρχής αυτής. Κατ’ εξαίρεση, ο προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής μπορεί, σε ειδικές περιπτώσεις, να επιτρέπει, με αιτιολογημένη πράξη του και ύστερα από αίτηση και δαπάνες του διασαφιστή, την εξέταση των εμπορευμάτων και σε μη εργάσιμες ώρες και ημέρες ή και έξω από τις τελωνειακές αποθήκες ή χώρους. 3.Η μεταφορά των εμπορευμάτων στους χώρους όπου πρέπει να γίνει η εξέταση, η αποσυσκευασία, η επανασυσκευασία και γενικά όλες οι απαραίτητες εργασίες για την εξέταση αυτήν πραγματοποιούνται από το διασαφιστή ή με την ευθύνη του. Σε όλες τις περιπτώσεις οι δαπάνες που ανακύπτουν από τις εργασίες αυτές βαρύνουν το διασαφιστή. 4.Τα δέματα ανοίγονται ενώπιον του προϊσταμένου της τελωνειακής αρχής ή του τελωνειακού ελεγκτή, που οφείλει να προβαίνει στην επαλήθευση του περιεχομένου τους ύστερα από συνοπτικό ή λεπτομερή έλεγχο, ο οποίος ενεργείται σε καθολική ή κατ’ επιλογή βάση. Αν ενεργείται έλεγχος μέρους μόνο των διασαφιζομένων εμπορευμάτων, η τελωνειακή υπηρεσία υποδεικνύει στο διασαφιστή ή στον αντιπρόσωπό του τα εμπορεύματα τα οποία θα εξετασθούν. Τα αποτελέσματα της μερικής αυτής εξέτασης καλύπτουν το σύνολο των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της διασάφησης. Ο διασαφιστής όμως μπορεί να ζητήσει αμέσως συμπληρωματική εξέταση των εμπορευμάτων, αν έχει τη γνώμη, ότι τα αποτελέσματα της μερικής εξέτασης δεν ισχύουν για τα λοιπά διασαφιζόμενα εμπορεύματα. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορούν να καθορίζονται και άλλοι τρόποι ελέγχου. 5.Η τελωνειακή αρχή μπορεί να απαιτεί από τον παριστάμενο κατά την εξέταση των εμπορευμάτων διασαφιστή ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του να παρέχει την αναγκαία συνδρομή για τη διευκόλυνση της εξέτασης και του έργου της, ο οποίος οφείλει να προσφέρει τη βοήθεια αυτήν. Αν η συνδρομή που προσφέρεται δε θεωρείται από την τελωνειακή αρχή ικανοποιητική, η αρχή αυτή μπορεί να αξιώσει από το διασαφιστή να ορίσει το πρόσωπο που είναι κατάλληλο να την παράσχει. Αν ο διασαφιστής δεν παρίσταται κατά την εξέταση των εμπορευμάτων ή δεν ορίζει το κατάλληλο πρόσωπο να παράσχει τη συνδρομή που κρίνεται απαραίτητη από την τελωνειακή αρχή, η αρχή αυτή τάσσει προθεσμία για συμμόρφωση, εκτός αν κρίνει ότι μπορεί να παραιτηθεί από την εξέταση αυτήν. Αν έως τη λήξη της προθεσμίας ο διασαφιστής δεν έχει συμμορφωθεί με τις οδηγίες της τελωνειακής αρχής, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο άρθρ. 31 και η εξέταση των εμπορευμάτων ενεργείται με ευθύνη και δαπάνες του διασαφιστή. Στην περίπτωση αυτήν η αρχή μπορεί να ζητήσει τις υπηρεσίες πραγματογνώμονα ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, που ορίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και αυτή η εξέταση θεωρείται ότι έγινε παρουσία του διασαφιστή. 6.Η τελωνειακή αρχή μπορεί, κατά την εξέταση των εμπορευμάτων, να λαμβάνει δείγματα για την ανάλυσή τους ή τη διενέργεια λεπτομερέστερου ελέγχου. Τα έξοδα που προκύπτουν δε βαρύνουν το διασαφιστή. Κατά τη λήψη των δειγμάτων παρίσταται ο διασαφιστής ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του για να παρέχεται η απαραίτητη βοήθεια. Οι λήψεις δειγμάτων γίνονται από την τελωνειακή υπηρεσία και σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπουν οι ισχύουσες τελωνειακές διατάξεις. Μπορεί όμως η υπηρεσία αυτή να αναθέτει τη λήψη δειγμάτων σε τρίτο πρόσωπο ή ακόμη και στο διασαφιστή ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του, πάντοτε όμως υπό τον έλεγχό της. Οι ποσότητες των δειγμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνουν εκείνες που είναι αναγκαίες για την ανάλυση, την εξέταση και την ενδεχόμενη νέα ανάλυση. Οι διατάξεις της παρ. 5 εφαρμόζονται αναλόγως και στις περιπτώσεις που ο διασαφιστής αρνείται να παραστεί ή να προσφέρει την απαραίτητη συνδρομή κατά τη λήψη δειγμάτων. Με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρ. 28 η αναμονή των αποτελεσμάτων της ανάλυσης ή του ελέγχου των δειγμάτων που έχουν ληφθεί δεν εμποδίζει την έκδοση της άδειας παρα(Μετά τη σελ. 146,02(α) Σελ. 146,03 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 89 - 232 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 λαβής των εμπορευμάτων, εκτός αν η έκδοση αυτή αντιτίθεται σε απαγορευτικά ή περιοριστικά μέτρα. Για τον προσδιορισμό του ποσού των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων που εφαρμόζονται στα τελωνιζόμενα εμπορεύματα δεν εκπίπτουν από τη διασαφιζόμενη ποσότητα τα δείγματα που έχουν ληφθεί από την τελωνειακή αρχή. Τα δείγματα, αν δεν έχουν καταστραφεί κατά την ανάλυση ή τον έλεγχό τους, επιστρέφονται στο διασαφιστή, ύστερα από αίτησή του και με δαπάνες του, εφ’ όσον η διατήρησή τους από την τελωνειακή αρχή δεν κρίνεται απαραίτητη, ιδίως αν δεν υπάρχει δυνατότητα προσφυγής του διασαφιστή κατά της απόφασης που έχει ληφθεί από την τελωνειακή αρχή με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης ή του ελέγχου. Τα δείγματα των οποίων την επιστροφή δε ζήτησε ο διασαφιστής, μπορούν να διατηρούνται από την τελωνειακή αρχή, για να διευκολύνονται επαληθεύσεις μεταγενέστερων τελωνισμών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η τελωνειακή αρχή μπορεί να αξιώσει από το διασαφιστή να παραλάβει τα δείγματα. 7.Αν για την εξέταση των εμπορευμάτων απαιτούνται ειδικές γνώσεις, μπορεί να ζητείται η γνώμη υπαλλήλων του δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, οι οποίοι έχουν τις απαιτούμενες επιστημονικές γνώσεις. Τέτοιοι υπάλληλοι μπορεί να τίθενται στη διάθεση των τελωνείων που παρουσιάζουν μεγάλη εμπορευματική κίνηση σύμφωνα με όσα καθορίζονται με προεδρικά δ/τα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού. 8.Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της διασάφησης και των προσαρτημένων σ’ αυτή δικαιολογητικών, της εξέτασης των εμπορευμάτων, καθώς και τα στοιχεία που αποτέλεσαν αντικείμενο της επαλήθευσης ή της εξέτασης αναγράφονται στη διασάφηση. Σε περίπτωση εξέτασης μέρους των εμπορευμάτων, αναγράφεται επίσης η μερίδα του εμπορεύματος που εξετάστηκε. Η απουσία του διασαφιστή ή του αντιπροσώπου του, κατά την εξέταση των εμπορευμάτων, αναφέρεται επίσης στη διασάφηση. Αν τα αποτελέσματα επαλήθευσης της διασάφησης και εξέτασης των εμπορευμάτων δεν συμφωνούν με τη διασάφηση, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων και για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση εμπορευμάτων σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία είναι, με την επιφύλαξη της παρ. 9, εκείνα που προσδιορίζονται από την τελωνειακή αρχή. Σελ. 146,04 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 90 Η πράξη που συντάσσεται για τα αποτελέσματα της επαλήθευσης και της εξέτασης φέρει ημερομηνία, υπογραφή και τα στοιχεία του αρμόδιου υπαλλήλου. 9.Ο αρμόδιος επόπτης ελεγκτηρίου μπορεί να ενεργεί νέα επαλήθευση της διασάφησης και των δικαιολογητικών εγγράφων που προσαρτώνται σ’ αυτήν, καθώς και νέα εξέταση των εμπορευμάτων (ανατελωνισμό), σε ποσοστό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκείνο που καθορίζει ο προϊστάμενος της τελωνειακής αρχής. Ο ανατελωνισμός γίνεται σε εμπορεύματα που δεν έχουν εξαχθεί από τις τελωνειακές αποθήκες ή δεν έχουν παραδοθεί, στις περιπτώσεις που είναι αποθηκευμένα σε άλλους χώρους. Ο ανατελωνισμός μπορεί να ενεργηθεί και από τον προϊστάμενο της τελωνειακής αρχής, τους προϊσταμένους και τους υποδιευθυντές των διευθύνσεων τελωνείων, τους προϊσταμένους των τελωνειακών περιφερειών και τους αρμόδιους επιθεωρητές τελωνείων. Ο ανατελωνισμός, στον οποίο καλείται να παραστεί και ο διασαφιστής ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, γίνεται παρουσία του ελεγκτή που έχει ενεργήσει τον τελωνισμό ή, αν αυτός απουσιάζει, παρουσία άλλου τελωνειακού υπαλλήλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 5 και 6. Για το αποτέλεσμα του ανατελωνισμού συντάσσεται σχετική πράξη στη διασάφηση, που υπογράφεται από τον υπάλληλο που τον πραγματοποίησε και από τον ελεγκτή. Τα αποτελέσματα του ανατελωνισμού, αν δεν συμφωνούν με τα αποτελέσματα της πράξης του ελεγκτή που έχει ενεργήσει τον τελωνισμό, λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων και την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων που διέπουν τη θέση σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. - 233 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 10.Με προεδρικά δ/τα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, επιτρέπεται: α)Να ενεργείται η βεβαίωση και είσπραξη των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων με βάση τις ενδείξεις της διασάφησης για όλα ή ορισμένα μόνο εμπορεύματα ή κατηγορίες τους και από όλες ή ορισμένες μόνο τελωνειακές αρχές. β)Να μεταβάλλονται τα στοιχεία που πρέπει να δηλώνονται στη διασάφηση, η διαδικασία της εξέτασης των εμπορευμάτων, εφοδίων πλοίων, ταχυδρομικών δεμάτων και αποσκευών επιβατών που τίθενται σε ανάλωση, ελεύθερη κυκλοφορία, αποταμίευση, διαμετακόμιση ή εξαγωγή, η διαδικασία της βεβαίωσης στις περιπτώσεις αυτές των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και ο τρόπος της είσπραξής τους. γ)Να περιορίζεται η επαλήθευση της διασάφησης και των προσαρτημένων σ’ αυτή δικαιολογητικών, καθώς και η εξέταση ορισμένων εμπορευμάτων, σε ποσοστό όμως που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 10% των διασαφήσεων που γίνονται αποδεκτές. Στις περιπτώσεις α΄ και γ΄ τα εμπορεύματα που δεν υποβάλλονται σε εξέταση ή για τα οποία δε γίνεται επαλήθευση της διασάφησης και των δικαιολογητικών θεωρούνται ότι έχουν εξεταστεί. Στην περίπτωση αυτήν, ο υπολογισμός των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και η εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση τους σε ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία ενεργείται με βάση τις ενδείξεις της διασάφησης. Αν κατά τη διενέργεια ελέγχου διαπιστωθούν διαφορές μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 33, επιβάλλεται στο διασαφιστή, με επιφύλαξη των διατάξεων για τη λαθρεμπορία, αντί για την ποινή του άρθρ. 33, πρόστιμο ίσο με το σύνολο της βεβαιούμενης από τον έλεγχο οφειλής του από δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις. Σε περίπτωση υποτροπής του διασαφιστή μέσα σε τρία χρόνια, το πρόστιμο αυτό βεβαιώνεται και εισπράττεται στο πενταπλάσιο. Με όμοια προεδρικά δ/τα μπορεί να καθορίζονται πρόσθετα μέτρα για την εξασφάλιση των συμφερόντων του δημοσίου ή τρίτων, ειδικές διαδικασίες τελωνισμού στις πιο πάνω περιπτώσεις, οι πρακτικοί τρόποι λειτουργίας των διαδικασιών αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Άρθρ.28.-1.Για το αποτέλεσμα της επαλήθευσης των ενδείξεων της διασάφησης και των προσαρτημένων σε αυτή δικαιολογητικών, της εξέτασης των εμπορευμάτων, καθώς και για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία, συντάσσεται σχετική πράξη στο σώμα της διασάφησης που υπογράφεται από εκείνους που ενήργησαν τους ελέγχους αυτούς. Στη συνέχεια προσδιορίζονται και βεβαιώνονται οι οφειλόμενοι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις με πράξη που συντάσσεται επίσης στο σώμα της διασάφησης και υπογράφεται από τον υπάλληλο που ενήργησε τη βεβαίωση αυτή. Αν ο υπολογισμός των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων ενεργείται με ηλεκτρονικό υπολογιστή, η πιο πάνω πράξη βεβαίωσης αναπληρώνεται από το μηχανογραφικό έντυπο που εκδίδεται και υπογράφεται από τον αρμόδιο υπάλληλο. Ο τύπος και το περιεχόμενό του καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. 2.Οι εισαγωγικοί δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις εισπράττονται με βάση τα ποσοστά ή τα ποσά που ισχύουν κατά την ημερομηνία αποδοχής της διασάφησης από την τελωνειακή αρχή, εκτός αν ρητώς ορίζεται αλλιώς από ειδική διάταξη νόμου. Η ημερομηνία αυτή λαμβάνεται υπόψη και για τον προσδιορισμό των λοιπών στοιχείων δασμοφορολόγησης εμπορευμάτων, καθώς και για την εφαρμογή των λοιπών διατάξεων που διέπουν τη θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία. Σε περίπτωση μείωσης του ποσοστού των τελωνειακών δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, μετά την αποδοχή της διασάφησης και πριν από την έκδοση της άδειας παραλαβής του εμπορεύματος, ο διασαφιστής μπορεί να ζητήσει την εφαρμογή του ευνοϊκοτέρου γι’ αυτόν ποσοστού. Το προηγούμενο εδάφιο δεν έχει εφαρμογή αν πρόκειται για εμπορεύματα που η άδεια παραλαβής τους δεν μπόρεσε να εκδοθεί από την τελωνειακή αρχή, για λόγους που αποκλειστικά βαρύνουν το διασαφιστή. 3.Μετά τον έλεγχο για την τήρηση των τυχόν απαγορευτικών ή περιοριστικών μέτρων εισαγωγής που προβλέπονται για τα εμπορεύματα και τη βεβαίωση των οφειλόμενων δασμών φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, η διασάφηση ελέγχεται και θεωρείται από τον προϊστάμενο της τελωνειακής αρχής ή από τον οριζόμενο από αυτόν υπάλληλο και στη συνέχεια παραπέμπεται στον τελωνειακό ταμία για είσπραξη των ποσών που βεβαιώθηκαν και την έκδοση του αποδεικτικού είσπραξης. Ο τύπος και το περιεχόμενο του εντύπου αυτού καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η πιο πάνω βεβαίωση των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων γνωστοποιείται στο διασαφιστή ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του. Εφ’ όσον έχουν καταβληθεί οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις ή έχει παρασχεθεί σχετική εγγύηση για το ποσό τους, η τελωνειακή αρχή εκδίδει την άδεια παραλαβής του εμπορεύματος, της οποίας ο τύπος και το περιεχόμενο καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ωσότου εκδοθεί η άδεια παραλαβής τους τα εμπορεύματα δεν μπορεί να μετακινηθούν από το χώρο που βρίσκονται ούτε μπορεί να έχουν οποιαδήποτε άλλη μεταχείριση χωρίς την έγκριση της τελωνειακής αρχής. Η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων εκδίδεται μια φορά και για το σύνολο των εμπορευμάτων που αποτελούν το αντικείμενο της διασάφησης. Ο αριθμός και η ημερομηνία της άδειας παραλαβής καθώς και του αποδεικτικού είσπρα(Μετά τη σελ. 146,04) Σελ. 146,05 Τεύχος ΙΑ-7-2- Σελ. 91 - 234 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 ξης αναγράφονται στη διασάφηση. 4.Η τελωνειακή αρχή, αν καθυστερούν τα αποτελέσματα των ελέγχων που άρχισαν, είτε για την επαλήθευση των ενδείξεων της διασάφησης και των δικαιολογητικών που προσαρτώνται σε αυτήν είτε για την εξέταση των εμπορευμάτων, και, για το λόγο αυτόν, δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το ποσό των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, στο οποίο υποβάλλονται τα εμπορεύματα, μπορεί, ύστερα από αίτηση του διασαφιστή, να εκδώσει άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων αυτών. Η τελωνειακή αρχή δεν μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση της άδειας αυτής για το λόγο ότι ο οριστικός καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων έχει αναβληθεί ή η καταγωγή των εμπορευμάτων, για τα οποία έχει ζητηθεί προτιμησιακή δασμολογική μεταχείριση λόγω της καταγωγής τους, δεν έχει οριστικά καθοριστεί. Η χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων συνεπάγεται την άμεση βεβαίωση και είσπραξη των πιο πάνω επιβαρύνσεων, σύμφωνα με τα στοιχεία της διασάφησης. Αν η τελωνειακή αρχή κρίνει, ότι οι έλεγχοι που άρχισαν ενδέχεται να οδηγήσουν στον προσδιορισμό ποσού δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων μεγαλύτερου από εκείνο που προκύπτει σύμφωνα με τις ενδείξεις της διασάφησης, αξιώνει την παροχή επαρκούς εγγύησης για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του ποσού που προκύπτει από τις ενδείξεις της διασάφησης και εκείνου στο οποίο τα εμπορεύματα είναι ενδεχόμενο να υποβληθούν τελικά. Αν η τελωνειακή αρχή, με βάση τους ελέγχους που ενήργησε, προσδιορίσει ποσό δασμών φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από τις ενδείξεις της διασάφησης, προβαίνει στην άμεση βεβαίωση και είσπραξη του ποσού αυτού. 5.Το πρωτότυπο της άδειας παραλαβής παραδίδεται από το διασαφιστή ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του στον αρμόδιο τελωνειακό υπάλληλο της θύρας εξόδου, ο οποίος, αφού διαπιστώσει ότι τα στοιχεία της συμφωνούν προς τα εμπορεύματα, επιτρέπει την έξοδο και βεβαιώνει με πράξη του στην άδεια αυτήν την πραγματοποίηση της εξόδου και τη χρονολογία της. Αν η έξοδος των εμπορευμάτων γίνεται τμηματικά, βεβαιώνεται η ημερομηνία κάθε τμηματικής εξόδου. Η άδεια παραλαβής επισυνάπτεται στη διασάφηση στην οποία αναφέρεται. Τα στοιχεία της άδειας παραλαβής και εξόδου των εμπορευμάτων που αποκομίζονται από τους τελωνειακούς χώρους καταχωρίζονται σε βιβλίο που τηρείται για το σκοπό αυτόν, στη θύρα εξόδου. Σελ. 146,06 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 92 6.Τα εμπορεύματα, που αποτελούν αντικείμενο διασάφησης για να τεθούν σε ανάλωση, τελωνίζονται ταυτόχρονα και για να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία. Αν τα εμπορεύματα τελωνίζονται μόνο για να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού, οι τελωνειακές αρχές λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, για να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία τους στο εσωτερικό της Κοινότητας και η είσπραξη των φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. Για το σκοπό αυτόν, τα εμπορεύματα που τελωνίζονται σε ελεύθερη κυκλοφορία τίθενται σε τελωνειακό καθεστώς, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να τεθούν σε ανάλωση στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας. Αν τα εμπορεύματα προορίζονται να μεταφερθούν αμέσως σε άλλο κράτος μέλος, τίθενται σε τελωνειακό καθεστώς που διασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία στο εσωτερικό της Κοινότητας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. 7.Με τον όρο «εισαγωγικοί δασμοί» νοούνται οι τελωνειακοί δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος, καθώς και οι γεωργικές εισφορές και λοιπές επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή, που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής ή των ειδικών καθεστώτων που εφαρμόζονται για ορισμένα εμπορεύματα, τα οποία προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων». Τα άρθρ. 25 έως 28 αντικαταστάθηκαν ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 1 Νομ. 1808/1988 (ΦΕΚ Α΄ 215), κατωτ. αριθ. 73. - 235 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρ.28α.-«1.Κατεξαίρεση των οριζομένων στο προηγούμενο άρθρο 28, επιτρέπεται, ύστερα από αίτηση του διασαφιστή (κύριου των εμπορευμάτων ή εξαγωγέα) και σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους, η αναστολή είσπραξης των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που οφείλονται επί εμπορευμάτων τα οποία τελωνίζονται για ανάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία ή για εξαγωγή. Ως εισαγωγικοί δασμοί νοούνται, τόσο οι δασμοί και φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος, όσο και οι εισφορές και άλλες επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής ή των ειδικών καθεστώτων τα οποία εφαρμόζονται σε ορισμένα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων. Ως εξαγωγικοί δασμοί νοούνται οι εισφορές και άλλες επιβαρύνσεις κατά την εξαγωγή, που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής ή των ειδικών καθεστώτων τα οποία εφαρμόζονται σε ορισμένα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων. 2.Η τελωνειακή αρχή παρέχει προθεσμία πληρωμής των δασμών, μόνον εφόσον προσκομίζεται από το διασαφιστή τραπεζική εγγύηση, το ύψος της οποίας καθορίζεται από την Αρχή αυτή και καλύπτει μία ή ενδεχομένως περισσότερες πράξεις εισαγωγής ή εξαγωγής εμπορευμάτων. Η παροχή της προθεσμίας για την είσπραξη των δασμών δεν συνεπάγεται είσπραξη τόκου ή προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής. Η λήψη από την τελωνειακή αρχή της τραπεζικής εγγύησης δεν απαλλάσσει το διασαφιστή από την υποχρέωση να καταβάλει τους οφειλόμενους δασμούς το αργότερο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής. 3.Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, η προθεσμία πληρωμής των δασμών, που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο, είναι 30 ημέρες από την ημερομηνία βεβαίωσης των δασμών αυτών από την τελωνειακή αρχή. Η βεβαίωση αυτή ενεργείται μέσα σε 2 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων. Εξαιρετικά, η βεβαίωση των δασμών μπορεί, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από την τελωνειακή αρχή, να γίνει μέσα σε συμπληρωματική προθεσμία 12 κατ’ ανώτατο όριο. Στην περίπτωση αυτή, η προβλεπόμενη προθεσμία πληρωμής των τριάντα ημερών μειώνεται κατά αριθμό ημερών αντίστοιχο προς εκείνον της συμπληρωματικής αυτής προθεσμίας. 4.Τα ποσά που οφείλονται από δασμούς για εμπορεύματα των οποίων επιτράπηκε η παραλαβή κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, η οποία δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από 31 ημέρες, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο, μιας μόνο βεβαίωσης από την τελωνειακή αρχή στο τέλος της περιόδου. Στην περίπτωση αυτή: α.η βεβαίωση γίνεται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από την προηγούμενη παράγραφο. β.η προθεσμία είσπραξης των 30 ημερών, την οποία προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος, μειώνεται κατ’ αριθμό ημερών ίσο με το ήμισυ του αριθμού των ημερών που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη αυτή περίοδο. Κατά την εφαρμογή του τρίτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, η προθεσμία είσπραξης που υπολογίζεται με τον τρόπο αυτόν, μειώνεται ακόμη κατ’ αριθμόν ημερών που αντιστοιχεί προς τη συμπληρωματική προθεσμία η οποία χρησιμοποιείται για τη βεβαίωση των διαφόρων ποσών, που αποτελούν αντικείμενο αυτής, γ.η προθεσμία είσπραξης αρχίζει από την ημερομηνία της βεβαίωσης. Όταν ο αριθμός των ημερών της πιο πάνω περιόδου είναι περιττός, ο αριθμός των προς μείωση ημερών είναι ίσος προς το ήμισυ του αμέσως μικρότερου άρτιου αριθμού. 5.Η αναστολή είσπραξης των δασμών μπορεί να παρέχεται από τις τελωνειακές αρχές για το σύνολο των ποσών τα οποία έχουν βεβαιωθεί, με τους όρους που καθορίζονται στην παραπάνω παρ. 3, κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου που δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από 31 ημέρες. Στην περίπτωση αυτή η προβλεπόμενη από την παρ. 3 του παρόντος άρθρου προθεσμία είσπραξης των 30 ημερών μειώνεται κατά αριθμό ημερών, ίσο με το ήμισυ του αριθμού των ημερών που αντιστοιχεί στην περίοδο αυτή και υπολογίζεται από τη λήξη της εν λόγω περιόδου. Όταν γίνεται εφαρμογή του τρίτου εδαφίου της ίδιας παρ. 3, η προθεσμία είσπραξης που υπολογίζεται με τον τρόπο αυτόν μειώνεται κατά αριθμό ημερών που αντιστοιχεί προς τη συμπληρωματική προθεσμία που χρησιμοποιείται για τις βεβαιώσεις των διαφόρων ποσών τα οποία αποτελούν αντικείμενο των βεβαιώσεων αυτών. Αν ο αριθμός των ημερών της συγκεκριμένης περιόδου είναι περιττός, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου. 6.Για τον υπολογισμό των προθεσμιών είσπραξης που καθορίζονται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στις παραπάνω παρ. 3, 4 και 5, δεν λαμβάνονται υπόψη οι μη εργάσιμες ημέρες, οι οποίες συμπίπτουν με τη λήξη των προθεσμιών αυτών. 7.Η μη καταβολή από τον οφειλέτη των δασμών κατά τη λήξη της προθεσμίας είσπραξης συνεπάγεται, εκτός από την προσαύξηση λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής που αρχίζει από την επόμενη της λήξης της προς είσπραξη προθεσμίας και τη μη παροχή από την τελωνειακή αρχή στο διασαφιστή έγκρισης παραλαβής εμπορευμάτων με αναστολή είσπραξης των δασμών. Η τελωνειακή αρχή μπορεί να χορηγεί συμπληρωματική διευκόλυνση πληρωμής των δασμών, με την προϋπόθεση επιβολής προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής από την επομένη της προς είσπραξη αρχικής προθεσμίας. Η συμπληρωματική αυτή διευκόλυνση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τον ένα μήνα. 8.Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ε-φαρμόζονται σε οφειλόμενους δασμούς οι ο(Μετά τη σελ. 146,06) Σελ. 146,07 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 93 - 236 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 ποίοι λόγω ειδικότερων περιστάσεων δεν έχουν βεβαιωθεί από τις τελωνειακές αρχές μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από την παραπάνω παρ. 3». Το άρθρ. 28α προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 27 Νόμ. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). «Άρθρ.28β.-Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν από τον ενδιαφερόμενο για την απόκτηση της έγκρισης υπαγωγής σε μία από τις ιδιαίτερες διαδικασίες που καθορίζονται στα άρθρ. 28γ έως 28ζ, οι πρακτικοί τρόποι λειτουργίας των διαδικασιών αυτών, οι όροι και οι προϋποθέσεις εξασφάλισης των συμφερόντων του δημοσίου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η πιο πάνω έγκριση μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένα εμπορεύματα, να εκδίδεται ανάλογα με τις περιστάσεις ή να έχει διαρκή χαρακτήρα και είναι πάντοτε ανακλητή. Οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού, που αφορούν τη διασάφηση εισαγωγής και τελωνισμού εμπορευμάτων για να τεθούν σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις των άρθρ. 28γ και 28δ, εκτός αν ρητώς ορίζεται διαφορετικά. Άρθρ.28γ.-Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ισχύουν για τις ταχυδρομικές αποστολές επιστολών και δεμάτων μπορεί: α)να μην απαιτείται η κατάθεση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 25 διασάφησης, για να τεθούν σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορεύματα, τα οποία προηγουμένως είχαν τεθεί υπό το καθεστώς της τελειοποίησης προς επανεξαγωγή. β)Να μην αποτελούν αντικείμενο διασάφησης τα εμπορεύματα που εισάγονται για σκοπούς μη εμπορικούς, καθώς και τα εμπορεύματα μικρής αξίας, ιδίως εκείνα που περιέχονται στις προσωπικές αποσκευές ταξιδιωτών. Άρθρον 3 1.Της απαγορεύσεως του ανωτέρω άρθρου εξαιρούνται: α)Τα δια σιδηροδρόμων ή αναγνωρισμένων αγωγέων κομιζόμενα εμπορεύματα. β)Αι αποσκευαί των επιβατών, και γ)Τα εμπορεύματα τα κομιζόμενα δι’ ατμοπλοίων διατελούντων υπό ταχυδρομικήν σύμβασιν και ωρισμένον δρομολόγιον εκτελούντων. 2.«Δι’ αποφάσεων των προϊσταμένων των τελωνειακών περιφερειών δύνανται να καθορίζωνται και άλλαι (γενικαί ή ειδικαί) εξαιρέσεις, οσάκις αναπότρεπτος ανάγκη επιβάλλει ταύτας». Η παραγρ. 2 αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 2 του άρθρ. 25ου του Νόμ. 1805/1951. Άρθρ.28δ.-Με την επιφύλαξη του άρθρ. 28στ επιτρέπεται στο διασαφιστή να προσκομίζει ή να τροποποιεί μεταγενεστέρως ορισμένα στοιχεία της διασάφησης, καταθέτοντας συμπληρωματικές διασαφήσεις γενικού, περιοδικού ή ανακεφαλαιωτικού χαρακτήρα. Οι ενδείξεις των συμπληρωματικών διασαφήσεων θεωρείται ότι συνιστούν, μαζί με τις ενδείξεις των διασαφήσεων στις οποίες αναφέρονται, μια ενιαία και αδιαίρετη πράξη που ισχύει από την ημερομηνία αποδοχής της αντίστοιχης αρχικής διασάφησης. Σελ. 146,08 Τεύχος ΙΑ-7-2- Σελ. 94 Η παροχή της έγκρισης των διευκολύνσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό εξαρτάται από τη σύσταση εγγύησης, της οποίας το είδος και το ποσό προσδιορίζονται κατά τη διαδικασία που προβλέπονται στο άρθρ. 28β. Οι αρχικές διασαφήσεις, που αναφέρονται σε κάθε σειρά εμπορευμάτων, πρέπει να περιέχουν τις απαραίτητες ενδείξεις για την αναγνώριση της ταυτότητας των συγκεκριμένων εμπορευμάτων. Άρθρ.28ε.-1.Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να προβαίνουν στην έκδοση άδειας παραλαβής εμπορευμάτων, μόλις αυτά προσκομίζονται στους χώρους της αρμόδιας τελωνειακής αρχής χωρίς να έχει κατατεθεί ακόμη και η προβλεπόμενη στο άρθρ. 25 διασάφηση. Η έκδοση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων προϋποθέτει την κατάθεση στην αρχή αυτή, και κατ’ επιλογή της, εμπορικού ή διοικητικού εγγράφου, το οποίο συνοδεύεται με αίτηση που υπογράφεται από τον ενδιαφερόμενο για τη θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία. Στο έγγραφο αυτό πρέπει να προσαρτάται οποιοδήποτε άλλο έγγραφο από το οποίο εξαρτάται η θέση σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία του εμπορεύματος. Η αποδοχή από την τελωνειακή αρχή του εμπορικού ή διοικητικού αυτού εγγράφου έχει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με την αποδοχή της διασάφησης που προβλέπεται στο άρθρ. 25. Η έκδοση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων μπορεί να γίνει ύστερα από προηγούμενη εξέταση των εμπορευμάτων αυτών και σύγκριση με τις ενδείξεις που περιλαμβάνονται στο πιο πάνω εμπορικό ή διοικητικό έγγραφο. Η διασάφηση, που αναφέρεται στα εμπορεύματα για τα οποία εκδόθηκε προηγουμένως η άδεια παραλαβής, με βάση το πιο πάνω εμπορικό ή διοικητικό έγγραφο, πρέπει να κατατίθεται στην τελωνειακή αρχή μέσα στις καθοριζόμενες προθεσμίες. - 237 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Για την εφαρμογή του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 28, τα αποτελέσματα της διασάφησης αυτής ανατρέχουν στην ημερομηνία της αποδοχής από την τελωνειακή αρχή του πιο πάνω εμπορικού ή διοικητικού εγγράφου. Με την επιφύλαξη του άρθρ. 28στ, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να αποδέχονται γενικές, περιοδικές ή ανακεφαλαιωτικές διασαφήσεις. Οι διασαφήσεις αυτές παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία αποδοχής του πιο πάνω εμπορικού ή διοικητικού εγγράφου. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εμποδίζουν τη διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου από τις τελωνειακές αρχές, αν αυτές τον κρίνουν απαραίτητο. Για να εγκριθούν οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διευκολύνσεις, απαιτείται η παροχή εγγύησης, το είδος και το ποσό της οποίας προσδιορίζεται κατά την προβλεπόμενη στο άρθρ. 28β διαδικασία. 2.Σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που προβαίνουν συχνά στη θέση σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, μπορεί να επιτραπεί να παραλαμβάνουν τα εμπορεύματα αυτά αμέσως μετά την προσκόμισή τους στους χώρους της τελωνειακής αρχής ή άλλους χώρους που προσδιορίζονται και ελέγχονται από αυτή, χωρίς αυτά να έχουν αποτελέσει προηγουμένως αντικείμενο της προβλεπόμενης στο άρθρ. 25 διασάφησης. Με την άφιξη των εμπορευμάτων στους ειδικά επιλεγμένους για το σκοπό αυτόν χώρους ο δικαιούχος της άδειας αυτής υποχρεούται: α)να ειδοποιεί την αρμόδια τελωνειακή αρχή για την άφιξη των εμπορευμάτων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη τυπική διαδικασία, για να χορηγηθεί η άδεια παραλαβής τους, β)να καταχωρίζει τα εμπορεύματα σε ειδικό λογιστικό του βιβλίο. Η καταχώριση πρέπει να περιλαμβάνει και την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε καθώς και τις απαραίτητες ενδείξεις για την αναγνώριση των εμπορευμάτων. Η καταχώριση αυτή μπορεί να αντικαθίσταται με οποιαδήποτε άλλη πρόσφορη διατύπωση. γ)να θέτει στη διάθεση των αρμόδιων τελωνειακών αρχών οποιαδήποτε έγγραφα, από τα οποία εξαρτάται η εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία. Η εκπλήρωση των διατυπώσεων α΄ και β΄ έχει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με την αποδοχή της προβλεπόμενης στο άρθρ. 25 διασάφησης. 3.Εφ’ όσον δεν επηρεάζεται ο έλεγχος, οι τελωνειακές αρχές μπορούν: α)αντί να απαιτούν από το δικαιούχο της άδειας να αναμένει την πραγματική άφιξη των εμπορευμάτων, για να τις ειδοποιήσει, να του επιτρέψουν να γνωστοποιεί σε αυτές την άφιξη, μόλις αυτή παρουσιάζεται ως επικείμενη. β)σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, όπου η φύση των εμπορευμάτων και ο ταχύς ρυθμός διεκπεραίωσης των εργασιών εισαγωγής το δικαιολογεί, να απαλλάσσουν το δικαιούχο της άδειας από την υποχρέωση αναγγελίας στις αρχές αυτές κάθε άφιξης εμπορευμάτων, υπό τον όρο όμως ότι ο δικαιούχος παρέχει σε αυτές οποιαδήποτε πληροφορία κρίνουν απαραίτητη. Στην περίπτωση αυτήν η καταχώριση των εμπορευμάτων στο ειδικό λογιστικό βιβλίο του ενδιαφερόμενου επέχει θέση άδειας παραλαβής. Αν η τελωνειακή αρχή αποφασίσει να ενεργήσει εξέταση των εμπορευμάτων, η εξέταση αυτή γίνεται με βάση τις ενδείξεις που αναφέρονται και στο ειδικό λογιστικό βιβλίο του ενδιαφερομένου. Η διασάφηση, που αναφέρεται στα εμπορεύματα που έχει επιτραπεί η εισαγωγή τους κατά την παρ. 2, πρέπει να κατατίθεται στην αρμόδια τελωνειακή αρχή μέσα στις καθοριζόμενες προθεσμίες. Για την εφαρμογή του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρ. 28 τα αποτελέσματα της διασάφησης αυτής ανατρέχουν στην ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος καταχώρισε τα εμπορεύματα στο ειδικό λογιστικό βιβλίο. Τα τέσσερα τελευταία εδάφια της παρ. 1 του άρθρ. 28ε εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού. Άρθρ.28στ.-Επιτρέπεται στο διασαφιστή να αντικαθιστά το σύνολο ή μέρος των ενδείξεων της διασάφησης που προβλέπεται στο άρθρ. 25, με στοιχεία που έχουν κωδικοποιηθεί ή έχουν συνταχθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ο οποίος ανταποκρίνεται στις απαιτούμενες για τις γραπτές διασαφήσεις ενδείξεις. Τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται στην αρμόδια τελωνειακή αρχή για παραπέρα επεξεργασία από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει την άσκηση από την τελωνειακή αρχή οποιουδήποτε ελέγχου που αυτή κρίνει απαραίτητο. Άρθρ.28ζ.-Αν μια αποστολή αποτελείται από εμπορεύματα που υπάγονται σε περισσότερες δασμολογικές κλάσεις και η μεταχείριση για κάθε σειρά από τα εμπορεύματα αυτά, ανάλογα με το είδος της, απαιτεί εργασία και έξοδα δυσανάλογα σε σύγκριση με το ποσό των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, μπορεί να επιτρέπεται, ύστερα από αίτηση του διασαφιστή, ολόκληρη η αποστολή εμπορευμάτων να αποτελέσει αντικείμενο δασμοφορολόγησης με βάση το είδος του εμπορεύματος εκείνου που επιβαρύνεται με την υψηλότερη επιβάρυνση. Η πιο πάνω ρύθμιση δεν επηρεάζει τις υποχρεώσεις του διασαφιστή για την παροχή στατιστικών στοιχείων, σύμφωνα και με τους όρους που προβλέπονται από τις κοινοτικές διατάξεις για το εξωτερικό εμπόριο της Κοινότητας και το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της, ούτε και την εφαρμογή άλλων διατάξεων που διέπουν τη θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία. Οι ενδείξεις, που πρέπει να αναφέρονται στη διασάφηση για τα εμπορεύματα αυτά, καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. (Μετά τη σελ. 146,08) Σελ. 146,081 Τεύχος 1143-6Σελ. 105 - 238 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 Άρθρ.28η.-Στους παραβάτες των διατάξεων των άρθρ. 28β έως 28ζ επιβάλλεται για κάθε παράβαση, με επιφύλαξη των διατάξεων για τη λαθρεμπορία, το πρόστιμο που προβλέπεται στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρ. 27». Τα άρθρ. 28β έως και 28η προστέθηκαν από την παρ. 3 άρθρ. 1 Νομ. 1808/1988 (ΦΕΚ Α΄ 218), κατωτ. αριθ. 73. Άρθρον 29 1.Το δημόσιον διατηρεί αμείωτα τα δικαιώματα αυτού κατά του κυρίου των εμπορευμάτων δια τα μη εισπραχθέντα τέλη ή δικαιώματα, καθώς και δια τα ελλιπώς βεβαιωθέντα ή εισπραχθέντα. «Ως ελλιπώς βεβαιωθέντα ή εισπραχθέντα νοούνται τα ποσά, άτινα δεν εβεβαιώθησαν ή δεν εισεπράχθησαν εν όλω ή εν μέρει συνεπεία οιασδήποτε παραλείψεως γενομένης κατά τον τελωνισμόν των εμπορευμάτων, εφ’ όσον τούτο προκύπτει εκ του κειμένου του κατατεθέντος Τελωνειακού παραστατικού εγγράφου, των επ’ αυτού πράξεων και των συνημμένων τούτω δικαιολογητικών εγγράφων, δι’ ων προσδιορίζονται τα κρίσιμα στοιχεία δια την ορθήν βεβαίωσιν των οφειλομένων δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων». Το ανωτέρω εντός « » εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 74 Νόμ. 542/1977 (κατωτ. αριθ. 50). 2.Τα ελλιπώς βεβαιωθέντα ή εισπραχθέντα βεβαιούνται συμπληρωματικώς δια πράξεως της τελωνειακής αρχής, εισπράττονται δε διοικητικώς υπό του τελωνείου κατά τους νόμους περί εισπράξεως δημοσίων τελών. «Η προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά της πράξης βεβαίωσης, από οποιαδήποτε αιτία, των ποσών που δεν εισπράχθηκαν ή των ποσών που βεβαιώθηκαν ή εισπράχθηκαν ελλιπώς, καθώς επίσης και η άσκηση της προσφυγής, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν καταβληθεί ποσοστό τουλάχιστον 50% της οφειλής που βεβαιώθηκε. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και για τις πράξεις βεβαίωσης της τελωνειακής αρχής για εμπορεύματα που παραδόθηκαν με τελωνειακό καθεστώς που επιφέρει αναστολή είσπραξης των δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων». Τα ανωτέρω μέσα σε « » εδάφια προστέθηκαν από την παρ. 2 άρθρ. 27 Νόμ. 1473/84 (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). 3.«Τα ελλιπώς βεβαιωθέντα ή εισπραχθέντα παραγράφονται εντός (πενταετίας) από του τελωνισμού». Σελ. 146,082 Τεύχος 1143-Σελ. 106 Η παρ. 3 ετροποποιήθη ως άνω υπό του άρθρ. 7 του Νόμ. 2960/1922. Κατά το άρθρ. 86 παρ. 2 του Ν.Ε.Δ.Ε. (τόμ. 25 σελ. 188):«Τα χρέη προς το Δημόσιον εξ εισαγωγικών δασμών και τελών εν γένει εισπραττομένων εν τοις Τελωνείοις παραγράφονται μετά δεκαετίαν από της λήξεως της χρήσεως εντός της οποίας εγεννήθη η προς είσπραξιν αυτών απαίτησις του Δημοσίου». - 239 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας «Άρθρ.30.-1.Τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα από τα τελωνεία ποσά, επιστρέφονται άτοκα στο δικαιούχο, αν εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών ετών από της ημερομηνίας βεβαίωσης αυτών υποβληθεί υπό τούτου στην αρμόδια τελωνειακή αρχή σχετική αίτηση μετά των απαιτούμενων δικαιολογητικών εγγράφων. Αν η διαπίστωση της αχρεωστήτου είσπραξης έγινε από την τελωνειακή υπηρεσία, καλείται απ’ αυτήν ο δικαιούχος να υποβάλει τη σχετική περί επιστροφής αίτηση μετά δικαιολογητικών, εντός της αυτής ως ανωτέρω προθεσμίας. Για την επιστροφή αυτήν οι τελωνειακές αρχές ενεργούν κατά προτεραιότητα. Αν η αχρεωστήτως είσπραξη έχει αναγνωριστεί ή βεβαιωθεί με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, ο δικαιούχος οφείλει, εντός έτους από της δημοσίευσης της ανωτέρω απόφασης, να υποβάλει στην αρμόδια τελωνειακή αρχή σχετική περί επιστροφής αίτηση μετά των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Αν η αναγνώριση ή βεβαίωση της αχρεωστήτου είσπραξης έγινε με απόφαση που εκδόθηκε, ύστερα από έφεση ή αναίρεση, η ετήσια αυτή προθεσμία για την υποβολή της σχετικής αίτησης μετά των δικαιολογητικών αρχίζει από της δημοσίευσης της απόφασης αυτής. 2.Περί της επιστροφής εκδίδεται απόφαση: -του προϊσταμένου της τελωνειακής αρχής, επιπέδου διεύθυνσης. -του προϊσταμένου της οικείας τελωνειακής περιφέρειας, προκειμένου περί των λοιπών τελωνειακών αρχών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται τα απαιτούμενα για την επιστροφή δικαιολογητικά, τα του τρόπου επιστροφής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. 3.Αν εντός της κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου προβλεπόμενης κατά περίπτωση προθεσμίας δεν υποβληθεί από το δικαιούχο ή τον αντιπρόσωπο αυτού αίτηση μετά των απαιτούμενων δικαιολογητικών, οι απαιτήσεις αχρεωστήτως εισπραχθέντων παραγράφονται. 4.Χρηματική αξίωση από αχρεώστητο είσπραξη επιβαρύνσεων και περί της οποίας εκδόθηκε η υπό της παρ. 2 του παρόντος άρθρου προβλεπόμενη απόφαση παραγράφεται μετά παρέλευση προθεσμίας ενός έτους από της κοινοποίησης της απόφασης. 5.Η αναστολή ή η διακοπή της παραγραφής διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού. 6.Ποσά από φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις μέχρι 1.000 δραχμές κατά πράξη, που εισπράχθηκαν αχρεώστητα ή ελλιπώς βεβαιώθηκαν ή εισπράχθηκαν, δεν επιστρέφονται ή δεν βεβαιώνονται συμπληρωματικά για είσπραξη. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών δύναται το ανωτέρω ποσό να αυξομειώνεται, μη δυνάμενο όμως να υπερβεί το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες συναφείς διατάξεις της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας, αντίστοιχο για τους δασμούς, ποσό. 7.Θέματα παραγραφής αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών από τα τελωνεία προ της ισχύος του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται από τις μέχρι της ισχύος του παρόντος κείμενες διατάξεις». Το άρθρ. 30 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 6 Νόμ. 1957/1991, ΦΕΚ Α΄ 114 (τόμ. 13 2 , σελ. 244,9935). (Αντί για τη σελ. 146,09) Σελ. 146,09(α) Τεύχος 1143-Σελ. 107 - 240 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 - 241 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας «Άρθρ.31.-1.Η τελωνειακή αρχή, πριν από την έκδοση της άδειας παραλαβής και ύστερα από γραπτή αίτηση του διασαφιστή, μπορεί να εγκρίνει: α)Την εγκατάλειψη των εμπορευμάτων, υπέρ του Δημοσίου, ελεύθερων από όλα τα έξοδα και βάρη. Η αίτηση αυτή μπορεί να διατυπώνεται και στο σώμα της διασάφησης. Η αποδοχή της από την τελωνειακή αρχή σημειώνεται και στη διασάφηση. Μετά την αποδοχή δεν επιτρέπεται ανάκλησή της. Στα εγκαταλειπόμενα εμπορεύματα εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρ. 44. β)Την καταστροφή των εμπορευμάτων, σύμφωνα με όσα καθορίζονται στην παρ. 3 του άρθρ. 36. Τα σχετικά έξοδα βαρύνουν το διασαφιστή. Η γραπτή αίτηση του διασαφιστή για την καταστροφή των εμπορευμάτων μπορεί να διατυπώνεται και στο σώμα της διασάφησης. Η αποδοχή της από την τελωνειακή αρχή σημειώνεται και στη διασάφηση. Για την καταστροφή συντάσσεται πρωτόκολλο και γίνεται μνεία στη διασάφηση. Στη διασάφηση και στο προσαρτώμενο σ’ αυτήν πρωτόκολλο καταστροφής αναφέρεται το είδος και η ποσότητα των υπολειμμάτων και απορριμμάτων που ενδεχομένως προκύπτουν από την καταστροφή, ώστε να είναι δυνατό να τεθούν σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία. 2.Η εγκατάλειψη υπέρ του Δημοσίου ή η καταστροφή των εμπορευμάτων υπό τον έλεγχο της τελωνειακής αρχής απαλλάσσει το διασαφιστή από την υποχρέωση να πληρώσει δασμούς φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις εκτός από τα ανταποδοτικά τέλη και δικαιώματα. 3.Η θέση σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία των υπολειμμάτων και απορριμμάτων, που ενδεχομένως προκύπτουν από την καταστροφή εμπορευμάτων, ενεργείται με βάση τα στοιχεία δασμοφορολόγησης που αναφέρονται στα υπολείμματα και απορρίμματα, όπως αυτά αναγνωρίζονται και γίνονται δεκτά από την τελωνειακή αρχή κατά την ημερομηνία της καταστροφής. 4.Ο διασαφιστής πρέπει να παρίσταται κατά τον τελωνισμό των εμπορευμάτων. 5.Αν μετά την καταχώριση και την αποδοχή της διασάφησης ο διασαφιστής αποχωρήσει ή δεν προσφέρει την απαραίτητη συνδρομή και δεν προσέλθει μέσα σε τέσσερις ημέρες από την αποδοχή της για την εξέταση των εμπορευμάτων, ο προϊστάμενος του τελωνείου ή ο επόπτης ελεγκτηρίων μαζί με τον τελωνειακό ελεγκτή, ή, αν δεν υπάρχει τελωνειακός ελεγκτής, με άλλο τελωνειακό υπάλληλο, εξετάζει, έστω και αν απουσιάζει ο διασαφιστής, τα εμπορεύματα ή συνεχίζει την εξέταση, αν αυτή είχε αρχίσει πριν από την αποχώρησή του, αφού γίνει μνεία στη διασάφηση για την παρουσία ή την απουσία του. 6.Αν μέσα σε πέντε ημέρες από την, κατά την προηγούμενη παράγραφο, εξέταση των εμπορευμάτων ο διασαφιστής δεν προσέλθει, για να ρυθμιστεί η κατάσταση των εμπορευμάτων και δεν είναι δυνατή η έκδοση άδειας παραλαβής τους, είτε γιατί δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα από τα οποία εξαρτάται η θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία είτε γιατί δεν καταβλήθηκαν ή δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εγγύησης εμπροθέσμως οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις είτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία, η τελωνειακή αρχή επικολλά στην εξωτερική θύρα του τελωνειακού καταστήματος δηλοποίηση, η οποία διαλαμβάνει και τα στοιχεία της διασάφησης καθώς και της εξέτασης των εμπορευμάτων. Στη δηλοποίηση αυτήν ορίζεται επίσης και η ημέρα πώλησης των εμπορευμάτων με δημοπρασία, η οποία διενεργείται μετά την πάροδο πέντε ημερών από την τοιχοκόλληση της δηλοποίησης. Η τελωνειακή αρχή πληροφορεί επίσης σχετικά το διασαφιστή ή τον αντιπρόσωπό του με απλή επιστολή της, της οποίας δεν απαιτείται επίδοση. 7.Η τελωνειακή αρχή μπορεί, με ευθύνη και με δαπάνες του διασαφιστή, να μεταφέρει τα εμπορεύματα, αν βρίσκονται σε χώρους που εγκρίθηκαν από αυτήν και είναι έξω από τις τελωνειακές αποθήκες ή περιβόλους, σε ειδικούς υπό την εποπτεία της χώρους ή αποθήκες. 8.Αν τα εμπορεύματα υπόκεινται σε φθορά ή είναι δυσχερής η φύλαξή τους, η τελωνειακή αρχή μπορεί να συντέμνει τις προθεσμίες του άρθρου αυτού. 9.Σε περίπτωση που υφίσταται κίνδυνος από τη διατήρηση των εμπορευμάτων η τελωνειακή αρχή μπορεί να καταστρέψει τα εμπορεύματα. Η θέση σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία των υπολειμμάτων και απορριμμάτων, που ενδεχομένως προκύπτουν από την καταστροφή αυτήν, πραγματοποιείται βάσει των στοιχείων δασμοφορολόγησης που αναφέρονται στα υπολείμματα και απορρίμματα, όπως αυτά αναγνωρίζονται και γίνονται δεκτά από την τελωνειακή αρχή κατά την ημερομηνία καταστροφής. Οι σχετικές δαπάνες καταστροφής βαρύνουν το διασαφιστή. 10.Η κατά την παρ. 6 πώληση των εμπορευμάτων ενεργείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. ΙΙ του άρθρ. 43 και στο άρθρ. 44. 11.Για τον υπολογισμό των πιο πάνω προθεσμιών καθώς και εκείνων των άρθρ. 32 και 67 δεν λαμβάνονται υπόψη, αν συμπίπτουν με τη λήξη των προθεσμιών, οι μη εργάσιμες ημέρες. Το άρθρ. 31 αντικαταστάθηκε ως άνω από το Άρθρον 4 1.Ουδεμία εργασία προς φόρτωσιν, εκφόρτωσιν ή μεταφόρτωσιν εμπορευμάτων ή προϊόντων επιτρέπεται να ενεργηθή άνευ εγγράφου αδείας της τελωνειακής Αρχής και άνευ της παρουσίας υπαλλήλου αυτής και εις θέσεις άλλας παρά τας ωρισμένας υπό της τελωνειακής αρχής ή τας οριζομένας εν τη αδεία αυτής. 2.Εκάστη άδεια εκδίδεται δι’ ωρισμένην φόρτωσιν, εκφόρτωσιν ή μεταφόρτωσιν. Κατ’ εξαίρεσιν, άδεια δεν απαιτείται κατά τας περιπτώσεις του προηγουμένου άρθρου. Σελ. 140 3.Προ του πέρατος εκάστης εκφορτώσεως ή μεταφορτώσεως δεν δύνανται να δεχθώσιν οι πλοίαρχοι εμπορεύματα προς φόρτωσιν άνευ ειδικής αδείας της τελωνειακής αρχής. άρθρ. 2 Νομ. 1808/1988, (ΦΕΚ Α΄ 218), κατωτ. αριθ. 73. (Μετά τη σελ. 146,10) Σελ. 146,11 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 97 - 242 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 Άρθρ.32.-1.Αν τα εμπορεύματα μετά την εξέτασή τους, παρουσία του διασαφιστή, δεν παραληφθούν ή αν δεν παρασχεθεί εγγύηση για τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις ενεργούνται, μέσα σε οκτώ ημέρες από την εξέτασή τους, τα οριζόμενα στις παρ. 6 έως και 11 του άρθρ. 31. 2.Η τελωνειακή αρχή μπορεί ύστερα από αίτηση του διασαφιστή να παρατείνει την προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου κατά πέντε το πολύ ημέρες». Το άρθρ. 32 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 2 Νομ. 1808/1988, (ΦΕΚ Α΄ 218), κατωτ. αριθ. 73. Κατά το άρθρ. 35 Α.Ν. 2081/1939, «Επί των κατά τα άρθρ. 31 και 32 του Νόμ. 1165 εκποιουμένων εμπορευμάτων εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρ. 44, πλην του εδάφ. 2 της παρ. 4 αυτού». Σελ. 146,12 Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 98 - 243 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 33 1.Εάν ευρεθώσιν εμπορεύματα, πλείονα των εν τη διασαφήσει αναφερομένων, ή υποκείμενα εις τέλος ανώτερον, ή, επί τέλους κατ’ εκτίμησιν, αξίας ανωτέρας, εισπράττεται το τέλος των ευρεθέντων και πρόσθετον τοιούτο 15% επί της διαφοράς, ήτις προκύπτει μεταξύ του βεβαιωθέντος τέλους και του κατά την διασάφησιν τοιούτου. 2.Εάν εν τη διασαφήσει αναγραφώσιν ως ατελή εμπορεύματα, ευρεθώσι δε ταύτα υποκείμενα εις τέλος, εισπράττεται τούτο και πρόσθετον 15% επ’ αυτού. 3.Εάν ευρεθώσιν εμπορεύματα ελάσσονα των εν τη διασαφήσει αναφερομένων ή υποκείμενα εις τέλος κατώτερον, εισπράττεται το τέλος των ευρεθέντων και πρόσθετον 5% επί της διαφοράς. Προσθήκη γενομένη εις την παρ. 3 δια του άρθρ. 3 Ν.Δ. 1724/1919, κατηργήθη δια του άρθρ. 4 Νόμ. 3326/1925. 4.Τα πρόσθετα ταύτα τέλη δεν δύνανται να είναι ανώτερα του δεκάτου του τέλους των ευρεθέντων εμπορευμάτων. 5.Εάν το δέμα, δοχείον ή κιβώτιον, εις ο ευρεθώσιν εμπορεύματα ελάσσονα των εν τη διασαφήσει, τυγχάνη ανέπαφον και πλήρες και μη δυνάμενον να περιλάβη πλέον του ευρεθέντος, βεβαιούνται ταύτα επί της διασαφήσεως και επιβάλλεται μόνον το εις το ευρεθέν εμπόρευμα ανήκον τέλος. 6.Εάν το δέμα, κιβώτιον ή δοχείον ευρεθή παραβεβιασμένον και το περιεχόμενον αυτού ελλιπές ή διάφορον του διασαφισθέντος, βεβαιούνται ταύτα επί της διασαφήσεως, αντίγραφον δε αυτής αποστέλλεται εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα, εάν συντρέχη περίπτωσις ποινικής καταδιώξεως, επιβάλλεται δε το εις το ευρεθέν εμπόρευμα ανήκον τέλος. 7.Εάν ευρεθώσιν εμπορεύματα ατελή, ποσού δε ίσου ή διαφόρου προς το εν τη διασαφήσει αναγραφέν, ενώ εν αυτή αναγράφονται ως υποκείμενα εις τέλος, ουδέν επιβάλλεται τέλος. 8.Εάν δοχείον, περιέχον ρευστόν, ευρεθή κατά τον τελωνισμόν εν μέρει ή καθ’ ολοκληρίαν κενόν, η δε έλλειψις προήλθεν εκ βλάβης του δοχείου, συντάσσσεται περί τούτου επί της διασαφήσεως πράξις και εάν αποδειχθή ότι όντως η έλλειψις προήλθεν εκ του λόγου τούτου, επιβάλλεται τέλος μόνον επί του τυχόν απομείναντος εν τω δοχείω ποσού. 9.Διαφοραί επί έλαττον μεν άχρι 5% εκπίπτονται κατά τον υπολογισμόν του τέλους, επί πλέον δε άχρι 5% υποβάλλονται μόνον εις το απλούν τέλος. «10.(Εις επιβάτην φέροντα μεθ’ εαυτού υποκείμενα εις τέλος είδη, μη αναγραφόμενα εις το υπό του πλοιάρχου κατατεθέν δηλωτικόν, επιβάλλεται πρόσθετον τέλος 10% εάν το πληρωτέον τέλος είναι ανώτερον των δραχ. (40.000 και κατώτερον των 200.000 δραχμών), 30% δε εάν το τέλος είναι ανώτερον των (200.000) δραχμών. Το πρόσθετον τούτο τέλος εισπράττεται μόνον κατά τον προς εισαγωγήν τελωνισμόν, ως επίσης και κατά την περίπτωσιν της μεταφορτώσεως δια τας ελευθέρας Ζώνας Πειραιώς και Θεσσαλονίκης). Τα ανωτέρω ποσά τίθενται ως αναπροσηρμόσθησαν δια του άρθρ. 3 παρ. 1 Ν.Δ. 144/1946. Δια της υπ’ αριθ. Τ.9062/1948 αποφ. Υπ. Οικον. (Φ.Ε.Κ. 179/Β/48), τ’ ανωτέρω ποσά επενταπλασιάσθησαν. Αι διατάξεις του ανωτέρω εδαφίου θεωρούνται ατονήσασαι μετά το Ν.Δ. 2544/1953 περί τελωνισμού ειδών ατομικής χρήσεως. Εάν ως εκ του είδους των τα υπό του επιβάτου φερόμενα μεθ’ εαυτού είδη εν συνδυασμώ προς την ποσότητα αυτών και την επαγγελματικήν ειδικότητα ή οιαδήποτε άλλα στοιχεία έχωσι τον χαρακτήρα του εμπορεύματος επιβάλλεται εις τον επιβάτην, εξαιρέσει των δειγματοφόρων και των αλλοδαπών των μη μονίμως εγκατεστημένων εν Ελλάδι, πρόσθετον τέλος 50% εις οιονδήποτε ποσόν και αν ανέρχεται το ανήκον τέλος και οιονδήποτε τελωνειακόν προορισμόν ήθελε λάβει το εμπόρευμα. Εάν ενίσταται ο επιβάτης κατά της εκτιμήσεως των ανωτέρω στοιχείων του χαρακτηρισμού ως εμπορεύματος των μεθ’ εαυτού κομισθέντων ειδών, αποφαίνεται αμετακλήτως η παρά τω Τελωνείω Επιτροπή Αμφισβητήσεων ή εν ελλείψει τοιαύτης η Ανωτάτη Επιτροπή Τελωνειακών Αμφισβητήσεων». Η παρ. 10 προστεθείσα υπό του εδάφ. θ΄ άρθρ. 1 Ν.Δ. 16/19 Απρ. 1923, αντικατεστάθη ως άνω υπό του άρθρ. 7 Α.Ν. 1433/1938. Απαλλάσσονται των προσθέτων τελών του άρθρ. 33 Νόμ. 1165 τα δι’ αποσκευών ή υπό τύπον αποσκευών κομιζόμενα εκθέματα. (Άρθρ. 1 παρ. 4 υπ’ αριθ. 8/1937 απόφ. Υπουργού Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. 85/Β΄/1937). Η 10η παράγραφος του άρθρ. 33 του 1165 νόμου δεν έχει εφαρμογήν επί των αποσκευών των δια του αέρος αφικνουμένων επιβατών εάν αύται περιέχωσιν είδη υποκείμενα εις δασμόν, μη προωρισμένα δι’ ατομικήν συνήθη χρήσιν των επιβατών και μη αναγραφόμενα εις το υπό του κυβερνήτου ή οδηγού του αεροσκάφους κατατιθέμενον δηλωτικόν. (Άρθρ. 4 Παραρτ. Νόμ. 5017/1931 περί Πολιτικής Αεροπορίας). «11.Εισπράττεται πρόσθετον τέλος 15% επί του τέλους του ευρεθέντος εμπορεύματος οσάκις δια της διασαφήσεως εδηλώθη ως άγνωστον το περιεχόμενον του δοχείου ή δέματος, είτε ως προς το είδος, είτε το ποσόν, είτε ποιόν και βάρος. 12.Επίσης εισπράττεται πρόσθετον τέλος, 5% επί του τέλους του ευρεθέντος εμπορεύματος, οσάκις εν τη κατατιθεμένη διασαφήσει εισαγωγής ενυπάρχει αοριστία ως προς την περιγραφήν του εμπορεύματος». Αι παρ. 11 και 12 προσετέθησαν υπό του άρθρ. 4 Νόμ. 3326/1925. (Αντί για τη σελ. 147(β) Σελ. 147(γ) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 99 - 244 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 «13.Δια τον υπολογισμόν των προσθέτων τελών, περί ων αι ανωτέρω παράγραφοι του παρόντος άρθρου, λαμβάνεται πάντοτε, ασχέτως βεβαιώσεως ή μη τέλους επί του τελωνειακού παραστατικού, ως βάσις ο έναντι των τρίτων προς την Ε.Ο.Κ. χωρών ισχύων δασμός, ανεξαρτήτως χώρας προελεύσεως του εμπορεύματος». Η παρ. 13 προσετέθη δια του άρθρ. 75 Νόμ. 542/1977 (κατωτ. αριθ. 50). Οι διατάξεις του άνω άρθρ. 33 αναστάλησαν μέχρι 31 Μαρτ. 1988 από την 0.381/61 π.ε./22 Ιαν.-19 Φεβρ. 1988 (ΦΕΚ Β΄ 89) απόφ. Υπ. Οικονομικών. Η ανωτέρω 0.381/61π.ε/1988 απόφαση, κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου από την έκδοσή της από την παρ. 4 άρθρ. 11 Νομ. 1839/1989 (ΦΕΚ Α΄ 90), (τομ. 28Α, σελ. 268,03). Άρθρον 34 Εάν δέμα, κιβώτιον ή δοχείον, αναγεγραμμένον εν τη διασαφήσει, δεν απεβιβάσθη, καίτοι αναφέρεται εν τω δηλωτικώ, βεβαιώση δε τούτο ενυπογράφως ο πλοίαρχος ή ο πράκτωρ, ουδέν εισπράττεται τέλος παρά της Τελωνειακής Αρχής, συντάσσεται δε παρά της τελωνειακής αρχής πρωτόκολλον κατά του πλοιάρχου, δια την μη αποβίβασιν και αντίγραφον αυτού προσαρτάται εις την διασάφησιν. Άρθρον 35 1.Επιτρέπεται να γίνηται χρήσις ειδικών σημάτων, τιθεμένων τη φροντίδι των ενεργούντων την εξέτασιν υπαλλήλων, άμα τω πέρατι αυτής, επί των εξετασθέντων δεμάτων ή δοχείων, προς βεβαίωσιν της ταυτότητος αυτών. 2.Το Υπουργείον των Οικονομικών κανονίζει τας περιπτώσεις, καθ’ ας γίνεται χρήσις των σημάτων τούτων, τον τρόπον της εφαρμογής και το παρά των ενδιαφερομένων καταβλητέον αντίτιμον αυτών. Άρθρον 36 1.Εν περιπτώσει βλάβης ή φθοράς εμπορευμάτων υποκειμένων εις εισαγωγικόν τέλος, μήπω δε εκτελωνισθέντων, ο βαθμός αυτής βεβαιούται παρά του Τελώνου, του ελεγκτού και του χημικού του Τελωνείου, εν ελλείψει δε εκατέρου των δύο τελευταίων, και του Ειρηνοδίκου, και κατά λόγον της βεβαιωθείσης βλάβης ή φθοράς μειούται το τέλος, συντασσομένου περί τούτου πρωτοκόλλου. Η ως άνω Επιτροπή αποφαίνεται κατά πλειοψηφίαν, μόνον δε εις περίπτωσιν καθ’ ην ο παραλήπτης ενίσταται κατά της αποφάσεως ταύτης, ενεργούνται τα εν παρ. 2 του άρθρ. 36 οριζόμενα. (Άρθρ. 4 Νόμ. 1724/1919). Σελ. 148(γ) Τεύχος ΙΑ-7-2 Σελ. 100 2.«Εάν ο παραλήπτης ενίσταται κατά του πρωτοκόλλου, αποφαίνονται δύο πραγματογνώμονες, ων τον ένα διορίζει η τελωνειακή Αρχή και όστις δέον να η Δημόσιος Υπάλληλος, τον δε έτερον ο παραλήπτης. Εάν διαφωνία τούτων διορίζεται επιδιαιτητής Δημόσιος Υπάλληλος εκ των μάλλον ειδημόνων προς το υπό εκτίμησιν θέμα υπό του εν τη έδρα της τελωνειακής Αρχής Προέδρου των Πρωτοδικών ή εν ελλείψει τοιούτου υπό του Ειρηνοδίκου, όστις αποφαίνεται αμετακλήτως της αποφάσεώς του περιοριζομένης εντός των ορίων των αποφάσεων των πραγματογνωμόνων». Η παρ. 2 αντικατεστάθη ως άνω υπό του Άρθρον 5 1.Η τελωνειακή αρχή δύναται να επιτρέπη την φόρτωσιν προς εξαγωγήν ή μεταφοράν εγχωρίων προϊόντων ή μεταλλευμάτων εκ παντός όρμου ή σκαλώματος, μετά προηγουμένην κατάθεσιν διασαφήσεως και παρουσία υπαλλήλου. 2.Εάν τα προϊόντα δεν υπόκεινται εις τέλος ή φόρον, η παρουσία υπαλλήλου κατά την φόρτωσιν δεν είναι απαραίτητος. άρθρ. 5 Α.Ν. 1433/1938. Βλ. και άρθρ. 4 Νόμ. 1724/1919. 3.Εάν εμπορεύματα, ων εζητήθη η παραλαβή ή οιαδήποτε άλλη διάθεσις, υπέστησαν βλάβην, ης ένεκεν απώλεσαν πάσαν αξίαν κατά την κρίσιν του παραλήπτου, καταστρέφονται, τη αιτήσει αυτού, παρουσία επιτροπής αποτελουμένης εκ του Τελώνου και του ελεγκτού, συντασσομένου περί τούτου πρωτοκόλλου. Μη υπάρχοντος ελεγκτού, αναπληρούται ούτος υπό του Ειρηνοδίκου. 4.Εάν εμπορεύματα, ευρισκόμενα εν τελωνειακαίς αποθήκαις ή εν αποταμιεύσει, υποστώσι σήψιν ή αλλοίωσιν, απειλούσαν κατά γνώμην του αστυνομικού ή υγειονομικού ιατρού ή, εν ελλείψει τοιούτου, άλλου επιστήμονος ιατρού, την δημοσίαν υγείαν, η τελωνειακή Αρχή κοινοποιεί την ιατρικήν γνωμοδότησιν εις τον κύριον των εμπορευμάτων και καλεί αυτόν να παραστή κατά την καταστροφήν, ήτις ενεργείται κατά την διάταξιν της προηγουμένης παραγράφου. Ο κύριος των εμπορευμάτων δικαιούται να ζητήση εντός 24 ωρών από της προς αυτόν κοινοποιήσεως αναθεώρησιν της ιατρικής γνωμοδοτήσεως, ενεργουμένην εντός δύο ημερών παρά του γνωμοδοτήσαντος ιατρού και ετέρου τοιούτου, προτεινομένου υπό του κυρίου των εμπορευμάτων. Εν διαφωνία, αποφαίνεται αμετακλήτως τρίτος επιδιαιτητής επιστήμων ιατρός διοριζόμενος παρά του Ειρηνοδίκου. 5.«Οι πραγματογνώμονες δίδουσιν ενώπιον του προϊσταμένου της τελωνειακής Αρχής τον κατά τας διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενον όρκον και υπέχουσι τας ευθύνας των δημοσίων υπαλλήλων δια την εκτέλεσιν των καθηκόντων των». Η παραγρ. 5 αντικατεστάθη ως άνω υπό του άρθρ. 4 Ν.Δ. 4 Δεκ. 1923 «περί τροποποιήσεως διατάξεων οικονομικών νόμων». - 245 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 6.Αι αποζημιώσεις των πραγματογνωμόνων και των ιατρών βαρύνουσι τον παραλήπτην, ορίζονται δε υπό του Ειρηνοδίκου. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ Περί διαμετακομίσεως Άρθρον 37 1.Προς μεταφόρτωσιν εμπορευμάτων αποστελλομένων εις λιμένα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, είτε αμέσως από πλοίου εις πλοίον, είτε εκ των προσωρινών αποθηκών του Τελωνείου, κατατίθεται εις το τελωνείον διασάφησις, εάν εν τω κατατεθέντι δηλωτικώ δεν δηλώται ρητώς, ότι τα εμπορεύματα είναι προωρισμένα να διαμετακομισθώσιν. 2.Δια της διασαφήσεως, διεπομένης κατ’ αναλογίαν υπό των διατάξεων του άρθρ. 25, παρέχεται εγγύησις περί αποβιβάσεως των δια το εσωτερικόν προωρισμένων εμπορευμάτων εις λιμένα του εσωτερικού, ευθύνονται δε αλληλεγγύως ο αποστολεύς και ο εγγυητής δια πάσαν εις τον τόπον της παραλαβής του εμπορεύματος προκύψουσαν διαφοράν. 3.Η τελωνειακή αρχή επιτρέπει, δυνάμει εγγράφου αδείας, την μεταφόρτωσιν των εμπορευμάτων, αφού προβή εις την εξέτασιν αυτών. Της εξετάσεως απαλλάσσονται τα εις λιμένας, ένθα εδρεύει τελωνείον Α΄ ή Β΄ τάξεως, αποστελλόμενα εμπορεύματα, αφού ταύτα σφραγισθώσι και περιδεθώσι υπό της τελωνειακής αρχής, ως και τα εις το εξωτερικόν αποστελλόμενα. 4.Η μεταφόρτωσις εμπορευμάτων, ων το δηλωτικόν αναγράφει ρητώς, ότι είναι προωρισμένα να διαμετακομισθώσιν, ενεργείται δυνάμει αιτήσεως εφ’ απλού χάρτου του πλοιάρχου ή πράκτορος του κομίσαντος το εμπόρευμα πλοίου και γραπτής αδείας της τελωνειακής αρχής, άνευ εξετάσεως των εμπορευμάτων. 5.Απαγορεύεται η μεταφόρτωσις επί πλοίων χωρητικότητος κατωτέρας των 30 «κόρων». Η εντός « » λέξις τίθεται συμφώνως τω άρθρ. 2 Α.Ν. 791/1949. 6.Η εκτέλεσις της μεταφορτώσεως βεβαιούται παρά της τελωνειακής αρχής, προσαρτάται δε εις την διασάφησιν ή αίτησιν η φορτωτική, υπογεγραμμένη υπό του πλοιάρχου ή του πράκτορος και του επιτετραμμένου την είσπραξιν των δημοτικών φόρων. 7.Η τελωνειακή αρχή εκδίδει τω πλοιάρχω ή τω πράκτορι απόσπασμα του δηλωτικού, εν ω αναγράφονται οι αριθμοί, το είδος, το ποσόν και το μικτόν βάρος των δοχείων, ή εάν εγένετο η εξέτασις, το καθαρόν βάρος. Απόσπασμα εκδίδεται και κατά την περίπτωσιν της εις την αλλοδαπήν αποστολής, εάν ήθελε ζητηθή. 8.Επιτρέπεται, ίνα δια Β.Δ/των, κατ’ εξαίρεσιν του ανωτέρω εν παρ. 3 τεθειμένου κανόνος, καταστή υποχρεωτική η εξέτασις ωρισμένων κατηγοριών εμπορευμάτων προωρισμένων είτε δι’ όλους τους λιμένας του Βασιλείου είτε διά τινας. 9.Η δια των σιδηροδρόμων αποστολή εμπορευμάτων ενεργείται κατά διατυπώσεις, οριζομένας δια Β.Δ/των. «Η δια φορτηγών αυτοκινήτων αποστολή εμπορευμάτων ενεργείται ομοίως κατά διατυπώσεις οριζομένας δια Β.Δ/των». Το εντός « » εδάφιον προσετέθη υπό του άρθρ. 2 Α.Ν. 2155/1939. 10.Εντός μηνός από της αποβιβάσεως των αποστελλομένων εις το εσωτερικόν εμπορευμάτων, το τελωνείον του τόπου της αποβιβάσεως αποστέλλει αντίγραφον του περιελθόντος αυτώ αποσπάσματος δηλωτικού εις την εκδούσαν τούτο τελωνειακήν Αρχήν, μετ’ αντιγράφου της κατατεθείσης διασαφήσεως ή άλλου δικαιολογητικού εγγράφου της περαιτέρω τύχης των εμπορευμάτων. Τα τελωνεία Α΄ και Β΄ τάξεως αποστέλλουσιν εντός δύο μηνών αντίγραφον μόνον του αποσπάσματος. 11.«Εάν κατά την υπό του τελωνείου της αποβιβάσεως εξέτασιν των εμπορευμάτων προκύψωσι διαφοραί εκ των προβλεπομένων εν παρ. 1 και 2 του άρθρ. 33, μεταξύ της εν τω τελωνείω της αποστολής κατατεθείσης διασαφήσεως και των ευρεθέντων εμπορευμάτων, δεν προκύπτωσι δε τοιαύται μεταξύ αυτών και της εν τω τελωνείω της αποβιβάσεως κατατεθείσης διασαφήσεως, το τελωνείον τούτο σημειοί λεπτομερώς τας διαφοράς ταύτας επί των αντιγράφων αποσπασμάτων των αποστελλομένων εις το τελωνείον της αποστολής, τούτο δε βεβαιοί δια πράξεώς του εις βάρος του αποστολέως και του εγγυητού και εισπράττει το ανήκον πρόσθετον τέλος επί των διαφορών τούτων». «12.Εάν, αι αυταί, ως ανωτέρω, διαφοραί, προκύπτωσι μεταξύ της κατατεθείσης εν τω τελωνείω της αποβιβάσεως διασαφήσεως (συμφωνούσης κατά το περιεχόμενον προς την κατατεθειμένην εν τω τελωνείω της αποστολής) και των ευρεθέντων εμπορευμάτων, το τελωνείον της αποβιβάσεως βεβαιοί και εισπράττει εις βάρος του παραλήπτου το τε τέλος και το πρόσθετον κατά τους ορισμούς του άρθρ. 33 επί τη βάσει των ευρεθέντων και της διαφοράς. 13.Εάν αι αυταί ως ανωτέρω διαφοραί εν μέρει μόνον προκύπτωσι μεταξύ των εμπορευμάτων και της εν τω Τελωνείω της αποβιβάσεως κατατεθείσης διασαφήσεως, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων 11 και 12. 14.Κατά την περίπτωσιν της παραγρ. 3 του άρθρ. 33 επιβάλλεται πρόσθετον τέλος 15% επί της διαφοράς και κατά τας διακρίσεις των διατάξεων των ανωτέρω παραγράφων 11-13. (Αντί της σελ. 149) Σελ. 149(α) 329-003 - 246 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 15.Οι λοιποί ορισμοί του άρθρ. 33 εφαρμόζονται και κατά την επιβολήν των υπό του παρόντος άρθρου προβλεπομένων τελών, εκτός της διατάξεως της παρ. 9 του άρθρ. 33, ήτις δεν ισχύει επί διαφορών προκυπτουσών κατά την εν τω τελωνείω της αποβιβάσεως εξέτασιν των υπό διαμετακόμισιν αποστελλομένων εμπορευμάτων. 16.Επί των υπό διαμετακόμισιν αποστελλομένων χυτών ή λυτών εμπορευμάτων καθώς και επί παντός ετέρου εμπορεύματος, εξ ενός και του αυτού είδους αποτελουμένου, οίον ο καφές, η ζάκχαρις και λοιπά, άτινα ζυγίζονται μικτοβαρή, απομενούσης προς πλήρη καθορισμόν του τέλους μόνον της αφαιρέσεως του αποβάρου, ως επίσης και επί παντός άλλου υπό διαμετακόμισιν αποστελλομένου εμπορεύματος, οσάκις των, ως είρηται, εμπορευμάτων εγένετο εξέτασις κατ’ είδος, ποσόν, ποιόν και βάρος παρά του Τελωνείου της αποστολής, κατά μεν την περίπτωσιν της παρ. 11 το τελωνείον της αποβιβάσεως σημειοί δια πράξεώς του επί του αντιγράφου αποσπάσματος τας προκυψάσας διαφοράς, το δε τελωνείον της αποστολής βεβαιοί εις βάρος του αποστολέως και εγγυητού τας διαφοράς ταύτας και εισπράττει το ανήκον τέλος και το πρόσθετον τοιούτον, κατά δε την περίπτωσιν της παρ. 12 το τελωνείον της αποβιβάσεως εισπράττει το τε τέλος και το πρόσθετον τοιούτον και κατά την περίπτωσιν της παρ. 3 του άρθρ. 33 το τελωνείον της αποβιβάσεως σημειοί τας διαφοράς επί των αντιγράφων αποσπασμάτων, το δε τελωνείον της αποστολής βεβαιοί εις βάρος του αποστολέως και εγγυητού και εισπράττει το τε τέλος και το πρόσθετον τοιούτον. Κατά τας τρεις ταύτας περιπτώσεις δεν έχει εφαρμογήν η διάταξις του άρθρ. 33 παρ. 9. 17.Δια Β.Δ/τος ορίζονται τα εμπορεύματα ων δεν επιτρέπεται η δια της χώρας διαμετακόμισις ή επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρους όρους και διατυπώσεις». Η παρ. 11 αντικατεστάθη ως άνω και αι παρ. 12-17 προσετέθησαν δια του άρθρ. 4ου Νόμ. 1941/1920. «18.Το Διοικητικόν Δικαστήριον Φορολογικών Παραβάσεων δύναται ν’ απαλλάσση της κατά την παρ. 2 του άρθρου τούτου εγγυήσεως οσάκις πρόκειται αναμφισβητήτως περί ολικής απωλείας εκ ναυαγίου του τε εμπορεύματος, δι’ ο παρεσχέθη η εγγύησις, ως και του πλοίου εφ’ ου εφορτώθη τούτο». Η παρ. 18 προσετέθη υπό του άρθρ. 7ου Νόμ. 4057/1929. Σελ. 150(α) Άρθρον 38 1.Ζητουμένης παρά του πλοιάρχου ή του πράκτορος του κομίσαντος το εμπόρευμα του πλοίου της μεταβολής του εν τω δηλωτικώ σημειουμένου προορισμού του εμπορεύματος και αποστολής αυτού εις έτερον λιμένα, η τελωνειακή αρχή επιτρέπει τούτο δι’ απλής αδείας. Η αίτησις του πλοιάρχου και η άδεια προσαρτώνται εις το δηλωτικόν προς εξόφλησιν αυτού. 2.Αν η αποστολή των εμπορευμάτων τούτων προώρισται δια το εσωτερικόν, η τελωνειακή αρχή του τόπου της φορτώσεως δύναται να εξετάση τα εμπορεύματα και ν’ αναγράψη επί της αιτήσεως το είδος και το βάρος αυτών. Εις εξαιρετικάς περιστάσεις η τελωνειακή αρχή έχει το δικαίωμα να πράξη τούτο και δια τα εις το εξωτερικόν αποστελλόμενα εμπορεύματα. - 247 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄ Περί αζητήτων εμπορευμάτων Με το άρθρ. 15 του Νόμ. 1967/3-4 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 149), τόμ. 13 σελ. 244,9937, ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις του άρθρ. 39-45 δεν εφαρμόζονται, για χρονικό διάστημα 4 μηνών από της εναπόθεσής τους, στις οικοσκευές-αποσκευές των παλιννοστούντων από την Ε.Σ.Σ.Δ. ομογενών Ελλήνων, που εναποτίθενται στις ειδικές προς τούτο προσωρινές τελωνειακές αποθήκες του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν μέχρι της 31.12.1996, δυναμένης της προθεσμίας αυτής να παρατείνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις». Άρθρον 39 «1.Όσα εμπορεύματα ουδείς παρουσιάζεται να παραλάβη προκειμένου μεν περί των Διευθύνσεων Τελωνείων και των Τελωνείων α΄ τάξεως εντός τριών μηνών, προκειμένου δε περί των λοιπών Τελωνειακών Αρχών εντός τεσσαράκοντα πέντε ημερών από της καταθέσεως του οικείου δηλωτικού ή αποσπάσματος τούτου ή διαβατηρίου προκειμένου περί μεταφορτώσεως ή αποβολής εξ αποταμιεύσεως, ή εν περιπτώσει μη εμπροθέσμου καταθέσεως του δηλωτικού ή του αποσπάσματος ή του διαβατηρίου από της ημέρας του κατάπλου του πλοίου, κηρύσσονται αζήτητα δια πρωτοκόλλου συντασσομένου εις διπλούν και υπογραφομένου παρά του προϊσταμένου της Τελωνειακής Αρχής, του αρμοδίου επόπτου Ελεγκτηρίων όπου υπάρχει τοιούτος, και του ελεγκτού αζητήτων ή του διαχειριζομένου ταύτα Τελωνειακού υπαλλήλου». Η παραγρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 1 Νόμ. 2876/1954. Η υπό της ανωτέρω παρ. 1 προβλεπομένη προθεσμία περί αζητήτων εμπορευμάτων συνετμήθη, προκειμένου περί των Διευθύνσεων Τελωνείων α΄ και β΄ τάξεως, εις το ήμισυ δια τα πάσης φύσεως αυτοκίνητα οχήματα δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 145/1966 Π.Υ.Σ. (κατωτ. σελ. 278). Αι υπό της ανωτέρω παρ. 1 προβλεπόμεναι προθεσμίαι περί αζητήτων εμπορευμάτων συνετμήθησαν, προκειμένου περί της Διευθύνσεως Τελωνείου Αθηνών, εις το ήμισυ δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 14 της 16/25 Ιαν. 1968 Πράξεως Υπ. Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄ 19). Ομοίως συνετμήθησαν εις το ήμισυ προκειμένου περί της Δ/νσεων Τελωνείου Αερολιμένος Αθηνών δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 67/1968 Πράξεως Υπ. Συμβουλίου (Τόμ. 30Α σελ. 276) και περαιτέρω προκειμένου περί των Διευθύνσεων Θ΄ και Ι΄ Τελωνείων Κρατικού Αερολιμένος Αθηνών εις 30 ημέρας, δια της υπ’ αριθ. 20/1977 ΠΥΣ (τόμ. 30Α σελ. 256,03). «2.Προκειμένου περί αυτοκινήτων οχημάτων, η κατά την παρ. 1 προθεσμία ορίζεται αδιακρίτως εις τεσσαράκοντα πέντε ημέρας». Η παρ. 2 προσετέθη και αι επόμεναι παρ. 2, 3, 4 και 5 ηριθμήθησαν ως 3, 4, 5, και 6 δια των παρ. 1 και 2 αντιστοίχως του άρθρ. 3 Νόμ. 332/1976 (κατωτ. αριθ. 49). Η προθεσμία της άνω παρ. 2 συντμήθηκε σε 15 ημέρες από το Π.Δ. 1059/7-16 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 257). (2)3.Δια πράξεως, συντασσομένης επί του πρωτοκόλλου παρά των ιδίων αρχών, βεβαιούται το μικτόν βάρος των εμπορευμάτων και η κατάστασις αυτών ή των περιεχόντων αυτά δεμάτων ή δοχείων, μεθ’ ο ταύτα ανοίγονται και το περιεχόμενον αυτών περιγράφεται λεπτομερώς, κατ’ είδος, ποσόν και βάρος καθαρόν, εν τω αυτώ πρωτοκόλλω. Μετά την επαλήθευσιν ταύτην, παραδίδονται ταύτα εις τον διαχειριζόμενον τα αζήτητα τελωνειακόν υπάλληλον και καταχωρίζονται εις το παρά της τελωνειακής αρχής τηρούμενον βιβλίον αζητήτων εμπορευμάτων. (3)4.Το εν των ανωτέρω πρωτοκόλλων προσαρτάται εις το δηλωτικόν εισαγωγής προς εξόφλησιν του αντιστοίχου είδους, του ετέρου πρωτοκόλλου τηρουμένου εν τω τελωνείω αντί δηλωτικού. (4)5.Το εν των ανωτέρω κηρυσσόμενα αζήτητα εμπορεύματα μεταφέρονται δι’ εξόδων βαρυνόντων ταύτα εις ιδιαιτέραν αποθήκην αζητήτων. Μη υπαρχούσης τοιαύτης αποθήκης, ή οσάκις η εις ταύτην μεταφορά των εμπορευμάτων είναι οικονομικώς ασύμφορος ή δεν καθίσταται αύτη εφικτή δι’ ειδικούς λόγους, τα εμπορεύματα παραμένουσιν εις ιδιαίτερον χώρον των προσωρινών τελωνειακών αποθηκών ή περιβόλων». Η παράγρ. 4 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 1 Νόμ. 2876/1954. (5)6.Προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών δύνανται δια πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, να συντέμνωνται αι προθεσμίαι της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ως και των άρθρ. 40, 44 παρ. 4 και 63 παρ. 4, είτε γενικώς δι’ άπαντα τα εμπορεύματα, είτε ειδικώς δι’ ωρισμένα εξ αυτών». Η παράγρ. 5 προσετέθη δια του άρθρ. 1 Νόμ. 2876/1954. Άρθρον 40 «Εντός δύο μηνών από της συντάξεως των κατά το προηγούμενον άρθρον πρωτοκόλλων αντίγραφα ή αποσπάσματα τούτων τοιχοκολλώνται εις την είσοδον του Τελωνειακού Καταστήματος. Αντίγραφα ή αποσπάσματα των πρωτοκόλλων τούτων δύνανται να κοινοποιώνται εις τας δι’ ων εκομίσθησαν τα εμπορεύματα (Αντί για τη σελ. 151(ε) Σελ. 151(ζ) Τεύχος 1143-Σελ. 109 - 248 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 μεταφορικάς Εταιρίας κλπ. ή Πράκτορας αυτών, εφ’ όσον εδρεύουσιν εν τη πόλει ένθα και η Τελωνειακή Αρχή». Το άρθρ. 40 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Νόμ. 2876/1954. Η κατά το ανωτέρω άρθρ. 40 προθεσμία περί αζητήτων εμπορευμάτων συνετμήθη προκειμένου περί των Διευθύνσεων Τελωνείων α΄ και β΄ τάξεως, εις το ήμισυ δια τα πάσης φύσεως αυτοκίνητα οχήματα δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 145/1966 Π.Υ.Σ. (κατωτ. σελ. 278). Η υπό του ανωτέρω άρθρ. 40 προβλεπομένη προθεσμία περί αζητήτων εμπορευμάτων συνετμήθη, προκειμένου περί της Διευθύνσεως Τελωνείου Αθηνών, εις το ήμισυ δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 14 της 16/25 Ιαν. 1968 Πράξεως Υπ. Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄ 19). Ομοίως συνετμήθησαν εις το ήμισυ προκειμένου περί της Δ/νσεως Τελωνείου Αερολιμένος Αθηνών δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 67/1968 Πράξεως Υπ. Συμβουλίου (κατωτ. σελ. 278,01). Ομοίως συνετμήθησαν εις το τρίτον προκειμένου περί κατεψυγμένων κρεάτων, βρωσίμων σπλάγχνων, ορνιθοειδών και θηραμάτων, δια της παρ. 1 Π.Υ.Σ. 69/1976 (τόμ. 30Α σελ. 278,06). Σελ. 152(ζ) Τεύχος 1143-Σελ. 110 - 249 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 6 1.Προς μεταφοράν εγχωρίων προϊόντων εντός της περιφερείας του τελωνείου δια λέμβων ή πλοιαρίων, εκ σκαλωμάτων ή θέσεων, ένθα δεν εδρεύει τελωνειακή αρχή, χορηγείται άδεια παρά της πλησιεστέρας τελωνειακής αρχής εις πλοία εφωδιασμένα δια ναυτιλιακών εγγράφων. Η φόρτωσις αύτη δύναται να γίνη και άνευ παρουσίας υπαλλήλου. Άρθρον 41 1.Εντός ετέρων δέκα ημερών από της λήξεως των προθεσμιών, ο τελώνης εκδίδει διακήρυξιν περί πωλήσεως των εμπορευμάτων, διαλαμβάνουσαν αυτά κατ’ είδος και βάρος και ορίζουσαν τον τόπον και την ημέραν της δημοπρασίας. 2.Η διακήρυξις τοιχοκολλάται εν τη επί τούτω ωρισμένη θέσει του τελωνειακού καταστήματος επί αποδείξει του ενεργήσαντος την τοιχοκόλλησιν και δημοσιεύεται υπό της δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, παρ’ η εδρεύει η τελωνειακή αρχή επί πλέον δύναται να δημοσιευθή και εν περιλήψει δι’ εφημερίδος του τόπου, εάν υπάρχη τοιαύτη. «Προκειμένου περί αζητήτων των Τελωνείων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, περίληψις της διακηρύξεως δημοσιεύεται δια δύο τουλάχιστον ημερησίων εφημερίδων και εις εμφανές τούτων μέρος, της απαιτουμένης προς τούτο δαπάνης καταβαλλομένης εκ της παγίας προκαταβολής των Τελωνείων των πόλεων τούτων». Το εντός « » εδάφιον προσετέθη υπό του άρθρ. 6 Α.Ν. 791/1948. Άρθρον 42 1.Η δημοπρασία ενεργείται υπό της τελωνειακής αρχής κατά την ορισθείσαν ημέραν από της 11ης πρωϊνής ώρας μέχρι της μεσημβρίας εν τω τελωνειακώ καταστήματι, παρατεινομένη εάν δίδωνται ανώτεραι προσφοραί. Οι πλειοδόται δικαιούνται να εξετάσωσι τα εν τη αποθήκη του τελωνείου προς πώλησιν εμπορεύματα. 2.Μετά την κατακύρωσιν επ’ ονόματι του τελευταίου πλειοδότου, παρακατατίθεται υπ’ αυτού αμέσως το τέταρτον του εκπλειστηριάσματος, μεθ’ ο υπογράφονται τα πρακτικά της δημοπρασίας παρά του τελευταίου πλειοδότου του εγγυητού και του κήρυκος, η έγκρισις δε της γενομένης κατακυρώσεως γίνεται παρά του αρμοδίου Γενικού Οικονομικού Επιθεωρητού, εάν το πλειστηρίασμα δεν υπερβαίνει τας δραχμάς χιλίας. Επί ανωτέρου ποσού, ή, εν ελλείψει Γενικού Οικονομικού Επιθεωρητού, η έγκρισις απόκειται εις το Υπουργείον των Οικονομικών. Η περί της εγκρίσεως απόφασις εκδίδεται εντός πέντε ημερών από της παραλαβής των πρακτικών. Το άνω ποσόν ωρίσθη εις δραχ. 1000 νέας εκδόσεως δια της υπ’ αριθ. Τ. 4572 της 19/21 Αυγ. 1954 αποφ. Υπουρ. Οικονομικών. «3.Το Υπουργείον των Οικονομικών δύναται να επιτρέψη ίνα αι τελωνειακαί αρχαί προβαίνωσιν εις εκποίησιν των αζητήτων εμπορευμάτων δια μονοημέρου δημοπρασίας, προκηρυσσομένης ως τελειωτικής». Η παρ. 3 προσετέθη δια του άρθρ. 1 Ν.Δ. 30 Οκτ. 1925 κυρωθέντος υπό του Νόμ. 4057/ 1929. «Εις την περίπτωσιν του προηγουμένου εδαφίου η έγκρισις της κατακυρώσεως γίνεται παρ’ Επιτροπής αποτελουμένης: «Δια τας Δ/νσεις Τελωνείων α΄ και β΄ τάξεως: α)Εκ του οικείου Διευθυντού. β)Εκ του επόπτου ελεγκτηρίων και γ)Εκ του ελεγκτού αζητήτων και Δια τας λοιπάς τελωνειακάς αρχάς: α)Εκ του οικείου Τελώνου. β)Εκ του Οικονομικού Εφόρου και γ)Εκ του Ειρηνοδίκου. Εν ελλείψει των ανωτέρω μελών ορίζονται ως τοιαύτα έτεροι δημόσιοι υπάλληλοι». Τα ανωτέρω περί Επιτροπής, προστεθέντα δια του άρθρ. 1 Α.Ν. 873/1937 (κατωτ. αριθ. 12), ετροποποιήθησαν ως άνω δια της παρ. 9 άρθρ. 1 της υπ’ αριθ. Δ. 6741 της 24/30 Ιουν. 1967 αποφ. των Αντιπροέδρου Κυβερνήσεως και Υπ. Οικονομικών (τόμ. 24 σελ. 58,21). Άρθρον 43 1.Εάν προ της εγκρίσεως δοθή εις τον τελώνην εγγράφως ανωτέρω προσφορά κατά 5% τουλάχιστον μετά παρακαταθήκης του τετάρτου αυτής, επαναλαμβάνεται η δημοπρασία εντός 8 ημερών από της νέας προσφοράς, μετά προηγουμένην περί τούτου δια τοιχοκολλήσεως δημοσίευσιν διακηρύξεως εν τω τελωνειακώ καταστήματι. 2.Μετά την έγκρισιν, ο τελώνης καλεί εγγράφως τον αγοραστήν να καταθέση το υπόλοιπον του πλειστηριάσματος, υποχρεούται δε ο αγοραστής μετά την καταβολήν τούτου εις τελωνισμόν των εμπορευμάτων τα οποία δύνανται να λάβωσι και οιονδήποτε άλλον τελωνειακόν προορισμόν. 3.Εάν ο αγοραστής δεν καταβάλη το πλειστηρίασμα εντός 8 ημερών από της εις αυτόν κοινοποιήσεως της εγκρίσεως, ενεργείται αναπλειστηριασμός εις βάρος αυτού και του εγγυητού, και της επί έλαττον διαφοράς εισπραττομένης δια των περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων νομίμων αναγκαστικών μέσων. (Μετά τη σελ. 152(ζ) Σελ. 152,01 Τεύχος 1143-Σελ. 111 - 250 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 - 251 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας 4.Εάν, προ της καταβολής του πλειστηριάσματος παρά του πλειοδότου εμφανισθή ο κύριος των εμπορευμάτων και αιτήσηται την παραλαβήν, αποταμίευσιν ή οιανδήποτε άλλην των πλειστηριασθέντων εμπορευμάτων διάθεσιν, θεωρείται άκυρος η δημοπρασία και ενεργούνται αι δια τον αιτηθέντα προορισμόν διατυπώσεις. 5.«Η μεταφορά των εμπορευμάτων εις την αποθήκην των αζητήτων ενεργείται παρά της κομιστικής υπηρεσίας του Τελωνείου, ούσης άμα υποχρέου δια το άνοιγμα των δοχείων προς επαλήθευσιν και την εκ νέου συσκευήν και τοποθέτησιν αυτών, η δε δια την εργασίαν ταύτην αμοιβή, ως και η δαπάνη της δημοσιεύσεως των διακηρύξεων, βαρύνουσι τον τελευταίον πλειοδότην και καταβάλλονται παρ’ αυτού κατά την παραλαβήν του αζητήτου εμπορεύματος ή εν περιπτώσει εμφανίσεως του κυρίου του εμπορεύματος κατά την παρ’ αυτού παραλαβήν του. 6.Εντός τριών ημερών από της καταβολής του εκπλειστηριάσματος κατατίθεται τούτο εις το αρμόδιον Ταμείον επί εκδόσει γραμματίου παραλαβής επί παρακαταθήκη επ’ ονόματι του Τελώνου, όστις παραλαμβάνει και προσαρτά αυτό εις το πρωτόκολλον μετά των πρακτικών». Αι παρ. 5 και 6 αντικατεστάθησαν ως άνω υπό του άρθρ. 5ου Νόμ. 1941/1920. 7.«Εάν παρά του δικαιουμένου εις απόληψιν του πλειστηριάσματος προσαχθή εντός έτους από της καταθέσεως αυτού νόμιμος τίτλος, αποδεικτικός της κυριότητος των πωληθέντων αζητήτων εμπορευμάτων, εις την τελωνειακή αρχήν, αύτη αποστέλλει το γραμμάτιον εις τον αρμόδιον ταμίαν δι’ εγγράφου, δι’ ου εντέλλεται την απόδοσιν του παρακατατεθέντος ποσού. Η παρ. 7 ετροποποιήθη ως άνω υπό του άρθρ. 6ου Νόμ. 1941/1920. 8.Αντίγραφον του εγγράφου τούτου μετά των πρακτικών προσαρτάται εις το σχετικόν πρωτόκολλον αζητήτων προς εξόφλησιν αυτού. 9.Εάν εντός του έτους από της εκδόσεως του γραμματίου παρακαταθήκης δεν εμφανισθή ο κύριος του πωληθέντος αζητήτου, ο τελώνης αποστέλλει εντός δέκα πέντε ημερών από της λήξεως της προθεσμίας το γραμμάτιον εις τον δημόσιον ταμίαν, ίνα το παρακατατεθέν ποσόν εισαχθή ως δημόσιον έσοδον, εκδιδομένου τακτικού γραμματίου παραλαβής. Η παρ. 9 επανήχθη εν ισχύϊ ως άνω δια της παρ. 2 του άρθρ. 4 Ν.Δ. 144/1946. 10.Εμπορευμάτων, ων το εισαγωγικόν τέλος υπερβαίνει τας (4.000 δραχμάς) απαγορεύεται η εκποίησις εν υποτελωνείοις. Τα τοιαύτα εμπορεύματα αποστέλλονται εις το πλησιέστερον τελωνείον Α΄ ή Β΄ τάξεως προς πώλησιν ειδοποιουμένου περί τούτου του Υπουργείου των Οικονομικών. Το ποσόν αναπροσηρμόσθη ως άνω δια της παρ. 1 του άρθρ. 3 Ν.Δ. 144/1946, είτα δε ωρίσθη εις δραχ. 100 νέας εκδόσεως δια της υπ’ αριθ. Τ. 4572 της 19/21 Αυγ. 1954 αποφ. Υπ. Οικονομικών. 11.Αι διατάξεις των άρθρ. 42 και 43 εφαρμόζονται και επί της κατά το άρθρ. 31 πωλήσεως. «12.Εάν εκποιώνται ως αζήτητα εμπορεύματα αποθηκευμένα ή αποταμιευμένα εις τας Γενικάς Αποθήκας, το εκπλειστηρίασμα των εμπορευμάτων τούτων κατατίθεται εις το αρμόδιον ταμείον επί εκδόσει γραμματίου παραλαβής επί παρακαταθήκη επ’ ονόματι των Γενικών Αποθηκών, όπερ προσαρτάται εις το πρωτόκολλον μετά των πρακτικών. 13.Το γραμμάτιον τούτο εξοφλείται κατά τας διατάξεις των παρ. 7, 8 και 9 του άρθρ. 43 του Νόμ. 1165 εκπιπτομένων εκ του ποσού αυτού πάντων των νομίμων δικαιωμάτων του τε Δημοσίου και της Εταιρείας των Γενικών Αποθηκών επί των εκποιηθέντων εμπορευμάτων, του τυχόν απομένοντος υπολοίπου εισαγομένου εις το Δημόσιον ταμείον ως τακτικού εσόδου». Αι παρ. 12 και 13 προσετέθησαν υπό του άρθρ. 16 του Νόμ. 3326/1925. «14.Επί εμπορευμάτων εκποιουμένων υπό της τελωνειακής Αρχής κατά τας διατάξεις των άρθρ. 31, 32, 43 παρ. 2, 11 και 12, 63 παρ. 3 και 120 παρ. 1 και μη παραλαμβανομένων υπό του τελευταίου πλειοδότου εντός οκτώ ημερών από της καταβολής του εκπλειστηριάσματος εφαρμόζονται αι περί αζητήτων εμπορευμάτων διατάξεις του άρθρ. 39 και επομένων του αυτού νόμου. 15.Κατά την περίπτωσιν της προηγουμένης παραγράφου προκειμένου περί των εις τας Γενικάς Αποθήκας μετά την κατά το άρθρ. 63 εκποίησιν και καταβολήν του εκπλειστηριάσματος εγκαταλειπομένων εμπορευμάτων ταύτα μεταφέρονται εις τας Τελωνειακάς Αποθήκας. Η δαπάνη της μεταφοράς εκπίπτεται εκ του εκπλειστηριάσματος της νέας εκποιήσεως». Αι παράγρ. 14 και 15 προσετέθησαν δια του άρθρ. 4 του Ν.Δ. 1716/1942. Άρθρον 44 1.Όταν μεταξύ των αζητήτων εμπορευμάτων υπάρχωσιν είδη ευτελούς αξίας ή καταστάντα άχρηστα ένεκεν βλάβης, βεβαιούται τούτο δια λεπτομερούς πρωτοκόλλου υπογραφομένου παρά του τελώνου, του ελεγκτού και του αποθηκαρίου, μεθ’ ο καταστρέφονται παρουσία τούτων. 2.Εάν πρόκειται περί βρωσίμων ειδών, βεβαιοί την αχρηστίαν τούτων εν τω ιδίω πρωτοκόλλω και ο υγειονομικός ή ο αστυνομικός ιατρός, ή, εν ελλείψει τοιούτου οιοσδήποτε επιστήμων ιατρός. 3.Εάν τα εμπορεύματα υπόκεινται εις φθορά, δύνανται να συντομευθώσι, κατά την κρίσιν της τελωνειακής αρχής, αι εν άρθρ. 40 οριζόμεναι προθεσμίαι. «4.Αζήτητα εμπορεύματα, ων δεν κατέστη δι’ οιονδήποτε λόγον εφικτή η εκποίησις εν(Αντί για τη σελ. 153(γ) Σελ. 153(δ) Τεύχος Ζ13-Σελ. 61 - 252 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 τός προθεσμίας έξ μηνών, από της επαληθεύσεως αυτών εις τρεις διαφόρους δημοπρασίας, απεχούσας αλλήλων τουλάχιστον (κατά μήνα) θεωρούνται ως εγκατελελειμμένα και περιέρχονται εις την κυριότητα του Δημοσίου. Περί της συνδρομής των ανωτέρω όρων της εγκαταλείψεως συντάσσεται πράξις επί των οικείων πρωτοκόλλων υπό του τελώνου και του επί των αζητήτων ελεγκτού. Αι προθεσμίαι της παρ. 4 συνετμήθησαν εις το τέταρτον δυνάμει του άρθρ. 7 Α.Ν. 791/1948, πλην η διάταξις αύτη κατηργήθη δια του άρθρ. 3 Νόμ. 2876/1954. Αι προθεσμίαι της παρ. 4 συνετμήθησαν προκειμένου περί των Διευθύνσεων Τελωνείων α΄ και β΄ τάξεως εις το ήμισυ δια τα πάσης φύσεως αυτοκίνητα οχήματα δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 145/1966 Π.Υ.Σ. (κατωτ. σελ. 278). Αι υπό της ανωτέρω παρ. 4 προβλεπόμεναι προθεσμίαι περί αζητήτων εμπορευμάτων συνετμήθησαν, προκειμένου περί της Διευθύνσεως Τελωνείου Αθηνών, εις το ήμισυ δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 14 της 16/25 Ιαν. 1968 Πράξεως Υπ. Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄ 19). Ομοίως συνετμήθησαν εις το ήμισυ προκειμένου περί της Δ/νσεως Τελωνείου Αερολιμένος Αθηνών δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 67/1968 Πράξεως Υπ. Συμβουλίου (κατωτ. σελ. 278,01). Ομοίως συνετμήθησαν εις το τρίτον προκειμένου περί κατεψυγμένων κρεάτων βρωσίμων σπλάγχνων, ορνιθοειδών και θηραμάτων, δια της παρ. 1 Π.Υ.Σ. 69/1976 (τόμ. 30Α σελ. 278,06). 5.Τα κατά την προηγουμένην παράγραφον περιερχόμενα εις την κυριότητα του Δημοσίου εμπορεύματα επιτρέπεται, όπως καταστρέφωνται ή διατίθενται ελεύθερα εισαγωγικών δασμών, τελών και φόρων προς πλήρωσιν των αναγκών της δημοσίας υπηρεσίας ή των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Ομοίως δύνανται να εκποιώνται τα ανωτέρω είδη ελεύθερα τελωνειακών δασμών και φόρων, μετά προηγουμένην γνωμοδότησιν Επιτροπής και κατόπιν γενικών ή ειδικών διαταγών του Υπουργού των Οικονομικών. Η κατά το προηγούμενον εδάφιον Επιτροπή, απαρτίζεται εξ ενός επιθεωρητού τελωνείων, οριζομένου υπό του Υπουργού των Οικονομικών και του αρμοδίου Διευθυντού τελωνείων ή του αναπληρωτού του και του τελώνου. Εν ελλείψει Διευθυντού τελωνείων η Επιτροπή απαρτίζεται εκ του υπηρετούντος εις την έδραν του τελωνείου επιθεωρητού Σελ. 154(δ) τεύχος Ζ13-Σελ. 62 τελωνείων, του τελώνου και του ελεγκτού αζητήτων, όπου δε δεν υπηρετεί επιθεωρητής, εκ του προϊσταμένου της τελωνειακής αρχής, του ειρηνοδίκου και ενός ετέρου τελωνειακού ή άλλου δημοσίου υπαλλήλου. «Προκειμένου για Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή Γεωργικούς Συνεταιρισμούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια, επιτρέπεται, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η διάθεση των παραπάνω ειδών, με τίμημα που δεν μπορεί να υπερβεί το 1/10 της τιμής κοστολόγησης». Το ανωτέρω μέσα σε « » εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 26 Νόμ. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). Η παράδοσις των εμπορευμάτων τούτων εις τας υπέρ ων διατίθενται δημοσίας υπηρεσίας ή φιλανθρωπικά ιδρύματα, γίνεται δια πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής, αναγράφοντος λεπτομερώς κατά τας δασμολογικάς και εμπορευματολογικάς διακρίσεις, τα παραδιδόμενα είδη. Η εις την γενικήν κατανάλωσιν διάθεσιν των ειδών τούτων υπό των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων προ της παρελεύσεως πενταετίας από της παραλαβής απαγορεύεται». Αι παρ. 4 και 5 προσετέθησαν υπό του άρθρ. 2 Α.Ν. 873/1937. «Είδη περιερχόμενα εις την κυριότητα του Δημοσίου, συμφώνως τη προηγουμένη παρ. 4, δύνανται να διατίθενται δωρεάν εις συνεταιρισμούς Δημοσίων υπαλλήλων, ελεύθερα δασμών και φόρων, κατόπιν εγκρίσεως του Υπουργού των Οικονομικών». Το ανωτέρω εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 10 Νόμ. 428/1943. «6.Τα κατά την παρ. 2 του άρθρ. 39 του παρόντος νόμου κηρυχθέντα ως αζήτητα αυτοκίνητα οχήματα, εφ’ όσον ουδείς παρουσιασθή εντός ενός μηνός προς παραλαβήν των, περιέρχονται αυτοδικαίως, εις την κυριότητα του Δημοσίου, συντασσομένης αυθημερόν περί τούτου σχετικής πράξεως επί του οικείου πρωτοκόλλου αζητήτων. Επί των ως άνω αυτοκινήτων οχημάτων αι διατάξεις των άρθρ. 40, 41, 42 και 43 του παρόντος νόμου δεν έχουν εφαρμογήν». Η παρ. 6 προσετέθη δια του άρθρ. 4 Νόμ. 332/1976 (κατωτ. αριθ. 49). - 253 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρ.45.-«1.Εμπορεύματα, για τα οποία προβλέπονται απαγορεύσεις ή περιορισμοί εισαγωγής τους, κηρυσσόμενα αζήτητα και περιερχόμενα στην κυριότητα του Δημοσίου, επιτρέπεται κατεξαίρεση να εκποιούνται ή να διαθέτονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρ. 44 του παρόντος, με όρους και διατυπώσεις που καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού. 2.Απαγορεύεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού ή αναγκαστικού μέτρου σε εκτέλεση απόφασης ή διάταξης Πολιτικού Δικαστηρίου και από οποιαδήποτε αιτία, για εμπορεύματα που εναποθέτονται ή αποθηκεύονται στις αποθήκες ή χώρους προσωρινής εναπόθεσης ή αποταμίευσης, που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο. 3.Οι διατάξεις του παρόντος για τα αζήτητα εμπορεύματα εφαρμόζονται και σε περίπτωση κατάσχεσης ή μεσεγγύησης που διατάχθηκε από Ποινικό Δικαστήριο για εμπορεύματα που βρίσκονται στις παραπάνω αποθήκες ή χώρους, αν αυτή δεν αρθεί μέσα σε ένα έτος από την επιβολή ή, προκειμένου για αποταμιευμένα εμπορεύματα, από τη λήξη της αποταμίευσης». Το άρθρ. 45 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 4 άρθρ. 26 Νόμ. 1473/1984 (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄ Περί αποταμιεύσεως και ελευθέρας ζώνης Άρθρον 46 1.Αποταμιευτικά καταστήματα προς απόθεσιν των εκ της αλλοδαπής προερχομένων εμπορευμάτων, των μη προοριζομένων εις άμεσον ανάλωσιν, θέλουσι λειτουργεί εις τα τελωνεία α΄ τάξεως και εις τα δια Β.Δ/τος ορισθησόμενα λοιπά τελωνεία. 2.Τα εις αποταμιευτικά καταστήματα αποτιθέμενα εμπορεύματα δεν υπόκεινται εις εισαγωγικόν τέλος, εξαγόμενα δε εις την αλλοδαπήν δεν υπόκεινται εις τέλος εξαγωγής. 3.«Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δύναται να απαγορεύηται εν όλω ή εν μέρει η αποταμίευσις εμπορευμάτων εις τας αποθήκας του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς ή των Ελευθέρων Τελωνειακών Συγκροτημάτων ή της Προνομιούχου Εταιρείας Γενικών Αποθηκών της Ελλάδος, ως και τας αποθήκας αποταμιεύσεως του Δημοσίου ή τας ιδιωτικάς τοιαύτας. Αι αποφάσεις, αι αφορώσαι την αποταμίευσιν εις τας αποθήκας του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, εκδίδονται υπό των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Έργων». Η παρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 8 Α.Ν. 791/1948. Άρθρον 47 1.Προς χρήσιν του δικαιώματος της αποταμιεύσεως δέον να κατατεθή εν τω τελωνείω διασάφησις, εφ’ ης αναγράφεται και η ρήτρα προς αποταμίευσιν. 2.Η τελωνειακή αρχή προβαίνει εις την εξέτασιν των εμπορευμάτων και καθορίζει το είδος, ποσόν, ποιόν και καθαρόν βάρος. «3.Αι περί εισαγωγής διατάξεις των άρθρ. 25 και επόμενα του νόμου τούτου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και επί αποταμιεύσεως, τα δε κατά το άρθρ. 33 οριζόμενα πρόσθετα τέλη επιβάλλονται και εισπράττονται και κατά την αποταμίευσιν εμπορευμάτων». Η παρ. 3 ετροποποιήθη ως άνω υπό του άρθρ. 7ου Νόμ. 1941/1920. Άρθρον 48 1.Προ της μεταφοράς των εμπορευμάτων εις τας αποθήκας της αποταμιεύσεως, ο αποταμιευτής παραδίδει εις το τελωνείον αίτησιν αποταμιεύσεως, εν η αναγράφει λεπτομερώς τα εμπορεύματα κατά τον γενόμενον επί της διασαφήσεως υπό της τελωνειακής αρχής καθορισμόν αυτών. 2.Τα αποταμιευόμενα εμπορεύματα αποτίθενται, επιμελεία και δαπάνη του εμπορίου, είτε εν ταις αποθήκαις των αποταμιευτικών καταστημάτων, υπό άμεσον φύλαξιν της τελωνειακής αρχής, είτε εν ταις γενικαίς αποθήκαις, είτε εν ταις υπό της τελωνειακής αρχής εγκεκριμέναις ιδιωτικαίς αποθήκαις. Άρθρον 7 Απαγορεύεται εις πλοία οιασδήποτε χωρητικότητος και προελεύσεως, φέροντα φορτίον, η προσέγγισις εις λιμένας ή όρμους, ένθα δεν υπάρχει τελωνειακή αρχή, ή εις θέσεις άλλας παρά τας ωρισμένας προς εκφόρτωσιν. Άρθρον 49 1.Ο επιστάτης της διαμετακομίσεως παραβάλλει την αίτησιν αποταμιεύσεως προς την διασάφησιν και, εν συμφωνία αυτών, δέχεται και θεωρεί την αίτησιν και καταχωρίζει αυτήν υπ’ αύξοντα αριθμόν αιτήσεων αποταμιεύσεως του οικείου βιβλίου. 2.Η διασάφησις, αφού σημειωθή επ’ αυτής ο αριθμός της αιτήσεως αποταμιεύσεως και θεωρηθή παρά του προϊσταμένου του αποταμιευτικού καταστήματος, επιστρέφεται εις το τελωνείον. 3.Η υπηρεσία του αποταμιευτικού καταστήματος οφείλει να εγχειρίση εις τον αποταμιευτήν απόδειξιν δια τα παραλαμβανόμενα εν ταις αποθήκαις του αποταμιευτικού καταστήματος εμπορεύματα, προσυπογραμμένην και παρά του αποθηκαρίου. Άρθρον 50 1.Ο ιδιοκτήτης των εν αποθήκαις των αποταμιευτικών καταστημάτων ευρισκομένων εμπορευμάτων, δύναται, τη αδεία της τελωνειακής αρχής, να ανοίγη τα δέματα και να λαμβάνη άνευ διατυπώσεων δείγματα, παρουσία υπαλλήλου του αποταμιευτικού καταστήματος. Άρθρον 51 1.Το Δημόσιον δεν ευθύνεται δια τας φυσικάς μειώσεις ή φθοράς των αποταμιευομένων εμπορευμάτων, ούτε δια τας εξ ανωτέρας βίας βλάβας. Κατά το άρθρ. 2 Α.Ν. 1433/1938, το άρθρ. 51 εφαρμόζεται και επί των αποτιθεμένων εμπορευμάτων εις τας προσωρινάς αποθήκας ή τους τελωνειακούς περιβόλους των τελωνειακών αρχών. (Αντί για τη σελ. 154,01) σελ. 154,01(α) Τεύχος Ζ13-Σελ. 63 - 254 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 Άρθρον 52 1.Δια τα εις ιδιωτικάς αποθήκας αποταμιευόμενα εμπορεύματα δίδεται προσωπική εγγύησις δια τα τελωνειακά τέλη και άλλα δικαιώματα. 2.Δια τα αποταμιευόμενα εν ταις γενικαίς αποθήκαις εμπορεύματα κατά τον Νόμ. ΒΥΙΗ΄ της 10 Απρ. 1896 δεν απαιτείται η παροχή ιδιαιτέρας εγγυήσεως. Δια τα εμπορεύματα ταύτα, προκειμένου να τεθώσιν εις ανάλωσιν ή ν’ αποσταλώσιν υπ’ εγγύησιν εις ετέραν γενικήν αποθήκην ή κατάστημα αποταμιεύσεως υπό νέου κυρίου, προς ον μετεβιβάσθη η κυριότης τούτων, δεν απαιτείται κατάθεσις αιτήσεως αναγνωρίσεως εις την τελωνειακήν αρχήν, αλλά μόνον επί των σχετικών αιτήσεων αναλώσεως ή αποστολής γίνεται βεβαίωσις της Διευθύνσεως της γενικής αποθήκης, εν η τα εμπορεύματα απεταμιεύθησαν, ότι ο αιτών είναι κομιστής των σχετικών τίτλων αποθηκεύσεως των εμπορευμάτων. Σελ. 154,02(α) Τεύχος Ζ13-Σελ. 64 - 255 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας Άρθρον 53 1.Ο επιστάτης της διαμετακομίσεως έχει το δικαίωμα να ζητήση και να τηρή την ετέραν ανομοίαν κλείδα ιδιωτικών αποθηκών, εάν κρίνη τούτο αναγκαίον. 2.Εν ταις ιδιωτικαίς αποθήκαις ο αποταμιευτής δύναται να επιμελήται των εμπορευμάτων, υπό την επίβλεψιν της τελωνειακής αρχής, τηρουμένων των τελωνειακών διατυπώσεων κατά την εισαγωγήν και εξαγωγήν των εμπορευμάτων εκ της αποθήκης. 3.Τα εν ιδιωτικαίς αποθήκαις αποταμιευμένα εμπορεύματα ως προς την αποταμίευσιν, τα τελωνειακά τέλη και άλλα δικαιώματα τεκμαίρονται της κυριότητος του αποταμιευτού, εφ’ όσον ευρίσκονται εντός της αποθήκης. Άρθρον 54 1.Τα εις δημοσίας ή ιδιωτικάς αποθήκας αποτεταμιευμένα εμπορεύματα, δύνανται να μεταβιβασθώσιν εις την κυριότητα άλλου. Απαιτείται όμως να παραδοθή εις την τελωνειακήν αρχήν αίτησις αναγνωρίσεως, υπογεγραμμένη παρά του αναγνωρίζοντος κυρίου των εμπορευμάτων και του αναγνωριζομένου νέου κυρίου. 2.Εάν ο νέος κύριος προτίθηται να αποστείλη τα εμπορεύματα εις το εξωτερικόν ή το εσωτερικόν ή να φέρη ταύτα εις ανάλωσιν επιτρέπεται κατάθεσις αιτήσεως αναγνωριστικής αποστολής ή αναλώσεως. Άρθρον 55 1.Τα εν αποταμιεύσει ευρισκόμενα εμπορεύματα φέρονται εις ανάλωσιν ή αποστέλλονται, είτε εν όλω, είτε εν μέρει, εάν δύνανται να διαιρεθώσιν άνευ μεταβολής της βάσεως του τέλους, εις το εξωτερικόν ή εις το εσωτερικόν, μετά προηγουμένην κατάθεσιν περί τούτου αιτήσεως, εμφαινούσης το είδος, το ποσόν και τον νέον αυτών προορισμόν. 2.Αι αιτήσεις αναλώσεως αποτεταμιευμένων εν δημοσίαις ή ιδιωτικαίς αποθήκαις εμπορευμάτων και αι αιτήσεις αποστολής διέπονται υπό των περί διασαφήσεων διατάξεων των άρθρ. 25 και επόμ. Άρθρον 56 1.Κατά την εις το εξωτερικόν αποστολήν εμπορευμάτων εκ της αποταμιεύσεως, ενεργείται η εξέτασις αυτών υπό του τελωνείου. 2.Η εις το εξωτερικόν αποστολή επιτρέπεται μόνον δια πλοίων χωρητικότητος ανωτέρας των τριάκοντα κόρων. 3.Εάν κατά τον έλεγχον προκύψη διαφορά κατ’ είδος ή ποσόν μεταξύ των εν τη αιτήσει αποστολής εις το εξωτερικόν αναφερομένων εμπορευμάτων και των ευρεθέντων τοιούτων, επιβάλλεται τέλος μεν 15% επί του εισαγωγικού τέλους, κατά την περίπτωσιν της παρ. 3 του άρθρ. 33, τέλος δε 5% επί του εισαγωγικού τέλους, κατά την περίπτωσιν της παρ. 1 του αυτού άρθρου. Άρθρον 57 1.Κατά την αποστολήν των εμπορευμάτων εις το εσωτερικόν, ενεργείται υπό της υπηρεσίας του αποταμιευτικού καταστήματος εξέτασις και ζύγισις αυτών, και προσδιορίζεται το πληρωτέον τέλος, παρεχομένης δι’ αυτό εγγυήσεως. Εάν προκύψη διαφορά, εφαρμόζεται η διάταξις του άρθρ. 56 παρ. 3. 2.Μετά την εκτέλεσιν της φορτώσεως, η τελωνειακή αρχή εκδίδει διαβατήριον και παραδίδει αυτό εις τον πλοίαρχον. 3.Το τελωνείον του τόπου της αποβιβάσεως των αποστελλομένων εκ της αποταμιεύσεως εμπορευμάτων εκδίδει εγγυολυτήριον εκ τριπλοτύπου βιβλίου και αποστέλλει αυτό εντός δύο μηνών εις τον προϊστάμενον, του αποταμιευτικού καταστήματος, του ετέρου αντιτύπου παραδιδομένου εις τον παραλήπτην. 4.Ο τελωνισμός των εις ανάλωσιν εισαγομένων εκ της αποταμιεύσεως εμπορευμάτων ενεργείται κατά τας διατάξεις των άρθρ. 27 και επομ. Άρθρον 58 1.Επιτρέπεται, ίνα δια Β.Δ/τος ορίζωνται εκάστοτε τα εμπορεύματα, ων η εξ αποταμιευτικού καταστήματος ή εκ προσωρινών αποθηκών τελωνείου αποστολή εις την αλλοδαπήν γίνεται μετά προηγουμένην τη τελωνειακή αρχή δόσιν, συν τη φορτωτική, εγγυήσεως περί της εντός πενταμήνου προθεσμίας προσαγωγής πιστοποιητικού της Ελληνικής Προξενικής αρχής της εδρευούσης εις τον λιμένα ή παρά τον λιμένα, ένθα τα εμπορεύματα απεβιβάσθησαν ή, εν ελλείψει Προξενικής αρχής, πιστοποιητικού τοπικής αρχής. 2.Εάν η αποβίβασις εγένετο εις πλείονας του ενός λιμένας, επιτρέπεται να πιστοποιήται υπό το εκδοθέν εν τω πρώτω λιμένι πιστοποιητικόν ή εις τους επομένους λιμένας αποβίβασις. 3.Η εγγύησις είναι προσωπική και αφορά εις το πληρωτέον τέλος εν περιπτώσει μη εμπροθέσμου προσαγωγής του πιστοποιητικού. Άρθρον 8 1.Τα τελωνισθέντα αλλοδαπά εμπορεύματα εξομοιούνται προς τα εγχώρια. 2.Τα εξαχθέντα εις την αλλοδαπήν εγχώρια εμπορεύματα θεωρούνται ως αλλοδαπά και υποβάλλονται εις τας περί τελωνειακού δασμολογίου διατάξεις. Άρθρον 59 1.Τα προς λύσιν της κατά το προηγούμενον άρθρον εγγυήσεως προσαγόμενα πιστοποιητικά διαλαμβάνουσι το είδος και το ποσόν των αποβιβασθέντων εμπορευμάτων, το πλοίον, εξ ου ταύτα απεβιβάσθησαν, και τον χρόνον της αποβιβάσεως. 2.Μη προσαγομένου εμπροθέσμως του πιστοποιητικού, η τελωνειακή αρχή εισπράττει το εν τη εγγυήσει σημειούμενον εισαγωγικόν τέλος. Σελ. 155 - 256 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 Άρθρον 60 1.Ο τελώνης και ο επιστάτης της διαμετακομίσεως δικαιούνται να ενεργώσιν, είτε αυτοπροσώπως, είτε δι’ υπαλλήλων, έλεγχον των εν ταις ιδιωτικαίς αποθήκαις ευρισκομένων εμπορευμάτων, όταν κρίνωσι τούτο αναγκαίον. Άρθρον 61 1.Δια τα αποτεταμιευμένα εν αποθήκαις δημοσίαις ή ιδιωτικαίς, εμπορεύματα, τα υποκείμενα εις φυσικήν μείωσιν (φύραν), χορηγείται κατά την βεβαίωσιν των τελωνειακών τελών ανάλογος έκπτωσις, εάν ταύτα παραμείνωσιν εν ταις αποθήκαις της αποταμιεύσεως τουλάχιστον επί έξ μήνας και βεβαιωθή υπό του τελώνου, του επιστάτου της διαμετακομίσεως και του χημικού επιμελητού ή του ελεγκτού, εν ελλείψει δε των τριών τελευταίων υπό του ειρηνοδίκου, δια πρωτοκόλλου, προσαρτωμένου εις την αίτησιν αποταμιεύσεως ή αναγνωρίσεως, ότι το έλλειμμα οφείλεται εις φυσικήν μείωσιν. 2.Τα είδη των εμπορευμάτων, τα απολαύοντα του πλεονεκτήματος της εκπτώσεως, ως και το μέτρον ταύτης, καθορισθήσονται δια Β.Δ/τος. 3.Εκτός της κατά το άρθρον τούτο φυσικής μειώσεως, ουδεμία άλλη βλάβη ή φθορά δύναται να δικαιολογήση μείωσιν του τέλους των εν αποταμιεύσει εμπορευμάτων. «4.Επιτρέπεται ν’ απαλλάσσωνται, εν όλω ή εν μέρει, δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, του εισαγωγικού δασμού, και παντός ετέρου οφειλομένου φόρου ή τέλους, όσα των εν δημοσίαις τελωνειακαίς αποθήκαις αποταμιεύσεως, ή εν αποθήκαις της εταιρείας των Γενικών Αποθηκών, εναποτεταμιευμένων εμπορευμάτων αποδεδειγμένως κατεστράφησαν ή εβλάβησαν εκ τύχης ή ανωτέρας βίας, κατόπιν συμφώνου γνωμοδοτήσεως της ανωτάτης επιτροπής τελωνειακών αμφισβητήσεων». Η παρ. 4 προσετέθη δια του άρθρ. 12 Ν.Δ. 21/24 Αυγ. 1925 «περί καταργήσεως διατάξεων τελωνειακών νόμων κλπ.». Άρθρον 62 1.Η διάρκεια της αποταμιεύσεως παντός είδους τροφίμων ορίζεται εξάμηνος, των δε λοιπών εμπορευμάτων ετησία. «Δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δύνανται να παρατείνωνται ή συντέμνωνται αι ως άνω προθεσμίαι αποταμιεύσεως είτε γενικώς είτε και ειδικώς εις ωρισμένας περιπτώσεις. Σελ. 156 Δι’ ομοίων αποφάσεων δύναται το δικαίωμα της παρατάσεως των προθεσμιών τούτων να μεταβιβάζηται εν όλω ή εν μέρει εις τους προϊσταμένους των Τελωνειακών Περιφερειών. Τα εντός « » εδάφια αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 8 Α.Ν. 791/1948. 2.Κατά τας περιπτώσεις των άρθρ. 54 και 57, η κατά την προηγουμένην παρ. 1 του παρόντος άρθρου προθεσμία λογίζεται από της αρχικής αποταμιεύσεως. 3.Αι διατάξεις των προηγουμένων παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και δια τα εν άρθρ. 64 αναφερόμενα κενά δοχεία. 4.Η διάρκεια της αποταμιεύσεως εις τας αποθήκας των δημοσίων αποταμιευτικών καταστημάτων παντός είδους τροφίμων ορίζεται δωδεκάμηνος, των δε λοιπών εμπορευμάτων, ως και κενών δοχείων, δεκαοκτάμηνος. 5.Η διάρκεια αποταμιεύσεως κενών δοχείων παραλαμβανομένων κατά τους όρους του άρθρ. 64 (του Νόμ. 1165) ορίζεται διετής. 6.Κατά τας περιπτώσεις των άρθρ. 54 και 57 (του Νόμ. 1165) αι κατά τας δύο προηγουμένας παραγράφους προθεσμίαι λογίζονται από της αρχικής αποταμιεύσεως και δύνανται να παρατείνωνται επί χρονικόν διάστημα ουχί ανώτερον των 6 μηνών, δια γενικών ή ειδικών αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, εφαρμόζονται δε και δια τας αποταμιεύσεις τας ενεργηθείσας από 1 Δεκ. 1929 και εφεξής». Το άρθρ. 62 ετροποποιήθη ως άνω υπό του άρθρ. 11 Νόμ. 4608/1930, αι δε παρ. 4-6 προσετέθησαν υπό του άρθρ. 4 Νόμ. 5200/1931. Άρθρον 63 1.Εάν ο κύριος των εμπορευμάτων δεν παρουσιασθή κατά την λήξιν της διετίας προς παραλαβήν αυτών ή αποστολήν εις το εξωτερικόν, καλείται ούτος εγγράφως εντός οκτώ ημερών παρά του επιστάτου της διαμετακομίσεως, ίνα εντός προθεσμίας είκοσιν ημερών παραλάβει τα εμπορεύματα. 2.Εάν ο αποταμιευτής είναι αγνώστου διαμονής, η προς αυτόν πρόσκλησις δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τασσομένης διμήνου προθεσμίας από της δημοσιεύσεως προς προσέλευσιν και παραλαβήν ή εξαγωγήν των εμπορευμάτων. 3.Εάν ο κύριος των εμπορευμάτων δεν πληρώση εντός των ανωτέρω προθεσμιών το εισαγωγικόν τέλος και λοιπά δικαιώματα, ή δεν αποστείλη τα εμπορεύματα εις το εξωτερικόν, εκποιούνται ταύτα κατά τας διατάξεις των άρθρ. 42 και επομ. - 257 30.Β.α.2 Τελωνειακός Κώδικας «4.Αι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρ. 44 του Νόμ. 1165, ως τούτο συμπληρούται δια του παρόντος, εφαρμόζονται μετά παρέλευσιν εξαμήνου από της λήξεως των κατά τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου προθεσμιών και επί των εν αποταμιεύσει εις δημοσίας αποθήκας εμπορευμάτων, των εκποιουμένων κατά τας διατάξεις των άρθρ. 42 και επόμ. «Κατά την περίπτωσιν του προηγουμένου εδαφίου οι αποταμιευταί απαλλάσσονται των δικαιωμάτων αποταμιεύσεως και υπερημερίας. Ωσαύτως απαλλάσσονται οι αποταμιευταί της ευθύνης, της πληρωμής των εκ της συστάσεως της αποταμιεύσεως, οφειλομένων εισαγωγικών δασμών, λοιπών φόρων και τόκων υπερημερίας, εφ’ όσον το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα εκ της εκποιήσεως των εις την κυριότητα του Δημοσίου περιελθόντων εμπορευμάτων καλύπτει εξ ολοκλήρου το ποσόν της οφειλής ταύτης ή τα εμπορεύματα ταύτα κατεστράφησαν ή διετέθησαν προς πλήρωσιν αναγκών της Δημοσίας υπηρεσίας, Φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων ή Συνεταιρισμών Δημοσίων Υπαλλήλων, κατά τα εν τη παρ. 5 του άρθρ. 44 οριζόμενα. Εις ας περιπτώσεις, το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα καλύπτει μέρος του, εκ δασμών, λοιπών φόρων και τόκων υπερημερίας, οφειλομένου ποσού, επιτρέπεται εις τον Υπουργόν των Οικονομικών, μετά γνώμην του Τμήματος Τελωνειακών Νόμων της Διαρκούς Επιτροπής του Δασμολογίου και Εμπορικών Συμβάσεων, ν’ απαλλάσση τους αποταμιευτάς εν όλω ή εν μέρει της ευθύνης της πληρωμής δια το υπόλοιπον ποσόν των εκ της συστάσεως της αποταμιεύσεως οφειλομένων εισαγωγικών δασμών, λοιπών φόρων και τόκων υπερημερίας». Το δεύτερον εδάφιον αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 22 Νόμ. 3686/1957 (κατ. σελ. 484,01). Η παρ. 4 προσετέθη δια του άρθρ. 3 Α.Ν. 873/1937. Αι προθεσμίαι της ανωτέρω παρ. 4 συνετμήθησαν προκειμένου περί των Διευθύνσεων Τελωνείων α΄ και β΄ τάξεως, εις το ήμισυ δια τα πάσης φύσεως αυτοκίνητα οχήματα δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 145/1966 Π.Υ.Σ. (κατωτ. σελ. 278). Αι υπό της ανωτέρω παρ. 4 προβλεπόμεναι προθεσμίαι περί αζητήτων εμπορευμάτων συνετμήθησαν, προκειμένου περί της Διευθύνσεως Τελωνείου Αθηνών, εις το ήμισυ δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 14 της 16/25 Ιαν. 1968 Πράξεως Υπ. Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄ 19). Ομοίως συνετμήθησαν εις το ήμισυ προκειμένου περί της Δ/νσεως Τελωνείου Αερολιμένος Αθηνών δια της παρ. 1 της υπ’ αριθ. 67/1968 Πράξεως Υπ. Συμβουλίου (κατωτ. σελ. 278,01). Ομοίως συνετμήθησαν εις το τρίτον προκειμένου περί κατεψυγμένων κρεάτων, βρωσίμων σπλάγχνων, ορνιθοειδών και θηραμάτων δια της παρ. 1 Π.Υ.Σ. 69/1976 (τόμ. 30Α σελ. 278,06). «5.Αι διατάξεις της προηγουμένης παρ. 4 εφαρμόζονται και επί των εν ταις αποθήκαις της Προνομιούχου Εταιρίας Γενικών Αποθηκών της Ελλάδος αποταμιευομένων εμπορευμάτων. Εν τη περιπτώσει ταύτη τα οφειλόμενα εις αυτήν αποθήκευτρα καταβάλλονται υπό του Δημοσίου, μη δυνάμενα εν πάση περιπτώσει να είναι ανώτερα του 50% της αξίας τσιφ του εμπορεύματος κατά τον χρόνον της παραλαβής αυτού υπό του Δημοσίου εκ των Γενικών Αποθηκών. Εν περιπτώσει βλάβης ή φθοράς του εμπορεύματος η αξία αύτη μειούται αναλόγως. Η κατά τα ανωτέρω αξία καθορίζεται υπό Επιτροπής συγκειμένης εκ του αρμοδίου Οικονομικού Επιθεωρητού Τελωνείων, του οικείου Τελωνειακού Διευθυντού ή Τελώνου ή των νομίμων αυτών αναπληρωτών και ενός υπαλλήλου της Προνομιούχου Εταιρείας των Γενικών Αποθηκών οριζομένου παρ’ αυτής. Αντί του Επιθεωρητού, απόντος ή κωλυομένου, της Επιτροπής μετέχει ο Οικονομικός Έφορος». Η παρ. 5 προσετέθη δια του άρθρ. 9 Α.Ν. 791/1948. Άρθρον 64 1.Δια τα κενά δοχεία τα αποταμιευόμενα, ίνα εξαχθώσι πεπληρωμένα εγχωρίων προϊόντων, η προθεσμία ορίζεται τριετής. Η ανωτέρω προθεσμία αποταμιεύσεως των κενών δοχείων δύναται να παρατείνηται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών επί 4 εξάμηνα, εάν αποχρώντως δικαιολογήται η μη εμπρόθεσμος αποστολή αυτών εις την αλλοδαπήν, δυνάμει των παρ. 2-3 Α.Ν. 28 Οκτ. 1935, ως αντικατεστάθησαν δια του άρθρ. 11 Νόμ. 2876/1954. 2.Τα δοχεία ταύτα παραδίδονται εις χρήσιν των παραληπτών, αφού εξασφαλισθή η ταυτότης αυτών δια προσθέτων γνωρισμάτων τιθεμένων παρά της τελωνειακής αρχής, εφ’ όσον τούτο είναι δυνατόν, και παρασχεθή αξιόχρεως εγγύησις δια την εμπρόθεσμον εξαγωγήν αυτών πεπληρωμένων εγχωρίων προϊόντων ή κενών. 3.Οσάκις τα δοχεία ταύτα εισάγονται δια τελωνειακών αρχών, ένθα δεν υπάρχει αποταμιευτικόν κατάστημα, επιτρέπεται η εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου, θεωρουμένων των δοχείων ως εν αποταμιεύσει. Η διάρκεια της αποταμιεύσεως εν τη περιπτώσει ταύτη είναι διετής. (Αντί για τη σελ. 157(ζ) Σελ. 157(η) Τεύχος 1144-Σελ. 11 - 258 Τελωνειακός Κώδικας 30.Β.α.2 Περί τελωνισμού ή καταστροφής κενών δοχείων αποταμιευθέντων μέχρι 31 Δεκ. 1969, Βλ. Ν.Δ. 20/1973 (κατωτ. σελ. 312,12). Άρθρον 65 1.Επί των εν ταις αποθήκαις των αποταμιευτικών καταστημάτων ευρισκομένων εμπορευμάτων επιβάλλεται δικαίωμα αποταμιεύσεως ημίσεος λεπτού (κατ’ οκάν) και δι’ εκάστην τριμηνίαν επί του ακαθαρίστου βάρους αυτών. Κατά το άρθρ. 15 Α.Ν. 899/1937 τα δικαιώματα αποταμιεύσεως καθορίζονται εις μεταλλικόν, κατά χιλιόγραμμον. 2.Επιτρέπεται να κανονισθή δια Β.Δ/τος η επί ενοικίω παραχώρησις ιδιαιτέρων διαμερισμάτων αποταμιευτικού καταστήματος, ανεξαρτήτως του ποσού των εντός αυτών αποταμιευομένων εμπορευμάτων και οι όροι και αι διατυπώσεις της αποταμιεύσεως ταύτης. Άρθρ.66.-«1.Με Π.Δ/τα, που εκδίδονται, με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, μπορεί να συνιστώνται ελεύθερες ζώνες, για την εξυπηρέτηση του εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου της χώρας. 2.Με τα ίδια Π.Δ/τα μπορεί να καθορίζονται: α)Οι περιοχές που θα συνιστώνται οι ελεύθερες ζώνες και η εδαφική τους έκταση. β)Το είδος των ελεύθερων ζωνών. γ)Οι αρχές ή τα πρόσωπα στα οποία αναθέτεται η διαχείριση των ελεύθερων ζωνών, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις της ανάθεσης της διαχείρισης και οι υποχρεώσεις του διαχειριστή. 3.Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ρυθμίζονται οι όροι και οι αναγκαίες λεπτομέρειες για τη λειτουργία των ελεύθερων ζωνών». Το άρθρ. 66 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 28 Νόμ. 1473/1984, (ΦΕΚ Α΄ 127) (κατωτ. αριθ. 64). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄ Περί δικαιωμάτων υπερημερίας Με το άρθρ. 15 του Νόμ. 1967/3-4 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 149), τόμ. 13 σελ. 244,9937, ορίστηκε ότι: «Οι διατάξεις του άρθρ. 67 δεν εφαρμόζονται, για χρονικό διάστημα 4 μηνών από της εναπόθεσής τους, στις οικοσκευές-αποσκευές των παλιννοστούντων από την Ε.Σ.Σ.Δ. ομογενών Ελλήνων, που εναποτίθενται στις ειδικές Σελ. 158(η) Τεύχος 1144-Σελ. 12 προς τούτο προσωρινές τελωνειακές αποθήκες του Τελωνείου Αλεξανδρούπολης. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν μέχρι της 31.12.1996, δυναμένης της προθεσμίας αυτής να παρατείνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις».
318
2. ΝΟΜΟΣ 4732 της 10/18 Μαΐου 1930 (ΦΕΚ Α' 172) Περί τρόπου εγκρίσεως κινήσεως στρατιωτικών δι' εκτέλεσιν υπηρεσίας.
350
25. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 238 της 8/15 Απρ. 1975 (ΦΕΚ Α΄ 69) Περί ιδρύσεως, οργανώσεως και λειτουργίας Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών παρά τη Γεωπονική και Δασολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχοντες υπ’ όψει: 1)Τας διατάξεις των άρθρων: α)31 (παρ. 3 και 4) του Ν.Δ. 3974/1959 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ισχυουσών διατάξεων», β)2, 3 και 5 του Ν.Δ. 216/1974 «περί συστάσεως Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως», 2)την γνώμην της Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής (Συνεδρία: 27.7.73), και της Συγκλήτου (συνεδρία: 8.8.1973) του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και 3)την υπ’ αριθ. 296/1974 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει των Ημετέρων Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αποφασίζομεν: Άρθρον 1. Ιδρύεται παρά τη Γεωπονική και Δασολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών αποσκοπούν εις την προαγωγήν της Γεωπονικής και Δασολογικής Επιστήμης δια της δημιουργίας ειδικευμένων επιστημόνων και την αποτελεσματικήν σύνδεσιν της ερεύνης, διδασκαλίας και εφαρμογής. Το άνω Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών διαχωρίστηκε σε δύο από το άρθρ. 5 του Π.Δ. 296/1981 (ΦΕΚ Α΄ 86), (κατωτ. αριθ. 45). (Αντί για τη σελ. 540,07(α) Σελ. 540,07(β) Τεύχος Ε83-Σελ. 45 Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών Παν/μίου Θεσ/νίκης 31.Ε.κ.23-25 Άρθρον 2. 1.Το Τμήμα μεταπτυχιακών Σπουδών περιλαμβάνει τας κάτωθι ειδικεύσεις: Ι.Δια την Γεωπονίαν. 1.Γενετικής, Βελτιώσεως φυτών και Γεωργίας 2.Ζωοτεχνίας και διατροφής Αγροτικών Ζώων 3.Εγγείων Βελτιώσεων 4.Αγροτικής Οικονομίας 5.Δενδροκηπευτικών Φυτών. 6.Αμπελουργίας 7.Εδαφολογίας 8.Φυτοπαθολογίας 9.Γεωργικών Εφαρμογών και Κοινωνικής Αναπτύξεως 10.Γεωργικής Τεχνολογίας 11.Γεωργικής Χημείας ΙΙ.Δια την Δασολογίαν. 1.Δασικής παραγωγής 2.Δασικής Διαχειριστικής 3.Δασοτεχνικών Κατασκευών 4.Δασικής Τεχνολογίας. 2.Δι’ εκάστην ειδίκευσιν του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών η Σχολή ορίζει Επιτροπήν εκ τριών (3) τουλάχιστον καθηγητών, ήτις επιλαμβάνεται των θεμάτων των σχετικών προς την λειτουργίαν του προγράμματος, συμφώνως προς τας εν τοις επομένοις άρθροις του παρόντος Π.Δ. οριζόμενα. Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται ο συγγενέστερος προς την υπό του Τμήματος παρεχομένην ειδίκευσιν καθηγητής. Η θητεία της Επιτροπής εκάστης ειδικεύσεως ορίζεται τριετής, δυναμένη να ανανεούται. 3.Ωσαύτως η Σχολή ορίζει ένα τακτικόν καθηγητήν ως Συντονιστήν, μετ’ αναπληρωτού όστις έχει ως έργον τον συντονισμόν των διαφόρων ειδικεύσεων, είναι υπεύθυνος δια την τήρησιν των διατάξεων του παρόντος και εισηγείται εις την Σχολήν μέτρα προς βελτίωσιν των Μεταπτυχιακών σπουδών. Η θητεία του Συντονιστού και του αναπληρωτού αυτού είναι τριετής, δυναμένη να ανανεούται. 4.Ο συντονιστής μεταπτυχιακών σπουδών ομού μετά των συντονιστών των άλλων Σχολών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης συμμετέχει εις το υπό την προεδρίαν του Β΄ Αντιπρυτάνεως, Συμβούλιον μεταπτυχιακών σπουδών, υπεύθυνον δια την εισήγησιν εις την Σύγκλητον επί προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών και ρύθμισιν αναφυομένων προβλημάτων σχετικών προς τα προγράμματα ταύτα. Άρθρον 3. 1.Ο υπό του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών χορηγούμενος τίτλος Σπουδών είναι το Δίπλωμα Μεταπτυχιακών Σπουδών. «2.Ο τύπος του υπό του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Γεωπονίας (ή Δασολογίας) χορηγουμένου Διπλώματος καθορίζεται ως ακολούθως: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ (ή ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ) ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΕΩΠΟΝΙΑΣ (ή ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ) Αριθμ. …………. ΔΙΠΛΩΜΑ Η Γεωπονική Σχολή (ή η Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης χορηγεί εις τ………………………………………………………………………………………… ……….……...………………………………………………………………………………………………………… πτυχιούχον …………………………………………………………………………………………………………….. Δίπλωμα Μεταπτυχιακών Σπουδών εις την ειδίκευσιν ……………………………………... ως συμπληρώσαντα την κανονικήν φοίτησιν και υποστάντα επιτυχώς τας υπό των Πανεπιστημιακών νόμων οριζομένας εξετάσεις. Εν Θεσσαλονίκη τη ………………. Ο Πρύτανις Ο Γραμματεύς Ο Κοσμήτωρ Σελ. 540,08(β) Τεύχος Ε83-Σελ. 46 Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 5 Π.Δ. 296/1981, ΦΕΚ Α΄ 86, (κατωτ. αριθ. 45). 31.Ε.κ.25 Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών Παν/μίου Θεσ/νίκης Άρθρον 4. 1.Εις το Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών δύνανται να εγγράφωνται οι κεκτημένοι πτυχίον Γεωπόνου ή Δασολόγου της Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσ/νίκης ή ισοτίμου ημεδαπού ή αλλοδαπού ιδρύματος. Ωσαύτως δύναται να επιτραπή η εγγραφή και πτυχιούχων ετέρων Σχολών Φυσικομαθηματική, Κτηνιατρική, Πολυτεχνική κλπ.). Εις την περίπτωσιν ταύτην η Σχολή καθορίζει, προτάσει της Επιτροπής Μεταπτυχιακών Σπουδών, τυχόν υποχρεωτικήν παρακολούθησιν και προπτυχιακών μαθημάτων. 2.Οι επιθυμούντες να εγγραφούν εις το Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών δέον όπως υποβάλλουν εις την Γραμματείαν της Σχολής σχετικήν αίτησιν, μετ’ αντιγράφου πιστοποιητικού σπουδών, εν η δηλούται και η ειδίκευσις, εις ην επιθυμούν να εγγραφούν. Η αίτησις αύτη υποβάλλεται εντός του μηνός Μαΐου δια τους επιθυμούντας να εγγραφούν εις το πρώτον εξάμηνον, εντός δε του μηνός Δεκεμβρίου δια τους επιθυμούντας να εγγραφούν εις το δεύτερον εξάμηνον. 3.Η Σχολή ορίζει τον χρόνον ενάρξεως λειτουργίας ή διακοπής εκάστης ειδικεύσεως, τον αριθμόν των κατ’ έτος εγγραφομένων, αναλόγως των υφισταμένων αναγκών εις επιστήμονας της ειδικότητος και των δυνατοτήτων εκπαιδεύσεως και ερεύνης. Ο τρόπος επιλογής των υποψηφίων ρυθμίζεται υπό της Σχολής. Οι ήδη από του Πανεπιστημιακού έτους 1972-73 λειτουργούνται κλάδοι. α)Γενικής, Βελτιώσεως φυτών και Γεωργίας, β)Ζωοτεχνίας και Διατροφής Αγροτικών Ζώων, διέπονται εφεξής υπό των διατάξεων του παρόντος Πρ. Διατάγματος. 4.Δια την εγγραφήν εις το Τμήμα Μεταπτυχιακών Σπουδών απαιτείται γνώσις μιας τουλάχιστον ξένης γλώσσης, εις ην υπάρχει επαρκής βιβλιογραφία σχετική προς την επιλεγείσαν ειδίκευσιν Μεταπτυχιακών Σπουδών. Άρθρον 5. 1.Η Επιτροπής Μεταπτυχιακών Σπουδών εκάστης ειδικεύσεως καταρτίζει το αναλυτικόν πρόγραμμα σπουδών, το οποίον τη εγκρίσει της Σχολής και του Συμβουλίου Μεταπτυχιακών Σπουδών δημοσιεύεται εις την υπηρεσιακήν επετηρίδα του ιδρύματος. Εις το πρόγραμμα τούτο η Επιτροπή Μεταπτυχιακών Σπουδών δύναται να περιλάβη και Μεταπτυχιακά Μαθήματα διδασκόμενα εις άλλας Σχολάς του αυτού ή ετέρου Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος. Ομοίως εις το πρόγραμμα λαμβάνεται το έτος και η περίοδος διδασκαλίας εκάστου μαθήματος, οι διδάσκοντες, αι καθ’ εβδομάδα ώραι διδασκαλίας, φροντιστηρίων και ασκήσεων, σύντομος περίληψις του περιεχομένου εκάστου μαθήματος, ως και τυχόν προαπαιτούμενα προπτυχιακά μαθήματα. 2.Η Επιτροπή δύναται να απαλλάξη σπουδαστήν της υποχρεωτικής παρακολουθήσεως και εξετάσεων μαθημάτων, εάν ούτος κέκτηται πιστοποιητικού επιτυχούς παρακολουθήσεως αυτών εις ικανοποιητικόν επίπεδον εις αντίστοιχον τμήμα μεταπτυχιακών σπουδών Ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή Ερευνητικού Κέντρου της ημεδαπής ή αλλοδαπής. 3.Τα μαθήματα διακρίνονται εις υποχρεωτικά και κατ’ επιλογήν. Εκάστη Σχολή δύναται προτάσει της κατ’ ειδίκευσιν Επιτροπής Μεταπτυχιακών Σπουδών, να τροποποιή το πρόγραμμα της ειδικεύσεως Μεταπτυχιακών Σπουδών, ουχί όμως διαρκούντος του χρόνου σπουδών δι’ ειδίκευσιν. Το πρόγραμμα μαθημάτων περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον είκοσι (20) διδακτικάς μονάδας δια λήψιν του διπλώματος μεταπτυχιακών σπουδών, μη συμπεριλαμβανονμένων των Εργαστηριακών Ασκήσεων. Διδακτική Μονάς είναι η εβδομαδιαία ωρα διδασκαλίας επί έν εξάμηνον διαρκείας δέκα έξ (16) εβδομάδων διδασκαλίας. Εις περίπτωσιν εργαστηριακών ασκήσεων η Σχολή καθορίζει τας αντιστοίχους διδακτικάς μονάδας. 4.Οι σπουδασταί υποχρεούνται εις παρακολούθησιν πάντων των υπό των προγραμμάτων προβλεπομένων μαθημάτων, εξαιρέσει των υπό της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου απαλλασσομένων, και επιπροσθέτως οι εκ τούτων ακολουθούντες το πρόγραμμα προς λήψιν Διπλώματος Μεταπτυχιακών Σπουδών εις την διεξαγωγήν ερευνητικής ή συνθετικής εργασίας. 5.Το προς έρευναν θέμα επιλέγεται συνεργασία σπουδαστού μετά μέλους του διδαδικτικού προσωπικού του τμήματος μεταπτυχιακών σπουδών κατά το τέλος του πρώτου έτους σπουδών. Το μέλος τούτο είναι και Σύμβουλος του σπουδαστού. 6.Οι σπουδασταί υποχρεούνται να διεξέλθουν επιτυχώς άπαντα τα μαθήματα του προγράμματός των. Επιτυχής περάτωσις του προγράμματος μαθημάτων θεωρείται εφ’ όσον ο σπουδαστής συγκεντρώση μέσον όρον βαθμολογίας «Λίαν Καλώς». 7.Μετά την επιτυχή περάτωσιν απάντων των μαθημάτων ο σπουδαστής προσέρχεται ενώπιον της Επιτροπής Μεταπτυχιακών σπουδών της ειδικεύσεως εις ην μετέχει και ο Σύμβουλος αυτού, προς γενικήν επί της ειδικεύσεώς του εξέτασιν. Εις περίπτωσιν αποτυχίας επανεξετάζεται άπαξ ουχί ενωρίτερον των τριών (3) μηνών, ή βραδύτερον του έτους. Αποτυγχάνων και αυθίς στερείται του δικαιώματος λήψεως του Διπλώματος μεταπτυχιακών σπουδών. 8.Μετά την κατά τα ανωτέρω επιτυχή γενικήν εξέτασιν ο σπουδαστής υποβάλλει την υπό της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου προβλεπομένην ερευνητικήν ή συνθετικήν εργασίαν ην υποχρεούται να υποστηρίξη δημοσία ενωπίον της Επιτροπής Μεταπτυχιακών Σπουδών της ειδικεύσεως και του Συμβουλίου αυτού. Άρθρον 6. 1.Η διδασκαλία των μαθημάτων του Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών και η Εποπτεία της διεξαγωγής ερεύνης, ανατίθεται δι’ αποφάσεων των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, εκδιδομένων μετά γνώμην της κατ’ ειδίκευσιν Επιτροπής Μεταπτυχιακών Σπουδών και της Σχολής, εις τακτικούς, ομοτίμους, εκτάκτους μονίμους, εκτάκτους επί θητεία και επικουρικούς καθηγητάς, επιμελητάς κατόχους διδακτορικών διπλωμάτων έχοντας αξιόλογο ερευνητικόν έργον της αυτής ή ετέρας Σχολής του αυτού ή ετέρων Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ή Κέντρων Ερευνών ή Υπηρεσιών. Η διδασκαλία δύναται επίσης να ανατεθή και εις επισκέπτας καθηγητάς. Δια των αυτών αποφάσεων ορίζεται και η ανά ώραν αμοιβή διδασκαλίας ή ασκήσεων του ανωτέρω προσωπικού. 2.Ο αριθμός των μελών του ως άνω διδακτικού προσωπικού ορίζεται ούτως, ώστε η μεγίστη απασχόλησις εκάστου μέλους να μη υπερβαίνη τας δέκα (10) ώρας μαθημάτων και ασκήσεων, προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδουν εβδομαδιαίως. Άρθρον 7. Δια την αντιμετώπισιν των δαπανών λειτουργίας του δια του άρθρου 1 του παρόντος ιδρυομένου Τμήματος Μεταπτυχιακών Σπουδών εγγράφεται κατ’ έτος εις τον προϋπολογισμόν εξόδων του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπό ίδιον Φορέα και Κωδικόν Αριθμόν αναλόγος πίστωσις. (Μετά την σελ. 540,08(α) Σελ. 540,09 Σχολή Γεωτεχνικών Επιστημών Παν/μίου Θεσ/νίκης 31.Ε.κ.25
197
44. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Γ4/1443 της 24 Σεπτ./18 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Β' 855) Αθλητικές δραστηριότητες σχολείων Δευτεροβάθμιας και Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Καταργήθηκε από την Γ4/1770/1993 (ΦΕΚ Β' 908) απ. Υπ. Παιδείας (κατωτ. αριθ. 45).
18
89. ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ Αριθ. 1430 της 15/15 Σεπτ. 1995 (ΦΕΚ Β΄809) Σύσταση – Μετατροπή – Κατάργηση Θέσεων Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών. Α. Συνιστούμε: α) 2 θέσεις Αναπληρωτών Υπουργών στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και μία (1) θέση, Αναπληρωτή Υπουργού στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών. Με την 133/22-22 Ιαν. 1996 (ΦΕΚ Β΄52) απ. Πρωθυπουργού, μετατράπηκαν οι ως άνω δύο θέσεις Αναπληρωτών Υπουργών στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, σε θέσεις Υφυπουργών. β)Ανά 2 θέσέις Υφυπουργών στα Υπουργεία: - Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και - Υγείας και Πρόνοιας. Β. Μετατρέπουμε μία (1) θέση Αναπληρωτή Υπουργού σε θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. Γ. Θέσεις Αναπληρωτών Υπουργών ή Υφυπουργών που είχαν συσταθεί στα Υπουργεία Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών, Εργασίας και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με το Νόμ. 1558/1985 ή με αποφάσεις μας καταργούνται. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
134
74β. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ΄ αριθ. 316 της 17/25 Νοεμ. 2003 (ΦΕΚ Α΄269) Κατανομή οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων του Κράτους. Έχοντας υπόψη: Α. Τις διατάξεις: 1.Του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. α΄ περ. αα΄ του Ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών" (Α΄ 35) όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 6 παρ. 8 του Ν. 2408/1996 (Α΄ 104). 2.Του άρθρου 29Α του Ν. 1558/1985 "Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα" (Α΄ 137) όπως προστέθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 2081/1992 (Α΄ 154) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2α του Ν. 2469/1997 (Α΄ 39). Β. Την 97/23.9.2003 γνώμη του Προέδρου του Αρείου Πάγου όπως τροποποιήθηκε με τις 99/29.9.2003 και 199/31.10.2003 όμοιές της, αφού έλαβε υπόψη τις αιτιολογημένες προτάσεις των δικαστικών λειτουργών που διευθύνουν τα εφετεία της χώρας. Γ . Την 3101/22.9.2003 γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αφού έλαβε υπόψη τις αιτιολογημένες προτάσεις των εισαγγελικών λειτουργών που διευθύνουν τις εισαγγελίες εφετών της χώρας. Δ. Το γεγονός ότι το παρόν διάταγμα δεν προκαλεί επιπλέον δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Ε. Την 410/2003 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, αποφασίζουμε: Άρθρ.1.-Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων του Κράτους, που συστήθηκαν από 1.7.2003 με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 58 του Ν. 3160/2003 "Επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας και άλλες διατάξεις" (Α΄ 165), κατανέμονται ως εξής: Α. ΕΦΕΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΕΣ ΕΦΕΤΩΝ 1.Αθηνών: α) Πέντε (5) οργανικές θέσεις προέδρων εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε σαράντα επτά (47). β)Είκοσι οκτώ (28) οργανικές θέσεις εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακόσιες τέσσερις (204). γ)Δύο (2) οργανικές θέσεις εισαγγελέων εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε είκοσι μία (21). δ)Πέντε (5) οργανικές θέσεις αντεισαγγελέων εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε σαράντα πέντε (45). 2.Δυτικής Μακεδονίας: α) Μία (1) οργανική θέση εφέτη, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πέντε (5). β)Μία (1) οργανική θέση αντεισαγγελέα εφετών οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δύο (2). 3.Δωδεκανήσου: Μία (1) οργανική θέση εφέτη, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε έξι (6). 4.Θεσσαλονίκης: α) Μία (1) οργανική θέση προέδρου εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δεκατέσσερις (14). β)Τρεις (3) οργανικές θέσεις εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πενήντα (50). γ)Δύο (2) οργανικές θέσεις αντεισαγγελέων εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δέκα πέντε (15). 5.Θράκης: Μία (1) οργανική θέση εφέτη, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δέκα (10). 6.Ιωαννίνων: Μία (1) οργανική θέση εφέτη, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε επτά (7). 7.Κρήτης: α) Μία (1) οργανική θέση εφέτη, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών, σε δώδεκα (12). β)Μία (1) οργανική θέση αντεισαγγελέα εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τέσσερις (4). 8.Λαμίας: α)Μία (1) οργανική θέση εφέτη, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πέντε (5). (Μετά τη σελ. 146,50) Σελ. 146,51 Τεύχος 1400 Σελ. 79 Οργανισμός των Δικαστηρίων 6.Β.α.74β β)Μία (1) οργανική θέση αντεισαγγελέα εφετών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δύο (2). 9.Ναυπλίου: Μία (1) οργανική θέση εφέτη, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε έντεκα (11). 10.Πατρών: Μία (1) οργανική θέση εφέτη, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών, σε δέκα έξι (16). Β. ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ 1.Αγρινίου: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε έξι (6). 2.Αθηνών: α) Δέκα έξι (16) οργανικές θέσεις πρωτοδικών και παρέδρων πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακόσιες εβδομήντα τέσσερις (274). β)Οκτώ (8) οργανικές θέσεις αντεισαγγελέων πρωτοδικών και παρέδρων εισαγγελίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εβδομήντα εννέα (79). 3.Βέροιας: Μία (1) οργανική θέση αντεισαγγελέα πρωτοδικών και παρέδρου εισαγγελίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τρεις (3). 4.Ηρακλείου: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δέκα εννέα (19). 5.Θεσσαλονίκης: α)Τέσσερις (4) οργανικές θέσεις πρωτοδικών και παρέδρων πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε ενενήντα δύο (92). β)Δύο (2) οργανικές θέσεις αντεισαγγελέων πρωτοδικών και παρέδρων εισαγγελίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε είκοσι τέσσερις (24). 6. Κατερίνης: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε επτά (7). 7.Κεφαλληνίας: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τέσσερις (4). 8.Κιλκίς: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε πέντε (5). 9.Λάρισας: α) Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δέκα οκτώ (18). β)Μία (1) οργανική θέση αντεισαγγελέα πρωτοδικών και παρέδρου εισαγγελίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε έξι (6). Σελ. 146,52 Τεύχος 1400 Σελ. 80 10.Μυτιλήνης: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε οκτώ (8). 11.Ναυπλίου: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε οκτώ (8). 12.Πατρών: α) Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε είκοσι μία (21). β)Μία (1) οργανική θέση αντεισαγγελέα πρωτοδικών και παρέδρου εισαγγελίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε επτά (7). 13.Πειραιώς: α) Δύο (2) οργανικές θέσεις πρωτοδικών και παρέδρων πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εξήντα τρεις (63). β)Μία (1) οργανική θέση αντεισαγγελέα πρωτοδικών και παρέδρου εισαγγελίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δέκα έξι (16). .Πρέβεζας: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τέσσερις (4). 15.Ρεθύμνης: Μία (1) οργανική θέση αντεισαγγελέα πρωτοδικών και παρέδρου εισαγγελίας, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δύο (2). 16.Ροδόπης: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε έξι (6). 17.Σάμου: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τέσσερις (4). 6.Β.α.74β Οργανισμός των Δικαστηρίων 18.Χαλκιδικής: Μία (1) οργανική θέση πρωτοδίκη και παρέδρου πρωτοδικείου, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε έξι (6). Άρθρ.2.-Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
324
38. ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Αριθ.59 της 13 Μαΐου/11 Ιουλ. 1986 (ΦΕΚ Β΄446) Ανασυγκρότηση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης.
263
5. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ΄ αριθ. 228 της 29 Μαρτ. /17 Απρ. 1969 (ΦΕΚ Α΄ 62) (Διόρθ. Ημαρτ. ΦΕΚ Α΄ 79 της 5 Μαϊου 1969) Περί οργανώσεως και λειτουργίας Κλάδου Προνοίας Προσωπικού Ραδιοφωνίας, παρά τω Ταμείω Επικουρικής Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Ραδιοφωνίας και Τουρισμού. Έχοντες υπ΄ όψιν: 1.Τας διατάξεις του άρθρ. 12 του Ν.Δ. 3778/1957 «περί κυρώσεως πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου αφορωσών το Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και άλλων τινών συναφών διατάξεων». 2.Τας διατάξεις των άρθρ. 2 και 23 του από 7/9.10.1958 Β.Δ/τος «περί συστάσεως και Οργανώσεως Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Ραδιοφωνίας». 3.Τας διατάξεις του άρθρ. 4 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Ν.Δ. 4547/66 ως αντικατεστάθη δια του άρθρ. 12 του Ν.Δ. 4577/66. 4.Τας διατάξεις της παρ. 7 του άρθρ. 36 του Ν.Δ. 1/68 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων» και 5.Την υπ΄ αριθ. 85/1968 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει των Ημετέρων Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Κοινωνικών Υπηρεσιών, αποφασίζομεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-1.Παρά τω Ταμείω Επικουρικής Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Ραδιοφωνίας και Τουρισμού συνιστάται Κλάδος Προνοίας Προσωπικού Ραδιοφωνίας, αποκαλούμενος εν τοις επομένοις, χάριν συντομίας, Κλάδος. 2.Ο Κλάδος έχει οικονομικήν και λογιστικήν αυτοτέλειαν, απαγορευομένης της χρησιμοποιήσεως ή μεταφοράς κεφαλαίων εκ του Ταμείου εις τον Κλάδον και αντιστρόφως. «3.Ο Κλάδος διοικείται υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, αι αρμοδιότητες του οποίου επεκτείνονται αναλόγως και εις αυτόν, η όλη δε υπηρεσία του Κλάδου διεξάγεται δια των υπηρεσιών του Ταμείου, διατιθεμένου καθ΄ έκαστον έτος ποσού εκ των πόρων του Κλάδου, δια την κάλυψιν του 1/2 του συνόλου των εξόδων Διοικήσεως και του 1/4 του συνόλου των γενικών εξόδων και των λοιπών συναφών δαπανών του Ταμείου». Η παρ. 3 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 1 του Π.Δ. 311 της 5/7 Απρ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 100). Άρθρ.7.-1.Το εφ΄ άπαξ βοήθημα καθορίζεται και απονέμεται δι΄ αποφάσεως του Δ.Σ. του Ταμείου, κοινοποιουμένης προς τον δικαιούχον. Προς τούτο έκαστος δικαιούχος (η νόμιμος δικαιοδόχος) δέον όπως υποβάλη προς το Ταμείον αίτησιν, επισυνάπτων αντίγραφον της αποφάσεως του Δ.Σ. του Ταμείου, δεόντως κεκυρωμένον και περιλαμβάνον πάντα τα στοιχεία εφ΄ ων εβασίσθη η απονομή τακτικού επικουρικού βοηθήματος καθώς και ο υπολογισμός τούτου, ιδίως δε ο λογισθείς χρόνος δια την θεμελίωσιν του δικαιώματος. 2.Το Δ.Σ. υποχρεούται να εκδώση την απόφασίν του επί των υποβαλλομένων αιτήσεων το αργότερον εντός μηνός από της υποβολής. Άρθρ.8.-1.Η Υπηρεσία του Κλάδου τηρεί μητρώον των εκάστοτε δικαιούχων μετά πάντων των ασφαλιστικών στοιχείων, ως και των δικαιοδόχων αυτών, βάσει εγγράφων παραστατικών, παρεχομένων υπό του Ταμείου. 2.Η εξόφλησις των ενταλμάτων πληρωμής εφ΄ άπαξ βοηθημάτων, γίνεται δια της υπό του δικαιούχου υπογραφής ειδικού εξοφλητικού εγγράφου, εφ΄ ου σημειούνται τα στοιχεία του δικαιούχου η των νομίμων δικαιοδόχων αυτού η του νομίμου πληρεξουσίου τούτου, οριζομένου δι΄ ειδικού συμβολαιογραφικού εγγράφου, δια την προκειμένην περίπτωσιν όπερ και επισυνάπτεται εις το εξοφλητήριον. Άρθρ.9.-1.Πάσαι αι διατάξεις των άρθρ. 28, 29 και 30 του Β.Δ. 7/9.10.58 αι αφορώσαι την οικονομικήν διαχείρισιν και λογιστικήν Υπηρεσίαν του Τ.Ε.Α.Υ.Ρ. εφαρμόζονται αναλόγως και επί της διαχειρίσεως και λογιστικής Υπηρεσίας του Κλάδου Προνοίας ως και επί της επενδύσεως των κεφαλαίων αυτού. 2.Εφαρμόζονται επίσης επί του Κλάδου αι διατάξεις του άρθρ. 25 του αυτού ως άνω Β.Δ/τος, αι αφορώσαι την επιστροφήν των καταβολών, εις τους μη δικαιουμένους επικουρικού και εφ΄ άπαξ βοηθήματος ησφαλισμένους. Ως τοιαύται καταβολαί νοούνται μόνον αι προερχόμεναι εκ καταβολών ασφαλίστρου 3% επί των αποδοχών των ησφαλισμένων αι βαρύνουσαι αποκλειστικώς τον ησφαλισμένον. 3.Δια τον συνιστώμενον Κλάδον συντάσσεται ετησίως ίδιος προϋπολογισμός και απολογισμός κατά τας οικείας διατάξεις της παρ. 2 του άρθρ. 28 Β.Δ. 7/9.10.58. Η εκάστοτε συνιστωμένη εξελεγκτική επιτροπή δια το Ταμείον ελέγχει και την οικονομικήν διαχείρισιν του Κλάδου Προνοίας. Μεταβατικαί Διατάξεις Άρθρ.10.-1.Κατ΄ εξαίρεσιν οι κατά την δημοσίευσιν του Ν.Δ. 4547/66 ησφαλισμένοι παρά τω Ταμείω εξελθόντες η εξερχόμενοι της Υπηρεσίας δι΄ οιανδήποτε αιτίαν, κατά την πρώτην 5ετίαν, από της δημοσιεύσεως του Ν.Δ. 4547/1966, δικαιωθέντες δε περιοδικού βοηθήματος εκ του Ταμείου, δικαιούνται και εφ΄ άπαξ βοηθήματος, κατά τας διατάξεις του παρόντος Β.Δ/τος ασχέτως συμπληρώσεως 5ετούς ασφαλίσεως παρά τω Κλάδω. 2.Ησφαλισμένοι εξερχόμενοι της Υπηρεσίας μετά την σύστασιν του Κλάδου και έχοντες συμπληρώσει την καταβολήν εξήκοντα μηνιαίων εισφορών συνυπολογιζομένων των κατ΄ εφαρμογήν της παρ. 2 του άρθρ. 4 του παρόντος καταβολών, θεωρούνται δια την απόληψιν του εφ΄ άπαξ βοηθήματος ως συμπληρώσαντες πενταετή ασφάλισιν. . 39.Κ.α.5 Ταμείο Επικ.Ασφαλίσεως και Πρόνοιας Προσ/κού Ε.Ρ.Τ. Τ. Άρθρ.2.-Σκοπός του Κλάδου είναι η χορήγησις εφ΄ άπαξ βοηθήματος εις τους εξερχομένους της Υπηρεσίας και της ασφαλίσεως ησφαλισμένους παρ΄ αυτώ υπαλλήλους και συνεργάτας του Ε.Ι.Ρ. και της εποπτευούσης Γενικής Δ/νσεως Τύπου και Πληροφοριών. Άρθρ.3.-Παρά τω Κλάδω ασφαλίζονται υποχρεωτικώς οι παρά τω Ταμείω ησφαλισμένοι υπάλληλοι και συνεργάται του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και της Γενικής Δ/νσεως Τύπου και Πληροφοριών. Άρθρ.4.-1.Πόροι δια την λειτουργίαν του Κλάδου ορίζονται: 39.Κ.α.4 Ταμείο Επικ.Ασφαλίσεως και Πρόνοιας Προσ/κού Ε.Ρ.Τ. Τ. Ταμείο Επικ.Ασφαλίσεως και Πρόνοιας Προσ/κού Ε.Ρ.Τ. Τ. 39.Κ.α.5 α)Το δυνάμει των διατάξεων του εδαφ. α΄ παρ. 1 άρθρ. 4 του Ν.Δ. 4547/1966 ως αντικατεστάθη δια του άρθρ. 12 του Ν.Δ. 4577/1966 προβλεπόμενον ποσοστόν 5% εκ της δια του Νόμου τούτου επιβληθείσης κρατήσεως επί των εσόδων εκ διαφημίσεων και διαφημιστικών εκπομπών του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και της Τηλεοράσεως, κατατιθέμενον εις ειδικόν λογ/σμόν, κατά τα υπό του ως άνω Π.Δ/τος οριζόμενα. β)Εισφορά των ησφαλισμένων ίση προς 3% επί του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών των υποκειμένων εις κρατήσεις υπέρ του Ταμείου. γ)Αι πρόσοδοι της περιουσίας του Κλάδου και πάσα εκ χαριστικής αιτίας κτήσις. 2.Η υποχρέωσις καταβολής της ως άνω υπό στοιχ. β΄ εισφοράς 3% άρχεται από της πρώτης του μηνός του επομένου της δημοσιεύσεως του Ν.Δ. 4547/1966. Δια την είσπραξιν, βεβαίωσιν και απόδοσιν ταύτης, έχουσιν εφαρμογήν αι διατάξεις του άρθρ. 27 του από 7/9.10.58 Β.Δ/τος περί συστάσεως και οργανώσεως Τ.Ε.Α.Υ.Ρ. Άρθρ.5.-1.Ο ησφαλισμένος παρά τω Κλάδω δικαιούται εφ΄ άπαξ βοηθήματος εφ΄ όσον: α)Έχει δικαιωθή τακτικού επικουρικού βοηθήματος εκ του Ταμείου και επί πλέον. β)Έχει πραγματοποιήσεις τουλάχιστον 60 μηνών ασφάλισιν παρά τω Κλάδω από της συστάσεως του. 2.Εν περιπτώσει θανάτου ησφαλισμένου έχοντος πραγματοποιήσει τουλάχιστον 60 μηνών ασφάλισιν παρά τω Κλάδω από της συστάσεώς του, δικαιούνται εφ΄ άπαξ βοηθήματος εκ του Κλάδου, υπολογιζομένου κατά τα εν άρθρ. 6 του παρόντος οριζόμενα, τα μέλη οικογενείας, εφ΄ όσον εδικαιώθησαν εκ του Ταμείου τακτικού περιοδικού βοηθήματος και κατά την αναλογίαν του δικαιώματος τούτου. Άρθρ.6.-«1.Το ποσόν του εφ΄ άπαξ βοηθήματος εκάστου δικαιούχου ισούται προς το γινόμενον το προκύπτον εκ του ποσού του απονεμηθέντος τακτικού περιοδικού βοηθήματος, προσηυξημένον κατά 50% επί τον αριθμόν των ακεραίων ετών, άτινα ελήφθησαν υπ΄ όψιν δια τον καθορισμόν του περιοδικού βοηθήματος. Εν τη προκειμένη περιπτώσει υπόλοιπον ασφαλιστικών μηνών υπερβαίνουν τους έξ μήνας λογίζεται ως πλήρες έτος. Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Π.Δ. 311 της 5/7 Απρ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 100). 2.Το προ της δημοσιεύσεως του Ν.Δ. 4547/1966 χρονικόν διάστημα λαμβάνεται υπ΄ όψιν δια τον υπολογισμόν του εφ΄ άπαξ βοηθήματος, συμφώνως της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, επί τη καταβολή δι΄ έκαστον μήνα, εισφοράς ίσης προς 3% επί του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών αίτινες ελήφθησαν υπ΄ όψιν δια τον υπολογισμόν του περιοδικού βοηθήματος. Το ούτω προκύπτον ποσόν παρακρατείται εκ του ποσού του εφ΄ άπαξ βοηθήματος. (Αντί της σελ. 932,05) Σελ. 932,05(α) Τεύχος 679-Σελ. 91 «2.β)Δύναται ωσαύτως, κατόπιν αιτήσεως του ησφαλισμένου υποβαλλομένης οποτεδήποτε κατά την διάρκειαν του χρόνου της ενεργού ασφαλίσεως, να εξαγορασθή το εν τω εδαφίω α΄ του παρόντος χρονικόν διάστημα. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο αναγνωριζόμενος χρόνος εξαγοράζεται επί τη καταβολή εισφοράς εκ ποσοστού 3% υπολογιζομένης επί των λαμβανομένων κατά τον χρόνον υποβολής της αιτήσεως αποδοχών. γ)Η εξόφληση της οφειλής λόγω εξαγοράς του αναγνωριζομένου χρόνου ενεργείται εις ισοπόσους μηνιαίας δόσεις, ο αριθμός των οποίων, οριζόμενος δι΄ αποφάσεως του Διοικ. Συμβουλίου του Ταμείου δεν δύναται να είναι ανώτερος των εκατόν πεντήκοντα (150). Το ποσόν εκάστης δόσεως δεν δύναται να υπερβή το 1/10 του συνόλου των αποδοχών του ησφαλισμένου, ουδέ να είναι κατώτερον του 1/20 αυτών. δ)Εν περιπτώσει εξόδου του ησφαλισμένου προς της ενάρξεως εξοφλήσεως η προ της ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλομένου ποσού εξαγοράς του αναγνωριζομένου χρόνου το υπόλοιπον ποσόν της οφειλής παρακρατείται εξ ολοκλήρου εκ του εφ΄ άπαξ βοηθήματος. Τα εδάφ. β΄ γ΄ και δ΄ προσετέθησαν δια του άρθρ. 3 Π.Δ. 311 της 5/7 Απρ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 100). 3.«Εν ουδεμιά περιπτώσει το εφ΄ άπαξ βοήθημα δύναται να είναι κατώτερον των δραχμών τεσσαράκοντα χιλιάδων (40.000)». Η παρ. 3 ετροποποιήθη ως άνω δια της παρ. 1 άρθρ. 4 Π.Δ. 311 της 5/7 Απρ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 100). 4.Το αναγνωριζόμενον δια της οικείας αποφάσεως οριστικόν εφ΄ άπαξ βοήθημα, καταβάλλεται εις τον κατά περίπτωσιν δικαιούχον, δι΄ ειδικού εντάλματος, υπό, της ενεργούσης την ταμειακήν υπηρεσίαν του Ταμείου, Τραπέζης. 5.Δι΄ αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου καταλογίζεται εις βάρος του εφ΄ άπαξ βοηθήματος, πάσα οφειλή του δικαιούχου προς το Ταμείον εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένη μειουμένου αναλόγως του τελικώς καταβλητέου εις τον δικαιούχον ποσού. «Εν περιπτώσει, το απονεμητέον εφ΄ άπαξ βοήθημα, υπερβαίνει κατά τον υπολογισμόν το υπό του Ταμείου παρεχόμενον ανώτατον όριον, το εξ οφειλομένων ασφαλίστρων ποσόν, παρακρατείται εκ του καθοριζομένου εκάστοτε ποσού, ανωτάτου ορίου του εφ΄ άπαξ βοηθήματος». Η ανωτέρω εντός «» διάταξις προσετέθη δια της παρ. 2 άρθρ. 4 Π.Δ. 311 της 5/7 Απρ. 1977 (ΦΕΚ Α΄ 100). Σελ. 932,06(α) Τεύχος 679-Σελ. 92
331
146. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 994 της 24/29 Οκτ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 251) Περί συστάσεως Κλάδου ΑΡ7 Προγραμματιστών Η/Υ και αυξήσεως των θέσεων του Κλάδου ΜΕ10 Στενοδακτυλογράφων του Υπουργείου Γεωργίας. Σελ. 42(β) Τεύχος 1-82 Σελ. 18
142
79. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Δ4/385 της 29 Απρ. /9 Μαΐου 1986 (ΦΕΚ Β΄ 318) Ρύθμιση λεπτομερειών εφαρμογής άρθρ. 59 του Νόμ. 1566/1985. (Αναφέρεται σε θέματα λειτουργικά των Λυκείων και λυκειακών παραρτημάτων που μετατράπησαν σε τάξεις λυκείων προσαρτημένες λειτουργικά σε Γυμνάσια της έδρας τους). (Αντί για τη σελ. 312,01(α) Σελ. 312,01(β) Τεύχος Ι – 23 Σελ. 43 Γυμνάσια και Λύκεια 32.Δ.α.67-79
41
17. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ Αριθ. Φ. 2246 της 8/22 Οκτ. 1954 Περί εισαγωγής επί προσωρινή ατελεία χάρτου της δασμολογικής κλάσεως 179Γ/2 προς εκτύπωσιν περιοδικών μόδας εξακτέων εις αλλοδαπήν.
228
2. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 353 της 5/20 Μαΐου 1971 (ΦΕΚ Α΄ 98) Περί αντικαταστάσεως των αρθρ. 8 και 9 του υπ’ αριθ. 222/1967 Β.Δ/τος «περί των όρων λειτουργίας επιχειρήσεων επεξεργασίας κατεψυγμένων κρεάτων και διαθέσεώς των εις την κατανάλωσιν και άλλων τινών διατάξεων». Καταργήθηκε από το άρθρ.9 Π.Δ. 1189/28 Σεπτ.8 Οκτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 297) κατωτ. αριθ. 6. (Αντί για τη σελ. 698,941(α) Σελ. 698,941(β) Τεύχος 1261-Σελ. 101 Κατεψυγμένα Κρέατα 17.Θ.τ.1-2 17.Θ.τ.2 Κατεψυγμένα Κρέατα
112
5. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αριθ. Φ.50303/1/53 της 29 Οκτ./23 Νοεμ. 1953 Περί αυξήσεως των συντάξεων Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων. Έχοντες υπ’ όψιν: 1)Τας διατάξεις του Νόμ. 19/1944. 2)Την εν τω υπ’ αριθ. 6249/11.6.51 εγγράφω της Νομισματικής Επιτροπής απόφασιν αυτής. 3)Την υπ’ αριθ. 3245/17.8.53 αναφοράν του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων. 4)Τας κρατούσας οικονομικάς συνθήκας. 5)Την υπ’ αριθ. πρωτ. 69087/20.11.53 απόφασιν της δια της υπ’ αριθ. 267/53 Πράξεως του Υπουργ. Συμβουλίου συσταθείσης 5μελούς εξ Υπουργών Επιτροπής, αποφασίζομεν: Αυξάνομεν από 1 Οκτωβρίου ε.έ. τας παρά του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων χορηγουμένας συντάξεις κατά 20%.
331
16. ΝΟΜΟΣ 3747 της 5/19 Ιαν. 1929 Περί κυρώσεως διεθνούς συμβάσεως μετά πρωτοκόλλου υπογραφής αφορώσης την μεταφοράν υπό διαμετακόμισιν ηλεκτρικής ενεργείας, συναφθείσης εν Γενεύη την 9 Δεκ. 1923. Σελ. 246(α) Τεύχος 396-Σελ.70
23
19. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 169 της 16/20 Σεπτ. 1975 (ΦΕΚ Α΄ 199) Περί συμπληρώσεως του Α.Ν. 1470/1938 «περί Οργανισμού του Ταμείου Λαϊκών Αγορών Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των σχετικών περί τούτου Νόμων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων». Άρθρ.1.-(Προστίθεται παρ.12 εις το άρθρ.12 Α.Ν. 1470/1938, ανωτ. αριθ. 3). Άρθρ.2.-Το Ταμείον Λαϊκών Αγορών υποχρεούται όπως εκ των αποθεματικών αυτού προβή εις εξόφλησιν των, κατά την δημοσίευσιν του παρόντος, υφισταμένων αξιώσεων, μετά των τόκων και των τυχόν οφειλομένων δικαστικών εξόδων, των εξελθόντων της υπηρεσίας τακτικών υπαλλήλων αυτού, περί καταβολής της, λόγω ανεπαρκείας του ειδικού παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος Λογαριασμού, οφειλομένης εισέτι αυτοίς υπολοίπου εφ’ άπαξ αποζημιώσεως, ην εδικαιούντο κατά την εξοδόν των, συμφώνως τη παρ.5 του άρθρ.12 του Α.Ν. 1470/1938, ως αύτη αντικατεστάθη υπό του άρθρου μόνου του Νόμ. 4153/61. (Αντί της σελ. 88,07(α) Σελ. 88,07(β) Τεύχος 602-Σελ. 19 Λαϊκές Αγορές-Ταμείο Λαϊκών Αγορών 5.Β.γ.18-19 Άρθρ.3.-1.(Αντικαθίσταται το εδάφ. β΄ της παρ.5 του άρθρου μόνου Νόμ. 4153/1961 (ανωτ. αριθ. 8). 2.(Αντικαθίσταται η παρ.9 του άρθρου μόνου Νόμ. 4153/1961). Άρθρ.4.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 20. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜ.ΤΑΞΕΩΣ, ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Αριθ. 155499 της 30 Ιαν./14 Φεβρ. 1976 (ΦΕΚ Β΄ 193) Περί καθορισμού δικαιολογητικών δια την χορήγησιν αδειών εις παραγωγούς προς πώλησιν των προϊόντων των εις Λαϊκάς Αγοράς τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης. Έχοντες υπ’ όψει: 1.Τας διατάξεις του Ν.Δ. 175/73 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων» ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως. 2.Το Ν.Δ. 532/70 «περί συμπληρώσεως διατάξεων περί Διοικητικής Αποκεντρώσεως «και το εις εκτέλεσιν τούτου εκδοθέν υπ’ αριθ. 708/70 Β.Δ/μα και την Α7/14/2/7.10.70 κοινή απόφασιν των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εσωτερικών και Εμπορίου. 3.Το Ν.Δ. 136/46 «περί κυρώσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 10.11.46 Ν.Δ/τος «περί Αγορανομικού Κώδικος», ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως. 4.Τα συζητηθέντα κατά την γενομένην σύσκεψιν την 16-12-75 μεταξύ των υπηρεσιακών παραγόντων των Υπουργείων Εσωτερικών, Γεωργίας και Εμπορίου, ως και τας απόψεις της Γενικής Δ/νσεως Αγροφυλακής του Υπουργείου Δημ. Τάξεως, εν σχέσει με τον καθορισμόν των απαιτουμένων δικαιολογητικών δια την χορήγησιν αδειών εις παραγωγούς προς πώλησιν των προϊόντων των εν ταις Λαϊκαίς Αγοραίς Τ.Δ. Πρωτευούσης, προς απόδειξιν της ιδιότητός των ταύτης. 5.Την ανάγκην περιστολής της παρατηρουμένης μεγάλης προσελεύσεως εις τας Λαϊκάς Αγοράς περιοχής Αθηνών, πωλητών εμφανιζομένων ως παραγωγών, βάσει πιστοποιητικών μη πληρούντων τας προϋποθέσεις της βεβαίας αποδείξεως της ιδιότητός των, αποφασίζομεν: Ορίζομεν: 1.Η ιδιότης του παραγωγού, δια την χορήγησιν εις ενδιαφερομένους αδειών πωλήσεως των προϊόντων των, εν ταις Λαϊκαίς Αγοραίς περιφερείας τέως Διοικήσεως Πρωτεύουσης θ’ αποδεικνύηται βάσει πιστοποιητικού της οικείας Δημοτικής ή Κοινοτικής Αρχής του τόπου παραγωγής χορηγουμένου αιτήσει του παραγωγού κατόπιν βεβαιώσεως επ’ αυτής 1) του οικείου αγρονόμου ή αναπληρωτού Σελ. 88,08(β) Τεύχος 602-Σελ. 20 αυτού και 2)του εντεταλμένου υπαλλήλου της Δημαρχίας ή του Γραμματέως της κοινότητος κατά περίπτωσιν. Τόσον εν τω πιστοποιητικώ όσον και εις τας κατά τ’ ανωτέρω επί της αιτήσεως βεβαιώσεως θα αναφέρωνται λεπτομερώς αι καλλιεργούμεναι εκτάσεις ως και αι παραγόμεναι ποσότητες προϊόντων, κατ’ είδος. 2.Το Ταμείον Λαϊκών Αγορών βάσει του ως άνω πιστοποιητικού και υπευθύνου δηλώσεως του παραγωγού κατά τα οριζόμενα υπό του Ν.Δ. 15/69, θα εκδίδη τας αδείας των πωλητών–παραγωγών, εφ’ ων θα είναι αναγεγραμμέναι αι παραγόμεναι ποσότητες αγροτικών προϊόντων, προς παρακολούθησιν υπό των εντεταλμένων οργάνων της διαθέσεως προϊόντων προερχομένων μόνον εξ ιδίας παραγωγης και ουχί εξ αγορών. 3.Μέχρι 31 Μαΐου 1976 δέον όπως άπαντες οι πωληταί–παραγωγοί εφοδιασθώσι μερίμνη του Ταμείου Λαϊκών Αγορών Αθηνών δια νέων αδειών χορηγουμένων βάσει της προαναφερθείσης διαδικασίας. Μετά την πάροδον της ως άνω προθεσμίας ουδείς πωλητής των Λαϊκών Αγορών θα δύναται να προσέρχηται εις ταύτας υπό την ιδιότητα του παραγωγού. 4.Η ισχύς της παρούσης άρχεται από της επομένης της δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως δημοσιεύσεώς της. Η παρούσα δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. 5.Β.γ.20 Λαϊκές Αγορές-Ταμείο Λαϊκών Αγορών
379
17. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. Φ. 504/110/Α.Π.410103 της 24/24 Φεβρ. 1979 (ΦΕΚ Β' 194) Περί καθορισμού των οργανικών θέσεων των Μονίμων Αξιωματικών της Πολεμικής Αεροπορίας που προβλέπονται στους Πίνακες Οργανώσεως και Υλικού (ΠΟΥ) της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ). Σελ. 62,10(β) Τεύχος Ι-72 Σελ. 46 36.Α.ε.16-17 Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.)
68
2. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓ ΑΣΙΑΣ Αριθ. 26531 της 19/19 Ιουλ. 1948 Περί ρυθμίσεως αποδοχών του πάσης φύσεως προσωπικού των επιχειρήσεων των εχουσών εσωτερικούς κανονισμούς.
245
52. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Φ113/751 της 29 Μαΐου/4 Ιουν. 1998 (ΦΕΚ Β΄ 557) Αύξηση για το έτος 1998 των καταβαλλόμενων συντάξεων του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων. Οι καταβαλλόμενες από το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Εμπορικών Καταστημάτων συντάξεις προς τους συνταξιούχους του, των οποίων το συνταξιοδοτικό δικαίωμα εμπίπτει στο μέχρι 31.12.1997 χρονικό διάστημα, αυξάνονται ως εξής: 1.Κατά ποσοστό 0,2% από 1.1.1998 επί του ποσού αυτών, όπως είχε διαμορφωθεί στις 31.12.1997, ως διορθωτικό ποσό των αυξήσεων του προηγουμένου έτους. 2.Ομοίως από την ίδια ημερομηνία, κατά ποσοστό 3,5% επί του ποσού αυτών, όπως αυτά θα διαμορφωθούν κατόπιν της χορήγησης της προηγούμενης αύξησης. Τα κατώτατα όρια σύνταξης του Ταμείου, ανεξάρτητα από το χρόνο συνταξιοδότησης, διαμορφώνονται ως εξής: α)Για συντάξεις λόγω γήρατος και αναπηρίας, από 1.1.1998 σε 53.000 δρχ. από 51.000 δρχ. και β)Για συντάξεις λόγω θανάτου από 1.1/1998 σε 43.000 δρχ. από 42.000 δρχ.
331
55. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜ. ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ-ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ. 90710 της 29/29 Αυγ. 1990 (ΦΕΚ Β΄ 547) Μέτρα περιορισμού κυκλοφορίας οχημάτων στο κέντρο της Αθήνας. (Αφορά το χρονικό διάστημα από 3 Σεπτ. 1990 έως 12 Ιουλ. 1991, με καθορισμό των ωρών από 7-20 των ημερών Δευτέρα έως Πέμπτη και 7-15 της Παρασκευής). (Αντί για τη σελ. 326,335) Σελ. 326,335(α) Τεύχος 1251-Σελ. 696 Χωροταξία και Περιβάλλον 24.Γ.κ.55
175
2. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 14/27 Αύγ.1952 Περί συλλογής, αποξηράνσεως, αποστειρώσεως, συσκευασίας και εμπορίας σύκων. Κατηργήθη δια του άρθρ.13 Π.Δ. 967/1977 (κατωτ.αριθ.8).
9
24. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Αριθ. 14650 της 27/29 Μαΐου 1981 (ΦΕΚ Β΄ 311) Περί δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της από 12.5.1981 Σ.Σ.Ε. «για την εφαρμογή του θεσμού των διμερών επιτροπών υγιεινής και ασφαλείας εργαζομένων στα ορυχεία, μεταλλεία και λατομεία, στη βιομηχανία και την παραγωγή ηλεκτρισμού». Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του Ν. 3239/55 όπως τροποποιηθήκανε και συμπληρωθήκανε από τα Ν.Δ. 3755/57, 186/69, 1198/72 και 73/74. 2.Τις διατάξεις του Ν. 400/76 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων». 3.Τις διατάξεις της 45211/6023/78 (ΦΕΚ 1075 τ.Β΄) αποφάσεώς μας «περί μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων του Υπουργού Εργασίας εις τον Γεν. Γραμματέα, Γεν. Δ/ντάς, Αναπλ. Γεν. Δ/ντάς, Προϊσταμένους Δ/νσεων και Υπηρεσιών και Προϊσταμένους Τμημάτων» όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε, αποφασίζουμε: Όπως δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η εν θέματι Σ.Σ.Ε., η οποία μας κατατέθηκε την 12.5.81 και συντάχθηκε το αριθμ. 118/81 πρακτικό καταθέσεως, της οποίας το κείμενο έχει ως εξής: ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Για την εφαρμογή του θεσμού των διμερών επιτροπών υγιεινής και ασφαλείας εργαζομένων στα ορυχεία, μεταλλεία και λατομεία, στη βιομηχανία και την παραγωγή ηλεκτρισμού. Στην Αθήνα σήμερα 12 Μαΐου 1981 ημέρα Τρίτη και ώρα 11.00΄ στο Πολιτικό Γραφείο, με την παρουσία του Πρωθυπουργού Γ. Ράλλη και του Υπουργού Εργασίας Κ. Λάσκαρη, οι υπογεγραμμένοι: α)Θεόδωρος Παπαλεξόπουλος Αντιπρόεδρος, Νικ. Αναλυτής μέλος του Δ.Σ. και Νικ. Βαλτής-Σπανόπουλος μέλος του Γενικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών σαν εκπρόσωποι αυτού και β)Χρ. Καρακίτσος, Πρόεδρος, Εμμ. Σαΐτης Γενικός Γραμματεύς και Κων/νος Μαυρίκος Γραμματεύς Οικονομικού της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος σαν επρόσωποι αυτής, όλοι νόμιμα εξουσιοδοτημένοι, από τις οργανώσεις που εκπροσωπούμε, συμφωνήσαμε και υπογράφουμε την παρούσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής: Άρθρο 1. 1.Η παρούσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που, σύμφωνα με την εφαρμοζομένη και στην Ελλάδα διεθνή στατιστική ταξινόμηση, κατατάσσονται στους κλάδους: α)Ορυχείων-Μεταλλείων-Λατομείων (κωδικοί αριθμοί 11-15). β)Βιομηχανίας (κωδικοί αριθμοί 20-39) και γ)Παραγωγής Ηλεκτρισμού (κωδικός αριθμός 41-1). 2.Μονάδα εφαρμογής της παρούσης καθορίζεται το κατάστημα. Σαν κατάστημα λογίζεται κάθε οικονομική μονάδα που βρίσκεται κάτω από ενιαίο έλεγχο και ασχολείται άμεσα ή έμμεσα με ένα τουλάχιστον είδος οικονομικής δραστηριότητος του οικείου κλάδου (μεταποίηση, εξόρυξη, παραγωγή ηλεκτρισμού κ.λπ.), είναι δε εγκατεστημένη σε ένα κτίριο ή ενιαίο κτιριακό συγκρότημα ή σε μία συνεχομένη εδαφική περιοχή. 3.Κάθε αυτοτελές κατάστημα, μεταξύ των περισσοτέρων της ίδιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, αποτελεί ιδιαίτερη μονάδα για την εφαρμογή της παρούσης. Υπηρεσίες γραφείων και αποθήκες, που λειτουργούν έξω από τους χώρους του καταστήματος, δεν υπάγονται στην παρούσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Άρθρο 10. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των μισθωτών για τις Επιτροπές Ασφαλείας δεν απολύονται στη διάρκεια της θητείας τους και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, παρά μόνο για τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 2 του Α.Ν. 1803/51 και έπειτα από άδεια εκδικαστικής επιτροπής που απαρτίζεται από δύο μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (ένα από κάθε πλευρά) υπό την προεδρία ενός Πρωτοδίκη ή Προέδρου Πρωτοδικών οριζομένου από την αρμόδια αρχή, ή προσώπου κοινής εμπιστοσύνης οριζομένου ομοφώνως από την Κεντρική Επιτροπή Υγιεινής και Ασφαλείας της Εργασίας. Η Κεντρική Επιτροπή, αν κρίνει σκόπιμο μπορεί να συστήσει όμοιες επιτροπές αρμόδιες κατά περιοχές της Χώρας. Άρθρο 11. 1.Συνιστάται, με έδρα την Αθήνα, Κεντρική Επιτροπή Υγιεινής και Ασφαλείας της Εργασίας, με σκοπό την παρακολούθηση και την προώθηση της εφαρμογής της παρούσης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας. (Μετά τη σελ. 306,790) Σελ. 306,791 Τεύχος Δ101-Σελ. 117 Υγιεινή και ασφάλεια χώρων εργασίας και εργαζομένων 15.Λ.α.24 Έργο της Κεντρικής Επιτροπής ειδικότερα είναι: α)Η κατάρτιση και παρακολούθηση της εφαρμογής προγραμμάτων εκπαιδεύσεως των εκλεγομένων αντιπροσώπων των μισθωτών. β)Η ενημέρωση των μονάδων και των εργασιακών σωματείων για την ανάγκη συνεργασίας στην πρόληψη των ατυχημάτων και η διασφάλιση της υγείας των μισθωτών, η υπόδειξη προσφόρων μέσων και μέτρων για το σκοπό αυτό, η επιδίωξη και οργάνωση σεμιναρίων και πάσης φύσεως εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των επαγγελματικών κινδύνων. γ)Η παρακολούθηση της εξελίξεως στην εφαρμογή των θεσμών του ιατρού της εργασίας και του τεχνικού της ασφαλείας και η υλοποίηση της συνεργασίας των συμβαλλομένων μερών στην εφαρμογή των συστημάτων αυτών, με τον προσδιορισμό καταλλήλων μέτρων. δ)Η επέκταση της υποχρεωτικής λειτουργίας των Επιτροπών Ασφαλείας με ομόφωνη απόφαση και ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες συνθήκες και εξελίξεις και σε συνάρτηση με τον άριθμό του απασχολουμένου προσωπικού ή τον κλάδο στον οποίο κατατάσσονται οι μονάδες. ε)Η άρση των ανακυπτουσών διαφορών και αμφισβητήσεων από την εφαρμογή της παρούσας Συλλογικής Συμβάσεως. 2.Ειδικότερα η Κεντρική Επιτροπή εντός έτους από της συγκροτήσεως της σε σώμα: α)Θα συντάξει τον κανονισμό διεξαγωγής της κληρώσεως για την ανάδειξη των μελών της Εφορευτικής Επιτροπής και της επιλογής των αντιπροσώπων των μισθωτών στις επιτροπές ασφαλείας (σύνταξη κλήρων - διαλογή-πρακτικά κληρώσεως, ψηφοδέλτια-σταυροί προτιμήσεως-αποδεικτικά ταυτότητος – ιδιότητος – τόπος – χρόνος - διάρκεια εκλογών) και β)Θα συντάξει τον κανονισμό διεξαγωγής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τους αντιπροσώπους των μισθωτών. 3.Κάθε άλλο αντικείμενο, εκτός από τα ανωτέρω στις παραγράφους 1 και 2 που προωθεί στα πλαίσια της παρούσης την εφαρμογή της και υλοποιεί τις συμφωνίες των συμβαλλομένων μερών λογίζεται ότι ανήκει στην αρμοδιότητα της Κεντρικής Επιτροπής, όπως θα αναφέρεται αυτή στη συνέχεια. Άρθρο 12. 1.Η Κεντρική Επιτροπή, ορίζεται επταμελής, και απαρτίζεται από τρία μέλη οριζόμενα από την κάθε πλευρά και ένα Πρόεδρο κοινής αποδοχής, που εκλέγεται από τα λοιπά μέρη. 2.Μέσα σε δέκα ημέρες από την υπογραφή της παρούσης, όπως επίσης στις πρώτες δέκα ημερολογιακές ημέρες κάθε τρίτου χρόνου (με αρίθμηση σαν πρώτου του διανυομένου έτους) κάθε πλευρά ανακοινώνει με έγγραφό της στην άλλη τα υποδεικνυόμενα, σαν εκπρόσωπους της, μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, με ισάριθμους αναπληρωματικούς τους. Σελ. 306,792 Τεύχος Δ101-Σελ. 118 Εάν παρέλθει άπρακτη η δεκαήμερη προθεσμία, θεωρείται αυτόματα παραταθείσα η θητεία των εκπροσώπων (στην προηγουμένη περίοδο) της πλευράς που δεν προήλθε σε υπόδειξη νέων μελών. Κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσης, αν παρέλθει άπρακτο το δεκαήμερο, σαν μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, λογίζονται οι υπογράψαντες από κάθε πλευρά τη συλλογική σύμβαση. 3.Με πρωτοβουλία οποιασδήποτε από τις οργανώσεις που υπέγραψαν την παρούσα, προσκαλούνται τα υποδειχθέντα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και συγκροτούνται σε σώμα με την προσωρινή προεδρία του γηραιότερου. Χρέη ψηφολέκτου και γραμματέως εκτελεί ο εκ των μελών νεότερος 4.Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής αμέσως μετά τον προσδιορισμό του προσωρινού Προέδρου και του ψηφολέκτου – γραμματέως συντάσσουν πίνακα περιλαμβάνοντα το πολύ έξι πρόσωπα γενικότερης προβολής προτεινόμενα για το αξίωμα του Προέδρου της Επιτροπής. Εκάστη πλευρά δεν μπορεί να υποδείξει περισσότερους των τριών. 5.Με μυστική ψηφοφορία από τα πρόσωπα του πίνακος εκλέγεται ως πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής εκείνος που θα έχει τη σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία για την εκλογή του Προέδρου μεταξύ των ισοψηφισάντων. Εάν, μετά από δύο ψηφοφορίες, διατηρείται ισοψηφία, η εκλογή του Προέδρου γίνεται με κλήρωση μεταξύ των ισοψηφισάντων υποψηφίων. Άρθρο 13. 1.Η Κεντρική Επιτροπή δικαιούται να καλεί στις συνεδριάσεις της, για τη διατύπωση γνώμης οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί χρήσιμο και αναγκαίο. Τα μέλη της επίσης μπορούν να συνοδεύονται από τεχνικούς συμβούλους, χωρίς ψήφο. 2.Η Κεντρική Επιτροπή καταρτίζει, τροποποιεί και αναθεωρεί με ομόφωνες αποφάσεις της τον κανονισμό λειτουργίας της. Άρθρο 14. Κατά την πρώτη εφαρμογή, σε κάθε περίπτωση, του θεσμού των Επιτροπών Ασφαλείας, ο μισός αριθμός των αντιπροσώπων των μισθωτών εκλέγεται με θητεία για ένα χρόνο μόνο, ενώ ο υπόλοιπος με θητεία δύο ετών, σε τρόπο ώστε σε κάθε επόμενο έτος να αντικαθίσταται μόνο ο μισός αριθμός των αντιπροσώπων, που έχουν ήδη εκπαιδευθεί και έχουν αποκτήσει την εμπειρία της πρακτικής ασκήσεως. Για θητεία δύο ετών (στην πρώτη εφαρμογή) εκλέγεται ο πρώτος ή (ανάλογα με την περίπτωση) οι δύο πρώτοι σε σειρά ψήφων μισθωτοί και για θητεία ενός έτους ο επόμενος ή οι επόμενοι δύο σε σειρά ψήφων. 15.Λ.α.24 Υγιεινή και ασφάλεια χώρων εργασίας και εργαζομένων Άρθρο 2. 1.Σε κάθε μονάδα, που απασχολεί περισσοτέρους από τριάντα (30) μισθωτούς, με πρωτοβουλία του εργοδότη μπορεί να συσταθεί, με τη διαδικασία που ορίζεται στην παρούσα, Επιτροπή Υγιεινής και Ασφαλείας Εργαζομένων, που θα έχει τις αρμοδιότητες που ορίζονται στη συνέχεια. Οι επιτροπές αυτές θ΄ αναφέρονται παρακάτω σαν Επιτροπές Ασφαλείας. 2.Τα συμβαλλόμενα μέρη προτρέπουν όλους τους εργοδότες, ανεξάρτητα από τον αριθμό του απασχολουμένου προσωπικού τους, να προέλθουν αυτοβούλως στη σύσταση των Επιτροπών Ασφαλείας. Τα συμβαλλόμενα μέρη συνομολογούν επίσης ότι θα συνεργασθούν στενά για την προοδευτική εφαρμογή του θεσμού των Επιτροπών Ασφαλείας, σε όλες τις μονάδες που αφορά η παρούσα. 3.Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εφαρμοσθεί ο θεσμός των Επιτροπών Ασφαλείας υποχρεωτικά στις μονάδες με απασχόληση 501 και άνω μισθωτούς, μόλις συνταχθούν από την Κεντρική Επιτροπή Υγιεινής και Ασφαλείας της Εργασίας οι αναγκαίοι κανονισμοί για τη διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη των αντιπροσώπων των μισθωτών και για την εκπαίδευσή τους, που πάντως πρέπει να έχει συντελεσθεί εντός ενός έτους από τη συγκρότηση σε σώμα της Κεντρικής Επιτροπής. 4.Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν επίσης ότι, με την διαδικασία που προβλέπουν τα επόμενα άρθρα, θα επιδιώκεται η εφαρμογή του θεσμού και θα προσδιορίζεται ο χρόνος της υποχρεωτικής εφαρμογής, ανάλογα με τον αριθμό των απασχολουμένων μισθωτών και τον κλάδο στον οποίο ανήκουν οι μονάδες. Άρθρο 3. 1.Η Επιτροπή Ασφαλείας αποτελεί συμβουλευτικό όργανο, για την δημιουργία και διατήρηση ασφαλών και υγιεινών συνθηκών εργασίας. Η Επιτροπή ενημερώνεται επί της εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων περί υγιεινής και ασφαλείας της εργασίας, περί των αντιστοίχων προγραμμάτων του εργοδότη και συμβάλλει στην εφαρμογή τους. 2.Η Επιτροπή Ασφαλείας ειδικώτερα: α)Επισημαίνει και αναλύει τους επαγγελματικούς κινδύνους που εμφανίζονται γενικά στους χώρους εργασίας η σε κάθε θέση εργασίας στη μονάδα. β)Προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση των επαγγελματικών κινδύνων και εισηγείται την κατάρτιση προγραμμάτων εκπαιδεύσεως στην πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. γ)Γνωμοδοτεί πριν από την εφαρμογή τους, σε όλα τα μέτρα του εργοδότου που αφορούν (α) στο βαθμό ειδικεύσεως των εργαζομένων στη χρήση ατομικών προστατευτικών μέσων (β) στη διευθέτηση των χώρων εργασίας και γ)στα μακροχρόνια προγράμματα εκπαιδεύσεως, επί θεμάτων υγιεινής και ασφαλείας. δ)Επιμελείται της εκπαιδεύσεως των εργαζομένων για την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. 3.Η Επιτροπή Ασφαλείας συλλογικά, ή με εξουσιοδοτημένα μέλη της: α)Εξακριβώνει την ύπαρξη και την καταλληλότητα των μέσων ατομικής προστασίας και προτρέπει για τη χρήση τους. β)Διαπιστώνει την ύπαρξη σημάτων ασφαλείας και υποδεικνύει σημεία για σηματοδότηση με αυτά. γ)Εποπτεύει στην εκτέλεση ασκήσεων συναγερμού για τη διαπίστωση της ετοιμότητας προς αντιμετώπιση ατυχημάτων. (Μετά τη σελ. 306,787) Σελ. 306,789 Τεύχος Δ101-Σελ. 115 Υγιεινή και ασφάλεια χώρων εργασίας και εργαζομένων 15.Λ.α.24 δ)Εποπτεύει την εφαρμογή των προβλεπομένων και λαμβανομένων μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων και αναφέρει αμέσως στον εργοδότη κάθε παράλειψη όπως και κάθε εμφανιζομένη περίπτωση απειλουμένου κινδύνου. 4.Η Επιτροπή Ασφαλείας για τις αρμοδιότητες της προηγουμένης παραγράφου μπορεί να εξουσιοδοτεί ανά δύο (ένα από κάθε πλευρά) μέλη της για καθωρισμένους χώρους της μονάδος. Άρθρο 4. 1.Η Επιτροπή Ασφαλείας είναι πάντα διμερούς συνθέσεως. Κατ΄ εξαίρεση, το αρμόδιο δημόσιο όργανο εποπτείας σε θέματα υγιεινής και ασφαλείας της εργασίας, δικαιούται να παρευρίσκεται σε συνεδρίαση της Επιτροπής Ασφαλείας, για να ανακοινώσει τα αποτελέσματα του ελέγχου που επραγματοποίησε και τα μέτρα που υποδεικνύει να ληφθούν. Εάν το δημόσιο όργανο δεν ασκήσει το ανωτέρω δικαίωμά του, το δελτίο του ελέγχου που εκδίδεται από αυτό, όπως και κάθε άλλο έγγραφο στοιχείο που προέρχεται από την ίδια πηγή, τίθεται υποχρεωτικά υπόψη της Επιτροπής Ασφαλείας. 2.Στην Επιτροπή Ασφαλείας μετέχουν από πλευράς εργαζομένων: α)Σε μονάδες με αριθμό απασχολουμένων μέχρι 500, δύο εκλεγμένοι αντιπρόσωποι και β)Σε μονάδες με αριθμό απασχολουμένων από 501 και άνω τέσσερις εκλεγμένοι αντιπρόσωποι. Στους παραπάνω αριθμούς των απασχολουμένων συνυπολογίζονται και οι υπάλληλοι της υπηρεσίας γραφείων και αποθηκών, μόνον εάν οι υπηρεσίες αυτές λειτουργούν μέσα στο χώρο της μονάδας. 3.Ίσος, με τον παραπάνω, αριθμό εργαζομένων στη μονάδα ορίζεται από τον εργοδότη σαν μέλη της Επιτροπής Ασφαλείας. Από αυτούς δε εκείνος που έχει το μεγαλύτερο βαθμό στην ιεραρχία της μονάδος συγκαλεί την επιτροπή, διευθύνει τις συνεδριάσεις της και μεριμνά για την γραμματειακή της υποστήριξη. Στην επιτροπή μετέχουν επίσης, σαν εισηγητές χωρίς ψήφο, ο αρμόδιος για θέματα υγιεινής και ασφαλείας της μονάδος. Ο εντεταλμένος τεχνικός και ο γιατρός της μονάδος, εάν υπάρχουν. 4.Η Επιτροπή Ασφαλείας συνεδριάζει τακτικά μια φορά το μήνα και εκτάκτως όποτε χρειάζεται. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των μισθωτών δικαιούνται να ζητήσουν την έκτακτη σύγκληση της Επιτροπής Ασφαλείας και να αναφέρουν διαπιστούμενες παραλείψεις και απειλούμενους κινδύνους. Οι παρατηρήσεις τους αυτές καταχωρούνται υποχρεωτικά στο πρακτικό της Επιτροπής. Εάν απειλείται άμεσος κίνδυνος ατυχήματος, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των μισθωτών μπορούν να αναφερθούν αμέσως στον αρμόδιο Δ/ντή ή στον εντεταλμένο ασφαλείας. Σελ. 306,790 Τεύχος Δ101-Σελ. 116 Άρθρο 5. 1.Οι αντιπρόσωποι των μισθωτών για την Επιτροπή Ασφαλείας της μονάδος, εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία, με θητεία διαρκείας δύο ετών, η οποία αρχίζει την πρώτη ημέρα του αμέσως επομένου, του τέλους της εκπαιδεύσεώς τους μηνός. Μέχρι την έναρξη της θητείας των νεοεκλεγομένων τα καθήκοντα των αντιπροσώπων των μισθωτών στην Επιτροπή Ασφαλείας εξακολουθούν να ασκούν οι αντιπρόσωποι που εξελέγησαν στην αμέσως προηγουμένη εκλογή. Όλες οι διατάξεις της παρούσης που αναφέρονται στη θητεία, το δικαίωμα επί του μισθού και στην προστασία των εκλεγομένων αντιπροσώπων των μισθωτών, έχουν εφαρμογή και για την περίοδο, από την ημέρα της εκλογής, μέχρι και την έναρξη της θητείας. Εάν, για οποιοδήποτε λόγο, επέλθει λύση της εργασιακής σχέσεως ή παραίτηση εκλεγμένου αντιπροσώπου των μισθωτών, πριν από τη λήξη της θητείας του, για τον υπολειπόμενο χρόνο μετέχει στην Επιτροπή Ασφαλείας, ο, κατά τον αριθμόν των ψήφων που έλαβε, πρώτος στη σειρά επιλαχών. Επί προσκαίρου επίσης κωλύματος του αντιπροσώπου, στα καθήκοντά του, αναπληρούται από τον πρώτο στη σειρά επιλαχόντα. 2.Δικαίωμα εκλογής έχουν όλοι οι εργαζόμενοι στη μονάδα μισθωτοί, άσχετα με την ιδιότητα, την ειδικότητα και τη θέση τους, αρκεί να έχουν δύο τουλάχιστον έτη εργασίας στη μονάδα. 3.Δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι εργαζόμενοι μισθωτοί στη μονάδα, άσχετα με την ιδιότητα, την ειδικότητα και τη θέση τους, αρκεί να έχουν τουλάχιστον ενός εξαμήνου εργασία στη μονάδα. 4.Εάν στη μονάδα λειτουργούν περισσότερα από ένα τμήματα, ανεξάρτητα ή ασυσχέτιστα και ο εργοδότης προτιμά την ίδρυση ιδιαίτερης Επιτροπής Ασφαλείας σε κάθε τμήμα, οι αντιπρόσωποι των μισθωτών, εκλεγόμενοι αποκλειστικά από τους εργαζομένους στο αντίστοιχο τμήμα, πρέπει επιπροσθέτως και να εργάζονται στο τμήμα αυτό, τουλάχιστον κατά τους τελευταίους έξι πλήρεις ημερολογιακούς μήνες προ της εκλογής. Στις περιπτώσεις αυτές, ο αριθμός των εκλεγομένων αντιπροσώπων, για τις κατά τμήμα Επιτροπές Ασφαλείας, είναι αυτός που αντιστοιχεί στο συνολικό αριθμό των εργαζομένων στο τμήμα αυτό. Για τις περιπτώσεις λειτουργίας Επιτροπών Ασφαλείας κατά τμήματα, όπου στην παρούσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας γίνεται χρήση του όρου «μονάδα» πρέπει να λογίζεται ότι, ο όρος αυτός είναι δηλωτικός του τμήματος. 15.Λ.α.24 Υγιεινή και ασφάλεια χώρων εργασίας και εργαζομένων Άρθρο 6. 1.Οι εκλογές για την ανάδειξη των αντιπροσώπων των μισθωτών στις Επιτροπές Ασφαλείας διεξάγονται με την επίβλεψη Εφορευτικής Επιτροπής απαρτιζομένης από τρία μέλη. Τα μέλη αυτά ορίζονται με κλήρωση, μεταξύ όλων των εργαζομένων στη μονάδα που έχουν δικαίωμα ψήφου. Στην κλήρωση επιβλέπει ένας εκπρόσωπος του εργοδότου και ένας εκπρόσωπος του σωματείου των εργαζομένων στην μονάδα ή, αν δεν υπάρχει τέτοιο, της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Της Εφορευτικής Επιτροπής προεδρεύει ο γηραιότερος και Γραμματεύς είναι ο νεώτερος. 2.Η Εφορευτική Επιτροπή, την έκτη ημέρα προ των εκλογών, εξετάζει αν οι καταθέσαντες, μέχρι την προηγουμένη ημέρα, σχετική δήλωση, υποψήφιοι αντιπρόσωποι έχουν δικαίωμα εκλογής και αποφαίνεται οριστικά με πρακτικό της, στο οποίο αναγράφονται και οι ενδεχόμενες μειοψηφίες. Το πρακτικό αυτό αναρτάται σε εμφανές σημείο στη μονάδα. Μόνο οι ανακηρυσσόμενοι από την Εφορευτική Επιτροπή υποψήφιοι έχουν δικαίωμα να μετάσχουν στις εκλογές. 3.Προ της ενάρξεως της ψηφοφορίας παραδίδονται από τον εργοδότη καταστάσεις του εργαζομένου στη μονάδα προσωπικού και των εξ αυτών εχόντων δικαίωμα ψήφου. Κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας τυχόν προβαλλόμενες από τους εργαζομένους ενστάσεις, αναφορικά με το δικαίωμά τους να ψηφίζουν, επιλύονται εκ των ενόντων από την Εφορευτική Επιτροπή, η οποία καταχωρεί τις αποφάσεις της σε σχετικό πρακτικό. 4.Μετά το πέρας της ψηφοφορίας γίνεται διαλογή των ψήφων από την Εφορευτική Επιτροπή, η οποία με πρακτικό της, στο οποίο αναγράφονται έναντι εκάστου υποψηφίου οι ψήφοι που έλαβε, ανακηρύσσει τους κατά σειρά επιτυχόντας αντιπροσώπους των μισθωτών και, ομοίως κατά σειρά, τους επιλαχόντας. 5.Τόσο ο εργοδότης, όσο και το σωματείο των εργαζομένων στη μονάδα (αν υπάρχει) ή η ΓΣΕΕ, μπορούν να ζητήσουν την παρουσία κατά τη διεξαγωγή των εκλογών αντιπροσώπου της Δικαστικής Αρχής, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 23 παράγραφοι 1 και 2 του Ν. 330/76. Στην περίπτωση αυτή, ο παριστάμενος Δικαστικός προεδρεύει της Εφορευτικής Επιτροπής. Άρθρο 7. 1.Οι εκλεγέντες αντιπρόσωποι των μισθωτών και ισάριθμοι (κατά την σειρά των ψήφων) επιλαχόντες, παρακολουθούν προγράμματα εκπαιδεύσεως σε θέματα υγιεινής και ασφαλείας της εργασίας, καταρτιζόμενα και εγκρινόμενα από την Κεντρική Επιτροπή Υγιεινής και Ασφαλείας της Εργασίας, τα οποία μπορεί να πραγματοποιούνται και εντός της μονάδος. 2.Τα συμβαλλόμενα μέρη θα επιδιώξουν τα προγράμματα εκπαιδεύσεως, να πραγματοποιούνται από τον ΟΑΕΔ, με δαπάνες του και με τη διάθεση από αυτόν του εκπαιδευτικού προσωπικού και των υλικών μέσων, υπό την εποπτεία εκπροσώπων τους, ή κατ΄ άλλον τρόπον, που θα καθορίσει η Κεντρική Επιτροπή Υγιεινής και Ασφαλείας της Εργασίας. 3.Θα επιδιωχθεί ώστε τα εκπαιδευτικά προγράμματα να πραγματοποιούνται σε ωρισμένες περιόδους, δύο φορές το χρόνο, ώστε να είναι δυνατή έτσι η παρακολούθησή τους από τους, στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, εκλεγομένους αντιπροσώπους των μισθωτών. Άρθρο 8. 1.Σε καμιά περίπτωση από τη λειτουργία των Επιτροπών Ασφαλείας και τη δραστηριότητα στα πλαίσια της παρούσης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των εκλεγμένων αντιπροσώπων των μισθωτών, δεν καταργείται, περιορίζεται ή εμποδίζεται η δραστηριότητα των εργασιακών σωματείων, σε όλα τα λοιπά αντικείμενα αρμοδιότητός τους, που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία. 2.Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να παρεμποδίζεται από τον εργοδότη η συνεργασία των εκλεγμένων αντιπροσώπων των μισθωτών, με τα εργασιακά σωματεία του προσωπικού της μονάδος. 3.Τα εργασιακά σωματεία οφείλουν να υποβοηθούν τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των μισθωτών στην ελεύθερη και κατά συνείδηση άσκηση των καθηκόντων τους. Άρθρο 9. 1.Ο εργοδότης οφείλει να παρέχει στους εκλεγμένους αντιπροσώπους των μισθωτών όλες τις πληροφορίες και τα αναγκαία μέσα, για την ταχεία και αποτελεσματική εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Οι διατάξεις του άρθρου 7, της από 26.2.75 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, έχουν εφαρμογή και για τους εκλεγμένους αντιπροσώπους των μισθωτών. 2.Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των μισθωτών δεν απαλλάσσονται της προς εργασίαν υποχρεώσεως, κατά το νόμιμο ή συμβατικό ωράριο εργασίας. Η άσκηση των καθηκόντων τους, που καθορίζεται με την παρούσα Συλλογική Σύμβαση, αποτελεί εκπλήρωση της υποχρεώσεώς τους αυτής. 3.Ο χρόνος της θητείας των εκλεγμένων αντιπροσώπων των μισθωτών, λογίζεται σαν χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην ειδικότητα, ιδιότητα και καθήκοντα καθενός, για όλα τα συναρτώμενα από την υπηρεσία, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, δικαιώματά τους. Σε καμιά περίπτωση δεν θίγονται τα επί του μισθού ή οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα του εκλεγμένου αντιπροσώπου των μισθωτών. Οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των μισθωτών διατηρούν την από το άρθρο 648 του Α.Κ. προκύπτουσα υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου του εργοδότου. Η υποχρέωση αυτή όμως σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την άσκηση των, οριζομένων με την παρούσα Συλλογική Σύμβαση, καθηκόντων τους σαν εκλεγμένων αντιπροσώπων των μισθωτών και μελών της Επιτροπής Ασφαλείας.
239
106. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Α3β/13854 της 1/22 Δεκ. 1987 (ΦΕΚ Β’ 727) Σύσταση (53) θέσεων ειδικευομένων γιατρών σε Νοσηλευτικά Ιδρύματα.
265
40. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 75 της 18/20 Μαρτ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 28) Σύσταση, σύνθεση και αρμοδιότητες των υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων του εκπαιδευτικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του άρθρ. 21 παρ. 3 του Νόμ. 1566/85 (ΦΕΚ 167/30.9.1985 τ.Α΄). 2.Την 8257/9.8.85 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης Μιλτιάδη Παπαϊωάννου». 3.Την 171/1986 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, αποφασίζουμε: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄. Σύσταση Σύνθεση Υπηρεσιακών Συμβουλίων Υπηρεσιακά Συμβούλια Άρθρ.1.-1.Υπηρεσιακά και πειθαρχικά συμβούλια για το προσωπικό που υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος είναι τα εξής: 1.Περιφερειακά Υπηρεσιακά Συμβούλια Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΥΣΠΕ). 2.Περιφερειακά Υπηρεσιακά Συμβούλια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΥΣΔΕ). 3.Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΚΥΣΠΕ). 4.Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΚΥΣΔΕ). Άρθρ.18.-1.Η εφορευτική επιτροπή, μετά το τέλος της ψηφοφορίας, συνεδριάζει και κάνει τη διαλογή των ψήφων ως εξής: Στην αρχή αντιπαραβάλει τους πίνακες των εκλογέων με τους πίνακες των ψηφισάντων για να διαπιστώσει τον αριθμό αυτών που ψήφισαν και τον αριθμό αυτών που δεν ψήφισαν αποσφραγίζει την ψηφοδόχο και βγάζει τους φακέλους των ψηφοδελτίων, τους οποίους αριθμεί με χωριστή αρίθμηση για κάθε ένα από τα δύο χρώματα και τους μονογράφει. 2.Στη συνέχει η Επιτροπή: α)Ανοίγει τους φακέλους με τα ψηφοδέλτια και μονογράφει το κάθε ψηφοδέλτιο. β)Κρίνει, αμέσως μετά το άνοιγμα κάθε φακέλου, το κύρος των ψηφοδελτίων που περιέχονται σ’ αυτόν και αποφασίζει την ακύρωση ψηφοδελτίου, αν συντρέχει νόμιμος λόγος. γ)Κάνει τη διαλογή των ψηφοδελτίων και καταγράφει, στο πρακτικό που συντάσσει για τη διενέργεια της εκλογής, το αποτέλεσμα αυτής. 3.Τα ψηφοδέλτια είναι άκυρα αν: Βρεθούν στο φάκελο περισσότερα από ένα ψηφοδέλτια που έχουν σταυρό υπέρ διαφορετικών υποψηφίων. Αν όμως έχουν σταυρό στους ίδιους υποψηφίους είναι έγκυρα και υπολογίζονται σαν μία ψήφος. Έχουν φανερά σημεία, τα οποία παραβιάζουν τη μυστικότητα της ψηφοφορίας. 4.Για τη ταχύτερη συγκέντρωση και μεταβίβαση των αποτελεσμάτων των εκλογών συγκροτείται σε κάθε Νομαρχία ή Νομαρχιακό Διαμέρισμα, με απόφαση του Νομάρχη τριμελής Νομαρχιακή Επιτροπή η οποία αποτελείται από έναν ανώτερο υπάλληλο της διεύθυνσης εσωτερικών της Νομαρχίας, ένα εκπαιδευτικό της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ένα εκπαιδευτικό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η Επιτροπή αυτή έχει ως αποστολή τη συγκέντρωση των αποτελεσμάτων των εκλογών από τις εφορευτικές επιτροπές του Νομού και τη μεταβίβαση αυτών την ίδια ημέρα, στις αντίστοιχες διευθύνσεις Προσωπικού πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Πρακτικά εκλογής Άρθρ.19.-1.Η Επιτροπή τηρεί, με λεπτομέρεια, πρακτικά για την εκλογή στα οποία γράφεται ολόκληρη η πορεία της εκλογής, κάθε θέμα που παρουσιάσθηκε κατά τη διάρκεια αυτής και οι αποφάσεις που έλαβε η Επιτροπή, οι οποίες πρέπει να είναι αιτιολογημένες. 2.Με τη φροντίδα και την ευθύνη του Προέδρου της εφορευτικής επιτροπής συντάσσονται δύο αντίγραφα των πρακτικών, τα οποία υπογράφονται από αυτόν και το γραμματέα της επιτροπής και υποβάλλονται το μεν ένα στο νομάρχη, το δε άλλο στις αντίστοιχες διευθύνσεις προσωπικού πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 3.Τα πρωτότυπα των πρακτικών, οι φάκελοι και τα ψηφοδέλτια υποβάλλονται με απόδειξη στον προϊστάμενο της οικείας διεύθυνσης εκπαίδευσης του νομού ή νομαρχιακού διαμερίσματος από τον οποίο φυλάσσονται για ένα έτος από το διορισμό των αιρετών μελών στα συμβούλια και ύστερα καταστρέφονται από το περιφερειακό συμβούλιο, αφού συνταχθεί σχετικό πρακτικό. Ενστάσεις Άρθρ.20.-1.Όσοι ανακηρύχθηκαν υποψήφιοι μπορούν να ασκήσουν μέσα σε δέκα ημέρες, από την ημέρα της εκλογής, ένσταση κατά του κύρους της εκλογής σε ορισμένη περιοχή. 2.Η ένσταση ασκείται: α)Προκειμένου για την εκλογή αιρετών μελών των Π.Υ.Σ.Π.Ε. και Π.Υ.Σ.Δ.Ε. ενώπιον του οικείου Νομάρχη. β)Προκειμένου για την εκλογή αιρετών μελών των Κ.Υ.Σ.Π.Ε. και Κ.Υ.Σ.Δ.Ε. ενώπιον του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 3.Οι ανωτέρω αρμόδιοι για την εκδίκαση των ενστάσεων: α)ελέγχουν τα πρακτικά και αποφασίζουν για τα ζητήματα που δημιουργήθηκαν και τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν και β)ορίζουν τη σειρά εκείνη που εκλέχτηκαν τακτικά και αναπληρωματικά μέλη των συμβουλίων, συντάσσοντας σχετική πράξη, η οποία υποβάλλεται μέσα σε τρεις ημέρες στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 4.Σε περίπτωση ισοψηφίας μεταξύ υποψηφίων για τον καθορισμό της σειράς που προβλέπει η περίπτ. β΄ της προηγούμενης παραγράφου γίνεται κλήρωση μεταξύ αυτών που συγκέντρωσαν τον ίδιο αριθμό ψήφων. (Μετά τη σελ. 70,344) Σελ. 70,345 Τεύχος Θ23-Σελ.45 Υπηρεσιακά Συμβούλια 32.Α.δ.40 Η κλήρωση γίνεται από τον αρμόδιο για την εκδίκαση των ενστάσεων παρουσία των ενδιαφερομένων. Διορισμός αιρετών μελών Άρθρ.21.-1.Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που στηρίζεται στις πράξεις των εφορευτικών επιτροπών και στις αποφάσεις, με τις οποίες εκδικάσθηκαν οι ενστάσεις, κυρώνονται τα αποτελέσματα των εκλογών. Τα αιρετά μέλη των συμβουλίων ήτοι δύο τακτικά και δύο αναπληρωματικά για κάθε συμβούλιο, διορίζονται για μία διετία, η οποία αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους της εκλογής. Ο διορισμός των αιρετών μελών στα μεν περιφερειακά συμβούλια γίνεται από τον οικείο Νομάρχη στα δε κεντρικά από το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 2.Σε περίπτωση ισοψηφίας τα τακτικά αιρετά μέλη διορίζονται σύμφωνα με το αποτέλεσμα της κλήρωσης που έγινε κατά την παρ. 4 του άρθρ. 20.Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ισοψηφίας αναπληρωματικών αιρετών μελών. 3.Στους εκλεγόμενους αιρετούς εκπροσώπους και τους αναπληρωτές τους απονέμεται με πράξη του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για το χρόνο της θητείας τους ο βαθμός που κατέχει το πρώτο μετά τον πρόεδρο τακτικό μέλος του συμβουλίου χωρίς τις αντίστοιχες αποδοχές του μέλους αυτού. Κατ’ εξαίρεση στους αιρετούς εκπροσώπους των κεντρικών συμβουλίων καταβάλλονται οι αποδοχές αυτές. 4.Οι διοριζόμενοι ως τακτικά αιρετά μέλη των περιφερειακών συμβουλίων αποσπώνται με απόφαση του οικείου Νομάρχη εφόσον το επιθυμούν, σε σχολείο της έδρας του Π.Υ .Σ.Π.Ε. ή Π.Υ .Σ.Δ.Ε. κατά περίπτωση. Τα τακτικά αιρετά μέλη διδάσκουν στα σχολεία που υπηρετούν το μισό από το υποχρεωτικό ωράριο της εβδομαδιαίας διδασκαλίας. Τα τακτικά αιρετά μέλη των Κ.Υ .Σ.Π.Ε. , Κ.Υ .Σ.Δ.Ε. αποσπώνται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Σελ. 70,346 Τεύχος Θ23-Σελ.46 Αιρετοί εκπρόσωποι σε ειδικές περιπτώσεις Άρθρ.22.-1.Στις περιπτώσεις που τα συμβούλια εξετάζουν θέματα υπηρεσιακής κατάστασης και πειθαρχικού δικαίου των εκπαιδευτικών που υπηρετούν στη δημόσια εκπαίδευση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εκτός των προσωρινών αναπληρωτών, καθώς και στις περιπτώσεις που εξετάζουν όμοια θέματα για τους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν στις σχολικές μονάδες της ιδιωτικής εκπαίδευσης, μετέχουν σ’ αυτά αντί των εκ δημοσίων εκπαιδευτικών αιρετών μελών, εκπρόσωποι της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδος (Ο.Ι.Ε.Λ.Ε.) που ορίζονται από αυτήν. 2.Στις περιπτώσεις που τα συμβούλια ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού συμβουλίου για τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων και γνωμοδοτικού συμβουλίου για τα θέματα των ιδιωτικών σχολείων μετέχουν σ’ αυτά αντί των εκ δημοσίων εκπαιδευτικών αιρετών μελών, εκπρόσωποι του συνδέσμου ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολείων. Όταν στον ίδιο τόπο εδρεύουν περισσότεροι σύνδεσμοι οι εκπρόσωποι ορίζονται από το σύνδεσμο που έχει τα περισσότερα μέλη. 32.Α.δ.40 Υπηρεσιακά Συμβούλια Μεταβατική διάταξη Άρθρ.23.-1.Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος οι εκλογές για την ανάδειξη αιρετών μελών των συμβουλίων ενεργούνται μέσα σε ένα τρίμηνο. Οι προθεσμίες υποβολής υποψηφιοτήτων και συγκρότησης εφορευτικών επιτροπών και η ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η θητεία των αιρετών μελών που θα εκλεγούν λήγει την 31.12.1988. 2.Για το χρονικό διάστημα από της ισχύος αυτού του Π.Δ/τος μέχρι 31.8.1986 στη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων μετέχουν: α)Στα Π.Υ .Σ.Π.Ε. αντί των υπό στοιχ. α΄ και β΄ του άρθρ. 2 μελών ένας σχολικός σύμβουλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ως πρόεδρος, που αναπληρώνεται από άλλο σχολικό σύμβουλο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, του ίδιου ή άλλου νομού, ο προϊστάμενος της διεύθυνσης πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που αναπληρώνεται από το νόμιμο αναπληρωτή του και ένας εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχει βαθμό Α΄ και εξαετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό αυτό, που αναπληρώνεται από άλλο εκπαιδευτικό με τα ίδια προσόντα. β)Στα Π.Υ .Σ.Δ.Ε. αντί των υπό στοιχ. α΄ και β΄ του άρθρ. 3 μελών, ένας σχολικός σύμβουλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ως πρόεδρος, που αναπληρώνεται από άλλο σχολικό σύμβουλο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, του ίδιου ή άλλου νομού ο προϊστάμενος της διεύθυνσης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που αναπληρώνεται από το νόμιμο αναπληρωτή του και ένας εκπαιδευτικός της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έχει βαθμό Α΄ και εξαετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό αυτό, που αναπληρώνεται από άλλο εκπαιδευτικό με τα ίδια προσόντα. γ)Στο Κ.Υ.Σ.Π.Ε. αντί των υπό στοιχ. α΄ της παρ. 1 του άρθρ. 4 μελών, ένας σχολικός σύμβουλος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ως πρόεδρος, που αναπληρώνεται από άλλο σχολικό σύμβουλο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και δύο προϊστάμενοι διευθύνσεων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, που αναπληρώνονται από άλλους προϊσταμένους διευθύνσεων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. δ)Στο Κ.Υ.Σ.Δ.Ε. αντί των υπό στοιχ. α΄ της παρ. 1 του άρθρ. 5 μελών, ένας σχολικός σύμβουλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ως πρόεδρος, που α-ναπληρώνεται από άλλο σχολικό σύμβουλο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δύο προϊσταμένους διευθύνσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που αναπληρώνονται από άλλους προϊσταμένους διευθύνσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. 3.Από 1.9.1986 τα υπηρεσιακά συμβούλια συγκροτούνται εντός μηνός σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 2, 3, 4, 5 και 11 και η θητεία των μελών τους λήγει την 31.12.1988. Τελική Διάταξη Άρθρ.24.-Η ισχύς αυτού του δ/τος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για τα περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια του διοικητικού προσωπικού του Υπ. Εθν. Παιδ. και Θρησκ. βλέπε και παρ. 6 άρθρ. 14 Νόμ. 1586/26 Μαρτ. - 1 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 37) σελ. 316,893 για δε τα υπηρεσιακά συμβούλια των Εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης βλέπε και παρ. 2 και 8 άρθρ. 14 του ίδιου νόμου (τόμ. 2Α σελ. 316,893). 41. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘ, 240 της 19/25 Μαΐου 1988 (ΦΕΚ Α΄ 104) Γνωμοδοτικά συμβούλια πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικής αγωγής. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του άρθρ. 22 του Νόμ. 1566/1985 (ΦΕΚ 167). 2.Την αριθ. 205/1987 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, αποφασίζουμε: ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΣΥΜΒΟΥ ΛΙΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Έδρα - Σύνθεση Άρθρ.2-10.-(Καταργήθηκαν από το άρθρ. 7 Π.Δ. 399/1995, ΦΕΚ Α΄ 223, κατωτ. αριθ. 51. Διορθ. σφαλμ. ΦΕΚ Α΄ 248 της 30 Νοεμβ. 1995). Σελ. 70,338(α) Τεύχος 1224-Σελ.100 32.Α.δ.40 Υπηρεσιακά Συμβούλια ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄. Εκλογή Αιρετών Μελών Συμβουλίων Τρόπος εκλογής Άρθρ.1-1.Το γνωμοδοτικό συμβούλιο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (Σ.Π.Ε.) έχει έδρα την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και αποτελείται από : α)Τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή εκπρόσωπό του, ως πρόεδρο. β)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. γ)Έναν εκπρόσωπο από κάθε κόμμα που αντιπροσωπεύεται στη Βουλή και αναγνωρίζεται από τον κανονισμό της. δ)Έναν εκπρόσωπο του Υφυπουργού Νέας Γενιάς και Αθλητισμού. ε)Έναν εκπρόσωπο του Συμβουλίου Ανωτάτης Παιδείας (Σ.Α.Π.). στ)Έναν εκπρόσωπο του Τμήματος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. ζ)Έναν εκπρόσωπο της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας. η)Έναν εκπρόσωπο της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδας. θ)Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας. ι)Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Ελλάδας. ια)Έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων. ιβ)Έναν εκπρόσωπο της Συνομοσπονδίας Γονέων Ελλάδας. ιγ)Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδας. (Αντί για τη σελ. 70,347) Σελ. 70,347(α) Τεύχος ΙΑ-1-2 Σελ. 19 Υπηρεσιακά Συμβούλια 32.Α.δ.41 ιδ)Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. ιε)Έναν εκπρόσωπο της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας. ιστ)Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων. ιζ)Έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Καθηγητών Φυσικής Αγωγής. ιη)Ένα κοινό εκπρόσωπο των Ενώσεων Φυσικών, Χημικών, Βιολόγων, Γεωλόγων και Φυσιογνωστών. ιθ)Ένα κοινό εκπρόσωπο των Ενώσεων Καθηγητών ξένων γλωσσών. κ)Έναν εκπρόσωπο του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών. κα)Τρεις ειδικούς επιστήμονες, αναγνωρισμένου κύρους, σε θέματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. 2.Το Σ.Π.Ε. συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από πρόταση των οικείων φορέων, με την οποία ορίζονται οι τακτικοί και αναπληρωματικοί εκπρόσωποι. Οι ειδικοί επιστήμονες επιλέγονται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 3.Η απόφαση συγκρότησης εκδίδεται εντός του μηνός Δεκεμβρίου κάθε δεύτερου έτους. Η θητεία των μελών του Σ.Π.Ε. είναι διετής, αρχίζει την 1η Ιαν. και λήγει την 31η Δεκ. του επόμενου έτους. Γραμματεία Άρθρ.2.-1.Η γραμματεία του Σ.Π.Ε. αποτελείται από ένα εκπαιδευτικό της δημόσιας πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποσπασμένο στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που ορίζεται γραμματέας αυτού και από μία δακτυλογράφο της κεντρικής υπηρεσίας του ίδιου Υπουργείου. Ο ορισμός αυτών γίνεται με την απόφαση συγκρότησης του ΣΠΕ. 2.Έργο της γραμματείας είναι η τήρηση των πρακτικών, του αρχείου και η διεξαγωγή της αλληλογραφίας του Σ.Π.Ε., η φροντίδα για τη συγκέντρωση των εισηγήσεων στα θέματα της ημερήσιας διάταξης και η φροντίδα για την υλοποίηση των αποφάσεων της ολομέλειας και των τμημάτων του Σ.Π.Ε. Σελ. 70,348(α) Τεύχος ΙΑ-1-2 Σελ.20 Αρμοδιότητες Αρθρ.3.-Το Σ.Π.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες: α)Εισηγείται στο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (Ε.ΣΥ .Π.) θέματα αρμοδιότητας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. β)Μελετά τα θέματα που αναφέρονται στο επίπεδο ποιότητας και αποδοτικότητας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και εισηγείται μέτρα για την αναβάθμισή του. γ)Συνεργάζεται με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για θέματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και εισηγείται σε αυτό συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στη βαθμίδα αυτής της εκπαίδευσης. δ)Εξετάζει τις κατά το άρθρ. 24 παρ. 4 του Νόμ. 1566/85 εκθέσεις του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και τις προτάσεις αυτού για βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και διατυπώνει τις απόψεις του, σχετικά με αυτές, προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. ε)Προτείνει τη διεξαγωγή έρευνας από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τους επιστημονικούς φορείς της Πολιτείας. στ)Μελετά θέματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και εισηγείται σχετικά στους αρμόδιους φορείς. ζ)Εξετάζει, αποφασίζει και εισηγείται για κάθε θέμα που παραπέμπεται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 32.Α.δ.41 Υπηρεσιακά Συμβούλια Λειτουργία Άρθρ.4.-1.Το Σ.Π.Ε. λειτουργεί είτε σε ολομέλεια είτε σε τμήματα. Στην πρώτη από τη συγκρότησή του συνεδρίαση αποφασίζει για τη διαίρεσή του σε δύο τμήματα, προσχολικής αγωγής και δημοτικής εκπαίδευσης. Η συμμετοχή μελών σε ένα τμήμα δεν εμποδίζει τη συμμετοχή τους και στο άλλο τμήμα. Σε ειδική συνεδρίαση κάθε τμήματος εκλέγεται ο πρόεδρος αυτού. 2.Το Σ.Π.Ε. συγκαλείται και συνεδριάζει σε ολομέλεια ύστερα από πρόσκληση του προέδρου του, ο οποίος καταρτίζει και κοινοποιεί την ημερήσια διάταξη των εργασιών του σε τακτικές συνεδριάσεις δύο φορές το χρόνο κατά τους μήνες Οκτώβριο και Μάρτιο. Στην ολομέλεια εξετάζονται τα θέματα των περίπτ. α΄, β΄ και δ΄ του άρθρ. 3. 3.Με απόφαση του προέδρου του Σ.Π.Ε. συγκαλούνται σε συνεδρίαση η ολομέλεια και τα τμήματα αυτού πέρα από τις τακτικές συνεδριάσεις. Εκτάκτως μπορεί να κληθούν σε συνεδρίαση η ολομέλεια και τα τμήματα, όταν ζητήσουν με αίτησή τους τα δύο τρίτα τουλάχιστον των μελών της ολομέλειας. Στην αίτηση ορίζονται και τα θέματα που θα συζητηθούν. 4.Η ολομέλεια και τα τμήματα βρίσκονται σε απαρτία όταν τα παρόντα μέλη είναι περισσότερα των απόντων. 5.Οι αποφάσεις του Σ.Π.Ε. λαμβάνονται με την αρχή της πλειοψηφίας. Σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατέστερη θεωρείται η άποψη με την οποία τάσσεται ο πρόεδρος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΣΥΜΒΟΥ ΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Έδρα - Σύνθεση Άρθρ.5.-1.Το γνωμοδοτικό συμβούλιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Σ.Δ.Ε.) έχει έδρα την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και αποτελείται από: α)Τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή εκπρόσωπό του, ως πρόεδρο β)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης. γ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. δ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας. ε)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. στ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Πολιτισμού. ζ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Εργασίας. η)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας, και Τεχνολογίας. θ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών. ι)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. ια)Έναν εκπρόσωπο από κάθε κόμμα που αντιπροσωπεύεται στη Βουλή και αναγνωρίζεται από τον κανονισμό της. ιβ)Έναν εκπρόσωπο του Κέντρου Προγραμματισμού και Ερευνών. ιγ)Έναν εκπρόσωπο του Εθνικού Κοινωνικού Κέντρου Ερευνών. ιδ)Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας. ιε)Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών. ιστ)Έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών. ιζ)Έναν εκπρόσωπο της Συνομοσπονδίας Γονέων Ελλάδας. ιη)Έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ενώσεως Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας. ιθ)Έναν εκπρόσωπο του τομέα γενικής εκπαίδευσης του Τμήματος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. κ)Έναν εκπρόσωπο του τομέα τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης του τμήματος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. κα)Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης. κβ)Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδας. κγ)Έναν εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. κδ)Έναν εκπρόσωπο του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. κε)Έναν εκπρόσωπο του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. κστ)Έναν εκπρόσωπο της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας. κζ)Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων. κη)Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. κθ)Έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών. λ)Έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Ελλήνων Χημικών. λα)Έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Καθηγητών Φυσικής Αγωγής. λβ)Έναν κοινό εκπρόσωπο των Ενώσεων Καθηγητών Ξένων Γλωσσών. λγ)Έναν εκπρόσωπο του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών. λδ)Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ένωσης Πτυχιούχων Υπομηχανικών Τεχνολόγων Μηχανικών. 2.Το Σ.Δ.Ε. συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ύστερα από πρόταση των οικείων φορέων, με την οποία ορίζονται οι τακτικοί και αναπληρωματικοί εκπρόσωποι. 3.Η απόφαση συγκρότησης εκδίδεται εντός του Μηνός Δεκ. κάθε δεύτερου έτους. Η θητεία των μελών του Σ.Δ.Ε. είναι διετής, αρχίζει την 1η Ιαν. και λήγει την 31η Δεκ. του επόμενου έτους. (Μετά τη σελ. 70,348(α) Σελ. 70,349 Τεύχος ΙΑ-1-2 Σελ.21 Υπηρεσιακά Συμβούλια 32.Α.δ.41 Γραμματεία Άρθρ.6.-1.Η Γραμματεία του Σ.Δ.Ε. αποτελείται από 2 εκπαιδευτικούς της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αποσπασμένους στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, από τους οποίους ο ένας ορίζεται γραμματέας αυτού και ο άλλος αναπληρωτής του και από μία δακτυλογράφο της κεντρικής υπηρεσίας του ίδιου Υπουργείου. Από τους εκπαιδευτικούς ο ένας ανήκει στους κλάδους ΑΤ1 έως ΑΤ11 και ο άλλος στους κλάδους ΑΤ12, ΑΤ13, ΑΤ14, ΑΤ17, ΑΤ18 ή ΑΡ1 ή ΜΕ1. Ο ορισμός του γραμματέα, του αναπληρωτή και της δακτυλογράφου γίνεται με την απόφαση συγκρότησης του Σ.Δ.Ε. 2.Έργο της Γραμματείας είναι η τήρηση των πρακτικών, του αρχείου και η διεξαγωγή της αλληλογραφίας του Σ.Δ.Ε., η φροντίδα για τη συγκέντρωση των εισηγήσεων στα θέματα της ημερήσιας διάταξης και η φροντίδα για την υλοποίηση των αποφάσεων της ολομέλεια και των τμημάτων του Σ.Δ.Ε. Αρμοδιότητες - Λειτουργία Άρθρ.7.-1.Το Σ.Δ.Ε. ασκεί αρμοδιότητες για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αντίστοιχες όπως προβλέπονται στο άρθρ. 3 για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και επιπλέον: α)Γνωμοδοτεί για τον προσδιορισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των σχολικών μονάδων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. β)Γνωμοδοτεί για την προσθήκη νέων κύκλων, κλάδων, τομέων και τμημάτων ειδίκευσης με βάση τις προβλεπόμενες ανάγκες της οικονομίας και της παραγωγής. γ)Γνωμοδοτεί για την άσκηση στο επάγγελμα των μαθητών των σχολικών μονάδων. δ)Εισηγείται την αναθεώρηση του περιεχομένου των σπουδών σε κάθε ειδικότητα σε συνδυασμό με την περιγραφή του αντίστοιχου επαγγέλματος. ε)Εισηγείται τη λήψη μέτρων για την πληρέστερη εφαρμογή του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού. στ)Γνωμοδοτεί για θέματα ισοτιμίας τίτλων σπουδών αποφοίτων σχολικών μονάδων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης άλλων φορέων. 2.Το Σ.Δ.Ε. λειτουργεί είτε σε ολομέλεια είτε σε τμήματα: Σελ. 70,350 Τεύχος ΙΑ-1-2 Σελ.22 α)Γενικής κατεύθυνσης και β)τεχνικής επαγγελματικής κατεύθυνσης. Στην ολομέλεια εξετάζονται τα αντίστοιχα για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θέματα των περ. α΄, β΄ και δ΄ του άρθρ. 3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρ. 4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΣΥΜΒΟΥ ΛΙΟ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Έδρα - Σύνθεση Άρθρ.8.-1.Το γνωμοδοτικό συμβούλιο ειδικής αγωγής (Σ.Ε.Α.) έχει έδρα την κεντρική υπηρεσια του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και αποτελείται από : α)Τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή εκπρόσωπό του, ως πρόεδρο. β)Τρεις ειδικούς επιστημονικούς συνεργάτες. γ)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. δ)Έναν εκπρόσωπο από κάθε κόμμα που αντιπροσωπεύεται στη Βουλή και αναγνωρίζεται από τον κανονισμό της. ε)Έναν εκπρόσωπο του Υπουργού Εργασίας. στ)Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς. ζ)Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης. η)Έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών. θ)Έναν εκπρόσωπο του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού. ι)Το σύμβουλο Ειδικής Αγωγής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου. ια)Έναν εκπρόσωπο του Συμβουλίου Ανωτάτης Εκπαίδευσης. 32.Α.δ.41 Υπηρεσιακά Συμβούλια ιβ)Έναν εκπρόσωπο του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής. ιγ)Έναν εκπρόσωπο του Κέντρου Προγραμματισμού και Ερευνών. ιδ)Έναν εκπρόσωπο του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών. ιε)Έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελλήνων Ψυχολόγων. ιστ)Έναν εκπρόσωπο του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνικών Λειτουργών. ιζ)Έναν εκπρόσωπο του Πανελληνίου Συλλόγου Ειδικών στις διαταραχές του λόγου. ιη)Έναν εκπρόσωπο της Συνομοσπονδίας Γονέων Ελλάδας. ιθ)Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδας. κ)Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Τυφλών Ελλάδας. κα)Έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας κινητικά αναπήρων ατόμων. κβ)Έναν εκπρόσωπο της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας. κγ)Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης. κδ)Έναν εκπρόσωπο της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδας. 2.Το Σ.Ε.Α. συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από πρόταση των οικείων φορέων, με την οποία ορίζονται οι τακτικοί και αναπληρωματικοί εκπρόσωποι. 3.Η απόφαση συγκρότησης εκδίδεται εντός του μηνός Δεκ. κάθε δεύτερου έτους. Η θητεία των μελών του Σ.Ε.Α. είναι διετής, αρχίζει την 1η Ιαν. και λήγει την 31η Δεκ. του επόμενου έτους. Επιστημονική Επιτροπή Άρθρ.9.-1.Η επιστημονική επιτροπή του Σ.Ε.Α. αποτελείται από τους επιστημονικούς συνεργάτες του άρθρ. 22 παρ. 3 και 4 του Νόμ. 1566/1985. 2.Η επιστημονική επιτροπή μπορεί να χωρίζεται, με απόφαση του Προέδρου του Σ.Ε.Α., σε τμήματα μελετών και εφαρμογών ανάλογα με τις ανάγκες. 3.Για την υποβοήθηση του έργου της επιστημονικής επιτροπής μπορεί να αποσπώνται στο Σ.Ε.Α. με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εκπαιδευτικοί με ειδικές γνώσεις ή ειδική εμπειρία στα θέματα ειδικής αγωγής, στελέχη από τις ειδικότητες του άρθ. 35 παρ. 2 του Νόμ. 1566/1985, καθώς και ειδικοί επιστήμονες προκειμένου να μελετούν εξειδικευμένα θέματα και να συνεργάζονται με την επιστημονική επιτροπή. 4.Η επιστημονική επιτροπή επεξεργάζεται τις αποφάσεις της ολομέλειας του Σ.Ε.Α. και με βάση τα επιστημονικά δεδομένα, τα πορίσματα των ερευνών και τις ιδιαίτερες ανάγκες της ειδικής αγωγής, συντάσσει μελέτες, καταρτίζει προγράμματα και εισηγείται στο Σ.Ε.Α. προτάσεις για κάθε θέμα ειδικής αγωγής και ειδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης. Γραμματεία Άρθρ.10.-Η Γραμματεία του Σ.Ε.Α. αποτελείται από έναν εκπαιδευτικό της δημόσιας πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αποσπασμένο στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που ορίζεται γραμματέας αυτού και από μία δακτυλογράφο της κεντρικής υπηρεσίας του ίδιου Υπουργείου. Ο ορισμός αυτού γίνεται με την απόφαση συγκρότησης του Σ.Ε.Α. 2.Έργο της γραμματείας είναι η τήρηση των πρακτικών, του αρχείου και η διεξαγωγή της αλληλογραφίας του Σ.Ε.Α., η φροντίδα για τη συγκέντρωση των εισηγήσεων στα θέματα της ημερήσιας διάταξης και η φροντίδα για την υλοποίηση των αποφάσεων της ολομέλειας και των τμημάτων του Σ.Ε.Α. Αρμοδιότητες- Λειτουργία Άρθρ.11.-Οι μετέχοντες στα υπηρεσιακά Συμβούλια του παρόντος αιρετοί εκπρόσωποι των λειτουργών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εκλέγονται με άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία, που διεξάγεται το πρώτο Σάββατο του μηνός Νοεμβρίου κάθε δεύτερου έτους. Η εκλογή διεξάγεται στην έδρα κάθε διεύθυνσης και γραφείου εκπαίδευσης. Δικαίωμα εκλέγειν και εκλέγεσθαι Άρθρ.11.-1.Το Σ.Ε.Α. έχει τις εξής αρμοδιότητες: α)Εισηγείται στο Ε.Σ.Υ .Π. θέματα αρμοδιότητας της ειδικής αγωγής και ειδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης. β)Εισηγείται στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό και τον προσδιορισμό των γενικών στόχων και κατευθύνσεων για τη διαμόρφωση γενικά της εκπαιδευτικής πολιτικής στην ειδική αγωγή και την ειδική επαγγελματική εκπαίδευση. γ)Εισηγείται τη λήψη μέτρων για την ανάπτυξη και λειτουργική οργάνωση των σχολικών μονάδων ειδικής αγωγής και ειδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, μελετά τα επιμέρους ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα, τον εξοπλισμό και τα διδακτικά και εκπαιδευτικά μέσα. δ)Εισηγείται τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών και μελετών, καθώς και την οργάνωση επιμορφωτικών σεμιναρίων και επισκέψεων του εκπαιδευτικού προσωπικού των μονάδων ειδικής αγωγής. ε)Συνεργάζεται με όλους τους φορείς που μετέχουν στις διαδικασίες της ειδικής αγωγής με σκοπό το συντονισμό των ενεργειών τους, καθώς και με τις αντίστοιχες διεθνείς οργανώσεις και ιδρύματα. στ)Εξετάζει τον απολογισμό του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και τις προτάσεις αυτού για βελτίωση της ποιότητας της ειδικής αγωγής και διατυπώνει τις απόψεις του, σχετικά με αυτές, προς τον Υπουργό του, σχετικά με αυτές, προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. ζ)Συνεργάζεται με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και λαμβάνει γνώση των γνωμοδοτήσεών του σε θέματα ειδικής αγωγής, καθώς και των αποτελεσμάτων σχετικών ερευνών και μελετών του. (Αντί για τη σελ. 70,351(β) Σελ. 70,351(γ) Τεύχος 1224-Σελ. 103 Υπηρεσιακά Συμβούλια 32.Α.δ.41 η)Εξετάζει, αποφασίζει και εισηγείται για κάθε θέμα που παραπέμπεται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 2.Το Σ.Ε.Α. λειτουργεί είτε σε ολομέλεια είτε σε τμήματα: α)ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών κωφών και βαρηκόων, β)ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών τυφλών και γ)ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών κινητικά αναπήρων. Στην ολομέλεια εξετάζονται τα θέματα των περιπτ. α΄, β΄, δ΄, στ΄, και ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρ. 4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρ.12.-1.Κατά την πρώτη εφαρμογή αυτού του π.δ/τος η συγκρότηση των ΣΠΕ, ΣΔΕ και ΣΕΑ γίνεται εντός μηνός από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η θητεία των μελών των συμβουλίων αυτών λήγει την 31η Δεκ. 1998. 2.Η ισχύς αυτού του διατάγματος ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Άρθρ.12.-1.Δικαίωμα του εκλέγειν έχουν: α)Για την εκλογή αιρετών εκπροσώπων των Π.Υ.Σ.Π.Ε. και του Κ.Υ .Σ.Π.Ε. οι τακτικοί εκπαιδευτικοί της δημόσιας πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι προσωρινοί αναπληρωτές, εφόσον είναι μέλη των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. β)Για την εκλογή αιρετών εκπροσώπων των Π.Υ.Σ.Δ.Ε. και του Κ.Υ .Σ.Δ.Ε. οι τακτικοί εκπαιδευτικοί της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και οι προσωρινοί αναπληρωτές, εφόσον είναι μέλη των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. 2.Δικαίωμα του εκλέγεσθαι έχουν για την εκλογή αιρετών εκπροσώπων των περιφερειακών Συμβουλίων οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατά περίπτωση, που ανήκουν οργανικά στην περιοχή του Π.Υ .Σ.Π.Ε. ή Π.Υ .Σ.Δ.Ε. ή υπηρετούν σ’ αυτή και είναι μέλη πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης της ίδιας περιοχής. Για την εκλογή αιρετών εκπροσώπων στα κεντρικά συμβούλια οι μόνιμοι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατά περίπτωση, εφόσον είναι μέλη πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης που ανήκει στη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση. 3.Οι αιρετοί εκπρόσωποι των περιφερειακών Συμβουλίων εκλέγονται από τους έχοντες το δικαίωμα του εκλέγεις σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παρ. 1 αυτού του άρθρου και ανήκουν οργανικά ή υπηρετούν με απόσπαση στον αντίστοιχο Νομό ή Νομαρχιακό Διαμέρισμα στον οποίο εκτείνεται η αρμοδιότητα των περιφερειακών Συμβουλίων. Οι αιρετοί εκπρόσωποι των κεντρικών Συμβουλίων εκλέγονται από όλους τους εκπαιδευτικούς που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν. 4.Για κάθε Συμβούλιο εκλέγονται δύο τακτικά αιρετά μέλη και δύο αναπληρωματικά. 5.Οι σχολικοί Σύμβουλοι έχουν το δικαίωμα μόνο του εκλέγειν. 6.Τακτικά μέλη εκλέγονται από κάθε συνδυασμό εκείνοι που έλαβον τους περισσότερους ψήφους και αναπληρωματικά οι επόμενοι κατά σειρά σε αριθμό ψήφων. 7.Εκλογικό μέτρο για τη διάθεση των εδρών των αιρετών εκπροσώπων είναι το τρίτο των έγκυρων ψηφοδελτίων. Συνδυασμό που συγκεντρώνει αριθμό ψηφοδελτίων ίσο ή μεγαλύτερο του μέτρου, παίρνει μία έδρα. Για την αδιάθετη έδρα συγκρίνονται το υπόλοιπο του συνδυασμού που πήρε την άλλη έδρα με τον αρχικό αριθμό ψήφων των υπόλοιπων συνδυασμών. Την έδρα παίρνει ο συνδυασμός που έχει τους περισσότερους ψήφους. Εάν κανένας συνδυασμός δε συμπληρώνει το εκλογικό μέτρο, οι έδρες διατίθενται ανά μία στον πρώτο και δεύτερο συνδυασμό με αριθμό ψήφων. 8.Όπου υπάρχει ισοψηφία η διάθεση καθορίζεται με κλήρωση. 9.Με την ίδια διαδικασία κατανέμονται και οι έδρες των αναπληρωματικών μελών. Ανακήρυξη υποψηφίων Άρθρ.13.-Οι υποψήφιοι ως αιρετοί εκπρόσωποι στα υπηρεσιακά συμβούλια ανακηρύσσονται, ύστερα από έλεγχο των προϋποθέσεων για την εκλογή τους με απόφαση: α)Του οικείου Νομάρχη, όταν πρόκειται για υποψηφίους των περιφερειακών συμβουλίων. β)Του Γενικού Γραμματέα του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όταν πρόκειται για υποψηφίους των κεντρικών συμβουλίων. Οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται το πρώτο 10ήμερο του μηνός Οκτωβρίου του έτους που θα γίνει η εκλογή και ανακοινώνονται στα σχολεία κάθε περιοχής. Για την ανακήρυξη των υποψηφίων πρέπει να έχουν υποβληθεί μέχρι 30 Σεπτεμβρίου του έτους που θα γίνει η εκλογή, στον αρμόδιο Νομάρχη από τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις και στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων από τις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις οι πίνακες των υποψηφίων που επιθυμούν να λάβουν μέρος στην εκλογή. Εφορευτικές Επιτροπές Άρθρ.14.-1.Στην έδρα κάθε διεύθυνσης και γραφείου εκπαίδευσης συγκροτείται με απόφαση του οικείου Νομάρχη, που εκδίδεται 10 ημέρες πριν από την εκλογή, τριμελής εφορευτική επιτροπή, η οποία αποτελείται από δύο εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κατά περίπτωση, απ’ όσους υπηρετούν οργανικά σε σχολεία της έδρας της διεύθυνσης ή του γραφείου εκπαίδευσης, με ισάριθμους αναπληρωτές και ένα εκπρόσωπο της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, στην οποία ανήκουν οι εκλογείς, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του. Σε περίπτωση που οι εκλογείς μίας περιοχής ανήκουν σε διαφορετικές πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις τον εκπρόσωπο ορίζει η οργάνωση που έχει τα περισσότερα συνολικά μέλη. 2.Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που η μετακίνηση των εκπαιδευτικών είναι δύσκολη από την έλλειψη καθημερινής συγκοινωνίας μπορεί ο Νομάρχης να συγκροτεί εφορευτικές επιτροπές, για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας στο κέντρο της περιοχής που είναι απομονωμένη από τη συγκοινωνία. Με την ίδια απόφα(Αντί για τη σελ. 70,339) Σελ. 70,339(α) έως και 70,344 Τεύχος 1224-Σελ.101 Υπηρεσιακά Συμβούλια 32.Α.δ.40 ση ορίζεται η περιοχή και τα σχολεία, όπου θα έχει αρμοδιότητα η εφορευτική επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή οι προϊστάμενοι των διευθύνσεων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καταρτίζουν ιδιαίτερους πίνακες εκλογέων. 3.Ο Πρόεδρος κάθε εφορευτικής επιτροπής ορίζει με απόφασή του το γραμματέα με τον αναπληρωτή του από εκπαιδευτικούς που υπηρετούν στην έδρα της εφορευτικής επιτροπής. 4.Κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας, της διαλογής των ψηφοδελτίων και της έκδοσης των αποτελεσμάτων μπορούν να είναι παρόντες στην εφορευτική επιτροπή αντιπρόσωποι των συνδυασμών των υποψηφίων, και εκπρόσωποι των οικείων πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Πίνακες εκλογέων Άρθρ.15.-Οι προϊστάμενοι των διευθύνσεων και γραφείων εκπαίδευσης συντάσσουν, σε συνεργασία με τα οικεία Διοικητικά Συμβούλια των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων τους πίνακες εκλογέων, στους οποίους περιλαμβάνουν τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς που ανήκουν οργανικά στην περιοχή τους ή υπηρετούν σ’ αυτήν με απόσπαση ή ως προσωρινοί αναπληρωτές, εφόσον είναι μέλη πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. Οι πίνακες αυτοί συντάσσονται κατά σχολείο, ειδικότητα και βαθμό και στέλνονται σε τρία αντίγραφα στον πρόεδρο της οικείας εφορευτικής Επιτροπής. Ψηφοδέλτια Άρθρ.16.-1.Τα ψηφοδέλτια είναι έντυπα ή πολυγραφημένα και έχουν χρώμα λευκό ή πράσινο. Τα λευκά περιλαμβάνουν τους υποψήφιους κάθε συνδυασμού για το περιφερειακό συμβούλιο και τα πράσινα περιλαμβάνουν τους υποψηφίους κάθε συνδυασμού για το Κ.Υ .Σ.Π.Ε. ή Κ.Υ .Σ.Δ.Ε. 2.Καθένα από τα ψηφοδέλτια περιλαμβάνει αλφαβητικά το ονοματεπώνυμο και το πατρώνυμο των υποψηφίων αιρετών μελών. 3.Κάθε μεμονωμένος υποψήφιος αποτελεί συνδυασμό και γράφεται σε ξεχωριστό ψηφοδέλτιο. 4.Τα ψηφοδέλτια και οι φάκελοι αυτών εκτυπώνονται και προωθούνται στις εφορευτικές επιτροπές με τη φροντίδα των αρμόδιων για την ανακήρυξη των υποψήφιων. Σελ. 70,340(α) Τεύχος 1224-Σελ.102 32.Α.δ.40 Υπηρεσιακά Συμβούλια Ψηφοφορία Άρθρ.17.-1.Η εκλογή γίνεται ενώπιον της Εφορευτικής Επιτροπής από την 9η πρωϊνή μέχρι την 3η μεσημβρινή ώρα. Η εκλογή μπορεί να παραταθεί εφόσον έχουν προσέλθει πριν από τη λήξη της εκλογείς, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να ψηφίσουν. Κάθε ψηφοφόρος παίρνει από την εφορευτική επιτροπή δύο δέσμες ψηφοδελτίων όλων των συνδυασμών και αφού σημειώσει τους σταυρούς προτίμησης, τοποθετεί ένα από τα λευκά ψηφοδέλτια εντός λευκού φακέλου και ένα από τα πράσινα ψηφοδέλτια εντός πράσινου φακέλου και στη συνέχεια σφραγίζει τους φακέλους και τους ρίπτει στην ψηφοδόχο. Κάθε ψηφοφόρος σημειώνει στο οικείο ψηφοδέλτιο μέχρι δύο σταυρούς για τους υποψηφίους του ίδιου συνδυασμού. Η λαθεμένη σημείωση σταυρού δεν ακυρώνει το ψηφοδέλτιο, το οποίο στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται στη δύναμη του συνδυασμού. 2.Η εφορευτική επιτροπή ελέγχει την αστυνομική ταυτότητα αυτών που ψηφίζουν, σημειώνει τα ονόματά τους στον πίνακα των εκλογέων και τους καταγράφει σε ξεχωριστό πίνακα με τη σειρά που ψηφίζουν, σημειώνοντας το ονοματεπώνυμό τους και το σχολείο ή την υπηρεσία όπου υπηρετούν. Διαλογή
74
35. ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Αριθ. 2181 της 5/17 Μαρτ. 1993 (ΦΕΚ Α΄ 33) (Άρθρ. 1 του Νόμ. 1266/82) Πρόσληψη διενέργειας συναλλαγών σε ξένο νόμισμα μέσω του τραπεζικού συστήματος για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Εκδόθηκε η με αριθ.2185/26 Μαρτ.2Απρ.1993 (ΦΕΚ Α΄46) Πράξη Διοικητή Τράπεζα Ελλάδος,.τόμ.7Α σελ.340,02, «κάλυψη προσωρινών αναγκών σε κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω αναπροεξόφλησης γραμματίων και συναλλαγματικών από την Τράπεζα της Ελλάδος και παροχής πιστώσεων επ’ ενεχύρω τίτλων του Δημοσίου». ΄Ελεγχος της πίστεως 12.Θ.β.32-36
248
8. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Αριθ. 179513/1085 της 4/12 Σεπτ. 1980 (ΦΕΚ Β΄ 905) Περί συγκροτήσεως Συνεργείων Κτηματογραφήσεως δασών και δασικών εκτάσεων.
198
9. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡ/ΝΤΟΣ, ΧΩΡ/ΞΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜ. ΕΡΓΩΝ Αριθ. Δ16/015/578/Φ.Σ. της 19 Αυγ./6 Σεπτ. 1988 (ΦΕΚ Β΄ 640) Αντιστοιχία οργανικών μονάδων ΥΑΣΒΕ και ΥΑΣ με Διεύθυνση. Για τους σεισμόπληκτους νομών Κιλκίς – Πέλλας βλέπε παρ. 7 και 8 άρθρ. 6 Νόμ. 2242/30 Σεπτ. – 30 Οκτ. 1994 (ΦΕΚ Α΄162), Τόμ. 23Α, σελ. 294,48087.
273
32η. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ Αριθ. Γ. 10499 της 21 Αυγ./22 Σεπτ. 1964 (ΦΕΚ Β΄393) Περί εγκρίσεως επεκτάσεως χερσαίας ζώνης του λιμένος Πειραιώς παρά τη ακτή Πρωτοψάλτη της περιοχής των Δήμων Πειραιώς και Νέου Φαλήρου ως και της υπ’ αριθ. 640/11.6.1963 πράξεως του Δ.Σ. του Ο.Λ.Π. Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία (Ο.Λ.Π. Α.Ε.) 20.Δ.δ.30-32η (Αναφέρεται εις μη δημοσιευόμενα σχεδιαγράμματα). (Αντί της σελ. 290,27(α) Σελ. 290,27(β) 305-031
366
97. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Αριθ. 518634/ΕΙΔ. 115 της 14/29 Ιουν. 1983 (ΦΕΚ Β΄ 371) Ίδρυση και λειτουργία Γραφείου ΕΟΤ στο Αμβούργο (Δυτ. Γερμανία). Το άνω γραφείο έπαυσε να λειτουργεί με την 1287/41/5-12/85 απ. Δ.Σ. του ΕΟΤ που κυρώθηκε με την 501141/ειδ. αρ. 8/5-12/85 υπουργική απόφαση και παρατάθηκε πάλι η λειτουργία του με την 570/20/12-6-1986 απόφ. Δ.Σ. του Ε.Ο.Τ. που κυρώθηκε με την 525480/ΕΙΔΑΡ. 93/18-31 Ιουλ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 738).
147
4. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 17 Απρ./31 Ιουλ.1936 Περί κώδικος νομοθεσίας περί δήμων και κοινοτήτων. Τροποποιηθέν και συμπληρωθέν υπό των: α)Α.Ν.156 της 17/29 Σεπτ.1936 περί αυθεντικής ερμηνείας του εδαφ.2 του άρθρ.35 Νόμ.6429/1934, β)Α.Ν.472 της 19/23 Φεβρ.1937 περί μεταρρυθμίσεως διατάξεών τινων της νομοθεσίας περί δήμων και κοινοτήτων, γ)Α.Ν.518 της 27 Φεβρ./5 Μάρτ.1937 περί συμπληρώσεως διατάξεών τινων της νομοθεσίας περί δήμων και κοινοτήτων, δ)Α.Ν.1027 της 27 Δεκ.1937/8 Ιαν.1938 περί μεταρρυθμίσεων διατάξεών τινων της νομοθεσίας περί δήμων και κοινοτήτων, ε)Α.Ν.1610 της 8/10 Φεβρ.1939 περί μεταρρυθμίσεως διατάξεων της περί δήμων και κοινοτήτων νομοθεσίας, ς)Α.Ν.1944 της 1/15 Σεπτ.1939 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινων της περί δήμων και κοινοτήτων νομοθεσίας, ζ)Ν.Δ.533 της 18 Σεπτ./1 Οκτ.1941 περί μεταρρυθμίσεως διατάξεων του κώδικος της περί δήμων και κοινοτήτων νομοθεσίας και περί άλλων τινών διατάξεων (κυρωθέντων των άρθρ.9,10 παρ.1,11-13 και 15-17, και καταργηθέντων των άρθρ.2 και 10 παρ.2 δια της υπ’ αριθ.326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), η)Ν.Δ.587 της 9/22 Οκτ.1941 περί καταργήσεως του Ν.Δ.133/1941 και περί άλλων τινών διατάξεων αφορωσών εις την διοίκησιν δήμων και κοινοτήτων, (ηκυρώθη δια της υπ’ αριθ.326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), θ)Ν.Δ.925 της 23 Δεκ.1941/17 Ιαν.1942 περί εξόδων παραστάσεως των Δημάρχων και Προέδρων Κοινοτήτων και περί των επί αποδόσει λογαριασμού έργων και προμηθειών των Δήμων της περιφερείας της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, (κυρωθέντων των άρθρ.1 παρ.2 και άρθρ.2 υπό της υπ’ αριθ.326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), ι)Ν.Δ.1101 της 11 Δεκ 1941/5 Μαρτ.1942 περί αναθέσεως καθηκόντων Δημάρχου ή Προέδρου των Διοικουσών Επιτροπών Δήμων και Κοινοτήτων και εις αξιωματικούς, (κατηργήθη δια του άρθρ.14 Α.Ν.229/1945 και ηκυρώθη δια της υπ’ αριθ.326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), ια)Ν.Δ.1334 της 20 Απρ./22 Μαΐου 1942 περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του Κώδικος της περί Δήμων και Κοινοτήτων Νομοθεσίας, (κυρωθέντος του άρθρ.2 δια της υπ’ αριθ.326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), Σελ.8 ιβ)Ν.Δ.1465 της 16 Μαΐου/27 Ιουν.1942 περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων της Δημοτικής και Κοινοτικής Νομοθεσίας, (κυρωθέν δια της υπ’αριθ.157 της 22/27 Μαρτ.1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), ιγ)Ν.Δ.1567 της 3 Ιουλ./1 Αυγ.1942 περί διατάξεών τινων αφορωσών τους Δήμους και τας Κοινότητας, (κυρωθέντων των άρθρ.1,4 και 6 δια της υπ’ αριθ.326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), ιδ)Νόμ.514 της 17/30 Αυγ.1943 περί ρυθμίσεως ζητημάτων τινών αφορώντων εις τους Δήμους και τας Κοινότητας ή τους υπαλλήλους αυτών, (κυρωθέντων των άρθρ.2-4,7,8,10-15,18,19 και 21 δια της υπ’ αριθ.326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), ιε)Νόμ.1143 της 15 Δεκ.1943/28 Ιαν.1944 περί κυρώσεως και συμπληρώσεως διατάξεών τινων αφορωσών εις τους Δήμους και τας Κοινότητας, (κυρωθέντων των άρθρ.2,4,5,8-13,15-17 και 20 υπό της υπ’ αριθ.326 της 30/30 Μαΐου 1946 πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου), ις)Α.Ν.229 της 29/30 Μαρτ.1945 περί διατάξεων αφορωσών εις τους Δήμους και τας Κοινότητας, ιζ)Α.Ν.408 της 14/18 Ιουν.1948 περί τροποποιήσεως διατάξεως του Α.Ν.229/1945, ιη)Α.Ν.454 της 9/10 Ιουλ.1945 περί συμπληρώσεως του Α.Ν.229/1945 και άλλων τινών διατάξεων αφορωσών εις τους Δήμους και τας Κοινότητας, ιθ)Α.Ν.551 της 26/26 Σεπτ.1945 περί αναθέσεως καθηκόντων Δημάρχου εις αμίσθους δημοσίους υπαλλήλους, κ)Ν.Δ.107 της 26/26 Σεπτ.1946 περί διατάξεών τινων αφορωσών εις τους Δήμους και τας Κοινότητας, κα)Νόμ.1021 της 23/30 Ιουλ.1949 περί τροποποιήσεως διατάξεών τινων του Κώδικος της περί Δήμων και Κοινοτήτων νομοθεσίας, κβ)Ν.Δ.1258 της 29/31 Οκτ.1949 περί διατάξεων αφορωσών εις τους Δήμους και τας Κοινότητας, κγ)Β.Δ. της 12 Δεκ.1950/10 Ιαν.1951 περί καταργήσεως του άρθρ.2 του Ν.Δ.1258/1949, κδ)Α.Ν.1824 της 26/28 Μαΐου 1951 περί αναθεωρήσεως των εκλογικών καταλόγων και τροποποιήσεως διατάξεων της περί Δήμων και Κοινοτήτων νομοθεσίας, κε)Νόμ.1969 της 21/27 Δεκ.1952 περί παρατάσεως του χρονικού ορίου του άρθρ.22 Ν.Δ.1258/1949, 3.Α.α.4 Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας κς)Νόμ.2138 της 30/31 Μαΐου 1952 περί αναθεωρήσεως αποφάσεων του υπό της παρ.7 του άρθρ.10 Κ.Ν.Δ.Κ. προβλεπομένου Διοικητικού Δικαστηρίου και άλλων τινών διατάξεων, αντικατεστάθη υπό των νεωτέρων διατάξεων των νόμ.1910/1951 περί προσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων, νόμ.1726/1951 περί Κώδικος καταστάσεως των Δημοτικών και Κοινοτικών υπαλλήλων και Ν.Δ.2888/1954 περί κυρώσεως Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος.
283
13. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1034 της 29 Ιουλ./11 Αυγ. 1949 Περί επεκτάσεως της περί Ιατρικών, Οδοντιατρικών και Φαρμακευτικών επαγγελμάτων νομοθεσίας εις την Δωδεκάνησον. (Βλ. και τους Α.Ν. 1815/51 και Νόμ. 2101/ 52 κατωτ. αριθ. 15 και 18). Άρθρ.1.-1.Η ισχύς της περί Ιατρικών και Οδοντιατρικών επαγγελμάτων νομοθεσίας επεκτείνεται εις την Δωδεκάνησον. 2.Οι ήδη ασκούντες τα ως άνω επαγγέλματα εν Δωδεκανήσω εξακολουθούσι ν’ ασκώσι ταύτα ακωλύτως εις α μέρη είναι εγκατεστημένοι. 3.Εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας αρχομένης από της ισχύος του παρόντος υποχρεούνται άπαντες οι κατά την προηγουμένην παράγραφον να υποβάλωσι προς το Υπουργείον αίτησιν μετά των νομίμων δικαιολογητικών δια την λήψιν νέας αδείας ασκήσεως του επαγγέλματος. 4.Εις αλλοδαπούς ιατρούς και οδοντιατρούς εξασκήσαντας το επάγγελμα εν Δωδεκανήσω προ της 1ης Ιαν. 1939 δύναται να χορηγηθή μετά πρότασιν του Γεν. Διοικητού άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος εφ’ όσον υποβάλωσιν εντός της κατά την προηγουμένην παράγραφον προθεσμίας αίτησιν εις το Υπουργείον μετά των νομίμων δικαιολογητικών. Άρθρ.3.-1. Η ισχύς της περί φαρμακευτικών επαγγελμάτων και φαρμάκων νομοθεσίας επεκτείνεται εις την Δωδεκάνησον. 2.Η ισχύς της εν τη λοιπή Ελλάδι ισχύ ούσης διατιμήσεως φαρμάκων δύναται να επεκτείνηται εν όλω ή κατά κεφάλαια και εις την Δωδεκάνησον δι’ αποφάσεως του Υπουργού Υγιεινής, μετά γνωμοδότησιν του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Φαρμάκων και πρότασιν του Γενικού Διοικητού. 3.Φαρμακεία λειτουργούντα ήδη εν Δωδεκανήσω συνεχίζουσιν ακωλύτως την λειτουργίαν των, οφείλουσιν όμως οι διευθύνοντες ταύτα να υποβάλωσιν εις το Υπουργείον Υγιεινής εντός τριμήνου από της ισχύος του παρόντος νόμου, αίτησιν μετά των εις χείρας των τίτλων ιδρύσεως ως και των τίτλων επιστημονικών σπουδών των προς λήψιν νέας αδείας εκδοθησομένης κατόπιν ελέγχου των υποβληθησομένων τίτλων και επιθεωρήσεως διενεργηθησομένης υπό του οικείου Επιθεωρητού Φαρμακείων. 4.Εις τα επ’ ονόματι μη επιστημόνων φαρμακοποιών λειτουργούντα εν Δωδεκανήσω φαρμακεία δύναται να επιτραπή δι’ αποφάσεως του Υπουργού Υγιεινής ή περαιτέρω λειτουργία, μετά προηγουμένην επιθεώρησιν αυτών, μη επιτρεπομένης της μεταβιβάσεως τούτων εν ζωή ούτε της διατηρήσεώς των υπέρ των κληρονόμων του αποβιώσαντος φαρμακοποιού. Προς τούτο δέον να υποβληθή υπό των ενδιαφερομένων εντός της κατά την παροηγουμένην παράγραφον προθεσμίας, αίτησις εις το Υπουργείον Υγιεινής μετά των τίτλων ιδρύσεως και λοιπών στοιχείων πρακτικών σπουδών ή ασκήσεως. 5.Επί των διατηρούντων φαρμακευτικά ερμάρια ιατρών θα έχουν εφαρμογήν αι ισχύουσαι διατάξεις περί πωλήσεως φαρμάκων παρ’ ιατρών εις μέρη ένθα δεν υπάρχουσιν εν λειτουργία φαρμακεία. Οι διατηρούντες φαρμακευτικά ερμάρια ιατροί δέον να υποβάλωσιν αίτησιν προς λήψιν αδείας πωλήσεως φαρμάκων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών μηνών από της ισχύος του παρόντος νόμου. 6.Οι μη υποβάλλοντες εμπροθέσμως κατά τας ανωτέρω διατάξεις των άρθρ. 1 και 3 του παρόντος νόμου άιτησιν προς λήψιν αδείας διώκονται και τιμωρούνται κατά τας εν ισχύϊ διατάξεις περί παρανόμου ασκήσεως του επαγγέλματος του ιατρού, οδοντιατρού ή φαρμακοποιού. Άρθρ.4.-Δια την αποκατάστασιν των νομίμων Διοικήσεων και των Πειθαρχικών Συμβουλίων των εν Δωδεκανήσω Φαρμακευτικών Συλλόγων ισχύει η διάταξις του άρθρ. 2 του παρόντος Νόμου. Άρθρ.5.-Δια Β.Δ/των, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Υγιεινής και Οικονομικών, δύναται να επεκτείνωνται εις την Δωδεκάνησον εν όλω ή εν μέρει αι περί Υγειονομικής Υπηρεσίας του Κράτους ισχύουσαι διατάΣελ. 517 509 Άσκηση Ιατρικού Επαγγέλματος 34.Ζ.α.12-13 ξεις, και αι περί ιδρύσεως εν αυτή Υγειονομικών Υπηρεσιών και Ιδρυμάτων. Άρθρ.6.-Μαθήτριαι των εν Δωδεκανήσω Μαιευτικών Σχολών διανύσασαι διετή τουλάχιστον φοίτησιν εν αυταίς, δύνανται να τύχωσιν τοπικής αδείας ασκήσεως του μαιευτικού επαγγέλματος εν Δωδεκανήσω δι’ αποφάσεως του Γενικού Διοικητού. Αι διανύσασαι μικρότερον χρόνον φοιτήσεως αλλ’ ουχί κατώτερον του έτους, δύνανται να τύχωσιν τοιαύτης τοπικής αδείας μετά συμπληρωματικήν εξάμηνον άσκησιν εις ανεγνωρισμένην Μαιευτικήν Κλινικήν. Άρθρ.7.-Πάσα λεπτομέρεια δια την εκτέλεσιν του παρόντος Νόμου καθορισθήσεται δια Β.Δ/τος εκδοθησομένου προτάσει του επί της υγιεινής Υπουργού. Ο παρών Νόμος ψηφισθείς υπό της Δ΄ Αναθεωρητικής Βουλής και παρ. ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.
332
71. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 547 της 26/31 Αυγ. 1962 (ΦΕΚ Α΄ 133) Περί συστάσεως οργανικών θέσεων δια την μονιμοποίησιν μη τακτικού προσωπικού του Υπουργείου Δημοσίων ΄Εργων συμφώνως προς τας διατάξεις του Ν.Δ. 4193/1961. 23.A.α.61-71 Υπουργείο Δημοσίων ΄Εργων
20
10. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Αριθ.ΓΥ 1987 της 7/8 Σεπτ. 1989 (ΦΕΚ Β΄ 672) Ατομικοί φάκελοι πολιτικών φρονημάτων. (Μετά τη σελ. 282) Σελ. 282,01 Τεύχος ΙΒ-4-2 Σελ. 93 282 283
37
104. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Αριθ. 2023661/2784/0022 της 8/25 Ιουν. 1989 (ΦΕΚ Β΄ 467) Καθορισμός αμοιβής των Προέδρων των Μόνιμων Επιτροπών Προμηθειών. Η άνω απόφαση κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως από την παρ. 1 άρθρ. 5 Νόμ. 1875/1921 Φεβρ. 1990 (ΦΕΚ Α΄ 21), (τόμ. 7Α σελ. 332,072).
5
16. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ.3088 της 6 Οκτ./11 Νοεμ.1954 Περί ιδρύσεως Ναυτικού Γυμνασίου εν Οινούσαις (Χίου). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄ ΕΙΔΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΄Ιδρυσις-Σκοπός-Προσόντα ΄Αρθρ.1-1. Ιδρύεται από του Σχολικού έτους 1954-55 εις την νήσον «Οινούσαι» πλήρες Γυμνάσιον ισότιμον προς τα λοιπά τα κατά τας διατάξεις του Α.Ν.1849/1939 ως ούτος ετροποποιήθη δια του Νόμ.1468/1944 εν τω Κράτει λειτουργούντα Γυμνάσια, υπό την επωνυμίαν «Ναυτικόν Γυμνάσιον «ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ και ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΠΑΤΕΡΑ». 2.Δια του ιδρυομένου τούτου Γυμνασίου επιδιώκεται αφ’ ενός μεν ο και των λοιπών Γυμνασίων του Κράτους επιδιωκόμενος σκοπός, αφ’ ετέρου δε η στοιχειώδης προπαρασκευή Σελ.413 των τροφίμων του εις το ναυτικόν εν γένει επάγγελμα. 3.Το απολυτήριον του Ναυτικού τούτου Γυμνασίου κατά πάντα ισότιμον προς το απολυτήριο των λοιπών εν τω Κράτει Γυμνασίων παρέχει το δικαίωμα της φοιτήσεως εις τας Ανωτάτας Σχολάς (Πανεπιστήμια, Πολυτεχνείον, Α.Σ.Ο.Ε.Ε), τας Στρατιωτικάς του Κράτους Σχολάς, τας Παιδαγωγικάς Ακαδημίας, την Ε.Α.Σ.Α. κλπ. κατόπιν επιτυχούς εισιτηρίου εξετάσεως, όπου κατά τας κειμένας διατάξεις προβλέπεται εισιτήριος εξέτασις. Τα αυτά ισχύουν και δια την ισοτιμίαν των ενδεικτικών του Ναυτικού Γυμνασίου. 4.Οι κάτοχοι απολυτηρίου του ναυτικού τούτου γυμνασίου δικαιούνται να προσέλθωσιν εις εξέτασιν δια την απόκτησιν μεν διπλώματος Πλοιάρχου τρίτης τάξεως μετά την συμπλήρωσιν θαλασσίας υπηρεσίας τριών ετών, δια την απόκτησιν δε διπλώματος Ραδιοτηλεγραφητού δευτέρας τάξεως μετά την συμπλήρωσιν θαλασσίας υπηρεσίας δώδεκα μηνών, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των ισχυουσών περί αποδεικτικών ναυτικής ικανότητος διατάξεων. 5.Το ναυτικόν Γυμνάσιον Οινουσών υπάγεται εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ασκούντος την εποπτείαν δια των αρμοδίων εκπαιδευτικών εποπτικών οργάνων του. Διδασκόμενα μαθήματα ΄Αρθρ.9.-Προς εκπλήρωσιν των υπό του εδαφ.1 του άρθρ.7 του παρόντος προβλεπομένων υποχρεώσεών της, η Διοικητική Επιτροπή ασκεί τας κάτωθι αρμοδιότητας: α)Επιμελείται της εν γένει συντηρήσεως του Διδακτηρίου. β) Φροντίζει δια τον αρτιώτερον εξοπλισμόν του Γυμνασίου δια των απαραιτήτων εποπτικών οργάνων και μηχανών. γ) Δια παν ζήτημα αφορών εις την αρτιωτέραν λειτουργίαν του Γυμνασίου, την τροποποίησιν του Αναλυτικού Προγράμματος, τον διορισμόν των διδασκόντων επί ωριαία αποζημιώσει κλπ. υποβάλλει προτάσεις προς το Κ.Δ.Γ.Σ.Ε. το ποίον και γνωματεύει επ’ αυτών προς το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εμπορικής Ναυτιλίας. δ) Προκαλεί δι’ αναφορών της την Επιθεώρησιν του διδακτικού προσωπικού επί τω τέλει της τοποθετήσεως των καταλληλοτέρων, ουδεμίαν απολύτως δικαιοδοσίαν έχουσα επί του διδακτικού προσωπικού του Γυμνασίου. Μόνον οι διδάσκοντες τα Ναυτικά μαθήματα επιθεωρούνται υπό εν ενεργεία αξιωματικών του Β.Ν. ή του Λιμενικού Σώματος, προτάσει πάντοτε του Υπ. Εμπορικής Ναυτιλίας. ε) Δικαιούται να δέχεται και να διαχειρίζεται εισφοράς ή δωρεάς εφοπλιστών ή άλλων προσώπων προοριζομένας δια τας ανάγκας των Ναυτικών Γυμνασίων, γενικώς και ειδικώτερον δια τας ανάγκας ωρισμένου εκ των Γυμνασίων τούτων. ς) Αποφασίζει περί του εις το μόνιμον διδακτικόν προσωπικόν καταβαλομένου εκ του Ταμείου της μηνιαίου επιδόματος. 32.Δ.ι.16 Διάφορα Γυμνάσια & Λύκεια ζ) Διαχειρίζεται την εκ του ειδικού προυπολογισμού του Υπουργείου Εθν. Παιδείας κεφαλ. «ενίσχυσις Σχολ. Ταμείου Μ.Ε.» παρεχομένην εις αυτήν επιχορήγησιν, ισόποσον τουλάχιστον προς την κατά το επόμενον εδάφιον καταβαλλομένην υπό του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. η) Διαχειρίζεται την υπό του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας παρεχομένην ετησίαν επιχορήγησιν δια τας ανάγκας των Ναυτικών Γυμνασίων. Το ποσόν της επιχορηγήσεως ταύτης καθορίζεται δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών των Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄ Μεταβατική Διάταξις ΄Αρθρ.10.-1.Κατά το σχολικόν έτος 1954-55 το Ναυτικόν Γυμνάσιον Οινουσών, θα λειτουργήση υπό την δια του παρόντος οριζομένην οργάνωσίν του, με τας τέσσαρας πρώτας τάξεις (Γ΄, Δ΄, Ε΄και Στ΄) συμπληρούμενον προοδευτικώς καθ’ έκαστον σχολικόν έτος και δι’ εκατέρας των λοιπών δύο τάξεων μέχρις ολοκληρώσεώς του. Κατ’ εξαίρεσιν αι Ζ΄ και Η΄ τάξεις κατά το σχολικόν έτος 1954-55 και Η΄ τάξις κατά το σχολικόν έτος 1955-56, θα λειτουργήσουν, ως μέχρι τούδε, ως τάξεις κλασικού Γυμνασίου. Κατά το σχολικόν έτος 1954-55 εις την Τρίτην τάξιν του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών, εγγράφονται μαθηταί και μαθήτριαι επιτυχούσαι εις τας κατά τας διατάξεις του από 17/7-7.8.54 Β.Δ/τος διεξαχθείσας εισιτηρίους εξετάσεις εις Δημόσια Γυμνάσια λειτουργούντα εις την ημεδαπήν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄ Ισχύς. ΄Αρθρ.11.-1.Καταργείται πάσα γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη εις το παρόν Ν.Δ/μα ή άλλως ρυθμίζουσα τα υπό του παρόντος θιγόμενα θέματα. Η ισχύς του παρόντος Ν.Δ/τος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σελ.417 Διάφορα Γυμνάσια & Λύκεια 32.Δ.ι.16 ΄Αρθρ.2.-1. Εν τω Ναυτικώ Γυμνασίω Οινουσών διδάσκονται εις τας τρεις μεν πρώτας τάξεις (Γ΄Δ΄ και Ε΄) τα εξής μαθήματα: 1)Θρησκευτικά, 2)Αρχαία Ελληνικά, 3)Νέα Ελληνικά, 4)Μαθηματικά, 5)Φυσικά, 6)Ιστορία, 7)Γεωγραφία, 8)Αγγλικά, 9)Τεχνικά, 10)Ωδική και 11)Γυμναστική. Εις τας λοιπάς δε τρεις ανωτέρας τάξεις (ΣΤ΄, Ζ΄ και Η΄) τα εξής μαθήματα: 1)Θρησκευτικά 2)Αρχαία Ελληνικά, 3)Νέα Ελληνικά, 4)Μαθηματικά, 5)Φυσικά, 6)Ιστορία, 7)Γεωγραφία, 8)Κοσμογραφία, 9) Αγγλικά, 10)Ιστορία Εμπορ.Ναυτικού, 11)Στοιχεία Ναυτιλίας και Ναυτικής Τέχνης, 12)Εμπορικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 13)Στοιχεία Ναυπηγίας και Μηχανών, 14)Τεχνικά, 15)Ωδική και 16)Γυμναστική. 2.Το αναλυτικόν και ωρολογιακόν πρόγραμμα του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών ως και πάσα λεπτομέρεια αναφερομένη εις το πρόγραμμα των διδαχθησομένων μαθημάτων κανονισθήσεται δια Β.Δ/τος εκδιδομένου υπό των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εμπορικής Ναυτιλίας μετά γνώμην του Κ.Δ.Γ.Σ.Ε. Σελ.414 3.Δια Β.Δ/τος εκδιδομένου υπό των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εμπορικής Ναυτιλίας, δύνανται μετά γνώμην του Κ.Δ.Γ.Ε. κατόπιν προτάσεως του Υουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας να αντικατασταθώσι ή να προστεθώσι μαθήματα ή κλάδοι τούτων αναγόμενοι εις την περί το ναυτικό προπαίδευσιν των μαθητών του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών. 4.Δια Β.Δ/των εκδιδομένων, προτάσει του επί της Εθνικής Παιδείας Υπουργού, δύνανται εις τας τρεις ανωτέρας τάξεις του Γυμνασίου, να συνιστώνται κεχωρισμένα τμήματα αρρένων και θηλέων. Δια των αυτών Δ/των καθορίζονται δια τα τμήματα θηλέων μαθήματα τινα αναγόμενα εις την συνήθη εγκύκλιον μόρφωσιν των θηλέων, αντί των κατά την παρ.1 του παρόντος άρθρου υπό στοιχ.10, 11, 12, 13 μαθημάτων ή διάφορον πρόγραμμα διδασκομένης ύλης εις έτερα μαθήματα, άνευ μεταβολής τινός της κατά το άρθρ.4 συνθέσεως του διδακτικού προσωπικού. Μαθηταί-Δικαίωμα εγγραφής ή μετεγγραφής. ΄Αρθρ.3.-1.Εις την τρίτην τάξιν του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών εγγράφονται κατόπιν επιτυχούς εισιτηρίου εξετάσεως διεξαγομένης κατά τας διατάξεις του από 30/1-1/2/1954 Β.Δ/τος οι έχοντες απολυτήριον εξαετούς δημοτικού σχολείου, προαγόμενοι από τάξεως εις τάξιν κατά τας ισχυούσας εκάστοτε περί των Σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως διατάξεις. 2.Μαθηταί και μαθήτριαι κάτοχοι αποδεικτικού μετεγγραφής εξ άλλου Γυμνασίου ή ενδεικτικού Γ΄ ή Δ΄ τάξεως άλλου Γυμνασίου εγγράφονται αντιστοίχως εις τας τρεις κατωτέρας τάξεις του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών άνευ εξετάσεως. Μαθηταί και μαθήτριαι έχοντες ενδεικτικόν Ε΄ τάξεως άλλου Γυμνασίου εγγράφονται εις το Ναυτικόν Γυμνάσιον Οινουσών εις την ΣΤ΄τάξιν κατόπιν επιτυχούς εξετάσεως εις την Αγγλικήν γλώσσαν. 32.Δ.ι.16 Διάφορα Γυμνάσια & Λύκεια 3.Μετεγγραφή μαθητών εις την ΣΤ΄ τάξιν του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών ή εγγραφή εις την Ζ΄ τάξιν αυτού μαθητών εξ άλλων Γυμνασίων προερχομένων, επιτρέπεται μόνον κατόπιν επιτυχούς κατατακτηρίου εξετάσεως, της οποίας αι λεπτομέρειαι κανονισθήσονται δια Β.Δ/τος εκδιδομένου υπό του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά γνώμην του Κ.Δ.Γ.Σ.Ε και πρότασιν του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Η μετεγγραφή μαθητών εις την Ζ΄ ή την Η΄ τάξιν ως και η εγγραφή εις την Η΄ τάξιν του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών επί τη βάσει ενδεικτικού Ζ΄ τάξεως άλλου Γυμνασίου δεν επιτρέπεται. Η εις τας αυτάς ως άνω τάξεις (Τμήματα θηλέων) εγγραφή μαθητριών κατόχων ενδεικτικών άλλων Γυμνασίων γίνεται κατόπιν επιτυχούς εξετάσεως μόνον εις την Αγγλικήν γλώσσαν. Μαθηταί και μαθήτριαι κάτοχοι μεν ενδεικτικού Γ΄, Δ΄, Ε΄ του Ναυτικού Γυμνασίου εγγράφονται άνευ εξετάσεως αντιστοίχως εις τας Α΄, Ε΄, ΣΤ΄ τάξιν άλλου Γυμνασίου, κάτοχοι δε ενδεικτικού ΣΤ΄ τάξεως του Ναυτικού Γυμνασίου εγγράφονται άνευ εξετάσεως εις την Ζ΄ τάξιν άλλων Γυμνασίων. Κάτοχοι ενδεικτικού Ζ΄ τάξεως του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών, εγγράφονται προκειμένου μεν περί κλασσικών Γυμνασίων κατόπιν κατατακτηρίων εξετάσεων εις τα Λατινικά και φιλοσοφικά, προκειμένου δε περί Τμημάτων πρακτικής, κατευθύνσεως άνευ κατατακτηρίου εξετάσεως. Διδακτικόν Προσωπικόν ΄Αρθρ.4.-1. Το διδακτικόν προσωπικόν του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών αποτελείται εκ του μονίμου καθηγητικού προσωπικού και εκ του επί ωριαία αποζημιώσει διδάσκοντος προσωπικού. 2.Το μόνιμον καθηγητικόν προσωπικόν αποτελείται: α) Εκ του Γυμνασιάρχου επί βαθμώ Διευθυντού Α΄ ή Β΄ τάξεως, Μαθηματικού ή Φυσικού. β) Εκ τεσσάρων πρωτοβαθμίων Φιλολόγων καθηγητών. γ) Ενός πρωτοβαθμίου Θεολόγου. δ) Ενός πρωτοβαθμίου φυσικού, αν ο Δ/ντής είναι Μαθηματικός ή ενός πρωτοβαθμίου Μαθηματικού, αν ο Δ/ντής είναι Φυσικός. ε) Εκ δύο Καθηγητών της Αγγλικής Γλώσσης. ς) Ενός καθηγητού της Σωματικής Αγωγής. 3.Δια την διδασκαλίαν των Ειδικών μαθημάτων προσλαμβάνονται επί ωριαία αποζημιώσει: α) Εις καθηγητής δια την διδασκαλίαν των στοιχείων Ναυτιλίας και Ναυτικής Τέχνης. β) Εις καθηγητής δια την διδασκαλίαν της Γεωγραφίας εις τας τρεις ανωτέρας τάξεις (ΣΤ΄, Ζ΄ και Η΄). γ) Εις καθηγητής δια την διδασκαλίαν του Ναυτικύ Εμπορικού Δικαίου. δ) Εις καθηγητής δια την διδασκαλίαν της Ιστορίας του Εμπορικού Ναυτικού. ε) Εις καθηγητής δια την διδασκαλίαν του μαθήματος των στοιχείων Ναυπηγίας και Μηχανών. ς) Εις καθηγητής δια την διδασκαλίαν του μαθήματος της Υγιεινής. ζ) Εις καθηγητής δια την διδασκαλίαν του μαθήματος της Ωδικής. η) Εις καθηγητής ή διδάσκαλος Τεχνικών και θ) Εις Επιμελητής δια την διδασκαλίαν των πρωροτικών έργων. Τα υπό τα στοιχ. α΄, β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ μαθήματα ή τινά τούτων δύνανται να διδάσκωνται και υπό του αυτού προσώπου αν τούτο συγκεντροί τα απαιτούμενα προσόντα. Οι υπό τα στοιχ. ς΄ και ζ΄ και η΄ διδάσκοντες δεν απαγορεύεται να είναι δημόσιοι υπάλληλοι της αρμοδιότητος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 4.Το μόνιμον διδακτικόν προσωπικόν συμπεριλαμβάνεται εις το υπό των διατάξεων του Νόμ.2663/1953 αριθμόν προβλεπομένων θέσεων. 5.Οι κατά τας διατάξεις του εδαφ.3 του παρόντος άρθρου διδάσκοντες επί ωριαία αποζημιώσει διορίζονται μετά πρότασιν της συμφώνως προς το άρθρ.8 του παρόντος Ν.Δ/τος συγκροτουμένης Διοικητικής Επιτροπής διαπράξεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προτιμωμένων των εν ενεργεία ή αποστρατεία Αξιωματικών του Β.Ν. ή του Λιμενικού Σώματος, απαιτουμένης δια τους εν ενεργεία της συγκαταθέσεως του οικείου Υπουργού. Τα ποσά των ωριαίων αποζημιώσεων καθορίζονται: δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Εμπορικής Ναυτιλίας και καταβάλλονται υπό της κατά το άρθρ.8 Διοικητικής Επιτροπής εκ των πόρων αυτής. 6.Η διδασκαλία της Γεωγραφίας ανατίθεται κατά προτίμησιν εις τον Λιμενάρχην Χίου επί ωριαία αποζημιώσει. Δια την θέσιν δε του Επιμελητού των πρωρατικών έργων, προτιμάται απόστρατος αξιωματικός ή υπαξιωματικός των αρμένων του Β.Ν. ή κατάλληλος ναυτικός κάτοχος πτυχίου Ναυκλήρου ή Κυβερνήτου Α΄ τάξεως του Ε.Ν. Υπηρετικόν Προσωπικόν ΄Αρθρ.5.-1.Εις τον Επιμελητήν της διδασκαλίας των Πρωρατικών ΄Εργων, δύνανται δια πράξεως της Διοικητικής Επιτροπής να ανατίθενται και καθήκοντα επιστάτου του Γυμνασίου επί αποζημιώσει οριζομένη και καταβαλλομένη υπό της Δ. Επιτροπής του άρθρ.8 του παρόντος Ν.Δ/τος. 2.Δια πράξεως της ιδίας Διοικητικής Επιτροπής διορίζεται επί συμβάσει η καθαρίστρια του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών. (Αντί της Σελ.415) Σελ.415(α) 267-137 Διάφορα Γυμνάσια & Λύκεια 32.Δ.ι.16 Σχολική Εφορεία. ΄Αρθρ.6.-Την Σχολικήν Εφορείαν του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών έχουσαν πάντα τα καθήκοντα και τας αρμοδιότητας των υπό των διατάξεων του Νόμ.5019 ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια μεταγενεστέρων διατάξεων, προβλεπομένων Σχολικών Εφορειών αποτελούσιν: 1)Ο Εκάστοτε Γυμνασιάρχης 2)Ο εκάστοτε Λιμενάρχης Χίου και 3)Εκπρόσωπος της Κοινότητος Οινουσών οριζόμενος υπό του Κοινοτικού Συμβουλίου Οινουσών. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄ Γενικαί διατάξεις ΄Ιδρυσις άλλων Ναυτικών Γυμνασίων. ΄Αρθρ.7.-Δια Β.Δ/των εκδιδομένων υπό Υπουργών των Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και της Εμπορικής Ναυτιλίας, μετά γνώμην του γνωμοδοτικού Συμβουλίου Ε.Ν. και του Κ.Δ.Γ.Σ.Ε. δύνανται να ιδρύωνται και εις άλλας Ναυτικάς περιοχάς του Κράτους μέχρι τριών εισέτι Γυμνάσια τύπου του Ναυτικού Γυμνασίου Οινουσών καταργουμένων αντιστοίχως ισαρίθμων σχολείων Μέσης Εκπαιδεύσεως, εφ’ όσον συντρέχουν οικονομικαί και λοιπαί προύποθέσεις ως οι υφιστάμεναι εις την περίπτωσιν του Γυμνασίου Οινουσών. 2.Δια τα ούτω ιδρυόμενα Ναυτικά Γυμνάσια έχουσιν ισχύν αι διατάξεις του παρόντος Ν. Δ/τος εφαρμοζόμεναι αναλόγως. Διοικητική Επιτροπή Ναυτικών Γυμνασίων. ΄Αρθρ.8.-1.Την επιμέλειαν της αρτιωτέρας λειτουργίας και της αμεσωτέρας ικανοποιήσεως των αναγκών των Ναυτικών Γυμνασίων ασκεί Διοικητική Επιτροπή, εδρεύουσα εν Αθήναις. 2.Η Διοικητική αύτη Επιτροπή συγκροτείται: «α)εξ ενός αντιπροσώπου του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, β) εξ ενός ανωτέρου Λιμενικού Αξιωματικού ως αντιπροσώπου του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, γ) εξ ενός αντιπροσώπου των εφοπλιστών, προτεινομένου υπό της Ενώσεως των Ελλήνων Εφοπλιστών και διοριζομένου υπό του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, δ) εξ ενός αντιπροσώπου των πλοιάρχων του Ε.Ν. προτεινομένου υπό της Πανελληνίου Επαγγελματικής Ενώσεως των Πλοιάρχων Ε.Ν. και διοριζομένου υπό του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ε) εξ ενός εκάστοτε αντιπροσώπου του Δήμου ή της Κοινότητος της έδρας του Ναυτικού Γυμνασίου προτεινομένου υπό του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου και μετέχοντος οσάκις συζητούνται θέματα του αντιστοίχου Ναυτικού Γυμνασίου. Πρόεδρος της Επιτροπής εκλέγεται ο αντιπρόσωπος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, Σελ.416(α) Αντιπρόεδρος δε ο αντιπρόσωπος του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, Γενικός Γραμματεύς και Ταμίας εκλέγονται ανά εις εκ των λοιπών μελών κατά την συγκρότησιν της Επιτροπής εις σώμα. Χρέη Γραμματέως της Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Διευθύνσεως Μέσης Εκπαιδεύσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, οριζόμενος υπό του Υπουργού». Η σύνθεσις της Διοικητικής Επιτροπής ετροποποιήθη ως άνω δια της παρ.2 άρθρ.11 Β.Δ. 442 της 29/31 Μαΐου 1965 (ανωτ. σελ. 44,39). Αρμοδιότης και καθήκοντα της Δ. Επιτροπής.
41
35. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 342 της 30 Απρ./14 Μαΐου 1970 (ΦΕΚ Α' 107) Περί του τρόπου διακανονισμού χρεών εκ προσφυγής αποκαταστάσεως, συνεπεία του Ν.Δ 4546/66. Έχοντες υπόψη: 1)Τας σχετικάς διατάξεις του άρθρ. 67 του υπ’ αριθ. 321/69 Ν.Δ. «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», εν συσχετισμώ προς τας τοιαύτας του Β.Δ.757/1969, 2)τας διατάξεις του άρθρ. 5 του υπ’ αριθ. 4546/1966 Ν.Δ., 3)την υπ’ αριθ. 223/1970 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου Υπουργού των Οικονομικών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.Ο διακανονισμός των βεβαιωθέντων προ της 24.9.66 και μη εξοφληθέντων μέχρι τούδε χρεών, προερχομένων εκ της αποκαταστάσεως αστών προσφύγων, θα ενεργήται εφεξής κατά τας διατάξεις του παρόντος. Άρθρ.2.-1.Η προβλεπομένη υπό των διατάξεων του άρθρ. 5 του Ν.Δ. 4546/66 μείωσις των βεβαιωθέντων υπέρ Τ.Α.Π.Α.Π. και μη εξοφληθέντων χρεών των αστών προσφύγων, ενεργηθήσεται βάσει αποφάσεως εκδιδομένης υπό των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, εμφαινούσης τα στοιχεία του οφειλέτου, το αρχικώς βεβαιωθέν επ’ ονόματι του ποσόν και το προς μείωσιν τοιούτον. 2.Το οικείον Δημόσιον Ταμείον Εισπράξεως, βάσει της κατά τ’ ανωτέρω αποφάσεως, θα προέλθη δια πράξεως του, κοινοποιουμένης και εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Υπουργείου Κοινων. Υπηρεσιών, εις την διαγραφήν, εκ της μερίδας του οφειλέτου, της παρεχομένης μειώσεως, την αφαίρεσιν του συνόλου των τυχόν καταβολών από της βεβαιώσεως μέχρι της ημέρας του διακανονισμού, περιλαμβανομένων και των τυχόν προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής μετά την 24.9.1966, σημειουμένων τούτων κατά την εκκαθάρισιν υπό του Δημοσίου Ταμείου, την αναγραφήν του τελικού υπολοίπου και τον καθορισμόν του αριθμού των εξαμηνιαίων δόσεων του ούτω οφειλομένου πλέον ποσού, συμφώνως προς τα καθαρισθέντα. Άρθρ.3.-Εν περιπτώσει καθ’ ην το καταβληθέν παρά του οφειλέτου ποσόν είναι μείζον του υπολοίπου, επιστρέφεται υπό του Υπουργείου Κοινων. Υπηρεσιών, οίκοθεν δια τακτικού χρηματικού εντάλματος, ως αχρεωστήτως καταβληθέν με δικαιολογητικόν την ανωτέρω πράξιν διακανονισμού, μόνον εάν τούτο κατεβλήθη μετά την 24.9.1966, άνευ προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής, εφ’ όσον αύται υπελογίσθησαν ως κεφάλαιον της οφειλής κατά τον διακανονισμόν. Άρθρ.4.-Τα βεβαιωθησόμενα εφεξής υπέρ Τ.Α.Π.Α.Π., χρέη βεβαιούνται υπό Κεφ. 5. Άρθρ. 1, του Προϋπολογισμού τούτου τα δε ήδη βεβαιωθέντα υπό διάφορα Κεφάλαια και άρθρα, εκτός του υπό Κεφ. 5 Άρθρ. 3, ως και τα βεβαιωθέντα υπό λογαριασμόν «χρέη πληρωτέα εις δόσεις», καταργουμένου τούτου εν προκειμένω, επαναβεβαιούνται οίκοθεν εις το ανωτέρω Κεφ. και άρθρον. Εις τον Ημέτερον επί των Οικονομικών Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. (Αντί της σελ. 358,03) Σελ. 358,03 Τεύχος 385–Σελ. 17 83 Αποκατάστασις Αστών Προσφύγων 35Α.Ζ.α.35 84 Αποκατάστασις Αστών Προσφύγων 35Α.Ζ.α.35
303
21. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1066 της 7/15 Νοεμ.1977 (ΦΕΚ Α' 351) (Διόρθ. Ημαρτ. ΦΕΚ Α' 285/1977). Περί συστάσεως θέσεων παρασκευαστών εις την Φυσικομαθηματικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Άρθρον μόνον.-Εις τα Εργαστήρια: α) Εφηρμοσμένης Φυσικής, β) Φυσικής Χημείας και γ) Α΄ Θεωρητικής Φυσικής της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων συνιστάται ανά μία θέσις παρασκευαστού, προστιθεμένη εις τας υπό του Β.Δ. 413/1971 προβλεπομένας ομοίας. Εις τον Υπουργόν Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Π.Δ/τος. 22. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ.1068 της 7/15 Νοεμ.1977 (ΦΕΚ Α' 351) Περί συστάσεως θέσεως διδασκάλου σχεδιογραφίας εις την Φυσικομαθηματικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Άρθρον μόνον.-1.Συνιστάται εις την Φυσικομαθηματικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων μία θέσις διδασκάλου σχεδιογραφίας επί βαθμοίς 7ω-2ω. 2.Τυπικά προσόντα διορισμού εις την δια του παρόντος ιδρυομένην θέσιν ορίζονται πτυχίον Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και διετής ανάλογος προς την θέσιν προϋπηρεσία. Εις τον επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Π.Δ/τος. Σελ. 636,286(α) Τεύχος 694–Σελ. 128
230
7. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 907 της 9/25 Νοεμ. 1965 (ΦΕΚ Α’ 217) Περί συστάσεως Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής εις το Περιφερειακόν Υποκ/μα Συντάξεων Περιοχής Αθηνών του Ι.Κ.Α. Έχοντες υπ’ όψιν: 1)Τας διατάξεις του άρθρ. 3 παρ. 4 του Ν.Δ. 2698/53 «περί διοικήσεως του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μεταρρυθμίσεως της περί αυτού νομοθεσίας ως και άλλων τινών διατάξεων». 2)Την υπ’ αριθ. 913/1965 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας προτάσει του Ημετέρου επί της Εργασίας Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον μόνον.-Παρά τω Περιφερειακώ Υποκ/τι Συντάξεων περιοχής Αθηνών του Ι.Κ.Α. συνιστάται εξαμελής Τοπική Διοικητική Επιτροπή αποτελουμένη: α)Εξ ενός δικαστικού ή ανωτέρω Δημοσίου υπαλλήλου ως Προέδρου. β)Εκ δυο αντιπροσώπων των ησφαλισμένων. γ)Εκ δύο αντιπροσώπων των εργοδοτών και δ)Εξ ενός προσώπου έχοντος πείραν εις τα θέματα της Κοινωνικής Πολιτικής. Κατά τα λοιπά ισχύουν αι σχετικαί περί Τ.Δ.Ε. του Ι.Κ.Α. διατάξεις και η υπ’ αριθ. 85595/23-9-64 απόφασις του Υπουργού Εργασίας. Σελ. 350,04(β) Τεύχος 1301 – Σελ. 58
91
1α. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 3329 της 21/25 Αυγ. 1955 Περί συστάσεως Σώματος Ορκωτών Λογιστών. Σκοπός Άρθρ.1.-Προς τον σκοπόν ασκήσεως διαχειριστικού ελέγχου των πάσης φύσεως οικονομικών οργανισμών της χώρας ιδρύεται Σώμα Ελλήνων Ορκωτών Λογιστών, του οποίου η σύνθεσις, οι όροι λειτουργίας, ο τρόπος του διορισμού των μελών αυτού και ειδικώτερον τα έργα, ορίζονται εν τοις επομένοις άρθροις του παρόντος Ν.Δ/τος. Υποχρεωτική χρησιμοποίησις Άρθρ.6.-1.Το Σώμα Ελλ. Ορκωτών Λογιστών διοικείται και ελέγχεται υπό Εποπτικού Συμβουλίου αναφερομένου εν τω παρόντι Ε.Σ. και συντιθεμένου εκ: «α)Ενός καθηγητού της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.) ή Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής. β)Ενός Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. γ)Του Προέδρου του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, και. δ)Δύο προσώπων εξ ανωτάτων ή ανωτέρων κρατικών λειτουργών ή εξ ιδιωτών εχόντων ειδικάς γνώσεις και εμπειρίαν. Τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου, μετ’ ισαρίθμων αναπληρωματικών διορίζονται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Δια της αυτής αποφάσεως ορίζεται και ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου εκ των ανωτέρω μελών. Χρέη γραμματέως εκτελεί εις εκ των Βοηθών ή Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών, οριζόμενος υπό του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας. Η θητεία των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, του Προέδρου και του Αντιπροέδρου αυτού, είναι τετραετής». Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 2 Ν.Δ. 63/1973 (κατωτ. αριθ. 10). 2.Το Ε.Σ. έχει τας κατωτέρω αρμοδιότητας: α)Διορίζει τους αποτελούντας το Σώμα Ορκωτούς Λογιστάς, τους βοηθούς και τους δοκίμους ορκωτούς λογιστάς. «β)Κανονίζει τα της διεξαγωγής των εξετάσεων, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρ. 10, όπως ισχύει, και ορίζει τις εξεταστικές επιτροπές». Η περίπτ. β΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 3 Π.Δ. 15/3-5 Ιαν. 1989 (ΦΕΚ Α΄ 5), (Διόρθ. Σφαλμ.στο ΦΕΚ Α΄ 24/26-1-89), κατωτ. αριθ. 17. γ)Εκδίδει τους κανονισμούς και γενικάς οδηγίας τας αφορώσας την άσκησιν του επαγγέλματος και την ενέργειαν εν γένει του κατά τον παρόντα νόμον ελέγχου. Ειδικώτερον ο μετέχων του Ε.Σ. Άγγλος ορκωτός λογιστής, καταρτίζει και εισηγείται εις τούτο τας εκάστοτε εκδιδομένας γενικάς οδηγίας δ)Ασκεί εποπτείαν και έλεγχον επί του Σώματος και του υπ’ αυτού ασκουμένου έργου. «Η αληθής έννοια του άρθρ. 6 παρ. 2 εδ. δ΄ του Ν.Δ. 3329/55 είναι ότι: (Αντί για τη σελ. 108,661) Σελ. 108,661(α) Τεύχος ΙΑ-12-3 Σελ. 11 Σώμα Ορκωτών Λογιστών 12.Ε.α.1α Το Εποπτικόν Συμβούλιον εποπτεύει και ελέγχει τας εργασίας του Σώματος, εκδίδει γενικάς και ειδικάς οδηγίας, είτε απ’ ευθείας, είτε δια των Τεχν. Συμβούλων ως προς τον έλεγχον των ασκούμενον επί του έργου των Ορκωτών Λογιστών, υπέχον την περί ης το άρθρ. 12 παρ. 5 υποχρέωσιν εχεμυθείας. Μέχρις ου τεθή εν εφαρμογή η υπό του άρθρ. 8 του Ν.Δ. 3329/1955 προβλεπομένη μεταβίβασις αρμοδιοτήτων του Εποπτικού Συμβουλίου προς την Διοικούσαν Επιτροπήν του Σώματος, το Εποπτικόν Συμβούλιον εκδίδον τους αναγκαίους κανονισμούς και οδηγίας θα ρυθμίζη δι’ αυτών τα του τρόπου της ασκήσεως του ελέγχου επί του έργου των Ορκωτών Λογιστών, τα της υποβολής των εκθέσεων τούτων, τα της τηρήσεως αρχείου των εκθέσεων τούτων παρά τω Σώματι και εν γένει πάσαν περίπτωσιν αποσκοπούσαν την εφαρμογήν της διατάξεως ταύτης» (άρθρ. 8 Ν.Δ. 4107/1960, κατωτ. αριθ. 3). ε)Καθορίζει δια γενικών ειδικών αποφάσεων την εις εκάστην περίπτωσιν αμοιβήν του ορκωτού λογιστού κατά τας διατάξεις του άρθρ. 14 του παρόντος. ς)Ασκεί την πειθαρχικήν εξουσίαν επί των ορκωτών λογιστών βοηθών και δοκίμων αυτών, κατά τας διατάξεις εκδοθησομένου κανονισμού, προκειμένου περί παραπτωμάτων μη συνεπαγομένων διαγραφήν εκ του Σώματος. ζ)Αποφασίζει την διαγραφήν εκ του Σώματος παντός ορκωτού λογιστού βοηθού ή δοκίμου ορκωτού λογιστού κατά τας διατάξεις του άρθρ. 16 του παρόντος. 3.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου θέλουσι καθορισθή τα της λειτουργίας του Ε.Σ. και αποζημιώσεως των μελών αυτού και του Γραμματέως εκ του εν άρθρ. 14 του παρόντος νόμου λογαριασμού. 4.Μετά παρέλευσιν τετραετίας από της ισχύος του παρόντος νόμου δια Β.Δ/τος εκδοθησομένου προτάσει των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου καθορισθήσεται η σύνθεσις του Ε.Σ., επιτρεπομένης της συμμετοχής εις αυτό ορκωτών λογιστών πλειόνων του ενός. Σύνθεσης Σώματος Ορκωτών Λογιστών Άρθρ.7.-1.Το Σώμα Ορκωτών Λογιστών αποτελείται από τους ορκωτούς λογιστάς, τους βοηθούς ορκωτούς λογιστάς και τους δοκίμους ορκωτούς λογιστάς. Σελ. 108,662(α) Τεύχος ΙΑ-12-3 Σελ. 12 2.Ο ορκωτός λογιστής ασκεί τας εν άρθρ. 2 και 3 αναφερομένας εργασίας. Ούτος βοηθείται εις το έργον του υπό βοηθών και δοκίμων ορκωτών λογιστών. Βοηθός και δόκιμος ορκωτός λογιστής είναι το πρόσωπον το οποίον κατ’ επάγγελμα ενεργεί τας εν άρθρ. 2 και 3 αναφερομένας εργασίας επ’ ονόματι, δια λογαριασμόν και υπ’ ευθύνην του ορκωτού λογιστού. 3.Έκαστος ορκωτός λογιστής δικαιούται ν’ απασχολή κατ’ ανώτατον όριον α)μέχρι 3 βοηθών και β)μέχρι 4 δοκίμων. 4.Ο ορκωτός λογιστής δικαιούται το κατά την κρίσιν του πρόσθετον βοηθητικόν προσωπικόν, το οποίον όμως δεν δικαιούται να διενεργή έλεγχον. Λειτουργία και Διοίκησης Σώματος Ορκωτών Λογιστών Άρθρ.8.-Το Σώμα των ορκωτών λογιστών δικαιούται να συνέρχεται και να συνεδριάζη επί θεμάτων αφορώντων την άσκησιν του επαγγέλματος των μελών του. Κατά τας συνεδριάσεις λαμβάνουσι μέρος οι ορκωτοί λογισταί και και οι βοηθοί αυτών. Το Σώμα των ορκωτών λογιστών εκλέγει ανά τριετίαν τον πρόεδρον αυτού και τετραμελή διοικούσαν Επιτροπή. Επί παντός θέματος τιθεμένου υπό την κρίσιν του Σώματος δικαίωμα ψήφου έχουσι μόνον οι ορκωτοί λογισταί. Εν των τεσσάρων μελών της διοικούσης Επιτροπής είναι βοηθός εκλεγόμενος δι’ ειδικής αυτοτελούς ψηφοφορίας των βοηθών του Σώματος. Το Σώμα δικαιούται να υποβάλη τας γνώμας του ως προς την άσκησιν του κατά το παρόν Ν.Δ/μα ελέγχου εις το Ε.Σ. είτε αυτεπαγγέλτως είτε προσκλήσει του Συμβουλίου τούτου. Μετά παρέλευσιν τριετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος Ν.Δ/τος το Ε.Σ. δύναται να μεταβιβάζη βαθμιαίως εις την Διοικούσαν Επιτροπήν του Σώματος, μετ’ έγκρισιν των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, μέρος των κατά το άρθρ. 6 αρμοδιοτήτων αυτού. 12.Ε.α.1α Σώμα Ορκωτών Λογιστών Αριθμός Ορκωτών Λογιστών βοηθών και Δοκίμων Άρθρ.9.-1.Ο αριθμός των ορκωτών λογιστών ορίζεται κατά το πρώτον έτος από της ισχύος του παρόντος Ν.Δ/τος εις 10. Μετά την πάροδον του έτους ο αριθμός τούτων δύναται ν’ αυξηθή δι’ αποφάσεως του Ε.Σ. μέχρις 20. Μετά πάροδον δε διετίας δύναται κατά τον αυτόν τρόπον ν’ αυξηθή μέχρι 25 και μετά πάροδον πέντε από της ισχύος του παρόντος ετών ο αριθμός των ορκωτών λογιστών, των βοηθών και των δοκίμων καθορίζεται δια του κατά το άρθρ. 6 παρ. 4 εκδοθησομένου Β.Δ/τος. Ο αριθμός των Ορκωτών Λογιστών ωρίσθη ως ακολούθως: α)Δια του Β.Δ. 10 της 20 Δεκ. 1969/14 Ιαν. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 4) εις 20. β)Δια του Β.Δ. 659 της 7/30 Οκτ. 1972 (ΦΕΚ Α΄ 188) εις 25. γ)Δια του Π.Δ. 64 της 26/31 Ιαν. 1976 (ΦΕΚ Α΄ 18) εις 30. δ)Δια του Π.Δ. 216 της 9/28 Μαρτ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 62) εις 35. ε)Με το άρθρο μόνο Π.Δ. 691/29 Αυγ.-1 Σεπτ. 1979 (ΦΕΚ Α΄ 202) σε 45. 2.Ο αριθμός των βοηθών και δοκίμων ορκωτών λογιστών ορίζεται δι’ αποφάσεως του Ε.Σ. εντός των υπό του άρθρ. 7 και παρ. 3 καθοριζομένων ορίων. 3.Δύο ή πλείονες ορκωτοί λογισταί δύνανται αδεία του Ε.Σ. να ιδρύσωσι κοινόν γραφείον, αναλόγως δε προς τον αριθμόν των ορκωτών λογιστών ορίζεται και το ανώτατον όριον του υπό του κοινού γραφείου απασχολουμένου προσωπικού βοηθών και δοκίμων. Προσόντα διορισμού «Άρθρ.10.-1.Ορκωτός Λογιστής διορίζεται κάθε μέλος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, που έχει συμπληρώσει τριετή επιτυχή υπηρεσία ως Βοηθός Ορκωτός Λογιστής και έχει τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α)Έχει πτυχίο της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών ή των Ανωτάτων Βιομηχανικών Σχολών ή της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών, καθώς και των τμημάτων Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών Ελληνικών Πανεπιστημίων ή ισοτίμων και ομοταγών Σχολών της αλλοδαπής, εφόσον διδάχθηκε σαν κύριο μάθημα τη Λογιστική. β)Έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 11 έτη ως μέλος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, από τα οποία τα 8 τουλάχιστον αφορούν πρακτική άσκηση πάνω στον έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης ή των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων συνόλων επιχειρήσεων, υπό την άμεση επίβλεψη και τις οδηγίες Ορκωτού Λογιστή. γ)Έχει επιτύχει σε εξετάσεις που διοργανώνονται από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, σύμφωνα με την παρακάτω παρ. 8. Κατά την είσοδο στο Σώμα Ορκωτών Λογιστών για την πλήρωση θέσεων Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Β΄ Τάξεως διενεργείται διαγωνισμός. Για την προαγωγή Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Β΄ Τάξεως σε θέσεις Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Α΄ Τάξεως καθώς και για την προαγωγή των τελευταίων σε θέσεις Βοηθών Ορκωτών Λογιστών διενεργούνται εξετάσεις. Με τους διαγωνισμούς και τις εξετάσεις αυτές διαπιστώνεται η επάρκεια των αναγκαίων θεωρητικών γνώσεων για την διενέργεια των ελέγχων που προβλέπονται από το άρθρ. 2 του παρόντος, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, καθώς και η ικανότητα εφαρμογής των γνώσεων αυτών στην πρακτική του ελέγχου. Ο έλεγχος των θεωρητικών γνώσεων, που περιλαμβάνεται στις εξετάσεις, αφορά ειδικότερα τους ακόλουθους τομείς: -Λογιστικό έλεγχο -Ανάλυση και κριτική των ετήσιων λογαριασμών. -Γενική λογιστική. -Ενοποιημένους λογαριασμούς. -Αναλυτική λογιστική εκμετάλλευσης και λογιστική διαχείρισης. -Εσωτερικό έλεγχο. -Κανόνες που αφορούν την κατάρτιση των ετήσιων λογαριασμών και των ενοποιημένων λογαριασμών, καθώς και τρόπους (μεθόδους) αποτίμησης των κονδυλίων του ισολογισμού και προσδιορισμού των αποτελεσμάτων. -Νομικούς και επαγγελματικούς κανόνες που αφορούν το νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγραφών, καθώς και τα πρόσωπα που διενεργούν αυτό τον έλεγχο. Επίσης, στο βαθμό που αφορούν τον έλεγχο των λογαριασμών: -Δίκαιο των εταιρειών. -Πτωχευτικό δίκαιο, και δίκαιο ανάλογων διαδικασιών. -Φορολογικό δίκαιο. -Αστικό και εμπορικό δίκαιο. -Εργατικό δίκαιο και δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων. -Συστήματα πληροφοριών και πληροφορική. -Οικονομική των επιχειρήσεων, πολιτική οικονομία και χρηματοοικονομικά. -Μαθηματικά και στατιστική. -Βασικές αρχές οικονομικής διαχείρισης των επιχειρήσεων. (Μετά τη σελ. 108,662(α) Σελ. 108,663 Τεύχος ΙΑ-12-3 Σελ. 13 Σώμα Ορκωτών Λογιστών 12.Ε.α.1α 2.Βοηθός Ορκωτός Λογιστής διορίζεται κάθε μέλος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον πενταετή επιτυχή υπηρεσία ως Δόκιμος Ορκωτός Λογιστής Α΄ Τάξεως και έχει τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α)Έχει πτυχίο της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών ή των Ανωτάτων Βιομηχανικών Σχολών ή της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών, καθώς και των τμημάτων Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών Ελληνικών Πανεπιστημίων ή ισοτίμων και ομοταγών Σχολών της αλλοδαπής, εφόσον διδάχθηκε σαν κύριο μάθημα τη Λογιστική. β)Έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 8 έτη ως μέλος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, από τα οποία τα 5 τουλάχιστον αφορούν πρακτική άσκηση πάνω στον έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης ή των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων συνόλων επιχειρήσεων, υπό την άμεση επίβλεψη και τις οδηγίες Ορκωτού Λογιστή. γ)Έχει επιτύχει σε εξετάσεις που διοργανώνονται από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περίπτ. γ΄ της προηγούμενης παρ. 1 και στην παρακάτω παρ. 8. 3.Δόκιμος Ορκωτός Λογιστής Α΄ Τάξεως, διορίζεται κάθε μέλος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον τριετή ευδόκιμη υπηρεσία ως Δόκιμος Ορκωτός Λογιστής Β΄ Τάξεως και έχει τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α)Πτυχίο της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών ή των Ανωτάτων Βιομηχανικών Σχολών ή της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών καθώς και των τμημάτων Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών Ελληνικών Πανεπιστημίων ή ισοτίμων και ομοταγών Σχολών της αλλοδαπής, εφόσον διδάχθηκε σαν κύριο μάθημα τη Λογιστική. β)Έχει επιτύχει σε εξετάσεις που διοργανώνονται από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περίπτ. γ΄ της πιο πάνω παρ. 1 και στην παρακάτω παρ. 8. 4.Δόκιμος Ορκωτός Λογιστής Β΄ Τάξεως, διορίζεται αυτός που έχει τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α)Πτυχίο της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών ή των Ανωτάτων Βιομηχανικών Σχολών ή της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών, καθώς και των τμημάτων Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών Ελληνικών Πανεπιστημίων ή ισοτίμων και ομοταγών Σχολών της αλλοδαπής, εφόσον διδάχθηκε σαν κύριο μάθημα τη Λογιστική. β)Ηλικία όχι ανώτερη των 32 ετών. Σελ. 108,664 Τεύχος ΙΑ-12-3 Σελ. 14 γ)Έχει επιτύχει σε διαγωνισμό που διοργανώνεται από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περίπτ. γ΄ της πιο πάνω παρ. 1 και στην παρακάτω παρ. 8. Στο διαγωνισμό αυτό εξετάζεται και μία ξένη γλώσσα, από τις επίσημες γλώσσες της ΕΟΚ. δ)Να είναι υγιής. ε)Να μην υπάρχουν κωλύματα από στρατιωτικές υποχρεώσεις ή από ποινική καταδίκη ή απαγόρευση και δικαστική αντίληψη, προβλεπόμενα από τα άρθρ. 21 και 22 του ΠΔ 611/1977 (ΦΕΚ 198/Α/1977). 5.Οι ορκωτοί Λογιστές, οι Βοηθοί Ορκωτοί Λογιστές και οι Δόκιμοι Ορκωτοί Λογιστές Α΄ και Β΄ Τάξεως, διορίζονται από πρόσωπα τα οποία έχουν, εκτός από τα ειδικά προσόντα των προηγούμενων παρ. 1-4, πρωτίστως ανεπίληπτο ήθος και αναμφισβήτητο αρετή. Για τη συνδρομή του προσόντος αυτού κρίνει το Εποπτικό Συμβούλιο. 6.Οι Ορκωτοί Λογιστές, οι Βοηθοί Ορκωτοί Λογιστές και οι Δόκιμοι Ορκωτοί Λογιστές, Α΄ και Β΄ Τάξεως, διορίζονται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 12.Ε.α.1α Σώμα Ορκωτών Λογιστών 7.Ο Βοηθός Ορκωτός Λογιστής και ο Δόκιμος Ορκωτός Λογιστής Α΄ και Β΄ Τάξεως, διορίζονται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου και ύστερα από γνώμη του Ορκωτού Λογιστή, ο οποίος πρόκειται να τους προσλάβει και ο οποίος υποχρεούται να τους υποδείξει από τον πίνακα των επιτυχόντων στις εξετάσεις. 8.α)Για την πλήρωση κενών θέσεων αποφασίζει το Εποπτικό Συμβούλιο. Εκτός από τις θέσεις των Δόκιμων Ορκωτών Λογιστών Β΄ Τάξεως, οι οποίες πληρούνται κατόπιν διαγωνισμού, όλες οι λοιπές θέσεις Ορκωτών Λογιστών Βοηθών Ορκωτών Λογιστών και Δόκιμων Ορκωτών Λογιστών Α΄ Τάξεως πληρούνται με προαγωγή κατ’ απόλυτη εκλογή, από τα μέλη του Σώματος Ορκωτών Λογιστών που έχουν τα νόμιμα προσόντα. β)Για την προαγωγή Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Β΄ και Α΄ Τάξεως σε θέσεις Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Α΄ Τάξεως και Βοηθών Ορκωτών Λογιστών, αντίστοιχα, απαιτείται οι προαγόμενοι να έχουν επιτύχει και στις εξετάσεις των επί μέρους τομέων γνώσεων, που καθορίζονται στις επόμενες περίπτ. γ και δ. Σε περίπτωση που ο υποψήφιος για προαγωγή Δόκιμος Ορκωτός Λογιστής Β΄ τάξεως αποτύχει στις εξετάσεις αυτές 3 φορές διαγράφεται από μέλος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών. Σε περίπτωση που ο υποψήφιος για προαγωγή Δόκιμος Ορκωτός Λογιστής Α΄ Τάξεως αποτύχει 3 φορές στις εξετάσεις χάνει το δικαίωμα συμμετοχής του σε επόμενες εξετάσεις. γ)Με κανονισμό που εκδίδεται από το Εποπτικό Συμβούλιο, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Διοικούσας Επιτροπής του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται: αα)Οι επιμέρους τομείς γνώσεων της πιο πάνω παρ. 1 περίπτ. γ΄ στους οποίους η επιτυχής εξέταση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτ. β, προαγωγή των Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Β΄ και Α΄ Τάξεως σε θέσεις Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Α΄ Τάξεως και Βοηθών Ορκωτών Λογιστών, αντίστοιχα. ββ)Ο απαιτούμενος χρόνος πρακτικής άσκησης, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ετών, για τη δυνατότητα συμμετοχής των μελών του Σώματος Ορκωτών Λογιστών στις εξετάσεις των επιμέρους τομέων γνώσεων της προηγούμενης υποπερίπτ. αα. γγ)Τα κριτήρια απαλλαγής των μελών του Σώματος Ορκωτών Λογιστών από κάθε εξέταση των παρακάτω τομέων γνώσεων, εφόσον η επιτυχής εξέτασή τους στους τομείς αυτούς αποτέλεσε απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του πτυχίου τους: -Οικονομική των επιχειρήσεων, πολιτική οικονομία και χρηματοοικονομικά. -Πτωχευτικό Δίκαιο και Δίκαιο αναλόγων διαδικασιών. -Αστικό Δίκαιο. -Μαθηματικά και στατιστική. -Εργατικό δίκαιο και δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων. -Βασικές αρχές οικονομικής διαχείρισης των επιχειρήσεων. δ)Οι διαγωνισμοί και εξετάσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των προηγούμενων περίπτ. α και β καθώς και της πιο κάτω παρ. 9, είναι σε κάθε περίπτωση γραπτές και επιπέδου τουλάχιστον πέρατος σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι λεπτομέρειες διεξαγωγής καθορίζονται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση της Διοικούσας Επιτροπής. Με την απόφαση αυτή είναι δυνατό, για ορισμένους τομείς θεωρητικών γνώσεων, να προβλέπεται και προφορική εξέταση, καθώς και η χωριστή και σε διαφορετικό χρόνο εξέτασής τους από την εξέταση της ικανότητας εφαρμογής των γνώσεων αυτών στην πρακτική του ελέγχου. 9.Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατόν να γίνει πλήρωση θέσεων Ορκωτών Λογιστών, Βοηθών Ορκωτών Λογιστών και Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Α΄ Τάξεως, με απευθείας διορισμό, είτε σε περίπτωση μη ύπαρξης μελών του Σώματος Ορκωτών Λογιστών που να έχουν τα νόμιμα προσόντα για προαγωγή, είτε εφόσον, μετά από εισήγηση της Διοικούσας Επιτροπής, το Εποπτικό Συμβούλιο κρίνει, με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του, σκόπιμη την πλήρωση κενών θέσεων με τον τρόπο αυτό. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των πιο πάνω παρ. 4 περίπτ. δ και ε και 5 καθώς και του άρθρ. 13 και εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις. α)Προκειμένου για πλήρωση θέσεων Ορκωτών Λογιστών, θα πρέπει τα προς διορισμό πρόσωπα να πληρούν όλες τις παρακάτω προϋποθέσεις: αα)Να έχουν αποκτήσει επαγγελματική άδεια από τις αρχές άλλου κράτους μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με την Οδηγία 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (8η Οδηγία της 10.4.1984, ΕΕ αριθ. L 126/12.5.1984). ββ)Τα προσόντα των προσώπων αυτών να κρίνονται από το Εποπτικό Συμβούλιο ότι είναι ισότιμα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της πιο πάνω παρ. 1, και γγ)Να έχουν επιτύχει σε εξετάσεις που διοργανώνονται από το Εποπτικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση της Διοικούσας Επιτροπής, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι γνωρίζουν την Ελληνική γλώσσα και ότι διαθέτουν τις απαραίτητες νομικές γνώσεις για την διενέργεια του ελέγχου που προβλέπεται από τις διατάξεις των περίπτ. δ και ε της παρ. 1 του άρθρ. 2, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. β)Προκειμένου για πλήρωση θέσεων Βοηθών Ορκωτών Λογιστών, οι διοριζόμενοι πρέπει: αα)να πληρούν τις προϋποθέσεις της περίπτ. α της παραπάνω παρ. 2, ββ)να έχουν αποδεδειγμένα δεκαετή τουλάχιστον λογιστική και ελεγκτική πείρα, και (Αντί για τη σελ. 108,67(ε) Σελ. 108,67(ζ) Τεύχος ΙΑ-12-3 Σελ. 15 Σώμα Ορκωτών Λογιστών 12.Ε.α.1α γγ)ηλικία όχι κατώτερη των 30 ετών, ούτε ανώτερη των 40 ετών. γ)Προκειμένου για πλήρωση θέσεων Δοκίμων Ορκωτών Λογιστών Α΄ Τάξεως, οι διοριζόμενοι πρέπει: αα)να πληρούν τις προϋποθέσεις της περίπτ. α της παραπάνω παρ. 3, ββ)να έχουν πενταετή τουλάχιστον λογιστική πείρα, και γγ)ηλικία όχι ανώτερη των 35 ετών. Στις προηγούμενους περιπτώσεις β) και γ) οι διορισμοί γίνονται κατόπιν διαγωνισμού. Η εξεταστέα ύλη του διαγωνισμού αυτού αφορά τους τομείς γνώσεων, στους οποίους εξετάζονται και τα μέλη του Σώματος Ορκωτών Λογιστών για τη, σύμφωνα με την πιο πάνω παρ. 8 προαγωγή τους στους αντίστοιχους βαθμούς Βοηθού Ορκωτού Λογιστή ή Δόκιμου Ορκωτού Λογιστή Α΄ Τάξεως. Για την προαγωγή στο βαθμό Ορκωτού Λογιστή των μελών που διορίστηκαν απευθείας ως Βοηθοί Ορκωτοί Λογιστές,οι χρονικές προϋποθέσεις της περίπτ. β της πιο πάνω παρ. 1 περιορίζονται, γενικά, σε 3 τουλάχιστον έτη. Για την προαγωγή στο βαθμό Ορκωτού Λογιστή των μελών που διορίστηκαν απευθείας ως Δόκιμοι Ορκωτοί Λογιστές Α΄ Τάξεως, οι χρονικές προϋποθέσεις των 11 και 8 ετών της περίπτ. β της πιο πάνω παρ. 1 περιορίζονται, αντίστοιχα, σε 8 και 5 τουλάχιστον έτη. 10.Οι διατάξεις των ΝΔ 3329/1955 και 4107/1960 που αναφέρονται στους Δοκίμους Ορκωτούς Λογιστές, εφαρμόζονται στους Δόκιμους Ορκωτούς Λογιστές Α΄ Τάξεως και Β΄ Τάξεως. Το άρθρ. 10 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 5 Π.Δ. 15/3-5 Ιαν. 1989 (ΦΕΚ Α΄ 5), (Διόρθ. Σφαλμ.στο ΦΕΚ Α΄ 24/26-1-89), κατωτ.αριθ. 17. Σελ. 108,68(ζ) Τεύχος ΙΑ-12-3 Σελ. 16 12.Ε.α.1α Σώμα Ορκωτών Λογιστών Ορκωμοσία Άρθρ.11.-Προ της αναλήψεως των καθηκόντων των οι ορκωτοί λογισταί, βοηθοί ορκωτοί λογισταί και δόκιμοι ορκωτοί λογισταί δέον να δώσουν ενώπιον του προέδρου του Ε.Σ. τον ακόλουθον όρκον: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα και τον Συν/τικόν Βασιλέα των Ελλήνων, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους Νόμους του Κράτους και να εκτελώ τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου». Κατοχύρωσις και καθήκοντα Άρθρ.2.-1.Οι ορκωτοί λογισταί καθίστανται υποχρεωτικώς τα αρμόδια όργανα: α)Δια την ενέργειαν πάσης πραγματογνωμοσύνης επί θεμάτων οικονομικής διαχειρίσεως απαιτούντων λογιστικάς γνώσεις διατασσομένης υπό των Δικαστηρίων των φορολογικών Επιτροπών, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των Διοικητικών αρχών ή άλλων υπηρεσιών του Κράτους, των Επιμελητηρίων ή άλλων Δημοσίου Δικαίου Οργανισμών. β)Δια την άσκησιν τακτικού ελέγχου της οικονομικής διαχειρίσεως των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, πλην των δήμων και κοινοτήτων, κατά τα κατωτέρω οριζόμενα. Δι’ αποφάσεων εκδιδομένων εκάστοτε υπό του Υπουργού Συντονισμού και των αρμοδίων Υπουργών μετά γνώμην του κατά το άρθρ. 6 του παρόντος Εποπτικού Συμβουλίου, ορίζονται τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία υπάγονται εις τον ανωτέρω τακτικόν έλεγχον είτε κατά κατηγορίας είτε και ονομαστικώς. Κατά την αυτήν διαδικασίαν δύνανται να υπαχθώσιν εις τον ειρημένον έλεγχον νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου ή Ιδρύματα εξυπηρετούντα δημόσιον ή κοινωφελή σκοπόν ως και ιδιωτικαί επιχειρήσεις επιχορηγούμεναι υπό του Κράτους ή απολαύουσαι ειδικών προνομίων δια νόμου ή πράξεως της Διοικήσεως. Ειδικώς εις την περίπτωσιν ταύτην χρησιμοποιήσεως ορκωτού λογιστού, οι αρμόδιοι απευθύνονται εις το κατά το άρθρ. 6 του παρόντος Ε.Σ., όπερ ορίζει τον επιφορτισθησόμενον με τον έλεγχον ορκωτόν λογιστήν. γ)Όπου, κατά τας διατάξεις του Εμπορικού Νόμου και κατά τας διατάξεις της Π.Δ. τα εμπορικά βιβλία δύνανται ν’ αποτελέσουν απόδειξιν, το δικαστήριον αντί της εμφανίσεως των βιβλίων δύναται να διατάξη έλεγχον και θεώρησιν των βιβλίων υπό ορκωτού λογιστού, του οποίου η βεβαίωσις αποτελεί πλήρη απόδειξιν. «δ)Για την διενέργεια του ελέγχου των ετήσιων λογαριασμών (οικονομικών καταστάσεων) του Άρθρ.12.-1.Οι ορκωτοί λογισταί δεν θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι, αλλ’ ασκούσι δημόσιον λειτούργημα. Κατά την εκτέλεσιν της εργασίας των οι ορκωτοί λογισταί είναι ανεξάρτητοι, απαγορευομένης οιασδήποτε παρεμβάσεως εις το έργον των. 2.Οι ενεργούντες έλεγχον ή πραγματογνωμοσύνην κατά τας διατάξεις των άρθρ. 2 και 3 του παρόντος Ν. Δ/τος Ορκωτοί λογισταί έχουν το δικαίωμα κατά την διάρκειαν της ασκήσεως των έργων τούτων και οποτεδήποτε να λαμβάνωσι γνώσιν και ελέγχωσιν οιονδήποτε βιβλίον, λογαριασμόν και άλλο στοιχείον της εταιρίας, επιχειρήσεως ή οργανισμού εν γένει εις ον ασκούσι τα έργα ταύτα, κρινόμενον χρήσιμον δια την κατάρτησιν του πορίσματός των. Οφείλουσι να εξακριβώσωσι την ακρίβειαν και νομιμότητα των εγγραφών εις τα βιβλία και τα λοιπά στοιχεία των ελεγχομένων. Προκειμένου δε περί ενεργείας τακτικού ελέγχου επί των νομικών προσώπων ή άλλων οργανισμών περί ων το άρθρ. 2 παρ. β΄ και το άρθρ. 3 του παρόντος Ν.Δ/τος εις το τέλος εκάστης οικονομικής χρήσεως, υποχρεούνται να εξελέγχωσι τον ισολογισμόν ή απολογισμόν αυτών διαπιστούντες την ακρίβειαν, ειλικρίνειαν και νομιμόττηα των εν αυτοίς περιεχομένων εγγραφών και των εξαγομένων καθ’ εκάστην χρήσιν αποτελεσμάτων διαχειρίσεως. Το Ε.Σ. δικαιούται να εκδίδη οδηγίας προς το Σώμα ορκωτών λογιστών περί του τρόπου και των όρων ενεργείας του κατά την παράγραφον ταύτην ελέγχου. 3.Το πόρισμα του ελέγχου του ισολογισμού και απολογισμού ως και συγκεκριμένων ζητημάτων, οι ορκωτοί λογισταί οφείλουσι να υποβάλωσι προκειμένου μεν περί ανωνύμου εταιρίας εις το Διοικητικόν Συμβούλιον και την Γενικήν Συνέλευσιν των μετόχων αυτής, προκειμένου δε περί οργανισμού άλλου εις την Διοίκησιν και την εποπτεύουσαν αυτού αρχήν. 4.Τιμωρείται δια χρηματικής ποινής μέχρι 50.000 δραχμών ή δια φυλακίσεως μέχρι τριών μηνών ή και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων παν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, πας διευθυντής και πας άλλος υπάλληλος εταιρίας ή οργανισμού, όστις αρνείται να θέση εις την διάθεσιν των ορκωτών λογιστών προς τον σκοπόν ασκήσεως των έργων αυτών τα βιβλία, τους λογαριασμούς, ισολογισμούς και απολογισμούς ως και άλλα έγγραφα της ελεγχομένης εταιρίας ή άλλου οργανισμού, είτε αρνείται να παράσχη εις τους ορκωτούς λογιστάς τας ζητουμένας πληροφορίας ή στοιχεία είτε παρεμβάλλει οπωσδήποτε δυσχερείας εις την άσκησιν του ελέγχου υπ’ αυτών. 5.Ο ορκωτός λογιστής, ο βοηθός ορκωτός λογιστής και ο δόκιμος ορκωτός λογιστής υποχρεούνται να τηρούν αυστηράν εχεμύθειαν περί των όσων ήθελον λάβη γνώσιν κατά την άσκησιν των καθηκόντων των. Ασυμβίβαστον Άρθρ.13.-1.Το λειτούργημα του ορκωτού λογιστού είναι ασυμβίβαστον προς α)την ιδιότητα του εμπόρου, β)την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, δικηγόρου ή συμβολαιογράφου, γ)οιανδήποτε έμμισθον ή άμισθον υπηρεσίαν εις ιδιωτικήν επιχείρησιν ή εις Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή Ιδιωτικύ Δικαίου ή Οργανισμών, δ)ιδιότητα του Διοικητικού Συμβούλου Ανωνύμων Εταιριών, ε)την τήρησιν λογιστικών βιβλίων και ς)την άσκησιν οιουδήποτε ετέρου επαγγέλματος. «Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και στους Βοηθούς Ορκωτούς Λογιστές, καθώς και στους Δόκιμους Ορκωτούς Λογιστές Α΄ και Β΄ Τάξεως». Το μέσα στα « » τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από την παρ.1 άρθρ. 4 Π.Δ. 15/3-5 Ιαν. 1989 (ΦΕΚ Α΄ 5), (Διόρθ. Σφαλμ.στο ΦΕΚ Α΄ 24/261-89), κατωτ. αριθ. 17. 2.Η ιδιότης του συνδίκου της πτωχεύσεως ή του εκκαθαριστού δεν είναι ασυμβίβαστος προς το λειτούργημα του ορκωτού λογιστού. «3.Σε περίπτωση που μέλος του Σώματος Ορκωτών Λογιστών γίνει Βουλευτής, Υπουργός, Υφυπουργός ή Γενικός Γραμματέας Υπουργείου ή τοποθετηθεί σε ανώτατη διοικητική θέση Δημόσιου Οργανισμού, Δημόσιας Επιχείρησης ή Τράπεζας, που η πλειοψηφία των μετοχών της ανήκει στο Δημόσιο, τελεί για το διάστημα αυτό σε αναστολή του λειτουργήματός του, ως ορκωτού λογιστή». Η παρ. 3 προστέθηκε ως άνω από το άρθρ. 3 Νόμ. 1401/83 τόμ. 5, σελ. 68,08. (Αντί για τη σελ. 108,69(β) Σελ. 108,69(γ) Τεύχος ΙΑ-12-3 Σελ. 17 Σώμα Ορκωτών Λογιστών 12.Ε.α.1α Αμοιβαί–Λογαριασμός Ορκωτών Λογιστών Άρθρ.14.«1.Αι υπέρ των Ορκωτών Λογιστών αμοιβαί ορίζονται δι’ αποφάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου γενικών ή ειδικών αναλόγως της περιπτώσεως. Ειδικώς όμως δια τον τακτικόν έλεγχον της διαχειρίσεως Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου περί ων το άρθρ. 2 του παρόντος η αμοιβή καθορίζεται ιδιαιτέρως δι’ έκαστον των νομικών τούτων προσώπων δι’ αποφάσεως του Ε.Σ. εγκρινομένης υπό του Υπουργού Συντονισμού. 2.Γενικώς πάσα αμοιβή καταβαλλομένη εις το Σ.Ο.Λ. υπό των υποχρέων δια την χρησμοποίησιν των υπηρεσιών Ορκωτού Λογιστού κατατίθεται εις ειδικόν λογαριασμόν παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος υπό τον τίτλον «Λογαριασμός Ορκωτών Λογιστών», μη υποκειμένη επ’ ονόματι του Σ.Ο.Λ. εις φόρον, τέλη χαρτοσήμου ή εις οιανδήποτε κράτησιν. Αι αμοιβαί των Ορκωτών Λογιστών υποβάλλονται εις τας υπό των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων επιβαλλομένας φορολογικάς υποχρεώσεις». Αι παρ. 1 και 2 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του άρθρ. 3 Ν.Δ. 4107/1960 (κατωτ.αριθ. 3). 3.Καθυστερούμεναι αμοιβαί εισπράττονται αναγκαστκώς κατά τας διατάξεις του Ν.Δ/τος περί δημοσίων εσόδων. Ως τίτλος εκτελεστικός χρησιμεύει απόφασις του Ε.Σ. διαπιστούσα την οφειλήν. 4.Τα έσοδα του λογαριασμού «Ορκωτών Λογιστών» διατίθενται δια την κάλυψιν των απαιτουμένων δαπανών προς εφαρμογήν του παρόντος Ν.Δ/τος. Η διάθεσις των δαπανών τούτων και η διαχείρισις του λογαριασμού τούτου γίνεται από το Ε.Σ. Ειδικώτερον τα έσοδα ταύτα διατίθενται δια την καταβολήν τακτικής αμοιβής εις τα μέλη του Σώματος (ορκωτούς λογιστάς, βοηθούς και δοκίμους), δια την κάλυψιν των εξόδων πρώτης εγκαταστάσεως των ορκωτών λογιστών (γραφεία, ενοίκια κλπ.) και δια πάσαν άλλην δαπάνην απαιτουμένην κατά την εκτίμησιν του Ε.Σ. δια την καλυτέραν εφαρμογήν του παρόντος Ν.Δ/τος. Ειδικός κανονισμός εγκρινόμενος υπό του Ε.Σ. θέλει καθορίση τον τρόπον διαθέσεως των δαπανών τούτων και εν γένει της διαχειρίσεως του ως άνω λογαριασμού. Το Ε.Σ. υποχρεούται να υποβάλη εις το τέλος εκάστου οικονομικού έτους εις τους Υπουργούς Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου λογοδοσίαν της διαχειρίσεως του ως άνω λογαριασμού και έκθεσιν των πεπραγμένων και περί των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του παρόντος Ν.Δ/τος. Σελ. 108,70(γ) Τεύχος ΙΑ-12-3 Σελ. 18 Δάνειον–Επιχορήγησις Άρθρ.15.-«1.Προς αντιμετώπισιν των εκ της εφαρμογής του παρόντος Ν.Δ/τος απαιτουμένων δαπανών, το Ε.Σ. δύναται να συνπάπτη δάνεια παρά Τραπέζης ή του Δημοσίου παρέχον εγγύησιν τα έσοδα του κατά το άρθρ. 14 παρ. 2 του παρόντος Λογαριασμού Ορκωτών Λογιστών. 2.Προς κάλυψιν των απαιτουμένων δαπανών δια την ικανοποιητικήν λειτουργίαν του κατά το παρόν Ν.Δ/μα θεσμού των Ορκωτών Λογιστών, από του τρέχοντος έτους 1960 και επί τριετίαν επιχορηγείται ο ως άνω Λογαριασμός Ορκωτών Λογιστών εκ του Δημοσίου δια ποσού δραχ. 1.500.000 κατά το πρώτον έτος, 1 εκατομμυρίου κατά το δεύτερον έτος και δραχ. 700.000 κατά το τρίτον έτος. Η επιχορήγησις αύτη εγγράφεται εις τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Συντονισμού και αποτελεί έσοδον του παρά τη Τραπέζη Ελλάδος «Λογαριασμού Ορκωτών Λογιστών». Δι’ αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Οικονομικών δύναται να παραταθή ο χρόνος της παροχής της επιχορηγήσεως καθοριζομένου συνάμα και του ύψους αυτής, μέχρι των 700.000 δραχμών». Το άρθρ. 15 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 4 Ν.Δ. 4107/1960 (κατωτ.αριθ. 3). 12.Ε.α.1α Σώμα Ορκωτών Λογιστών Διαγραφή και Ευθύνη Άρθρ.16.-1.Ο ορκωτός λογιστής, βοηθός ή δόκιμος ορκωτός λογιστής διαγράφεται εκ του σώματος δι’ αποφάσεως του Ε.Σ. α)Δια πλημμελή άσκησιν του έργου του ή ανάρμοστον κοινωνικήν συμπεριφοράν. β)Δι’ αδικαιολόγητον άρνησιν ασκήσεως του κατά τον παρόντα Νόμον έργου αυτού. γ)Δια λόγους υγείας, εφ’ όσον η σωματική ή πνευματική του περί ου πρόκειται προσώπου κατάστασις, δεν επιτρέπει κατά την κρίσιν τριμελούς εξ ιατρών επιτροπής οριζομένης υπό του Ε.Σ. την άσκησιν του έργου του. δ)Άμα τη συμπληρώσει του 65ου έτους της ηλικίας δια τους ορκωτούς λογιστάς, του 60ου δια τους βοηθούς και 55ου δια τους δοκίμους. ε)Εφ’ όσον υπέβαλε παραίτησιν. ς)Εφ’ όσον έπαυσεν ασκών το επάγγελμα από έτους τουλάχιστον άνευ αποχρώντος λόγου. ζ)Εφ’ όσον κατεδικάσθη εις οιανδήποτε ποινήν επί τινι των εν άρθρ. 18 του Νόμ. 1811/1951 αναφερομένων αδικημάτων ή δια παράβασιν του Νόμου περί Ανωνύμων Εταιρειών. «2.Κατά της αποφάσεως περί διαγραφής, επιτρέπεται έφεσις ενώπιον Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου απαρτιζομένου εξ ενός Συμβούλου της Επικρατείας ως Προέδρου, του Καθηγητού της Ιδιωτικής Οικονομικής, ή παρά τη Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών και ενός Αρεοπαγίτου, ως μελών, εντός 10 ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως. Τα μέλη ταύτα διορίζονται δι’ αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου επί τριετεί θητεία κατόπιν προτάσεων των Προέδρων των οικείων Σωμάτων και του Πρυτάνεως της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Η τε προθεσμία προς έφεσιν και η άσκησις της εφέσεως έχουσιν ανασταλτικήν δύναμιν». Η εντός « » παρ. 2 προσετέθη δια της παρ. 5 άρθρ. 7 Ν.Δ. 4107/1960 (κατωτ. αριθ. 3) αι δε υπάρχουσαι παράγραφοι έλαβον αντιστοίχως τους αριθ. 3, 4 και 5. 3.Οι ορκωτοί λογισταί οι βοηθοί και οι δόκιμοι ορκωτοί λογισταί διαγραφόμενοι του Σώματος αυτών δια τινα των ως άνω περιπτώσεων εκτός των περιπτώσεων των εδαφ. γ΄ και δ΄ δεν δικαιούνται να αναλάβωσιν οιανδήποτε ιδιωτικήν εργασίαν προ της παρελεύσεως διετίας από της διαγραφής των άνευ εγκρίσεως του Ε.Σ. 4.Η διαγραφή του ορκωτού λογιστού εκ του σώματος δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως ως και δια δύο ημερησίων εφημερίδων. 5.Πάσα παράβασις της διατάξεως του παρόντος Ν.Δ/τος υπό ορκωτού λογιστού βοηθού ή δοκίμου ορκωτού λογιστού, πλην της πειθαρχικής διώξεως ην συνεπάγεται, τιμωρείται και κατά τα άρθρ. 252 και 458 του Π.Νόμου και τα άρθρ. 242 και 386 παρ. 3 περ. β΄ του Π.Κώδικος, επιφυλασσομένου εις τον τυχόν ζημιωθέντα και του δικαιώματος αποζημιώσεως κατά τας διατάξεις του κοινού δικαίου. Άθρρ.17.-1.Δύο βρεττανοί ορκωτοί λογισταί εκ των υπηρετησάτων εν τω χώρα δύνανται και κατά την λήξιν της μετ’ αυτών συμβάσεως της κυρωθείσης δια του Ν.Δ. 2181/1952 να παραμείνουν εις την υπηρεσίαν της Ελληνικής Κυβερνήσεως επί χρονικόν διάστημα μέχρι δύο ετών από της λήξεως, χρησιμοποιούμενοι ο μεν εις ως μέλος του εποπτικού Συμβουλίου ο δε έτερος ως σύμβουλος παρά τω σώματι των Ελλήνων ορκωτών λογιστών, ή εκτελούντες και έτερα καθήκοντα άτινα ήθελον ανατεθή εις αυτούς. Τα της αντιμισθίας και αποζημιώσεως αυτών εις ξένον συνάλλαγμα και δραχμάς, τα έργα αυτών ειδικώτερον και πάσα άλλη λεπτομέρεια καθορισθήσονται εν συμβάσει μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης υπό των Υπουργών του Συντονισμού και των Οικονομικών, και αυτών. Δια του παρόντος εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Συντονισμού και Οικονομικών δια την σύναψιν και υπογραφήν της σχετικής συμβάσεως. Αι σχετικαί δαπάναι αναγράφονται εις τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Συντονισμού. 2.Ομοίως δύνανται δύο έτεροι εκ των ανωτέρω βρεττανών ορκωτών λογιστών να παραμείνωσιν εν Ελλάδι και μετά την λήξιν της μετ’ αυτών συμβάσεως επί χρονικόν διάστημα μέχρι δώδεκα μηνών χρησιμοποιούμενοι υπό του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (Ο.Χ.Ο.Α.) δαπάναις αυτού. Τα της αντιμισθίας και αποζημιώσεως αυτών εις ξένον συνάλλαγμα και δραχμάς, ως και τα έργα αυτών καθορισθήσονται εν συμβάσει μεταξύ του Ο.Χ.Ο.Α. και αυτών. 3.Εις τους περί ων η παρ. 1 του παρόντος άρθρου βρεττανούς ορκωτούς λογιστάς δύνανται να παρασχεθώσι δια της καταρτισθησομένης συμβάσεως αι υπό του άρθρ. 6 της δια του υπ’ αριθ. 2181/1952 Ν.Δ/τος κυρωθείσης συμβάσεως προβλεπόμεναι ατέλειαι ή φορολογικαί εν γένει απαλλαγαί. Αι τυχόν παρασχεθησόμεναι δια της καταρτισθησομένης μεταξύ του δημοσίου και αυτών συμβάσεως ατέλειαι ή φορολογικαί απαλλαγαί εφαρμόζονται και επί των περί ων η προηγουμένη παράγραφος βρετανών ορκωτών λογιστών. (Μετά την σελ. 108,70(α) Σελ. 108,701 Σώμα Ορκωτών Λογιστών 12.Ε.α.1α Άρθρ.18.-«Αναστέλλεται η εφαρμογή πάσης διατάξεως αφορώσης τον τρόπον και τα όργανα ασκήσεως κατασταλτικού διαχειριστικού ελέγχου ή τακτικού ελέγχου επί των ήδη υπαχθέντων και υπαχθησομένων υπό τον έλεγχον του Σώματος Ορκωτών Λογιστών Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου και αναφερομένων εις τας περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 2 του παρόντος από της εφ’ εκάστου τούτων ενάρξεως του ελέγχου και εφ’ όσον χρόνον υπάγονται υπό τον έλεγχον του Σώματος Ορκωτών Λογιστών». Το άρθρ. 18 αντικατεστάθη ως άνω δια του άρθρ. 5 Ν.Δ. 4107/1960 (κατωτ. αριθ. 3). Άρθρ.19.-Ζητήματα ή θέματα αναγόμενα εις την πραγματοποίησιν του σκοπού του παρόντος Ν.Δ/τος και εφαρμογήν εν γένει αυτού, όσα δεν προβλέπονται υπό των διατάξεων τούτου, λύονται και καθορίζονται δι’ αποφάσεων του Ε.Σ. άρθρ. 42α παρ. 1 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 29 του Π.Δ. 409/1986, των ανωνύμων εταιρειών, των εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης και των ετερόρυθμων κατά μετοχές εταιρειών, οι οποίες υπερβαίνουν τα αριθμητικά όρια των δυο από τα τρία κριτήρια της παρ. 6 του ίδιου Άρθρ.20.-Η ισχύς του παρόντος Ν.Δ/τος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σελ. 108,702 12.Ε.α.1α Σώμα Ορκωτών Λογιστών άρθρου και νόμου, καθώς και για την εξακρίβωση της συμφωνίας των εκθέσεων διαχείρισης των εταιρειών αυτών με τους πιο πάνω ετήσιους λογαριασμούς. (Αντί για τη σελ. 108, 65(δ) Σελ. 108,65(ε) Τεύχος 1214-Σελ. 53 Σώμα Ορκωτών Λογιστών 12.Ε.α.1-1α ε)Για την διενέργεια του ελέγχου των ενοποιημένων λογαριασμών (οικονομικών καταστάσεων) του άρθρ. 100 παρ. 1 του Κ.Ν. 2190/1920, που προστέθηκε με το άρθρ. 18 του Π.Δ. 498/1987, των συνόλων επιχειρήσεων, καθώς και την εξακρίβωση της συμφωνίας των αντιστοίχων ενοποιημένων εκθέσεων διαχείρισης με τους ενοποιημένους αυτούς λογαριασμούς». Οι περίπτ. δ΄ και ε΄ προστέθηκαν από το άρθρ. 2 Π.Δ. 15/3-5 Ιαν. 1989 (ΦΕΚ Α΄ 5), (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 24/26-1-89), κατωτ. αριθ. 17. 2.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού του Εμπορίου δύναται να καταστή υποχρεωτική η χρησιμοποίησις ορκωτών λογιστών δια τον τακτικόν έλεγχον ανωνύμων εταιριών, ων αι μετοχαί είναι εισηγμέναι εις το Χρηματιστήριον, ως και τοιούτων, ων το μετοχικόν κεφάλαιον, είτε αρχικόν είτε κατ’ αύξησιν, εκαλύφθη δια δημοσίας εγγραφής. Επίσης δι’ αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου δύναται να ανατίθεται εις ορκωτούς λογιστάς ο διαχειριστικός έλεγχος οιασδήποτε ασφαλιστικής εταιρίας. «Οι ισχύουσες διατάξεις που προβλέπουν την διενέργεια ελέγχου από Ορκωτούς Λογιστές σε ανώνυμες εταιρείες ή σε επιχειρήσεις οποιασδήποτε άλλης νομικής μορφής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα όρια των δύο από τα τρία κριτήρια της παρ.6 του αρθρ.42 α του Κ.Ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 29 του Π.Δ. 409/1986, συνεχίζουν να εφαρμόζονται». Το μέσα στα «» τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 3 Π.Δ. 15/3-5 Ιαν. 1989 (ΦΕΚ Α΄ 5), (διόρθ. σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 24/261-89), κατωτ. αριθ. 17. 3.Αι διατάξεις της περιπτώσεως α΄ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου τίθενται εις εφαρμογήν από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Ν.Δ/τος μόνον εν Αθήναις και Πειραιεί. Δια Β.Δ/των προτάσει του Υπουργού του Εμπορίου εκδιδομένων δύναται να επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων τούτων και εις άλλας πόλεις ή περιφερείας. 4.Προκειμένου περί ελεγκτών του άρθρ. 36 του Νόμ. 2190 ανωνύμων ασφαλιστικών εταιριών, ορίζεται ότι ο εις εκ τούτων θα προσλαμβάνεται υποχρεωτικώς εκ του σώματος των ορκωτών λογιστών. «5.Των αποφάσεων περί ων η παρ. 1 του παρόντος άρθρου δεν απαιτείται δημοσίευσις εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Η παρ. 5 προσετέθη δια του Α.Ν. 581 της 28/28 Σεπτ. 1968 (ΦΕΚ Α΄ 225), ορίζοντος εν συνεχεία ότι η ισχύς αυτού ανατρέχει εις τον χρόνον ενάρξεως ισχύος του Ν.Δ. 3329/55, κυΣελ. 108,66(ε) Τεύχος 1214-Σελ. 54 ρουμένων έκτοτε των μη δημοσιευθεισών αποφάσεων. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 14667/709, 17572/175 της 2 Ιουλ./21 Δεκ. 1959 απόφ. Υπ. Εμπορίου, κατέστη υποχρεωτική η χρησιμοποίησις ορκωτών λογιστών δια τον τακτικόν έλεγχον (άρθρ. 36 Νόμ. 2190) των ανωνύμων εταιρειών, ων αι μετοχαί είναι εισηγμέναι εις το χρηματιστήριον από 1ης Ιαν. 1960, ήτοι δια το διαχειριστικόν έτος 1959. «5.Δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού και Εμπορίου, δύνανται να υπαχθούν υπό τον τακτικόν έλεγχον του Σώματος Ορκωτων Λογιστών κατηγορίαι Ανωνύμων Εταιρειών, ημεδαπών ή αλλοδαπών η δραστηριότης των οποίων δύναται να έχη σημαντικάς επιδράσεις επί της οικονομίας της Χώρας, μη ισχυουσών εν προκειμένω τυχόν περί του αντιθέτου διατάξεων του Νόμ. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιρειών». Η νέα παρ. 5 προστέθηκε από το άρθρ. 20 Νόμ. 876/1979, ΦΕΚ Α΄ 48 (ανωτ. σελ. 30, 11). Προαιρετική χρησιμοποίησις Άρθρ.3.-1.Αι Ανώνυμοι Ελληνικαί Εταιρίαι δικαιούνται να προσλαμβάνουν τους κατά το άρθρ. 36 του Νόμ. 2190/1920 ελεγκτάς αυτών εξ ορκωτών λογιστών. Εις την περίπτωσιν ταύτην δικαιούνται αι εταιρείαι να προσλαμβάνωσι δια τον τακτικόν έλεγχον αυτών και ένα μόνον ορκωτόν λογιστήν, αντί των, υπό του άρθρ. 36 Νόμ. 2190, προβλεπομένων δύο τουλάχιστον ελεγκτών. 2.Μετά παρέλευσιν έτους από της ισχύος του παρόντος δύναται να επιτραπή δι’ αποφάσεως του Ε.Σ. και υφ’ ους όρους θέλει ορίσει τούτο όπως οι ορκωτοί λογισταί αναλαμβάνωσιν έλεγχον επί ωρισμένου θέματος ή και εν γένει τον διαχειριστικόν έλεγχον επιχειρήσεων προσωπικών εταιριών πάσης φύσεως ή και ατομικών τοιούτων. 3.Η Νομισματική Επιτροπή, η Τράπεζα της Ελλάδος και το Κράτος δια των αρμοδίων Υπουργών, δύνανται να αναθέτουν εις τους ορκωτούς λογιστάς την ενέργειαν διαχειριστικού ελέγχου προς ωρισμένον σκοπόν. 4.Τράπεζαι ή άλλοι οικονομικοί οργανισμοί δύνανται να θέσωσιν ως όρον δια την παροχήν πιστώσεως άνω των 200 χιλιάδων δραχμών εις ανωνύμους εταιρείας ή άλλους οργανισμούς την πρόσληψιν και διατήρησιν υπ’ αυτών ορκωτού ή ορκωτών λογιστών. Άρθρ.4.-Ο ορκωτός λογιστής δύναται ν’ αρνηθή την κατά τας διατάξεις των προηγουμένων άρθρ. 2 και 3 ανατιθεμένην αυτώ ενέργειαν ελέγχου, εφ’ όσον επικαλείται συγκεκριμένα αίτια, τα οποία το Ε.Σ. κατά την εκτίμησίν του κρίνει δικαιολογούντα την άρνησίν του. Και αντιθέτως ο ελεγχόμενος δύναται να ζητήση την εξαίρεσιν του διορισθέντος ορκωτού λογιστού δι’ ους λόγους διαγράφει η Π.Δικονομία δια την εξαίρεσιν των πραγματογνωμόνων. Επί της αιτήσεως αποφαίνεται το Ε.Σ. 12.Ε.α.1α Σώμα Ορκωτών Λογιστών Πλεονεκτήματα των Ορκωτών Λογιστών Άρθρ.5.-1.Ανώνυμοι εταιρίαι, προσλαμβάνουσαι τους κατά τα άρθρ. 36 και επόμ. του Νόμ. 2190/1920 ελεγκτάς αυτών εξ ορκωτών λογιστών, απολαύουσι των κατά το άρθρ. 32 του Νόμ. 5076/1931 «περί Ανωνύμων Εταιριών και Τραπεζών» πλεονεκτημάτων. 2.Ο κατά τα άρθρ. 23-25 του Νόμ. 5076/1931 διατασσόμενος έλεγχος διαχειρίσεως των ανωνύμων εταιρειών, ανατίθεται υποχρεωτικώς εις ορκωτόν ή ορκωτούς λογιστάς, εφ’ όσον η ελεγχομένη εταιρία έχει τακτικόν ελεγκτήν εκ του Σώματος των ορκωτών λογιστών. Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν έχουσι πλήρη εφαρμογήν αι διατάξεις των άρθρ. 23-25 του Νόμ. 5076/1931. 3.Δια τας επιχειρήσεις, αίτινες υποχρεωτικώς ή προαιρετικώς χρησιμοποιούσιν ορκωτόν λογιστήν το μετ’ έλεγχον τούτων εκφερόμενον πόρισμα και το βάσει τούτου εκδιδόμενον πιστοποιητικόν ορκωτού λογιστού περί του ποσού των καταβεβληθέντων μισθών και ημερομισθίων απαλλάσει τας επιχειρήσεις οιουδήποτε επανελέγχου επί του σημείου τούτου εκ μέρους ασφαλιστικού Οργανισμού. 4.Ο Οικονομικός Έφορος προκειμένου να καθορίση την φορολογικήν υποχρέωσιν των ανωνύμων εταιριών δύναται να περιορισθή εις το παρ’ ορκωτού λογιστού εκδιδόμενον πιστοποιητικόν ελέγχου περί της οικονομικής καταστάσεως και των αποτελεσμάτων της επιχειρήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο ορκωτός λογιστής οφείλει να παράσχη εις τον Οικονομικόν Έφορον πάσαν πληροφορίαν ή εξήγησιν την οποίαν ούτος ήθελε ζητήση εν σχέσει προς τον τρόπο τηρήσεως των βιβλίων και στοιχείων, τας εν αυτοίς γενομένας εγγραφάς και εν γένει παν στοιχείον ή διευκρίνησιν την οποίαν ήθελε κρίνει ούτος αναγκαίαν δια τον ακριβή προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης. Εφ’ όσον το πιστοποιητικόν ελέγχου του ορκωτού λογιστού εκδίδεται δια φορολογικούς σκοπούς, δέον να γίνηται εν αυτώ ειδική περί τούτου μνεία ως επίσης ότι κατά τον έλεγχον των οικονομικών αποτελεσμάτων ελήφθησαν υπ’ όψιν αι διατάξεις του φορολογικού νόμου. 5.Ο επιφορτισμένος με τον τακτικόν έλεγχον ανωνύμου εταιρίας ορκωτός λογιστής εις περίπτωσιν διαφωνίας του ως προς τον καθορισμόν των φορολογικών υποχρεώσεων της Εταιρίας υπό του Οικονομικού Εφόρου δύναται να γνωστοποιήση ταύτην εις τα αρμόδια φορολογικά δικαστήρια ή φορολογικάς επιτροπάς και εις το Ε.Σ., όπερ δικαιούται να υποβάλλη ταύτην μετά των τυχόν παρατηρήσεών του εις τον Υπουργόν των Οικονομικών. 6.Όπως τύχουν των πλεονεκτημάτων του παρόντος άρθρου αι ανώνυμοι εταιρείαι και επιχειρήσεις, οιασδήποτε μορφής δέον τον προσληφθησόμενον ορκωτόν λογιστήν να ορίζη πάντοτε το Εποπτικόν Συμβούλιον. Εποπτικόν Συμβούλιον
82
8. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ.966 της 10/20 Οκτ.1977 (ΦΕΚ Α’325) (Διόρθ. Ημαρτ. εν ΦΕΚ Α’342 της 8 Νοεμ.1977) Περί τυποποιήσεως, συσκευασίας και ποιοτικού ελέγχου των προς εξαγωγήν προοριζομένων ξηρών σύκων και συκοπάστας. Έχοντες υπ’ όψει: 1.Τας διατάξεις: α)Του άρθρου 12 του Ν.Δ.3999/1959 «περί ελέγχου του εξαγωγικού εμπορίου και άλλων τινών διατάξεων». β)Του άρθρου 8 παρ.1 του Ν.Δ.2167/1952 «περί καταργήσεως του Γραφείου Προστασίας Ελληνικών σύκων και ρυθμίσεως των λόγω ταύτης προκυπτόντων ζητημάτων» ως ετροποποιήθη υπό του άρθρου 3 του Ν.Δ.2584/1953. 2.Την υπ’ αριθμ.1052/1977 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει των επί της Γεωργίας και Εμπορίου Υπουργών, αποφασίζομεν: Άρθρον 8. Ποιοτικός έλεγχος σύκων. 1.Τα προοριζομένα δι’ εξαγωγήν σύκα και συκοπάστα υπόκεινται υποχρεωτικώς εις ποιοτικόν έλεγχον προς διαπίστωσιν της τηρήσεως των διατάξεων του παρόντος, ενεργούμενον εις τας εγκαταστάσεις επεξεργασίας και συσκευασίας σύκων και συκοπάστας, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, τους λιμένας και αερολιμένας εξαγωγής. Οι ιδιοκτήται ή ενοικιασταί των λειτουργουσών ως άνω εγκαταστάσεων υποχρεούνται όπως παρέχουν, απροφασίστως, άπαντα τα κατά την κρίσιν των οργάνων ελέγχου απαραίτητα μέσα διενεργείας της δειγματοληψίας και συσκευασίας των λαμβανομένων δειγμάτων. 2.Ο εν παρ.1 έλεγχος ασκείται υπό της αρμοδίας Διευθύνσεως Γεωργίας δια των τεχνικών υπαλλήλων αυτής Κλάδου ΑΤ1 Γεωπονικού οριζομένων κατά τα κεκανονισμένα υπό του αρμοδίου Διευθυντού Γεωργίας ως Ελεγκτών των οποίων αι αρμοδιότητες ορίζονται εν τοις επομένοις. 3.Ο αυτός ως άνω έλεγχος διενεργείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου εξαγωγέως υποβαλλομένης είτε απ’ ευθείας είτε μέσω του αρμοδίου Ελεγκτού προς την αρμοδίαν Διεύθυνσιν Γεωργίας είκοσι τέσσαρας (24) ώρας τουλάχιστον προ της φορτώσεως των σύκων και συκοπάστας. 4.Δια την διενέργειαν του ποιοτικού ελέγχου λαμβάνονται υπό των Ελεγκτών δείγματα εκ των προς εξαγωγήν σύκων και συκοπάστας, άτινα συσκευαζόμενα μεταφέρονται εις το εργαστήριον της αρμοδίας Διευθύνσεως Γεωργίας προκειμένου να υποστούν εν αυτώ ποιοτικήν ανάλυσιν δια τον προσδιορισμόν των εν άρθροις 3 και 5 αντιστοίχως χαρακτηριστικών και ποσοστών των εκ πάσης φύσεως βλαβών ως και δια την διεξαγωγήν ερεύνης και δοκιμών επ’ αυτών, δια την ποιοτικήν βελτιώσίν των. 5.Την εργαστηριακήν ποιοτικήν εξέτασιν διενεργεί ο προϊστάμενος του εργαστηρίου, όστις εκδίδει σχετικήν γνωμάτευσιν, εν ελλείψει δε τοιούτου έτερος Γεωπόνος έχων σχετικήν πείραν, βοηθούμενος εις το έργον του υπό βοηθών αναλυτών Γεωπόνων μονίμων δημοσίων υπαλλήλων εκτελούντων την εργασίαν ταύτην παραλλήλως προς τα κύρια καθήκοντά των, οριζομένων δι’ αποφάσεως του Διευθυντού Γεωργίας. 6.Δια την επικούρησιν του έργου των Ελεγκτών, την υποβοήθησιν των προϊσταμένων των εργαστηρίων του ποιοτικού ελέγχου, την παρασκευήν και διακίνησιν των προς έλεγχον δειγμάτων και την εξυπηρέτησιν των εργαστηριακών αναγκών επιτρέπεται η πρόσληψις: α)Μέχρι δύο (2), κατά νομόν, ιδιωτών Γεωπόνων πτυχιούχων Ανωτάτων Γεωπονικών Σχολών, ως επικουρικών Ελεγκτών. β)Μέχρι τεσσάρων (4), κατά νομόν, ιδιωτών Γεωπόνων Ανωτάτων Γεωπονικών Σχολών ή του οικείου Τμήματος των ΚΑΤΕ ή τελειοφοίτων Ανωτάτων Γεωπονικών Σχολών, εν ελλείψει των εν παρ.5 βοηθών, ως αναλυτών βοηθών του προϊσταμένου του εργαστηρίου ποιοτικού ελέγχου. γ)Ενός, κατά εργαστήριον, παρασκευαστού πτυχιούχου του οικείου Τμήματος των Κ.Α.Τ.Ε. ή ετέρου έχοντος σχετικήν πείραν και δ)Μέχρι τεσσάρων (4), κατά εργαστήριον, εργατών. 7.Το εν τη προηγουμένη παραγράφω προσωπικόν προσλαμβάνεται επί σχέσει εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου ωρισμένου χρόνου, δι’ αποφάσεως του αρμοδίου Διευθυντού Γεωργίας και αμείβεται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας συλλογικάς συμβάσεις εργασίας ή αποφάσεις κ.λπ. Εν τη αυτή αποφάσει ορίζεται ο αριθμός των εξ εκάστης ειδικότητος προσλαμβανομένων και η διάρκεια απασχολήσεως εκάστου εξ αυτών μη δυναμένη να υπερβή τους τέσσαρας (4) μήνας κατ’ έτος. Εις περίπτωσιν καθ’ ην εκκρεμεί διεξαγωγή διατεταγμένης ερευνητικής εργασίας η διάρκεια της απασχολήσεως δύναται να παραταθή μέχρι πέρατος της εργασίας ταύτης. 8.Η εργαστηριακή ποιοτική εξέτασις των λαμβανομένων δειγμάτων σύκων διενεργείται προκειμένου μεν δι’ εξαγωγάς μέσω πόλεων εις ας υφίστανται εργαστήρια ποιοτικού ελέγχου υπό των προϊσταμένων των εργαστηρίων, προκειμένου δε δι’ εξαγωγάς μέσω πόλεων εις ας δεν υφίστανται τοιαύτα εργαστήρια υπό των αρμοδίων Ελεγκτών. 9.Σύκα προσκομιζόμενα προς έλεγχον και κρινόμενα υπό του Ελεγκτού ή των επικουρικών τοιούτων ως μη ανταποκρινόμενα προς τα γενικά ποιοτικά χαρακτηριστικά του εμπορικού ποιοτικού τύπου δι’ ου έχουν σημανθή παρά του εξαγωγέως δεν δειγματίζονται δι’εργαστηριακήν εξέτασιν και απορρίπτονται. 10.Εν περιπτώσει διαφωνίας του εξαγωγέως προς την κρίσιν του ασκήσαντος τον ποιοτικόν έλεγχον Γεωπόνου ή προς τα αποτελέσματα της γενομένης παρά του εργαστηρίου αναλύσεως ούτος δικαιούται να ζητήση εντός τεσσάρων (4) ημερών, δι’ αιτήσεώς του, υποβαλλομένης εις την αρμοδίαν Διεύθυνσιν Γεωργίας απ’ ευθείας ή μέσω του Ελεγκτού, τον επανέλεγχον του φορτίου. Η επανάληψις του ποιοτικού ελέγχου διενεργείται υπό των αρμοδίων Εποπτών ή εν ελλείψει αυτών υπό των ασκούντων εποπτείαν Γεωπόνων. Η απόφασης του Επόπτου είναι ανέκκλητος. 11.Φορτία σύκων, κριθέντα μετά τον επανέλεγχον ως ακατάλληλα προς εξαγωγήν, κατώτερα δε ποιοτικώς και του τελευταίου εμπορικού ποιοτικού τύπου, απαγορεύεται όπως μεταφερθούν εις ετέρους λιμένας και τόπους εξαγωγής. Τα φορτία ταύτα χαρακτηρίζονται ως «απόσυκα» και παραδίδονται αμέσως εις την υπηρεσίαν συγκεντρώσεως αποσύκων της ΣΥΚΙΚΗΣ, αποσυσκευαζόμενα, μερίμνη του εξαγωγέως, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών. Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, τα εν λόγω σύκα αποσυσκευάζονται μερίμνη της ΣΥΚΙΚΗΣ και δαπάναις του εξαγωγέως. 12.Τα μέσα μεταφοράς εις την αλλοδαπήν των σύκων και της συκοπάστας (αυτοκίνητα, πλοία κ.λπ.) ελέγχονται υπό του αρμοδίου ελεγκτού ως προς την καθαριότητα αυτών εν γένει ως και την εξασφάλισιν συνθηκών αποφυγής αναμολύνσεων. Εάν δεν πληρούνται αι προϋποθέσεις αύται, ανακαλείται υπό του Ελεγκτού το χορηγηθέν πιστοποιητικόν, μέχρις ότου ο ενδιαφερόμενος προβή εις την απεντόμωσιν του μέσου μεταφοράς. 13.Απαγορεύεται η φόρτωσις προς εξαγωγήν σύκων δια τα οποία δεν εξεδόθη το εν άρθρω 1 πιστοποιητικόν ποιότητος. Επίσης, απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπον παραποίησις εγγράφων, δελτίων κ.λπ. προς παραπλάνησιν του ελέγχου και αντικανονικήν εξαγωγήν του προϊόντος. Άρθρον 9. Καταργούμεναι διατάξεις. Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργούνται: 1.Το υπ’ αριθ.29/22.12.60-11-1-61 Β.Δ. «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των από 14.8.52, 10.9.54 και 25.10.58. Β.Δ. «περί συλλογής, αποξηράνσεως, αποστειρώσεως, συσκευασίας και εμπορίας σύκων», και 2.Το υπ’ αριθ.53/12.2.64-15.2.64 Β.Δ. «περί τυποποιήσεως συσκευασίας και ποιοτικού ελέγχου των προς εξαγωγήν σύκων». (Αντί της σελ.841(α) Σελ.841(β) Τεύχος 671-Σελ.121 Επεξεργασία και εμπορία σύκων 16.Μ.β.8 Άρθρον 10. Ισχύς. Η ισχύς του παρόντος άρχεται από 1ης Αυγούστου 1978. Εις τον επί του Εμπορίου Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν του παρόντος, εις δε τον επί της Γεωργίας Υπουργόν την εκτέλεσιν αυτού. Άρθρον 1. Εξαγώγιμον είδος – προϋποθέσεις Εξαγωγής. 1.Αι διατάξεις του παρόντος αφορούν εις τα εξαγόμενα εις την αλλοδαπήν ξηρά σύκα και συκοπάστα. 2.Η εξαγωγή ξηρών σύκων και συκοπάστας επιτρέπεται μόνον εφόσον ταύτα πληρούν τους όρους του παρόντος διατάγματος και συνοδεύωνται υπό του εν παρ.1 του άρθρου 12 του Ν.Δ.3999/1959 διαλαμβανομένου πιστοποιητικού ποιοτικού ελέγχου. Άρθρον 2. Εμπορικοί ποιοτικοί τύποι ξηρών σύκων. 1.Τα εξαγόμενα ξηρά σύκα κατατάσσονται εις τους κάτωθι εμπορικούς ποιοτικούς τύπους: α)Εμπορικός ποιοτικός τύπος Α’ «GRADE A» ή «EXTRA» ή «FANCY» (πρώτη ποιότης). β)Εμπορικός ποιοτικός τύπος Β’ «GRADE B» ή «CHOICE» (δευτέρα ποιότης). γ)Εμπορικός ποιοτικός τύπος Γ’ «GRADE C» ή «COMMERCIAL» ή «CURRENT» (τρίτη ποιότης). δ)Εμπορικός ποιοτικός τύπος Δ’ «GRADE D» ή «STANDARD» (τετάρτη ποιότης). 2.Τα σύκα των ανωτέρω εμπορικών ποιοτικών τύπων πρέπει μετά την τυποποίησιν και συσκευασίαν αυτών να εμφανίζουν τα εις το άρθρον 3 αναφερόμενα χαρακτηριστικά ποιότητος. Άρθρον 3. Χαρακτηριστικά εμπορικών ποιοτικών τύπων ξηρών σύκων. 1.Εις το εμπορικόν ποιοτικόν τύπον Α’ κατατάσσονται βρώσιμα σύκα, συγκομισθέντα απολύτως ώριμα, λεπτόφλοια, μελιτώδους συστάσεως, ανοικτού ομοιομόρφου κιτρινωπού χρώματος, απολύτως καθαρά, παρουσιάζοντα ομοιομορφίαν μεγέθους κατά 90% και αριθμόν σύκων κατά χιλ/μον ουχί ανώτερον του 62. Απαγορεύεται η κατάταξις σύκων εις τον τύπον τούτον εφ όσον: α)Το ποσοστόν των εσωτερικών και εξωτερικών βλαβών, εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένων υπερβαίνει συνολικώς το 10% εις αριθμόν σύκων. β)Το ποσοστόν των εξ εντόμων προσβεβλημένων υπερβαίνει το 4% εις αριθμόν σύκων, του ποσοστού τούτου συνυπολογιζομένου εις το ανωτέρω συνολικόν ποσοστόν βλαβών 10% και γ)Περιέχουν οιονδήποτε ποσοστόν αποσύκων. 2.Εις τον εμπορικόν ποιοτικόν τύπον Β’ κατατάσσονται βρώσιμα σύκα, συγκομισθέντος ώριμα, καθαρά, μάλλον λεπτόφλοια, μελιτώδη, εμφανίζοντα σχετικήν ομοιομορφίαν χρώματος, ομοιομορφίαν μεγέθους κατά ποσοστόν 85% και αριθμόν σύκων κατά χιλ/μον ουχί ανώτερον του 72. Απαγορεύεται η κατάταξις σύκων εις τον τύπον τούτον εφ όσον: α)Το ποσοστόν των εσωτερικών ή εξωτερικών βλαβών, εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένων, υπερβαίνει συνολικώς το 15% εις αριθμόν σύκων. β)Το ποσοστόν των εντόμων προσβεβλημένων υπερβαίνει το 6% εις αριθμόν σύκων, του ποσοστού τούτου συνυπολογιζομένου εις το ανωτέρω συνολικόν ποσοστόν βλαβών 15% και γ)περιέχουν οιονδήποτε ποσοστόν αποσύκων. 3.Εις τον εμπορικόν ποιοτικόν τύπον Γ’ κατατάσσονται βρώσιμα σύκα, συγκομισθέντα ώριμα, καθαρά, εμφανίζοντα σχετικήν ομοιομορφίαν χρώματος και με ολιγώτερον εμφανή τα χαρακτηριστικά του δευτέρου ποιοτικού τύπου ως προς το λεπτόφλοιον και μελιτώδες, ομοιομορφίαν μεγέθους εις ποσοστόν 75% και αριθμόν σύκων κατά χιλ/μον ουχί ανώτερον του 80. Απαγορεύεται η κατάταξις σύκων εις τον τύπον τούτον εφ όσον. α)Το ποσοστόν των εσωτερικών ή εξωτερικών βλαβών, εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένων, υπερβαίνει συνολικώς το 20% εις αριθμόν σύκων. β)Το ποσοστόν των εξ εντόμων προσβεβλημένων υπερβαίνει το 10% εις αριθμόν σύκων, του ποσοστού τούτου συνυπολογιζομένου εις το ανωτέρω συνολικόν ποσοστόν βλαβών 20% και γ)Περιέχουν ποσοστόν αποσύκων ανώτερον του 2% εις αριθμόν σύκων. 4.Εις τον εμπορικόν ποιοτικόν τύπον Δ’ κατατάσσονται βρώσιμα σύκα, συγκομισθέντα ώριμα, καθαρά και των οποίων ο αριθμός κατά χιλ/μον δεν υπερβαίνει τα 94. Απαγορεύεται η κατάταξις σύκων εις τον τύπον τούτον εφ όσον: α)το ποσοστόν των εσωτερικών ή εξωτερικών βλαβών, εξ οιασδήποτε αιτίας προερχομένων, υπερβαίνει συνολικώς το 25% εις αριθμόν σύκων. β)το ποσοστόν των εξ εντόμων προσβεβλημένων υπερβαίνει το 12% εις αριθμόν σύκων, του ποσοστού τούτου συνυπολογιζομένου εις το ανωτέρω συνολικόν ποσοστόν βλαβών 25% και γ)περιέχουν ποσοστόν αποσύκων ανώτερον του 4% εις αριθμόν σύκων. 5.Τα σύκα απάντων των ανωτέρω εμπορικών ποιοτικών τύπων πρέπει να είναι απηλλαγμένα ξένων ουσιών και καλώς συσκευασμένα. Το ποσοστόν της περιεχομένης υγρασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το 24%. Δι’ ειδικάς επεξεργασίας μαλακώματος του φλοιού δύναται να επιτρέπεται και υπέρβασις της εν λόγω υγρασίας, εφ όσον διασφαλίζεται η καλή συντήρησις τούτων. Η υγρασία των σύκων προσδιορίζεται βάσει των ισχυουσών μεθόδων του Γενικού Χημείου του Κράτους. 6.Σύκα, μη πληρούντα τους εις τας προηγουμένας παραγράφους καθοριζομένους όρους, χαρακτηρίζονται ως μη βρώσιμα και κατατάσσονται εις την κατηγορίαν των αποσύκων. Άρθρον 4. Εμπορικοί ποιοτικοί τύποι συκοπάστας. 1.Η εξαγομένη συκοπάστα κατατάσσεται εις τους κάτωθι εμπορικούς τύπους: α)Εμπορικός ποιοτικός τύπος Α’ ή «FINEST» και β)Εμπορικός ποιοτικός τύπος Β’ ή «CHOICE». 2.Η συκοπάστα των ανωτέρω κατηγοριών πρέπει κατά το στάδιον της αποστολής της μετά την τυποποίησιν και συσκευασίαν να εμφανίζει τα εις το άρθρον 5 χαρακτηριστικά ποιότητος. Άρθρον 5. Χαρακτηριστικά εμπορικών ποιοτικών τύπων συκοπάστας. 1.Η κατατασσόμενη εις τον εμπορικόν ποιοτικόν τύπον Α’ συκοπάστα δύναται να παραχθή εκ σύκων οιουδήποτε (Αντί της σελ.839(α) Σελ.839(β) Τεύχος 671-Σελ.119 Επεξεργασία και εμπορία σύκων 16.Μ.β.8 ποιοτικού τύπου υπό την προϋπόθεσιν ότι ταύτα ελεγχόμενα προ της αλέσεώς των δεν εμφανίζουν συνολικάς, εσωτερικάς βλάβας ανωτέρας του 10% εις αριθμόν σύκων, εξ ων εντομολογικάς προσβολάς μέχρι 5% και ότι έχουν υποστή προηγουμένως έκπλυσιν δια θερμού ύδατος συνεχούς ροής και εν συνεχεία αφυδάτωσιν τοιαύτην ώστε η υγρασία αυτών να μη υπερβαίνει το 22%. Απαγορεύεται η κατάταξις συκοπάστας εις τον εμπορικόν τούτον τύπον εφ όσον κατόπιν εργαστηριακής εξετάσεως του δείγματος, διαπιστωθή ότι έστω και εις ένα υπόδειγμα των 100 γραμμαρίων εκ του δείγματος της συκοπάστας: α)ο αριθμός κεφαλών εντόμων είναι ανώτερος των 13, β)ο αριθμός τεμαχίων εντόμων υπερβαίνει τα 50, γ)ο αριθμός ακάρεων υπερβαίνει τα 50 και δ)ανευρεθούν περιττώματα ή τρίχες μυών. 2.Η κατατασσομένη εις τον εμπορικόν ποιοτικόν τύπον Β’ συκόπαστα δύναται να παραχθή εκ σύκων οιουδήποτε ποιοτικού τύπου υπό την προϋπόθεσιν ότι ταύτα, ελεγχόμενα προ της αλέσεώς των, δεν εμφανίζουν συνολικάς εσωτερικάς βλάβας ανωτέρας του 20% εις αριθμόν σύκων, εξ ων εντομολογικάς προσβολάς μέχρι 10% και ότι έχουν υποστή προηγουμένως έκπλυσιν δια θερμού ύδατος συνεχούς ροής και εν συνεχεία αφυδάτωσιν τοιαύτην ώστε η υγρασία αυτών να μη υπερβαίνη το 22%. Απαγορεύεται η κατάταξις συκοπάστας εις τον εμπορικόν τούτον τύπον εφ όσον κατόπιν εργαστηριακής εξετάσεως του δείγματος διαπιστωθή ότι έστω και εις ένα υπόδειγμα των 100 γραμμαρίων εκ του δείγματος της συκοπάστας: α)ο αριθμός κεφαλών εντόμων είναι ανώτερος των 20 β)ο αριθμός τεμαχίων εντόμων υπερβαίνει τα 70 γ)ο αριθμός ακάρεων υπερβαίνει τα 60 και δ)ανευρεθούν περιττώματα ή τρίχες μυών. 3.Απαγορεύεται η εξαγωγή συκοπάστας προς Η.Π.Α. και Καναδά, εφ όσον αυτή δεν έχει τα χαρακτηριστικά του Α’ εμπορικού ποιοτικού τύπου. Άρθρον 6. Μέσα και μορφαί συσκευασίας ξηρών σύκων και συκοπάστας. 1.Τα κατά το άρθρον 3 του παρόντος ποιοτικώς διαχωριζόμενα σύκα προσφέρονται εις τας αγοράς του εξωτερικού επεξειργασμένα κατά τας εκάστοτε απαιτήσεις των αγοραστών και συσκευάζονται εντός ξυλοκιβωτίων, χαρτονοκιβωτίων, χαρτοκιβωτίων, λευκοσιδηρών δοχείων κλπ. Τα ξυλοκιβώτια πρέπει να είναι επενδεδυμένα εσωτερικώς δια κηροχάρτου ή πολυαιθυλενίου ή ετέρων πλαστικών υλικών. Δια τα χαρτονοκιβώτια και τα χαρτοκιβώτια η ανωτέρω επένδυσις είναι υποχρεωτική μόνον εφ’ όσον εντός τούτων συσκευάζονται σύκα χύμα ή εις μη επενδεδυμένους (γυμνούς) ορμαθούς. Σύκα χύμα ή εις γυμνούς ορμαθούς δύνανται να συσκευάζονται και εντός σάκκων εξ ιούτης η καννάβεως κ.λπ., υπό τον όρον όπως οι σάκκοι είναι επενδεδυμένοι εσωτερικώς δια σάκκων εκ χάρτου ή εκ πολυαιθυλενίου ή εκ λεπτού βαμβακερού υφάσματος, αναλόγως της προτιμήσεως του αγοραστού. Η περιεκτικότης εκάστου των ανωτέρω μέσων συσκευασίας δεν δύναται να υπερβαίνει τα 25 χιλ/μα. 2.Τα μη βρώσιμα σύκα (απόσυκα) πρέπει να είναι συσκευασμένα εις σάκκους, περιεκτικότητος ούχί μικροτέρας των 25 χιλ/μων ή να μεταφέρωνται χύμα εντός του μεταφορικού μέσου. 3.Η κατά το άρθρον 4 του παρόντος ποιοτικώς διαχωριζομένη συκοπάστα συσκευάζεται είτε εντός ξυλοκιβωτίων, χαρτοκιβωτίων, χαρτονοκιβωτίων, επενδεδυμένων εσωτερικώς δια καταλλήλου αδιαβρόχου χάρτου ή δια λοιπών πλαστικών υλικών είτε εντός λευκοσιδηρών δοχείων. Η περιεχτικότης εκάστου των ανωτέρω μέσων συσκευασίας δεν δύναται να υπερβαίνει τα 40 χιλ/μα. 4.Άπαντα τα χρησιμοποιούμενα δια την συσκευασίαν υλικά πρέπει να είναι καινουργή, ξηρά και άοσμα. Ειδικώτερον τα ξύλινα κιβώτια πρέπει να είναι ορθογώνια, κατεσκευασμένα εξ αόσμου ξυλείας, επιμελώς πλανισμένα εξωτερικώς, απαγορευμένης της χρησιμοποιήσεως ξυλείας και πεύκης. 5.Αι μορφαί συσκευασίας των σύκων και συκοπάστας εκφράζονται δια των κάτωθι επικρατούντων εις την διεθνή αγοράν όρων: α)Δια τους ορμαθούς σύκων (τσαπέλες) χρησιμοποιείται ο όρος «STRING FIGS». Σελ.840(β) Τεύχος 671-Σελ.120 β)Δια τα εις πακέτα εσχισμένα σύκα, διατεταγμένα εις επαλλήλους σειράς, χρησιμοποιείται ο όρος «LAYER». γ)Δια πακέτα περιέχοντα ολόκληρα σύκα εις επαλλήλους σειράς, αναλόγως της προσδιδομένης εις έκαστον σύκον μορφής, χρησιμοποιούνται οι όροι «PROTOBEN», «LERIDA», «GUIRLAND», «ROUND» κ.λπ. δ)Δια σύκα χύμα χρησιμοποιείται ο όρος «LOOSE». ε)Δια σύκα χύμα εντός πλαστικών σακκιδίων ή τοιούτων εκ σελλοφάν χρησιμοποιείται ο όρος «LOOSE IN BAGS». στ)Δια σύκα χύμα εντός χαρτονοκυτίων χρησιμοποιείται ο όρος «LOOSE IN CARTONS». ζ)Δια την συκοπάσταν χρησιμοποιείται ο όρος «FIG PASTE» ή αντίστοιχος όρος εις ετέραν ξένην γλώσσαν. 6.Δια την ειδικωτέραν συσκευασίαν των σύκων εις σταυρούς η διάμετρος της ετικέττας πρέπει να είναι μικροτέρα, κατ’ ανώτατον όριον, 10% της διαμέτρου της γιρλάντας. Άρθρον 7. Σήμανσις. 1.Έκαστον μέσον συσκευασίας σύκων ή συκοπάστας πρέπει να φέρει εξωτερικώς, αναγεγραμμένας ευκρινώς δια πυρογραφίας ή δι’ ανεξιτήλου μελάνης ή δι’ ετικεττών καλώς επικολλωμένων επ’ αυτού, υποχρεωτικώς, τας κάτωθι ενδείξεις: α)Το ονοματεπώνυμο του εξαγωγέως ή το εγκεκριμένον εμπορικόν σήμα τούτου ή και αμφότερα. β)Την γενικήν ένδειξιν προελεύσεως των σύκων και συκοπάστας και προαιρετικώς την τοπικήν τοιαύτην ως κάτωθι: αα)Η γενική ένδειξις προελεύσεως των σύκων δηλούται δια των λέξεων «Ελληνικά σύκα» (GREEK FIGS) ή αντιστοίχων λέξεων εις γλώσσαν ετέρας Χώρας. Εφ όσον τίθεται και η τοπική ένδειξις προελεύσεως των σύκων αύτη πρέπει να ανταποκρίνηται εις την πραγματικήν περιφέρειαν προελεύσεως αυτών και να δηλούται δια των λέξεων «GROWN IN CALAMATA» δια τα σύκα Μεσσηνίας, «GROWN IN LACONIA» δια τα σύκα Λακωνίας κ.ο.κ. ββ)Η γενική ένδειξις προελεύσεως της συκοπάστας δηλούται δια των λέξεων «Ελληνική συκοπάστα» ή αντιστοίχων λέξεων εις γλώσσαν ετέρας Χώρας. γ)Τον εμπορικόν ποιοτικόν τύπον, ως εν άρθροις 2 και 4 αντιστοίχως ορίζεται. δ)Την μορφήν συσκευασίας. ε)Το καθαρόν βάρος κατά το ισχύον εις την χώραν προορισμού σύστημα μονάδων. στ)Το έτος εσοδείας, και ζ)Το Κρατικόν Σήμα, το ορισθέν συμφώνως τω άρθρω 19 παρ.8 του Ν.4035/1960 «περί μέτρων επεκτάσεως και βελτιώσεως των δενδροκηπευτικών καλλιεργειών και άλλων τινών διατάξεων». 2.Έκαστος ορμαθός ή πακέττον σύκων περιτυλιγμένον δια σελοφάν πρέπει να φέρη επικεκολλημένην έγχρωμον ετικέτταν καλλιτεχνικής συνθέσεως, αναγράφουσαν τας εν τη προηγουμένη παραγράφω ενδείξεις, εξαιρέσει των περιπτώσεων γ’, στ’ και ζ’. Εις περιπτώσεις συσκευασίας σύκων εντός πλαστικών σακκιδίων πρέπει να αναγράφωνται επ’ αυτών αι ως άνω ενδείξεις. 16.Μ.β.8 Επεξεργασία και εμπορία σύκων 3.Απογορεύεται η αναγραφή επί των μέσων συσκευασίας της λέξεως «STERILISED» ή αντιστοίχου λέξεως εις ετέραν ξένην γλώσσαν προς απόδοσιν της λέξεως «απεντομωμένα». Δια τα απεντομωμένα σύκα πρέπει να χρησιμοποιήται αποκλειστικώς η λέξις «FUMIGATED». Η σήμανσις των μέσων συσκευασίας δια της λέξεως «FUMIGATED» δύναται να παραλείπηται, εις τα περιπτώσεις τούτο ήθελεν ζητηθή εγγράφως παρά του εισαγωγέως. 4.Ο όρος «απόσυκα», δηλούνται δια της φράσεως «FIGS FOR INDUSTRY» ή αντιστοίχου φράσεως ετέρας ξένης γλώσσης αναλόγως της χώρας προορισμού. Η σήμανσις των σάκκων των περιεχόντων απόσυκα, προοριζομένα δι’ εξαγωγήν δια της ως άνω ενδείξεως είναι υποχρεωτική.
9
10. AΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ. Β2/19771/4908 της 24 Μαΐου/9 Ιουν. 1993 (ΦΕΚ–Β– 414) (Διόρθ. Σφάλμ. στο ΦΕΚ–Β–521 της 13 Ιουλ. 1993) Ίδρυση, λειτουργία, έλεγχος, Σχολών Επαγγελματικής Κατάρτισης Μεταφορέων (ΣΕΚΑΜ), τρόπος διενέργειας εξετάσεων υποψηφίων οδικών μεταφορέων εμπορευμάτων και επιβατών. Καταργήθηκε από την παρ. 2 του Κεφ. Ε της Β2/14971/2649/9-19 Μαΐου 1994 (ΦΕΚ–Β–374) απόφασης Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, κατωτ. αριθ. ΙΙ.
301
13. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 18 Ιουλ./12 Αυγ. 1937 Περί του τρόπου της διαχειρίσεως των υπό της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος εκδιδομένων στατιστικών εκδόσεων και των καθηκόντων του παρά τω Τμήματι Στατιστικών Δημοσιευμάτων της Διευθύνσεως Δημοσιεύσεων και Πληροφοριών της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος Ταξινόμου. Έχοντες υπ’ όψιν: α)τας διατάξεις του άρθρ. 14 παρ. 3 του Ν.Δ/τος υπ’ αριθ. 3627/56 περί οργανώσεως της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, και β)την υπ’ αριθ. 319/1957 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί του Συντονισμού Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-Η διαχείρισις εν γένει των υπό του Τμήματος Στατιστικών δημοσιευμάτων εκτυπουμένων στατιστικών εκδόσεων ενεργείται υπό του παρά τω Τμήματι τούτω υπηρετούντος υπευθύνου Ταξινόμου. Εν τη εννοία των στατιστικών εκδόσεων περιλαμβάνονται: α)τα παντός είδους στατιστικά δημοσιεύματα, β)αι παντός είδους στατιστικαί μελέται και γ)τα παντός είδους στατιστικά διαγράμματα και χάρται. Άρθρ.9.-1.Εις το βιβλίον εκτυπώσεως στατιστικών εκδόσεων, καταλλήλως διηρημένον, θ’ αναγράφωνται κατά χρονολογικήν σειράν ο τίτλος της εκτυπουμένης στατιστικής εκδόσεως, ο αριθμός των εκτυπουμένων αντιτύπων, ο αριθμός και η ημερομηνία της εντολής παραλαβής των Στατιστικών εκδόσεων παρά του ταξινόμου και ο αριθμός της αποδείξεως παραλαβής των στατιστικών εκδόσεων παρά του ταξινόμου. 2.Εις το βιβλίον των επί πληρωμή συνδρομητών, καταλλήλως διηρημένον θ’ αναγράφωνται κεχωρισμένως κατά κατηγορίαν στατιστικής εκδόσεως, κατ’ αύξοντα αριθμόν και χρονολογίαν εγγραφής το πλήρες ονοματεπώνυμον και η ταχυδρομική διεύθυνσις του συνδρομητού, ο χρόνος διαρκείας της συνδρομής και ο αριθμός, ημερομηνία και τα λοιπά στοιχεία του οικείου αποδεικτικού εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως του ποσού της συνδρομής. 3.Εις το βιβλίον των επ’ ανταλλαγή δημοσιευμάτων συνδρομητών καταλλήλως διηρημένον θα εγγράφωνται, επί τη αιτήσει των και κατόπιν εγκρίσεως του Γεν. Διευθυντού της Ε.Σ.Υ .Ε., κεχωρισμένως κατά κατηγορίαν εντύπου αι κάτωθι αλλοδαπαί υπηρεσίαι, εφ’ όσον αύται αποστέλλουσιν επίσης δωρεάν τα υπ’ αυτών εκδιδόμενα στατιστικά ή άλλα δημοσιεύματά των. α)Αι Στατιστικαί Υπηρεσίαι των ξένων χωρών. β)Αι βιβλιοθήκαι των Στατιστικών Ινστιτούτων, Φροντιστηρίων και άλλων επιστημονικών κρατικών ή μη ιδρυμάτων εν τη αλλοδαπή, και γ)Αι Στατιστικαί Υπηρεσίαι των Διεθνών Οργανώσεων. 4.Εις το βιβλίον των δωρεάν συνδρομητών, καταλλήλως διηρημένον θα εγγράφωνται κεχωρισμένως κατά κατηγορίαν εντύπου αι ακόλουθοι δύο κατηγορίαι: Α΄.Συνδρομηταί, εις ους αποστέλλονται αι στατιστικαί εκδόσεις άμα τη κυκλοφορία αυτών: α)Δημόσιαι εν γένει Υπηρεσίαι της Ελλάδος, καθοριζόμεναι ανά εξάμηνον, επί τη βάσει των υπηρεσιακών αναγκών εκάστης Υπηρεσίας δι’ αποφάσεων του Γενικού Διευθυντού της Ε.Σ.Υ .Ε., εν αις ορίζεται και ο αριθμός των αποστελλομένων αντιτύπων εκάστου είδους στατιστικής εκδόσεως. β)Υπουργοί του Ελληνικού Κράτους. γ)Αρχηγοί Πολιτικών Κομμάτων. δ)Ελληνικαί Πρεσβείαι, Προξενεία και μόνιμοι αντιπροσωπείαι εις την αλλοδαπήν. ε)Πρεσβείαι και προξενεία ξένων Κρατών και ξέναι αποστολαί εν Ελλάδι, εφ’ όσον τα δημοσιεύματα ενδιαφέρουν τον σκοπόν της αποστολής. ς)Τράπεζα της Ελλάδος και Αγροτική Τράπεζα. ζ)Πανεπιστήμια, Ανώταται ή Ανώτεραι Σχολαί και ξέναι Αρχαιολογικαί Σχολαί εν Ελλάδι. η)Εθνική Βιβλιοθήκη και Βιβλιοθήκη της Βουλής. θ)Ημερήσιος και περιοδικός τύπος εν Ελλάδι οριζόμενος ανά εξάμηνον δι’ αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού Στατιστικής καθοριζούσης άμα και τον αριθμόν αντιτύπων εφ’ όσον τα στατιστικά δημοσιεύματα παρουσιάζουν ενδιαφέρον δι’ έκαστον είδος εφημερίδος ή περιοδικών. ι)Επιμελητήρια Ελληνικά. Β΄.Συνδρομηταί εις ους αποστέλλονται υποχρεωτικώς τα δημοσιεύματα κατόπιν αιτήσεώς των προς την ΕΣΥΕ, εγκρινομένης υπό του Γενικού Διευθυντού της ΕΣΥΕ. α)Βουλευταί. β)Δήμοι. γ)Δημόσιαι, Δημοτικαί και Κοινοτικαί Βιβλιοθήκαι. δ)Βιβλιοθήκαι Οργανισμών δημοσίου δικαίου, ιδρυμάτων, συλλόγων και σωματείων. ε)Ημεδαποί συγγραφείς δημοσιεύσαντες μελέτας περί τα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα και αποστείλαντες αυτάς εις την ΕΣΥΕ. ς)Ανώτατοι και ανώτεροι δημόσιοι λειτουργοί εν γένει ως και Φυσικά ή Νομικά πρόσωπα συντρέχοντα εις το έργον της ΕΣΥΕ ή απασχολούμενα αποδεδειγμένως εις τας στατιστικάς, κοινωνικάς ή οικονομικάς μελέτας. 5.Πάσα τροποποίησις εγκεκριμένης εγγραφής ή διαγραφή ενεργείται πάντοτε δι’ εγγράφου διαταγής της αρμοδίας στατιστικής υπηρεσίας. 6.Άμα τη λήξει εκάστης οικονομικής χρήσεως, αι εις τα βιβλία αποστολής των στατιστικών εκδόσεων εγγραφαί των συνδρομητών αναθεωρούνται προς διαγραφήν ή ου των μη βεβαιωσάντων την λήψιν δι’ επιστροφής του μετά των δημοσιευμάτων συναποστελλομένου δελτίου εξαγωγής δεόντως συμπεπληρωμένου. Άρθρ.10.-1.Ο προϊστάμενος της Διευθύνσεως Δημοσιεύσεων και Πληροφοριών, δύναται όπως, εις τους ανήκοντας εις τινα των κατηγοριών των διαλαμβανομένων εν άρθρ. 9 του παρόντος και κατόπιν εγγράφου αιτήσεως τούτων, εγκρίνη εκτάκτως την διάθεσιν ενός αντιτύπου εξ εκάστου στατιστικού δημοσιεύματος. Αι αιτήσεις συνδρομητών, ή ετέρων ενδιαφερομένων δια την δωρεάν λήψιν περισσοτέρων αντιτύπων στατιστικού δημοσιεύματος, δέον όπως εγκρίνωνται υπό του Γενικού Διευθυντού της ΕΣΥΕ. Η παρ. 1 αντικατεστάθη ως άνω δια του Β.Δ. 575 της 20 Αυγ./16 Σεπτ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 189). (Αντί της σελ. 717) Σελ. 717(α) Τεύχος 396-Σελ. 93 Στατιστική Υπηρεσία 13.Ν.α.13 2.Δια διαταγών του Γενικού Διευθυντού της ΕΣΥΕ παρέχονται εκάστοτε τα δια την χρήσιν εκάστης στατιστικής υπηρεσίας αναγκαιούντα αντίτυπα. 3.Το τμήμα Στατιστικών Δημοσιευμάτων υποχρεούται να δίδη εντολάς εις τον Ταξινόμον όπως παραδίδη ούτος εις τον Προϊστάμενον της Βιβλιοθήκης της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας πέντε αντίτυπα εξ εκάστης στατιστικής εκδόσεως. Άρθρ.11.-1.Η τιμή πωλήσεως εκάστου τεύχους των στατιστικών δημοσιευμάτων, η αντίστοιχος ετησία συνδρομή τούτων, ως και η κατά σελίδα κοστολόγησις των υπό της ΕΣΥΕ παρεχομένων τακτικών και εκτάκτων στατιστικών πληροφοριών προς παραλήπτας και συνδρομητάς, του τε εσωτερικού και του εξωτερικού, καθορίζονται δι’ αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού. 2.Εις τους βιβλιοπώλας δια τα υπ’ αυτών αγοραζόμενα προς μεταπώλησιν στατιστικά δημοσιεύματα, παρέχεται ποσοστόν εκπτώσεως επί της τιμής πωλήσεως εκάστου αντιτύπου, οριζόμενον εφ’ άπαξ δι’ αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού. Αι παρ. 1-2 αντικατεστάθησαν ως άνω δια του Β.Δ. 575 της 20 Αυγ./16 Σεπτ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 189). Άρθρ.12.-1.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού ορίζεται εις των υπαλλήλων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας ως υπόλογος δια την επί τη βάσει αποδεικτικών εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως είσπραξιν του αντιτίμου των πωλουμένων στατιστικών εντύπων, ως και των συνδρομών του εσωτερικού. 2.Ο ανωτέρω υπόλογος εφοδιάζεται εκ μέρους του Δημοσίου Ταμείου δι’ αποδεικτικών εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως και υπέχει τας ευθύνας των οργάνων εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Άρθρ.13.-1.Δια τα επί τη καθορισθείση τιμή πωλούμενα τμηματικώς αντίτυπα στατιστικών εκδόσεων δέον όπως προσκομίζηται υπό του αγοραστού εις τον ταξινόμον το οικείον αποδεικτικόν εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως, εις το οποίον αναγράφεται το είδος, το δημοσίευμα και το έτος εκδόσεως. Επί τη βάσει των προσκομιζομένων αποδεικτικών εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως, ο ταξινόμος εκδίδει το σχετικόν δελτίον εξαγωγής, εις το οποίον επισυνάπτεται απαραιτήτως το οικείον αποδεικτικόν εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως. Σελ. 718(α) Τεύχος 396-Σελ. 94 2.Προκειμένου περί αγοράς υπό βιβλιοπωλών, εις το στέλεχος του δελτίου εξαγωγής δέον όπως επισυνάπτεται επίσης και ιδιαιτέρα έντυπος απόδειξις του βιβλιοπώλου. 3.Τα εκ μέρους των συνδρομητών ή αγοραστών του εξωτερικού αποστελλόμενα εμβάσματα ή επιταγαί εις ξένον συνάλλαγμα δια το αντίτιμον της αξίας των αποστελλομένων αυτοίς στατιστικών εκδόσεων διαβιβάζονται δι’ εγγράφου της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας επί αποδείξει εις την Τράπεζαν της Ελλάδος, ήτις προέρχεται εις τον διακανονισμόν της εις δραχμάς αξίας τούτων και καταθέτει ταύτας εις το Δημόσιον Ταμείον δια της εκδόσεως ισοπόσου αποδεικτικού εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως, όπερ αποστέλλει εις το αρμόδιον τμήμα Στατιστικών Δημοσιεύσεων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, δια την ενημέρωσιν του οικείου βιβλίου των επί πληρωμή συνδρομητών. 4.Τα εκ μέρους των συνδρομητών ή αγοραστών του εσωτερικού αποστελλόμενα εμβάσματα ή επιταγαί εις δραχμάς δια το αντίτιμον της αξίας των αποστελλομένων αυτοίς στατιστικών εκδόσεων παραδίδονται μερίμνη και υπ’ ευθύνη του τμηματάρχου δημοσιευμάτων εις τον κατά το άρθρ. 12 του παρόντος υπόλογον διαχειριστήν επί τη ταυτοχρόνω εκδόσει παρά τούτου ισοπόσου αποδεικτικού εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως, όπερ παραλαμβάνεται παρά του τμηματάρχου δημοσιευμάτων δια την ενημέρωσιν του οικείου βιβλίου των επί πληρωμή συνδρομητών. 5.Ο Ταξινόμος χορηγεί, εφ’ όσον τούτο ήθελε ζητηθή παρά των ενδιαφερομένων, βεβαίωσιν περί του εισπραχθέντος ποσού, εις ην μνημονεύεται απαραιτήτως ο αριθμός και η χρονολογία του οικείου αποδεικτικού εισπράξεως δημοσίας διαχειρίσεως, δι’ ου εισήχθη το αντίστοιχον ποσόν εις το Δημόσιον Ταμείον. 6.Τα στατιστικά δημοσιεύματα δύνανται, κατά την κρίσιν του Γενικού Διευθυντού της ΕΣΥΕ ή του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Δημοσιεύσεων και Πληροφοριών ν’ αποστέλλωνται εις τους αιτούντας αγοραστάς και προ της εξοφλήσεως του οικείου τιμολογίου. Τυχόν επισφαλείς απαιτήσεις, εκ διαθέσεως στατιστικών δημοσιευμάτων, μη εξοφληθείσαι εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, δύνανται να διαγράφωνται εις το τέλος εκάστου οικονομικού έτους δι’ αποφάσεως του Υπουργού Συντονισμού τη εισηγήσει του Γενικού Διευθυντού της ΕΣΥΕ. Η απόφασις του Υπουργού Συντονισμού, μετ’ αντιγράφου καταστάσεως των ανεπιδέκτων εισπράξεως οφειλών, δέον όπως υποβάλληται εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον ομού μετά των λοιπών παραστατικών στοιχείων της διαχειρίσεως του Ταξινόμου, δια την άσκησιν του κατά νόμον ελέγχου. Αι παρ. 5-6 προσετέθησαν δια του Β.Δ. 575 της 20 Αυγ./16 Σεπτ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 189). 13.Ν.α.13 Στατιστική Υπηρεσία Άρθρ.14.-1.Κατά τριμηνίαν ενεργείται υπό του Προϊσταμένου του Ταξινόμου Τμηματάρχου, βάσει των ανωτέρω, συνοπτικός έλεγχος της διαχειρίσεως του ταξινόμου, συντασσομένης σχετικής εκθέσεως. 2.Εις το τέλος του οικονομικού έτους ενεργείται γενικός έλεγχος της όλης διαχειρίσεως του ταξινόμου παρ’ Επιτροπής, οριζομένης υπό του Γενικού διευθυντού της Ε.Σ.Υ .Ε., ήτις και υποβάλλει σχετικήν έκθεσιν. 3.Τα παραστατικά στοιχεία της διαχειρίσεως του ταξινόμου μετ’ αντιγράφου της κατά το προηγούμενον άρθρον ετησίας εκθέσεως ελέγχου, αποστέλλονται εις το τέλος εκάστου οικονομικού έτους εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον δια την άσκησιν του κατά νόμον ελέγχου. Άρθρ.15.-Δι’ αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, συνιστάται επιτροπή αποτελουμένη εκ του Διευθυντού της Διευθύνσεως Δημοσιεύσεων και Πληροφοριών, του Τμηματάρχου Διαχειρίσεως Εφοδίων και Υλικού και του Τμηματάρχου Στατιστικών δημοσιευμάτων. Η Επιτροπή, δι’ ητιολογημένου πρακτικού αυτής, αποφαίνεται επί των εκάστοτε παρουσιαζομένων διαφορών μεταξύ του αριθμού των παραγγελλομένων αντιτύπων εκάστης στατιστικής εκδόσεως και του αριθμού των παραλαμβανομένων τοιούτων εκ του Τυπογραφείου και των βιβλιοδετών. Εις τον αυτόν επί του Συντονισμού Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. Άρθρ.2.-Καθήκοντα υπευθύνου Ταξινόμου εκτελεί υπάλληλος επί βαθμώ 6ω, 7ω ή 8ω της Α΄ Κατηγορίας Τεχνικού ή Διοικητικού Προσωπικού ή υπάλληλος επί βαθμώ 4ω ή 5ω ή 6ω της Β΄ Κατηγορίας του Τεχνικού ή Διοικητικού Προσωπικού της ΕΣΥΕ, οριζόμενος δι’ αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού της ΕΣΥΕ δημοσιευομένης, εν περιλήψει, εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το άρθρ. 2 αντικατεστάθη ως άνω δια του Β.Δ. 575 της 20 Αυγ./16 Σεπτ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 189). Άρθρ.3.-Τα κύρια καθήκοντα του Ταξινόμου συνίστανται εις α)την υπεύθυνον παραλαβήν των εκτυπουμένων στατιστικών εκδόσεων παρά του Εθνικού Τυπογραφείου, του συνεργείου φωτομηχανικών εκτυπώσεων (ΟΦΦΣΕΤ), ή άλλων τυπογραφείων και λιθογραφείων, ως και παρά των βιβλιοδετείων, μετά την βιβλιοδέτησιν τούτων, συμφώνως προς τας διδομένας αυτώ εντολάς εκ μέρους της Διευθύνσεως Δημοσιεύσεων και Πληροφοριών, β)την συστηματικήν διαφύλαξιν των παραλαμβανομένων εκδόσεων, γ)την διάθεσιν αυτών κατά τα ειδικώτερον κατωτέρω οριζόμενα και δ)την υπεύθυνον τήρησιν των κατωτέρω οριζομένων βιβλίων και λοιπών αποδεικτικών της διαχειρίσεως και λογοδοσίας του. Άρθρ.4.-1.Μετά βεβαίωσιν του τμήματος Στατιστικών Δημοσιευμάτων περί του πέρατος της εκτυπώσεως των στατιστικών εκδόσεων εκδίδεται έγγραφος εντολή του τμήματος στατιστικών δημοσιευμάτων της Διευθύνσεως Δημοσιεύσεων και Πληροφοριών προς τον Ταξινόμον ή τον Βιβλιοδέτην εκ τριπλοτύπων βιβλίων εντολών, εις ην αναφέρεται και ο αριθμός των παραγγελθέντων αντιτύπων δι’ έκαστον είδος στατιστικών εκδόσεων. Της τριπλοτύπου ταύτης εντολής τα δύο παραδίδονται εις τον ταξινόμον ή τον βιβλιοδέτην ίνα το μεν εν παραδώση ούτος εις τον τυπογράφον κατά την παραλαβήν, το δε έτερον τηρήση εις την διαχείρισίν του. Βάσει των ανωτέρω εντολών, ο ταξινόμος οφείλει να μεριμνά α)δια την άμεσον παραλαβήν εκ του τυπογραφείου των εκτυπωθέντων στατιστικών εκδόσεων, β)δια την υπογραφήν μετά του παραδίδοντος τυπογράφου τριπλοτύπου ηριθμημένης δια του τύπου αποδείξεως παραλαβής αναφερούσης το είδος και τον αριθμόν της παραλαμβανομένης στατιστικής εκδόσεως. Της αποδείξεως ταύτης το μεν εν τμήμα παραδίδεται εις τον τυπογράφον, το δεύτερον παραδίδεται εις το τμήμα Στατιστικών Δημοσιευμάτων, το δε τρίτον, αποτελούν το στέλεχος, παραμένει παρά τω ταξινόμω ως δικαιολογητικόν της διαχειρίσεως αυτού και γ)δια την χρέωσιν εις το ειδικόν βιβλίον αποθήκης στατιστικών εκδόσεων και εις τας οικείας μερίδας κεχωρισμένως εκάστου δημοσιεύματος ή χάρτου ή διαγράμματος. 2.Ο Ταξινόμος, μεθ’ εκάστην παραλαβήν, οφείλει ν’ αναφέρη εις την αρμοδίαν Διεύθυνσιν Δημοσιεύσεων και Πληροφοριών περί της εγκαίρου και πλήρους ή μη παραλαβής των εντύπων, ίνα αύτη ειδοποιή τας αρμοδίας στατιστικάς υπηρεσίας. 3.Καθ’ όμοιον προς τον διαγραφόμενον εις τας ως άνω παρ. 1 και 2 του παρόντος τρόπον γίνεται υπό του Ταξινόμου και η άμα τη λήξει της βιβλιοδετήσεως παραλαβή των στατιστικών εκδόσεων παρά του βιβλιοδέτου, αλλ’ εις την τριπλότυπον απόδειξιν παραλαβής επισυνάπτεται και εν πρωτότυπον του μεταξύ τυπογράφου και βιβλιοδέτου συνταχθέντος πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής των προς βιβλιοδέτησιν τυπογραφικών φύλλων. Η κατά τα ανωτέρω τριπλότυπος απόδειξις παραλαβής αποτελεί απαραίτητον δικαιολογητικόν δια την πληρωμήν των δικαιούχων τυπογράφων και βιβλιοδετών. Άρθρ.5.-1.Ο ταξινόμος υποχρεούται όπως τα παραλαμβανόμενα κατατάσση κατ’ είδος τοποθετών χωριστά τας στατιστικάς εκδόσεις εις αποθήκας καταλλήλως διασκευασμένας και διαφυλάττη επιμελώς ταύτας, προς αποφυγήν πάσης φθοράς. (Αντί της σελ. 715) Σελ. 715(α) Τεύχος 396-Σελ. 91 Στατιστική Υπηρεσία 13.Ν.α.13 Επίσης υποχρεούται όπως πεντήκοντα αντίτυπα εξ εκάστης στατιστικής εκδόσεως φυλάσση επιμελώς εις ειδικήν αποθήκην της Υπηρεσίας. Τα αντίτυπα ταύτα διατίθενται μόνον μετά την εξάντλησιν της εκδόσεως και μόνον εν εκτάκτω ανάγκη, κατόπιν ειδικής προς τούτο εντολής της Διευθύνσεως Δημοσιεύσεων και Πληροφοριών. 2.Ο Ταξινόμος ευθύνεται δια πάσαν εν γένει απώλειαν ή καταστροφήν των στατιστικών εκδόσεων επελθούσαν εκ πταίσματος ή αμελείας αυτού και υπέχει απάσας τας ευθύνας και υποχρεώσεις των υπολόγων διαχειριστών υλικών του Δημοσίου. 3.Μετά πάροδον δεκαετίας από της κυκλοφορίας εκάστης στατιστικής εκδόσεως, επιτρέπεται κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού, η δια πολτοποιήσεως καταστροφή των εφθαρμένων στατιστικών δημοσιευμάτων, ως και αριθμού αντιτύπων εκ τούτων κρινομένων ως μη απαραιτήτων εις την ΕΣΥΕ. Την πολτοποίησιν ως και την πιστοποίησιν ταύτης, ενεργεί τριμελής επιτροπή εξ υπαλλήλων της ΕΣΥΕ, οριζομένης δι’ αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού. Η παρ. 3 προσετέθη δια του Β.Δ. 575 της 20 Αυγ./16 Σεπτ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 189). Άρθρ.6.-1.Δια την διαχείρισιν των στατιστικών εκδόσεων τηρούνται παρά του ταξινόμου δι’ εκάστην οικονομικήν χρήσιν τα εξής βιβλία και λοιπά παραστατικά της διαχειρίσεώς του: 1)Ειδικόν βιβλίον αποθήκης στατιστικών εκδόσεων, εις το οποίον θα τηρούνται μερίδες κεχωρισμένως εκάστου δημοσιεύματος, μελέτης, χάρτου, ή διαγράμματος, ως και η διαχείρισις αυτών (εισαγωγή - εξαγωγή). 2)Ειδικόν φάκελλον, περιλαμβάνοντα κατ’ αύξοντα αριθμόν τας κατά το άρθρ. 4 εκδιδομένας εντολάς παραλαβής στατιστικών εκδόσεων. 3)Τα στελέχη των κατά το άρθρ. 4 εκδιδομένων αποδείξεων παραλαβής. 4)Ειδικόν φάκελλον, περιλαμβάνοντα κατ’ αύξοντα αριθμόν τας κατά το άρθρ. 7 εκδιδομένας εντολάς αποστολής στατιστικών εκδόσεων. 5)Τα στελέχη των κατά το άρθρ. 7 εκδιδομένων δελτίων εξαγωγής, και 6)Ειδικόν φάκελλον περιλαμβάνοντα τα κατά το άρθρ. 7 επιστρεφόμενα δελτία εξαγωγής. 2.Πάντα τα υπό του Ταξινόμου τηρούμενα βιβλία αριθμούνται κατά φύλλον και μονογράφονται υπό του Προϊσταμένου αυτού Τμηματάρχου Δημοσιεύσεων, βεβαιούντος, εν τέλει εκάστου, τον συνολικόν αριθμόν των φύλλων του βιβλίου. Σελ. 716(α) Τεύχος 396-Σελ. 92 Άρθρ.7.-1.Προς εφοδιασμόν δια στατιστικών εκδόσεων α)των αρχών ή οργάνων, των εκτελούντων νομίμως στατιστικήν εργασίαν, β)των επί πληρωμή συνδρομητών, γ)των συνδρομητών επ’ ανταλλαγή δημοσιευμάτων και δ)των δωρεάν συνδρομητών, παραδίδεται προς τον ταξινόμον έγγραφος εντολή του Τμηματάρχου Δημοσιεύσεων, εκδιδομένη εκ διπλοτύπου βιβλίου εντολών, ηριθμημένου δια του τύπου, εις ην επισυνάπτεται πίναξ των αρχών ή οργάνων ή φυσικών ή νομικών προσώπων προς α θα αποστέλλωνται αι στατιστικαί εκδόσεις. Το διπλότυπον βιβλίον εντολών τηρείται εις δύο σειράς, εξ ων η μία σειρά χρησιμοποιείται δια τας επί πληρωμή και η ετέρα δια τας δωρεάν και επ’ ανταλλαγή αποστολάς στατιστικών δημοσιευμάτων. Το εντός « » δεύτερον εδάφιον, προσετέθη δια του Β.Δ. 575 της 20 Αυγ./16 Σεπτ. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 189). 2.Ο Ταξινόμος, επί τη βάσει των εντολών, υποχρεούται όπως μεριμνά αμελλητί δια την αποστολήν των στατιστικών εκδόσεων και εκδίδει εκ διπλοτύπου βιβλίου δελτίον εξαγωγής, το στέλεχος του οποίου αποτελεί τίτλον πιστώσεως δια την διαχείρισίν του. 3.Προκειμένου περί των συνδρομητών εσωτερικού, ο ταξινόμος συναποστέλει μετά των στατιστικών εκδόσεων και δελτίον εξαγωγής, όπερ επιστρέφεται αυτώ υπό του παραλήπτου, βεβαιούντος ενυπογράφως την κατ’ είδος και αριθμόν εντύπων παραλαβήν των αποσταλλέντων αυτώ στατιστικών εκδόσεων. 4.Κατά την αυτήν ως άνω διαδικασίαν παραδίδονται υπό του ταξινόμου αι δι’ υπηρεσιακήν χρήσιν των στατιστικών υπηρεσιών στατιστικαί εκδόσεις. 5.Επί τη βάσει των δελτίων εξαγωγής, ενεργούνται αι σχετικαί εγγραφαί εις το ειδικόν βιβλίον αποθήκης στατιστικών εκδόσεων. 6.Τα ταχυδρομικά τέλη αποστολής εις τους παραλήπτας του εξωτερικού των Στατιστικών εκδόσεων βαρύνουσι τας οικείας πιστώσεις του προϋπολογισμού της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος και δικαιολογούνται και εγκρίνονται κατά τας κειμένας διατάξεις. Άρθρ.8.-Παρά τω Τμήματι Στατιστικών Δημοσιευμάτων τηρούνται τα κάτωθι βιβλία, επί τη βάσει των οποίων εκδίδονται παρά του προϊσταμένου αυτού αι υπό του παρόντος προβλεπόμεναι εντολαί προς τον ταξινόμον. 1)Βιβλίον εκτυπώσεως στατιστικών εκδόσεων. 2)Βιβλίον τριπλοτύπων εντολών παραλαβής των εκτυπουμένων στατιστικών εκδόσεων. 3)Βιβλίον διπλοτύπων εντολών αποστολής στατιστικών εκδόσεων. 4)Βιβλίον των επί πληρωμή συνδρομητών εσωτερικού και εξωτερικού. 5)Βιβλίον των συνδρομητών επ’ ανταλλαγή δημοσιευμάτων. 6)Βιβλίον των δωρεάν συνδρομητών. 13.Ν.α.13 Στατιστική Υπηρεσία
49
21. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 492 της 30/31 Μαΐου 1965 (ΦΕΚ Α' 108) Περί διατηρήσεως κλπ. Συμβουλίων και Επιτροπών του Εθνικού Οργανισμού Καπνού. Έχοντες υπ' όψει: 1)Τας διατάξεις του άρθρ. 5 του Ν.Δ. 4352/1964 «περί διατάξεων αφορωσών τους Δημοσίους Υπαλλήλους ως και περί καταργήσεως Συμβουλίων, Επιτροπών των Δημοσίων Υπηρεσιών κλπ.», του άρθρ. 22 του Ν.Δ. 4373/64 «περί διαρρυθμίσεως του φόρου καταναλώσεως καπνού και άλλων τινών διατάξεων» και του άρθρ. 14 παρ. 3 του Νόμ. 4459/1965 «περί τροποποιήσεως των διατάξεων περί φορολογίας μεταβιβάσεων ακινήτων και επιβολής φόρου επί του αυτομάτου υπερτιμήματος οικοπέδου και άλλων τινών διατάξεων». 2)Τας διατάξεις του Ν.Δ. 3758/1957 «περί ιδρύσεως Εθνικού Οργανισμού Καπνού». 3)Την υπ' αριθ. 551/1965 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει των Ημετέρων Προέδρου της Κυβερνήσεως και των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: (Αντί της σελ. 740,03) Σελ. 740,03(α) 263 - 119 Καπνικοί Οργανισμοί 16.Ι.β.19-21 Άρθρ.1.Α.Το υπό του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 3758/1957 προβλεπόμενον Διοικητικόν Συμβούλιον παρά τω Εθνικώ Οργανισμώ Καπνού ανασυντίθεται ως κάτωθι: α)Εκ του Προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, διοριζομένου δι' αποφάσεως της Κυβερνητικής Επιτροπής Καπνού, επί τριετεί θητεία, δυναμένη να ανανεωθή, ως Προέδρου. β)Εκ του Γεν. Δ/ντού Εμπορίου του Υπουργείου Εμπορίου. γ)Εξ ενός επί βαθμώ 1ω υπαλλήλου της Γενικής Διευθύνσεως Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών. δ)Εκ του Γενικού Δ/ντού Γεωργίας του Υπουργείου Γεωργίας. ε)Εξ ενός ανωτάτου ή ανωτέρου υπαλλήλου της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού του υπό της Διοικήσεως της Τραπέζης. ς)Εκ του Διευθυντού της Διευθύνσεως Καπνού της Γενικής Δ/νσεως Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών. ζ)Εκ του Διευθυντού Εξαγωγών ή του Διευθυντού Συμβάσεων του Υπουργείου Εμπορίου οριζομένου υπό του Υπουργού Εμπορίου. η)Εξ ενός εκπροσώπου του Υπουργείου Συντονισμού, οριζομένου υπό του Υπουργού Συντονισμού. θ)Εκ τριών κατ' επάγγελμα καπνοπαραγωγών, αποδεδειγμένως καλλιεργησάντων καπνά, κατά τα δύο τελευταία έτη, κατοικούντων εις τον τόπον ένθα η καλλιέργεια αυτών. Η εκλογή των, παρά τω Διοικητικώ Συμβουλίω, αντιπροσώπων των καπνοπαραγωγών, τακτικών και αναπληρωματικών, ενεργείται υπό των οικείων Συνεταιριστικών Οργανώσεων, ένα μήνα τουλάχιστον προ της λήξεως της θητείας των εν ενεργεία μελών κατά τα ειδικώτερον δι' αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας ορισθησόμενα. Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος και μέχρι της εκλογής των νέων αντιπροσώπων των καπνοπαραγωγών μετέχουσι του Διοικητικού Συμβουλίου οι νυν θητεύοντες. ι)Εξ ενός καπνεμπόρου, υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού του υπό της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας της Ελλάδος. Εν περιπτώσει μη υποδείξεως καπνεμπόρου υπό της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας της Ελλάδος ούτος ορίζεται μετά του αναπληρωτού του υπό του Υπουργού Εμπορίου. Η θητεία των εκπροσώπων των παραγωγών και της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας ορίζεται τριετής, δυναμένη ν' ανανεωθή. Σελ. 740,04(α) 263-120 Υπό των αρμοδίων Υπουργών ορίζονται και οι αναπληρωταί των εκ Δημοσίων Υπαλλήλων τακτικών μελών. Χρέη εισηγητού άνευ ψήφου εκτελεί ο Γεν. Δ/ντής του Εθνικού Οργανισμού Καπνού και εν απουσία ή κωλύματι τούτου ο αναπληρών τον Γενικόν Διευθυντήν. Χρέη Γραμματέως εκτελεί εις υπάλληλος του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, οριζόμενος μετά του αναπληρωτού του υπό του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου προτάσει του Γενικού Διευθυντού του Ε.Ο.Κ. Απόντος ή κωλυομένου του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου ή μη υπάρχοντος τοιούτου, τα καθήκοντα αυτού ασκεί ο Γενικός Διευθυντής Εμπορίου του Υπουργείου Εμπορίου και τούτου απόντος ή κωλυομένου, ο κατά βαθμόν ανώτερος των μετεχόντων εις το Συμβούλιον Δημοσίων Υπαλλήλων και επί ομοιοβάθμου ο αρχαιότερος εν τω βαθμώ. Β.Διατηρούνται τα κάτωθι Συμβούλια και Επιτροπαί παρά τω Εθνικώ Οργανισμώ Καπνού υπό την ακόλουθον σύνθεσιν. 1.Επιτροπή Αγορών Η υπό του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 3758/1957 προβλεπομένη Επιτροπή Αγορών αποτελείται εκ των κάτωθι: α)Εκ του Προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, ως Προέδρου. β)Εκ του Γενικού Διευθυντού του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, ως αντιπροέδρου. γ)Εκ του Διευθυντού Εξαγωγικού Εμπορίου του Υπουργείου Εμπορίου. δ)Εκ του Διευθυντού της Διευθύνσεως Καπνού του Υπουργείου Οικονομικών. ε)Εκ του Διευθυντού Πιστώσεων της Τραπέζης της Ελλάδος. ς)Εξ ενός ανωτάτου ή ανωτέρου υπαλλήλου της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος, υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού του υπό της Διοικήσεως αυτής. Χρέη εισηγητού, άνευ ψήφου, εκτελεί ο Δ/ντής της Διευθύνσεως Αγορών Καπνών του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, αναπληρούμενος υπό ετέρου υπαλλήλου του αυτού Οργανισμού, οριζομένου υπό του Προέδρου της Επιτροπής, προτάσει του Γενικού Διευθυντού του Ε.Ο.Κ. Χρέη Γραμματέως εκτελεί εις υπάλληλος του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, οριζόμενος μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Προέδρου της Επιτροπής, προτάσει του Γενικού Διευθυντού του Ε.Ο.Κ. Υπό των αρμοδίων οργάνων ορίζονται και οι αναπληρωταί των τακτικών μελών. Τον Πρόεδρον της Επιτροπής Αγορών ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής. 16.Ι.β.21 Καπνικοί Οργανισμοί 2.Εποπτικόν Συμβούλιον Το υπό του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 3758/1957 προβλεπόμενον Εποπτικόν Συμβούλιον αποτελείται εκ των κάτωθι: α)Εξ ενός Συμβούλου της Επικρατείας ή Συμβούλου, ή επιτίμου Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως Προέδρου. Ειδικώς προκειμένου περί επιτίμου Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ούτος υποδεικνύεται υπό του Υπουργού των Οικονομικών. β)Εξ ενός Ανωτάτου ή Ανωτέρου υπαλλήλου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Υπουργού Οικονομικών. γ)Εξ ενός Ανωτάτου ή Ανωτέρου υπαλλήλου της Γενικής Διευθύνσεως Εμπορίου του Υπουργείου Εμπορίου, οριζομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Υπουργού Εμπορίου. δ)Εξ ενός Ανωτάτου ή Ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Γεωργίας υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Υπουργού Γεωργίας. ε)Εξ ενός εκπροσώπου των καπνοπαραγωγών, υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Υπουργού Γεωργίας, επί τριετεί θητεία, δυναμένη ν' ανανεωθή. Χρέη Εισηγητού εκτελεί ο υπό του άρθρ. 22 του Ν.Δ. 3758/1957 προβλεπόμενος ελεγκτής και τούτου μη υπάρχοντος ή κωλυομένου εις υπάλληλος του Ε.Ο.Κ., οριζόμενος υπό του Προέδρου του Ε.Ο.Κ. προτάσει του Γενικού Διευθυντού του Οργανισμού, μετά σύμφωνον γνώμην του Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου. Χρέη Γραμματέως εκτελεί εις υπάλληλος του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, οριζόμενος μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Προέδρου του αυτού Οργανισμού προτάσει του Γενικού Διευθυντού αυτού. 3.Επιτροπή Ελέγχου Διαχειρίσεως Καπνών Η υπό του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 3758/1957 προβλεπομένη Επιτροπή Ελέγχου Διαχειρίσεως Καπνών αποτελείται εκ των κάτωθι: α)Εξ ενός Συμβούλου της Επικρατείας υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, ως Προέδρου. β)Εξ ενός Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου οριζομένου μετά του αναπληρωτού του υπό του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. γ)Εξ ενός Ανωτάτου ή Ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών, υποδεικνυομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Υπουργού Οικονομικών. Χρέη Εισηγητού εκτελεί εις υπάλληλος του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, οριζόμενος μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Προέδρου του Ε.Ο.Κ. προτάσει του Γενικού Διευθυντού αυτού μετά σύμφωνον γνώμην του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου Διαχειρίσεως Καπνών. Χρέη Γραμματέως εκτελεί εις υπάλληλος του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, οριζόμενος μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Προέδρου του Ε.Ο.Κ. προτάσει του Γενικού Διευθυντού του Οργανισμού. 4.Επιτροπή Υπηρεσιακού Συντονισμού Η υπό του άρθρ. 21 του Ν.Δ. 3758/1957 και της υπ' αριθ. 17709/1958 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου προβλεπομένη Επιτροπή Υπηρεσιακού Συντονισμού αποτελείται εκ των κάτωθι: α)Εκ του Προϊσταμένου της Δ/νσεως Καπνοπαραγωγής του Εθνικού Οργανισμού Καπνού. β)Εκ του Προϊσταμένου της Δ/νσεως Εμπορίου του Εθνικού Οργανισμού Καπνού. γ)Εκ του Προϊσταμένου του αρμοδίου Τμήματος της Δ/νσεως Εξαγωγικού Εμπορίου του Υπουργείου Εμπορίου. δ)Εκ του Προϊσταμένου του αρμοδίου Τμήματος της Δ/νσεως Παραγωγής Βιομηχανικών Φυτών του Υπουργείου Γεωργίας. ε)Εκ του Προϊσταμένου του αρμοδίου Τμήματος της Δ/νσεως Φορολογίας Καπνού του Υπουργείου Οικονομικών. Χρέη Εισηγητού εκτελεί εις υπάλληλος του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, υποδεικνυόμενος υπό του Γενικού Διευθυντού αυτού. Χρέη Γραμματέως εκτελεί εις υπάλληλος του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, υποδεικνυόμενος υπό του Γενικού Διευθυντού αυτού. Υπό των αρμοδίων οργάνων υποδεικνύονται και οι αναπληρωταί των τακτικών μελών, Εισηγητού και Γραμματέως. 5.Επιτροπαί Προμηθειών και Εκποιήσεων Έργον των Επιτροπών τούτων είναι το υπό του εκάστοτε ισχύοντος Κανονισμού διαχειρίσεως Ε.Ο.Κ., προβλεπόμενον ή το δια κοινής αποφάσεως Προέδρου και Γενικού Δ/ντού του Ε.Ο.Κ. καθοριζόμενον τοιούτον είναι δε αύται αι κάτωθι: Α'.Παρά τη Κεντρική Υπηρεσία του Εθνικού Οργανισμού Καπνού. Η παρά τη Κεντρική Υπηρεσία του Εθνικού Οργανισμού Καπνού Επιτροπή Προμηθειών και Εκποιήσεων αποτελείται εκ των κάτωθι: α)Εκ του Διευθυντού Οικονομικών Υπηρεσιών, αναπληρουμένου υπό του νομίμου αυτού αναπληρωτού ή υπό ετέρου Διευθυντού οριζομένου υπό του Προέδρου μετά πρότασιν του Γενικού Διευθυντού του Ε.Ο.Κ. (Μετά την σελ. 740,04(α) Σελ. 740,05 263-121 Καπνικοί Οργανισμοί 16.Ι.β.21 β)Εκ του Προϊσταμένου, της αιτούσης την προμήθειαν, υπηρεσίας, αναπληρουμένου υπό του νομίμου αυτού αναπληρωτού ή υπό ετέρου ανωτέρου υπαλλήλου οριζομένου υπό του Προέδρου μετά πρότασιν του Γενικού Διευθυντού του Ε.Ο.Κ. γ)Εξ ενός ετέρου υπαλλήλου οριζομένου υπό του Προέδρου προτάσει του Γενικού Διευθυντού. Εις περίπτωσιν όμως καθ' ην η προμήθεια υπερβαίνει κατά περίπτωσιν το ποσόν των δραχ. 100.000, εις την Επιτροπήν μετέχει ως τρίτον μέλος εν μέλος του Δ.Σ., οριζόμενον κατ' έτος υπ' αυτού μετά του αναπληρωτού του, όπερ και προεδρεύει αυτής. Χρέη Γραμματέως εκτελεί εις υπάλληλος του Εθνικού Οργανισμού Καπνού, οριζόμενος υπό του Γενικού Διευθυντού. Β'.Παρά τω Καπνολογικώ Ινστιτούτω Δράμας. Η, παρά τω Καπνολογικώ Ινστιτούτω Δράμας, Επιτροπή Προμηθειών, αποτελείται εκ των κάτωθι: α)Εκ του Διευθυντού του Καπνολογικού Ινστιτούτου, αναπληρουμένου υπό του νομίμου αναπληρωτού αυτού. β)Εκ του Προϊσταμένου του Λογιστηρίου του Καπνολογικού Ινστιτούτου, αναπληρουμένου υπό του νομίμου αναπληρωτού αυτού. γ)Εκ του Προϊσταμένου της αιτούσης την προμήθειαν υπηρεσίας, αναπληρουμένου υπό του νομίμου αναπληρωτού αυτού. Εν περιπτώσει καθ' ην δεν υπάρχει Προϊστάμενος, της αιτούσης την προμήθειαν, υπηρεσίας η Επιτροπή αύτη συμπληρούται εξ ενός ετέρου υπαλλήλου του Καπνολογικού Ινστιτούτου, οριζομένου μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Διευθυντού του Καπνολογικού Ινστιτούτου. Σελ. 740,06 263-122 Χρέη Γραμματέως εκτελεί εις υπάλληλος του Καπνολογικού Ινστιτούτου, οριζόμενος μετά του αναπληρωτού αυτού υπό του Διευθυντού του Ινστιτούτου. Γ'.Παρά ταις Περιφερειακαίς Διευθύνσεσι. Παρ' εκάστη των Περιφερειακών Διευθύνσεων συνιστάται κατ' έτος τριμελής Επιτροπή Προμηθειών. Τα μέλη και ο Γραμματεύς εκάστης των Επιτροπών τούτων ορίζονται κατ' έτος υπό του Γενικού Διευθυντού του Ε.Ο.Κ. Δ'.Εις ας περιπτώσεις δια την υπό των Επιτροπών Προμηθειών εκπλήρωσιν του έργου των απαιτούνται ειδικαί γνώσεις, δύναται δι' αποφάσεως του Προέδρου και του Γενικού Διευθυντού του Ε.Ο.Κ. να συμπληρώνται δια της συμμετοχής εις ταύτας ειδικών προσώπων υπαλλήλων ή ιδιωτών. Ε'.Πενταμελής Επιτροπή Εκποιήσεων και Προμηθειών παρά τη Κεντρική Υπηρεσία. Η Πενταμελής Επιτροπή Εκποιήσεων και Προμηθειών αποτελείται εκ των κάτωθι: α)Εκ του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ο.Κ. β)Εκ των εκπροσώπων εις το Διοικητικόν Συμβούλιον του Ε.Ο.Κ. του Υπουργείου Οικονομικών, Εμπορίου και Γεωργίας. γ)Εκ του Γενικού Διευθυντού του Ε.Ο.Κ. Χρέη Γραμματέως εκτελεί εις υπάλληλος του Ε.Ο.Κ., οριζόμενος υπό του Γενικού Διευθυντού του αυτού Οργανισμού. Άρθρ.2.-Την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος ανατίθεμεν εις τον επί του Εμπορίου Ημέτερον Υπουργόν. 16.Ι.β.21 Καπνικοί Οργανισμοί
148
155. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ. Α2/Β2/5341/302 της 5/11 Φεβρ.1988 (ΦΕΚ Β΄ 74) Απογραφή φορτηγών αυτοκινήτων βυτιοφόρων μεταφοράς υγρών καυσίμων δημόσιας χρήσης και ιδιωτικής χρήσης. Με την Α2/Β2/20841/933/13-14 Ιουν. 1988 (ΦΕΚ Β΄ 380) απόφ. Υπ. Μεταφ. και Επικοινωνιών παρατάθηκε η διάρκεια απογραφής, που αποφασίστηκε με την ως άνω απόφαση, μέχρι 30 Σεπτ. 1988. Συμπληρώθηκε και παρατάθηκε η ισχύς της μέχρι 31-12-90 από την Α2/Β2/31036/6269/1317 Σεπτ. 1990 (ΦΕΚ Β΄ 602) απόφ. Υπ. Μεταφ. και Επικ. Σελ. 242,8920(δ) Τεύχος 1158-Σελ. 6
301
101. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ. Ε5/1877 της 30 Μαρτ./11 Απρ. 1984 (ΦΕΚ Β΄ 229) Προϋποθέσεις χορήγησης εκπαιδευτικών αδειών στους εντασσόμενους εκπαιδευτικούς των ΤΕΙ. Τροποποιήθηκε από την Ε5/5253/5-9 Οκτ. 1989 (ΦΕΚ Β΄ 770) απόφ. Υπ. Παιδείας.
173
21. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Άριθ. 1036 της 11/26 Μαρτ. 1958 Περί καθορισμού κατωτάτου απαιτουμένου ορίου κεφαλαίου Τραπεζών προς παροχήν ενεργείας πράξεων επί συναλλάγματος. Η Νομισματική Επιτροπή έχουσα υπ’ όψιν το άρθρον του Α.Ν. 362/45 «περί νομισματικής διαρρυθμίσεως» όπερ καθορίζει: 1.Η αγορά και η πώλησις χρυσού, χρυσών νομισμάτων και συναλλάγματος αποτελεί μονοπώλιον, ου η άσκησις ανατίθεται εις την Τράπεζαν της Ελλάδος. Σελ. 120,6(γ) 2.Δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών και του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος, λαμβανομένης μετά πρότασιν του τελευταίου τούτου, δύναται ν’ ανατεθή η συμφώνως προς τους εκάστοτε ισχύοντας νόμους αγορά και πώλησις συν/τος και εις άλλας Τραπέζας ή Δημοσίους Οργανισμούς. ……………………………………………………… και λαμβάνουσα αφορμήν από υποβαλλομένας προς την Τράπεζαν της Ελλάδος αιτήσεις Τραπεζών περί εγκρίσεως παροχής προς αυτάς της κατά τα άνω εξουσιοδοτήσεως δι’ ενεργείαν Πράξεων επί συναλλάγματος, φρονούσα δε ότι η παροχή της εξουσιοδοτήσεως ταύτης προς μίαν Τράπεζαν λόγω των συνεπειών της, δέον να βασίζηται εις οικονομικά στοιχεία εγγυώμενα την σοβαρότητα και το απρόσκοπτον της λειτουργίας της και επιθυμούσα όπως καθορισθώσιν προς τούτο ωρισμένα αντικειμενικά κριτήρια, απεφάσισεν. Καθορίζει το ποσόν των δρχ. 10.000.000 ως κατώτατον απαιτούμενον όριον μετοχικού κεφαλαίου των Τραπεζών, δια τας οποίας θα δύναται η Τράπεζα της Ελλάδος να προτείνη κατά την διαγραφομένην υπό του ανωτέρω Νόμου διαδικασίαν, την χορήγησιν αδείας ενεργείας, δια λογαριασμόν της, πράξεων επί συναλλάγματος. 12.Θ.α.21 Νομοθεσία περί Τραπεζών (Γενικά)
248
42. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 400 της 3/19 Οκτ. 1973 (ΦΕΚ Α΄ 292) Περί του τρόπου τηρήσεως των ατομικών φακέλλων των δικαστικών υπαλλήλων. ΄Εχοντες υπ’ όψιν τας διατάξεις των άρθρ. 87 και 90 του Ν.Δ. 1025/71 «περί Κώδικος καταστάσεως δικαστικών υπαλλήλων» και την υπ’ αριθ. 485/1973 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί της Δικαιοσύνης Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: ΄Αρθρ.1.-1.Ο ατομικός φάκελλος δικ. υπαλλήλων περιλαμβάνει εν πρωτοτύπω άπαντα τα ατομικώς αφορώντα εις τον υπάλληλον έγγραφα τα αναφερόμενα εις την εν γένει υπηρεσιακήν, οικογενειακήν και περιουσιακήν κατάστασιν τούτου. 2.Πάντα τα έγγραφα ταύτα ταξινομούνται εις υποφακέλλους τοποθετουμένους εις τον ατομικόν φάκελλον υπό τα εξής στοιχεία και τίτλους: Α΄.Τυπικά προσόντα. Β΄.Νομιμοφροσύνη. Γ΄.Οικογενειακή-περιουσιακή κατάστασις. Δ΄.Υπαλληλική σταδιοδρομία. Ε΄.Ηθικαί αμοιβαί-Ποιναί. ΣΤ΄.Εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων. Ζ΄.Άδειαι-Νοσηλείαι. Η΄.Διάφορα. (Αντί της σελ. 208,23(β) Σελ. 208,23(γ) Τεύχος 546-Σελ. 15 Γραμματεία των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών 6.Β.ε.37-42 3.Τα εν εκάστω υποφακέλλω περιεχόμενα έγγραφα καταχωρίζονται εις ειδικόν έντυπον προσαρτώμενον εις την εσωτερικήν αριστεράν πλευράν του υποφακέλλου. 4.Εις περιπτώσεις καθ’ ας συντρέχει εφαρμογή της παρ. 7 του άρθρ. 100 του Ν.Δ. 1025/71 «περί Κώδικος καταστάσεως δικαστικών υπαλλήλων» τα εν τω υποφακέλλω «Ε» έγγραφα τα σχετικά προς τας διαγραφομένας ποινάς αποσύρονται τοποθετούμενα εις το Γενικόν Αρχείον του Υπουργείου. Αποσύρεται ωσαύτως και το ειδικόν έντυπον του υποφακέλλου τούτου τοποθετούμενον εις το αυτό Αρχείον. Το αποσυρόμενον έντυπον αντικαθίσταται δια νέου εις ο καταχωρίζονται κατά τα εν παρ. 3 του παρόντος άρθρου οριζόμενα τα εναπομένοντα εν τω φακέλλω έγγραφα. ΄Αρθρ.2.-Φάκελλος περιλαμβάνων τα αυτά στοιχεία τηρείται και παρά τη Γραμματεία της υπηρεσίας παρ’ η υπηρετεί ο υπάλληλος καταρτιζόμενος μερίμνη και υπ’ ευθύνη του Προϊσταμένου της Γραμματείας και περιλαμβάνει εν αντιγράφοις άπαντα τα έγγραφα του ατομικού φακέλλου ταξινομούμενα εις υποφακέλλους ως εν τω ατομικώ φακέλλω. Εν περιπτώσει μετακινήσεως, μεταθέσεως ή αποσπάσεως του υπαλλήλου ο φάκελλος ούτος αποστέλλεται εις την νέαν αυτού Υπηρεσιακήν μονάδα. Εις τον αυτόν επί της Δικαιοσύνης Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος.
324
183. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Αριθ. 15514 της 7/14 Μαρτ. 1997 (ΦΕΚ Β΄299) Καθορισμός Ν.Π.Ι.Δ. που επιδιώκουν πολιτιστικούς σκοπούς. Ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, που επιδιώκει πολιτιστικούς σκοπούς κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ. 4 και 5 του Ν. 1884/90 (ΦΕΚ Α/81), ορίζεται ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1997».
360
28. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ Αριθ.4651 της 27 Αυγ./21 Σεπτ. 1992 (ΦΕΚ Β΄571) Περιορισμός συλλογικών οργάνων του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης. 29. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ.316 της 12/25 Σεπτ. 1992 (ΦΕΚ Α΄160) Σύσταση Τμήματος Εκπαίδευσης στο Υπουργείο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ.
375
109. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Αριθ. 160553/1833 της 22 Ιουν./7 Ιουλ. 1976 (ΦΕΚ Β΄ 892) (Διορθ. Ημαρτ. εν ΦΕΚ Β΄ 1001 της 2 Αυγ. 1976) Περί μεταβιβάσεως αρμοδιοτήτων εις τον Γενικόν Γραμματέα του Υπουργείου Γεωργίας.
142
111. ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΥΠΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΠΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ Αριθ.643 της 25 Οκτ.-8 Δεκ.2000 (ΦΕΚ Β΄1499) Αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.». Έχοντας υπόψη: 1. Τις διατάξεις του Ν. 2000/91 «Για την αποκρατικοποίηση, απλούστευση των διαδικασιών εκκαθάρισης, ενισχύσεων των κανόνων ανταγωνισμού και άλλες διατάξεις», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. 2. Τις διατάξεις του άρθρου 22 του Νόμου 2503/1997 (ΦΕΚ 107Α΄) «Διοίκηση, οργάνωση στελέχωση της Περιφέρειας κ.λπ». 3. Τις διατάξεις του άρθρου 27 του Ν. 2081/1992 (ΦΕΚ 154Α΄), με το οποίο προστέθηκε άρθρο 29Α στον Ν. 1558/1985. 4. Τις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α) «Εκσυγχρονισμός των χρηματιστηριακών συναλλαγών, εισαγωγή εταιρειών επενδύσεων στην ποντοπόρο ναυτιλία στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και άλλες διατάξεις». 4. Την από 2.10.2000 Απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων. 5. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις αυτής της απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφάσισε: 1. Την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» (εφεξής «η Τράπεζα») κατά 26.993.000.000 δραχμές με την έκδοση 13.496.500 νέων κοινών ονομαστικών μετοχών ονομαστικής αξίας έκαστης 2.000 δραχμών οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό 5,045% του υφισταμένου μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας. Το Ελληνικό Δημόσιο θα παραιτηθεί από το δικαίωμα προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. 2. Την ταυτόχρονη διάθεση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ή/και της «Δημόσιας Επιχείρησης Κινητών Αξιών Α.Ε.» («ΔΕΚΑ»), μέχρι 21.503.500 υφισταμένων μετοχών κυριότητάς του, οι οποίες αντιπροσωπεύουν ποσοστό 8,039% του υφισταμένου μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας. 3. Τη διάθεση του συνόλου των μετοχών της συνδυασμένης ως άνω προσφοράς, ήτοι τις μετοχές που θα προέλθουν από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και τις υφιστάμενες μετοχές, με δημόσια εγγραφή και με τη διαδικασία του Βιβλίου Προσφορών, με εξαίρεση τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο. 4. Τη διάθεση με ιδιωτική τοποθέτηση 2.000.000. νέων μετοχών από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας προς τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, τους εργαζόμενους στους Οργανισμού Προσωπικού, τους εργαζόμενους στις εταιρείες του Ομίλου, στις οποίες η Τράπεζα κατέχει ποσοστό τουλάχιστο 40% του μετοχικού τους κεφαλαίου, και τα ασφαλιστικά ταμεία του προσωπικού της Τράπεζας. Στους εργαζόμενους της Τράπεζας η διάθεση θα γίνει σε τιμή μειωμένη κατά ποσοστό 5% της τελικής τιμής διάθεσης των μετοχών στη δημόσια εγγραφή. Όλοι οι μετέχοντες στην ιδιωτική τοποθέτηση θα εγγραφούν καταβάλλοντας την ανώτατη τιμή του εύρους τιμών της δημόσιας εγγραφής και θα τους επιστραφεί, κατά την εκκαθάριση, η τυχόν διαφορά σε σχέση με την τελική τιμή διάθεσης. Ο ακριβής αριθμός μετοχών που θα λάβει κάθε εργαζόμενος, συνταξιούχος ή μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και οι τυχόν διευκολύνσεις που θα παρασχεθούν στους εργαζόμενους της Τράπεζας, θα καθορισθούν με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας. Οι εργαζόμενοι που θα τύχουν διευκολύνσεων δεσμεύονται να μην πωλήσουν τις μετοχές που θα αποκτήσουν καθόλη τη διάρκεια της διευκόλυνσης. 5. Την προνομιακή κατανομή στους ιδιώτες επενδυτές της δημόσιας εγγραφής μέχρι 200 μετοχών ανά αίτηση εγγραφής που θα υποβληθεί. 6. Τον προσδιορισμό της τιμής διάθεσης των μετοχών στη δημόσια εγγραφή με βάση τη διαδικασία υποβολής ανταγωνιστικών προσφορών (Book Building). O καθορισμός του εύρους τιμών, εντός του οποίου θα κληθούν να υποβάλλουν τις προσφορές τους οι θεσμικοί επενδυτές καθώς και η τελική τιμή πώλησης των μετοχών, θα προσδιορισθούν από τον Υπουργό Οικονομικών ή/και την ΔΕΚΑ μετά από σχετική εισήγηση των Συντονιστών-Κυρίων Αναδόχων και του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας. 7. Την άσκηση εκ μέρους των κατόχων Προμετόχων, Ευρωπρομετόχων και Αγρομετόχων του δικαιώματος ανταλλαγής που τους έχει παρασχεθεί κατά την έκδοση των εν λόγω τίτλων και την απόκτηση μετοχών της Τράπεζας με έκπτωση 5% επί της τελικής τιμής διάθεσης. Το Ελληνικό Δημόσιο ή/και η ΔΕΚΑ διατηρεί το δικαίωμα να διαθέσει επιπλέον μετοχές της Τράπεζας κυριότητας του και μέχρι ποσοστού 7% των υφισταμένων μετοχών, προκειμένου να καλυφθεί τυχόν αυξημένη ζήτηση από κατόχους Αγρομετόχων για απόκτηση μετοχών της Τράπεζας. (Μετά τη σελ. 212,4062) Σελ. 212,4063 Τεύχος 1416 Σελ. 75 Αγροτική Τράπεζα 12.Θ.ζ.111 8. Την παροχή με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κινήτρου διακράτησης, ως εξής: α) Στους κατόχους Αγρομετόχων, με εξαίρεση τους θεσμικούς επενδυτές, και στους κατόχους Προμετόχων παροχή δύο (2) δωρεάν μετοχών της Τράπεζας για κάθε δέκα (10) μετοχές που διακρατούν για περίοδο έξι (6) μηνών από την ημερομηνία καταχώρησης της μεταβίβασης των πωλουμένων μετοχών στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών. β) Στους ιδιώτες επενδυτές της δημόσιας εγγραφής, στους μετέχοντες στην ιδιωτική τοποθέτηση παροχή δύο (2) δωρεάν μετοχών της Τράπεζας για κάθε δέκα (10) μετοχές που διακρατούν για περίοδο δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία καταχώρησης της μεταβίβασης των πωλουμένων μετοχών στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών και μέχρι συνολικά αριθμού διακοσίων (200) δωρεάν μετοχών ανά επενδυτή. 9. Την δυνατότητα παραχώρησης από το Ελληνικό Δημόσιο ή τη ΔΕΚΑ στους Συντονιστές-Κυρίους Αναδόχους δικαιώματος προαίρεσης (Greenshoe option) για την αγορά μέχρι τριών εκατομμυρίων (3.000.000) επιπλέον μετοχών κυριότητάς του σε τιμή που θα είναι ίδια με την τελική τιμή διάθεσης των υπολοίπων μετοχών. To Greenshoe option θα παραχωρηθεί με σκοπό τη σταθεροποίηση της τιμής της μετοχής της Τράπεζας για περίοδο 30 ημερών από την έναρξη διαπραγμάτευσης των μετοχών της Τράπεζας στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Για θέματα ρύθμισης προσωπικού των θυγατρικών εταιριών της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος βλ. παρ.1 άρθρ.32 Νόμ.2945/3-8 Οκτ.2001 (ΦΕΚ Α΄223), τόμ.16 σελ.50,471. Σελ. 212,4064 Τεύχος 1416 Σελ. 76 12.Θ.ζ.111 Αγροτική Τράπεζα
248
9. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 18/21 Μαρτ. 1940 Περί εκχωρήσεως προνομίων του Ελλην. Ταπητουργικού Οργανισμού προς Τραπέζας. Έχοντες υπ’ όψει το άρθρ. 18 του νόμ. 4251 της 26 Ιουλ. 1929 «περί συστάσεως Ελληνικού Ταπητουργικού Οργανισμού», την από 4 Δεκ. 1939 σύμφωνον γνωμοδότησιν του Διοικητικού Συμβουλίου του ως άνω Ταπητουργικού Οργανισμού και το υπ’ αριθ. 60 του 1940 πρακτικόν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί της Εθνικής Οικονομίας Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-Εις τας εν Αθήναις εδρευούσας Εθνικήν Τράπεζαν της Ελλάδος, Αγροτικήν Τράπεζαν, Τράπεζαν Ελλάδος, Εθνικήν Κτηματικήν Τράπεζαν, Τράπεζαν Αθηνών, Τράπεζαν Χίου, Ιονικήν Τράπεζαν, Τράπεζαν Καραβασίλη, Λαϊκήν Τράπεζαν, Τράπεζαν Πειραιώς, Τράπεζαν Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως, Εμπορικήν Τράπεζαν, Τράπεζαν Αμάρ, Τράπεζαν Αττικής, Τράπεζαν Λακωνίας και Ιταλοελληνικήν Τράπεζαν, επιτρέπεται η χρήσις πάντων των εν τοις 9-18 άρθροις του Νόμ. 4251 του 1929 προνομίων και μέσων, εφόσον αύται τυγχάνουσι δανείστριαι του Ελληνικού Ταπητουργικού Οργανισμού, κατόπιν δανείων χορηγηθέντων εις τούτον μετά την ισχύν του παρόντος Β.Δ/τος. Άρθρ.2.-Εις τας εν τω προηγουμένω άρθρω Τραπέζας επιτρέπεται ωσαύτως η χρήσις των κάτωθι προνομίων, δια την είσπραξιν απαιτήσεών των προερχομένων εκ δανείων παραχωρηθέντων, μετά την ισχύν του παρόντος Δ/τος απ’ ευθείας εις πρόσωπα ασχολούμενα εις την ταπητουργίαν, και δια ταπητουργικάς εργασίας. Τα προνόμια ταύτα είναι τα των άρθρ. 9 (πλασματικού ενεχύρου), 10 (διαδικασία εκτελέσεως), 11 (αλληλεγγύης), 12 παρ. 1 (υποθήκης), 12 παρ. 2 (απαιτητόν απαιτήσεων) και 17 (κυρώσεις). Άρθρ.3.-Δια την απόλαυσιν των εις το αμέσως προηγούμενον άρθρ. 2 προνομίων και μέσων, απαιτείται ρητή συμφωνία μεταξύ Τραπέζης και οφειλέτου ήτις ισχύει μόνον εφ’ όσον ο οφειλέτης ήθελε προσαγάγη εις την δανείστριαν Τράπεζαν πιστοποιητικόν εκδιδόμενον υπό του Ταπητουργικού Οργανισμού, εμφαίνον λεπτομερώς τας τυχόν υποχρεώσεις και οφειλάς αυτού προς τον Οργανισμόν, ως και τα υφιστάμενα τυχόν πραγματικά ή πλασματικά ενέχυρα υπέρ τούτου. Το πιστοποιητικόν τούτο μνημονεύεται και προσαρτάται απαραιτήτως εις την μεταξύ Τραπέζης και Ταπητουργικού σύμβασιν δανείου, ήτις αφ’ ετέρου εντός δέκα ημερών από της υπογραφής της δέον ν’ ανακοινωθή μερίμνη της δανειστρίας Τραπέζης, και επί αποδείξει εις τον Ταπητουργικόν Οργανισμόν. (Αντί της σελ. 243) Σελ. 243(α) Ελληνικός Ταπητουργικός Οργανισμός 13.Ε.β.7-9 Εις τον αυτόν Υπουργόν ανατίθεται η δημοσίευσις και εκτέλεσις του παρόντος, όπερ ισχύει από της ημέρας της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
23
40. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 190 της 2-9 Ιουλ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 153) Οργανισμός Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας και συναφή θέματα. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του άρθρ. 5 παρ. 4 του Νόμ. 2226/1994 «Εισαγωγή, εκπαίδευση και μετεκπαίδευση στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας και στο Τμήμα Ανθυποπυραγών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 12). 2.Τις διατάξεις του άρθρ. 11 παρ. 1, εδάφ. α και στ και των άρθρ. 28 παρ. 4, 35 παρ. 2, 43 παρ. 3 και 53 παρ. 1 του Νόμ. 1481/1984 «Οργανισμός Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 152), όπως το άρθρ. 11 αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 παρ. 1 του Νόμ. 1590/1986 (Α΄ 49). 3.Τις διατάξεις του άρθρ. 1 παρ. 2 του Νόμ. 1590/1986 (Α΄ 49). 4.Τις διατάξεις του Π.Δ. 108/1994 (Α΄ 82) και του Π.Δ. 82/1993 «Περιορισμός συναρμοδιότητας κατά την έκδοση των κανονιστικών διαταγμάτων και αποφάσεων σε θέματα αρμοδιότητας των Υπουργείων Προεδρίας της Κυβέρνησης και Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 36). 5.Τις διατάξεις του άρθρ. 29Α του Νόμ. 1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» (Α΄ 137), το οποίο προστέθηκε με το άρθρ. 27 του Νόμ. 2081/1992 (Α΄ 154). 4.Α.η.38-40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 823 6.Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. 7.Την υπ’ αριθ. 246/1996 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, αποφασίζουμε: ΤΜΗΜΑ Α΄ ΟΡΓΑΝΩΣΗ – ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΑΠΟΣΤΟΛΗ – ΔΙΟΙΚΗΣΗ – ΟΡΓΑΝΩΣΗ Αποστολή. ΄Αρθρ.1.- Αποστολή της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας είναι η μετεκπαίδευση, επιμόρφωση και εξειδίκευση του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας με σκοπό τη διαρκή ενημέρωση αυτού στα σύγχρονα αστυνομικά θέματα και προβλήματα γενικού ή ειδικού ενδιαφέροντος, ώστε να ανταποκρίνεται πλήρως στα καθήκοντά του. Έδρα – Υπαγωγή – Διοίκηση. Άρθρ.2.-«1.Η Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας εδρεύει στον νομό Αττικής, λειτουργεί σε επίπεδο Αστυνομικής Διεύθυνσης και υπάγεται στην Αστυνομική Ακαδημία. Παράρτημα της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας, σε επίπεδο Αστυνομικής Υποδιεύθυνσης, το οποίο υπάγεται διοικητικά σε αυτή, λειτουργεί στο νομό Θεσσαλονίκης. Τα Τμήματα της Σχολής και του Παραρτήματος αυτής είναι ισότιμα με Αστυνομικά Τμήματα». Η μέσα σε «» παρ. αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 1 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄ 258), κατωτ. αριθ. 48. 2.Οι προϊστάμενοι των Υπηρεσιών της προηγούμενης παραγράφου, όταν δεν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, έχουν τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των προϊσταμένων των ισότιμων Υπηρεσιών. «3.Στο Παράρτημα της Σχολής μετεκπαιδεύονται αστυνομικοί των υπηρεσιών που εδρεύουν στη περιφέρεια της Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης, Επίσης στο ως άνω Παράρτημα δύναται να μετεκπαιδεύονται και αστυνομικοί των υπηρεσιών που εδρεύουν στην περιφέρεια της Ηπείρου και των νήσων Κέρκυρας, Λευκάδας και Λήμνου, εφόσον επιθυμούν». Η μέσα σε «» παρ. 3 προστέθηκε από την παρ. 2 του άρθρ. 1 του Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄ 155), κατωτ. αριθ. 48. Συγκρότηση. Άρθρ.3.-1.Η Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας συγκροτείται από: α. Το Επιτελείο. β. Τα Τμήματα Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης. 2.Το Επιτελείο διαρθρώνεται εσωτερικά στα εξής Τμήματα: α. Εσωτερικών Λειτουργιών. β. Σπουδών – Δημοσίων Σχέσεων. γ. Διαχείρισης Χρηματικού –Υλικού. 3.Σε κάθε Τμήμα Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης λειτουργεί Γραφείο Γραμματείας, το οποίο έχει ως αποστολή τη γραμματειακή εξυπηρέτηση αυτού και την υποβοήθηση του έργου του Επιτελείου. 4.Στη Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης λειτουργεί το Περιφερειακό Ιατρείο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 27-32 του Π.Δ. 584/1985 (Α΄ 204) και του άρθρ. 10 του παρόντος δ/τος. 5.Στη Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης λειτουργεί και το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 44 του παρόντος διατάγματος «6.Το Παράρτημα της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας συγκροτείται από: α. Το Επιτελείο, το οποίο διαρθρώνεται εσωτερικά στα εξής γραφεία: (1)Εσωτερικών Λειτουργιών (2)Σπουδών-Δημοσίων Σχέσεων (3)Διαχείρισης Χρηματικού-Υλικού. Οι αρμοδιότητες των παραπάνω γραφείων είναι αυτές που ορίζονται στο άρθρ. 7 του παρόντος διατάγματος. β. Τα Τμήματα Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης: (1)Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών-Στελεχών. (2)Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων. (3)Ξένων Γλωσσών. (4)Μετεκπαίδευσης Αξιωματικών. (5)Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων-Αρχιφυλάκων και Αστυφυλάκων. Σε κάθε Τμήμα από τα ανωτέρω λειτουργεί γραφείο Γραμματείας, το οποίο έχει ως αποστολή την γραμματειακή εξυπηρέτηση αυτού και την υποβοήθηση του έργου του Επιτελείου. Τα τμήματα αυτά λειτουργούν μόνο εφόσον ο αριθμός των σπουδαστών είναι μεγαλύτερος των 10 για το Τμήμα Ξένων Γλωσσών και των 20 για τα λοιπά Τμήματα. Ως προς τα ειδικότερα θέματα (Μετά τη σελ. 24,8470) Σελ. 24,8471 Τεύχος 1335 Σελ. 83 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 824 λειτουργίας των τμημάτων αυτών εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρ. 14 έως 20, 22 έως 28, 29 έως 39, 40 και 41 του παρόντος διατάγματος αντίστοιχα». Η μέσα σε «» παρ. 6 προστέθηκε από το άρθρ. 2 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ α΄ 258), κατωτ. αριθ. 48. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ – ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ Διοικητής της Σχολής Άρθρ.4.-Ο Διοικητής της Σχολής έχει τα ακόλουθα καθήκοντα: α. Ασκεί τη Διοίκηση της Σχολής και μεριμνά για την εκπλήρωση της αποστολής της. β. Είναι υπεύθυνος έναντι του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας για την εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία της Σχολής. γ. Βεβαιούται για την εκπαιδευτική ικανότητα του διδακτικού προσωπικού και υποβάλλει προτάσεις για την αντικατάσταση ή απόλυση των υστερούντων. δ. Τοποθετεί στα Τμήματα της Σχολής το μετατιθέμενο ή τοποθετούμενο σε αυτή αστυνομικό ή πολιτικό προσωπικό. ε. Γνωματεύει κατά τα οριζόμενα στο άρθρ. 44 παρ. 2 του παρόντος. Υποδιοικητής Σχολής. Άρθρ.5.-Ο Υποδιοικητής της Σχολής είναι άμεσος βοηθός του Διοικητή, σε θέματα σχετικά με τη διοίκηση και την εκπαίδευση. Ειδικότερα έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. Είναι υπεύθυνος έναντι του Διοικητή της Σχολής για την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του. β. Επιβλέπει για την ακριβή εφαρμογή του προγράμματος μετεκπαίδευσης και παρακολουθεί τη συμπεριφορά και την επίδοση των εκπαιδευομένων. γ. Επιβλέπει για την κανονική διεξαγωγή της εσωτερικής υπηρεσίας, την τάξη και πειθαρχία και παρακολουθεί αν εφαρμόζονται οι διατάξεις των σχετικών κανονισμών και οι διαταγές του Διοικητή. δ. Εισηγείται την έκδοση των αναγκαίων διαταγών σχετικά με την μετεκπαίδευση και επιβλέπει για την εκτέλεσή τους, σύμφωνα με τις οδηγίες του Διοικητή. ε. Παρίσταται σε όσο το δυνατό περισσότερες παραδόσεις μαθημάτων, εφαρμογές και ασκήσεις, για να σχηματίζει προσωπική αντίληψη σχετικά με την πρόοδο και απόδοση του διδακτικού προσωπικού. Σελ. 24,8472 Τεύχος 1335 Σελ. 84 στ. Ενεργεί επιθεωρήσεις στις αίθουσες διδασκαλίας, γυμναστήρια, βιβλιοθήκη και λοιπούς χώρους των κτιριακών εγκαταστάσεων της Σχολής και βεβαιώνεται για την επάρκεια και κανονική λειτουργία τους. ζ. Επιβλέπει την κανονική καταχώριση της βαθμολογίας στα βιβλία βαθμολογίας, την εξαγωγή των αποτελεσμάτων των εξετάσεων και τη σύνταξη των πινάκων επιτυχόντων και αποτυχόντων. η. Διατυπώνει ,στο τέλος κάθε εκπαίδευσης, τη γνώμη του στο Διοικητή της Σχολής για την απόδοση και ικανότητα του διδακτικού προσωπικού και των αξιωματικών της Σχολής. θ. Ελέγχει τα υπηρεσιακά βιβλία της Σχολής, σύμφωνα με τις διαταγές του Διοικητή. Υπασπιστής. Άρθρ.6.-1.Υπασπιστής της Σχολής ορίζεται με διαταγή του Διοικητή αυτής κατώτερος αξιωματικός και έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. Βοηθά το Διοικητή και Υποδιοικητή στην εκπλήρωση των καθηκόντων τους και τους τηρεί ενήμερους για τις γενόμενες προσκλήσεις, τις οφειλόμενες επισκέψεις, παρουσιάσεις και παραστάσεις αυτών. β. Φροντίζει, όταν είναι αναγκαίο, την επικοινωνία του Διοικητή με δημόσιες αρχές και ιδιώτες και εκτελεί κάθε άλλη υπηρεσία που του ανατίθεται. γ. Μεριμνά για τη σύνταξη των εμπιστευτικών και ημερήσιων διαταγών του Διοικητή της Σχολής, σύμφωνα με τις οδηγίες του και την κοινοποίησή τους, όπου απαιτείται. δ. Ρυθμίζει τις ενώπιον του Διοικητή παρουσιάσεις και επισκέψεις, εφόσον δεν έχει διαταχθεί διαφορετικά. ε. Συνεργάζεται με το Τμήμα Σπουδών-δημοσίων Σχέσεων σε θέματα εθιμοτυπίας της Σχολής. στ. Τηρεί τα εξής βιβλία: (1)Ημερήσιων διαταγών, (2)Επιθεωρήσεων Σχολής. 2.Ο Υπασπιστής, λόγω των ειδικών καθηκόντων του, δεν εναλλάσσεται με τους συναδέλφους του σε εσωτερικές και εξωτερικές υπηρεσίες της Σχολής. 3.Τον Υπασπιστή, απόντα ή κωλυόμενο, αναπληρώνει άλλος κατώτερος αξιωματικός, που ορίζεται με διαταγή του Διοικητή της Σχολής. 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 825 Αρμοδιότητες Τμημάτων Άρθρ.7.-1.Το Τμήμα Εσωτερικών Λειτουργιών έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. Χειρίζεται τα θέματα και τις υποθέσεις του προσωπικού, διεξάγει τη σχετική αλληλογραφία και τηρεί το αρχείο. β. Μεριμνά για την κατάρτιση, τήρηση και εφαρμογή των σχεδίων ασφαλείας των εγκαταστάσεων της Σχολής. γ. Φροντίζει για τη διάταξη των τακτικών και έκτακτων υπηρεσιών του προσωπικού της Σχολής. δ. Μεριμνά για την οργάνωση και επίβλεψη της κίνησης των οχημάτων της Σχολής. ε. Μεριμνά για την οργάνωση και επίβλεψη της κίνησης των οχημάτων της Σχολής. στ. Μεριμνά για την εξασφάλιση των βοηθητικών λειτουργιών της Σχολής σε συνεργασία και με τα άλλα Τμήματα του Επιτελείου. 2.Το Τμήμα Σπουδών-Δημοσίων Σχέσεων έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. Παρακολουθεί την πιστή εφαρμογή του προγράμματος εκπαίδευσης. β. Καταρτίζει σε συνεργασία με τους διδάσκοντες καθηγητές τα θέματα, τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο ατομικής ή ομαδικής εργασίας των σπουδαστών. γ. Καταρτίζει τα ωρολόγια προγράμματα και τα προγράμματα των εξετάσεων και μεριμνά για την προπαρασκευή, οργάνωση και κανονική διεξαγωγή αυτών. δ. Συντάσσει το πρόγραμμα διαλέξεων γενικής μορφώσεως και επισκέψεων για τους εκπαιδευόμενους και μεριμνά για την εξεύρεση κατάλληλων ομιλητών. ε. Ενεργεί για την έγκαιρη υποβολή προτάσεων για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και το διδακτικό προσωπικό της Σχολής. στ. Συντάσσει τον απολογισμό της εκπαίδευσης. ζ. Παρακολουθεί για την έγκαιρη προσέλευση και αποχώρηση των διδασκόντων καθηγητών. η. Φυλάττει τα βιβλία βαθμολογίας των σπουδαστών. θ. Εισηγείται την προμήθεια των αναγκαίων συγγραμμάτων και βιβλίων καθώς και του κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού. ι. Χειρίζεται θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, όπως αυτά προσδιορίζονται στις οικείες διατάξεις του παρόντος. ια. Μεριμνά για την καλαίσθητη εκτύπωση διατριβών, μελετών, σχεδίων και λοιπών εργασιών που ανατίθενται στους εκπαιδευόμενους. ιβ. Επιμελείται της εκτύπωσης των πτυχίων ή βεβαιώσεων που απονέμονται στους εκπαιδευόμενους. ιγ. Προετοιμάζει τα μέσα και υλικά για τις εξετάσεις της Σχολής. ιδ. Αναπαράγει διαλέξεις και σημειώσεις των διδασκόντων καθηγητών. ιε. Μεριμνά για την καλή συντήρηση, αξιοποίηση και αποδοτική χρησιμοποίηση των οπτικοακουστικών μέσων. ιστ. Παρακολουθεί την εξέλιξη της επιστήμης στο χώρο των οπτικοακουστικών και λοιπών μέσων και εισηγείται τον εφοδιασμό της Σχολής με αυτά. ιζ. Μελετά τις εργασίες των μετεκπαιδευομένων και προτείνει την αξιοποίηση από την υπηρεσία των αξιόλογων προτάσεων που περιλαμβάνονται σ’ αυτές. ιη. Τηρεί τη βιβλιοθήκη και φυλάττει το εκπαιδευτικό υλικό όπως ταινίες, βιντεοταινίες, κασέτες και δισκέτες αστυνομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου. ιθ. Οργανώνει τις διάφορες εκδηλώσεις της Σχολής, σύμφωνα με τις οδηγίες και εντολές του Διοικητή της Σχολής, σε συνεργασία με το Διοικητή του οικείου Τμήματος Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης. κ. Είναι υπεύθυνος για την εκτύπωση των προσκλήσεων των διαφόρων εορταστικών εκδηλώσεων της Σχολής και την αποστολή τους στα προσκαλούμενα πρόσωπα, σε συνεργασία με τον Υπασπιστή της Σχολής. κα. Μεριμνά για τη φωτογραφική, κινηματογραφική ή βιντεοσκοπική κάλυψη των κάθε μορφής εκδηλώσεων της Σχολής και τηρεί αρχείο φωτογραφιών, κασετών και ταινιών. κβ. Χειρίζεται θέματα έχοντα σχέση με την προβολή του έργου της Σχολής μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης. 3.Το Τμήμα Χρηματικού-Υλικού έχει τις εξής αρμοδιότητες: α. Μεριμνά για την προμήθεια και την κατανομή των εφοδίων και υλικών του προσωπικού. β. Μεριμνά για την προμήθεια, την καλή λειτουργία, τη συντήρηση και την ασφαλή φύλαξη όλων των απαραίτητων μέσων μηχανημάτων, οπλισμού και υλικών που απαιτούνται για τις ανάγκες της Σχολής. γ. Φροντίζει για τη συντήρηση των εγκαταστάσεων και των χώρων της Σχολής. δ. Μεριμνά για τη μισθοδοσία του προσωπικού της Σχολής και την αποζημίωση του διδακτικού προσωπικού. ε. Διαχειρίζεται την πάγια προκαταβολή και το χρηματικό γενικά της Σχολής. στ. Μεριμνά για την προμήθεια και διαχείριση χαρτοσήμου, ενσήμων και υπευθύνων δηλώσεων του Νόμ. 1599/1986. ζ. Διαχειρίζεται τις δαπάνες γενικά της Σχολής. 4.Μέχρι τη μηχανογράφηση του υλικού της Ελληνικής Αστυνομίας η Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης εξυπηρετείται διαχειριστικά από τη Σχολή Αστυφυλάκων Διοικητές Τμημάτων Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Άρθρ.8.-Ο Διοικητής κάθε Τμήματος Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Σχολής έχει τις εξής υποχρεώσεις: α. Είναι υπεύθυνος για την ακριβή εφαρμογή του προγράμματος μετεκπαίδευσης που καταρτίζει η Διεύθυνση Εκπαίδευσης. (Μετά τη σελ. 24,8472) Σελ. 24,8473 Τεύχος 1335 Σελ. 85 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 826 β. Παρακολουθεί το ενδιαφέρον και την επίδοση των σπουδαστών και λαμβάνει ή εισηγείται στο Διοικητή της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης τα αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του Τμήματος και τη βελτίωση της εκπαίδευσης μέτρα. γ. Εκτελεί τις εντολές και οδηγίες του Διοικητή της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης και αντιμετωπίζει μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του τα θέματα διοικητικής μέριμνας των σπουδαστών ή εισηγείται ανάλογα μέτρα στη διοίκηση της Σχολής. δ. Μεριμνά για την πειθαρχία, την τάξη και το κανονικό της στολής των μετεκπαιδευομένων. ε. Ορίζει την εσωτερική υπηρεσία του Τμήματός του και επιβλέπει για την κανονική διεξαγωγή αυτής. στ. Δέχεται προτάσεις καθηγητών ή σπουδαστών που αφορούν τη βελτίωση της εκπαίδευσης και υποβάλλει αντίστοιχες προτάσεις στο Διοικητή της Σχολής. Επόπτες Σχολείων Άρθρ.9.-Ως Επόπτες Σχολείων ορίζονται βαθμοφόροι με διαταγή του οικείου Διοικητή και έχουν τις εξής; Υποχρεώσεις: α. Προετοιμάζουν τις αίθουσες διδασκαλίας. β. Μεριμνούν για την ακριβή εφαρμογή του προγράμματος. γ. Εκτελούν τις εντολές και οδηγίες του Διοικητή του Τμήματος Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης. δ. αντιμετωπίζουν τα θέματα διοικητικής μέριμνας των σπουδαστών. ε. Επιβλέπουν από πλευράς πειθαρχίας και τάξεως τους μετεκπαιδευομένους. Υγειονομική Υπηρεσία. Άρθρ.10.-1.Η Υγειονομική Υπηρεσία έχει και τις εξής αρμοδιότητες πέραν εκείνων που ορίζονται στον οικείο κανονισμό: α. Ενεργεί ιατρική εξέταση των μετεκπαιδευομένων και ενημερώνει το Διοικητή για το αποτέλεσμα αυτής. Σκοπός της εξέτασης αυτής είναι η συνεχής παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας αυτών. β. Τηρεί τα ατομικά δελτία ασθενειών του προσωπικού της Σχολής και των μετεκπαιδευομένων. 2.Ο υγειονομικός αξιωματικός της Σχολής έχει και τα εξής καθήκοντα: α. Συμμετέχει σε εκδρομές των εκπαιδευομένων, αν αυτό ζητηθεί από το Διοικητή της Σχολής. β. Καλύπτει ιατρικά την εκτέλεση βολών και τις λοιπές εκδηλώσεις της Σχολής. Σελ. 24,8474 Τεύχος 1335 Σελ. 86 Λέσχη. Άρθρ.11.-1.Στη Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης λειτουργεί λέσχη σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. 2.Για την εξυπηρέτηση των αναγκών των εκπαιδευομένων στη λέσχη δύναται να αναπτύσσονται και να λειτουργούν κουρείο, ραφείο, υποδηματοποιείο και καθαριστήριο. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΧΟΛΗΣ Αξιωματικός Υπηρεσίας. Άρθρ.12.-1.Καθήκοντα Αξιωματικού Υπηρεσίας της Σχολής εκτελούν εκ περιτροπής, πέρα από τα κύρια καθήκοντα τους, οι Υπαστυνόμοι Α και Β, οι Ανθυπαστυνόμοι και οι Αρχιφύλακες που υπηρετούν σ’ αυτή. 2.Ο Αξιωματικός Υπηρεσίας μεριμνά για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της Σχολής, καθώς και για τη φρούρηση αυτής. 3.Τα ειδικότερα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του Αξιωματικού Υπηρεσίας είναι τα εξής: α. Κατά την ανάληψη υπηρεσίας ενημερώνεται από τον προκάτοχό του για κάθε θέμα που ανάγεται στα καθήκοντά του, παραλαμβάνει τον αναγκαίο οπλισμό και τον απόρρητο φάκελο Αξιωματικού Υπηρεσίας και υπογράφει το τηρούμενο βιβλίο παράδοσης και παραλαβής. β. Δεν απομακρύνεται από το κατάστημα της Σχολής και διανυκτερεύει σε ιδιαίτερο θάλαμο. γ. Βεβαιώνεται ότι όλοι οι εκτελούντες εσωτερική υπηρεσία, αστυνομικοί, είναι ενήμεροι των υποχρεώσεών τους και ότι εκτελούν κανονικά τα καθήκοντά τους. Προς τούτο ενεργεί και επιθεωρήσεις, ιδίως κατά τις νυκτερινές ώρες. 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 827 δ. Όταν απουσιάζουν από τη Σχολή ο Διοικητής ή οι άλλοι ανώτεροί του και διαταχθεί συναγερμός ή συμβεί άλλο έκτακτο ή απρόοπτο γεγονός, λαμβάνει αμέσως και χωρίς καθυστέρηση κάθε αναγκαίο, κατά την κρίση του, μέτρο προς αντιμετώπιση της κατάστασης, φροντίζοντας συγχρόνως να ενημερώσει με το ταχύτερο μέσο τον Διοικητή και να ειδοποιήσει τους λοιπούς αξιωματικούς και γενικά το εμπλεκόμενο προσωπικό της Σχολής. ε. Επιβλέπει για την κανονική λειτουργία των εγκαταστάσεων της Σχολής, καθώς επίσης και για την αποκατάσταση τυχόν βλαβών, των κτιριακών εγκαταστάσεων, εξακριβώνοντας συγχρόνως και την αιτία της φθοράς. στ. Επιβλέπει να μην εισέρχονται ξένα πρόσωπα στο κτιριακό συγκρότημα της Σχολής χωρίς άδεια και μεριμνά όπως οι επισκέπτες των μετεκπαιδευομένων παραμένουν μόνο κατά την υπό του προγράμματος επιτρεπομένη ώρα και στον καθορισμένο χώρο της Σχολής. ζ. Παραλαμβάνει κατά τις ώρες που δε λειτουργεί η Σχολή την αλληλογραφία και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 60 παρ. 1, εδάφ. ε του Π.Δ. 141/1991 (Α΄ 58). η. Επιμελείται για την αφή και σβέση των φώτων ασφαλείας καθώς επίσης και για την αποφυγή της άσκοπής σπατάλης νερού και ηλεκτρικής ενέργειας. 4.Ο χρόνος υπηρεσίας του Αξιωματικού Υπηρεσίας καθορίζεται με διαταγή του Διοικητή της Σχολής, με την οποία κατανέμονται και οι αρμοδιότητες τους βοηθού του, ανάλογα με τις υφιστάμενες υπηρεσιακές ανάγκες. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 5, 6 και 7 του άρθρ. 59 του Π.Δ. 141/1991 (Α΄ 58). 5.Στο Γραφείο του Αξιωματικού Υπηρεσίας τηρούνται τα κατωτέρω υπηρεσιακά βιβλία και πίνακες: α. Βιβλίο συμβάντων β. Βιβλίο αφιξαναχώρησης προσωπικού. γ. Πίνακας ονομαστικός του μόνιμου και διδακτικού προσωπικού της Σχολής με ένδειξη διεύθυνσης κατοικίας και αριθμού τηλεφώνου. δ. Οποιοδήποτε άλλο βιβλίο ή πίνακας, που ο Διοικητής της Σχολής ήθελε διατάξεις για την υποβοήθηση του έργου του Αξιωματικού Υπηρεσίας. 6.Κατεξαίρεση κατά τις θερινές διακοπές και τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, δύναται να τύχουν εφαρμογής και οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρ. 59 του Π.Δ. 141/1991. 7.Ως Υπαξιωματικός Υπηρεσίας ορίζεται Αρχιφύλακας ή κατάλληλος Αστυφύλακας. 8.Για Τμήματα της Σχολής που λειτουργούν εκτός του συγκροτήματος αυτής και δεν συστεγάζονται με άλλες Υπηρεσίες, ορίζεται ανάλογη εσωτερική υπηρεσία με διαταγή του Διοικητή της Σχολής. Φρουρά Άρθρ.13.-1.Για τη φρούρηση της Σχολής ή των Τμημάτων της που λειτουργούν εκτός αυτής και δεν συστεγάζονται με άλλες Υπηρεσίες, διατίθενται αστυφύλακες και αρχιφύλακες μη προερχόμενοι από Παραγωγική Σχολή ή προαγωγικές εξετάσεις, από το προσωπικό της ή το προσωπικό τυχόν συστεγαζόμενων Υπηρεσιών. 2.Η φρουρά ορίζεται με διαταγή του προϊσταμένου του Τμήματος Προσωπικού ή του οικείου Διοικητού Τμήματος για τα λειτουργούντα εκτός Σχολής και εκτελεί τα καθήκοντά της με την επίβλεψη του Αξιωματικού Υπηρεσίας, όπως καθορίζεται με διαταγή του Διοικητή της Σχολής. ΤΜΗΜΑ Β΄ ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ-ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΤΜΗΜΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΠΙΤΕΛΩΝ-ΣΤΕΛΕΧΩΝ Σκοπός-Μετεκπαιδευόμενο προσωπικό Άρθρ.14.-1.Οι αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας που έχουν το βαθμό του Αστυνόμου Β και προέρχονται από τη Σχολή Αξιωματικών, πριν προαχθούν στον ανώτερο βαθμό, μετεκπαιδεύονται υποχρεωτικά στο Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών-Στελεχών (Τ.Ε.Μ.Ε.Σ.). 2.Σκοπός της επαγγελματικής μετεκπαίδευσης των Αστυνόμων Β στο Τ.Ε.Μ.Ε.Σ. είναι η συμπλήρωση της επαγγελματικής και νομικής τους μόρφωσης, η συζήτηση και ανάλυση προβλημάτων που ανέκυψαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η έρευνα, μελέτη και ενημέρωση στα σύγχρονα και γενικότερα θέματα και προβλήματα διοίκησης προσωπικού και επιτελικού σχεδιασμού, καθώς και στα θέματα επικοινωνίας – δημοσίων σχέσεων και σχέσεων κράτους – πολίτη, με στόχο τη δημιουργία ικανών ηγετικών στελεχών. 3.Όσοι εκ των καλουμένων Αστυνόμων Β κωλύονται να φοιτήσουν, κατά το χρόνο της έναρξης της μετεκπαίδευσης, για λόγους υγείας, έχουν τεθεί σε κατάσταση αργίας ή διαθεσιμότητας, τελούν υπό προσωρινή κράτηση ή εκτίουν στερητική της ελευθερίας ποινή, καλούνται για μετεκπαίδευση στην αρχομένη μετά την άρση του κωλύματος εκπαιδευτική περίοδο. Εάν όμως μετά την άρση του κωλύματος και από την ημερομηνία έναρξης της μετεκπαίδευσης ο χρόνος απουσίας τους δεν υπερβαίνει τον χρόνο που προβλέπεται στο άρθρ. 20 παρ. 1 του παρόντος, για την διακοπή της εκπαίδευσης, τότε καλούνται αμέσως για φοίτηση. (Μετά τη σελ. 24,8474) Σελ. 24,8475 Τεύχος 1335 Σελ. 87 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 828 «4.Όσοι εκ των αξιωματικών είναι αποσπασμένοι σε Υπηρεσίες του εξωτερικού ή σε Διεθνείς Οργανισμούς καλούνται για μετεκπαίδευση στην αμέσως μετά τη λήξη της απόσπασης εκπαιδευτική σειρά ανεξαρτήτως της τυχόν προαγωγής τους στον επόμενο βαθμό». Η μέσα σε «» παρ. 4 προστέθηκε από την παρ. 1 άρθρ. 3 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄ 258), κατωτ. αριθ. 48. Διάρκεια μετεκπαίδευσης Άρθρ.15.-«Η μετεκπαίδευση έχει διάρκεια από 3 έως 6 μήνες και αρχίζει το πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Σεπτεμβρίου. Ο ακριβής χρόνος έναρξης και λήξης καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με διαταγή του προϊσταμένου του Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Σε περίπτωση που ο αριθμός των μετεκπαιδευομένων κάθε τάξης είναι μεγάλος, μπορεί με την ίδια διαταγή να κατανέμονται σε δύο Τμήματα με τη λειτουργία του δευτέρου Τμήματος μετά τη λήξη της μετεκπαίδευσης του πρώτου». Το άρθρ. 15 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 3 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄258), κατωτ. αριθ. 48. Διδασκόμενα μαθήματα-Εργασίες Άρθρ.16.-1.Τα θέματα τα οποία διδάσκονται οι σπουδαστές κατά τη διάρκεια της μετεκπαίδευσης είναι τα ακόλουθα: (1)Α΄ Ομάδα: Θέματα οργάνωσης, διοίκησης, ηγεσίας. (2)Β΄ Ομάδα: Θέματα αστυνομικού ενδιαφέροντος. (3)Γ΄ Ομάδα: Νομικά θέματα. (4)Δ΄ Ομάδα: Κοινωνικά θέματα. (5)Ε΄ Ομάδα: Εθνικά και διεθνή θέματα. (6)ΣΤ΄ Ομάδα: Θέματα επικοινωνίας-δημοσίων σχέσεων και σχέσεων κράτους-πολίτη. 2.Με το αναλυτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, που καταρτίζεται από τη Δ/νση Εκπαίδευσης/Υ.Δ.Τ, εγκρίνεται από τον Προϊστάμενο Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και κοινοποιείται στους σπουδαστές με την έναρξη της μετεκπαίδευσης, καθορίζονται τα μαθήματα που περιλαμβάνει κάθε μία από τις ομάδες θεμάτων της προηγούμενης παραγράφου. Στο αναλυτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται διαλέξεις καθώς και εκπαιδευτικές επισκέψεις και εκδρομές σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, βιομηχανίες, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα, οργανισμούς και λοιπούς χώρους επαγγελματικού ενδιαφέροντος. Σελ. 24,8476 Τεύχος 1335 Σελ. 88 3.α. Οι σπουδαστές υποχρεούνται μέχρι τέλους του πρώτου διμήνου της μετεκπαίδευσής τους να συντάξουν και παραδώσουν στον προϊστάμενο του Τμήματος Σπουδών-Δημοσίων Σχέσεων, ατομική μεταπτυχιακή εργασία σε 4 αντίτυπα. Η σύνταξη της εργασίας γίνεται σύμφωνα με τις έγγραφες οδηγίες και υποδείξεις της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης που δίδονται στους σπουδαστές με το πρόγραμμα εκπαίδευσης. β. Τα θέματα των εργασιών καθορίζονται από το Τμήμα σπουδών-Δημοσίων Σχέσεων, το οποίο καταρτίζει πίνακα θεμάτων ίσου τουλάχιστον αριθμού με τους σπουδαστές που αναφέρονται κυρίως: (1)Στην ιστορία του αστυνομικού θεσμού, στην οργάνωση και διοίκηση της αστυνομίας και στην εκπαίδευση του προσωπικού. (2)Στην πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος σε εθνικά και διεθνή πλαίσια, στη διεθνή αστυνομική συνεργασία και στους παράγοντες που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την εγκληματικότητα. (3)Στη δημόσια και κρατική ασφάλεια. (4)Στην τροχαία κίνηση, στα συγκοινωνιακά, μεταφορικά και κυκλοφοριακά προβλήματα. (5)Στον τουρισμό. (6)Στις ανθρώπινες σχέσεις και στις σχέσεις Διοίκησης και διοικουμένων. (7)Στην οργάνωση και διοίκηση. (8)Στο ανθρώπινο δυναμικό. (9)Στην αποκέντρωση και αυτοδιοίκηση. (10)Στα οικιστικά, περιβαλλοντολογικά προβλήματα και στη δημόσια υγεία. (11)Στην οικονομία και τη δημογραφία. (12)Στο συνδικαλισμό. (13)Στα κοινωνικά συστήματα. (14)Στα εθνικά θέματα. (15)Στην εθνική και διεθνή πολιτική. (16)Στις τεχνολογικές εξελίξεις. (17)Στα ευρωπαϊκά και κοινοτικά θέματα. (18)Στα ανθρώπινα δικαιώματα. 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 829 γ. Η κατανομή των θεμάτων των εργασιών στους μετεκπαιδευομένους γίνεται από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο ύστερα από επιλογή εκ μέρους αυτών τριών θεμάτων από τον σχετικό πίνακα. δ. Για την αξιολόγηση των εργασιών η Σχολή: (1)Καταρτίζει έγκαιρα τον αναγκαίο αριθμό τριμελών επιτροπών, κατά προτίμηση από ήδη διορισμένο σε αυτή ή άλλη Σχολή της Αστυνομικής Ακαδημίας διδακτικό προσωπικό, του οποίου το αντικείμενο διδασκαλίας προσιδιάζει περισσότερο προς ένα έκαστο των δοθέντων προς ανάπτυξη θεμάτων. (2)Εκδίδει πρόγραμμα παρουσιάσεως των μετεκπαιδευομένων ενώπιον της αρμόδιας για την αξιολόγηση της εργασίας τους επιτροπής, για την υποστήριξη αυτής. (3)Παραδίδει στο κάθε μέλος των επιτροπών αυτών από ένα αντίτυπο των υπό αξιολόγηση εργασιών, για προμελέτη. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως της αρμοδιότητας μιας επιτροπής για τη βαθμολόγηση συγκεκριμένης εργασίας αποφαίνεται το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο της Σχολής. Η βαθμολόγηση των εργασιών γίνεται αμέσως μετά την εξέταση του κάθε μετεκπαιδευομένου, με βάση τη βαθμολογική κλίμακα μηδέν μέχρι είκοσι (0-20). Η βαθμολογία εκάστου μέλους της επιτροπής τίθεται ολογράφως και αριθμητικώς στο πρώτο από τα τέσσερα αντίτυπα που παρέδωσε στο Τμήμα Σπουδών-Δημοσίων Σχέσεων ο κάθε μετεκπαιδευόμενος, με σειρά καθηγητής- μέλος-πρόεδρος. Ο κάθε βαθμολογητής μονογράφει τη βαθμολογία του. Η βαθμολογία ενός εκάστου των λοιπών μελών της επιτροπής δεν μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη κατά δύο μονάδες από τη βαθμολογία του καθηγητή. Ο μέσος όρος των τριών βαθμολογιών αποτελεί τη βαθμολογία της εργασίας. Η παράδοση των εργασιών βαθμολογημένων και η ανακοίνωση της βαθμολογίας στους μετεκπαιδευομένους γίνεται, σε κάθε περίπτωση, πριν την έναρξη των εξιτηρίων εξετάσεων. «4.Δύο εβδομάδες προ της λήξεως της μετεκπαίδευσης πραγματοποιείται ευρεία συζήτηση (συνδιάσκεψη) μεταξύ των μετεκπαιδευομένων Αστυνόμων Β΄ με ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών, που έχουν σχέση με την καθημερινή επαγγελματική τους ενασχόληση και διατυπώνονται εισηγήσεις και προτάσεις στα ως άνω θέματα. Στα θέματα προς συζήτηση περιλαμβάνονται ιδίως: (1)Σύγχρονος τρόπος διοικήσεως (Management). (2)Αστυνομικές επιχειρήσεις επί πραγματικών περιστατικών. (3)Διοικητική μέριμνα. (4)Οργάνωση-λειτουργία υπηρεσιών. (5)Σύγχρονη αντιμετώπιση μορφών εγκληματικότητας. (6)Τεχνική επικοινωνίας –ανακοινώσεων και συνεντεύξεων στα Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας επί θεμάτων που αφορούν την Αστυνομία. Στη συζήτηση δύναται να προσκαλούνται διακεκριμένοι επιστήμονες, καθηγητές Πανεπιστημίων, ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί Ενόπλων Δυνάμεων και Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και στελέχη Αστυνομιών άλλων κρατών, οι οποίοι μεταφέρουν τις γνώσεις και εμπειρίες των ώστε να διαμορφώνεται ορθή επαγγελματική αντίληψη και επιχειρησιακή ικανότητα στους μετεκπαιδευόμενους. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης δύναται να γίνονται προβολές ταινιών και να χρησιμοποιείται το κατάλληλο οπτικοακουστικό υλικό. Επί των θεμάτων που συζητούνται τηρούνται πρακτικά για περαιτέρω αξιοποίηση από τη Σχολή». Η παρ. 4 προστέθηκε από το άρθρ. 4 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄258), κατωτ. αριθ. 48. Έλεγχος επίδοσης Άρθρ.17.-«Η επίδοση των σπουδαστών ελέγχεται με βάση την ατομική τους εργασία. Ο βαθμός επίδοσης του κάθε σπουδαστή προσδιορίζεται ως ακολούθως: Άριστα: 18,001-20, Πολύ καλά: 15,001-18, Καλά: 12,001-15, Μέτρια: 10,001-12, Απαράδεκτα: 0-9,999. Όσοι λαμβάνουν βαθμό της κλίμακας από άριστα έως και καλά θεωρούνται ευδοκίμως αποφοιτήσαντες από τη Σχολή». Το άρθρ. 17 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 5 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄258), κατωτ. αριθ. 48. Εξιτήριες εξετάσεις. Άρθρ.18.-(Καταργήθηκε από το άρθρ. 12 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998, ΦΕΚ Α΄ 258, κατωτ. αριθ. 48». Αποτελέσματα μετεκπαίδευσης. Άρθρ.19.-«1.Οι ατομικές εργασίες μετά την βαθμολόγησή τους, παραδίδονται στον προϊστάμενο του Τμήματος ή Γραφείου Σπουδών – Δημοσίων Σχέσεων, κατά περίπτωση, με φροντίδα και ευθύνη του οποίου γίνεται η εξαγωγή της βαθμολογίας και η ανακοίνωσή της σε κάθε σπουδαστή. 2.Μετά το προσδιορισμό του βαθμού επίδοσης των σπουδαστών, η Σχολή καταρτίζει πίνακες ευδοκίμως και μη αποφοιτησάντων σπουδαστών σε δύο αντίτυπα, τους οποίους υποβάλλει στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης για κύρωση από τον προϊστάμενο του Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης. Μετά την κύρωση το ένα αντίτυπο των πινάκων αποστέλλεται (Μετά τη σελ. 24.8476) Σελ. 24,8477 Τεύχος 1335 Σελ. 89 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 830 στη Σχολή και το δεύτερο τηρείται στο αρχείο της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Επικυρωμένο αντίγραφο του πίνακα αποστέλλεται στις Υπηρεσίες από τις οποίες προέρχονται οι σπουδαστές. 3.Η επίδοση καταχωρείται στα ατομικά έγγραφα των σπουδαστών, αναγράφεται υποχρεωτικά κατά τη σύνταξη των εκθέσεων ικανότητας των αξιωματικών και συνεκτιμάται στις κρίσεις αυτών για προαγωγή από τα αρμόδια Συμβούλια». Τα μέσα σε «» εδάφ. 1 έως και 3 αντικαταστάθηκαν ως άνω από το άρθρ. 6 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄ 258), κατωτ. αριθ. 48. «4.Οι ευδοκίμως αποφοιτούντες από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών – Στελεχών φέρουν στη στολή τους διακριτική μεταλλική κονκάρδα, στην οποία απεικονίζονται το σύμπλεγμα του εμβλήματος του Σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας και της σημαίας με το σταυρό και αναγράφονται οι φράσεις: «ΕΥ ΛΟΓΙΖΕΣΘΑΙ, ΛΕΓΕΙΝ ΚΑΛΩΣ, ΠΡΑΤΤΕΙΝ Α ΔΕΙ». Την ίδια κονκάρδα μπορεί να φέρουν και όσοι αξιωματικοί αποφοίτησαν ευδόκιμα από το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Αστυνόμων Β΄ ή δεν φοίτησαν σ’ αυτό για υπηρεσιακούς λόγους και χωρίς δική τους υπαιτιότητα». Η μέσα σε «» παρ. 4 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 5 Π.Δ. 68/18-23 Απρ. 1997 (ΦΕΚ Α΄ 62), κατωτ. αριθ. 45. Διακοπή εκπαίδευσης – Αποβολή. Άρθρ.20.-1.Με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης, ύστερα από γνωμοδότηση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου διακόπτεται η μετεκπαίδευση του σπουδαστή, ο οποίος κωλύθηκε κατά τη διάρκεια αυτής για οποιονδήποτε λόγο, συνέχεια ή τμηματικά, για χρόνο μεγαλύτερο του ενός εβδόμου (1/7) των πραγματικών ημερών εκπαίδευσης που καθορίζονται με το πρόγραμμα εκπαίδευσης. Ο σπουδαστής αυτός υποχρεούται να παρακολουθήσει τη μετεκπαίδευση της αμέσως επόμενης σειράς. 2.Σπουδαστής αποβάλλεται με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου για τους ίδιους λόγους, για τους οποίους προβλέπεται από τις διατάξεις του Οργανισμού της Σχολής Αξιωματικών αποβολή δοκίμων υπαστυνόμων. Στην περίπτωση αυτή συντρέχουν ταυτόχρονα και πειθαρχικές συνέπειες για το σπουδαστή, ο οποίος αποκλείεται επίσης από την παρακολούθηση ίδιας μετεκπαίδευσης μελλοντικά. Η πράξη της αποβολής καταχωρίζεται στα ατομικά του έγγραφα. Σελ. 24,8478 Τεύχος 1335 Σελ. 90 Κωλύματα σπουδαστών και καθηγητών κατά τις εξετάσεις. Άρθρ.21.-(Καταργήθηκε από το άρθρ. 12 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998, ΦΕΚ Α΄ 285, κατωτ. αριθ. 48.) ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ ΤΜΗΜΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΝΘΥΠΑΣΤΥΝΟΜΩΝ Σκοπός-Διάρκεια της μετεκπαίδευσης Άρθρ.22.-1.Σκοπός της μετεκπαίδευσης των Ανθυπαστυνόμων είναι η συμπλήρωση της επαγγελματικής και νομικής τους μόρφωσης, η συζήτηση και ανάλυση προβλημάτων που προέκυψαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η ενημέρωσή τους σε σύγχρονα και γενικότερα θέματα και προβλήματα της διοίκησης προσωπικού. 2.Η μετεκπαίδευση των Ανθυπαστυνόμων αρχίζει τον Οκτώβριο και διαρκεί εννέα μήνες, με δυνατότητα να περιοριστεί σε επτά μήνες, με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζεται διαφορετικός χρόνος έναρξης της μετεκπαίδευσης. Εισιτήριες εξετάσεις Άρθρ.23.-1.Οι εισιτήριες εξετάσεις για το Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων ενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 7 του Ν.Δ. 649/1970 και του άρθρ. 15 του Νόμ. 1339/1983. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη διαδικασία διενέργειας των εξετάσεων αυτών και τα συναφή θέματα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρ. 3 έως 19 του Π.Δ. 209/1995 (Α΄ 111). Σε περίπτωση όμως ισοβαθμίας στην τελευταία θέση, εισάγονται όλοι όσοι ισοβαθμούν στη θέση αυτή. 2.Εξεταζόμενα μαθήματα κατά τις εισιτήριες εξετάσεις είναι τα εξής: α. Ελληνικά (Έκθεση ιδεών). β. Ποινικός Κώδικας. γ. Ποινική Δικονομία 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 831 δ. Οργανικοί Νόμοι και Κανονισμοί της Ελληνικής Αστυνομίας. ε. Ξένες γλώσσες προαιρετικά (Αγγλική – Γαλλική) στην ύλη που εξετάζονται οι υποψήφιοι για την απόκτηση του κατώτερου πτυχίου της αντίστοιχης γλώσσας. Διδασκόμενα μαθήματα Άρθρ.24.-1.Στους μετεκπαιδευόμενους Ανθυπαστυνόμου διδάσκονται τα ακόλουθα μαθήματα: Α΄ με βαθμό (1)Θέματα Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου (2)Θέματα Δικονομικού Ποινικού Δικαίου (3)Θέματα Εγκληματολογίας (4)Θέματα Ιατροδικαστικής. (5)Θέματα Ανακριτικής. (6)Θέματα Διοίκησης Προσωπικού. (7)Θέματα Οικονομικής Διαχείρισης. (8)Θέματα Δημόσιας Ασφάλειας. (9)Θέματα Αστυνομίας Τάξης. (10)Στοιχεία Δημοσίου Δικαίου. Β΄ χωρίς βαθμό (1)Δικαστική Ψυχολογία-Ψυχιατρική. (2)Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία. (3)Στοιχεία ιδιωτικού δικαίου (4)Δημόσιες Σχέσεις. (5)Θέματα Κρατικής Ασφάλειας. (6)Θέματα Πολιτικής Άμυνας. (7)Τοπογραφία – Σχεδιαγραφία. (8)Πρακτική Αστυνομία (9)Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι. (10)Διοικητικές Εξετάσεις (Ένορκες-προφορικές). (11)Διαλέξεις 2.Η αναλυτική ύλη των μαθημάτων που διδάσκονται, τα εκπαιδευτικά βοηθήματα, το πρόγραμμα εκπαίδευσης, ως και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με τη μετεκπαίδευση, καθορίζονται από τη Δ/νση Εκπαίδευσης/Υ.Δ.Τ. και εγκρίνονται με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης. Επίδοση μετεκπαιδευομένων Άρθρ.25.-1.Το τελευταίο 15νθήμερο της εκπαίδευσης οι μετεκπαιδευόμενοι Ανθυπαστυνόμοι υποβάλλονται σε γραπτές εξετάσεις στα βαθμολογούμενα μαθήματα. 2.Οι γραπτές εξετάσεις ενεργούνται από τον καθηγητή του οικείου μαθήματος. 3.Ο βαθμός επίδοσης για κάθε μετεκπαιδευόμενο προκύπτει από τη διαίρεση του αθροίσματος των βαθμών με τον αριθμό των μαθημάτων και υπολογίζεται μέχρι χιλιοστού μονάδας. 4.Μετεκπαιδευόμενοι που δεν συγκεντρώνουν το 50% της συνολικής βαθμολογίας θεωρούνται ότι απέτυχαν και δεν μπορούν να φοιτήσουν σε άλλη εκπαιδευτική σειρά. 5.Οι πίνακες επιτυχόντων και αποτυχόντων υποβάλλονται σε δύο αντίγραφα από τη Σχολή στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης για επικύρωση από τον Προϊστάμενο του Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και αποστολή στις αρμόδιες Υπηρεσίες για καταχώριση της μεταβολής αυτής στα ατομικά βιβλιάρια των μετεκπαιδευομένων. 6.Για τον τρόπο διενέργειας των γραπτών εξετάσεων, τη βαθμολογία, την εξαγωγή των αποτελεσμάτων και τα συναφή θέματα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του Οργανισμού της Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας. Σε περίπτωση όμως ισοβαθμίας, αρχαιότερος θεωρείται όποιος έλαβε μεγαλύτερο βαθμό στα μαθήματα με τη σειρά που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο. Συμμετοχή στις εξετάσεις. Άρθρ.26.-1.Η συμμετοχή στις εξετάσεις είναι υποχρεωτική για τους μετεκπαιδευόμενους. Η άρνηση συμμετοχής στις εξετάσεις, ανεξάρτητα από τον πειθαρχικό έλεγχο, συνεπάγεται την αποπομπή του αρνούμενου από το τμήμα Μετεκπαίδευσης, με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Σχολής. 2.Τις συνέπειες της προηγούμενης παραγράφου έχει και αυτός που προσέρχεται στις εξετάσεις, αλλά αρνείται τη συμμετοχή του σ’ αυτές χωρίς εύλογη αιτία (ως ασθένεια). Κωλυόμενοι από τις εξετάσεις και τη μετεκπαίδευση. Άρθρ.27.-1.Οι κωλυόμενοι από τις εξετάσεις, εξετάζονται αμέσως μόλις εκλείψει ο λόγος που προκάλεσε το κώλυμα. 2.Όσοι απουσίασαν από τη μετεκπαίδευση για λόγους ασθένειας ή άλλη δικαιολογημένη αιτία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός εβδόμου (1/7) του συνόλου των πραγματικών ημερών εκπαίδευσης, συνεχώς ή κατά διαστήματα, είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν την εκπαίδευση κατά την πρώτη εκπαιδευτική σειρά μετά την άρση του κωλύματος, εφόσον επιθυμούν, διαφορετικά θεωρούνται ότι παραιτήθηκαν από την εκπαίδευση. 3.Κατεξαίρεση γυναίκα που κωλύεται από την εκπαίδευση για λόγους κύησης ή λοχείας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ¼ των πραγματικών εργασίμων ημερών παρακολουθεί την (Μετά τη σελ. 24,8478) Σελ. 24,8479 Τεύχος 1335 Σελ. 91 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 832 εκπαίδευση μετά την άρση του κωλύματος την επόμενη εκπαιδευτική σειρά και προάγεται αναδρομικά τασσόμενη στη σειρά αρχαιότητας της τάξης, με την οποία εισήλθε, ανάλογα με την απόδοσή της. Παραίτηση από τη μετεκπαίδευση – Αποβολή. Άρθρ.28.-1.Οι μετεκπαιδευόμενοι Ανθυπαστυνόμοι μπορούν οποτεδήποτε, κατά τη διάρκεια της μετεκπαίδευσης, με αίτησή τους που υποβάλλεται ιεραρχικά στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, να παραιτηθούν απ’ αυτήν. Η αποδοχή της αίτησης είναι υποχρεωτική για την Υπηρεσία. Ανάκληση της αίτησης δεν επιτρέπεται. Τα κενά που δημιουργούνται δεν συμπληρώνονται, αν παρήλθε μήνας από την έναρξη της εκπαίδευσης. 2.Με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης οι παραιτούμενοι διακόπτουν τη φοίτηση στο Τμήμα Μετεκπαίδευσης, επανέρχονται στις υπηρεσίες από τις οποίες προέρχονται και αποκλείονται της φοίτησης σε άλλη εκπαιδευτική σειρά. 3.Για την αποβολή από το Τμήμα των Μετεκπαιδευομένων Ανθυπαστυνόμων, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι αντίστοιχες διατάξεις του Οργανισμού της Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄ ΤΜΗΜΑ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ Σκοπός-Λειτουργία Εκπαιδευτικών Τμημάτων-Διάρκεια Εκπαίδευσης. Άρθρ.29.-Το Τμήμα Ξένων Γλωσσών έχει ως σκοπό τη διαρκή εκπαίδευση, επιμόρφωση και εξάσκηση του προσωπικού στις ξένες γλώσσες. 2.Για το σκοπό αυτό μπορούν να λειτουργούν τα παρακάτω ανεξάρτητα Εκπαιδευτικά Τμήματα για κάθε γλώσσα: α. Αξιωματικών και υπαλλήλων κλάδου Π.Ε. και Τ.Ε. β. Ανθυπαστυνόμων, Αρχιφυλάκων, Αστυφυλάκων και υπαλλήλων κλάδου Δ.Ε. 3.Τα Εκπαιδευτικά Τμήματα, ανάλογα με το επίπεδο γνώσης της ξένης γλώσσας των εισαγομένων για εκπαίδευση, μπορούν να περιλάβουν: α. Τάξεις Α΄ βαθμίδας (αρχαρίων). β. Τάξεις Β΄ βαθμίδας (μέσων). γ. Τάξεις Γ΄ βαθμίδας (προχωρημένων). 4.Η λειτουργία ενός ή περισσοτέρων Εκπαιδευτικών Τμημάτων και Τάξεων αυτών, η χρονολογία έναρξης και λήξης της εκπαίδευσης, οι Σελ. 24,8480 Τεύχος 1335 Σελ. 92 γλώσσες που θα διδαχθούν, ο αριθμός των σπουδαστών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, καθορίζονται με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης. 5.Η διάρκεια της εκπαίδευσης δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη των 9 ούτε μικρότερη των 6 μηνών, ο δε αριθμός των σπουδαστών σε κάθε τάξη μικρότερος των 10 και μεγαλύτερος των 20. 6.Στα Τμήματα Ξένων Γλωσσών μπορεί επιπλέον να φοιτούν ,σε ποσοστό μέχρι 20%, και υπάλληλοι αντίστοιχων βαθμών και κλάδων του Πυροσβεστικού Σώματος, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρ. 31, 32 και 33 του παρόντος. Διδασκόμενες γλώσσες. Άρθρ.30.-1.Οι ξένες γλώσσες οι οποίες διδάσκονται στη Σχολή είναι η Αγγλική, η Γαλλική, η Γερμανική και η Ιταλική. Με απόφαση του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης είναι δυνατό να ορισθούν για διδασκαλία και άλλες ξένες γλώσσες. 2.Οι σπουδαστές κατά το χρόνο της εκπαίδευσής τους παρακολουθούν μία μόνο γλώσσα. 3.Όσοι από τους ανωτέρω σπουδαστές φοιτούν στις τάξεις Α ή Β βαθμίδας οποιουδήποτε Εκπαιδευτικού Τμήματος μιας γλώσσας, δεν δύνανται να φοιτούν σε οποιαδήποτε βαθμίδα άλλης γλώσσας, αν δεν αποφοιτήσουν ευδόκιμα από την τάξη Γ΄ βαθμίδας. Εισαγωγή στην τάξη της Α΄ βαθμίδας Άρθρ.31.-1.Η εισαγωγή των σπουδαστών στην τάξη Α βαθμίδας γίνεται με επιλογή και χωρίς εξετάσεις. 2.Οι εισαγόμενοι πρέπει: α. Να επιθυμούν την εκπαίδευση. β. Να μην έχουν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους την 31 Δεκεμβρίου του έτους διενέργειας των εξετάσεων. γ. Να είναι απόφοιτοι Λυκείου. δ. Να κρίνονται ως κατάλληλοι, λόγω ήθους, πειθαρχικότητας, εργατικότητας και φιλομάθειας, από τους προϊσταμένους τους διοικητές αξιωματικούς. ε. Να μην έχουν αποφοιτήσει από αντίστοιχη ή ανώτερη Σχολή Ξένων Γλωσσών του Σώματος, του δημοσίου ή ιδιωτικού φορέα. 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 833 3.Στην τάξη της Α βαθμίδας δεν μπορούν να φοιτήσουν αξιωματικοί και πολιτικοί υπάλληλοι κλάδου Π.Ε. και Τ.Ε., εφόσον παρακολούθησαν τη γλώσσα που επιθυμούν να εκπαιδευθούν, κατά τη φοίτησή τους στις αντίστοιχες Σχολές. 4.Όσοι επιθυμούν τη φοίτηση στην τάξη της Α βαθμίδας, υποβάλλουν σχετική δήλωση, η οποία με την πρόταση καταλληλότητας των προϊσταμένων τους διοικητών αξιωματικών υποβάλλεται ιεραρχικά στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης. Η αρνητική πρόταση ή τυχόν διαφωνία αιτιολογείται. Στην περίπτωση αυτή αποφαίνεται ο Προϊστάμενος Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης. 5.Η επιλογή των υποψηφίων γίνεται με βάση τις γραμματικές τους γνώσεις. Προτιμούνται όσοι κατέχουν και γνώσεις της αντίστοιχης ξένης γλώσσας. Η εκτίμηση του βαθμού γνώσης της ξένης γλώσσας γίνεται είτε με αποδεικτικό σπουδών, είτε με υπεύθυνη δήλωση του καθηγητή της ξένης γλώσσας, μαθητής του οποίου υπήρξε ο υποψήφιος. Εισαγωγή στην τάξη της Β΄ Βαθμίδας. Άρθρ.32.-1.Η εισαγωγή των σπουδαστών στην τάξη της Β βαθμίδας γίνεται με εισιτήριες εξετάσεις, οι οποίες διενεργούνται στην έδρα της Σχολής. 2.Οι εξετάσεις είναι προφορικές και γραπτές και γίνονται από τριμελή Εξεταστική Επιτροπή που συγκροτείται με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και αποτελείται από δύο αξιωματικούς που γνωρίζουν την ξένη γλώσσα και ένα καθηγητή από τους διδάσκοντες, κατά προτίμηση, στις Σχολές του Σώματος την αντίστοιχη γλώσσα. Σε περίπτωση που υπάρχει δυσχέρεια εξεύρεσης καθηγητή, στην επιτροπή ορίζεται δημόσιος υπάλληλος ή αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας ή των Ενόπλων Δυνάμεων ή ιδιώτης που έχει τα απαιτούμενα προσόντα. 3.Για τη συμμετοχή των υποψηφίων στις εισιτήριες εξετάσεις εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 2 και 4 του προηγούμενου άρθρου, πλην του ορίου ηλικίας, το οποίο αυξάνεται κατά ένα έτος. Κατεξαίρεση το όριο ηλικίας των πολιτικών υπαλλήλων κλάδου Π.Ε. και Τ.Ε. ορίζεται το 40ο έτος. 4.Οι υποψήφιοι εξετάζονται γραπτά και προφορικά στην ύλη που διδάσκεται στην Τάξη της Α βαθμίδας της αντίστοιχης γλώσσας. Η εξέταση περιλαμβάνει ορθογραφία, έκθεση της οποίας το κείμενο αποτελείται από 70-100 λέξεις, ερωτήσεις και απαντήσεις, καθώς και προτάσεις ορθής χρησιμοποίησης των γραμματικών και συντακτικών κανόνων. 5.Η βαθμολόγηση γραπτής και προφορικής εξέτασης γίνεται με ακέραιες μονάδες από 0 μέχρι 20. Το πηλίκο που προκύπτει από τη διαίρεση του αθροίσματος του μέσου όρου της γραπτής και προφορικής βαθμολογίας δια του 2, δίνει το βαθμό επιτυχίας του υποψηφίου στην εξεταζόμενη γλώσσα. Βάση επιτυχίας θεωρείται ο βαθμός 10. Εισαγωγή στην τάξη της Γ΄ βαθμίδας. Άρθρ.33.-1.Στην τάξη της Γ βαθμίδας εισάγονται, χωρίς εξετάσεις, υποψήφιοι κάτοχοι του πρώτου πτυχίου της αντίστοιχης γλώσσας: (FIRST CERTIFICATE) της Αγγλικής, (CERTIFICAT) της Γαλλικής και αντίστοιχα των άλλων γλωσσών, καθώς και οι απόφοιτοι της τάξεως Β βαθμίδας με τελικό βαθμό επίδοσης άριστα. Εάν ο αριθμός των υποψηφίων είναι μικρότερος, για τη συμπλήρωση του αριθμού και συγκρότηση τάξης Γ βαθμίδας διενεργούνται εισιτήριες εξετάσεις στην έδρα της Σχολής. «2.Οι υποψήφιοι που εισάγονται με εξετάσεις, εξετάζονται γραπτά και προφορικά στην ύλη που διδάσκεται στην τάξη της Β΄ βαθμίδας της αντίστοιχης γλώσσας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παρ. 2, 3, 4 δεύτερο εδάφ. και 5 του προηγουμένου άρθρου, με τη διαφοροποίηση ότι το όριο ηλικίας αυξάνεται κατά ένα έτος και καθορίζεται στο 37ο για τους αστυνομικούς και στο 41ο για τους πολιτικούς υπαλλήλους» Η μέσα σε «» παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 5 Π.Δ. 68/18-23 Απρ. 1997 (ΦΕΚ Α΄ 62), κατωτ. αριθ. 45. Διαδικασία εξετάσεων – Πίνακες αποτελεσμάτων. Άρθρ.34.-1.Ως προς τη διαδικασία των εισιτηρίων εξετάσεων, τις υποχρεώσεις της εξεταστικής επιτροπής, την κατάρτιση των θεμάτων, τον τρόπο βαθμολογίας και τα συναφή θέματα εφαρμόζονται ανάλογα οι σχετικές διατάξεις του Οργανισμού της Σχολής Αξιωματικών. 2.Αμέσως μετά το πέρας της βαθμολόγησης η εξεταστική επιτροπή καταρτίζει σε 3 αντίγραφα πίνακες επιτυχόντων κατά σειρά επιτυχίας και αποτυχόντων, από τους οποίους ένας αναρτάται στην είσοδο της Σχολής για την ενημέρωση των υποψηφίων, ένας τηρείται στο αρχείο της Σχολής και ένας υποβάλλεται στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης, προκειμένου να κυρωθεί από τον Προϊστάμενο Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και να διατάξει την εισαγωγή στο Τμήμα για εκπαίδευση, κατά σειρά επιτυχίας από τον πίνακα επιτυχόντων, μέχρι 20 για κάθε τάξη σπουδαστών. Σε περίπτωση ισοβαθμίας, στην τελευταία θέση εισάγονται μέχρι 3 ισοβαθμούντες με κλήρωση, για την οποία συντάσσεται πρακτικό. (Μετά τη σελ. 24,8480) Σελ. 24,8481 Τεύχος 1335 Σελ. 93 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 834 Διδασκόμενα μαθήματα Άρθρ.35.-1.Σε όλες τις τάξεις των Εκπαιδευτικών Τμημάτων οι σπουδαστές διδάσκονται τα εξής μαθήματα: α. Ανάλυση κειμένου. β. Γραμματική και συντακτικό. γ. Προφορικό λόγο. δ. Αστυνομική και τουριστική ορολογία. Οι σπουδαστές της τάξης Γ βαθμίδας διδάσκονται επί πλέον επιστημονική και τεχνική ορολογία και ασκούνται στην ελεύθερη μετάφραση κειμένου από την ξένη γλώσσα στην Ελληνική και αντίστροφα. 2.Με τη διδασκαλία στις τάξεις Α΄ και Β΄ βαθμίδας επιδιώκεται η απόκτηση ικανότητας ανάγνωσης, κατανόησης και σύνταξης κειμένων, σχετικών με το αστυνομικό έργο και αντίστοιχης ικανότητας στη χρήση του προφορικού λόγου, ενώ στην τάξη της Γ βαθμίδας επιδιώκεται πλήρης γνώση της γλώσσας και ικανότητα άνετης ομιλίας και γραφής αυτής. 3.Με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης δύναται να ορισθεί διδασκαλία και άλλου μαθήματος εκτός των μαθημάτων της παρ. 1, εφόσον κρίνεται αναγκαίο. Έλεγχος επίδοσης – Εξετάσεις. Άρθρ.36.-1.Η επίδοση των σπουδαστών ελέγχεται: α. Με προφορική εξέταση, η οποία ενεργείται κατά τη διδασκαλία επί 15λεπτο. β. Με διμηνιαίες γραπτές εξετάσεις ,τις τελευταίες 5 εργάσιμες ημέρες κάθε διμήνου, που ενεργούνται από το διδάσκοντα καθηγητή στην ύλη που έχει διδαχθεί κατά τη διάρκεια του διμήνου, με πρόγραμμα που συντάσσεται έγκαιρα από το Διοικητή της Σχολής και κατά τις ώρες του προγράμματος, χωρίς να διακόπτεται η διδασκαλία των μαθημάτων. Η διμηνιαία εξέταση στο μάθημα «προφορικός λόγος» γίνεται προφορικά. 2.Η προφορική και γραπτή βαθμολογία κάθε σπουδαστή παραδίδεται από τον καθηγητή του μαθήματος στη Σχολή στο τέλος του διμήνου. Ο μέσος όρος προφορικής και γραπτής βαθμολογίας αποτελεί το βαθμό επίδοσης διμήνου των σπουδαστών σε κάθε μάθημα. 3.Οι βαθμοί επίδοσης των διμήνων κάθε μαθήματος αθροίζονται και το άθροισμα διαιρούμενο με τον αριθμό των διμήνων δίνει το γενικό βαθμό του μαθήματος όλων των διμήνων. 4.Οι γενικοί βαθμοί επίδοσης των διμήνων προστιθέμενοι και το άθροισμα διαιρούμενο με τον αριθμό των μαθημάτων δίνουν το γενικό βαθμό επίδοσης κάθε σπουδαστή σε όλα τα δίμηνα της φοίτησής του στη Σχολή. Σελ. 24,8482 Τεύχος 1335 Σελ. 94 5.Το τελευταίο πενθήμερο της εκπαίδευσης ενεργούνται οι εξιτήριες εξετάσεις σε όλη τη διδαχθείσα κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης ύλη. Οι εξιτήριες εξετάσεις ενεργούνται γραπτώς, εκτός από το μάθημα «προφορικός λόγος» που ενεργείται προφορικά από τον καθηγητή του οικείου μαθήματος. 6.Ως προς τη διαδικασία διενέργειας των διμηνιαίων και εξιτηρίων εξετάσεων, τις υποχρεώσεις των καθηγητών, την κατάρτιση των θεμάτων, τον τρόπο και το αδιάβλητο της βαθμολογίας, τις υποχρεώσεις των σπουδαστών, την αποκάλυψη των γραπτών και κάθε άλλη λεπτομέρεια, εφαρμόζονται οι σχετικές με τις εξαμηνιαίες και πτυχιακές εξετάσεις των δοκίμων Υπαστυνόμων διατάξεις. 7.Οι κωλυόμενοι κατά το χρόνο των διμηνιαίων ή εξιτηρίων εξετάσεων σπουδαστές, εξετάζονται μετά την άρση του κωλύματος, από τον καθηγητή του οικείου μαθήματος, αν αυτό είναι δυνατό. Σε αντίθετη περίπτωση ορίζεται άλλος καθηγητής της Σχολής με διαταγή του Διοικητή αυτής. 8.Εάν ο καθηγητής του μαθήματος αδυνατεί να προσέλθει για τη διενέργεια του διαγωνισμού, εφόσον το κώλυμα προβλέπεται να διαρκέσει πέρα από τα χρονικά όρια των διαγωνισμών, ορίζεται από το διοικητή της Σχολής άλλος καθηγητής για τη διενέργεια του διαγωνισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, αναβάλλεται η εξέταση του μαθήματος για άλλη ημέρα μέσα στα χρονικά όρια των διαγωνισμών Αποτελέσματα Εκπαίδευσης. Άρθρ.37.-1.Οι βαθμοί των μαθημάτων αθροίζονται και το άθροισμα διαιρούμενο με τον αριθμό αυτών δίνει τον μέσο όρο επιτυχίας κάθε σπουδαστή στις εξιτήριες εξετάσεις. 2.Ο μέσος όρος επιτυχίας στις εξιτήριες εξετάσεις προτίθεται στο γενικό βαθμό επιτυχίας όλων των διμήνων και το άθροισμα διαιρούμενο δια 2 δίνει τον τελικό βαθμό επίδοσης, κάθε σπουδαστή. Ο τελικός χαρακτηρισμός της επίδοσης κλιμακώνεται ως εξής: άριστα από 18,001 μέχρι 20, πολύ καλά από 15,001 μέχρι 18, καλά από 12,001 μέχρι 15, μέτρια από 10,000 μέχρι 12, απαράδεκτα από 0 μέχρι 9,999. 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 835 3.Η Σχολή, μετά τον προσδιορισμό του τελικού βαθμού επίδοσης, καταρτίζει πίνακα που υποβάλλει στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, για να διατάξει την καταχώρηση στα ατομικά έγγραφα των σπουδαστών, αντίγραφο δε αυτού κοινοποιεί στους σπουδαστές. 4.Η φοίτηση στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών και ο βαθμός της τελικής επίδοσης αναγράφεται υποχρεωτικά κατά τη σύνταξη των εκθέσεων ικανότητας και συνεκτιμάται στις κρίσεις για προαγωγή από τα αρμόδια Συμβούλια. Διακοπή εκπαίδευσης – Αποβολή Άρθρ.38.-1.Εκπαιδευόμενος, ο οποίος κωλύθηκε από την εκπαίδευση για οποιοδήποτε λόγο, συνέχεια ή τμηματικά, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του 1/7 του συνόλου των πραγματικών ημερών εκπαίδευσης, όπως καθορίζονται από το πρόγρραμμα εκπαίδευσης, δεν μπορεί να συνεχίσει την εκπαίδευση. Η διακοπή αυτής διατάσσεται από το Διευθυντή της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης, ύστερα από σχετική πρόταση του διοικητή της Σχολής, μετά τη συμπλήρωση του ανωτέρω ορίου κωλύματος. Η εκπαίδευση δεν διακόπτεται στην περίπτωση που το ανώτατο όριο κωλύματος συμπληρώνεται τον τελευταίο μήνα της εκπαίδευσης. 2.Ο σπουδαστής του οποίου διακόπηκε η εκπαίδευση μπορεί να παρακολουθήσει την επόμενη εκπαιδευτική σειρά, χωρίς να υποβληθεί στη διαδικασία επιλογής ή των εισιτηρίων εξετάσεων, εφόσον η διακοπή της εκπαίδευσης οφείλεται σε λόγους υγείας ή υπηρεσίας. Το δικαίωμα αυτό δεν παρέχεται σε περίπτωση διακοπής της εκπαίδευσης για δεύτερη φορά. 3.Με διαταγή του Διευθυντή της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης, ύστερα από πρόταση του Διοικητή της Σχολής, διακόπτεται επίσης η εκπαίδευση του σπουδαστή, ο οποίος δεν συγκεντρώνει μετά τις εξετάσεις του πρώτου διμήνου μέσο όρο βαθμολογίας σε όλα τα μαθήματα 12 ή μετά τις εξετάσεις του δευτέρου διμήνου μέσο όρο των δύο διμήνων τον ίδιο βαθμό 12. 4.Εκπαιδευόμενος είναι δυνατό για σοβαρούς προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, να ζητήσει τη διακοπή της εκπαίδευσής του. Η αποδοχή του αιτήματος από τον Προϊστάμενο Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης, ο οποίος αποφαίνεται τελικά, δεν είναι υποχρεωτική, εκτός αν υπάρχουν αποδεδειγμένοι λόγοι υγείας. Η παρ.2 του παρόντος άρθρου δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή. 5.Οι εκπαιδευόμενοι αποβάλλονται από τη Σχολή για τους ίδιους λόγους προ προβλέπεται αποβολή από τις οικείες Σχολές των δοκίμων υπαστυνόμων και δοκίμων αστυφυλάκων. Οι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται ανάλογα αν πρόκειται για εκπαιδευόμενο αξιωματικό ή ανθυπαστυνόμο και αρχιφύλακα ή αστυφύλακα, κατά περίπτωση. 6.Σπουδαστής που αποβάλλεται από τη Σχολή δεν μπορεί να φοιτήσει μελλοντικά σε Τμήμα Ξένων Γλωσσών του Σώματος, η πράξη δε της αποβολής καταχωρίζεται στα ατομικά του έγγραφα με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης. Εκπαίδευση στην αλλοδαπή. Άρθρ.39.-1.Οι απόφοιτοι της Τάξης της Γ βαθμίδας σπουδαστές μπορούν, εφόσον το επιθυμούν και οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν, να φοιτήσουν σε Σχολές της αλλοδαπής, για πρακτική άσκηση στη γλώσσα που εκπαιδεύθηκαν. 2.Η διάρκεια της φοίτησης στην αλλοδαπή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 2 μηνών και θεωρείται ως χρόνος εκπαίδευσης. 3.Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, καθορίζονται η διάρκεια της μετεκπαίδευσης, η χώρα μετάβασης, η Σχολή φοίτησης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ Σκοπός – Λειτουργία Σχολείων Άρθρ.40.-1.Το Τμήμα Μετεκπαίδευσης Αξιωματικών έχει ως σκοπό την μετεκπαίδευση, επιμόρφωση και εξειδίκευση των αξιωματικών όλων των βαθμών της Ελληνικής Αστυνομίας και του πολιτικού προσωπικού κλάδου Π.Ε. και Τ. Ε. της Ελληνικής Αστυνομίας. 2.Στο Τμήμα Μετεκπαίδευσης Αξιωματικών, ανάλογα με το είδος της παρεχόμενης μετεκπαίδευσης, επιμόρφωσης ή εξειδίκευσης, λειτουργούν: α. Σχολεία μετεκπαίδευσης, για εξειδίκευση στα ακόλουθα κυρίως θέματα: (1)Τροχαίας. (2)Δακτυλοσκοπίας και επιστημονικής εκμετάλλευσης ιχνών και πειστηρίων εγκλήματος. (3)Στατιστικής, ηλεκτρονικών υπολογιστών και πληροφορικής. (4)Υγειονομικού προσωπικού. (5)Κατάρτισης εκπαιδευτών αστυνομικών σχολών. β. Σχολεία μετεκπαίδευσης για επιμόρφωση στα ακόλουθα κυρίως θέματα: (1)Δίωξης λαθρεμπορίου, αρχαιοκαπηλίας, προστασίας εθνικού νομίσματος και συναλλάγματος. (2)Δίωξης ναρκωτικών. (3)Δημόσιας ασφάλειας, αστυνομικής τακτικής και αυτοπροστασίας. (Μετά τη σελ. 24,8482) Σελ. 24,8483 Τεύχος 1335 Σελ. 95 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 836 (4)Κρατικής ασφάλειας και προστασίας επισήμων προσώπων. (5)Τουρισμού, προστασίας περιβάλλοντος και δημόσιας υγείας. (6)Αγορανομίας. (7)Διοίκησης επιτελικής σχεδίασης, οργάνωσης και προγραμματισμού. (8)Δημοσίων σχέσεων. (9)Οπλοτεχνικής και χειρισμού των όπλων. 3.Σχολεία Μετεκπαίδευσης δύναται να λειτουργούν, όταν ιδιαίτεροι λόγοι και οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν, στις έδρες των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής – Θεσσαλονίκης και των Αστυνομικών Διευθύνσεων Νομών για την εξειδίκευση – επιμόρφωση του προσωπικού αυτών σε ορισμένα αντικείμενα. Για το σκοπό αυτό καταρτίζεται σχετικό πρόγραμμα από τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σε συνεργασία με τη Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης, στο οποίο ορίζεται το αντικείμενο της μετεκπαίδευσης και η διάρκεια αυτής. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄ ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΝΘΥΠΑΣΤΥΝΟΜΩΝ-ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΩΝ Σκοπός – Λειτουργία Σχολείων Άρθρ.41.-1.Το Τμήμα Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, Αρχιφυλάκων και Αστυφυλάκων έχει ως σκοπό την μετεκπαίδευση, επιμόρφωση και εξειδίκευση των Ανθυπαστυνόμων, Αρχιφυλάκων και Αστυφυλάκων και του πολιτικού προσωπικού κλάδου Δ.Ε. της Ελληνικής Αστυνομίας. 2.Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και για το Τμήμα Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων, Αρχιφυλάκων και Αστυφυλάκων. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄ ΤΜΗΜΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Σκοπός – Έδρα. ΄Αρθρ.42.-Το Τμήμα Ειδικής Αστυνομικής Εκπαίδευσης εδρεύει στο Λαγονήσι – Αττικής και έχει ως σκοπό την ειδική εκπαίδευση του αστυνομικού προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης σε θέματα αυτοάμυνας – αυτοπροστασίας, χειρισμού – χρήσης των όπλων και σκοποβολής. Σελ. 24,8484 Τεύχος 1335 Σελ. 96 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄ ΤΜΗΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΩΝ – ΣΥΝΟΛΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΚΑΙ ΑΝΙΧΝΕΥΤΩΝ – ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΤΩΝ ΕΚΡΗΚΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ. Σκοπός. Άρθρ.43.-Το Τμήμα εκπαίδευσης και Μετεκπαίδευσης Εκπαιδευτών – Συνοδών σκύλων και Ανιχνευτών – Εξουδετερωτών εκρηκτικών μηχανισμών έχει ως σκοπό την εκπαίδευση και εξειδίκευση του προσωπικού ως εκπαιδευτών και συνοδών αστυνομικών σκύλων, καθώς και εκπαίδευση των υποψηφίων εκπαιδευτών. Επίσης έχει ως σκοπό την εκπαίδευση και εξειδίκευση του προσωπικού στην ανίχνευση και εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών ή αυτοσχεδίων βομβών, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων των άρθρ. 18 έως και 24 της υπ’ αριθ. 7016/4/12-ε από 20-4-1992 απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης (Β΄ 309/8-5-1992). ΤΜΗΜΑ Γ΄ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ – ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΩΝ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ – ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ – ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ Εκπαιδευτικό Συμβούλιο Άρθρ.44.-«1.Το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο απαρτίζεται από τον Υποδιοικητή της Σχολής ,τον Προϊστάμενο του Τμήματος Σπουδών – Δημοσίων Σχέσεων, τον διοικητή του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών Στελεχών ή Ανθυπαστυνόμων ή Ξένων Γλωσσών της Σχολής, κατά περίπτωση, δύο καθηγητές και τον αρχαιότερο μετεκπαιδευόμενο της έδρας της 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 837 Σχολής ως εκπρόσωπο αυτών. Καθήκοντα Προέδρου του Συμβουλίου εκτελεί ο Υποδιοικητής της Σχολής. Ως Γραμματέας του Συμβουλίου, χωρίς ψήφο, ορίζεται κατώτερος αξιωματικός». Η μέσα σε «» παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 7 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄ 258), κατωτ. αριθ. 45. 2.Τα μέλη του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου ορίζονται με διαταγή του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Διοικητή της Σχολής, για κάθε εκπαίδευση και αντικαθίστανται μόνο σε περίπτωση μετάθεσης, μακροχρονίου κωλύματος ή απαλλαγής από τα καθήκοντά τους. Με την ίδια διαταγή ορίζονται ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη, ισόβαθμα ή με την ίδια ιδιότητα. Ως αναπληρωματικά μέλη δύναται να ορισθούν και αξιωματικοί από άλλη Σχολή της Αστυνομικής Ακαδημίας, εφόσον δεν επαρκούν οι αξιωματικοί που υπηρετούν σ’ αυτή. 3.Το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο συγκαλείται με διαταγή του προέδρου, βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα πέντε τουλάχιστον από τα μέλη του και έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α. Προτείνει την κατάρτιση και την τροποποίηση ή βελτίωση του εκπαιδευτικού προγράμματος. β. Επισημαίνει τις αδυναμίες εφαρμογής του προγράμματος μετεκπαίδευσης, την τυχόν ανεπάρκεια του διδακτικού προσωπικού, τις ατέλειες των εκπαιδευτικών βοηθημάτων και την καταλληλότητα των βιβλίων ή άλλων εκπαιδευτικών μέσων και υλικών, τα οποία προτείνονται για εκπαιδευτικά βοηθήματα, ύστερα από εισήγηση ενός από τα μέλη του. γ. Γνωμοδοτεί για οποιοδήποτε ζήτημα, αναφερόμενο στη βελτίωση της μετεκπαίδευσης, που τίθεται υπόψη του αρμοδίως. 4.Το εκπαιδευτικό Συμβούλιο μπορεί να ζητά πληροφορίες για θέματα της αρμοδιότητας του και να δέχεται προτάσεις ή υποδείξεις των καθηγητών σε θέματα εκπαίδευσης. 5.Οι προτάσεις και γνωμοδοτήσεις του Συμβουλίου καταχωρούνται σε πρακτικό, αντίγραφο του οποίου υποβάλλεται ιεραρχικά στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. «6.Το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο έχει και πειθαρχική δικαιοδοσία, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρ. 20 παρ. 2, 28 παρ. 3 και 38 παρ. 5 του παρόντος. Στις περιπτώσεις αυτές το Συμβούλιο συγκροτείται μόνο από τον Υποδιοικητή της Σχολής, τον Προϊστάμενο του Τμήματος Σπουδών – Δημοσίων Σχέσεων και τον Διοικητή του οικείου Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών – Στελεχών ή Ανθυπαστυνόμων ή Ξένων Γλωσσών της Σχολής ή του Παραρτήματος, κατά περίπτωση». Η μέσα σε «» παρ. 6 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 7 Π.Δ. 385/18-19 Νοεμ. 1998 (ΦΕΚ Α΄ 250), κατωτ. αριθ. 48. Διδακτικό προσωπικό Άρθρ.45.-1.Για το διδακτικό προσωπικό της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις του Οργανισμού της Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας. 2.Ως καθηγητές στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών διορίζονται πτυχιούχοι της διδασκόμενης γλώσσας ημεδαπού πανεπιστημίου ή ισότιμου πανεπιστημίου της αλλοδαπής. Συγκρότηση Εκπαιδευτικών Τμημάτων ή Τάξεων – Αρχηγός Εκπαιδευομένων. Άρθρ.46.-1.Οι εκπαιδευόμενοι συγκροτούνται σε Εκπαιδευτικά Τμήμα και, ανάλογα με τον αριθμό των εκπαιδευομένων, σε Τάξεις. 2.Αρχηγός του Εκπαιδευτικού Τμήματος ή της Τάξης είναι ο ανώτερος κατά βαθμό ή αρχαιότερος μετεκπαιδευόμενος, βοηθούμενος στην εκτέλεση των καθηκόντων του, που του ανατίθενται από τη Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας, από τον επόμενο κατ’ αρχαιότητα εκπαιδευόμενο. Υποχρεώσεις Μετεκπαιδευομένων. Άρθρ.47.-Οι μετεκπαιδευόμενοι έχουν τις ακόλουθες υποχρεώσεις: α. Παρουσιάζονται με στολή και φέρουν αυτή κατόπιν διαταγής του Διοικητή της Σχολής κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης. β. Μετακινούμενοι εκτός έδρας φέρουν μαζί τους τα αναγκαία σε αυτούς δημόσια και ιδιωτικά είδη, που καθορίζεται με διαταγή της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. γ. Οφείλουν να παρακολουθούν τα προγράμματα με προσοχή και επιμέλεια. δ. Αρχιφύλακες και Αστυφύλακες, μετακινούμενοι εκτός έδρας, πριν από την αναχώρησή τους για εκπαίδευση παραδίδουν τον ατομικό τους οπλισμό στις Υπηρεσίες τους. Υπηρεσιακή κατάσταση μετεκπαιδευομένων. Άρθρ.48.-1.Οι εκπαιδευόμενοι στα Τμήματα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών – Στελεχών και Ανθυπαστυνόμων ως και το Τμήμα Ξένων Γλωσσών κατά το χρόνο της εκπαίδευσής τους αποσπώνται στη Σχολή. (Μετά τη σελ. 24,8484) Σελ. 24,8485 Τεύχος 1335 Σελ. 97 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 838 2.Οι Σπουδαστές της Σχολής, κατά το χρόνο εκπαίδευσής τους, δε διατίθενται σε άλλη υπηρεσία, εκτός εξαιρετικών αναγκών και κατόπιν διαταγής ή έγκρισης του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης. Διακοπή φοίτησης Άρθρ.49.-«1.Η διακοπή φοίτησης των σπουδαστών των Τμημάτων Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών – Στελεχών και των Ανθυπαστυνόμων, ως και του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, γίνεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρ. 20 παρ. 1, 27 παρ. 2 και 38 παρ. 1 του παρόντος αντίστοιχα. Για τον υπολογισμό του χρόνου απουσίας που συνιστά λόγο διακοπής της φοίτησης των μετεκπαιδευομένων δεν λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος απουσίας προκειμένου να εμφανισθούν ως μάρτυρες ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή ανακριτικής αρχής, μετά από νόμιμη κλήτευσή τους, καθώς και ο χρόνος απουσίας λόγω ειδικής άδειας για την εκπλήρωση των συνδικαλιστικών τους υποχρεώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρ. 30α του Νόμ. 1264/1982, όπως προστέθηκε με το άρθρ. 1 του Νόμ. 2265/1994». Η μέσα σε «» παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 3 άρθρ. 5 Π.Δ. 68/18-23 Απρ. 1997 (ΦΕΚ Α΄ 62), κατωτ. αριθ. 45. 2.Εκπαιδευόμενοι στα λοιπά Τμήματα Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Σχολής, οι οποίοι λόγω ασθενείας ή άλλης αιτίας κωλύονται από την εκπαίδευση, συνέχεια ή τμηματικά, επί χρόνο μεγαλύτερο από το 1/7 του συνόλου των πραγματικών ημερών εκπαίδευσης, θεωρείται ότι δεν ολοκλήρωσαν την εκπαίδευση. Η εκπαίδευσή τους διακόπτεται με διαταγή του Προϊσταμένου Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης, μετά από πρόταση του Διοικητή της Σχολής. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Εκπαιδευτικά προγράμματα Άρθρ.50.-Με το αναλυτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, το οποίο καταρτίζεται από τη Δ/νση Εκπαίδευσης /Υ.Δ.Τ. και εγκρίνεται από τον Προϊστάμενο Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης, καθορίζονται τα επιμέρους γνωστικά αντικείμενα των Τμημάτων και Σχολείων Μετεκπαίδευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρ. 16 παρ. 2, 24 παρ. 2 και 35 παρ. 3 του παρόντος, καθώς και ο χρόνος διδασκαλίας για καθένα. Τα ωρολόγια προγράμματα καταρτίζονται από τη Σχολή. Σελ. 24,8486 Τεύχος 1335 Σελ. 98 Παρακολούθηση Εκπαίδευσης – Έλεγχος Επίδοσης – Αποτελέσματα. Άρθρ.51.- 1.Η παρακολούθηση της εκπαίδευσης και η συμμετοχή στις εργασίες είναι υποχρεωτική για τους εκπαιδευομένους. 2.Μετά το πέρας της εκπαίδευσης και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του παρόντος ή άλλες ειδικότερες διατάξεις, οι μετεκπαιδευόμενοι υποβάλλονται σε γραπτή δοκιμασία (ΤΕΣΤ) με το σύστημα της πολλαπλής επιλογής σε είκοσι τουλάχιστον ερωτήσεις στην ύλη όλων των διδαχθέντων γνωστικών αντικειμένων και αξιολογούνται μόνο με τον περιγραφικό χαρακτηρισμό, σύμφωνα με την κλίμακα του άρθρ. 37 παρ. 2 του παρόντος. Στις περιπτώσεις που η εκπαίδευση περιλαμβάνει και πρακτική εξάσκηση ή μόνο τοιαύτη, ο μετεκπαιδευόμενος εξετάζεται με πρακτική δοκιμασία και κρίνεται με ανάλογο χαρακτηρισμό. Οι διατάξεις τους παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και για το Τμήμα Ειδικής Μετεκπαίδευσης Οδηγών (Τ. ΕΙ. Μ.Ο.). 3.Η αποφοίτηση από τα Τμήματα Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης, με την επιφύλαξη των ειδικότερων διατάξεων του παρόντος, καταχωρίζεται στα ατομικά έγγραφα και συνεκτιμάται υποχρεωτικά κατά τη σύνταξη των εκθέσεων ικανότητας και τις κρίσεις για προαγωγή. 4.Οι μη ευδοκίμως αποφοιτούντες, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις, θεωρούνται ότι δεν φοίτησαν στο οικείοι Τμήμα. Σχετική πράξη καταχωρίζεται στα ατομικά τους έγγραφα. Πτυχία – Πιστοποιητικά σπουδών. Άρθρ.52.-1.Στους σπουδαστές που αποφοιτούν ευδόκιμα από τα Τμήματα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών Στελεχών και Ανθυπαστυνόμων απονέμεται πτυχίο. Στο πτυχίο αναγράφονται ο βαθμός, τα στοιχεία ταυτότητας, η διάρκεια φοίτησης και ο τελικός χαρακτηρισμός επίδοσης. Το πτυχίο υπογράφεται από το Διοικητή της Σχολής. 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 839 2.Στους σπουδαστές, που αποφοιτούν ευδόκιμα από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, απονέμεται πτυχίο, στο οποίο αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας, η διάρκεια φοίτησης, η τάξη στην οποία φοίτησε και ο τελικός χαρακτηρισμός επίδοσης. Το πτυχίο υπογράφεται από το Διοικητή της Σχολής. 3.Η Σχολή μπορεί να παρέχει πιστοποιήσεις και να διευκολύνει τη συμμετοχή των αποφοίτων των Τάξεων των Β και Γ βαθμίδων για τη συμμετοχή τους σε εξετάσεις που διενεργούνται από Πανεπιστήμια για την απόκτηση ανάλογου πτυχίου της ξένης γλώσσας. 4.Με διαταγή του Διοικητή της Σχολής ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της τελετής απονομής πτυχίων. 5.Στους μετεκπαιδευόμενους που αποφοιτούν ευδόκιμα από τα λοιπά Τμήματα Μετεκπαίδευσης καθώς και το Τμήμα Ειδικής Μετεκπαίδευσης Οδηγών επιδίδονται πιστοποιητικά σπουδών, στα οποία αναγράφονται τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Ενστάσεις – Αναθεωρήσεις. Άρθρ.53.-1.Ένσταση κατά του κύρους εξέτασης μαθήματος, δικαιούται να υποβάλει κάθε διαγωνιζόμενος στη Σχολή, κατά τη διάρκεια εξέτασης του μαθήματος και μέχρι παράδοσης του γραπτού του, εφόσον η ένσταση αναφέρεται σε παράβαση διατάξεων που διέπουν τη διενέργεια εξετάσεων. 2.Η ένσταση μαζί με σχετική έκθεση του Υποδιοικητή της Σχολής και το αντίγραφο του πρακτικού της εξέτασης του μαθήματος υποβάλλεται αμέσως στον Προϊστάμενο Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης, ο οποίος αποφαίνεται επ’ αυτής μέσα σε 5 ημέρες. 3.αν η ένσταση γίνει δεκτή, επαναλαμβάνεται η εξέταση του μαθήματος και επισύρονται οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις πειθαρχικές κυρώσεις. 4.Υποβολή αιτήσεως αναθεώρησης των γραπτών αποκλείεται. Φύλαξη – Καταστροφή γραπτών. Άρθρ.54.-Τα γραπτά φυλάσσονται από τη Σχολή και η καταστροφή αυτών γίνεται από Τριμελή Επιτροπή, που συγκροτείται με διαταγή του Διοικητή της Σχολής, η οποία συντάσσει σχετικό πρακτικό, ένα έτος μετά την αποφοίτηση των μετεκπαιδευομένων, εκτός αν υπάρχει δικαστική αμφισβήτηση, οπότε διατηρούνται μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να λαμβάνει γνώση της βαθμολογίας επί του γραπτού του. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ – ΑΔΕΙΕΣ Πειθαρχικές ποινές. Άρθρ.55.-Εκτός από τις ποινές που προβλέπονται από τον οικείο κανονισμό, στους μετεκπαιδευόμενους επιβάλλεται και η ποινή της αποβολής από τη Σχολή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 20 παρ. 2, 28 παρ. 3 και 38 παρ. 5 του παρόντος. Άδειες. Άρθρ.56.-1.Στους σπουδαστές των Τμημάτων Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών-Στελεχών, Ανθυπαστυνόμων και Τμήματος Ξένων Γλωσσών χορηγούνται, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρ. 20 παρ. 1, 27 παρ. 2 και 38 παρ. 1 του παρόντος, οι εξής άδειες: α. Εορτών Χριστουγέννων – Νέου Έτους – Πάσχα, η διάρκεια των οποίων ορίζεται από τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης κατά τη σύνταξη του προγράμματος. β. Κανονική ή βραχεία άδεια, εφόσον συντρέχουν σοβαροί προσωπικοί ή οικογενειακοί λόγοι, μέχρι 10 ημερών συνολικά στους σπουδαστές του Τμήματος Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Επιτελών – Στελεχών, Ανθυπαστυνόμων και Ξένων Γλωσσών και μέχρι 3 ημερών στους σπουδαστές των άλλων Τμημάτων Μετεκπαίδευσης για ειδίκευση ή επιμόρφωση. Η άδεια αυτή αφαιρείται από τη δικαιούμενη κατά το ίδιο ημερολογιακό έτος κανονική ή βραχεία. Η βραχεία άδεια δεν χορηγείται στο πολιτικό προσωπικό. γ. Ειδική άδεια εξετάσεων ή άλλες άδειες ειδικών περιπτώσεων, που προβλέπονται από τον κανονισμό αδειών. δ. Ολιγόωρη άδεια απουσίας από την εκπαίδευση μέχρι 3 ώρες εβδομαδιαίως, σε περίπτωση έκτακτης προσωπικής ή οικογενειακής ανάγκης. Η άδεια αυτή δεν λογίζεται ως χρόνος απουσίας από την εκπαίδευση. 2.Οι ανωτέρω άδειες χορηγούνται από το Διοικητή του οικείου Τμήματος Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης. ΤΜΗΜΑ Δ΄ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ΄ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Βαθμοί Διοικούντων. Άρθρ.57.-1.Διοικητής της Σχολής είναι Αστυνομικός Διευθυντής. (Μετά τη σελ. 24,8486) Σελ. 24,8487 Τεύχος 1335 Σελ. 99 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 840 2.Υποδιοικητής της Σχολής είναι Αστυνομικός Υποδιευθυντής. 3.Προϊστάμενοι των Τμημάτων του Επιτελείου και Διοικητές των Τμημάτων Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης είναι Αστυνόμοι Α ή Αστυνόμοι Β. 4.Επόπτες των Σχολείων είναι κατώτεροι Αξιωματικοί ή Ανθυπαστυνόμοι. 5.Προϊστάμενοι των Γραφείων Γραμματείας των Τμημάτων Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης είναι Ανθυπαστυνόμοι ή Αρχιφύλακες. Αξιολόγηση προσωπικού. Άρθρ.58.-1.Οι εκθέσεις ικανότητος του Διοικητή της Σχολής συντάσσονται από τον Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας και γνωματεύει ο Προϊστάμενος του Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης. 2.Οι εκθέσεις ικανότητας του Υποδιοικητή της Σχολής συντάσσονται από το Διοικητή της Σχολής και γνωματεύει ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας. 3.Οι εκθέσεις ικανότητας των Προϊσταμένων των Τμημάτων του Επιτελείου, των Διοικητών των Τμημάτων Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης και του Υπασπιστή της Σχολής συντάσσονται από τον Υποδιοικητή της Σχολής και γνωματεύει ο Διοικητής της Σχολής. 4.Οι εκθέσεις ικανότητας των λοιπών αξιωματικών και του λοιπού αστυνομικού και πολιτικού προσωπικού συντάσσονται από το Διοικητή ή Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος της Σχολής και γνωματεύει ο Υποδιοικητής της Σχολής. Η έκθεση ικανότητας του Προϊσταμένου του Περιφερειακού Ιατρείου συντάσσεται από τον Υποδιοικητή της Σχολής και γνωματεύει ο Διοικητής της Σχολής. Σε περίπτωση που ο προϊστάμενος του Περιφερειακού Ιατρείου είναι κατά βαθμό ανώτερος από τον Υποδιοικητή της Σχολής, η έκθεση ικανότητος αυτού συντάσσεται από τον Διοικητή της Σχολής και γνωματεύει ο Δ/ντής της Αστυνομικής Ακαδημίας. Εκπαιδευτικά βοηθήματα – Γραφική ύλη. Άρθρ.59.-Οι μετεκπαιδευόμενοι εφοδιάζονται με τα απαραίτητα εκπαιδευτικά βιβλία και γραφική ύλη που απαιτείται για την εκπαίδευσή τους, δαπάνες του Δημοσίου. Εκπαιδευτικές εκδρομές – Επισκέψεις. Άρθρ.60.-1.Οι σπουδαστές των τάξεων των Β΄ και Γ΄ βαθμίδων του Τμήματος Ξένων Γλωσσών μπορούν, με έγκριση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, να πραγματοποιούν εκπαιδευτική εκδρομή στο εξωτερικό και σε χώρες που ομιλείται η Σελ. 24,8488 Τεύχος 1335 Σελ. 100 διδαχθείσα στη Σχολή γλώσσα. Η εκδρομή πραγματοποιείται μετά το πέρας των εξιτηρίων εξετάσεων και είναι διάρκειας μέχρι 20 ημερών. Ο χρόνος της εκδρομής λογίζεται ως χρόνος κανονικής άδειας. 2.Με το πρόγραμμα εκπαίδευσης μπορούν επίσης να καθορίζονται για όλα τα Τμήματα Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης ημερήσιες ή ολιγοήμερες εκπαιδευτικές εκδρομές και επισκέψεις στην έδρα ή εκτός έδρας της Σχολής σε αρχαιολογικούς, τουριστικούς, ιστορικούς χώρους ή διάφορα ιδρύματα και εγκαταστάσεις. 3.Η συμμετοχή στις εκδρομές και επισκέψεις των μετεκπαιδευομένων είναι υποχρεωτική. Προαγωγικές εξετάσεις Αρχιφυλάκων. Άρθρ.61.-Για τα θέματα που αφορούν τη διαδικασία διενέργειας των προαγωγικών εξετάσεων των Αρχιφυλάκων για το βαθμό του Ανθυπαστυνόμου σύμφωνα με το άρθρ. 40 του Π.Δ. 496/1987 (Α΄ 229), τα εξεταστέα μαθήματα και τα συναφή θέματα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρ. 3 έως 19 του Π.Δ. 209/1995 (Α΄ 111), με τη διαφοροποίηση ότι στην προκήρυξη δεν καθορίζεται ο αριθμός προαγομένων. Έμβλημα Σχολής. Άρθρ.62.-Το έμβλημα της Σχολής Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ελληνικής Αστυνομίας αποτελείται από το σύμπλεγμα του εμβλήματος του Σώματος της Ελληνικής Αστυνομίας και της σημαίας με το σταυρό τοποθετούμενο μέσα σε πλαίσιο. Στη βάση αυτού αναγράφεται με κεφαλαία ο τίτλος της Σχολής και στην κορυφή η φράση: «ΑΙΕΝ ΑΡΙΣΤΕΥΕΙΝ». 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 841 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ΄ ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΙΣ – ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΙΣ Γενικά. Άρθρ.63.-1.Το αστυνομικό προσωπικό, για πληρέστερη επαγγελματική, επιστημονική ή τεχνική κατάρτιση ή εξειδίκευση ή πρακτική άσκηση, είναι δυνατό, να εκπαιδεύεται ή μετεκπαιδεύεται εκτός της αστυνομικής ακαδημίας, είτε στο εσωτερικό, είτε στο εξωτερικό, με έξοδα του ιδίου ή του Δημοσίου. Στην τελευταία περίπτωση καταβάλλεται η αποζημίωση που προβλέπεται και για τους λοιπούς δημόσιους υπαλλήλους (άρθρ. 43 παρ. 1 Νόμ. 1481/1984). 2.Ως ειδική εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση θεωρείται και η συμμετοχή σε εκπαιδευτικά ταξίδια, εκθέσεις, συνέδρια, συζητήσεις, ασκήσεις ή πρακτικές εφαρμογές στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό. 3.Το αντικείμενο της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης πρέπει να προσιδιάζει στην αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας. 4.Ειδικότερα, το αστυνομικό προσωπικό εκπαιδεύεται ή μετεκπαιδεύεται: α. Στο εσωτερικό, σε Σχολές ή Κέντρα Εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων, σε εκπαιδευτικά προγράμματα και σε Σχολές και Κέντρα Εκπαίδευσης, όλων των βαθμίδων,, άλλων φορέων δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η διάρκεια της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης αυτής καθορίζεται από την οικεία Σχολή ή Κέντρο ή εκπαιδευτικό πρόγραμμα. β. Στο εξωτερικό, σε αστυνομικές Σχολές ή Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ή σχολές ή Κέντρα ή Υπηρεσίες. 5.Η εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση γίνεται για μεν το εσωτερικό με διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, για δε το εξωτερικό με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Στη διαταγή ή την απόφαση, κατά περίπτωση, καθορίζονται η Σχολή ή το Κέντρο ή το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή η Υπηρεσία, όπου θα γίνει η εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση, το αντικείμενο αυτής, οι υποχρεώσεις των εκπαιδευομένων ή μετεκπαιδευομένων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Αν πρόκειται για εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, καθορίζονται επιπλέον η χώρα και η διάρκεια της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης. Προσόντα – Διαδικασία επιλογής. Άρθρ.64.-1.Οι υποψήφιοι προς εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση πρέπει να συγκεντρώνουν τα παρακάτω προσόντα, εκτός από αυτά που απαιτούνται από τις διατάξεις των οικείων Σχολών ή άλλων φορέων εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης: α. Έχουν αξιολογηθεί με το γενικό χαρακτηρισμό τουλάχιστο λίαν καλώς στις εκθέσεις ικανότητας του τελευταίου έτους. β. Έχουν κριθεί ευμενώς από τα αρμόδια Υπηρεσιακά Συμβούλια κατά την τελευταία κρίση. γ. Έχουν προταθεί από τους αρμόδιους για τη σύνταξη και αναθεώρηση των εκθέσεων ικανότητας προϊσταμένους τους, ως κατάλληλοι για τη συγκεκριμένη εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση. Στην πρόταση επισημαίνονται τυχόν ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις ή εμπειρία, σχετικές με το αντικείμενο της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης. 2.Επιπλέον, οι υποψήφιοι προς εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό πρέπει: α. Να γνωρίζουν άρτια και αποδεδειγμένα τη γλώσσα της χώρας, όπου πρόκειται να αποσταλούν. β. Να μην έχουν υπερβεί οι μεν αστυφύλακες, αρχιφύλακες και ανθυπαστυνόμοι το 40ό έτος της ηλικίας τους, οι δε αξιωματικοί το 45ο. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει, αν υπάρχουν εξαιρετικοί υπηρεσιακοί λόγοι. 3.Για την επιλογή αυτών που θα εκπαιδευτούν ή μετεκπαιδευτούν, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Προσωπικού, καταρτίζει πίνακα αυτών που συγκεντρώνουν τα προσόντα των προηγουμένων παραγράφων, στον οποίο καταχωρούνται για ένα έκαστο των υποψηφίων τυχόν επιπρόσθετα στοιχεία, σχετικά με το αντικείμενο της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης (ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις, εμπειρία κλπ.) και γίνεται μνεία αυτών που επιθυμούν. Ο πίνακας αυτός υποβάλλεται με πρότασή της, στην οποία γνωματεύει και η Διεύθυνση Προσωπικού, στον υπουργό ή τον Αρχηγό, κατά περίπτωση, για την τελική επιλογή. Η επιλογή γίνεται μεταξύ αυτών που συγκεντρώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα απαιτούμενα προσόντα. Προκειμένου για αποστολή στο εξωτερικό, η διαπίστωση της επαρκούς γνώσης της ξένης γλώσσας μπορεί να γίνει από ειδική επιτροπή, που συγκροτείται με διαταγή του Αρχηγού. Υποχρεώσεις και δικαιώματα εκπαιδευομένων και μετεκπαιδευομένων. Άρθρ.65.-1.Η φοίτηση στα συγκεκριμένα προγράμματα είναι υποχρεωτική και θεωρείται ως διατεταγμένη υπηρεσία, συνεπαγόμενη ολική ή μερική, κατά περίπτωση, απαλλαγή από την άσκηση των κυρίων καθηκόντων. 2.Διακοπή της φοίτησης και ανάκληση του εκπαιδευόμενου ή μετεκπαιδευόμενου, απαγορεύεται. Κατ’ εξαίρεση, είναι επιτρεπτή η διακοπή της φοίτησης και ανάκληση, μετά από έγκριση ή απόφαση του οργάνου που διέταξε την εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση, μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις και κυρίως σε περιπτώσεις ασθένειας ή (Μετά τη σελ. 24,8488) Σελ. 24,8489 Τεύχος 1335 Σελ. 101 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 4.Α.η.40 842 σοβαρών οικογενειακών λόγων του εκπαιδευόμενου ή μετεκπαιδευόμενου, ανώτερης βίας, έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών, αποτυχίας σε οποιοδήποτε στάδιο της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης ή για σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα ή υπαίτιας παράβασης των ειδικών υποχρεώσεων από τον εκπαιδευόμενο ή μετεκπαιδευόμενο. Η τελευταία αυτή περίπτωση συνεπάγεται και τον πειθαρχικό έλεγχο του υπαιτίου. 3.Το εκπαιδευόμενο ή μετεκπαιδευόμενο αστυνομικό προσωπικό είναι υποχρεωμένο. α. Να συμμορφώνεται πλήρως προς τις επιβαλλόμενες από την οικεία Σχολή ή Κέντρο ή εκπαιδευτικό πρόγραμμα υποχρεώσεις, καθώς και τις σχετικές διαταγές και οδηγίες. β. Να υποβάλλει στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, μετά την αποφοίτησή του, τους τίτλους σπουδών και λεπτομερή έκθεση μελέτη για το αντικείμενο της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης. Όταν η εκπαίδευση διαρκεί τουλάχιστον ένα έτος υποβάλει κάθε εξάμηνο σχετική έκθεση για την πορεία της εκπαίδευσης και στο τέλος κάθε εκπαιδευτικής περιόδου τα πιστοποιητικά επίδοσης. Προκειμένου για εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, υποβάλλει, μέσα σε εύλογο χρόνο από την επάνοδό του όχι όμως πέραν του διμήνου τα σχετικά με την εκπαίδευση ξενόγλωσσα κείμενα, μαζί με μεταφράσεις τους στην ελληνική γλώσσα. 4.Το αστυνομικό προσωπικό που εκπαιδεύεται ή μετεκπαιδεύεται στο εξωτερικό τελεί υπό την εποπτεία της οικείας Ελληνικής Διπλωματικής ή Προξενικής Αρχής, στην οποία παρουσιάζεται μόλις φθάσει στον τόπο του προορισμού του, αλλά και κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του, τουλάχιστον μία φορά το μήνα, εφόσον τέτοια Αρχή υφίσταται στην έδρα της εκπαίδευσης. Η αρχή αυτή μεριμνά για την παροχή σ’ αυτό κάθε αναγκαίας συνδρομής, παρακολουθεί τη διαγωγή του και την τακτική φοίτηση, άσκηση και επίδοσή του και τακτικά μεν κάθε τρίμηνο, έκτακτα δε όταν κρίνει ότι είναι αναγκαίο, αναφέρει στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης για την πορεία της εκπαίδευσης και γενικά τη συμπεριφορά των εκπαιδευομένων. 5.Η παράλειψη των ανωτέρω υποχρεώσεων συνεπάγεται τον πειθαρχικό έλεγχο των υπαιτίων. 6.Όσοι αποφοιτούν ευδόκιμα από προγράμματα εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης τοποθετούνται, κατά προτίμηση, σε ανάλογες προς το βαθμό τους και το αντικείμενο της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης θέσεις, για την προσφορότερη αξιοποίηση των γνώσεων που απόκτησαν. 7.Κάθε εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση καταχωρίζεται στα ατομικά έγγραφα και συνεκτιμάται υποχρεωτικά κατά τη σύνταξη των εκθέσεων ικανότητας και τις κρίσεις για προαγωγή. Σελ. 24,8490 Τεύχος 1335 Σελ. 102 Εκπαιδευτική άδεια Άρθρ.66.-1.Στο αστυνομικό προσωπικό που κατέχει πτυχίο ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή άλλης ισότιμης σχολής εφόσον έχει πενταετή τουλάχιστον πραγματική υπηρεσία και δεν έχει υπερβεί το 40ό έτος της ηλικίας του, μπορεί να χορηγηθεί εκπαιδευτική άδεια μέχρι τρία χρόνια για την ημεδαπή ή την αλλοδαπή, προς το σκοπό πληρέστερης επαγγελματικής, επιστημονικής ή τεχνικής κατάρτισης ή εξειδίκευσης ή πρακτικής άσκησης αυτού σε αντικείμενα που σχετίζονται με τα καθήκοντά του, καθώς και την αποστολή και τις ανάγκες του Σώματος. 2.Η εκπαιδευτική άδεια χορηγείται από τους αρμόδιους για τη χορήγηση της κανονικής άδειας, ύστερα από έγκριση, για μεν το εσωτερικό του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, για δε το εξωτερικό του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Στην εγκριτική διαταγή καθορίζονται τα στοιχεία της παρ. 5 του άρθρ. 63 του παρόντος. 3.Η έγκριση εκπαιδευτικής άδειας γίνεται ύστερα από πρόταση της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, εφόσον ο ενδιαφερόμενος συγκεντρώνει τα προσόντα των παρ. 1 και 2 εδάφ. α του άρθρ. 64 του παρόντος και υπάρχει αντίστοιχη υπηρεσιακή ανάγκη. 4.Σε περίπτωση που για την έγκριση εκπαιδευτικής άδειας πρέπει να γίνει επιλογή μεταξύ περισσοτέρων του ενός αιτούντων, εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 64 του παρόντος. 5.Στους λαμβάνοντες εκπαιδευτική άδεια καταβάλλονται μόνο οι αποδοχές του βαθμού τους. 4.Α.η.40 Σχολές Σωμάτων Ασφαλείας 843 6.Με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να χορηγηθεί εκπαιδευτική άδεια στους τυχόντες υποτροφίας του Ι.Κ.Υ. ή άλλου αναγνωρισμένου Ιδρύματος ή Οργανισμού του εσωτερικού ή του εξωτερικού, για χρόνο ίσο με το χρόνο της υποτροφίας, μη δυνάμενο πάντως να υπερβεί τα 3 χρόνια, καθώς επίσης και για τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρ. 63 του παρόντος. 7.Όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των τυχόντων εκπαιδευτικής άδειας εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρ. 65 του παρόντος. Υποχρεωτική υπηρεσία εκπαιδευομένων – μετεκπαιδευομένων. Άρθρ.67.-1.Οι μετεκπαιδευόμενοι στις Σχολές της αστυνομικής ακαδημίας υποχρεούνται να υπηρετήσουν στο Σώμα, μετά τη λήξη της μετεκπαίδευσης, για χρόνο τριπλάσιο του συνολικού χρόνου μετεκπαίδευσης, σε καμία όμως περίπτωση λιγότερο από ένα χρόνο ή περισσότερο από 3 χρόνια. 2.Οι εκπαιδευόμενοι ή μετεκπαιδευόμενοι εκτός αστυνομικής ακαδημίας, στο εσωτερικό ή το εξωτερικό, με μέριμνα της Υπηρεσίας και δαπάνες του δημοσίου, υποχρεούνται να υπηρετήσουν στο Σώμα, μετά τη λήξη της εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης, για χρόνο τετραπλάσιο του συνολικού χρόνου εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης, σε καμιά όμως περίπτωση λιγότερο από δύο ή περισσότερο από πέντε χρόνια. Όσοι από τους ανωτέρω: α. Αποκτούν πτυχίο ή τίτλο ειδικότητας, με τα οποία δύνανται να ασκήσουν αντίστοιχο επάγγελμα, η υποχρέωση παραμονής τους υπολογιζόμενη κατά τα ανωτέρω, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 5 χρόνια. β. Εκπαιδεύθηκαν ως προγραμματιστές ή αναλυτές ηλεκτρονικών υπολογιστών, υπέχουν υποχρέωση παραμονής στο Σώμα επί οκτώ χρόνια οι πρώτοι και δέκα οι δεύτεροι (άρθρ. 4 Νόμ. 683/1977 Α΄ 247). γ. Εκπαιδεύθηκαν ως εκπαιδευτές και ως χειριστές – συνοδοί αστυνομικών σκύλων, υπέχουν υποχρέωση παραμονής στο Σώμα επί οκτώ χρόνια (άρθρ. 7 Νόμ. 683/1977). 3.Οι λαμβάνοντες εκπαιδευτική άδεια, για το εσωτερικό ή το εξωτερικό, υποχρεούνται να υπηρετήσουν στο Σώμα, μετά τη λήξη της εκπαιδευτικής άδειας, για χρόνο τριπλάσιο του χρόνου της συνολικής άδειας, σε καμία όμως περίπτωση λιγότερο από 3 χρόνια. 4.Οι διακόπτοντες την εκπαίδευση, μετεκπαίδευση ή εκπαιδευτική άδεια, με υπαιτιότητά τους, υπέχουν υποχρέωση παραμονής στο Σώμα, υπολογιζόμενη στο διπλάσιο του χρόνου που διήρκεσε η εκπαίδευση, μετεκπαίδευση ή εκπαιδευτική άδεια μέχρι της διακοπή της. 5.Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος, πλην αυτών της παρ. 2 εδάφ. β και γ, δεν έχουν εφαρμογή για εκπαίδευση, μετεκπαίδευση ή εκπαιδευτική άδεια, που η διάρκειά τους δεν υπερβαίνει τους 2 μήνες. 6.Η υποχρεωτική υπηρεσία υπολογίζεται αυτοτελώς για κάθε εκπαίδευση, μετεκπαίδευση ή εκπαιδευτική άδεια, δεν μπορεί όμως στο σύνολό της να υπερβεί τα 20 χρόνια. Ρύθμιση λεπτομερειών Άρθρ.68.-Λεπτομέρειες και θέματα δευτερεύουσας σημασίας, που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος και αφορούν τη λειτουργία της Σχολής, ρυθμίζονται με διαταγές του Διοικητή αυτής. Έναρξη ισχύος Άρθρ.69.-Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
195
58. AΠΟΦΑΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ (ΕΕΤΤ) Αριθ. 406/34 της 11 Οκτ./14 Νοεμ. 2006 (ΦΕΚ Β΄ 1669) Ορισμός των αγορών χονδρικής διασύνδεσης δημοσίων σταθερών δικτύων, καθορισμός επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στις εν λόγω αγορές, και υποχρεώσεις αυτών. Έχοντας υπόψη: α.Το ν. 3431/2006 (ΦΕΚ 13/Α΄/3.2.2006) «Περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και άλλες διατάξεις», και ιδίως τα άρθρα 3, 12 περιπτώσεις α και ι, 16, 17, 35 έως και 45, το άρθρο 68 παρ. 1 καθώς και το άρθρο 69 παρ. 5 αυτού, β.Την Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002 σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (Οδηγία Πλαίσιο), ιδίως δε τα άρθρα 6, 7, 8, 14, 15 και 16 αυτής, γ.Την Οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002 σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση), ιδίως δε τα άρθρα 7, 8, 9, 10, 11, 12 και 13 αυτής, δ.Την Οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας), ιδίως δε το άρθρο 19 αυτής, ε.Τη Σύσταση της Επιτροπής της 11ης Φεβρουαρίου 2003 για τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση σύμφωνα με την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινό Σελ. 554,314 Τεύχος Σελ. κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (2003/311/ΕΚ, ΕΕ L114/45, 8.5.2003), στ.Τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής για την ανάλυση αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του κοινοτικού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (2002/C 165/03), ζ.Την ΑΠ ΕΕΤΤ 345/128/4.3.2005 σχετικά με την «Έναρξη Δημόσιας Διαβούλευσης για τον ορισμό των χονδρικών αγορών Διασύνδεσης Δημόσιων Σταθερών Δικτύων», η οποία έλαβε χώρα από 18.3.2005 μέχρι 9.5.2005, η.Την ΑΠ ΕΕΤΤ 357/42/29.9.2005 σχετικά με την Επικύρωση του Τεύχους με τίτλο «Αποτελέσματα της Δημόσιας Διαβούλευσης για τον ορισμό των αγορών Διασύνδεσης Δημόσιων Σταθερών Δικτύων (αγορές 8, 9 και 10 της υπό ε Σύστασης)», θ.Το από 10.10.2005 δημοσιευθέν στον δικτυακό τόπο της ΕΕΤΤ κείμενο των απαντήσεων της ΕΕΤΤ στις παρατηρήσεις των τηλεπικοινωνιακών παρόχων με τίτλο «Αποτελέσματα της Δημόσιας Διαβούλευσης για τον ορισμό των αγορών Διασύνδεσης Δημοσίων Σταθερών Δικτύων (Αγορές 8, 9 και 10)», ι.Την ΑΠ ΕΕΤΤ 386/10/17.5.2006 σχετικά με την «Έναρξη Δημόσιας Διαβούλευσης για την ανάλυση και τις κανονιστικές υποχρεώσεις στις χονδρικές αγορές Διασύνδεσης Δημόσιων Σταθερών Δικτύων», η οποία έλαβε χώρα από 17.5.2006 μέχρι 19.6.2006, 22.Θ.α.58 Καταστατικές Διατάξεις Ο. Τ. Ε. – Σχέσεις Ο.Τ.Ε. με άλλους Παρόχους ια.Την ΑΠ ΕΕΤΤ 400/31/31.8.2006 σχετικά με τις «Απαντήσεις της ΕΕΤΤ στις παρατηρήσεις των τηλεπικοινωνιακών παρόχων αναφορικά με τον ορισμό, την ανάλυση αγοράς και τις προτεινόμενες κανονιστικές υποχρεώσεις για τις χονδρικές αγορές Διασύνδεσης Δημόσιων Σταθερών Δικτύων», ιβ.Το από 31.8.2006 δημοσιευθέν στον δικτυακό τόπο της ΕΕΤΤ κείμενο των απαντήσεων της ΕΕΤΤ στις παρατηρήσεις των τηλεπικοινωνιακών παρόχων με τίτλο «Αποτελέσματα της Δημόσιας Διαβούλευσης για την ανάλυση και τις κανονιστικές υποχρεώσεις στις αγορές Διασύνδεσης Δημοσίων Σταθερών Δικτύων (Αγορές 8, 9 και 10)», ιγ.Την ΑΠ ΕΕΤΤ 400/30/31.8.2006 «Κοινοποίηση προς την ΕΕ Σχεδίου Μέτρων αναφορικά με τις χονδρικές Αγορές Διασύνδεσης Δημοσίων Σταθερών Δικτύων (αγορές υπ’ αρ. 8, 9 και 10 Σύστασης Ευρωπαϊκής Επιτροπής) σύμφωνα με το άρθρο 7 της Οδηγίας 2002/21/ΕΚ (άρθρο 16 του ν. 3431/2006 [ΦΕΚ 13/Α/3.2.2006]) με υπ’ αριθμ. EL/2006/0493 (χονδρική αγορά εκκίνησης κλήσεων στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο που παρέχεται σε σταθερή θέση), EL/2006/0494 (χονδρική αγορά τερματισμού κλήσεων σε μεμονωμένα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα) και EL/2006/0495 (χονδρική αγορά διαβιβαστικών υπηρεσιών στο δημόσιο σταθερό τηλεφωνικό δίκτυο), η οποία έλαβε χώρα την 31η Αυγούστου 2006. To κείμενο της κοινοποίησης δημοσιεύθηκε παράλληλα στο δικτυακό τόπο της ΕΕΤΤ, ιδ.Την από 13.9.2006 επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την ΕΕΤΤ (Αρ. πρωτ. ΕΕΤΤ 33108/14.9.2006) με θέμα: «Case EL/2006/0493: Call origination on the public telephone network provided at a fixed location, Case EL/2006/0494: Call termination on individual public telephone network provided at a fixed location, Case EL/2006/0495: Transit services in the fixed public telephone network - Request for Information Pursuant to Article 5(2) of Directive 2002/21/EC», ιε.την υπ’ αριθμ. 1033/Φ.960/19.6.2006 επιστολή της ΕΕΤΤ προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με θέμα «Case EL/2006/0493: Call origination on the public telephone network provided at a fixed location, Case EL/2006/0494: Call termination on individual public telephone network provided at a fixed location, Case EL/2006/0495: Transit services in the fixed public telephone network», ιστ.Την υπ’ αριθμ. ΕΕΤΤ 35512/3.10.2006 επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα «Κοινοποίηση EL/2006/0493: Εκκίνηση κλήσεων στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο που παρέχεται σε σταθερή θέση, EL/2006/0494: Τερματισμός κλήσεων σε μεμονωμένα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα και EL/2006/0495: Διαβιβαστικές υπηρεσίες στο δημόσιο σταθερό τηλεφωνικό δίκτυο, Άρθρο 7 παράγραφος (3) της Οδηγίας 2002/21/ΕΚ: Ουδέν Σχόλιο», ιζ.την υπ’ αριθ. 9677/Φ.600/9.10.2006 Εισήγηση προς την ΕΕΤΤ, ιη.Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, Επειδή:
81
9α. ΑΝΑΓΚ.ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 463 της 30 Ιαν./6 Φεβρ. 1937 (ΦΕΚ Α΄ 40) Περί εγγραφής αποφοίτων Στρατ. Σχολής Ευελπίδων εις Πανεπιστήμιον Αθηνών, περί τρόπου αποκτήσεως πτυχίου ειδικότητος Εμπορικού Ναυτικού και περί παρατάσεως προθεσμίας εξετάσεων και εγγραφών σπουδαστών Α.Σ.Κ.Τ. κλπ. Άρθρ.1-4.(προσωρινής ισχύος). Άρθρ.5.-Δύναται ο Υπουργός των Θρησκευμάτων και Παιδείας δι’ αποφάσεως αυτού εκδιδομένης κατόπιν προτάσεως του Συλλόγου των Καθηγητών της Ανωτάτης Σχολής των Καλών Τεχνών να επιτρέπη τη κατάταξιν εις την Σχολήν ταύτην και σπουδαστών εχόντων εξαιρετικήν ιδιοφυΐαν και άνευ των προσόντων του άρθρ. 1 του υπ’ αριθ. 231/1936 Α. Νόμου τηρουμένης της διατάξεως του άρθρ. 2 του Αναγκαστικού τούτου Νόμου ως και των διατάξεων Νόμων των αφορωσών τον αριθμόν των εισερχομένων κατ’ έτος εις την ανωτέρω Σχολήν. Άρθρ.6.-(Προσωρινής ισχύος). Άρθρ.7.-(Τροποποιείται η παρ. 7 του άρθρ. 7 του Νόμ. 4791/1930). Σελ. 378(α) 337-028 31.Δ.α.9α Οργανικές διατάξεις Α.Σ.Κ.Τ.
244
20. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. 132/681 της 9/20 Μαΐου 1996 (ΦΕΚ Β΄ 362) Αύξηση για το έτος 1996 των καταβαλλομένων συντάξεων του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Αεροπορικών Επιχειρήσεων.
331
29. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ.919 της 18/29 Δεκ.1975 (ΦΕΚ Α΄293) Περί επεκτάσεως των άρθρ.1 και 2 του Νόμ.4464/1965 ως ετροποποιήθησαν δια του Νόμ.22/1975 και επί των εποπτευομένων υπό του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών Ν.Π.Δ.Δ. Έχοντες υπ’ όψει: 1.Τας διατάξεις: α)του Ν.Δ.175/73 «περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων» ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια του Ν.Δ.267/74, β)του άρθρ.43 του Νόμ.22/1975 «περί ρυθμίσεως θεμάτων καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.». 2.Την υπ’ αριθ.828/1975 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσσει των Ημετέρων Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Πολιτισμού και Επιστημών και Οικονομικών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον μόνον.-Αι διατάξεις των άρθρ.1 και 2 του Νόμ.4464/1965 (τόμ.2Α σελ.316, 19), ως ετροποποιήθησαν δια του άρθρ.43 του Νόμ.22/1975 επεκτείνονται και επί των θέσεων του προσωπικού Β΄ και Γ΄ Κατηγοριών των κάτωθι Ν.Π.Δ.Δ.: α)Εθνικού Θεάτρου. β)Εθνικής Λυρικής Σκηνής. γ)Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. δ)Ινστιτούτου Ωκεανογραφικών και Αλιευτικών Ερευνών. ε)Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων. 31.Π.α.29 Υπουργείο Πολιτισμού
140
52. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ.Γ. 182834 της 24 Οκτ./3 Νοεμ. 1964 (ΦΕΚ Β΄ 491) Περί καθιερώσεως μειωμένων εισιτηρίων δια τους μαθητάς των Δημ. Σχολείων, Μέσης Εκπαιδεύσεως και τους σπουδαστάς Ανωτάτων Σχολών της περιοχής Πρωτευούσης. Αντικατεστάθη δια των διατάξεων της υπ’ αριθ.Γ-209800/1967 ομοίας (κατωτ. αριθ. 68).
384
205α. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ. 1118929/11122/Β΄0012 της 20 Δεκ. 1999/14 Ιαν. 2000 (ΦΕΚ Β΄16) Προθεσμία υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών.
360
8. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2398 της 17/21 Ιουν. 1940 Περί διατάξεων αφορωσών την εκμετάλλευσιν των επιτραπεζίων ή μεταλλικών εν γένει υδάτων και άλλων σχετικών διατάξεων. Άρθρ.1.-1.Η εκμετάλλευσις των επιτραπεζίων μεταλλικών υδάτων Λουτρακίου ενεργείται είτε απ’ ευθείας υπό του Δημοσίου, είτε δια παραχωρήσεως αυτών εις εκμετάλλευσιν, εφαρμοζομένων κατ’ αναλογίαν των ισχυουσών διατάξεων περί παραχωρήσεως ιαματικών πηγών εις εκμετάλλευσιν. 2.Η παραχώρησις διενεργείται, μετά γνώμην του διοικητικού συμβουλίου της διευθύνσεως ιαματικών πηγών, δι’ αποφάσεως των Υπουργών επί των Οικονομικών και Τύπου και Τουρισμού, κατόπιν δημοπρασίας ενεργουμένης κατά τας περί εκμισθώσεως ή παραχωρήσεως των ιαματικών πηγών ισχυούσας διατάξεις. Εν τη περί παραχωρήσεως προς εμπορίαν επιτραπεζίων υδάτων σχετική πράξει, δέον να καθορίζηται το συνολικόν υπέρ του δημοσίου ταμείου ετήσιον ενοίκιον ή το κατά φιάλην ή έτερον δοχείον δικαίωμα του Δημοσίου, ο τρόπος καταβολής αυτού, το ποσόν εγγυήσεως και πάσα άλλη σχετική λεπτομέρεια ή συναφής όρος. 3.Η παραχώρησις αύτη διαλύεται ως ήθελον παραχωρηθή εις πολυετή εκμετάλλευσιν αι ιαματικαί πηγαί Λουτρακίου μετά των μεταλλικών ή επιτραπεζίων υδάτων ή ήθελεν αναληφθή υπό του Δημοσίου εκμετάλλευσις του επιτραπεζίου ύδατος Λουτρακίου μεμονωμένη ή εν συνδυασμώ με τοιαύτην των μεταλλικών υδάτων. 4.Η κατά την παρ.3 διάλυσις συντελείται δια κοινοποιήσεως εις τον ενοικιαστήν σχετικής αποφάσεως του επί του Τύπου και Τουρισμού Υφυπουργού, ουδέν δε δια το μέχρι της λήξεως της ενοικιάσεως χρονικόν διάστημα δημιουργείται δικαίωμα αποζημιώσεως υπέρ του ενοικιαστού, απαλλασσομένου της καταβολής αντιστοίχου ενοικίου ως προς τον μη δεδουλευμένον χρόνον. Άρθρ.2.-1.Η άνευ της κατά το άρθρ.7 του νόμ. 2188 του 1920 περί ιαματικών πηγών απαιτουμένης αδείας λειτουργίας ιαματικών πηγών τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις εξ μηνών ή δια χρηματικής ποινής μέχρις είκοσιν χιλιάδων δραχμών, εν υποτροπή δε δια φυλακίσεως τριών μηνών, μέχρις εξ μηνών και χρηματικής ποινής πέντε χιλιάδων μέχρις είκοσι χιλιάδων δραχμών. 2.Η παράβασις διώκεται κατ’ αίτησιν των Υπουργείων Τύπου και Τουρισμού ή Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως. Δια το μέτρον των χρηματικών ποινών βλ. άρθρ.2 Ν. 110/1945 και άρθρ.57 Ποιν. Κώδικος (τόμ. 8 σελ. 6 και 28) εν συνδυασμώ προς το άρθρ.6 παρ. 1 Ν.Δ. 3016/954 (18.Δβ.). Άρθρ.3.-Δια Β.Δ/των θέλουσι καθορισθή τα του χαρακτηρισμού των επιτραπεζίων πηγαίων και φρεατίων υδάτων, τα της αναμίξεως του ύδατος τούτου μεθ’ ετέρων αεριούχων κλπ. συστατικών, τα του εμφιαλισμού αυτών, της παροχής αδείας λειτουργίας και εκμεταλλεύσεως επιτραπεζίων υδάτων ως και προς λουτρόν ή πόσιν ιαματικών τοιούτων, ως και πάσα άλλη λεπτομέρεια αφορώσα την εμπορίαν των επιτραπεζίων και ιαματικών υδάτων. Πάσα παράβασις των διατάξεων των Δ/των τούτων συνεπάγεται τας ποινάς του προηγουμένου άρθρου, μη εχουσών εν προκειμένω εφαρμογήν των ποινικών διατάξεων του άρθρ.16 του νόμ. 4844/30 (ανωτ. αριθ. 5) και του άρθρ.24 παρ.2 του Α.Ν. 1169/1938 (ανωτ. αριθ. 7). Άρθρ.4.-Επί των καθ’ οιονδήποτε τρόπον διενεργουμένων διαφημίσεων ιαματικών πηγών εν γένει ή ποσίμων ιαματικών ή επιτραπεζίων υδάτων ή των εξ αυτών παρασκευασμάτων ή των επί των φιαλών επιγραφών, το Υφυπουργείον Τύπου και Τουρισμού (Δ/νσις ιαματικών πηγών) ασκεί έλεγχον και εποπτείαν δικαιούμενον να απαγορεύη την κυκλοφορίαν ή χρήσιν αυτών. Παράβασις των σχετικών αποφάσεων του Υπουργού συνεπάγεται την επιβολήν κατά των υπαιτίων των ποινών του άρθρ.2 του παρόντος νόμου. Άρθρ.5.-Του διοικητικού συμβουλίου της διευθύνσεως ιαματικών πηγών μετέχει αντί του κατά το από 1/3 Αυγ. 1935 Β.Δ/γμα προβλεπομένου επιθεωρητού ξένων και εκθέσεων ο τμηματάρχης του τμήματος λουτροπόλεων. Άρθρ.6.-Ανακαλούνται α) το από 17 Ιαν. 1927 περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως χώρων εν Μεθάνοις παρά την Βρωμολίμνην, δι’ ανέγερσιν υδροθεραπευτηρίων κλπ. και β) το από 21 Μαρτ. 1927 περί απαλλοτριώσεων χώρων εν Μεθάνοις δια την ανέγερσιν ξενοδοχείων κλπ., εξωραϊστικών έργων Δ/τα, ως προς τους βάσει τούτων απαλλοτριωθέντας χώρους εφ’ ων και καθ’ όσην έκτασιν ουδεμία εγένετο μέχρι τούδε μεταγραφή ή άλλη τις διαδικασία καθορισμού καταβλητέας αποζημιώσεως. Άρθρ.7.-Δια Β.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του επί του Τύπου και Τουρισμού Υφυπουργού κανονισθήσονται αι λεπτομέρειαι του παρόντος νόμου. Πάσα αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου γενική ή ειδική διάταξις καταργείται. Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. (Αντί της σελ.139)Σελ.139-141(α) 103-29 Ιαματικές Πηγές 18.Δ.α.8
274
5. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 761 της 27 Ιουν./6 Ιουλ. 1937 Περί συμπληρώσεως της νομοθεσίας της Δημοσίας και Ιδιοσυντηρήτου Σιβιτανιδείου Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων. ΄Αρθρ.1.-(Τροποποιείται το εδάφ. 2 του άρθρου 1 Δ/τος 22 Ιουν. 1927). ΄Αρθρ.9.-Δι’ εφ’ άπαξ Β.Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας, επιτρέπεται η κωδικοποίησις εις ενιαίον κείμενον των εν εδαφ. 2 του άρθρ. 4 του παρόντος αναφερομένων εν ισχύϊ διατάξεων και του παρόντος, επιφερομένης πάσης αναγκαίας μεταβολής εις την σειράν των άρθρων, εδαφίων και παραγράφων. Πάσα διάταξις, γενική ή ειδική, αμέσως ή εμμέσως αντικειμένη προς τας διατάξεις του παρόντος, καταργείται. Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημ. Κυβερνήσεως. ΄Αρθρ.2.-1.Επιτρέπεται όπως η Σιβιτανίδειος Σχολή εκπληροί και τον εκπαιδευτικόν σκοπόν του καταρτισμού και προπαρασκευής κατωτέρων στελεχών (τεχνιτών, αρχιτεχνιτών κλπ.) αναλόγως των υπαρχουσών εκπαιδευτικών αναγκών της Εθνικής Αμύνης της Χώρας, καθοριζομένων δια Β.Δ/των εκδιδομένων εκάστοτε προτάσει του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας και του αρμοδίου Υπουργού, μετά προηγουμένην, σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου της Σχολής. Εν τοις εκάστοτε εκδιδομένοις Β.Δ/σιν ορίζεται το έργον και ο τρόπος της χρησιμοποιήσεως της Σχολής δια τον ανωτέρω σκοπόν, το περιεχόμενον της διδασκαλίας και πάσα διοικητική, εκπαιδευτική, οικονομική και διαχειριστική λεπτομέρεια. 2.Επίσης εν τω ανωτέρω Δ/τι καθορίζονται, παρισταμένης ανάγκης και η στρατολογική ή στρατιωτική κατάστασις των δια τα στελέχη της Εθνικής Αμύνης προοριζομένων. Εξεδόθη το Β.Δ. 11 Αυγ./10 Σεπτ. 1938 περί ειδικού καταρτισμού εν τη Σιβιτανιδείω Σχολή μαθητών αυτής προς κατάταξιν εν τη Β. Αεροπορία ως μονίμων κατωτέρων στελεχών και Β.Δ. 16/19 Φεβρ. 1941 περί συμπληρωματικής στοιχειώδους τεχνικής εκπαιδεύσεως στρατευσίμων τεχνιτών εν τη Σιβιτανιδείω Σχολή. ΄Αρθρ.3.-(Τροποποιείται το άρθρ. 2 του Δ/τος 22 Ιουν. 1927) ΄Αρθρ.4.-1.Αι περιπτ. 5, 6, 7, 8, 9 και 10 πλην της δευτέρας περιόδου αυτής διατηρουμένης εν ισχύϊ, της παρ. γ΄ ως και αι παρ. δ΄ και ε΄ του άρθρ. 4 του αυτού, ως εν τοις προηγουμένοις άρθροις, Δ/τος (συστατικός της Σχολής Νόμος) καταργούνται. 2.(Προστίθενται παράγραφοι εις το αυτό άρθρ. 4). 3.Το εδάφ. 3 του άρθρ. 5 και τα εδάφ. 3, 4 και 5 του άρθρ. 6 του αυτού, εν τοις προηγουμένοις άρθροις, Δ/τος (συστατικού της Σχολής Νόμου) καταργούνται. ΄Αρθρ.5.-1.Η Σιβιτανίδειος Σχολή συντηρείται: α)Εκ της ιδίας αυτής περιουσίας (περιελθούσης εκ της αφεθείσης περιουσίας του ομογενούς Βασιλείου Σιβιτανίδου προς το Ελληνικόν Δημόσιον, ως κληρονόμου, και εκχωρησθείσης παρ’ αυτού εις το Νομικόν Πρόσωπον της Σχολής). β)«Εξ ειδικών εισφορών των Α) (Εμποροβιομηχανικών, Επαγγελματικών και Βιοτεχνικών Επιμελητηρίων) του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος και του Συνδέσμου των Ελλήνων Βιομηχάνων. Β)Της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών της Ελλάδος. (Γ)Του Ιδρύματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Δ)Των υφ’ οιονδήποτε τίτλον Οργανισμών, Ταμείων και Ιδρυμάτων Κοινωνικής Ασφαλίσεως, των παρεχόντων κυρίαν ή επικουρικήν ασφάλισιν εις Εργοδότας, Επαγγελματίας και Βιοτέχνας και εις εργατοτεχνίτας των Δομικών και Διακοσμητικών Επαγγελμάτων και της Βιοτεχνίας και Βιομηχανίας)». Το εδάφ. β΄ αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 1 άρθρ. 1 Ν.Δ. 2168/1952, ούτινος βλ. και παρ. 2. Η εισφορά των Ασφαλιστικών Οργανισμών και Ταμείων κατηργήθη δια του Β.Δ. 16 Μαρτ./ 1 Ιουν. 1954. Η εισφορά των (Εμποροβιομηχανικών, Επαγγελματικών και Βιοτεχνικών) Επιμελητηρίων, κατηργήθη αναδρομικώς δια του άρθρου 1 Ν.Δ. 867/1971 (ΦΕΚ Α΄ 79). Βλ. τόμ. 14 σελ. 82,20 γ)Εξ υπέρ αυτής δωρεών, κληρονομιών, κληροδοσιών και λοιπών πράξεων ελευθεριότητος. δ)Εκ των εσόδων των προερχομένων εκ της διαθέσεως των αναγκαίως και απαραιτήτως, λόγω της μορφώσεως των μαθητών της, παραγομένων προϊόντων και έργων τέχνης εν τοις εργοστασίοις, εργαστηρίοις και εργοταξίοις αυτής, και εκ των εισπραττομένων δικαιωμάτων προερχομένων εκ των αναλαμβανομένων εργασιών ταύτης. ε)Εκ των εισπραττομένων παρά των μαθητών της δικαιωμάτων λόγω χρήσεως εργαλείων και υλικών, τροφείων και διδάκτρων, και ς)Εξ ετησίας επιχορηγήσεως του Κράτους εις βάρος του προϋπολογισμού του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας ή και ομοίας εις βάρος ετέρων Υπουργείων, ήτις δύναται να παρέχηται καθοριζομένη δι’ αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου. 2.Πάσα απαίτησις της Σχολής καθ’ οιουδήποτε βεβαιούται και εισπράττεται κατά τας διατάξεις των Νόμων περί εισπράξεως των δημοσίων εσόδων. ΄Αρθρ.6.-Η αληθής έννοια του εδαφ. 3 του άρθρ. 54 του από 25 Ιαν. 1936 Β.Δ/τος «περί καθορισμού της βαθμολογικής και μισθολογικής κλίμακος κλπ. των υπαλλήλων της Δημοσίας Ιδιοσυντηρήτου Σιβιτανιδείου Σχολής Σελ. 507 Σιβιτανίδειος Σχολή 32.Ε.ε.4-5 Τεχνών και Επαγγελμάτων» είναι ότι, από της, κατά τας διατάξεις του αυτού Δ/τος, εντάξεως των τακτικώς διατηρουμένων υπαλλήλων της Σχολής, καταργείται έκτοτε δι’ αυτούς το οργανικόν επίδομα το προβλεπόμενον εν εδαφ. 4 του άρθρ. 42 του από 28 Ιουν. 1928 Δ/τος «περί οργανισμού της λειτουργίας της Σιβιτανιδείου Σχολής Τεχνών και επαγγελμάτων». ΄Αρθρ.7.-1.Επιτρέπεται όπως προς αύξησιν του πεδίου των πρακτικών εφαρμογών των μαθητών και προς πληρεστέραν τεχνικήν και επαγγελματικήν κατάρτισιν και απόδοσιν αυτών, αναλαμβάνωνται εκτελέσεις εργασιών επιτρεπομένης άμα προς τον σκοπόν τούτον της συστάσεως και λειτουργίας παραρτημάτων ή υποκαταστημάτων της Σχολής μετά των αναγκαίων εργοστασίων, εργαστηρίων και εργοταξίων. Εν τη εκτελέσει των εργασιών τούτων, καθώς και παντός έργου ή εργασίας εκτελουμένης παρ’ αυτής, η σχολή και το νομικόν πρόσωπον ταύτης δεν χαρακτηρίζεται ως εργοδότης έναντι των μαθητών αυτής και άπαντος του προσωπικού της, τακτικού, εκτάκτου, ή προσωρινού, πλην των προσλαμβανομένων ελευθέρων τεχνιτών, εργατών, ή άλλων μισθωτών προσώπων, μη εχόντων την ιδιότητα του υπαλλήλου της σχολής. 2.Η σχολή, δια την περίπτωσιν της επελεύσεως εργατικού ατυχήματος εις μαθητήν ή υπάλληλον αυτής και πάντα εν γένει εργαζόμενον ή υπηρετούντα εν αυτή, υποχρεούται να μεριμνά, εφ’ όσον δεν προβλέπεται η ασφάλισις αυτών εν τω Ιδρύματι των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, συμφώνως προς τας διατάξεις της ισχυούσης περί αυτού νομοθεσίας, και εφ’ όσον οι μαθηταί της σχολής δεν ήθελον χαρακτηρισθή μαθητευόμενοι τεχνίται, δια την ασφάλισιν αυτών είτε εν τω ανωτέρω ιδρύματι, εάν τούτο είναι επιτρεπτόν, είτε εις ιδιωτικάς ασφαλιστικάς εταιρείας, οπότε ουδεμίαν υπέχει ευθύνην η διοίκησις και το νομικόν πρόσωπον της σχολής προς ανάλογον αποζημίωσιν κατά τας διατάξεις του Νόμ. 551, του παθόντος ή των εκ τούτων δυνάμει των ανωτέρω νόμων ελκόντων δικαιώματα δικαιουμένων μόνον εις απόληψιν της αποζημιώσεως συμφώνως προς την συνομολογουμένην υποχρεωτικήν ασφάλισιν προς ασφαλιστικάς εταιρίας, βάσει των παρά της νομοθεσίας της σχολής οριζομένων. ΄Αρθρ.8.-Επιτρέπεται όπως δι’ αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της Σιβιτανιδείου Σχολής εκποιώνται, μετά ή άνευ δημοπρασίας, προς όφελος ταύτης, τμήματα του εις το νομικόν πρόσωπον της σχολής παραχωρηθέντος παρά του Δημοσίου γηπέδου, μετά των υπ’ αυτού υπό της σχολής ανεγερθέντων ή ανεγερθησομένων κτισμάτων, κειμένων εν τη θέσει «Δύο Βουνά» παρά τον συνοικισμόν της κοινότητος Νέων Σφαγείων Αττικής. Σελ. 508
173
6. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ Αριθ.Φ.446/1/325308 Σ.98 της 13 Ιαν./14 Φεβρ. 2000 (ΦΕΚ Β΄138) Καθιέρωση ειδικής άδειας για τους Δόκιμους Έφεδρους Αξιωματικούς, οπλίτες, έφεδρους οπλίτες και οπλίτες από την εφεδρεία που είναι εγγεγραμμένα μέλη και συμμετέχουν σε προγράμματα Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (Μ.Κ.Ο.).
267
27. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 2015 της 20/27 Φεβρ. 1992 (ΦΕΚ Α΄ 30) Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των σπονδυλωτών ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς ή άλλους επιστημονικούς σκοπούς. Με την από 10 Ιουν.- 1 Ιουλ. 1992, (ΦΕΚ Α΄ 114), ανακοίνωση Υπουργείου Εξωτερικών, η σύμβαση που κυρώθηκε με τον άνω Νόμ. 2015/92, τέθηκε σε ισχύ ως προς την χώρα μας, από 1 Δεκ. 1992.
112
20. ΝΟΜΟΣ υπ΄ αριθ. 3132 της 14/16 Φεβρ. 1955 (ΦΕΚ Α΄ 34) Περί εκτελέσεως Στρατιωτικών Έργων (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας). Ο άνω Νόμος και τα δ/τα που έχουν εκδοθεί σε εκτέλεσή του καταργήθηκαν κατά το μέρος μόνο που αναφέρονται στην εκτέλεση έργων από της περίπτ. ι παρ. 1 άρθρ. 28 Νόμ. 1418/1984, ΦΕΚ Α΄ 23, (τόμ. 23 σελ. 130,625), με την επιφύλαξη του άρθρ. 27 του ίδιου Νόμου. Γενικαί Διατάξεις Άρθρ.1.-1.Ο παρών Νόμος αφορά άπαντα εν γένει τα έργα (κατασκευάς, εγκαταστάσεις, επισκευάς, συμπληρώσεις και διαρρυθμίσεις) των τριών Κλάδων Εθνικής Αμύνης (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας) πλην των έργων οχυρώσεως, των έργων ων η εκτέλεσις απαιτεί δαπάνην ουχί μεγαλυτέραν των 3.000 δραχμών και δια την εκτέλεσιν των οποίων ισχύουν αι εκάστοτε περί προμηθειών διατάξεις, και των έργων Αεροπορίας περί ων ο Α.Ν. 791/1937. Σελ. 528(α) Τεύχος 1387 Σελ. 44 36.Ζ.β.19-20 Στρατιωτικά Έργα εν γένει Ο παρών Νόμος δεν θίγει τας διατάξεις του Α.Ν. 344/36 “περί προμηθειών της Ν. Υπηρεσίας” ως ούτος ετροποποιήθη μεταγενεστέρως. Προκειμένου δε περί εκτελέσεως έργων του Β.Ν. εμπιπτόντων ως εκ της φύσεώς των και εις την αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Δημοσίων Ναυτικών Έργων, ο τρόπος εκτελέσεως αυτών κατά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του προμνησθέντος Α.Ν. 344/36 καθορίζεται εκάστοτε δι΄ αποφάσεως του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου. 2.Δια διαταγών του Υπουργού Εθνικής Αμύνης ή των αρμοδίων οργάνων των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων των υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων οριζομένων, η εκτέλεσις των έργων ανατίθεται αντιστοίχως εις τας Διευθύνσεις Έργων Μηχανικού του Στρατού Ξηράς, την Διεύθυνσιν Δημοσίων Ναυτικών Έργων του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και την Διεύθυνσιν Δημοσίων Έργων Αεροπορίας του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας. Κατ’ εξαίρεσιν δύναται ν’ ανατεθή η εκτέλεσις έργων και εις οιανδήποτε άλλην Μονάδα ή Κατάστημα ή Υπηρεσίαν ή βάσιν των τριών ως άνω Κλάδων ή εις Τεχνικάς υπηρεσίας ετέρων Υπουργείων προκειμένου περί ειδικών Έργων. 3.Όπου εν τω παρόντι Νόμω αναφέρεται ο όρος “Υπουργείον”, νοείται αντίστοιχος Διεύθυνσις Έργων του Κλάδου Ενόπλων Δυνάμεων ήτοι: α)Δια τον Στρατόν Ξηράς: Η Διεύθυνσις Μηχανικού Γ.Ε.Σ. β)Δια το Ναυτικόν: Η Διεύθυνσις Δημοσίων Ναυτικών Έργων του Γ.Ε.Ν. γ)Δια την Αεροπορίαν: Η Διεύθυνσις Δημοσίων Έργων Αεροπορίας του Γ.Ε.Α. 4.Αι υπό του παρόντος Νόμου παρεχόμεναι εις τον Υπουργόν εξουσίαι, ασκούνται και υπό των αρμοδίων οργάνων των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, των εχόντων οικονομικήν αρμοδιότητα, κατά τα υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων οριζόμενα. 5.Όπου εν τω παρόντι Νόμω αναφέρεται ο όρος “Διεύθυνσις” νοείται: α)Δια τον Στρατόν Ξηράς: ι)Η οικεία Διεύθυνσις Έργων Μηχανικού. ιι)Οιαδήποτε άλλη Στρατιωτική Αρχή, εις ην ανατέθη, κατ΄ εξαίρεσιν, η εκτέλεσις του έργου. β)Δια το Ναυτικόν: ι)Η Διεύθυνσις Δημοσίων Ναυτικών Έργων του Γ.Ε.Ν. ιι)Οιαδήποτε άλλη Αρχή Ναυτικού, εις ην κατ΄ εξαίρεσιν ανετέθη η εκτέλεσις του έργου. γ)Δια την Αεροπορίαν: ι)Η Διεύθυνσις Δημοσίων Έργων Αεροπορίας του Γ.Ε.Α. ιι)Οιαδήποτε άλλη Αρχή Αεροπορίας εις ην ανετέθη, κατ΄ εξαίρεσιν, η εκτέλεσις του έργου. 6.Όπου εν τω παρόντι Νόμω αναγράφεται ο όρος “Διευθυντής Διευθύνσεως” νοείται: α)Δια τον Στρατόν Ξηράς: ι)Ο Διευθυντής της Διευθύνσεως Έργων Μηχανικού. ιι)Ο Διοικητής η Διευθυντής της Στρατιωτικής Αρχής εις ην κατ΄ εξαίρεσιν ανετέθη η εκτέλεσις έργου. β)Δια το Ναυτικόν: ι)Ο Διευθυντής της Διευθύνσεως Δημοσίων Ναυτικών Έργων του Γ.Ε.Ν. ιι)Ο Διοικητής η Διευθυντής της Ναυτικής Αρχής εις ην ανετέθη κατ΄ εξαίρεσιν η εκτέλεσις έργου. γ)Δια την Αεροπορίαν: ι)Ο Διευθυντής της Διευθύνσεως Δημοσίων Έργων Αεροπορίας του Γ.Ε.Α. ιι)Ο Διοικητής η Διευθυντής της Αεροπορικής Αρχής εις ην κατ΄ εξαίρεσιν ανετέθη η εκτέλεσις του έργου. Εκτέλεσις και επίβλεψις έργων Τρόπος δημοπρατήσεως Άρθρ.9.-1.Εάν επέλθωσιν εις το έργον ζημίαι εξ ανωτέρας βίας καταβάλλεται εις τον εργολάβον ανάλογος αποζημίωσις οριζομένη υπό του Συμβουλίου Έργων εφ΄ όσον ΕπιΣτρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 36.Ζ.β.20 Σελ. 533 τροπή υπό της Διευθύνσεως και τη αιτήσει του εργολάβου συγκροτουμένη πιστοποίηση τας εξ ανωτέρας βίας ζημίας και βεβαιώση ότι αύται επήλθον καίτοι ο εργολάβος είχε λάβει άπαντα τα ενδεικνυόμενα δια την πρόληψιν μέτρα. 2.Την αίτησίν του ο εργολάβος οφείλει να υποβάλη εντός πέντε ημερών από της ημέρας καθ΄ ην εγένοντο αι ζημίαι. Εάν πρόκειται περί ζημιών επελθουσών εις έργον περατωθέν αλλά μήπω προσωρινώς παραληφθέν η προθεσμία υποβολής υπό του εργολάβου της δηλώσεώς του ορίζεται εικοσαήμερος. Εάν ο εργολάβος δεν τηρήση τας άνω προθεσμίας, απόλλυσι το δικαιώμα αποζημιώσεως. Νέαι εργασίαι-Κανονισμός τιμών Παρατάσεις προθεσμιών Άρθρ.10.-1.Εάν κατά την κατασκευήν του έργου παραστή ανάγκη εκτελέσεως νέων ειδών εργασιών μη περιλαμβανομένων, εν τω προϋπολογισμώ, η τιμή αυτών κανονίζεται δια πρωτοκόλλου Κανονισμού Τιμών Νέων Μονάδων (Π.Κ.Τ.Ν.Μ.) συντασσομένου υπό του επιβλέποντος από κοινού μετά του εργολάβου. Εάν ο εργολάβος διαφωνή προς τας υπό του επιβλέποντος κανονιζομένας τιμάς, υπογράφει το πρωτόκολλον μετ΄ επιφυλάξεων, εάν δε αρνηθή την υπογραφήν, το πρωτόκολλον κοινοποιείται αυτώ δια της Αστυνομίας. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις ο εργολάβος δικαιούται όπως εντός προθεσμίας πέντε ημερών από της μετ΄ επιφυλάξεως υπογραφής η της υπό της Αστυνομίας κοινοποιήσεως του πρωτοκόλλου υποβάλη εγγράφως τας ενστάσεις του εις τον επιβλέποντα. 2.Ο επιβλέπων μετά την πάροδον της ως άνω 5θημέρου προθεσμίας οφείλει να υποβάλη το πρωτόκολλον εις την οικείαν Διεύθυνσιν, συνυποβάλλων και τας τυχόν ενστάσεις του εργολάβου εφ΄ ων εκφέρει την γνώμην του. 3.Το πρωτόκολλον εγκρίνεται υπό του Διευθυντού της Δ/νσεως, όστις αποφασίζει επίσης και επί των τυχόν ενστάσεων του εργολάβου εφ΄ όσον το σύνολον της δαπάνης την οποίαν δημιουργούσι το πρωτόκολλον τούτο και τα προγενεστέρως καθ΄ όμοιον τρόπον εγκριθέντα υπό του Διευθυντού, δεν υπερβαίνει τας 15.000 δραχμών και εφ΄ όσον δεν προκύπτει υπέρβασις της εγκεκριμένης δια το όλον έργον πιστώσεως. Σελ. 534 4.Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν το Πρωτόκολλον υποβάλλεται εις το Υπουργείον και εγκρίνεται αμετακλήτως υπό του Υπουργού μετά προηγουμένην γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων, αναγκαιούσαν μόνον εις περίπτωσιν καθ΄ ην το σύνολον της δαπάνης την οποίαν δημιουργούσι το Πρωτόκολλον τούτο και τα προγενεστέρως καθ΄ όμοιον τρόπον εγκριθέντα δια του Υπουργού υπερβαίνει τας 30.000 δραχμών. 5.Προκειμένου περί εργασιών εκτελουμένων δι΄ εκπτώσεως επί τοις εκατόν επί των τιμών του τιμολογίου της Υπηρεσίας κατά τον κανονισμόν των τιμών μονάδων νέων εργασιών, λαμβάνονται υπ΄ όψει αι τιμαί ημερομισθίων και υλικών αι αναγραφόμεναι εις τον συμβατικόν πίνακα τιμών, ημερομισθίων και υλικών της εργολαβίας, αίτινες υπεισήλθον κατά την σύνταξιν των κονδυλίων του αρχικού προϋπολογισμού και όσον αφορά τας αποδόσεις αι ανάλογοι τοιαύται των παλαιών εργασιών. Εις περίπτωσιν ελλείψεως αναλόγων εργασιών, λαμβάνονται υπ΄ όψιν αι αποδόσεις της εγκεκριμένης αναλύσεως τιμών. Εν περιπτώσει καθ΄ ην δεν αναγράφονται εις τον Συμβατικόν Πίνακα τιμών, ημερομισθίων και υλικών της εργολαβίας τιμαί αναγκαιούσαι δια τον Κανονισμόν των τιμών νέων ειδών εργασιών, η δε σύγκρισις των Μονάδων των νέων εργασιών προς Μονάδας αναλόγων συμβατικών εργασιών, είναι ανέφικτος όσον αφορά τας αποδόσεις, τότε λαμβάνονται υπ΄ όψιν ως τιμαί ημερομισθίων και υλικών αι τρέχουσαι τοιαύται ως καθορίζονται κατά μήνα υπό των Διευθύνσεων δια του υπ΄ αυτών εκδιδομένου σχετικού δελτίου, ως αποδόσεις δε αι συνήθεις αποδόσεις εργασίας. Αι κατά τ΄ ανωτέρω κανονιζόμεναι νέαι τιμαί προσαυξάνονται κατά το εκάστοτε υπό του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, μετά γνώμην του Ανωτέρω Συμβουλίου Έργων, δι΄ αποφάσεώς του καθοριζόμενον ποσοστόν δια γενικά έξοδα, κρατήσεις πάσης φύσεως και όφελος του εργολάβου και υπόκεινται πάντοτε εις την επί δημοπρασία έκπτωσιν. 36.Ζ.β.20 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 6.Προκειμένου περί έργων ανατεθέντων δια συμπληρώσεως υπό των διαγωνιζομένων ανοικτού τιμολογίου της Υπηρεσίας, εάν αι κανονιζόμεναι νέαι τιμαί είναι ομοειδείς η παράγωγοι η ανάλογοι προς τας του αρχικού τιμολογίου, δέον αύται να ευρίσκωνται εν αρμονία προς τας τιμάς των ομοειδών η παραγώγων η αναλόγων εργασιών του αρχικού τιμολογίου των τυχόν προσθέτων στοιχείων των υπεισερχομένων εις τας νέας ταύτας τιμάς υπολογιζομένων με τας τιμάς υλικών και ημερομισθίων τας του εν παρ. 5 εδάφιον δεύτερον του παρόντος άρθρου δελτίου κατά την εποχήν της εκτελέσεως των εργασιών του Π.Κ.Τ.Ν.Μ. Εάν αι τιμαί δεν είναι ανάλογοι, παράγωγοι, η ομοειδείς προς τας τιμάς του αρχικού τιμολογίου, αλλά εξ υπαρχής νέαι, λαμβάνονται υπ΄ όψιν κατά την σύνταξιν αυτών αι αποδόσεις της εγκεκριμένης αναλύσεως τιμών και αι τιμαί υλικών και ημερομισθίων αι του εν παρ. 5 εδάφιον δεύτερον δελτίου κατά την εκτέλεσιν των εργασιών του Π.Κ.Τ.Ν.Μ. Εάν δι΄ ωρισμένας νέας τιμάς δεν υπάρχη αντίστοιχος εγκεκριμένη ανάλυσις, εισάγονται αποδόσεις κανονιζόμεναι υπό του επιβλέποντος Μηχανικού βάσει της πείρας και των συνθηκών εκτελέσεως η άλλων επισήμων η ανεγνωρισμένων αναλύσεων. Αι κατά τ΄ ανωτέρω κανονιζόμεναι νέαι τιμαί προσαυξάνονται κατά το εκάστοτε υπό του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, μετά γνώμην του Ανωτέρω Συμβουλίου Έργων, δι΄ αποφάσεώς του καθοριζόμενον ποσοστόν, δια γενικά έξοδα, κρατήσεις πάσης φύσεως και όφελος του εργολάβου. 7.Δια τας νέας εργασίας παρέχεται εις τον εργολάβον υπό του εγκρίνοντος το πρωτόκολλον ανάλογος παράτασις της προθεσμίας αποπερατώσεως του έργου, εφ΄ όσον τούτο επιβάλλεται. 8.Η Υπηρεσία δικαιούται να διατάξη την δι΄ ημερομισθίων Τεχνιτών και εργατών εκτέλεσιν δοκιμαστικών εργασιών προς καθορισμόν της αποδόσεως αν κρίνη αναγκαίον τούτο, των σχετικών δαπανών καταβαλλομένων υπό του εργολάβου και βαρυνουσών το Δημόσιον με προαύξησιν υπέρ του εργολάβου 10% λόγω οφέλους. Τροποποίησις εγκεκριμένων και προσθήκη νέων εργασιών Άρθρ.11.-1.Εάν κατά την κατασκευήν έργου παραστή ανάγκη αυξήσεως των ποσοτήτων των εγκεκριμένων προς εκτέλεσιν διαφόρων εργασιών ο εργολάβος υποχρεούται να εκτελέση εκείνας εξ αυτών ας ήθελεν τω υποδείξη η υπηρεσία με τας αυτάς συμβατικάς τιμάς και τους αυτούς όρους, της εργολαβίας εφ΄ όσον η εξ αυτών προκύπτουσα αύξησις της δαπάνης δεν υπερβαίνει το ήμισυ του Προϋπολογισμού του έργου. Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 36.Ζ.β.20 Πέραν του ανωτέρω ορίου ο εργολάβος δικαιούται η να ζητήση την σύνταξιν ΠΚΤΝΜ με τιμάς ημερομισθίων και υλικών τας τοιαύτας του δελτίου τιμών της οικείας Διευθύνσεως κατά τον χρόνον εκτελέσεως των εργασιών η ν΄ αρνηθή εις περίπτωσιν μη συμφωνίας του με την Διεύθυνσιν, οπότε η Υπηρεσία αποφασίζει περί του νέου τρόπου εκτελέσεως των εργασιών. 2.Εάν κατά την κατασκευήν έργου παραστή ανάγκη μειώσεως των ποσοτήτων των εγκεκριμένων προς εκτέλεσιν διαφόρων εργασιών ο εργολάβος ουδεμιάς δικαιούται αποζημιώσεως δι΄ οιανδήποτε αιτίαν εφ΄ όσον η ελάττωσις της δαπάνης δεν είναι ανωτέρα του ενός τρίτου του ποσού του προϋπολογισμού του έργου οσηδήποτε και αν είναι κατά κονδύλιον. Εάν η ελάττωσις της δαπάνης υπερβαίνει το ανωτέρω όριον ο εργολάβος δύναται να λάβη τη αιτήσει του αποζημίωσιν προτεινομένην παρά του Διευθυντού της οικείας Διευθύνσεως και καθοριζομένην υπό του Υπουργού μετά προηγουμένην γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων. 3.Εάν κατά την κατασκευήν του έργου παραστή ανάγκη εκτελέσεως νέων ειδών εργασιών ο εργολάβος υποχρεούται να εκτελέση εκείνας εξ αυτών ας ήθελεν τω υποδείξη η Δ/θυνσις με τιμάς κανονιζομένας δια ΠΚΤΝΜ, συντασσομένου ως το άρθρ. 10 ορίζει εφ΄ όσον η αξία δεν υπερβαίνει το ήμισυ του ποσού του Προϋπολογισμού του έργου. Πέραν του ανωτέρω ορίου ο εργολάβος δικαιούται ν΄ αρνηθή οπότε η Δ/σις αποφασίζει περί του νέου τρόπου εκτελέσεως των εργασιών. 4.Εάν η αύξησις ποσοτήτων εγκεκριμένων εργασιών η η εκτέλεσις νέων ειδών εργασιών οφείλονται εις επέκτασιν του υπό της συμβατικής μελέτης προβλεπομένου έργου αποφασιζομένην υπό της Υπηρεσίας μετά την υπογραφήν της συμβάσεως η αρμοδία Διεύθυνσις εφ΄ όσον κρίνει τούτο συμφέρον και ο εργολάβος το αποδέχεται βάσει δηλώσεώς του, δύναται ν΄ αναθέση αυτώ τας εργασίας κατ΄ επέκτασιν της εργολαβίας του και συγκεκριμένως την μεν εκτέλεσιν των αυξήσεων ποσοτήτων εγκεκριμένων εργασιών με συμβατικάς τιμάς την δε εκτέλεσιν των νέων ειδών εργασιών με τιμάς κανονιζομένας δια ΠΚΤΝΜ συντασσομένου ως το άρθρ. 10 ορίζει. 5.Εάν εκ των αυξομειώσεων ποσοτήτων εγκεκριμένων εργασιών η της εκτελέσεως νέων ειδών εργασιών η και εξ αμφοτέρων επέρχεται αύξησις η μείωσις του ποσού της συμβάσεως, συντάσσεται υπό του επιβλέποντος την εκτέλεσιν του έργου συγκριτικός Πίναξ Σελ. 535 (Σ.Π.) της επί πλέον η επί έλαττον δημιουργουμένης δαπάνης προς έγκρισιν όστις προσυπογράφεται υπό του εργολήπτου. Ούτος δέον να συνοδεύηται: α)Υπό τυχόν ΠΚΤΝΜ. β)Υπό σχετικής αναλύσεως τιμών του ΠΚΤΝΜ. γ)Υπό καταστάσεως εμφαινούσης την δαπάνην ην δημιουργεί μόνον η εκτέλεσις των νέων ειδών εργασιών περί ων το συνοδεύον τον Συγκριτικόν Πίνακα ΠΚΤΝΜ. δ)Υπό λεπτομερούς αιτιολογικής εκθέσεως των λόγων οίτινες επέβαλλον τας δια του Συγκριτικού Πίνακος προτεινομένας μεταβολάς (αυξήσεις εργασιών, μειώσεις εργασιών, νέας εργασίας). ε)Υπό τυχόν ενστάσεως του εργολήπτου και της επί ταύτης γνώμης του επιβλέποντος την εκτέλεσιν του έργου. Ο Συγκριτικός Πίναξ υπογραφόμενος παρά του επιβλέποντος το έργον και του εργολάβου υποβάλλεται μεθ΄ όλων των ανωτέρω σχετικών εις την οικείαν Διεύθυνσιν. Η Διεύθυνσις υποβάλλει τούτον εις τον Υπουργόν μετά της γνώμης της επί των τυχόν ενστάσεων, όστις εγκρίνει τούτον οριστικώς μετά προηγουμένην γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων, αναγκαιούσαν μόνον εις περίπτωσιν καθ΄ ην η επί πλέον δημιουργουμένη δαπάνη υπερβαίνει κατά το 1/4 του αρχικού εγκεκριμένου προϋπολογισμού η η δημιουργουμένη μείωσις υπερβαίνει το ποσοστόν το καθοριζομένον υπό της παρ. 2 του παρόντος η το συνοδεύον τον Συγκριτικόν Πίνακα ΠΚΤΝΜ, μετά των προγενεστέρων υπό του Υπουργού εγκριθέντων Πρωτοκόλλων δημιουργούσιν συνολικώς δαπάνην μεγαλυτέραν των 30.000 δραχμών. 6.Το Υπουργείον δύναται να προκαλέση γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων δι΄ έγκρισιν Συγκριτικού Πίνακος μη αναγκαιούσαν κατ΄ αρχήν, βάσει των ανωτέρω αναφερομένων. 7.Μετά την έγκρισιν του άνω Συγκριτικού Πίνακος προβλέποντος αύξησιν δαπάνης δύναται να ζητηθή παρά του Υπουργείου η υπό του εργολάβου κατάθεσις συμπληρωματικής εγγυοδοσίας. Τροποποιήσεις Συμβατικών Τιμών Άρθρ.12.-1.Κατ΄ αρχήν εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται ο εργολάβος να ζητήση τροποποίησιν των εν τη συμβάσει τιμών Μονάδων. 2.Εάν όμως κατά την διάρκειαν της εργολαβίας αι τιμαί των υλικών η τα ημερομίσθια ηυξήθησαν επί τοσούτον ώστε η ολική δαπάνη των υπολειπομένων να εκτελεσθώσιν έργων επί τη βάσει των ηυξημένων τιμών υπερβαίνει κατά 15% και άνω το εν τη συμβάσει δια τα έργα ταύτα συνολικώς προβλεπόμενον ποσόν, η εργολαβία δύναται να διαλυθή τη αιτήσει του εργολάβου. Σελ. 536 Δικαίωμα διαλύσεως εργολαβίας δια τον ανωτέρω λόγον δεν παρέχεται εις τον εργολάβον εφ΄ όσον πρόκειται περί εργασίας ανατεθείσης εις τούτον κατόπιν διαγωνισμού δια συμπληρώσεως ανοικτού τιμολογίου της Υπηρεσίας. 3.Η αίτησις του εργολάβου περί διαλύσεως της εργολαβίας, μετά θετικών στοιχείων περί των τιμών και ημερομισθίων κατά την ημέραν του διαγωνισμού αφ΄ ενός και κατά το τελευταίον δεκαημέρον προ της υποβολής της αιτήσεως αφ΄ ετέρου, υποβάλλεται εις το Υπουργείον δια του Δ/ντού της οικείας Δ/νσεως συνοδευομένη και παρ΄ ητιολογημένης εκθέσεως τούτου. Επί ταύτης αποφαίνεται το αντίστοιχον Συμβούλιον Έργων, στηριζόμενον επί τε της εκθέσεως του Δ/ντού και των υπό του εργολάβου υποβληθέντων στοιχείων ως και επί διαφόρων άλλων αποδεικτικών, άτινα δύναται να ζητήση, του Υπουργού όντος υποχρεωμένου ν΄ αποδεχθή την απόφασιν του Συμβουλίου Έργων. Της διαλύσεως ταύτης γιγνομένης τη αιτήσει του εργολάβου, ούτος ουδεμίας δικαιούται αποζημιώσεως παρά του Δημοσίου. 4.Ουχ΄ ήττον δύναται το Δημόσιον να προσκτήσηται τα εις το εργοτάξιον εισκομισθέντα και μη πληρωθέντα υλικά, εφ΄ όσον γνωματεύση υπέρ της προσκτήσεως ταύτης το αντίστοιχον Συμβούλιον Έργων και δέχεται τούτο ο εργολάβος. Δια τα υλικά ταύτα καταβάλλεται τω εργολάβω το αντίτιμον επί τη βάσει των συμβατικών τιμών, μειωμένων κατά την έκπτωσιν. 36.Ζ.β.20 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 5.Ο εργολάβος της ούτω διαλυομένης εργασίας υποχρεούται να παραχωρήση προς χρήσιν της υπηρεσίας δια την συνέχισιν των εργασιών τας υπ΄ αυτού γενομένας πάσης φύσεως εγκαταστάσεις εν τοις εργοταξίοις, εφ΄ όσον ήθελε ζητηθή τούτο. Αι εγκαταστάσεις αύται παραδίδονται δια πρωτοκόλλου εις την οικείαν Δ/νσιν, βάσει δε του πρωτοκόλλου τούτου επιστρέφονται εν καιρώ εις τον εργολάβον. Δια τοιαύτην χρησιμοποίησιν των εγκαταστάσεων κανονίζει το οικείον Συμβούλιον Έργων το πληρωτέον τω εργολάβω ενοίκιον η αποζημίωσιν, κατόπιν προτάσεως της οικείας Δ/νσεως. Το Δημόσιον δεν υποχρεούται να πληρώση αποζημίωσιν εις τον εργολάβον δι΄ όσας φθοράς ήθελον επέλθει εις τας εγκαταστάσεις κατά την υπ΄ αυτού ως άνω χρησιμοποίησίν των, εφ΄ όσον ήθελε κριθή υπό του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων ότι οφείλονται εις συνήθη χρήσιν η ατελή η κακήν κατασκευήν των εγκαταστάσεων. 6.Και δια την περίπτωσιν ταύτην της διαλύσεως της εργολαβίας ισχύουσιν αι παρ. 6 και 7 του κατωτέρω άρθρ. 13. 7.Εάν κατά την πορείαν της εκτελέσεως έργου τινός η Υπηρεσία αντιληφθή ότι ο εργολάβος λόγω υποτιμήσεως των υλικών και ημερομισθίων η δι΄ άλλους συναφείς λόγους προσπορίζεται κέρδος ανώτερον κατά 15% του προϋπολογισθέντος τοιούτου, δύναται ν΄ αξιώση από τον εργολάβον ανάλογον ελάττωσιν τιμών δια το υπολειπόμενον έργον και εις την περίπτωσιν μη αποδοχής τούτου δύναται να διαλύη την εργολαβίαν. Τούτο δεν ισχύει προκειμένου περί εργασίας ανατεθείσης κατόπιν διαγωνισμού δια συμπληρώσεως ανοικτού τιμολογίου της Υπηρεσίας. Την διάλυσιν διατάσσει ο Υπουργός μετά πρότασιν του Δ/ντού της αρμοδίας Δ/νσεως και γνωμάτευσιν του Συμβουλίου Έργων. Διακοπή των εργασιών Άρθρ. 13.-1.Η υπηρεσία έχει το δικαίωμα να διατάξη εγγράφως οριστικήν η προσωρινήν διακοπήν των εργασιών. 2.Εάν η εγγράφως διαταχθείσα προσωρινή διακοπή παραταθή υπέρ του τρείς μήνας, η εργολαβία λογίζεται διαλελυμένη ως προς τον εργολάβον, εάν ούτος δηλώση τούτο εγγράφως προς την αρμοδίαν Δ/νσιν. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο εργολάβος δικαιούται αποζημιώσεως κανονιζομένης υπό του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων κατά την απόλυτον κρίσιν του Συμβουλίου. Αποζημιώσεως ωσαύτως δικαιούται ο εργολάβος, κανονιζομένης καθ΄ όμοιον τρόπον, εις περίπτωσιν καθ΄ ην η προσωρινή διακοπή παραταθή υπέρ τον μήνα. 3.Όταν τη διαταγή της υπηρεσίας παύσωσι τα έργα οριστικώς, η εργολαβία θεωρείται διαλελυμένη αυτοδικαίως και ο εργολάβος αποζημιούται κατά τας διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου. 4.Κατά την εκτίμησιν της πληρωτέας αποζημιώσεως εν περιπτώσει διακοπής η παύσεως των εργασιών, το αντίστοιχον Συμβούλιον Έργων δύναται να γνωματεύση εάν συμφέρη εις το Δημόσιον η πρόσκτησις των δια την εργασίαν γενομένων υπό του εργολάβου εγκαταστάσεων και των εισκομισθέντων και μη πιστοποιηθέντων υλικών η και ν΄ αναλάβη το Δημόσιον υποχρεώσεις ας είχεν αναλάβει ο εργολάβος προς τρίτους δια την εκτέλεσιν της εργασίας, προτείνει δε την πληρωμήν τω εργολάβω αποζημιώσεως δι΄ εκάστην των περιπτώσεων τούτων. Ο Υπουργός αποφασίζει οριστικώς επί των υπό του Συμβουλίου Έργων προτεινομένων, δεν δύναται όμως να ορίση αποζημίωσιν μεγαλυτέραν της υπό του Συμβουλίου τούτου προταθείσης. Ο εργολάβος δικαιούται να μη αποδεχθή την υπό του Υπουργού δοθείσαν λύσιν περί παραχωρήσεως τω Δημοσίω των εγκαταστάσεών του η των υλικών του, των εισκομισθέντων εις τα εργοτάξια και μη πιστοποιηθέντων και να ζητήση όπως αποκομίση ταύτα και επί τη βάσει τούτου κανονισθή υπό του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων η εις αυτόν πληρωτέα αποζημίωσις. 5.Οσάκις κατά τας ανωτέρω διατάξεις ως και κατά τας διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρ. 5 του παρόντος Νόμου απαιτείται δήλωσις του εργολάβου δια την διάλυσιν της εργολαβίας, αύτη επιδίδεται πάντοτε εις την οικείαν Δ/νσιν μέσω του επιβλέποντος το έργον. Εφ΄ όσον τοιαύτη δήλωσις δεν επιδοθή, πάσα διαταγή της υπηρεσίας προς έναρξιν η συνέχισιν των έργων είναι ισχυρά, απόλλυσι δε μετ΄ αυτήν ο εργολάβος το δικαίωμα να επικαλεσθή την πάροδον των σχετικών νομίμων προθεσμιών. 6.Αι εργασίαι της διαλυθείσης εργολαβίας συμφώνως τω παρόντι και τω προηγουμένω άρθρω, παραλαμβάνονται κατά τας περί παραλαβής διατάξεις του παρόντος Νόμου. 7.Ο εργολάβος της διαλυθείσης εργολαβίας υποχρεούται να εκκενώση τα εργοτάξια, τας υπό του Δημοσίου τυχόν παραχωρηθείσας αυτώ αποθήκας και τους δια την εργασίαν χρησίμους τόπους εντός προθεσμίας ορισθησομένης υπό της Διευθύνσεως. Το Δημόσιον ουδεμίαν ευθύνην αναλαμβάνει δια την φύλαξιν των υλικών του εργολάβου. Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 36.Ζ.β.20 Σελ. 537 8.Εν περιπτώσει επιστρατεύσεως δύναται ο Υπουργός να διατάξη την διάλυσιν της εργολαβίας άνευ ουδεμίας αποζημιώσεως του εργολάβου δια το διαφυγόν κέρδος η άλλην αιτίαν. Τα της παραλαβής των εργασιών διέπονται υπό των περί παραλαβής διατάξεων του παρόντος Νόμου. Τα εισκομισθέντα εις το εργοτάξιον υλικά ως και εκείνα δι΄ α ο εργολάβος έχει ανειλημμένας υποχρεώσεις μέχρι της κοινοποιήσεως αυτώ της διαταγής διαλύσεως της εργολαβίας, παραλαμβάνονται παρά της υπηρεσίας όταν εγγράφως αιτήσηται τούτο ο εργολάβος, της αξίας των συμπεριλαμβανομένης εν τη τελευταία πιστοποιήσει πληρωμής. Προς τούτο οφείλει ο εργολάβος, εντός τριών ημερών από της κοινοποιήσεως αυτώ της διαταγής διαλύσεως της εργολαβίας, να υποβάλη προς τον επιβλέποντα το έργον αίτησιν εν η να εμφαίνωνται αι ανειλημμέναι υποχρεώσεις, συνυποβάλλων και τα αναγκαία στοιχεία τα μαρτυρούντα την υποχρέωσίν του ταύτην. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις της παρ. 7 του παρόντος άρθρου, ως και της παρ. 4 μόνον ως προς την πρόσκτησιν των εγκαταστάσεων και των προς τρίτους υποχρεώσεων του εργολάβου. Έκπτωσις εργολάβου Άρθρ.14.-1.Οσάκις ο εργολάβος δεν συμμορφούται προς τας εκ της Συγγραφής Υποχρεώσεων και των λοιπών τευχών της μελέτης του έργου και τας εκ των διατάξεων του παρόντος απορρεούσας υποχρεώσεις του η προς τας υπό της υπηρεσίας δοθείσας αυτώ εγγράφους διαταγάς, καλείται δι΄ ειδικής διαταγής του Διευθυντού της Διευθύνσεως η του προϊσταμένου του Γραφείου Επιβλέψεως, προκειμένου περί έργων Γ.Ε.Ν. η Γ.Ε.Α., όπως εντός αναλόγου προθεσμίας, ουχί ελάσσονος των δέκα ημερών από της επιδόσεως αυτώ της ειδικής διαταγής, συμμορφωθή προς τας υποχρεώσεις του η τας εγγράφως δοθείσας αυτώ διαταγάς. 2.Εάν ο εργολάβος δεν συμμορφωθή τη ειδική διαταγή του Διευθυντού η του Προϊσταμένου του Γραφείου Επιβλέψεως, προκειμένου περί έργων Γ.Ε.Ν. η Γ.Ε.Α., εντός της ταχθείσης προθεσμίας, ο Δ/ντής η ο Προϊστάμενος του ως άνωτέρω Γραφείου Επιβλέψεως δι΄ εγγράφου διαταγής του κηρύσσει αυτόν προσωρινώς έκπτωτον της εργολαβίας και διατάσσει την παύσιν των εργασιών, αναφέρων σχετικώς εις το Υπουργείον. Σελ. 538 Συγχρόνως καλείται ο εργολάβος όπως εις ωρισμένον τόπον και χρόνον παραστή εις την απογραφήν των εκτελεσθεισών εργασιών και των εν τοις εργοταξίοις εισκομισθέντων δοκίμων υλικών εις ην προβαίνει η υπηρεσία δια διμελούς Επιτροπής και εν απουσία του εργολάβου, εφ΄ όσον ούτος αρμοδίως κληθείς δεν παραστή αυτοπροσώπως η δια του αντιπροσώπου του. 3.Ο εργολάβος έχει το δικαίωμα όπως εντός προθεσμίας 5 ημερών από της κοινοποιήσεως αυτώ της περί προσωρινής εκπτώσεως διαταγής, υποβάλη ένστασιν κατ΄ αυτής εις τον Διευθυντήν η τον Προϊστάμενον του ως ανωτέρω Γραφείου Επιβλέψεως η εις τον επιβλέποντα τα έργα. Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης άνευ υποβολής ενστάσεως του εργολάβου, η ως ανωτέρω απόφασις, περί προσωρινής εκπτώσεως του εργολάβου, άγεται εις τον Υπουργόν, όστις αποφασίζει κατά πόσον η προσωρινή έκπτωσις θα καταστή οριστική η θα αρθή αν ο εργολάβος παράσχη απτάς εγγυήσεις συμμορφώσεως προς τας υποχρεώσεις του και η ανάγκη συνεχίσεως του έργου, άνευ καθυστερήσεως, εμφανίζεται επιτακτική. 4.Εν η όμως περιπτώσει ο εργολάβος υποβάλη ένστασιν τότε ο λαβών ταύτην επιβλέπων το έργον την υποβάλλει μετά των ιδίων του παρατηρήσεων εις τον Διευθυντήν η Προϊστάμενον του Γραφείου Επιβλέψεως, όστις την υποβάλλει, μετά της γνώμης του, εις το Υπουργείον. Ο Υπουργός, κατόπιν γνωματεύσεως του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων, η δέχεται τας ενστάσεις του εργολάβου και αίρει την περί προσωρινής εκπτώσεως και παύσεως των εργασιών διαταγήν του Διευθυντού η του Προϊσταμένου Γραφείου Επιβλέψεως η απορρίπτει τας ενστάσεις ταύτας και κηρύσσει τον εργολάβον οριστικώς έκπτωτον. 36.Ζ.β.20 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 5.Εν περιπτώσει εφαρμογής της διαδικασίας της προηγουμένης παρ. 4, ο Διευθυντής της Διευθύνσεως ή ο Προϊστάμενος του Γραφείου Επιβλέψεως, από της λήψεως των ενστάσεων του εργολάβου, δύναται να διατάξη, εάν παρίσταται ανάγκη, την συνέχισιν των εργασιών απολογιστικώς ή, εάν κηρυχθή οριστικώς έκπτωτος ο εργολάβος, η εκτέλεσις των εργασιών συνεχίζεται εις βάρος τούτου, κατά τα εν τη παρ. 8 του παρόντος άρθρου οριζόμενα. Εάν η τελική απόφασις είναι υπέρ του εργολάβου, αι δαπάναι των απολογιστικών εργασιών βαρύνουσι το Δημόσιον, του λογαριασμού τούτων αποδιδομένων υπό της Διευθύνσεως ή του Προϊσταμένου του Γραφείου Επιβλέψεως δι’ ιδίου τοιούτου, επισυναπτομένου εις τα δικαιολογητικά της όλης εργασίας. 6.Ο εργολάβος κατά την διάρκειαν της ως αν απολογιστικής εκτελέσεως, δύναται να παρακολουθή τας εργασίας χωρίς όμως να παρακωλύη, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, την εκτέλεσιν των διαταγών του επιβλέποντος. 7.Ο εργολάβος ουδεμιάς αποζημιώσεως παρά του Δημοσίου δικαιούται δια την εν λόγω προσωρινής εκπτώσεως επερχομένην διακοπήν των εργασιών, μη ισχυουσών εν προκειμένω των διατάξεων του άρθρ. 13. Δύναται όμως, εν περιπτώσει παρατάσεως της διακοπής υπέρ το τρίμηνον, να ποιήσηται χρήσιν του εν τω άρθρ. 13 δικαιώματος της διαλύσεως της εργολαβίας άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως. Το Δημόσιον ουδεμίαν ευθύνην φέρει δια την φύλαξιν των υλικών του εργολάβου κατά το διάστημα της ως άνω διακοπής. 8.Εν περιπτώσει οριστικής εκπτώσεως του εργολάβου, το Υπουργείον δικαιούται, είτε να διατάξη νέαν εργολαβίαν, είτε να εκτελέση, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, μέρος ή το όλον των υπολειπομένων εργασιών, εις βάρος και δια λογαριασμόν του εκπτώτου εργολάβου. Ο υπολογισμός της βαρυνούσης τον εργολάβον δαπάνης γίνεται επί τη βάσει των ειδών και των ποσοτήτων εργασίας δι’ ας ούτος ήτο υπόχρεως. Αν η δαπάνη αύτη αποβή μεγαλυτέρα της αναγραφομένης αντιστοίχως εν τω προϋπολογισμώ της εργολαβίας, η διαφορά, εφ’ όσον είναι μεγαλυτέρα της εγγυοδοσίας του εργολάβου και των δεκάτων, εκπίπτεται εκ των οφειλομένων εις τον εργολάβον εκ της αυτής ή ετέρας εργολαβίας, επιφυλασσομένου, εν περιπτώσει ανεπαρκείας, παντός δικαιώματος της Υπηρεσίας έναντι του εργολάβου. Αν δε η δαπάνη αποβή μικροτέρα της του προϋπολογισμού η διαφορά αποβαίνει υπέρ της Υπηρεσίας, ουδεμίαν απαίτησιν δυναμένου του εκπτώτου εργολάβου να έχη επ’ αυτής. Η διαταγή του Υπουργού περί οριστικής εκπτώσεως του εργολάβου, οφείλει πάντως να καθορίζη τον τρόπον συνεχίσεώς της εργασίας. Άμα τη λήψει της διαταγής ταύτης η Διεύθυνσις ή ο Προϊστάμενος Γραφείου Επιβλέψεως Γ.Ε.Ν. ή Γ.Ε.Α. διακόπτει τας απολογιστικώς τυχόν εκτελουμένας εργασίας, αίτινες παραλαμβάνονται ιδιαιτέρως. 9.Η Υπηρεσία δύναται, εν περιπτώσει οριστικής εκπτώσεως του εργολάβου, και να μη συνεχίση τα έργα. 10.Του γενομένου οριστικώς εκπτώτου εργολάβου η εγγυοδοσία εκπίπτει, μετά την εκκαθάρισιν της εργολαβίας, υπέρ του αντιστοίχου Μετ. Ταμείου Στρατού (Ξηράς, Ναυτικού, Αεροπορίας) εκτός αν έχη αποδοθή αυτώ και εφ’ όσον δεν έχει εφαρμογήν το εδάφ. 8 του παρόντος. Τα κρατηθέντα δέκατα εκπίπτουν υπέρ του Ταμείου Εθνικής Αμύνης, του Ταμείου Εθνικού Στόλου ή του Δημοσίου, εφ’ όσον η δαπάνη της εργασίας εβάρυνε τον προϋπολογισμόν του Ταμείου Εθνικής Αμύνης, τον του Ταμείου Εθνικού Στόλου ή τον τοιούτον του Υπουργείου. 11.Ο εργολάβος, γενόμενος οριστικώς έκπτωτος εργολαβίας τινός, δεν γίνεται δεκτός εις συμμετοχήν διαγωνισμού προς εκτέλεσιν Στρατιωτικών Έργων. Η διαταγή εκπτώσεως κοινοποιείται εις το Υπουργείον Δημοσίων Έργων. Εργολάβος και όταν ακόμη δεν έχη κηρχθή έκπτωτος εργολαβίας τινός, δύναται, εφ’ όσον έχει επιδείξει περί την εκτέλεσιν εργασίας τινός κακήν διαγωγήν ή δεν παρέχει εχέγγυα καλής εκτελέσεως εργασιών ή έχει αποδειχθή κακής πίστεως, ν’ αποκλεισθή της αναλήψεως έργων, δια διαταγής του Υπουργού Εθνικής Αμύνης κατόπιν προτάσως της οικείας Διευθύνσεως και μετά σύμφωνον γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων. Εάν δια δευτέραν φοράν αποκλεισθή ο εργολάβος της εκτελέσεως Στρατιωτικών Έργων, η αίτησίς του περί άρσεως του αποκλεισμού δεν δύναται να γίνη δεκτή, του αποκλεισμού παραμένοντος οριστικού. 12.Εν περιπτώσει οριστικής εκπτώσεως του εργολάβου, η απογραφή επέχει και θέσιν προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου. Διακανονισμός εργολαβιών κατόπιν πτωχεύσεως ή θανάτου εργολάβου Άρθρ.15.-1.Εάν ο εργολάβος πτωχεύση η εργολαβική σύμβασις διαλύεται αυτοδικαίως, το Υπουργείον όμως δύναται τη αιτήσει των δανειστών, να επιτρέψη εις αυτούς να εξακολουθήσωσι και περατώσωσι τας εργασίας, εάν δηλώσωσι νομίμως και προσηκόντως ότι αναλαμβάνουσι τας υποχρεώσεις του εργολάβου, διατηρηθή δε η δοθείσα εγγύησις. Σελ. 539 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 36.Ζ.β.20 Εν τοιαύτη περιπτώσει, διορίζουσι πληρεξούσιον εργολάβον της εγκρίσεως της υπηρεσίας, όστις αντιπροσωπεύει αυτούς απέναντι του Δημοσίου, περιβάλλεται δια πασών των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του εργολάβου και είναι αλληλεγγύως υπεύθυνος μετά των δανειστών. 2.Εάν τυχόν ο εργολάβος αποβιώση, η σύμβασις της εργολαβίας διαλύεται αυτοδικαίως, εκτός αν το Υπουργείον επιτρέψη εις τους προσφερομένους προς τούτο κληρονόμους να συνεχίσωσι και περαιώσωσι το έργον αναλαμβάνοντες τας υποχρεώσεις του εργολάβου, οπότε θα διατηρηθή η δοθείσα εγγύησις. Εν τοιαύτη περιπτώσει οι κληρονόμοι οφείλουσι να διορίσωσι πληρεξούσιον εργολάβον της εγκρίσεως της υπηρεσίας, όστις και ως κατά την προηγουμένην περίπτωσιν αντιπροσωπεύει αυτούς απέναντι του Δημοσίου, περιβάλλεται δια πασών των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων του εργολάβου και είναι αλληλεγγύως υπεύθυνος μετά των κληρονόμων. Προθεσμίαι-Ποινικαί ρήτραι Παρατάσεις προθεσμιών Άρθρ.16.-1.Ο εργολάβος υποχρεούται εις την αποπεράτωσιν του έργου, εντός της υπό της μελέτης και της εργολαβικής συμβάσεως τασσομένης προθεσμίας, ήτις άρχεται από της κοινοποιήσεως αυτώ του 1ου Πίνακος Εργασιών. 2.Ο επιβλέπων αφού προηγουμένως βεβαιωθή δι’ επανειλημμένων επιθεωρήσεών του, ότι αι εργασίαι έχουσι πλήρως αποπερατωθή και ότι ο εργολάβος έχει εκπληρώσει τελείως απάσας τας υποχρεώσεις του, προβαίνει εις την σύνταξιν πρακτικού περατώσεως του έργου, όπερ υπογράφεται παρ’ αυτού και του εργολάβου. Η χρονολογία τούτου θεωρείται ως χρονολογία αποπερατώσεως της εργολαβίας προς διακανονισμόν των υποχρεώσεως του εργολάβου. 3.Εν περιπτώσει μη περατώσεως του έργου εντός της τεταγμένης προθεσμίας, ο εργολάβος δι’ εκάστην ημέραν υπερβάσεως της προθεσμίας ταύτης υπόκειται εις πληρωμήν ποινικής ρήτρας υπέρ του αντιστοίχου Μετοχικού Ταμείου Κλάδου (Ξηράς, Ναυτικού, Αεροπορίας). Εν τη συμβάσει του έργου καθορίζεται, το χρηματικόν ποσόν της ποινικής ρήτρας και το χρονικόν διάστημα επί το οποίον αύτη επιβάλλεται. Μετά την πάροδον του καθοριζομένου τούτου χρονικού διαστήματος δύναται η Διεύθυνσις ή ο Προϊστάμενος Γραφείου Επιβλέψεως Γ.Ε.Ν. ή Γ.Ε.Α. να κηρύξη τον εργολάβον προσωρινώς έκπτωτον της εργολαβίας του, εφαρμοζομένων εφεξής των διατάξεων του άρθρ. 14. Σελ. 540 Η ποινική ρήτρα εκπίπτεται εκ των λογαριασμών πληρωμής του εργολάβου και αποδίδεται εις το αντίστοιχον Μετοχικόν Ταμείον μετά την τελικήν εκκαθάρισιν της εργολαβίας. 4.Αίτησις παρατάσεως της τεταγμένης προθεσμίας περατώσεως του έργου δύναται ο εργολάβος να υποβάλη μόνον εις τον επιβλέποντα. Εν τη αιτήσει του ταύτη ο εργολάβος οφείλει να δικαιολογήση πλήρως την αιτουμένην παράτασιν. Ο επιβλέπων α)προκειμένου περί έργου Στρατού Ξηράς, υποβάλλει την αίτησιν του εργολάβου εις την οικείαν Διεύθυνσιν Έργων Μηχανικού μετά γνώμης του, αναφέρων και όλα τα απαιτούμενα δια την λήψιν αποφάσεως στοιχεία (αυξήσεις ποσοτήτων εργασιών, νέαι εργασίαι, δι’ ας δεν εδόθη ανάλογος παράτασις, δυσχέρειαι και απρόοπτα κατά την εκτέλεσιν των εργασιών κλπ.), προς δε και την ημερομηνίαν λήξεως της τεταγμένης προθεσμίας. Η Διεύθυνσις ευρίσκουσα δεδικαιολογημένην την αίτησιν του εργολάβου, χορηγεί παράτασιν μέχρι του ενός τετάρτου της υπό της μελέτης του έργου και της εργολαβικής συμβάσεως τασσομένης προθεσμίας προκειμένου περί έργων ξηράς. Δια παράτασιν μεγαλυτέραν υποβάλλει την αίτησιν του εργολάβου εις τον Υπουργόν μετά της γνώμης της, όστις αποφασίζει σχετικώς μετά γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων. β)Προκειμένου περί έργων Γ.Ε.Ν. ή Γ.Ε.Α. ο επιβλέπων υποβάλλει αρμοδίως την αίτησιν μεθ’ όλων των στοιχείων παρ. α΄ εις το Υπουργείον, όπερ αποφασίζει κατ’ ανάλογον προς τον εν παρ. α΄ τρόπον. 5.Γενομένης δεκτής της αιτήσεως προς παράτασιν προθεσμίας αίρεται αυτοδικαίως η τυχόν περί προσωρινής εκπτώσεως του εργολάβου εκδοθείσα διαταγή της Διευθύνσεως ή του προϊσταμένου του Γραφείου Επιβλέψεως Γ.Ε.Ν. ή Γ.Ε.Α. Η Διεύθυνσις αύτη, άμα τη λήψει σχετικής διαταγής του Υπουργείου, επιστρέφει τω εργολάβω και τα λόγω ποινικής ρήτρας τυχόν κρατηθέντα ποσά. 6.Η μη έγκαιρος λήψις αποφάσεως επί της παρατάσεως ή μη της προθεσμίας δεν αποτελεί εμπόδιον δια την πληρωμήν του εργολάβου ή την έκδοσιν του υπέρ αυτού χρηματικού εντάλματος βάσει των τμηματικών πιστοποιήσεων. Άπαντα τα ζητήματα τα εκ της τυχόν μη χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας (ποινικαί ρήτραι κλπ.) τακτοποιούνται άμα τη εκδόσει της περί τούτου διαταγής. 36.Ζ.β.20 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει Παραλαβαί εργασιών γενικώς Συντήρησις τούτων Άρθρ.2.-1.Τα έργα εκτελούνται κατά τους εξής τρόπους: α)Δια γενικής εργολαβίας κατόπιν δημοσίου μειοδοτικού διαγωνισμού. β)Δια τμηματικών εργολαβιών κατόπιν δημοσίων μειοδοτικών διαγωνισμών. γ)Δια γενικής εργολαβίας κατόπιν προχείρου μειοδοτικού διαγωνισμού και μέχρι του ποσού 1.000.000. δ)Απολογιστικώς. ε)Δι΄ απ΄ ευθείας αναθέσεως ή κατόπιν διαγωνισμών άνευ τηρήσεως των διατυπώσεων των Δημοσίων ή προχείρων διαγωνισμών, όταν ανάγκη κατεπείγουσα ή από περιστάσεις απροόπτους προελθούσα, δεν επιτρέπει χρονοτριβήν ή δημοσιότητα των εκτελεσθησομένων έργων. Ο χαρακτηρισμός του κατεπείγοντος κλπ., ως ανωτέρω, θα γίνεται αντιστοίχως υπό των Αρχηγών Γ.Ε.Σ., Γ.Ε.Α. ή των εχόντων ανάλογον οικονομικήν αρμοδιότητα οργάνων. ς)Απολογιστικώς υπό εργολάβου αμειβομένου με ωρισμένον ποσοστόν επί των δαπανών του έργου. Το ποσοστόν τούτο της αμοιβής καθορίζεται είτε κατόπιν διαγωνισμού (Δημοσίου η προχείρου) ή δι΄ απ΄ ευθείας συμφωνίας μετά εργολάβου εις περίπτωσιν επειγούσης ανάγκης χαρακτηριζομένης ως εν τω εδαφ. ε΄ της παρούσης παραγράφου. Στρατιωτικά Έργα εν γένει 36.Ζ.β.20 (Αντί για τη σελ. 529(α) Σελ. 529(β) Τεύχος 1387-Σελ. 45 2.Ο τρόπος της εκτελέσεως των έργων ορίζεται εκάστοτε υπό του Υπουργού. Εις την περίπτωσιν της απ΄ ευθείας αναθέσεως, ο ανάδοχος του έργου ορίζεται κατόπιν εισηγητικής εκθέσεως της αρμοδίας Διευθύνσεως Έργων του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και γνωματεύσεως του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων. 3.Δύναται να εκτεθή, τη διαταγή του Υπουργού, εις δημόσιον διαγωνισμόν μετά προηγουμένην γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων και η σύνταξις μόνον της μελέτης έργου τινός. Κατά την κρίσιν των τοιούτων μελετών υπό Επιτροπών, συγκροτουμένων εκάστοτε υπό του Υπουργείου, δύναται ο Υπουργός δια διαταγής να ορίζη ως επιπρόσθετα μέλη αυτών μετά ψήφου, ειδικούς τεχνικούς επιστήμονας, της αμοιβής των καθοριζομένης δια της αυτής διαταγής μετά προηγουμένην γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων. Ωσαύτως εν περιπτώσει επειγούσης ανάγκης η ειδικής φύσεως έργων, δύναται ν΄ ανατεθή η εκπόνησις μελέτης τινός εις πρόσωπα παρέχοντα εχέγγυα ταχείας και καλής εκπονήσεως και εμπνέοντα εμπιστοσύνην τηρήσεως της επιβαλλομένης εχεμυθείας, απ΄ ευθείας η βάσει προχείρου διαγωνισμού μεταξύ περιωρισμένου αριθμού διαγωνιζομένων άνευ τηρήσεως των διατυπώσεων των δημοσίων η προχείρων διαγωνισμών κατόπιν διαταγής του Υπουργού μετά προηγουμένην γνωμάτευσιν του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων, αναγκαιούσαν μόνον εις την περίπτωσιν καθ΄ ην η αντίστοιχος αμοιβή υπερβαίνη τας 15.000 δραχμών δι΄ απ΄ ευθείας ανάθεσιν και τας 50.000 δραχμών δι΄ ανάθεσιν κατόπιν προχείρου διαγωνισμού. Αι δια την εκπόνησιν μελετών δαπάναι βαρύνουσι τας δια τα έργα διατιθεμένας πιστώσεις. Ο Υπουργός δύναται να εξουσιοδοτήση τον Διευθυντήν Διευθύνσεως, δια την ανάθεσιν μελέτης απ΄ ευθείας η κατόπιν διαγωνισμού άνευ τηρήσεως των διατυπώσεων των δημοσίων η προχείρων διαγωνισμών. 4.Η επίβλεψις της εκτελέσεως οιουδήποτε Έργου ανατίθεται εις Αξιωματικόν η Τεχνικόν υπάλληλον, οριζόμενον δια διαταγής της εκτελούσης το έργον Διευθύνσεως. Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις ελλείψει προσωπικού η επίβλεψις έργου δύναται ν΄ ανατεθή και εις οπλίτην τεχνικόν (διπλωματούχον), εφ΄ όσον η δαπάνη του έργου δεν υπερβαίνη το ποσόν των 200.000 δραχμών. 5.Το ζήτημα των δυναμένων να γίνωσι δεκτών εις την εκτέλεσιν του δια του παρόντος Νόμου προβλεπομένων έργων η μελετών ρυθμίζεται δια της εκάστοτε ισχυούσης Νομοθεσίας περί εκτελέσεως των εν γένει Δημοσίων Έργων. Δύνανται να γίνωσι δεκτοί δια την εκτέλεσιν ειδικών κατασκευών (μεταλλικά υπόστεγα, σιδηραί κατασκευαί, κουφώματα, κεντρικαί θερμάνσεις κλπ.) και ειδικοί κατασκευασταί (εργοστάσια, εταιρείαι κλπ.). Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 36.Ζ.β.20 Δια της ειδικής συγγραφής υποχρεώσεων δύναται η υπηρεσία να ζητήση και πίνακα του μηχανικού εξοπλισμού του διατιθεμένου υπό των εργοληπτών ως και ευχέρειαν επιθεωρήσεως τούτου προ της κατακυρώσεως του διαγωνισμού, προς εξακρίβωσιν της ικανότητος των συμμετεχόντων εις τον διαγωνισμόν δια το περί ου πρόκειται έργον. Ομοίως δια την εκτέλεσιν των δια του παρόντος Νόμου προβλεπομένων έργων ισχύει το Ν.Δ/μα υπ΄ αριθ. 250/17.4.1947 “περί διατάξεων αφορωσών τον τρόπον εκτελέσεως στρατιωτικών έργων”. Διεξαγωγή διαγωνισμών Άρθρ.17.-1.Κατά την εκτέλεσιν έργου τινός αι αφανείς εργασίαι παραλαμβάνονται υπό Επιτροπής αποτελουμένης εκ του επιβλέποντος και ενός Αξιωματικού της Μονάδος ή υπηρεσίας δι’ ην εκτελείται το έργον, ή εν περιπτώσει καθ’ ην τούτο δεν εκτελείται δι’ ωρισμένην Μονάδα, ενός Αξιωματικού οριζομένου υπό της οικείας Μεγάλης Μονάδος. Προκειμένου περί έργων Γ.Ε.Ν. ή Γ.Ε.Α. το δεύτερον μέλος της Επιτροπής (Αξιωματικός ή Τεχνικός Υπάλληλος) ορίζεται υπό του Υπουργείου. Διαφωνία του εργολάβου επί της επιμετρήσεως των αφανών εργασιών λύεται οριστικώς υπό του Διευθυντού της Διευθύνσεως ή προκειμένου περί έργων Γ.Ε.Ν. ή Γ.Ε.Α. υπό της αντιστοίχου Διευθύνσεως. 2.Μετά την πλήρη περάτωσιν του έργου ενεργείται η προσωρινή παραλαβή αυτού υπό επιτροπής υπό της Υπηρεσίας συγκροτουμένης. 3.Ο εργολάβος υποχρεούται όπως και μετά την εντελή αποπεράτωσιν του έργου και επί χρόνον οριζόμενον εν τη συγγραφή υποχρεώσεων και τη εργολαβική συμβάσει τηρή το έργον εν καλή καταστάσει, επισκευάζων αυτό και επανορθών πάσαν εκ συνήθους χρήσεως φθοράν ή βλάβην εφ’ όσον αύτη οφείλεται εις χρήσιν υλικών ουχί καλής ποιότητος ή κακήν κατασκευήν. 4.Μετά την πάροδον του χρόνου, περί ου η προηγουμένη παράγραφος, γίνεται η οριστική παραλαβή του έργου υπό Επιτροπής υπό της υπηρεσίας συγκροτουμένης. Πιστοποιήσεις εργασιών-Κρατήσεις Χρηματοδότησις έργων Άρθρ.18.-1.Αι πληρωμαί του εκτελουμένου έργου διενεγούνται τμηματικώς και αναλόγως της προόδου των εργασιών κατά χρονικά διαστήματα οριζόμενα πάντοτε υπό της Συμβάσεως και μη δυνάμενα να ώσι βραχύτερα των δέκα πέντε ημερών. Αι τμηματικαί αύται πληρωμαί διενεργούνται επί τη βάσει λογαριασμών εκδιδομένων υπό του επιβλέποντος το έργον η δε αποπληρωμή επί τη βασει του τελικού λογαριασμού ομοίως υπό του επιβλέποντος. Βάσις δια την έκδοσιν του τελικού λογαριασμού είναι η οριστική επιμέτρησης. Αι πιστοποιήσεις εκδίδονται δια πλήρως τετελεσμένας εργασίας και δια προμηθείας δοκίμων υλικών εν τοις εργοταξίοις. Και δια μεν τας εργασίας γίνεται κράτησις 5% επί της αξίας αυτών δια δε τας προμηθείας 10% συμφώνως και προς την παρ. 2 του άρθρ. 4 του παρόντος. Μετά την προσωρινήν παραλαβήν και προ της οριστικής τοιαύτης, δύναται να επιστραφή το ήμισυ των ως ανωτέρω κρατήσεων. 3.Επιτρέπεται αναγραφή εν ταις πιστοποιήσεσι και εργασιών μη πλήρως τετελεσμένων αλλά μόνον εφ’ όσον αι υπολειπόμεναι προς συμπλήρωσιν αυτών, μη συντελούσαι εις την στερεότητα των συντελεσθεισών, δύναται να εκτελεσθώσι κεχωρισμένως, χωρίς να προξενηθή η ελάχιστη ζημία εις τας δι’ αυτών συμπληρουμένας. Εν τη περιπτώσει ταύτη η εν τω Τιμολογίω τιμή μονάδος μειούται εν τη πιστοποιήσει κατ’ αναλογίαν προς την δια την υπολειπομένην εργασίαν δαπάνην. Την περίπτωσιν της εφαρμογής του εδαφίου τούτου κρίνει ο επιβλέπων ως και την επενεχθησομένην μείωσιν, είναι δε υπεύθυνος απέναντι του Δημοσίου δια πάσαν ζημίαν επερχομένην εις τούτο εκ κακής εφαρμογής του εδαφίου τούτου. Ουχ’ ήττον ο Διευθυντής της Διευθύνσεως κατά την θεώρησιν της πιστοποιήσεως δύναται να επιφέρη μείζονα τοιαύτην. 4.Η χρηματοδότησις δια την εκτέλεσιν των δια του παρόντος Νόμου προβλεπομένων έργων ενεργείται: α)Δια τακτικών ενταλμάτων εκδιδομένων επ’ ονόματι των δικαιούχων βάσει των εκάστοτε εκδιδομένων λογαριασμών ή του λογαριασμού επιστροφής δεκάτων. β)Δια προκαταβολικών ενταλμάτων, εκδιδομένων είτε υπό του Ειδικού Λογιστηρίου είτε υπό των δευτερευόντων διατακτών επ’ ονόματι της εκτελούσης το έργον Μονάδος ή της Μονάδος επ’ ωφελεία της οποίας εκτελείται το έργον ή επ’ ονόματι οιασδήποτε Μονάδος κεκτημένης ή ου χρηματικήν διαχείρισιν παγίας προκαταβολής. γ)Εκ της παγίας προκαταβολής δια περιωρισμένης εκτάσεως έργα μέχρι του ποσού των δραχ. 10.000. Επιτρέπεται η έκδοσις πλειόνων χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής επ’ ονόματι των Μονάδων και Υπηρεσιών των κεκτημένων χρηματικήν διαχείρισιν, άνευ περιορισμού, καθώς και επ’ ονόματι μονίμων δημοσίων λειτουργών μέχρι τριών ενταλμάτων, αφορώντων ή ου εκτέλεσιν του ιδίου έργου, έστω και αν εις απάσας τας ανωτέρω περιπτώσεις παραμένωσιν ατακτοποίητα εν η πλείονα χρηματικά εντάλματα και μετά την λήξιν ταχθείσης προθεσμίας προς απόδοσιν λογαριασμού επ’ αυτών υπό την προϋπόθεσιν πάντως ότι δια ταύτα έχουσι συγκεντρωθή και υποβλήθη προς έλεγχον τα οικεία δικαιολογητικά εις Γ.Ε.Σ. , Γ.Ε.Ν. Γ.Ε.Α. ή εις την οικείαν Μ. Μονάδα μερίμνη της οποίας εξεδόθησαν τα εντάλματα. Η προθεσμία τακτοποιήσεως των ενταλμάτων τούτων δύναται να παραταθή επί τετράμηνον πέραν του οικονομικού έτους, εις ο ανήκουσι ταύτα, εκτός εάν δια το αυτό έργον συνεχιζόμενον και εις νέον οικονομικόν έτος, εξεδόθη προκαταβολικόν ένταλμα εις βάρος του νέου οικονομικού έτους, οπότε ως ημερομηνία τακτοποιήσεως λογίζεται δι’ Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 36.Ζ.β.20 άπαντα τα εντάλματα του έργου τούτου εκείνη του τελευταίου προκαταβολικού εντάλματος, ήτις δεν δύναται πάντως να ορισθή πέραν του οικονομικού έτους εις βάρος του οποίου εξεδόθη. Σελ. 541 Λύσις διαφωνιών Άρθρ.19.-1.Τα εν τω παρόντι άρθρω περί λύσεως διαφωνιών καθοριζόμενα ισχύουσι δια τας διαφωνίας εκείνας, αίτινες ήθελον γεννηθή μεταξύ εργολάβου και υπηρεσίας δια τας οποίας δια των προηγουμένων άρθρων δεν έχει καθορισθή ίδιος τρόπος οριστικής λύσεως. 2.Εν περιπτώσει διαφωνίας ο εργολάβος οφείλει εντός 8 ημερών από της γενέσεως ταύτης, χωρίς εκ του λόγου τούτου να διακόψη την συνέχισιν των εργασιών, να εκθέση τας αντιρρήσεις του εις την οικείαν Διεύθυνσιν δι’ αναφοράς του υποβαλλομένης πάντοτε δια του επιβλέποντος και εφ’ ης ο επιβλέπων εκφέρει την γνώμην του. Μετά την ανωτέρω προθεσμίαν, ο εργολάβος ουδέν δικαίωμα διαφωνίας έχει. Ο Διευθυντής της Διευθύνσεως εντός 8 ημερών από της λήψεως των εγγράφων της διαφωνίας, λύει ταύτην και κοινοποιεί την απόφασίν του εις τον επιβλέποντα και δι’ αυτού εις τον εργολάβον. Εάν ο εργολάβος δεν αποδέχεται την απόφασιν του Διευθυντού της Διευθύνσεως ή εάν πρόκειται περί διαφωνίας μετ’ αυτού δικαιούται όπως εντός οκτώ ημερών από της κοινοποιήσεως αυτώ της αποφάσεως ταύτης ή της γενέσεως της μετά του Διευθυντού διαφωνίας, υποβάλη τας ενστάσεις του δια του επιβλέποντος εις την Διεύθυνσιν, ήτις τας υποβάλλει μετά της ιδίας της γνώμης εις το Υπουργείον. Μετά την προθεσμίαν ταύτην ο εργολάβος δεν δύναται να υποβάλλη ενστάσεις. Η υπόθεσις παραπέμπεται εις το αντίστοιχον Συμβούλιον Έργων, όπερ γνωματεύει σχετικώς. Ο Υπουργός εντός 15 ημερών από της λήψεως του Πρακτικού του Συμβουλίου Έργων, αποφαίνεται οριστικώς, λύων την διαφωνίαν ανεκκλήτως. Εάν η διαφωνία αναφέρεται εις κακοτεχνίαν εν τω έργω η γνωμάτευσις του Συμβουλίου Έργων είναι υποχρεωτική δια τον Υπουργόν. 3.Προκειμένου περί διαφωνίας αναγομένης εις την ερμηνείαν των όρων της Συμβάσεως και του παρόντος Νόμου, αύτη λύεται υποχρεωτικώς υπό του Ειδικού Συμβουλίου, εις ο παραπέμπεται η υπόθεσις υπό του Υπουργού και όπερ απαρτίζεται εκ των μελών του αντιστοίχου Συμβουλίου Έργων, του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και ενός Διπλωματούχου Μηχανικού ή Αξιωματικού Μηχανικού εν Αποστρατεία, παρά του εργολάβου οριζομένου ως αντιπροσώπου αυτού, απάντων μετά ψήφου. Σελ. 542 Εν τη περιπτώσει ταύτη τα σχετικά προς την διαφωνίαν έγγραφα συντασσόμενα ομοιοτρόπως προς τα εν τη ανωτέρω παρ. 2 καθορισθέντα και εντός των αυτών προθεσμιών υποβάλλονται υπό της Διευθύνσεως εις τον Υπουργόν, όστις διατάσσει την παραπομπήν της διαφωνίας υπό την κρίσιν του ως άνω Ειδικού Συμβουλίου. Το Ειδικόν Συμβούλιον θεωρείται εν απαρτία εάν είναι παρόντα πέντε μέλη του εν οίς και ο αντιπρόσωπος του εργολάβου. Εάν ο εργολάβος, αρμοδίως κληθείς δεν διορίση αντιπρόσωπόν του ή ούτος διορισθείς δεν παραστή εις την Συνεδρίασιν κατά την ορισθείσαν ημέραν και ώραν, το Ειδικόν Συμβούλιον αναβάλλει την συνεδρίασιν και καλεί δια της Αστυνομικής Αρχής εκ νέου τον εργολάβον προς συζήτησιν. Εάν και κατά την δευτέραν ταύτην συνεδρίασιν δεν προσέλθη αντιπρόσωπος του εργολάβου, το Συμβούλιον προβαίνει εις συζήτησιν και απόφασιν άνευ αυτού χωρίς δια τούτο να γεννάται δικαίωμα ακυρότητος της αποφάσεως ταύτης. Και πάλιν όμως απαιτείται ο αριθμός πέντε μελών, ίνα το Συμβούλιον είναι εν απαρτία. Η απόφασις του Ειδικού Συμβουλίου τούτου είναι αμετάκλητος και υποχρεωτική δια τε τον εργολάβον και το Δημόσιον. 4.Εγερθείσης αμφιβολίας ή αμφισβητήσεως περί του εάν η υπό κρίσιν διαφωνία υπάγεται εις την αρμοδιότητα του Συμβουλίου Έργων ή, του Ειδικού Συμβουλίου γνωματεύει η ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου, εις ο παραπέμπεται παρά του Υπουργού η υπόθεσις. 5.Εάν ο εργολάβος δεν δικαιωθή τελικώς δια τας εγερθείσας διαφωνίας ουδέν δικαίωμα αποζημιώσεως επί οιαδήποτε αιτία έχει ούτε απαλλάσσεται της πληρωμής της ποινικής ρήτρας δια την τυχόν επελθούσαν βραδύτητα περατώσεως του έργου. Εάν όμως δικαιωθή απαλλάσσεται της πληρωμής ποινικής ρήτρας δια την καθηστέρησιν της εργασίας την αποδεδειγμένως εις την διαφωνίαν οφειλομένην. 36.Ζ.β.20 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει Επί τούτοις εις την περίπτωσιν ταύτην δικαιούται ο εργολάβος να υποβάλη αίτησιν αποζημιώσεως δια την αιτία διαφωνίας καθυστέρησιν, εφ’ ης αιτήσεως γνωματεύει ο επιβλέπων και η Διεύθυνσις. Το Συμβούλιον Έργων εξετάζον κατά πόσον η καθυστέρησις αύτη επεβάλλετο υπό της φύσεως της διαφωνίας αποφαίνεται αν συντρέχη λόγος πληρωμής αποζημιώσεως και προτείνει την πληρωτέαν τοιαύτην. Τελικώς επί της αιτήσεως αποζημιώσεως αποφαίνεται ο Υπουργός, όστις δεν δύναται να καθορίση αποζημίωσιν μείζονα της υπό του Συμβουλίου Έργων προταθείσης. Απολογιστική εκτέλεσις εργασιών Προμήθειαι υλικών Άρθρ.20.-1.Έργον εκτελείται απολογιστικώς καθ’ ένα των εξής και μόνον τρόπων: α)Δι’ υλικών του Δημοσίου ή του Εμπορίου εν όλω ή εν μέρει και δι’ οπλιτών ή ιδιωτών εργατοτεχνιτών εν όλω ή εν μέρει. β)Δι’ εκδόσεως εις εργολάβους γενικώς ή τμηματικώς της εκτελέσεως μόνον της εργασίας (φατούρα) των υλικών παρεχομένων υπό του επιβλέποντος το έργον είτε δι’ αγοράς εκ του εμπορίου είτε εκ των αποθηκών του Δημοσίου. γ)Δι’ εκδόσεως εις εργολάβους της εκτελέσεως του έργου (εργασία και προμήθεια υλικών) κατά τμηματικάς εργολαβίας. δ)Δι’ εκδόσεως εις εργολάβους της εκτελέσεως του όλου έργου (εργασία και προμήθεια υλικού) βάσει μελέτης συντασσομένης υπό της εκτελεστρίας αρχής και εφ’ όσον η αξία του έργου δεν υπερβαίνει το ποσόν των δραχ. 100.000. Ο τρόπος της απολογιστικής εκτελέσεως Έργου καθορίζεται παρά του Διευθυντού της Διευθύνσεως εφ’ όσον δεν καθωρίσθη υπό του Υπουργού. 2.Οι διαγωνισμοί απολογιστικών έργων ενεργούνται πάντοτε πρόχειροι είτε δι’ ενσφραγίστων προσφορών είτε φανεροί. Διαγωνισμοί δι’ ενσφραγίστων προσφορών ενεργούνται οσάκις πρόκειται περί ποσών υπερβαινόντων τας 30.000 δραχμών, φανεροί δε οσάκις πρόκειται περί ποσών έλαττον των τριάκοντα χιλιάδων. Δεν είναι υποχρεωτική η ενέργεια διαγωνισμού εις τας κάτωθι περιπτώσεις: α)Προκειμένου να γίνη προμήθεια υλικού τινός, του οποίου η ποσότης δια την όλην υπό εκτέλεσιν εργασίαν δεν είναι αξία μείζονος των 3.000 δραχμών. β)Προκειμένου να ανατεθή εις εργολάβον τμήμα του έργου (εργασία και προμήθεια υλικών ή μόνον εργασία) του οποίου η αξία δεν υπερβαίνει τας 3.000 δραχμών, απαγορευομένης της εις πλείονας διαγωνισμούς κατανομής εργασίας του αυτού είδους άνευ αναποδράστου ανάγκης, επαρκώς αιτιολογουμένης. γ)Προκειμένης μεταφοράς υλικών, οσάκις το σύνολον της δαπάνης ταύτης δεν υπερβαίνει τας 3.000 δραχμών και δεν συμπεριελήφθη η σχετική δαπάνη εις την προμήθειαν των υλικών. Η έγκρισις των πρακτικών των διαγωνισμών γίνεται υπό του Διευθυντού. Εν τούτοις προκειμένου περί φανερού διαγωνισμού μέχρι ποσού των 5.000 δραχμών δύναται ο Διευθυντής να μεταβιβάση το δικαίωμα εγκρίσεως του πρακτικού εις τον ενεργήσαντα τον διαγωνισμόν. Μεταξύ του μειοδότου επ’ ονόματι του οποίου εγκρίνεται ο διαγωνισμός και του Διευθυντού ή του ενεργήσαντος τον διαγωνισμόν συντάσσεται συμφωνητικόν επί παγίου τέλους χαρτοσήμου. 3.Αι πληρωμαί κατά την απολογιστικήν εκτέλεσιν Έργου ενεργούνται υπό του επιβλέποντος το έργον, ως κανονιστικόν του παρόντος Β.Δ/μα θέλει ορίσει. 4.Εις περίπτωσιν εκτελέσεως έργου απολογιστικώς Ανωτάτη Αρχή αποφαινομένη οριστικώς και ανεκκλήτως επί πάντων των δημιουργουμένων μεταξύ της υπηρεσίας και εργολάβου ζητημάτων, είναι ο Διευθυντής της οικείας Διευθύνσεως περιβαλλόμενος προς τούτο με πάντα τα δικαιώματα του Υπουργού πλην των τοιούτων, άτινα το Κανονιστικόν του παρόντος Νόμου Β.Δ/μα θέλει ορίζει: 5.Αι παραλαβαί αφανών εργασιών και η προσωρινή παραλαβή Έργου απολογιστικώς εκτελουμένου, ενεργούνται ως το άρθρ. 17 του παρόντος Νόμου ορίζει. Οριστική παραλαβή δεν γίνεται, της προσωρινής θεωρουμένης και οριστικής πλην της περιπτώσεως καθ’ ην ορίζει τούτο ρητώς η οικεία Συγγραφή Υποχρεώσεων ή το οικείον Συμφωνητικόν. Σύστασις Συμβουλίου Έργων και Ανωτέρου Συμβουλίου Έργων -Αρμοδιότητες των Συμβουλίων Άρθρ.21.-1.Συνιστάται Συμβούλιον Έργων (εφεξής Σ.Ε.) το οποίον απαρτίζεται: α)Δια τον Στρατόν Ξηράς εκ του Διευθυντού Μηχανικού Γ.Ε.Σ. ως Προέδρου και 4 ανωτάτων ή ανωτέρων Αξιωματικών του Μηχανικού ως μελών, οριζομένων δια διαταγής του Υπουργείου κατόπιν προτάσεως της Διευθύνσεως Μηχανικού Γ.Ε.Σ. β)Δια το Ναυτικόν εκ του Αρχηγού Κλάδου Γ΄ του Γ.Ε.Ν. ως Προέδρου, του Διευθυντού της Δ/νσεως Σχεδίων και επιχειρήσεων Κλάδου Α΄, του Διευθυντού των Δημ. Ναυτ. Έργων και δύο ανωτέρων Τεχνικών Αξιωματικών ή Πολιτικών υπαλλήλων Κλάδου Γ΄, ως μελών, οριζομένων δια διαταγής του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Σελ. 543 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 36.Ζ.β.20 γ)Δια την Αεροπορίαν εκ του Αρχηγού του Κλάδου εις ον υπάγεται η Διεύθυνσις Δημοσίων Έργων Αεροπορίας ως Προέδρου, του Διευθυντού Αεροπορικών Εγκαταστάσεων, του Διευθυντού Δημοσίων Έργων Γ.Ε.Α. και δύο Ανωτάτων ή Ανωτέρων τεχνικών υπαλλήλων της Διευθύνσεως Δημοσίων Έργων οριζομένων υπό του Υπουργείου, κατόπιν προτάσεως της Διευθύνσεως Έργων Γ.Ε.Α. 2.Εις τας συνεδριάσεις των Συμβουλίων παρίσταται άνευ ψήφου ο αντίστοιχος Τμηματάρχης Μελετών ή Κατασκευών (αναλόγως του συζητουμένου θέματος της Διευθύνσεως Έργων Γ.Ε.Σ. , Γ.Ε.Ν. , Γ.Ε.Α. ή αναπληρωτής αυτού ως αντιπρόσωπος του Υπουργείου. Καθήκοντα Γραμματέως του Συμβουλίου εκτελεί δια τον Στρατόν Ξηράς Μόνιμος ή Έφεδρος κατώτερος Αξιωματικός του Μηχανικού οριζόμενος δια διαταγής του Υπουργού. Δια το Ναυτικόν και την Αεροπορίαν καθήκοντα Γραμματέως εκτελεί τεχνικός υπάλληλος οριζόμενος δια διαταγής του Υπουργού. Εισηγηταί επί των ενώπιον των Συμβουλίων φερομένων θεμάτων ορίζονται δια διαταγής των Προέδρων αυτών Αξιωματικοί του Μηχανικού δια τον Στρατόν της Ξηράς και Τεχνικοί υπάλληλοι δια το Ναυτικόν και την Αεροπορίαν. Εις τον Στρατόν, τον Πρόεδρον του Συμβουλίου απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο ανώτερος ή αρχαιότερος εκ των μελών. Δια το Ναυτικόν και την Αεροπορίαν τον Πρόεδρον κωλυόμενον ή απόντα αναπληροί το δεύτερον μέλος Αξιωματικός. Τα Συμβούλια ευρίσκονται εν απαρτία παρόντων τριών τουλάχιστον εκ των μετά ψήφου μελών των. Αι αποφάσει του Συμβουλίου διατυπούμεναι εις Πρακτικόν λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν. Εν ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Η γνώμη της μειοψηφίας δύναται ν’ αναγράφη εν τω Πρακτικώ τη αιτήσει των μειψηφούντων μελών. Προκειμένου περί ειδικών ζητημάτων ορίζονται ως έκτακτα μέλη μετά ψήφου του συμβουλίου δια διαταγών του Υπουργείου καθηγηταί του Πολυτεχνείου ή Ειδικοί Επιστήμονες Μηχανικοί ή Ειδικοί Αξιωματικοί, των οποίων η παρουσία είναι απαραίτητος δια την ύπαρξιν απαρτίας. Η αποζημίωσις καθορίζηται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Αμύνης και Οικονομικών. Το Συμβούλιον Έργων γνωμοδοτεί επί πάσης φύσεως μελετών Έργων και γενικώς επί παντός ζητήματος αφορώντος μελέτην ή εκτέλεσιν Έργων όπερ το Υπουργείον ήθελε θέση υπ’ όψιν του Συμβουλίου. 3.Δια τα περί ων ο παρών Νόμος Έργα ουδεμία γνωμάτευσις ή απόφασις οιασδήποτε Επιτροπής ή Συμβουλίου μη προβλεπομένου υπό του παρόντος Νόμου απαιτείται. Σελ. 544 4.Συνίσταται Ανώτερον Συμβούλιον Έργων, το οποίον απαρτίζεται εκ των Προέδρων των Συμβουλίων των τριών Κλάδων και των Διευθυντών των Αντιστοίχων Διευθύνσεων Έργων των Κλάδων ή των Νομίμων αναπληρωτών των. Πρόεδρος του Συμβουλίου είναι ο Ανώτερος ή Αρχαιότερος των Προέδρων. Καθήκοντα Γραμματέως εκτελεί Μόνιμος ή Έφεδρος Κατώτερος Αξιωματικός Μηχανικού οριζόμενος δια διαταγής του Υπουργού. Το Συμβούλιον ευρίσκεται εν απαρτία παρόντων απάντων των μελών του ή των νομίμων αναπληρωτών. Εισηγηταί επί των ενώπιον του Συμβουλίου φερομένων θεμάτων ορίζονται δια διαταγής του Προέδρου του Αξιωματικοί ή Υπάλληλοι Τεχνικοί των Διευθύνσεων Έργων των Κλάδων. Αι αποφάσεις του Συμβουλίου διατυπούμεναι εις Πρακτικόν λαμβάνονται κατά πλειοψηφίαν εν ισοψηφία δε υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Η γνώμη της μειοψηφίας δύναται να γραφή εν τω Πρακτικώ τη αιτήσει των μειοψηφούντων μελών. Το Συμβούλιον έχει αρμοδιότητα επί των κάτωθι ζητημάτων: Α)Γνωματεύει επί ζητημάτων αφορώντων τροποποιήσεις ή συμπληρώσεις της κειμένης Νομοθεσίας εκτελέσεως των Έργων. Β)Ειδικώς προκειμένου περί έργων αφορώντων και τους τρείς Κλάδους συγχρόνως έχει την αρμοδιότητα Συμβουλίου Έργου όσον αφορά την μελέτην και εκτέλεσιν των έργων τούτων. Εις την περίπτωσιν ταύτη, προκειμένου να επιλύση ζητήματα αρμοδιότητος Ειδικού Συμβουλίου του παρόντος Κανονισμού, συμπληρούται δια Νομικού Συμβούλου οριζομένου δια διαταγής του Υπουργού. Γ)Γνωματεύει επί του τρόπου συνεργασίας των Διευθύνσεων Έργων των τριών Κλάδων και της τυχόν χρησιμοποιήσεως υλικών εργαλείων μηχανημάτων κλπ. ανηκόντων εις ένα των Κλάδων επ’ ωφελεία των άλλων ως και επί της αναθέσεως εκτελέσεως Έργου Κλάδου τινός εις Διεύθυνσιν ετέρου Κλάδου. 36.Ζ.β.20 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει Δ)Γνωματεύει επί αιτήσεων εργολάβων περί εγγραφής των εις τους καταλόγους εργοληπτών της Στρατιωτικής Υπηρεσίας και συντάσσει τους σχετικούς πίνακας εργοληπτών. Ε)Γνωματεύει επί παντός ζητήματος, οπερ ήθελε θέσει υπ’ όψιν του το Υπουργείον. 5.Προεκειμένου περί Στρατιωτικών Έργων ή Έργων Οχυρώσεως εν γένει εκτελουμένων δια διαταγών των Διοικητών Μ. Μονάδων κατά τας διατάξεις του Νόμ. 1982/52 «περί συμπληρώσεως των περί οργανώσεως και οικονομικής μερίμνης εν τω Στρατώ Ξηράς διατάξεων» συγκροτείται παρά τω οικείω Σώματι ή Α.Σ.Δ. ή αντιστοίχω Μ. Μονάδι και δια διαταγής αυτών Συμβούλιον των Στρατιωτικών Έργων αποτελούμενον εκ πέντε ανωτέρων Αξιωματικών, εξ ων τουλάχιστον τρείς του Όπλου του Μηχανικού, εκ των υπηρετούντων εις την Μονάδα ή την περιοχήν της. Περί του Γραμματέως, του Συμβουλίου, των Εισηγητών, της αναπληρώσεως του προέδρου, της απαρτίας, του τρόπου των εκδιδομένων αποφάσεων, των εκτάκτων μελών του Συμβουλίου ως και επί ποίων θεμάτων γνωμοδοτεί τούτο, ισχύουσιν τα εν τη παρ. 2 του παρόντος άρθρου οριζόμενα προκειμένου περί Συμβουλίου παρά τη Κεντρική Υπηρεσία του Γ.Ε.Σ. 6.Το Ειδικόν Συμβούλιον περί ου προβλέπει το άρθρ. 19, παρ. 3, του παρόντος, προκειμένου περί έργων εκτελουμένων υπό των Μ.Μ. κατά τας διατάξεις του Νόμ. 1982/52 απαρτίζεται υπό των μελών Συμβουλίων Έργων της παρ. 4 του παρόντος άρθρου εκ του εργολήπτου ή του αντιπροσώπου αυτού και εκ του εν τη έδρα της Μ.Μ. Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικού Αντιπροσώπου του Δημοσίου ή του νομίμου αυτού αναπληρωτού ή εν ελλείψει Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικού Αντιπροσώπου του Δημοσίου εξ ενός Πρωτοδίκου υπό του Προέδρου των Πρωτοδικών οριζομένου, απάντων μετά ψήφου. Περί των θεμάτων ων επιλαμβάνεται το Ειδικόν Συμβούλιον και της απαρτίας και λειτουργίας αυτού ισχύουσιν τα εν τοις παρ. 3, 4 και 5 του άρθρ. 19 του παρόντος οριζόμενα Κανονισμός λεπτομερειών κλπ. του παρόντος Νόμου Άρθρ.22.-1.Αι λεπτομέρειαι και ο τρόπος διενεργείας των διαγωνισμών, της εγγυοδοσίας, διακηρύξεως, εξόδων διαγωνισμού, κατακυρώσεως αυτών, των προσόντων συμμετοχής εργολάβων εις τον διαγωνισμόν, η τροποποίησις των χρηματικών ορίων του παρόντος Νόμου ως και πάσα λεπτομέρεια της εκτελέσεως του παρόντος κανονίζονται εκάστοτε δια Β.Δ/των προκαλουμένων υπό του Υπουργού. Δια Β.Δ/των ομοίως εις περίπτωσιν νέας διαρθρώσεως των ΓΕΣ, ΓΕΝ, ΓΕΑ των Μ. Μονάδων ή και των Μονάδων προσαρμόζονται τα υπό του παρόντος Νόμου προβλεπόμενα καθήκοντα και δικαιώματα εκάστης υπηρεσίας ή οργάνου της υπηρεσίας προς την νέαν εκ της διαρθρώσεως δημιουργουμένην κατάστασιν. 2.Πάσα απόφασις λαμβανομένη συμφώνως προς τα διαταξεις του παρόντος Νόμου και των ως άνω Κανονιστικών τούτου Δ/των επί διαφωνιών μεταξύ εργολάβων και Υπηρεσίας και γενικώς επί παντός ζητήματος αφορώντος την εκτέλεσιν των έργων, είναι αμετάκλητος, μη υποκειμένη εις ένδικα μέσα. Άρθρ.23.-1.Εν περιπτώσει ανεπαρκείας του τακτικού τεχνικού Προσωπικού δια την μελέτην και εκτέλεσιν των έργων εν γένει επιτρέπεται η πρόσληψις επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου Αρχιτεκτόνων, Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανολόγων, Ηλεκτρολόγων, Αποστράτων Αξιωματικών Μηχανικού, Αποφοίτων της Σχολής Τεχνικής Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών Μηχανικού, Σχεδιαστών, επιστατών και εργοδηγών. 2.Δια την πρόσληψιν των εν τη προηγουμένη παραγράφω τεχνικών έχουσιν εφαρμογήν αι διατάξεις του άρθρ. 8 του Ν.Δ. 2500/53 της εν αυτώ προβλεπομένης κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Εθνικής Αμύνης εκδιδομένης κατόπιν ητιολογημένης γνωματεύσεως του Συμβουλίου Στρατιωτικών Έργων. 3.Η γνωμάτευσις του Συμβουλίου αναφέρεται εις την ανεπάρκειαν του τακτικού προσωπικού, εις τον αναγκαιούντα κατά ειδικότητα αριθμόν υπαλλήλων και το χρονικόν διάστημα της υπηρεσίας αυτών. 4.Δια την πληρωμήν του υπό του παρόντος άρθρου, προβλεπομένου προσωπικού εγγράφεται ιδία πίστωσις εις τους προϋπολογισμούς ΓΕΣ, ΓΕΝ, ΓΕΑ ή του Ταμείου Εθνικής Αμύνης. Αύτη δια μεν το Γενικόν Επιτελείον Στρατού δεν δύναται να υπερβή το 2% επί του όλου ποσού των πιστώσεων των αναγραφομένων εις τον Προϋπολογισμόν αυτού ή του Ταμείου Εθνικής Αμύνης δι’ εκτέλεσιν έργων, δια δε τα Γενικά Επιτελεία Αεροπορίας και Ναυτικού, μετά τη λήξιν της εκτελέσεως των έργων του προγράμματος κατασκευών κοινής υποδομής του Ν.Α.Τ.Ο. εν Ελλάδι, δεν δύναται να υπερβή το 5% επί του όλου ποσού των πιστώσεων των αναγραφομένων εις τους αντιστοίχους Προϋπολογισμούς αυτών δι’ εκτέλεσιν έργων. Δυνάμει του άρθρ. 1 Α.Ν. 310/1968 (κατωτ. αριθ. 22) η κατά τα ανωτέρω πίστωσις 2% επί των αναγραφομένων εκάστοτε πιστώσεων εις τους προϋπολογισμούς Γ.Ε.Σ. και Τ.ΕΘ.Α. δι’ εκτέλεσιν Στρατιωτικών Έργων ηυξήθη εις 5%. Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 36.Ζ.β.20 Κυρούνται αφ’ ης εξεδόθησαν αι υπ’ αριθ. Φ. 33557/9/741016/27.7.1954 και Φ.33557/11/ 741588 / 19/8/54 Διαταγαί του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης (Γ .Ε.Σ.) ως και η υπ’ αριθ. Φ. 12005/1/60/245388/9. 9.54 Διαταγή του Γ .Ε.Σ. (Αντί τα σελ. 545) Σελ. 545(α) 329-139 /ΓΔ-Α10/Ε και η υπ’ αριθ. Φ.33557/13/743512/23. 12.1954 διαταγή Υπουργείου Εθνικής Αμύνης (Γ.Ε.Σ.) (προσωρινής ισχύος, αφορώσαι επί συμβάσει πρόσληψιν τεχνικού προσωπικού). Άρθρ.3.-1.Οι δια την εκτέλεσιν των έργων διαγωνισμοί ενεργούνται καθ΄ ένα των εξής τρόπων: α)Δι΄ εκπτώσεως επί τοις εκατόν επί των τιμών εγκεκριμένου προϋπολογισμού. β)Δι΄ εκπτώσεως επί τοις εκατόν επί των τιμών εγκεκριμένου προϋπολογισμού εν σχέσει όμως προς όριον εκπτώσεως. γ)Δια συμπληρώσεως υπό των διαγωνιζομένων, ανοικτού τιμολογίου υπό της υπηρεσίας χορηγηθέντος και συντάξεως υπ΄ αυτών προϋπολογισμού του έργου. δ)Κατά τον υπό στοιχ. γ΄ τρόπον μετά προηγουμένην εξέτασιν και βαθμολογίαν των προσφορών. ε)Εν περιπτώσει έργου, ούτινος η εκτέλεσις τυγχάνει επείγουσα και ο περί τούτου σχετικός διαγωνισμός εγένετο κατά τας διατάξεις των εδαφ. α΄, γ΄, δ΄ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου προς δε το αντίστοιχον Συμβούλιον Έργων έχει γνωματεύσει ότι η κατά τον διαγωνισμόν επιτευχθείσα τιμή τυγχάνει ασύμφορος δια το Δημόσιον δύναται ο Υπουργός να επιζητήση συμφερωτέραν τιμήν της κατά τον διαγωνισμόν επιτευχθείσης, προσκαλών παρ΄ αυτώ άπαντας τους εις τον διαγωνισμόν αρχικώς γενομένους δεκτούς εργολάβους και ενεργών πρόχειρον φανερόν διαγωνισμόν προς επίτευξιν συμφερωτέρων τιμών. Ο τρόπος ενεργείας δημοσίου διαγωνισμού καθορίζεται δια της διαταγής του Υπουργείου, δι΄ ης διατάσσεται η ενέργεια διαγωνισμού. 2.Πρόχειροι διαγωνισμοί δια την εκτέλεσιν έργων εργολαβικώς ενεργούνται καθ΄ ένα των εν τη προηγουμένη παρ. 1 του παρόντος άρθρου καθοριζομένων τρόπων πλην του υπό στοιχ. β΄ τοιούτου (όριον εκπτώσεως). Ο τρόπος ενεργείας προχείρου διαγωνισμού ορίζεται υπό του Διοικητού η Διευθυντού της Αρχής της ενεργούσης τον διαγωνισμόν εφ΄ όσον δεν έχει ορισθή ούτος δια της διαταγής του Υπουργείου δι΄ ης διετάχθη η ενέργεια του διαγωνισμού. Σελ. 531 3.Οι περί ων το παρόν άρθρον δημόσιοι και πρόχειροι διαγωνισμοί διεξάγονται δι΄ ενσφραγίστων πάντοτε προσφορών ενώπιον Επιτροπών υπό της Υπηρεσίας συγκροτουμένων. Αι αντιπροσφοραί απαγορεύονται. 4.Δια την κατακύρωσιν η μη δημοσίου διαγωνισμού επ΄ ονόματι του αναδειχθέντος τελευταίου μειοδότου αποφασίζει ο Υπουργός, όστις οφείλει να εκδώση την σχετικήν του διαταγήν εντός 60 το πολύ ημερών από της ημέρας καθ΄ ην ενηργήθη ο διαγωνισμός. Εάν η διαταγή του Υπουργού δεν εκδοθή εντός της ανωτέρω προθεσμίας, η εάν εκδοθή μεν εντός της προθεσμίας ταύτης, δεν κοινοποιηθή όμως εις τον εργολάβον εντός 80 το πολύ ημερών από της ημέρας καθ΄ ην ενηργήθη ο διαγωνισμός, δικαιούται ο εργολάβος να θεωρήση εαυτόν ελεύθερον πάσης υποχρεώσεως δι΄ εγγράφου δηλώσεώς του προς την ενεργήσασαν τον διαγωνισμόν Αρχήν. 5.Δια την κατακύρωσιν η μη προχείρου διαγωνισμού επ΄ ονόματι του αναδειχθέντος τελευταίου μειοδότου αποφασίζει ο Διοικητής η Διευθυντής της ενεργησάσης τον διαγωνισμόν Αρχής εντός 20 το πολύ ημερών από της ημέρας, καθ΄ ην ενηργήθη ο διαγωνισμός. Ο εργολάβος υποχρεούται ν΄ αναμείνη την εις αυτόν κοινοποίησιν της περί κατακυρώσεως η μη του διαγωνισμού διαταγής επί 30 ημέρας από της ημερομηνίας διεξαγωγής του διαγωνισμού. Μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας ταύτης, δικαιούται ο εργολάβος να θεωρήση εαυτόν ελεύθερον πάσης υποχρεώσεως δι΄ εγγράφου δηλώσεώς του προς την ενεργήσασαν τον διαγωνισμόν Αρχήν. 6.Εις τας περιπτώσεις των προηγουμένων παρ. 4 και 5 του παρόντος άρθρου ως και εις την περίπτωσιν καθ΄ ην ο διαγωνισμός (Δημόσιος η πρόχειρος) δι΄ οιονδήποτε λόγον δεν κατακυρωθή, ο εργολάβος ουδεμίας αποζημιώσεως δικαιούται. Εις αυτόν επιστρέφεται η κατατεθείσα εγγύησις. Εγγυοδοσία Άρθρ.24.-Προκειμένου περί εργασιών Στρατιωτικής φύσεως εκτελεσθεισών κατά την διάρκειαν του εθνικού αγώνος κατά των συμμοριτών εάν τα στοιχεία παραλαβής και δικαιολογήσεως, δεν είναι πλήρη, αλλ’ εκ των υπαρχόντων σαφώς εξάγεται ότι εξετελέσθη η εργασία, δύναται αύται να τακτοποιηθώσι δια διαταγής του Υπουργού, στηριζομένης εις πλήρως ητιολογημένην και αναλυτικήν έκθεσιν Επιτροπής αποτελουμένης εκ του Διοικητού του Μηχανικού της οικείας Μ.Μονάδος, του Νομομηχανικού της περιφερείας της Μ.Μονάδος, ως και του Διευθυντού της Διευθύνσεως Έργων Μηχανικού της περιφερείας της Μ.Μονάδος. Άρθρ.25.-1.Ο Νόμ. 1739/39 «περί εκτελέσεως Στρατιωτικών Έργων» ως ετροποποιήθη δια του Α.Ν. 190/45 και του Ν.Δ. 385/47 και πάσα άλλη διάταξις αφορώσα την εκτέλεσιν Έργων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, αντικειμένη εις τον παρόντα Νόμον καταργείται από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου πλην των διατάξεων: α)Του Α.Ν. 1872/39 «περί εκτελέσεως Έργων Οχυρώσεως ως αύται επεξετάθησαν δια μεν το Ναυτικόν δια του από 15.5.1952 Β.Δ/τος δια δε την Αεροπορίαν δια του από 4 Σεπτ. 1952 Β.Δ/τος». β)Του Νόμ. 1982/52 «περί συμπληρώσεως των περί Οργανώσεως και Οικονομικής μερίμνης εν τω Στρατώ Ξηράς διατάξεων». γ)Του Ν.Δ. 2896/54 «περί τρόπου εκτελέσεως των Έργων» και συναφών προμηθειών του προγράμματος κατασκευών κοινής υποδομής εν Ελλάδι, αρμοδιότητος των τριών Κλάδων Εθνικής Αμύνης (Στρατού-Ναυτικού-Αεροπορίας). δ)Του Α.Ν. 791/1937 «περί τρόπου εκτελέσεως έργων του Υπουργείου Αεροπορίας». ε)Των διατάξεων περί εκτελέσεως έργων του Α.Ν. 344/1936 «περί προμηθειών της Ν. Υπηρεσίας ως ούτος ετροποποιήθη μεταγενεστέρως». ς)Του Ν.Δ. 2931/54 «περί χορηγήσεως προκαταβολών εις αναδόχους εκτελέσεως πάσης φύσεως έργων του Δημοσίου κλπ.». 2.Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται μετά παρέλευσιν δύο μηνών από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην του άρθρ. 23, ισχύοντος από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σελ. 546(α) 329-140 21 ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 630 της 28 Σεπτ./5 Οκτ. 1962 (ΦΕΚ Α΄ 160) Περί καθορισμού των άνευ συμπράξεως του Υπουργού Εθνικής Αμύνης εκδιδομένων Υπουργικών αποφάσεων ή πράξεων. Έχοντες υπ’ όψιν: Την διάταξιν της παρ. 1 του άρθρ. 6 του Ν.Δ. 3983/1959 «περί μέτρων τινών προς βελτίωσιν της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών». Την υπ’ αριθ. 587/62 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει των Ημετέρων επί του Συντονισμού, Εθνικής Αμύνης, Οικονομικών και Δημοσίων Έργων Υπουργών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρον μόνον.-Από της δημοσιεύσεως του παρόντος, αι υπό του άρθρ. 3 του Ν.Δ. 2931/54 «περί χορηγήσεως προκαταβολών εις αναδόχους εκτελέσεως πάσης φύσεως έργων του Δημοσίου και έργων κοινής υποδομής του ΝΑΤΟ» προβλεπόμεναι κοιναί αποφάσεις των Υπουργών Συντονισμού, Εθνικής Αμύνης, Οικονομικών και Δημοσίων Έργων, εξαιρέσει των αφορωσών εκτέλεσιν έργων κοινής υποδομής ΝΑΤΟ, εκδίδονται άνευ της συμπράξεως του Υπουργού Εθνικής Αμύνης. Εις τους αυτούς, ως άνω Υπουργούς ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος. 22 ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 310 της 5/9 Μαρτ. 1968 (ΦΕΚ Α΄ 47) Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του άρθρ. 23 του Νόμ. 3132/55 «περί εκτελέσεως Στρατιωτικών Έργων». Άρθρ.1.-Η δια την πληρωμήν του τεχνικού επί συμβάσει προσωπικού, του προσλαμβανομένου δια την μελέτην και εκτέλεσιν Στρατιωτικών Έργων, δυνάμει του άρθρ. 23 του Νόμ. 3132/55 «περί εκτελέσεως Στρατιωτικών Έργων», πίστωσις, οριζομένη υπό του άρθρου τούτου εις 2% επί των αναγραφομένων εκάστοτε πιστώσεων εις τους προϋπολογισμούς Γ.Ε.Σ. και Τ.ΕΘ.Α. , δι’ εκτέλεσιν Στρατιωτικών Έργων, αυξάνεται εις 5%, επί των πιστώσεων τούτων. Άρθρ.2.-1.Η διάταξις της παρ. 10 της από 10/13.7.57 Π.Υ.Σ. υπ’ αριθ. 1326 « περί τροποποιήσεως του ισχύοντος μισθολογίου των Δημοσίων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών» κυρωθείσης δια του Νόμ. 4242/62, εφαρμόζεται και επί του προσωπικού του άρθρ. 1 του παρόντος. Η υπ’ αριθ. 1326/57 Π.Υ.Σ. παρατίθεται εν τόμ. 2Α σελ. 384,01. 36.Ζ.β.21-22 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει 2.Αι ως άνω καθοριζόμεναι αποδοχαί βαρύνουν την, εν άρθρ. 1 του παρόντος, πίστωσιν. Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων εξεταστέα μετά το άρθρ. 22 παρ. 1 εδάφ. ε΄ Ν.Δ. 1266/1972 περί εκτελέσεως των Δημοσίων Έργων (εν τόμ. 23 σελ. 130,10 και επ.) Άρθρ.4.-1.Ορίζεται εγγύησις ίση προς το εν εικοστόν της προϋπολογισθείσης ολικής αξίας του έργου την οποίαν οφείλουσι να καταθέσωσιν οι μέλλοντες να μετάσχωσιν εις ενεργούμενον δια την εκτέλεσιν έργου τινος δημόσιον η πρόχειρον διαγωνισμόν προς εκπλήρωσιν των υποχρεώσεών των, των απορρεουσών εκ της συμμετοχής των εις τον διαγωνισμόν. Ίση εγγύησις κατατίθεται και κατά την υπογραφήν της συμβάσεως δια την εκπλήρωσιν των υποχρεώσεων δια την εκτέλεσιν του έργου. Σελ. 532 2.Ο ανάδοχος του έργου υπόκειται λόγω συμπληρωματικής εγγυήσεως εις κράτησιν εφ΄ εκάστης πληρωμής ίσην προς το εν εικοστόν της αξίας των εκτελεσθεισών εργασιών και προς τα δύο εικοστά των εισκομισθέντων εις το εργοτάξιον και εγκριθέντων υλικών. 3.Επιτρέπεται εις τους εργολάβους όπως αντικαθιστώσι τας συμπληρωματικάς κατά την εκτέλεσιν του έργου γιγνομένας κρατήσεις εικοστών, δι΄ ισοπόσων εγγυητικών επιστολών ανεγνωρισμένης Τραπέζης και του Ταμείου Συντ. Μηχανικών Εργοληπτών Δημοσίων Έργων τακτοποιουμένης της αντικαταστάσεως δια των λογαριασμών πιστοποιήσεων της εργασίας. Συμβάσεις Άρθρ.5.-1.Μεταξύ του Διευθυντού της Διευθύνσεως εις ην έχει ανατεθή η εκτέλεσις έργου τινός και του εργολάβου επ΄ ονόματι του οποίου έχει κατακυρωθή ο δια την εκτέλεσιν του έργου ενεργηθείς δημόσιος η πρόχειρος διαγωνισμός συντάσσεται εργολαβική σύμβασις δια την ανάληψιν υπό του εργολάβου της εκτελέσεως του έργου. Τα έξοδα της συμβάσεως βαρύνουσι εξ ολοκλήρου τον εργολάβον. 2.Η υπηρεσία υποχρεούται να εγκαταστήση τον εργολάβον εντός ενός μηνός το πολύ από της υπογραφής της συμβάσεως. Μετά την πάροδον της προθεσμίας ταύτης απράκτου δύναται ο εργολάβος να θεωρήση την εργολαβίαν διαλελυμένην, δι΄ εγγράφου δηλώσεώς του προς την εκτελούσαν το έργον Διεύθυνσιν. Εν περιπτώσει διαλύσεως της εργολαβίας, καταβάλλονται εις τον εργολάβον τα έξοδα εγγυητικής επιστολής και τα έξοδα των συναφθεισών με την υπηρεσίαν συμβάσεων προς δε και αποζημίωσις μη δυναμένη να υπερβή το εκατοστόν της όλης κατά τον προϋπολογισμόν αξίας του έργου. 3.Τα αυτά ισχύουσι και εις την περίπτωσιν καθ΄ ην μετά την πάροδον μηνός από της εγκαταστάσεως του εργολάβου, δεν χορηγηθή αυτώ υπό της υπηρεσίας ο 1ος Πίναξ εκτελεστέων εργασιών. 36.Ζ.β.20 Στρατιωτικά ΄Εργα εν γένει Εκχωρήσεις εργολαβιών Άρθρ.6.-1.Απαγορεύεται εις τον εργολάβον επί ποινή εκπτώσεως να εκχωρήση εις τρίτον μέρος η το όλον της εργολαβίας του, άνευ εγκρίσεως του Υπουργού. 2.Δια την εγκριθείσαν κατά τα ανωτέρω εκχώρησιν συντάσσεται συμβολαιογραφική πράξις. 3.Η υπό του εργολάβου ανάθεσις εις τρίτον εκτελέσεως μόνον της εργασίας (φατούρας) ωρισμένων κονδυλίων δεν αποτελεί εκχώρησιν. Συμβατικαί Υποχρεώσεις Εργολάβου Προσωπικόν τούτου Άρθρ.7.-1.Ο εργολάβος υποχρεούται να εφαρμόζη πιστώς και άνευ της ελαχίστης μεταβολής τα εγκεκριμένα σχέδια και διαγράμματα και να συμμορφώται επακριβώς προς τους όρους της Συγγραφής Υποχρεώσεων (Γενικής, Ειδικής, Τεχνικής) και των λοιπών τευχών της μελέτης ως και προς τας διδομένας αυτώ εγγράφως υπό της υπηρεσίας διαταγάς και οδηγίας και αν ακόμη αύται αφορώσι τροποποιήσεις εν μέρει η εν όλω των σχεδίων και διαγραμμάτων η των Μονάδων του έργου η εκτέλεσιν νέας εργασίας. 2.Ο εργολάβος υποχρεούται όπως, καθ΄ όλην την διάρκειαν του έργου παραμένει εις τον τόπον των εργασιών, διορίζων δια την περίπτωσιν απουσίας αυτού κατάλληλον αντιπρόσωπον δια την τεχνικήν εν γένει Διεύθυνσιν των εργασιών, τη εγκρίσει πάντοτε της εκτελούσης τα έργα Διευθύνσεως. 3.Προκειμένου περί οιασδήποτε φύσεως έργου αξίας μεγαλυτέρας των 150.000 δραχμών η προκειμένου περί ειδικής φύσεως έργου ανεξαρτήτως αξίας δύναται η Διεύθυνσις να υποχρεώση δια διαταγής τον εργολάβον, εφ΄ όσον ούτος ουδέν πτυχίον Τεχνικής Σχολής έχει, όπως προσλάβη κατά την εκτέλεσιν του όλου έργου, η μέρους αυτού, δι΄ ωρισμένον χρονικόν διάστημα η καθ΄ όλην την διάρκειαν της εκτελέσεως Διπλωματούχον Μηχανικόν η Απόστρατον Αξιωματικόν Μηχανικού απόφοιτον της Σχολής Τεχνικής Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών Μηχανικού, όστις θα διευθύνη τας εργασίας και θα αντιπροσωπεύη τον εργολάβον απουσιάζοντα εκ του τόπου του έργου. Ούτος δέον να τυγχάνη της εγκρίσεως της Υπηρεσίας. Εάν ο εργολάβος δεν εκτελέση την ως άνω διαταγήν, δικαιούται η Υπηρεσία να διορίση αν κρίνη σκόπιμον απ΄ ευθείας τον κατά τ΄ ανωτέρω και δια λογαριασμόν του εργολάβου Διευθύνοντα την εργασίαν ορίζουσα και την αμοιβήν αυτού, ήτις βαρύνει πάντοτε τον εργολάβον. Μεταβολαί Συμβατικών Στοιχείων Κακοτεχνίαι Άρθρ.8.-1.Ο εργολάβος ουδεμίας αποζημιώσεως δικαιούται δια μεταβολάς γενομένας υπ΄ αυτού εν τη έργω, άνευ εγγράφου διαταγής της αρμοδίας Διευθύνσεως. Τούναντίον δια πάσαν μεταβολήν εξ ης προήλθεν οικονομία επιβάλλεται μείωσις των εις τον εργολάβον πληρωτέον ποσών εφ΄ όσον εκ της γενομένης μεταβολής ούτε η στερεότης του έργου μειούται, ούτε το σχήμα και η όψις εν γένει αποβαίνουσι κακόμορφα οπότε υποχρεούται ο εργολάβος να καθαιρέση τα κακώς κατασκευασθέντα τμήματα και να ανακατασκευάση ταύτα συμφώνως προς τας υποχρεώσεις αυτού άνευ ουδεμίας αποζημιώσεως. Η ως άνω μείωσις των προς τον εργολάβον πληρωτέων ποσών κανονίζεται δια διαταγής του Δ/ντού της εκτελούσης το έργον Διευθύνσεως εκδιδομένης κατά την διάρκειαν του έργου και μετά το πέρας αυτού μέχρι της οριστικής παραλαβής. 2.Εάν κατά την διάρκειαν του έργου η μετά το πέρας αυτού και μέχρι της οριστικής παραλαβής, διαπιστωθή ότι υπάρχουσι μέρη κατασκευασμένα πλημμελώς και ουχί συμφώνως προς τας υποχρεώσεις του εργολάβου εις βαθμόν δε μη επηρεάζοντα σοβαρώς την στερεότητα, την ποιότητα και την μορφήν του έργου εφαρμόζονται αι διατάξεις της ανωτέρω παρ. 1 του παρόντος άρθρου περί μειώσεως των εις τον εργολάβον πληρωτέων ποσών. Εάν όμως η Δ/νσις κρίνη, ότι αι διαπιστωθείσαι πλημμελείς κατασκευαί και παραλείψεις υποχρεώσεων του εργολάβου αποτελούσι κακοτεχνίας εις βαθμόν επηρεάζοντα σοβαρώς την στερεότητα και ποιότητα η την μορφήν του έργου δικαιούται να διατάξη τον εργολάβον να προβή εις την κατεδάφισιν των κακοτέχνων μερών ως και εκείνων των οποίων η καθαίρεσις είναι επιβεβλημένη δια την κατεδάφισιν των κακοτέχνων και εις την ανακατασκευήν αυτών δια δοκίμων υλικών κατά τους κανόνας της τέχνης και συμφώνως προς τους συμβιβατικούς όρους και υποχρεώσεις πασών των σχετικών δαπανών βαρυνουσών τον εργολάβον εν περιπτώσει καθ΄ ην αποδειχθή η κακοτεχνία. Εάν η κακοτεχνία δεν αποδειχθή ο εργολάβος αποζημιούται δια τας δαπάνας κατεδαφίσεως και ανακατασκευής των έργων. Ζημιαί εξ ανωτέρας βίας Αποζημιώσεις
340
114. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ Αριθ. Γ2 Φ.013.2/1454/ΑΣ 300 της 4 Ιαν./14 Φεβρ. 1980 (ΦΕΚ Β΄ 137) Περί υπαγωγής του Άμισθου Προξενείου BAMAKO του MALI στην εποπτεία και την επίβλεψη της πρεσβείας Λάγκος.
180
4. ΝΟΜΟΣ 566 της 31 Δεκ. 1914/10 Ιαν. 1915 Περί νέων τηλεφωνικών εγκαταστάσεων και καθορισμού τηλεφωνικών τελών.
137
36. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΘΝ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Αριθ.Φ.161/18993 της 10 Ιουλ./ 3 Αυγ.1974 (ΦΕΚ Β΄ 777) Περί των διδασκομένων και εξεταζομένων μαθημάτων εν τη Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Θεσσαλονίκης. 37. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ.840 της 24/31 Δεκ.1974 (ΦΕΚ Α΄ 378) (Διόρθ. Ημαρτ. εν ΦΕΚ Α΄ 26 της 20 Φεβρ.1975) Περί ιδρύσεως τακτικών εδρών παρά τη Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς. Έχοντες υπ’ όψει : 1) Τας διατάξεις των άρθρ. 2 (παρ. 3) και 5 (παρ. 3) της από 3.9.1974 Συντακτικής Πράξεως «περί αποκαταστάσεως της νομιμότητος εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα», 2) την απόφασιν της Συνελεύσεως των καθηγητών της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς (Συνεδρία 30.10.74) και 3) την υπ’ αριθ. 731/1974 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αποφασίζομεν : Άρθρον μόνον.-1.Ιδρύονται παρά τη Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς αι κάτωθι τακτικαί έδραι: α) Β΄ Οικονομικής Αναλύσεως του αυτού περιεχομένου προς την ήδη υφισταμένην ομοίαν, μετονομαζομένην εις «Ά΄ τακτική έδρα Οικονομικής Αναλύσεως». β) Β΄ Ναυτιλιακής Οικονομίας και Πολιτικής του αυτού περιεχομένου προς την ήδη υφισταμένην ομοίαν, μετονομαζομένην εις «Α΄ τακτική έδρα Ναυτιλιακής Οικονομίας και Πολιτικής». Η ανωτέρω έδρα Β΄ Ναυτιλιακής Οικονομίας κλπ. κατηργήθη δια του Ν.Δ.185 της 14 Φεβρ./1 Μαρτ.1977 (ΦΕΚ Α΄ 62), η δε υφισταμένη Α΄ έδρα ορίζεται εφεξής ως τακτική έδρα Ναυτιλιακής Οικονομίας και Πολιτικής, άνευ μεταβολής τινος του παρ’ αυτής προβλεπομένου προσωπικού. γ) Β΄ Δημοσίας Οικονομικής του αυτού περιεχομένου προς την ήδη υφισταμένην ομοίαν, μετονομαζομένην εις “Α΄ τακτική έδρα Δημοσίας Οικονομικής”. 2.Αι ως άνω ιδρυόμεναι έδραι διέπονται υπό της παρ. 3 του άρθρ. 2 της από 3/3ης Σεπτ.1974 Συντακτικής Πράξεως «περί αποκαταστάσεως της νομιμότητος εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Εις τον αυτόν επί της Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος. (Αντί της σελ.718,19) Σελ. 718,19(α) 531 Πανεπιστήμια Πειραιώς-Μακεδονίας 31.Θ.δ.32-37
199
10. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 177 της 13-13 Αυγ. 1999 (ΦΕΚ Α΄ 166) Αύξηση οργανικών επί θητεία θέσεων Συνοριακών Φυλάκων, ίδρυση Τμημάτων Συνοριακής Φύλαξης και τροποποίηση διατάξεων των π.δ. 310/1998 και 311/1998. Σύσταση θέσεων. Άρθρ.1.-1.Οι οργανικές επί θητεία θέσεις Συνοριακών Φυλάκων που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρ. 2 του Νόμ. 2622/1998 (Α΄ 138) αυξάνονται κατά 1.230. Για την αύξηση των επί θητεία οργανικών θέσεων συνοριακών φυλάκων κατά 1000 βλ. παρ. 1 άρθρ. 1 Νομ. 2838/3-4 Αυγ. 2000 (ΦΕΚ Α΄179), κατωτ. αριθ. 11. (Μετά τη σελ. 16,856) Σελ. 16,857 Τεύχος 1333 Σελ. 101 Συνοριακοί Φύλακες 4.Α.αβ.8-10 384 2.Συνιστώνται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης 30 θέσεις καθαριστριών με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, 5ωρης απασχόλησης, για την κάλυψη των αναγκών καθαριότητας των Υπηρεσιών Συνοριακής Φύλαξης. Ίδρυση, έδρα, υπαγωγή, τοπική αρμοδιότητα Τμημάτων Συνοριακής Φύλαξης. Άρθρ.2.-Σε κάθε μία από τις κατωτέρω αναφερόμενες Αστυνομικές Διευθύνσεις ιδρύονται και λειτουργούν Τμήματα Συνοριακής Φύλαξης που υπάγονται διοικητικά σ’ αυτές ως εξής: 1. Αστυνομική Διεύθυνση Ιωαννίνων. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Άνω Πωγωνίου, με έδρα τον οικισμό Κεφαλόβρυσο του Δήμου Άνω Πωγωνίου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του Δήμου Άνω Πωγωνίου και της Κοινότητας Πωγωνιανής. «2.Αστυνομική Διεύθυνση Φλωρίνης. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Κάτων Κλεινών, με έδρα τον οικισμό Νέος Καύκασος του δήμου Κάτω Κλεινών και τοπική αρμοδιότητα εκείνη των δήμων Φλώρινας, Περάσματος, Κάτω Κλεινών και Μελίτης, καθώς και της Κοινότητας Νυμφαίου». Η μέσα σε «..» παρ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 άρθρ. 3 Π.Δ. 332/6 – 15 Δεκ. 2000, (ΦΕΚ Α΄269) κατωτ. αριθ. 12. 3.Αστυνομική Διεύθυνση Πέλλης. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Αριδαίας, με έδρα τον οικισμό Αριδαία του ομώνυμου δήμου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη των δήμων Αριδαίας και Εξαπλατάνου. 4.Αστυνομική Διεύθυνση Κιλκίς. α. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Αξιούπολης, με έδρα τον οικισμό Ειδομένη του δήμου Αξιούπολης και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου. β. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Πολυκάστρου, με έδρα τον οικισμό Εύξωνοι του δήμου Πολυκάστρου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου. γ. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Δοϊράνης, με έδρα τον οικισμό Δοϊράνη του ομώνυμου δήμου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη των δήμων Δοϊράνης, Μουριών και Χέρσου. 5.Αστυνομική Διεύθυνση Σερρών. α. Τμήμ α Συνοριακής Φύλαξης Κερκίνης, με έδρα τον οικισμό Κάτω Πορόϊα του δήμου Κερκίνης και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου και του δήμου Πετριτσίου. β. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Προμαχώνος, με έδρα την ομώνυμη κοινότητα και τοπική αρμοδιότητα εκείνη των κοινοτήτων Προμαχώνος, Αγγίστρου και Αχλαδοχωρίου. Σελ. 16,858 Τεύχος 1333 Σελ. 102 6.Αστυνομική Διεύθυνση Δράμας. α. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Κξάτω Νευροκοπίου, με έδρα τον οικισμό Οχυρό του δήμου Κάτω Νευροκοπίου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου. β. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Παρανεστίου, με έδρα τον ομώνυμο δήμο και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του δήμου Παρανεστίου και της Κοινότητας Σιδηρονέρου. 7.Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Κοτύλης, με έδρα την ομώνυμη κοινότητα και τοπική αρμοιδιότητα εκείνη του δήμου Μύκης και των Κοινοτήτων Θερμών, Κοτύλης και Σατρών. 8.Αστυνομική Διεύθυνση Ροδόπης. α. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Σαπών, με έδρα τον οικισμό Σάπες του ομώνυμου Δήμου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη των δήμων Σαπών, Αρριανών και Φιλλύρας, καθώς και των κοινοτήτων Κέχρου και Οργάνης. β. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Ιάσμου, με έδρα τον οικισμό Ίασμος του ομώνυμου δήμου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη των δήμων Ιάσμου, Σώστου και Κομοτηνής, καθώς και της κοινότητας Αμαξάδων. 9.Αστυνομική Διεύθυνση Ορεστιάδος. α.Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Διδυμοτείχου, με έδρα τον οικισμό Ισαάκιο του δήμου Διδυμοτείχου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου». Το μέσα σε « » εδαφ. α΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 2 άρθρ. 3 του Π.Δ. 332/6-14 Δεκ. 2000 (ΦΕΚ Α΄269), κατωτ. αριθ. 12. β. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Ορεστιάδος, με έδρα τον οικισμό Νέο Χειμώνιο του δήμου Ορεστιάδος και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου και του δήμου Βύσσας. γ. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Κυπρίνου, με έδρα τον οικισμό Κυπρίνος του ομώνυμου δήμου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη των δήμων Κυπρίνου και Τριγώνου. 4.Α.αβ.10 Συνοριακοί Φύλακες 385 10.Αστυνομική Διεύθυνση Αλεξανδρουπόλεως. α. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Σουφλίου, με έδρα τον οικισμό Κορνοφωλεά του δήμου Σουφλίου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου. β. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Σουφλίου, με έδρα τον οικισμό Κορνοφωλεά του δήμου Σουφλίου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου. β. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Τυχερού, με έδρα τον οικισμό Τυχερό του ομώνυμου δήμου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη του οικείου δήμου. γ. Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Φερών, με έδρα τον οικισμό Φέρες του ομώνυμου δήμου και τοπική αρμοδιότητα εκείνη των δήμων Φερών και Τραϊανούπολης. Αποστολή – Διάρθρωση – Αρμοδιότητες. Άρθρ.3.-Για τα θέματα που αφορούν τις αρμοδιότητες, τη διάρθρωση και τα καθήκοντα οργάνων των Τμημάτων Συνοριακής Φύλαξης, καθώς και τα καθήκοντα των λοιπών οργάνων και τα συναφή θέματα εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρ. 3 παρ. 5 και των άρθρ. 4 έως και 14 του π.δ. 310/1998 (Α΄ 215). Άρθρ.4.-1.(Αντικαθίστανται οι περ. α, β, γ, και δ,της παρ. 1 άρθρ. 3 Π.Δ. 310/1998, ΦΕΚ Α΄ 215, ανωτ. αριθ. 3). 2. (Αντικαθίστανται οι περ. α, και β, της παρ. 2 άρθρ. 3 Π.Δ. 310/1998 ΦΕΚ Α΄ 215, ανωτ. αριθ. 3). 3. (Αντικαθίστανται οι περ. α, β, και γ της παρ. 3 άρθρ. 3 Π.Δ. 310/1998, ΦΕΚ Α΄ 215, ανωτ. αριθ. 3). 4. .(Αντικαθίστανται οι περ. α,και β, της παρ. 4 άρθρ. 3 Π.Δ. 310/1998 (ΦΕΚ Α΄ 215), ανωτ. αριθ. 3). 5.(Αντικαθίσταται το εδάφ. β της παρ. 3 άρθρ. 6 Π.Δ. 311/1998 (ΦΕΚ Α΄ 215), ανωτ. αριθ. 4). Άρθρ.5.-(Αντικαθίστανται οι παρ. 2, 3, 4, 5, και 6 άρθρ. 7 Π.Δ. 311/1998, ανωτ. αριθ. 4). Άρθρ.6.-(Αντικαθίσταται το πρώτο εδάφ. της παρ. 1 άρθρ. 8 Π.Δ. 311/1998, ανωτ. αριθ. 4). Άρθρ.7.-(Αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφ. της παρ. 4 άρθρ. 8 Π.Δ. 311/1998, ανωτ. αριθ. 4). Έναρξη ισχύος Άρθρ.8.-Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με το άρθρ. 28 Νομ. 2800/29-29 Φεβρ. 2000 (ΦΕΚ Α΄41) ανωτ. σελ. 16,60771 ορίστηκε ότι: «Οι οργανικές θέσεις των Συνοριακών Φυλάκων και Ειδικών Φρουρών αποτεολούν εφ’ εξής οργανικές θέσεις του Σώματος Ελληνικής Αστυνομίας.
195
34. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 10 της 7/24 Ιαν. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 6) (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Α΄ 24/1 Μαρτ. 1991) Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής λειτουργίας Ταμείου Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων. ΄Εχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του άρθρ. 3 του Νόμ. 861/79 (ΦΕΚ 2 τ.Α΄) όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρ. 8 του Νόμ. 1276/82 (ΦΕΚ 100 τ.Α΄). 2.Τις διατάξεις του άρθρ.23 παρ. 1 περίπτ. στ΄ του Νόμ. 1558/85 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» (ΦΕΚ 137 τ.Α΄). 3.Τη γνώμη του Δ.Σ. του Ταμείου Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων που διατυπώθηκε στην αριθ. 3978/20.12.89 συνεδρίαση αυτού. 4.Την απόφαση των Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών αριθ. Υ.1140/1051173/1390/0001/9.7.90 (ΦΕΚ 420/Β/10.7.90) «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών». 5.Τη 473/90 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόταση της Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του Υφυπουργού Οικονομικών, αποφασίζουμε: Η Οικονομική Οργάνωση και Λογιστική λειτουργία του Ταμείου Συντάξεως και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων διέπεται από τις ακόλουθες διατάξεις: Παραστατικά Διαχειρίσεως ΄Αρθρ.1.-1.α)Για κάθε είσπραξη, πληρωμή και κίνηση κεφαλαίων και τακτοποίηση λογαριασμών, απαιτείται η έκδοση ειδικού παραστατικού το οποίο λαμβάνεται από αριθμημένα με αύξουσα αρίθμηση στελέχη. β)Για την παρακολούθηση της κινήσεως ορισμένων λογιστικών εγγραφών που επαναλαμβάνονται τακτικά, παρέχεται, μετά από έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου, η ευχέρεια της τηρήσεως και άλλων παραστατικών, που λαμβάνονται και αυτά από αριθμημένα με αύξουσα αρίθμηση έντυπα στελέχη. 2.Στα παραπάνω παραστατικά, διατυπώνεται με σαφήνεια η αιτία της εκδόσεως, μνημονεύεται η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου στις περιπτώσεις όπου απαιτείται και αναφέρονται τα δικαιολογητικά που επισυνάπτονται ή σημειώνεται η ένδειξη παραπομπής σ΄ αυτά, εφόσον τηρούνται σε ιδιαίτερο αρχείο, με τα οποία αποδεικνύεται το νόμιμο της επερχόμενης μεταβολής. 3.Τα παραστατικά εκδίδονται από το Λογιστήριο και υπογράφονται από τον προϊστάμενο του Λογιστηρίου, προσυπογράφονται δε από το Διευθυντή του Ταμείου και τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου. 4.Οι εγγραφές στα λογιστικά Βιβλία στηρίζονται πάντοτε σε παραστατικά του παρόντος άρθρου. Οικονομικό και Λογιστικό έτος ΄Αρθρ.10.-1.Οι εισπράξεις του Ταμείου ενεργούνται από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με πίστωση των σχετικών λογαριασμών του Ταμείου, που τηρούνται σ΄ αυτή. 2.Οι πληρωμές του Ταμείου ενεργούνται από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας ή από την Τράπεζα της Ελλάδας στην οποία είναι κατατεθειμένα αποθεματικά κεφάλαια, με εντολές της υπηρεσίας, που εκδίδονται μετά από απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου. 3.Τα αποθέματα που σχηματίζονται πέρα από τις τρέχουσες υποχρεώσεις του Ταμείου κατατίθενται στην Τράπεζα Ελλάδας τηρουμένων των διατάξεων του Α.Ν. 1611/1950 και του Ν.Δ. 2999/1954, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά. Προμήθειες ΄Αρθρ.11.-1.Κάθε συμφωνία που συνομολογείται για λογαριασμό του Ταμείου για προμήθειες και εργασίες γενικά, ενεργείται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες περί προμηθειών διατάξεις όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά. 2.Οι ανωτέρω προμήθειες υπόκεινται σε κάθε περίπτωση, στην έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Επένδυση Κεφαλαίων ΄Αρθρ.12.-1.Τα διαθέσιμα κεφάλαια του Ταμείου μπορεί να επενδύονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού που εγκρίνεται από τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τηρουμένων και των διατάξεων γενικών ή ειδικών νόμων, που ισχύουν κάθε φορά, σχετικά με την τοποθέτηση των κεφαλαίων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. α)Σε χρεώγραφα του Δημοσίου, σε αξίες εγγυημένες απ΄ αυτό και σε μετοχές Τραπεζών, ή Εταιρειών εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. β)Σε ακίνητα. γ)Σε δάνεια προς ασφαλισμένους και συνταξιούχους του Ταμείου. 2.Οι επενδύσεις σε ακίνητα περιλαμβάνουν: α)Την αγορά ετοίμων ή μισοτελειωμένων κτισμάτων εντός σχεδίου πόλεως της Αθήνας και του Πειραιά, για την εκμετάλλευση, ή για την εγκατάσταση υπηρεσιών του Ταμείου ή την αγορά οικοπέδων και κτισμάτων οικοπεδικής αξίας. β)Την ανοικοδόμηση σε ιδιόκτητα οικόπεδα του Ταμείου, δηλαδή την ανέγερση κτιρίου ή επέκταση κτισμάτων του, με σκοπό την στέγαση των υπηρεσιών ή την εκμετάλλευση και την ανέγερση τουριστικών κέντρων ή κτιρίων. Αγορά ακινήτων-Ανοικοδομήσεις Άρθρ.13.-1.Για την αγορά και ανοικοδόμηση ακινήτων απαιτείται: α)Σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Στην απόφαση αυτή, θα πρέπει να καθορίζεται, και το ανώτερο όριο του ποσού το οποίο πρόκειται να διατεθεί για το σκοπό αυτό. β)΄Εγκριση της παραπάνω απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου από τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την αποδέσμευση των απαιτουμένων κεφαλαίων. 2.Η διαδικασία επιλογής και αγοράς ακινήτων διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 715/79 (ΦΕΚ 212/Α/10.9.1979) και δεν επιτρέπεται σε καμμιά περίπτωση η υπογραφή του Συμβολαίου της αγοραπωλησίας πριν από την παροχή της έγγραφης έγκρισης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 3.Για την ανοικοδόμηση σε ιδιόκτητα γήπεδα, στην οποία περιλαμβάνεται και η κατεδάφιση των παλαιωμένων κτισμάτων που βρίσκονται επ΄ αυτών, καθώς και για την επισκευή ή διαρρύθμιση ακινήτων ιδιόκτητων κτισμάτων του Ταμείου τηρείται η διαδικασία η προβλεπόμενη για τα Δημόσια Έργα. Φύλαξη Χρεωγράφων ΄Αρθρ.14.-Τα χρεώγραφα που βρίσκονται στην κυριότητα και κατοχή του Ταμείου καταθέτονται για φύλαξη στο όνομα αυτού στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, ή σε άλλη Τράπεζα που ορίζεται από το Δ.Σ. του Ταμείου, με ίσους όρους. Δάνεια ΄Αρθρ.15.-Μέρος των διαθεσίμων κεφαλαίων του Ταμείου μπορεί με απόφαση του Δ.Σ. και έγκριση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων να διατίθεται για τη χορήγηση ενυποθήκων στεγαστικών και προσωπικών δανείων. Α.Τα στεγαστικά δάνεια χορηγούνται σε συνταξιούχους και ασφαλισμένους που έχουν συμπληρώσει πέντε έτη στην ασφάλιση του Ταμείου. 1.Τα δάνεια αυτά χορηγούνται προς συμπλήρωση του απαιτουμένου ποσού, μόνο για την ανέγερση, επιδιόρθωση ή επέκταση οικοδομών των δανειζομένων και εφόσον υποβάλλουν στο Ταμείο σχετικό επίσημο έγγραφο. 2.Το ύψος, ο χρόνος και ο τρόπος εξόφλησης και το επιτόκιο των χορηγουμένων δανείων καθορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. και έγκριση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οπωσδήποτε μέσα στα πλαίσια που ορίζουν, εκάστοτε, οι αποφάσεις της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας Ελλάδας. 3.Τα δάνεια χορηγούνται με πρώτη πάντοτε υποθήκη επί του ακινήτου. Είναι δυνατή η χορήγηση δανείου για ακίνητο που έχει ήδη υποθηκευθεί εφόσον όμως με το δάνειο που χορηγείται εξοφλείται η υφιστάμενη υποθήκη (Μετά τη σελ. 350,12) Σελ. 350,13 Τεύχος 1084 Σελ. 61 Ταμείο Συντ.& Επικ.Ασφ.Προσωπικού Γεωργ.Συνετ.Οργανώσεων(ΤΣΕΑΠΓΣΟ) 39.Η.β.34 90 υπέρ τρίτου, ώστε το Ταμείο να μετατραπεί σε πρώτο ενυπόθηκο δανειστή. 4.Το ακίνητο πρέπει να είναι αστικό, να είναι απαλλαγμένο από κάθε βάρος εμπράγματο ή ρυμοτομίας και να ανήκει εξ ολοκλήρου στον ασφαλισμένο ή συνταξιούχο, που παρέχει την υποθήκη ή στη σύζυγο αυτού, εφόσον παραχωρήσει την υποθήκη και να είναι ασφαλισμένο σε όλη τη διάρκεια του δανείου σε Ασφαλιστική Εταιρεία της έγκρισης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. 5.Το δάνειο χορηγείται με τον όρο της εκχώρησης υπέρ του ταμείου των προσόδων του υποθηκευμένου ακινήτου που ανταποκρίνονται στην εξυπηρέτηση του δανείου, εφόσον δεν υπάρχει ιδιοκατοίκηση. 6.Για τη χορήγηση του δανείου γίνεται εκτίμηση του ακινήτου που προσφέρεται για υποθήκη από τριμελή Επιτροπή η οποία συγκροτείται με απόφαση του Δ.Σ. από ένα μηχανικό της Νομαρχίας όπου βρίσκεται το ακίνητο, ένα εκτιμητή της Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδας που υποδεικνύεται από τη Διοίκηση αυτής και ένα Οικονομικό ΄Εφορο της περιοχής που βρίσκεται το ακίνητο. 7.Η έκθεση της Επιτροπής υποβάλλεται εγγράφως στο Διοικητικό Συμβούλιο για τη λήξη της σχετικής απόφασης σε περίπτωση δε διαφωνίας των μελών της Επιτροπής, σχετικά με την αξία του ακινήτου, λαμβάνεται υπόψη το μικρότερο ποσό που προτείνεται. 8.Τα έξοδα ελέγχου τίτλου ιδιοκτησίας του ακινήτου, ο οποίος ενεργείται από το Νομικό Σύμβουλο του Ταμείου που τυχόν υπηρετεί σ΄ αυτό, ή δικηγόρο αυτού ή αν δεν υπηρετούν στο Ταμείο Νομικός Σύμβουλος ή δικηγόρος, από δικηγόρο που ορίζεται από το Ταμείο, τα έξοδα εκτιμήσεως της αξίας του ακινήτου, τα έξοδα συντάξεως συμβολαίων, εξάλειψης υποθήκης και κάθε σχετικό γενικό έξοδο, βαρύνουν αποκλειστικά τον δανειζόμενο από τον οποίο και προκαταβάλλονται, ανεξάρτητα από τη χορήγηση ή όχι του δανείου. 9.Σε περίπτωση μη σύναψης του δανείου, το Ταμείο υποχρεούται στην επιστροφή του υπολοίπου των εξόδων που έχουν προκαταβληθεί μετά την αφαίρεση όλων των δαπανών που τυχόν έχουν γίνει. 10.Η χορήγηση του δανείου γίνεται με βάση τους λεπτομερέστερους όρους τους οποίους τυχόν θα ορίσει το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου και μέσα στα πλαίσια των κειμένων διατάξεων και των εκάστοτε αποφάσεων της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας Ελλάδας. 11.Το δάνειο εξοφλείται το αργότερο σε δεκαπέντε χρόνια με την καταβολή εξαμηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων την 1η Ιανουαρίου και την 1η Ιουλίου κάθε έτους. 12.Επιτρέπεται η εξόφληση των ενυποθήκων δανείων πριν από τη λήξη της προθεσμίας εξόφλησής των, με την παρακράτηση από το Ταμείο, στην περίπτωση αυτή, των μη δεδουλευμένων τόκων μίας εξαμηνιαίας καθώς και η μείωση του χρόνου εξόφλησης του δανείου με ανάλογη αύξηση των χρεωλύτρων μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Σελ. 350,14 Τεύχος 1084 Σελ. 62 Το δάνειο καθίσταται ληξιπρόθεσμο αν μεταβιβασθεί η κυριότητα του ακινήτου εκτός από την περίπτωση που μεταβιβάζεται στα τέκνα αυτού που έλαβε το δάνειο. Β.Προσωπικά τοκοχρεωλυτικά δάνεια, χορηγούνται στους οριστικούς συνταξιούχους του Ταμείου και στους ασφαλισμένους που έχουν συμπληρώσει τρία έτη ασφάλισης καθώς και στους μονίμους υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει πέντε έτη υπηρεσίας. 1.Η εξόφληση των δανείων αυτών ενεργείται με μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, των οποίων ο αριθμός δεν είναι δυνατό να υπερβεί τις 36 και με επιτόκιο ίσο προς αυτό που εισπράττεται κάθε φορά για τις καταθέσεις Ταμιευτηρίου στις Τράπεζες και ασφάλιστρο ίσο με 1%. 2.Η παροχή των δανείων αυτών επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογημένες από σοβαρές απρόβλεπτες ανάγκες αυτού που θα υποβάλλει αίτηση, μετά από αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, αφού τηρηθούν οι γενικές αποφάσεις του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων που ισχύουν κάθε φορά για το θέμα αυτό. 3.Το ποσό του δανείου που πρέπει να χορηγηθεί, για μεν τους συνταξιούχους δεν μπορεί να είναι ανώτερο από τρεις μηνιαίες συντάξεις, για δε τους ασφαλισμένους και τους υπαλλήλους του Ταμείου δεν μπορεί να είναι ανώτερο από τις αποδοχές τριών μηνών επί των οποίων αποδίδονται ασφαλιστικές εισφορές. 39.Η.β.34 Ταμείο Συντ.& Επικ.Ασφ.Προσωπικού Γεωργ.Συνετ.Οργανώσεων(ΤΣΕΑΠΓΣΟ) 91 4.Πριν εξοφληθεί ολοσχερώς δάνειο που έχει χορηγηθεί, σε καμμιά περίπτωση δεν παρέχεται νέα. 5.Η απόδοση των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων πραγματοποιείται σύμφωνα με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι σχετική με το θέμα αυτό, είτε με την παρακράτηση των δόσεων από τον εργοδότη κατά την καταβολή των αποδοχών του δανειζόμενου είτε με την κατάθεση, απ΄ αυτόν που πήρε το δάνειο, της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης απ΄ ευθείας στην Τράπεζα, που έχει ορισθεί για τον σκοπό αυτό από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, σύμφωνα με τη σχετική έγγραφη ειδοποίηση της υπηρεσίας του προς τον υπόχρεο οφειλέτη. 6.Σε περίπτωση καθυστέρησης μιας δόσης του μηνιαίου τοκοχρεωλυτικού δανείου, που χορηγήθηκε σύμφωνα με τα παραπάνω, περισσότερο από ένα μήνα, αφότου η δόση καταστεί απαιτητή και εφόσον ο οφειλέτης δεν καταβάλλει τα οφειλόμενα μέσα σε προθεσμία 7 ημερών από την κοινοποίηση σ΄ αυτόν της σχετικής εντολής του Ταμείου για την πληρωμή, γίνεται αυτοδικαίως αμέσως απαιτητή ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο κεφαλαίου και δεδουλευμένων τόκων. 7.Το οφειλόμενο αυτό υπόλοιπο υπολογίζεται με το νόμιμο τόκο υπερημερίας που ισχύει κάθε φορά και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου «περί εισπράξεως των δημοσίων εσόδων», όπως αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα και ισχύει κάθε φορά σύμφωνα με την ειδική διαδικασία του νόμου αυτού, χωρίς να αποκλείεται η επιδίωξη της προστασίας των συμφερόντων του Ταμείου με τη δικαστική οδό. 8.Σε περίπτωση θανάτου ή εξόδου από την υπηρεσία, αυτού που έχει δανεισθεί, το δάνειο που έχει χορηγηθεί παρακρατείται, σύμφωνα με τη σύμβαση από τις παροχές, αν αυτός ή οι απ’ αυτόν έλκοντες δικαιώματα δικαιούνται παροχές από το Ταμείο. 9.Σε περίπτωση κατά την οποία αυτός που έχει δανεισθεί δεν δικαιούται παροχές τηρείται η σύμβαση απ’ αυτόν ή τους κληρονόμους του, διαφορετικά το Ταμείο προβαίνει στη λήψη των νομίμων μέτρων για την προστασία των συμφερόντων του. ΄Αρθρ.16.-Τα άρθρ. 7, 10, 11, 12 και 20 του Καταστατικού του Ταμείου Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων όπως διαμορφώθηκαν με την Α.Υ.Ε. 54883/Σ.1667/22.1.40 (ΦΕΚ 48/Β/10.2.40) και στη συνέχεια όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν τα άρθρ. 7, 12 και 20 με τις Α.Υ.Ε. 8845/Ε.289/43, Α.Υ.Ε. 17382/27.7.44 (ΦΕΚ 115/ Β/16.8.44), Α.Υ.Ε. 48429/Σ.1172/27.8.53 (ΦΕΚ 195/ Β/8.9.53), Α.Υ.Ε. 40258/Ε.953/3.12.48 (ΦΕΚ 211τ.Β΄) Α.Υ.Ε. 27785/Σ.214/29.4.57 (ΦΕΚ 134/ Β/10.5.57), Α.Υ.Ε. 14629/Σ.168/5.4.65 (ΦΕΚ 333/ Β/19.5.65), καταργούνται από της ισχύος τούτου. 35. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. 23/1477 της 2/16 Νοεμ. 1992 (ΦΕΚ Β΄ 675) Αναγνώριση και εξαγορά στον κλάδο επικουρικής ασφαλίσεως του Ταμείου Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων, του χρόνου για τον οποίο επιστράφηκαν οι εισφορές. ΄Εχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρ. 13 του Νόμ. 1405/83 (ΦΕΚ 180/83,τ.Α). 2.Τα άρθρ. 23, παρ.1 στοιχ. στ΄ και 24 παρ. 1 και παρ. 2 στοιχ. γ΄, 26 παρ. 1 και 27 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του Νόμ. 1558/85 (Α΄ 137). 3.Την Υ.1540/18.9.91 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 754/19.9.91, τ.Β). 4.Το άρθρ. 15 του Π.Δ. 213/92 (Α 102). 5.Την υπ΄ αριθ. 4079/27.2.92 απόφαση του Δ.Σ. του Ταμείου. 6.Τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφαλείας που διατυπώθηκε στην 14η/8.7.92 συνεδρίασή του της ΚΖ περιόδου, αποφασίζουμε: 1.α)Οι ασφαλισμένοι στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του Ταμείου Συντάξεως και επικουρικής ασφαλίσεως προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών οργανώσεων στους οποίους επεστράφησαν οι εισφορές από τον κλάδο επικουρήσεως ή τον κλάδο Πρόνοιας πριν τη μετατροπή του σε κλάδο επικουρήσεως, μέχρι την έναρξη ισχύος του Νόμ. 1405/83, έχουν το δικαίωμα να αναγνωρίσουν ως χρόνο ασφάλισης στον κλάδο, για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, το χρόνο για τον οποίο τους επεστράφηκαν οι εισφορές, εφόσον δεν χρησιμοποιήθηκε για τη χορήγηση συντάξεως από άλλο ομοειδή Οργανισμό. β)Η αναγνώριση του χρόνου αυτού γίνεται ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου ή σε περίπτωση θανάτου από τα μέλη της οικογένειάς του και με την καταβολή ασφαλίστρου 6% στο σύνολο των αποδοχών του ασφαλισμένου κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης. γ)Για όσους έχουν διακόψει την ασφάλισή τους στο Ταμείο και δεν έχουν καταστεί συνταξιούχοι ή για τα μέλη οικογενείας τους σε περίπτωση θανάτου τους, λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές που ορίζονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.) για την ειδικότητά τους και το χρόνο υπηρεσίας τους κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. δ)Η εξαγορά του αναγνωριζόμενου χρόνου γίνεται είτε εφάπαξ, είτε σε 12 ισόποσες μηνιαίες δόσεις. ε)Ο χρόνος που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν υπολογίζεται για τη θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως ή για τον καθορισμό του ποσού αυτής ούτε προσμετρείται από άλλο Ταμείο Επικουρικής ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 4202/61 εάν δεν εξοφλη(Αντί για τη σελ. 350,15)Σελ. 350,15(α) Τεύχος 1203-Σελ. 37 Ταμείο Συντ.& Επικ.Ασφ.Προσωπικού Γεωργ.Συνετ.Οργανώσεων(ΤΣΕΑΠΓΣΟ) 39.Η.β.35 92 θεί ολόκληρο το ποσό της εξαγοράς για την αναγνώριση αυτή. στ)Η διαπίστωση του χρόνου ασφάλισης για τον οποίο επεστράφησαν οι ασφαλιστικές εισφορές γίνεται από τα στοιχεία που τηρούνται στο Ταμείο. 2.Από τις διατάξεις αυτής της απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού του Ταμείου Συντάξεως και Επικουρικής Ασφαλίσεως προσωπικού Γεωργικών Συνεταιριστικών οργανώσεων. 36. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αριθ. Φ 26//575 της 29 Μαρτ./12 Απρ. 1993 (ΦΕΚ Β΄ 255) Αύξηση των συντάξεων των συνταξιούχων του ΤΣΕΑΠΓΣΟ για το έτος 1993. 1.Οι συντάξεις των συνταξιούχων του Ταμείου Σύνταξης και Επικουρικής Ασφάλισης Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων, που δεν ακολουθούν τα κατώτατα όρια συντάξεων του ΙΚΑ, αυξάνονται ως εξής: α)κατά ποσοστό 4% από 1.1.93. Η αύξηση αυτή θα χορηγηθεί σε όσους ήταν συνταξιούχοι στις 31.12.92, καθώς και σε εκείνους που η έναρξη συνταξιοδότησής τους εμπίπτει στο μέχρι την 31.12.92 χρονικό διάστημα. Ο Υπολογισμός της θα γίνει στα ποσά των συντάξεων όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.1992. β)κατά ποσοστό 4,5% από 1.7.93. Η αύξηση αυτή θα χορηγηθεί σε όσους ήταν συνταξιούχοι στις 30.6.93, καθώς και σε εκείνους που θα συνταξιοδοτηθούν αργότερα αλλά η έναρξη συνταξιοδότησής τους εμπίπτει στο μέχρι την 30.6.93 χρονικό διάστημα. Ο υπολογισμός της θα γίνει στα ποσά των συντάξεων όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί στις 30.6.93. Για τμήμα σύνταξης μεγαλύτερο των 200.000 δρχ. και για τις δύο παραπάνω περιπτώσεις, δεν χορηγείται αύξηση. 2.Σε καμμιά περίπτωση το δικαιούμενο ποσό σύνταξης ύστερα από τις παραπάνω αυξήσεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης που παίρνει ο νεοεξερχόμενος συνταξιούχος με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του β΄ εδαφ. της παρ. 5 του άρθρ. 23 του Καταστατικού του Ταμείου. Το ποσό της επικουρικής σύνταξης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο κατά ποσοστό από το 31,25% της κυρίας σύνταξης. Σελ. 350,16(α) Τεύχος 1203-Σελ. 38 3.Από την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης δεν προκαλείται επιβάρυνση στον Κρατικό Προϋπολογισμό, αλλά στον Προϋπολογισμό του Ταμείου Σύνταξης και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών οργανώσεων, ύψους 60 εκ. περίπου. Η δαπάνη αυτή θα καλυφθεί από τους Κ.Α. 0611 έως 0618 και 0636-0637 των προϋπολογισμών των Κλάδων Σύνταξης και Επικούρησης του Ταμείου, οι οποίοι ως προς τον Κλάδο Σύνταξης προβλέπουν πιστώσεις συνολικού ύψους 6,737 δισ. δρχ. ΄Αρθρ.2.-Το οικονομικό και λογιστικό έτος του Ταμείου ταυτίζεται με το ημερολογιακό, δηλαδή αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Προϋπολογισμός ΄Αρθρ.3.-1.Τα έσοδα και έξοδα (δαπάνες και παροχές) προσδιορίζονται κάθε οικονομικό έτος με βάση τον προϋπολογισμό του Ταμείου και κατατάσσονται σ΄ αυτόν κατά γενικές κατηγορίες και υποκατηγορίες, σύμφωνα με το δεκαδικό σύστημα. 2.α)΄Εσοδα θεωρούνται όσα εισπράττονται κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους. β)΄Εξοδα θεωρούνται όσα πραγματοποιούνται για παροχές και άλλες δαπάνες κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους. 3.Ανάλογα με τον πάγιο ή μη χαρακτήρα τους, τα έσοδα και τα έξοδα διακρίνονται σε τακτικά και έκτακτα και κατατάσσονται κατ΄ είδος ομάδας και κατηγορίας ανάλογα με την αιτία και τη φύση τους, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. (Μετά τη σελ. 350,10) Σελ. 350,11 Τεύχος 1084 Σελ. 59 Ταμείο Συντ.& Επικ.Ασφ.Προσωπικού Γεωργ.Συνετ.Οργανώσεων(ΤΣΕΑΠΓΣΟ) 39.Η.β.30-34 88 Κατάρτιση και έγκριση Προϋπολογισμού ΄Αρθρ.4.-1.Ο Προϋπολογισμός κάθε οικονομικού έτους καταρτίζεται από το Λογιστήριο του Ταμείου ξεχωριστά για κάθε κλάδο ασφάλισης (Κύριας και Επικουρικής) πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους και υποβάλλεται για έγκριση στο Διοικητικό Συμβούλιο από το Διευθυντή του Ταμείου συνοδευόμενος από την Εισηγητική έκθεση, που περιέχει ανάλυση και αιτιολόγηση των επί μέρους κονδυλίων των προβλεπομένων εσόδων και εξόδων. 2.Ο Προϋπολογισμός με την Εισηγητική έκθεση μετά την έγκρισή του από το Διοικητικό Συμβούλιο, υποβάλλεται για έγκριση στο Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ένα τουλάχιστον μήνα προ της ενάρξεως του οικονομικού έτους. Εκτέλεση Προϋπολογισμού ΄Αρθρ.5.1.Κάθε εισήγηση στο Διοικητικό Συμβούλιο που αφορά την έγκριση δαπάνης πρέπει να συνοδεύεται από βεβαίωση του Λογιστηρίου ότι υπάρχει απαιτούμενη πίστωση. 2.Για την παρακολούθηση της εκτελέσεως του Προϋπολογισμού το Λογιστήριο τηρεί ιδιαίτερα βιβλίο στο οποίο καταχωρούνται οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται, σε μείωση των αντίστοιχων πιστώσεων. 3.Η εκτέλεση του Προϋπολογισμού κάθε οικονομικού έτους παρατείνεται για δύο μήνες για την είσπραξη των εσόδων του έτους που έληξε, καθώς και για την πληρωμή των εξόδων για τα οποία οι σχετικές υποχρεώσεις έχουν αναληφθεί μέχρι τη λήξη του. Συμπληρωματικές πιστώσεις-νέες πιστώσεις ΄Αρθρ.6.-1.Για την συμπλήρωση των πιστώσεων του Προϋπολογισμού, σε περίπτωση που αυτές θα είναι ανεπαρκείς, κατά την εκτέλεσή του, καθώς και για την αντιμετώπιση εκτάκτων δαπανών που δεν είναι δυνατό αντικειμενικά να προβλεφθούν κατά την κατάρτιση του Προϋπολογισμού, στην αρχή του σκέλους των εξόδων θα αναγράφεται πίστωση υπό τον τίτλο «Αποθεματικό» με τη διάκριση «τακτικό» και «έκτακτο». Η τροποποίηση του Προϋπολογισμού μετά την έγκρισή του από το Διοικητικό Συμβούλιο υποβάλλεται για έγκριση στο Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 2.Σε περίπτωση εξαντλήσεως των αναγραφομένων αποθεματικών είναι δυνατή η εγγραφή νέας πιστώσεως με βάση την προβλεπόμενη στην προηγούμενη παράγραφο διαδικασία. Σελ.350,12 Τεύχος 1084-Σελ. 60 Απολογισμός-Ισολογισμός ΄Αρθρ.7.-1.α)Μέσα στο μήνα Μάϊο κάθε έτους, συντάσσεται ο απολογισμός του προηγουμένου οικονομικού έτους στον οποίο αναγράφονται κατά την ίδια τάξη με τον Προϋπολογισμό οι εισπράξεις και οι πληρωμές του Ταμείου που έχουν προβλεφθεί και πραγματοποιηθεί κατά το έτος στο οποίο αναφέρεται ο απολογισμός. β)Με τον απολογισμό κάθε έτους, συντάσσεται και ο ισολογισμός που απεικονίζει τη γενική οικονομική κατάσταση του Ταμείου στις 31 Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αναφέρεται. 2.Τα ποσοστά αποσβέσεων των στοιχείων του ενεργητικού του Ταμείου καθορίζονται βάσει των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων. 3.Ο Ισολογισμός συντάσσεται σύμφωνα με τις παραδεδεγμένες αρχές της Λογιστικής Επιστήμης και περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου που κατατάσσονται ως εξής: α)Πάγιο ενεργητικό και επενδύσεις. β)Απαιτήσεις. γ)Καταθέσεις. δ)Διαθέσιμα ε)Υποχρεώσεις. στ)Αποθεματικά. ζ)Λογαριασμοί τάξεως. 4.Ο Απολογισμός και Ισολογισμός εισάγονται προς ψήφιση στο Διοικητικό Συμβούλιο και υποβάλλονται για έγκριση στο Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μέχρι τις 31 Μαΐου του ιδίου έτους. Αρχεία Διαχειρίσεως ΄Αρθρ.8.-Ως προς το χρόνο διατηρήσεως στο Ταμείο, του διοικητικού, διαχειριστικού και ασφαλιστικού αρχείου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας. 39.Η.β.34 Ταμείο Συντ.& Επικ.Ασφ.Προσωπικού Γεωργ.Συνετ.Οργανώσεων(ΤΣΕΑΠΓΣΟ) 89 Προληπτικός και κατασταλτικός έλεγχος ΄Αρθρ.9.-Ο προληπτικός και κατασταλτικός έλεγχος της διαχειρίσεως του Ταμείου ασκούνται σύμφωνα με τα όσα ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Εισπράξεις-Πληρωμές
331
9. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 682 της 27 Οκτ./12 Νοεμ. 1941 Περί συστάσεως ετέρων δύο Επιτροπών Κανονισμού Πολεμικών Συντάξεων, πλην της υφισταμένης συμφώνως τω Νόμ. 2650. Άρθρ.1.-1.Επιτρέπεται όπως δι' αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών συγκροτηθώσι και έτεραι δύο Επιτροπαί Κανονισμού Πολεμικών Συντάξεων, προεδρευόμεναι υπό Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνθέσεως δε κατά τα λοιπά αναλόγου με την υπό του άρθρ. 9 του Α.Ν. 2650 προβλεπομένην. 2.Αι συνιστώμεναι δια του παρόντος επιτροπαί εδρεύουσι παρά τη Γενική Διευθύνσει Δημοσίου Λογιστικού και λειτουργούσιν υπό τους αυτούς όρους με την Επιτροπήν, την συσταθείσαν δυνάμει του άρθρ. 9 του Α.Ν. 2650, εν συνδυασμώ προς το άρθρ. 10 του Α.Ν. 2734. 3.Αι κατηγορίαι υποθέσεων εφ' ων καθίσταναι αρμόδιαι αι δια του παρόντος Νόμου συνιστώμεναι Επιτροπαί, ορίζονται εκάστοτε δι' αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών. Δι' αποφάσεως του αυτού Υπουργού γίνεται και η κατάργησις των Επιτροπών τούτων. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και ο Γραμματεύς των Επιτροπών τούτων, ως και οι αναπληρωταί των ορίζονται δι' αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών. Άρθρ.2.-Εις τας δια του παρόντος συνιστωμένας Επιτροπάς ως και εις τας συσταθείσας τοιαύτας εκτελούσι χρέη εισηγητών πλην των υπαλλήλων της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού και υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οριζόμενοι δι' αποφάσεως του Προέδρου της οικείας Επιτροπής, προτάσει του Διευθυντού Συντάξεων της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού. Άρθρ.3.-Η ισχύς του παρόντος Ν.Δ/τος, συντακτικού χαρακτήρος και περιεχομένου, άρχεται από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σελ. 148(α) Τεύχος Ε12-Σελ. 28
388
96. ΝΟΜΟΘΕΤ. ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 648 της 24/27 Αυγ. 1970 (ΦΕΚ Α' 176) Περί ρυθμίσεως θεμάτων προσωπικού του Υπουργείου Δημ. Έργων, προκυψάντων εκ της εφαρμογής του άρθρ. 23 παρ. 3 του Ν.Δ. 4544/66. Άρθρον μόνον.-Οι προαχθέντες εις τον 3ον βαθμόν υπάλληλοι του Υπουργείου Δημ. Έργων βάσει των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρ. 23 του Ν.Δ. 4544/66 «περί διατάξεων αφορωσών το εργατοτεχνικόν προσωπικόν του Ο.Λ.Π. και άλλων τινών διατάξεων», εξελίσσονται περαιτέρω βαθμολογικώς ως οι ομοιόβαθμοί των του αυτού κλάδου, οι κατέχοντες τακτικάς οργανικάς θέσεις.
20
72. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛ/ΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜ. ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Αριθ. 8356 της 4 Μαρτ./6 Απρ. 1987 (ΦΕΚ Β΄ 187) Μείωση εκπομπών καύσης μέσω μέτρων εξοικονόμησης καυσίμου σε Βαφεία – Φινιριστήρια Υφανσίμων της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας. Έχοντας υπόψη: 1.Τις διατάξεις του άρθρ. 11, παρ. 2, εδάφ. β και παρ. 3 του Νόμ. 1515/1985: «Ρυθμιστικό σχέδιο και πρόγραμμα προστασίας περιβάλλοντος της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας» (ΦΕΚ 18/Α/1985). 2.Την ανάγκη μείωσης των εκπομπών των ατμοσφαιρικών ρύπων στην ευρύτερη περιοχή Αθήνας, όπως αυτή οριοθετείται από τη διάταξη του άρθρ. 1 του Νόμ. 1515/1985. 3.Τη δυνατότητα μείωσης των εκπομπών καύσης από τα βαφεία – φινιριστήρια υφανσίμων, μέσω παράλληλης μείωσης της κατανάλωσης καυσίμου, η οποία μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας. 4.Την αριθ.V.3Φ/19/3861/19.2.87 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας, αποφασίζουμε: Άρθρ.1.-Για τους σκοπούς της απόφασης αυτής, βαφείο – φινιριστήριο υφανσίμων θεωρείται κάθε βιομηχανία ή βιοτεχνία που διατηρεί σε λειτουργία εγκαταστάσεις υγρών ή στεγνών επεξεργασιών υφανσίμων πρώτων ή ενδιάμεσων υλών ή ετοίμων προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας και έχει ετήσια κατανάλωση υγρών καυσίμων μεγαλύτερη των 300 τόνων. Άρθρ.2.-Στα βαφεία – φινιριστήρια υφανσίμων όπως αυτά ορίζονται στο άρθρ. 1, καθιερώνονται τα εξής: 1.Απαγορεύεται η απόρριψη υγρών αποβλήτων με θερμοκρασία μεγαλύτερη των 40°C. Η θερμοκρασία αυτή μετρείται αμέσως μετά την έξοδο των αποβλήτων από τα μηχανήματα υγρών επεξεργασιών από τα οποία προέρχονται. Σελ. 490,456 Τεύχος Θ112-Σελ. 124 Εφ’ όσον τα προκύπτοντα υγρά απόβλητα έχουν θερμοκρασία μεγαλύτερη από το οριζόμενο πιο πάνω όριο, η θερμοκρασία αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στο όριο των 40°C μέσω παράλληλης ανάκτησης της υπερβάλλουσας θερμότητας των αποβλήτων. Προς τούτο επιβάλλεται η εγκατάσταση και λειτουργία κατάλληλων εναλλακτών θερμότητας, ώστε να επιτυγχάνεται η τεχνικοοικονομικά άριστη και πρακτικά εφικτή ανάκτηση της θερμότητας των αποβλήτων, με σκοπό την αξιοποίηση της θερμότητας αυτής για προθέρμανση του νερού που χρησιμοποιείται για τροφοδοσία των θερμών λουτρών των υγρών επεξεργασιών. 2.Απαγορεύεται η απόρριψη του αέρα των στεγνωτηρίων και εγκαταστάσεων θερμικής σταθεροποίησης υφασμάτων (ράμες) με θερμοκρασία μεγαλύτερη των 70°C, όπου τούτο είναι πρακτικά εφικτό. Η θερμοκρασία αυτή αναφέρεται στο σημείο εξόδου του αέρα από το στεγνωτήριο ή τη ράμα από την οποία προέρχεται. Εφ’ όσον ο αποβαλλόμενος από τα στεγνωτήρια ή τις ράμες αέρας έχει θερμοκρασία μεγαλύτερη από το πιο πάνω όριο, η θερμοκρασία αυτή πρέπει ομοίως να προσαρμόζεται στο όριο των 70°C μέσω παράλληλης ανάκτησης της υπερβάλλουσας θερμότητας του αποβαλλόμενου αέρα. Προς τούτο επιβάλλεται η εγκατάσταση και λειτουργία κατάλληλων εναλλακτών θερμότητας τύπου αέρα – αέρα, ώστε να επιτυγχάνεται η τεχνικοοικονομικά άριστη και πρακτικά εφικτή ανάκτηση θερμότητας του αποβαλλόμενου αέρα από τα στεγνωτήρια, ή τις ράμες με σκοπό την αξιοποίηση της θερμότητας αυτής για προθέρμανση του αέρα τροφοδότησης των στεγνωτηρίων ή ραμών. 3.Η θερμοκρασία των μη μονωμένων θερμών επιφανειών δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 45°C. Σε κάθε περίπτωση που σημειώνεται υπέρβαση των 45°C αυτού, επιβάλλεται η τοποθέτηση κατάλληλης μόνωσης ώστε η μετά τη μόνωση θερμοκρασία να μην υπερβαίνει τους 45°C. - 114 23.Ε.α.72 Σχέδιο Πόλεως Αθηνών Πειραιώς 4.Στις περιπτώσεις επεξεργασιών, όπου η πρόσδοση της απαιτουμένης θερμότητας δεν γίνεται με χρήση γυμνού ατμού αλλά με δίκτυο που περιλαμβάνει επιστροφές ατμού, επιβάλλεται η πλήρης συλλογή των συμπυκνωμάτων ατμού και του ατμού εκτόνωσης σε κατάλληλο δοχείο συλλογής και η επαναχρησιμοποίησή τους ως νερού τροφοδοσίας του συστήματος ατμοπαραγωγής. 5.Όσον αφορά τη λειτουργία του συστήματος καύσης και ατμοπαραγωγής και τα επιτρεπόμενα όρια ποιότητας των καυσαερίων ισχύουν τα οριζόμενα στην Υπουργική Απόφαση 41685/1985 (ΦΕΚ 693/Β/19.11.1985). 6.Η εφαρμογή των κατά τις παρ. 1, 2, 3 και 4 μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας γίνεται βάσει σχετικής τεχνικοοικονομικής μελέτης υπογραμμένης από επιστήμονα ειδικότητας Μηχανολόγου – Μηχανικού ή Ηλεκτρολόγου – Μηχανικού ή Μηχανολόγου – Ηλεκτρολόγου Μηχανικού ή Ναυπηγού Μηχανικού ή Χημικού Μηχανικού ή Μηχανικού Μεταλλείων ή Μεταλλουργού Μηχανικού ή Χημικού, διπλωματούχων ή πτυχιούχων Ανώτατης Σχολής ή πτυχιούχο άλλης σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με κατάλληλη ειδίκευση ή εμπειρία. Η μελέτη αυτή υποβάλλεται, από το συγκεκριμένο κάθε φορά βαφείο-φινιριστήριο, στη Δ/νση Προστ. Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και εφ’ όσον εγκριθεί απ’ αυτήν, σύμφωνα να με όσα ορίζονται στο άρθρ. 3. Η παραπάνω τεχνικοοικονομική μελέτη υποβάλλεται σε 3 αντίγραφα και περιλαμβάνει: α)Θερμικό ισοζύγιο για κάθε βασικό προϊόν και για κάθε φάση επεξεργασίας του προϊόντος αυτού (όπως πρόπλυση – λεύκανση – βαφή, φινίρισμα – στέγνωμα – άτμιση κλπ.). Με βάση το θερμικό ισοζύγιο πρέπει να υπολογίζεται το θερμικό περιεχόμενο των υγρών αποβλήτων, του αέρα ξήρανσης και των συμπυκνωμάτων ατμού, καθώς και οι διάφορες θερμικές απώλειες. Επίσης με βάση το ισοζύγιο αυτό πρέπει να διαμορφώνεται ενεργειακό κοστολόγιο ανά φάση επεξεργασίας και συνολικά. β)Τεκμηριωμένες προτάσεις για συγκεκριμένες λύσεις με τις οποίες επιτυγχάνονται τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας που αναφέρονται στις παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού, καθώς και άλλων ενδεχομένως σχετικών μέτρων που επιθυμεί να εφαρμόσει το βαφείο – φινιριστήριο που αφορά η μελέτη ή τεκμηρίωση των λόγων για τους οποίους δεν είναι ενδεχομένως πρακτικά εφικτή η εφαρμογή των πιο πάνω μέτρων. Οι πιο πάνω προτάσεις πρέπει να συνοδεύονται από εκτίμηση του κόστους επένδυσης, της αναμενόμενης μείωσης στην κατανάλωση καυσίμου και των αναμενόμενων οικονομικών οφελών, που προκύπτουν από την εφαρμογή κάθε μέτρου χωριστά και από το σύνολο των μέτρων. γ)Σχέδια εις διπλούν όπου να αποτυπώνονται λεπτομερώς και με διαφορετικό χρωματισμό τα δίκτυα ατμού, συμπυκνωμάτων, νερού τροφοδοσίας υγρών αποβλήτων καθώς και οι ροές του αέρα προς και από τα στεγνωτήρια. Τα σχέδια αυτά πρέπει να είναι διαθέσιμα σε κάθε σχετικό έλεγχο. 7.Επιβάλλεται η διακριτική σήμανση των δικτύων ατμού, συμπυκνωμάτων, νερού τροφοδοσίας και υγρών αποβλήτων με βάση τα σχέδια που αναφέρονται στην παρ. 6, εδάφ. γ, του άρθρου αυτού, ώστε να είναι ευχερής η παρακολούθησή τους κατά τη διενέργεια σχετικού ελέγχου. Άρθρ.3.-Για τον έλεγχο της πληρότητας και ορθότητας της μελέτης της παρ. 6 του άρθρ. 2, συνιστάται για το σκοπό αυτό τριμελής γνωμοδοτική επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από υπαλλήλους του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του Υπουργείου Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, ειδικότητας Μηχανολόγου Μηχανικού ή Μηχανολόγου – Ηλεκτρολόγου Μηχανικού ή Χημικού Μηχανικού ή Χημικού διπλωματούχων ή πτυχιούχων ανωτάτων σχολών. Η Επιτροπή αυτή μετά τον έλεγχο της μελέτης εισηγείται με αιτιολογημένη έκθεσή της προς τη Δ/νση Προστασίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων την έγκριση ή μη της μελέτης αυτής. Άρθρ.4.-Η κατά το άρθρ. 3 επιτροπή μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις των βαφείων – φινιριστηρίων του άρθρ. 1 για να διαπιστώσει αν τα εφαρμοζόμενα σ’ αυτά μέτρα εξοικονόμησης καυσίμου είναι σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κατά την παρ. 6 του άρθρ. 2 μελέτη. Άρθρ.5.-Στους παραβάτες των όρων που καθορίζονται με την απόφαση αυτή, επιβάλλεται διοικητική χρηματική ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 13, παρ. 1 και 2, του Νόμ. 1515/1985. Άρθρ.6.-Κάθε διάταξη που έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στην παρούσα απόφαση ή ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται από την απόφαση αυτή καταργείται. Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει μόνο για την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας. (Αντί για τη σελ. 490,457) Σελ. 490,457(α) Τεύχος Ι-73 Σελ. 71 - 115 Σχέδιο Πόλεως Αθηνών Πειραιώς 23.Ε.α.72
155
295. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Αριθ.371387 της 16-24 Αυγ. 2001 (ΦΕΚ Β΄ 1115). Παράδοση υποθέσεων, αρχείου κ.λ.π. από ΓΕΔΙΔΑΓΕΠ και παραλαβή τους από Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.
142
25. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ. 175921/3065 της 19 Ιουλ./12 Αυγ. 1966 (ΦΕΚ Β' 508) Περί παροχής ειδικού επιχειρησιακού επιδόματος επικινδύνου και ανθυγιεινής εργασίας εις άπαν το τακτικόν και έκτακτον προσωπικόν των τεχνικών κλάδων Α1, Α2, Α3 και Α4 και του Ν.Δ. 3728/57 άρθρ. 6 παρ. 1 της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών. Εκυρώθη αφ' ης ίσχυσε δια της παρ. ΙΙ, 4 άρθρ. 25 Ν.Δ. 4548/1966 (τόμ. 2Α σελ. 384,28). Έχοντες υπ' όψιν : 1.Τας διατάξεις του Α.Ν. 970/1946. 2.Τας διατάξεις του Ν.Δ. 634/1948 και του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 2900/54. 3.Τας διατάξεις του άρθρ. 20 του Ν.Δ. 4242/1962 "περί τροποποιήσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων Υπαλληλικού Κώδικος κλπ.". 4.Τας διατάξεις του Ν.Δ. 3001/54. 5.Την ειδικήν επιχειρησιακήν εξειδίκευσιν του προσωπικού ενίων τεχνικών κλάδων Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και την υπ' αυτού προσφερομένην υπηρεσίαν υπό συνθήκας ιδιαζούσης ευαισθησίας εν τη εκτελέσει έργου συνδεομένου ευθέως με την ασφάλειαν των πτήσεων και το εκτελούμενον εξειδικευμένον αεροπορικόν έργον υπό προσωπικού ετέρων κλάδων αποφασίζομεν : 1.Παρέχομεν ειδικόν επιχειρησιακόν επί-δομα επικινδύνου και ανθυγιεινής εργασίας εις άπαν το τακτικόν και έκτακτον προσωπι-κόν των τεχνικών κλάδων Α1, Α2, Α3 και Α4 και του Ν.Δ. 3728/57 άρθρ. 6 παρ. 1 της Υπηρεσίας (Αντί για τη σελ. 526,01(γ) Σελ. 526,01(δ) Τεύχος 1241 - Σελ. 67 Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας 38.Κ.α.23-25 11 Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών, ανερχόμενον εις ποσοστόν 30% του βασικού αυτού μισθού. Η εφαρμογή των διατάξεων της ανωτέρω παρ. 1 επεξετάθη ως ακολούθως : α)Δια της υπ' αριθ. 137243/2671 της 6/27 Αυγ. 1970 αποφ. Υπ. Οικον. και Συγκοινωνιών (ΦΕΚ Β' 599) εις το προσωπικόν των τεχνικών κλάδων Αερολιμενικών (Β1) και Ελεγκτών Εναερίου Κυκλοφορίας (Β2) της Β' κατηγορίας της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας. β)Δια της υπ' αριθ. Δ2/Α/33680/18298 της 1/1 Οκτ. 1974 αποφ. Υπ. Οικον. και Μεταφ. και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β' 959) εις το τακτικόν προσωπικόν των λοιπών Κλάδων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας. Σύμφωνα με την 2028517/3484/0022/1-3 Απρ. 1989 (ΦΕΚ Β' 282) απ. Υπ. Οικονομικών, Εργασίας και Μεταφορών-Επικοινωνιών, που κυρώθηκε από την παρ. 7 άρθρ. 11 Νόμ. 1881/1990 (ΦΕΚ Α' 42), Τόμ. 29 σελ. 90,840 το ανωτέρω επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας επεκτείνεται σε όλο το μόνιμο και επί συμβάσει αορίστου χρόνου προσωπικό της Υ.Π.Α. και αναπροσαρμόζεται στο ποσοστό 32% του βασικού μισθού 28ου μισθολογικού κλιμακίου. Το άνω μηνιαίο επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας αναπροσαρμόσθηκε σε ποσοστό 32% επί του βασικού μισθού του 6ου μισθ. κλιμακίου από την παρ. 4 άρθρ. 28 Νόμ. 2166/1993 (ΦΕΚ Α' 137), τόμ. 2Α, σελ. 384,90905. 2.Παρέχομεν ειδικόν επίδομα εξειδικευμένου αεροπορικού έργου εις άπαν το τακτικόν και έκτακτον προσωπικόν των κλάδων Β6, Β7, Β10 και ειδικών αεροπορικών γνώσεων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών, ανερχόμενον εις ποσοστόν 20% του βασικού αυτού μισθού. 3.Καθορίζομεν όπως η προκύπτουσα δαπάνη εκ των ανωτέρω βαρύνη τον Κωδικόν αριθμόν 0259 των φορέων 410 και 420. Η καταβολή του επιδόματος τούτου εντέλλεται δια μισθοδοτικών καταστάσεων. 4.Ισχύς της παρούσης άρχεται από 1 Ιουν. 1966. 5.Μερίμνη του ΓΛΚ να προωθηθή, το κατά Νόμον Β.Δ/μα. Σελ. 526,02(δ) Τεύχος 1241 - Σελ. 68
321
150. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓ ΑΣΙΑΣ Αριθ.30122 της 21/22 Φεβρ. 1983 (ΦΕΚ Β΄ 69) (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄ 97/10 Μαρτ. 1983) Παροχή κινήτρων για τη διευκόλυνση της γεωγραφικής κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Τροποποιήθηκε από τις 31061/19-20 Απρ. 1983 (ΦΕΚ Β΄ 202) και 31998/11-22 Ιουλ. 1983 (ΦΕΚ Β΄ 425) αποφ. Υπ. Εθν. Οικ. και Εργασίας. Επίσης από τις παρακάτω αποφάσεις Υπ. Εθν. Οικον. και Εργασίας: 1) Την 31127/29.5/11.6.86 (ΦΕΚ Β΄ 399), 2) Την 32046/17 Σεπτ.-31 Οκτ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 782), 3) Την 32604/24-31 Δεκ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 951). (Αντί για τη σελ. 98,675(δ) Σελ. 98,675(ε) Τεύχος 1294- Σελ. 53 Ασφάλιση κατά της Ανεργίας Οργ/σμός Απασ/σης Εργατ/κού Δυν/κού (Ο.Α.Ε.Δ.) 15.Γ .β.145-150 Με την 30412/15 Μαρτ.-14 Απρ. 1988 (ΦΕΚ Β΄ 203) απόφ. Υπ. Εθν. Οικον. και Εργασίας αναστάλθηκε από 15/3/88 η άνω απόφαση και ορίστηκε ότι: «Από την πιο πάνω ημερομηνία δε θα γίνονται δεκτές αιτήσεις εργοδοτών, που ενδιαφέρονται να απασχολήσουν εργατικό δυναμικό από τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους προς άλλες περιοχές. Οι αιτήσεις εργοδοτών που έχουν υποβληθεί ή θα υποβληθούν μέχρι 14.3.88 στην αρμοδία Υπηρεσία του Ο.Α.Ε.Δ., θα προωθηθούν, εφόσον φυσικά συνοδεύονται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά».
44
19. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 18 της 30 Δεκ. 1969/14 Ιαν. 1970 (ΦΕΚ Α΄ 5) Περί προσόντων απογραφής ναυτικών και ενιαίου τύπου Φυλλαδίου Ναυτικού. Έχοντες υπ’ όψιν: α)Το άρθρ. 1 παρ. 2 του Α.Ν. 373/1968 «περί απογραφής και εκπαιδεύσεως εν τω εμπορικώ ναυτικώ κλπ.» (ΦΕΚ 79 Α΄/1968). β)Την υπ’ αριθ. 16/1968 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου Εμπορικού Ναυτικού. γ)Την υπ’ αριθ.1019/1969 γνώμην του Συμβουλίου Επικρατείας, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Προσόντα απογραφής Άρθρ.1.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 3 Π.Δ. 266/1974, κατωτ. αριθ. 22, η ισχύς του οποίου ήρξατο από 3 Απρ. 1974). Δικαιολογητικά Απογραφής Άρθρ.2.-Προς διαπίστωσιν των υπό του προηγουμένου άρθρου καθοριζομένων προσόντων απογραφής, ο προτιθέμενος να απογραφή ως ναυτικός δέον όπως, δι’ αιτήσεώς του, υποβάλη είτε απ’ ευθείας εις την απογράφουσαν Υπηρεσίαν ή Λιμενικήν Αρχήν είτε μέσω ετέρας Αρχής τα κάτωθι δικαιολογητικά: α)Πιστοποιητικόν υγειονομικής εξετάσεως εκδιδόμενον κατά τας περί υγειονομικής εξετάσεως των απογραφομένων ναυτικών διατάξεις, μετά φωτογραφίας του εξετασθέντος, εξ ου να προκύπτη ότι ούτος είναι υγιής και ικανός δια το ναυτικόν επάγγελμα εν γένει ή πιστοποιητικόν της Ανωτάτης Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής δια τους κατ’ ένστασιν απογραφομένους. β)Πιστοποιητικόν της οικείας Εισαγγελικής Αρχής περί ανυπαρξίας Δελτίου Ποινικού Μητρώου. Εις ην περίπτωσιν εκ του προσκομιζομένου πιστοποιητικού προκύπτει η ύπαρξις καταδικαστικού δελτίου, η απογράφουσα Υπηρεσία ή Λιμενική Αρχή, αιτείται παρά της αρμοδίας Εισαγγελικής Αρχής πλήρες αντίγραφον ποινικού μητρώου του υποψηφίου προς απογραφήν. γ)Υπεύθυνον δήλωσιν περί της στρατολογικής αυτού καταστάσεως, συντασσομένην κατά το άρθρ. 1 του Ν.Δ. 105/1969 «περί ατομικής ευθύνης του δηλούντος ή βεβαιούντος» (ΦΕΚ 28 Α΄). δ)Πιστοποιητικόν νομιμοφροσύνης εκδιδόμενον υπό της αρμοδίας Αστυνομικής Αρχής και αποστελλόμενον, αιτήσει του ενδιαφερομένου, απ’ ευθείας παρ’ αυτής προς την απογράφουσαν Υπηρεσίαν ή Αρχήν. Εφ’ όσον η απογραφή αιτείται κατ’ εφαρμογήν ειδικών διατάξεων, δια τους υπηρετήσαντες προγενεστέρως εις το Εμπορικόν Ναυτικόν, αιτείται παρά της απογραφούσης Υπηρεσίας ή Αρχής και σχετική υπηρεσιακή βεβαίωσις της αρμοδίας Διευθύνσεως του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Η επί της καταλληλότητος προς απογραφήν κρίσις γίνεται κατ’ αρχήν παρά της απογραφούσης Υπηρεσίας ή Λιμενικής Αρχής και εν περιπτώσει οιασδήποτε αμφιβολίας παρά του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. ε)Έγγραφον συγκατάθεσιν του ασκούντος την πατρικήν εξουσίαν ή επιτροπείαν εάν δεν έχη συμπληρώσει ημερολογιακώς το 18ον έτος της ηλικίας του. ς)Η εγγραφή εις τα Μητρώα Αρρένων ή το Δημοτολόγιον εξακριβούται εκ της Αστυνομικής ταυτότητος του υποψηφίου, συντασσομένου δελτίου στοιχείων ταυτότητος, κατά το άρθρ. 10 του Ν.Δ. 127/69 «περί αποδεικτικής ισχύος των αστυνομικών ταυτοτήτων» (ΦΕΚ 29 Α΄) ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 153/69 (ΦΕΚ 58 Α΄), όπερ προσαρτάται εις τα λοιπά δικαιολογητικά απογραφής. Επί τούτου επικολλάται φωτογραφία του υποψηφίου επικυρουμένη δια την ταυτοπροσωπίαν υπό του συντάσσοντος το δελτίον. Εάν λόγω μη αυτοπροσώπου προσελεύσεως του υποψηφίου ναυτικού ή άλλης ευλόγου αιτίας δεν καθίσταται δυνατή η σύνταξις δελτίου στοιχείων ταυτότητος γίνεται δεκτόν πιστοποιητικόν Δημοτικής ή Κοινοτικής Αρχής. Ειδικαί Διατάξεις Άρθρ.3.-1-3.(Κατηργήθησαν δια του άρθρ. 3 Π.Δ. 266/1974, κατωτ. αριθ. 22, η ισχύς του οποίου ήρξατο από 3 Απρ.1974). 4.Επιτρέπεται η απογραφή ναυτικών υπό περιορισμένην δυνατότητα ναυτολογήσεως μόνον εις ειδικότητας δι’ ας εκρίθησαν υγειονομικώς κατάλληλοι υπό της Ανωτάτης Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής, κατά τα εκάστοτε, υπό των οικείων διατάξεων περί υγειονομικής εξετάσεως των απογραφομένων ναυτικών, οριζόμενα. Υπηρεσία διανυθείσα ή διανυομένη υπό ειδικότητα δι’ ην ο ναυτικός δεν εκρίθη υγειονομικώς κατάλληλος, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν δια την απόκτησιν οιουδήποτε αποδεικτικού ναυτικής ικανότητος, αναγνωριζομένη μόνον ως συντάξιμος. Τύπος Φυλλαδίου Ναυτικού και αντιγράφου τούτου Άρθρ.4-1.Το ενιαίου τύπου Φυλλάδιον Ναυτικού: α)Είναι δερματόδετον και αποτελείται συνολικώς εκ σελίδων 116. Επί του εξωφύλλου, χρώματος βαθέος κυανού, εκτυπούται χρυσόχρουν σύμπλεγμα αγκύρας μετά τριαίνης, χιαστί και στέμμα ύπερθεν. Ύπερθεν του συμπλέγματος τούτου αναγράφεται, δια κεφαλαίων γραμμάτων του αυτού χρώματος, «ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ-ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑ ΥΤΙΛΙΑΣ» κάτωθι δε τούτου «ΦΥ ΛΛΑΔΙΟΝ ΝΑ ΥΤΙΚΟΥ». (Αντί της σελ. 428,03) Σελ. .428,03(α) Τεύχος 531-Σελ.25 Απογραφή Ναυτικών 19.Ε.β.19 59 β)Αι σελίδες εκτυπούνται επί εγχρώμου δαπέδου χρώματος ανοικτού κυανού εξωτερικών διαστάσεων 0,157Χ0,105. Εφ’ εκάστης σελίδος, φερούσης εν ανοικτή αποχρώσει το εν τω εξωφύλλω σύμπλεγμα, αναγράφονται εντύπως ο αύξων αριθμός αυτής και δια σφραγίδος ο αριθμός μητρώου απογραφής και το διακριτικόν στοιχείον της απογραφικής περιφερείας. γ)Αι σελίδες του Φυλλαδίου Ναυτικού διατίθενται ως εξής: Σελίς 1:Δια την αναγραφήν του ονοματεπωνύμου του κατόχου. Σελίς 2:Δια την καταχώρισιν εις την Ελληνικήν εγγραφής ότι τούτο επέχει θέσιν εγγράφου ταυτότητος ναυτικού συμφώνως προς την Διεθνή Σύμβασιν 108 «περί εγγράφων ταυτότητος ναυτικών» κυρωθείσαν υπό της Ελλάδος δια του Νόμ. 4318/1963. Σελίς 3:Δια την καταχώρισιν της αυτής ως άνω εγγραφής εις την Αγγλικήν. Σελίς 4:Δια την αναγραφήν των ατομικών στοιχείων του κατόχου εις την Αγγλικήν. Σελίς 5:Δια την αναγραφήν των αυτών ως άνω στοιχείων εις την Ελληνικήν. Σελίδες 6-9:Δια την καταχώρισιν της εν γένει προ της απογραφής κτηθείσης παρά του απογραφέντος και αναγνωρισθείσης, κατά τα εκάστοτε ισχύοντα, θαλασσίας υπηρεσίας επί οιασδήποτε σημαίας εμπορικών πλοίων. Σελίδες 10-14:Δια την αναγραφήν των αποδεικτικών ναυτικής ικανότητος του κατόχου των περί αυτών ενδείξεων αποδιδομένων εις τε την Ελληνικήν και Αγγλικήν γλώσσαν. Σελίς 15:Δια την αναγραφήν του ονοματεπωνύμου, την επικόλλησιν της φωτογραφίας, σφραγιζομένης δι’ αναγλύφου σφραγίδος της εκδιδούσης το φυλλάδιον Υπηρεσίας ή Λιμενικής Αρχής, δια την επίθεσιν του δακτυλικού αποτυπώματος του δεξιού δείκτου και υπογραφήν του κατόχου. Αι σχετικαί ενδείξεις εκτυπούνται εις τε την Ελληνικήν και την Αγγλικήν γλώσσαν. Σελίς 16:Δια την αναγραφήν των φυσικών χαρακτηριστικών του κατόχου και της διευθύνσεως της μονίμου κατοικίας τούτου. Εις τας υπ’ αριθ.15-16 σελίδας συνδέεται ομοιότυπον απόκομμα τούτων όπερ, συμπληρούμενον και αποκοπτόμενον κατά την επίδοσιν του φυλλαδίου, υποβάλλεται εις την Υπηρεσίαν Ναυτικών Μητρώων. Σελίς 17:Δια την αναγραφήν των επισυμβάντων εις το ναυτικόν εργασιακών ατυχημάτων. Σελίς 18:Δια την αναγραφήν των απονεμηθεισών αυτώ διακριτικών αμοιβών. Σελίδες 19-24:Δια την αναγραφήν οδηγιών χρησίμων εις το ναυτικόν. Σελίδες 25-40:Δια την αναγραφήν παρατηρήσεων – θεωρήσεων ιδία παρά των υπηρεσιών ελέγχου διαβατηρίων και επίθεσιν σχετικών σφραγίδων, της 25ης σελίδος χρησιμοποιουμένης δια την καταχώρισιν εις τε την Ελληνικήν και Αγγλικήν γλώσσαν σχετικής ενδείξεως περί του προορισμού των ακολουθουσών σελίδων μέχρι της 40ης τοιαύτης. Σελ. 428,04(α) Τεύχος 531-Σελ.26 19.Ε.β.19 Απογραφή Ναυτικών 60 Σελίς 41:Ως επικεφαλίς των πράξεων ναυτολογήσεως και απολύσεως εις τε την Ελληνικήν και την Αγγλικήν γλώσσαν. Σελίδες 42-107:Δια την αναγραφήν των πράξεων ναυτολογήσεως και απολύσεως, εκάστης σελίδος χρησιμοποιουμένης δια την αναγραφήν μιας μόνον πράξεως ναυτολογήσεως και της αντιστοιχούσης εις την ναυτολόγησιν ταύτην απολύσεως, των σχετικών ενδείξεων εκτυπουμένων εις τε την Ελληνικήν και την Αγγλικήν γλώσσαν. Αι ανωτέρω μεταβολαί καταχωρίζονται υπό της Υπηρεσίας Ναυτικών Μητρώων, βάσει των απαιτουμένων κατά περίπτωσιν δικαιολογητικών, οσάκις δεν κατεχωρίσθησαν ή κατεχωρίσθησαν εσφαλμένως υπό των αρμοδίων Αρχών. Σελίδες 108-111:Δια την καταχώρισιν του είδους της ασθενείας ή του ατυχήματος, της διαρκείας τούτων και της καταβληθείσης αποζημιώσεως, εφ’ όσον βαρύνουν το πλοίον. Σελίδες 112-116:Παραμένουν κεναί. 2.Το αντίγραφον του φυλλαδίου ναυτικού είναι πανομοιότυπον του πρωτοτύπου, ως τούτο περιγράφεται ανωτέρω, με τας κάτωθι τροποποιήσεις. α)Επί του εξωφύλλου και κάτωθι του συμπλέγματος αγκύρας, τριαίνης και στέμματος αναγράφεται δια κεφαλαίων γραμμάτων η φράσις «ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΦΥ ΛΛΑΔΙΟΥ ΝΑ ΥΤΙΚΟΥ». β)Επί της σελίδος 4 τίθεται εντύπως και καθ’ όλον το διαγώνιον μήκος αυτής η Αγγλική λέξις COPY δια κεφαλαίων γραμμάτων, εις δε την σελίδα 5 και κατά τον αυτόν τρόπον η λέξις ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ. γ)Επί των σελίδων 6-7 καταχωρίζεται η εν γένει προ της απογραφής κτηθείσα παρά του αιτούντος την χορήγησιν αντιγράφου του ναυτικού του φυλλαδίου και αναγνωρισθείσα, κατά τα εκάστοτε ισχύοντα, θαλασσία υπηρεσία επί οιασδήποτε σημαίας εμπορικών πλοίων. δ)Αι σελίδες 8-9 προορίζονται δια την καταχώρισιν της θαλασσίας υπηρεσίας της κτηθείσης, παρά του αιτούντος την χορήγησιν αντιγράφου του ναυτικού φυλλαδίου, από της απογραφής του και εντεύθεν και μέχρι της ημερομηνίας της υποβολής της περί χορηγήσεως αντιγράφου του ναυτικού του φυλλαδίου αιτήσεως. ε)Εις τας σελίδας 108-111 μεταφέρονται αι βαρύνουσαι το πλοίον ασθένειαι ή ατυχήματα του ναυτικού, η διάρκεια τούτων και αι καταβληθείσαι αποζημιώσεις. Τύπος φυλλαδίου ναυτικού περιωρισμένης χρήσεως και αντιγράφου τούτου Άρθρ.5.-1.Το φυλλάδιον ναυτικού απογραφέντος υπό περιωρισμένην δυνατότητα ναυτολογήσεως, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρ. 3 του παρόντος, είναι πανομοιότυπον με το φυλλάδιον ναυτικού ως τούτο περιγράφεται εις την παρ. 1 του άρθρ. 4 του παρόντος με τας εξής τροποποιήσεις : α)Επί του εξωφύλλου εκτυπούται, αντί του χρυσοχρόου, αργυρόχρουν σύμπλεγμα αγκύρας, τριαίνης και στέμματος, ύπερθεν του οποίου αναγράφεται δια κεφαλαίων γραμμάτων του αυτού χρώματος «ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑ ΥΤΙΛΙΑΣ» κάτωθι δε τούτου «ΦΥ ΛΛΑΔΙΟΝ ΝΑ ΥΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΩΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ». β)Αι σελίδες εκτυπούνται επί εγχρώμου δαπέδου χρώματος υποκιτρίνου. γ)Εις τας σελίδας 4 και 5, ένθα τα ατομικά στοιχεία του κατόχου και μετά την ημερομηνίαν της γεννήσεως τούτου, τίθεται εντύπως εις την Αγγλικήν και την Ελληνικήν γλώσσαν αντιστοίχως η ένδειξις «κεκτημένος τα νόμιμα προσόντα απογράφεται σήμερον ως ναυτικός με την δυνατότητα ναυτολογήσεώς του ΜΟΝΟΝ εις τον κλάδον προσωπικού ΜΗΧΑΝΗΣ - ΓΕΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ - ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΜΗΧΑΝΗΣ», διαγραφομένων παρά της εκδιδούσης το φυλλάδιον Υπηρεσίας ή Αρχής των μη ανταποκρινομένων προς την σχετικήν γνωμάτευσιν της Ανωτάτης Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής ενδείξεων. 2.Το αντίγραφον του φυλλαδίου ναυτικού απογραφέντος υπό περιωρισμένην δυνατότητα ναυτολογήσεως είναι πανομοιότυπον του πρωτοτύπου, ως τούτο περιγράφεται ανωτέρω, με τας κάτωθι τροποποιήσεις: α)Επί του εξωφύλλου και κάτωθι του συμπλέγματος αγκύρας, τριαίνης και στέμματος αναγράφεται δια κεφαλαίων στοιχείων η φράσις ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ ΦΥ ΛΛΑΔΙΟΥ ΝΑ ΥΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΩΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ. β)Επί της σελίδος 4 τίθεται εντύπως και καθ’ όλον το διαγώνιον μήκος αυτής η Αγγλική λέξις COPY δια κεφαλαίων γραμμάτων εις δε την σελίδα 5 και κατά τον αυτόν τρόπον η λέξις ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ. γ)Επί των σελίδων 6-7 καταχωρίζεται η εν γένει προ της απογραφής κτηθείσα παρά του αιτούντος την χορήγησιν αντιγράφου του ναυτικού του φυλλαδίου και αναγνωρισθείσα, κατά τα εκάστοτε ισχύοντα, θαλασσία υπηρεσία επί οιασδήποτε σημαίας εμπορικών πλοίων. δ)Επί των σελίδων 8-9 καταχωρίζεται η θαλασσία υπηρεσία η κτηθείσα παρά του αιτούντος την χορήγησιν αντιγράφου του ναυτικού του φυλλαδίου, από της απογραφής του και εντεύθεν και μέχρι της υποβολής της περί χορηγήσεως αντιγράφου του ναυτικού του φυλλαδίου αιτήσεως. ε)Εις τας σελίδας 108-111 μεταφέρονται αι βαρύνουσαι το πλοίον ασθένειαι ή ατυχήματα του ναυτικού, η διάρκεια τούτων και αι καταβληθείσαι αποζημιώσεις. (Μετά την σελ. 428,04) Σελ. 428,05 Τεύχος 381-Σελ.23 Απογραφή Ναυτικών 19.Ε.β.19 61 Αντίγραφον Φυλλαδίων Άρθρ.6.-1.Επί απωλεία ή φθορά φυλλαδίου ναυτικού, καθιστώση δυσχερή την πιστοποίησιν ταυτότητος του κατόχου ή την εν τω φυλλαδίω αναγραφήν πράξεων ναυτολογήσεως και απολύσεως, εκδίδεται αντίγραφον φυλλαδίου ναυτικού, επί τη αιτήσει του ενδιαφερομένου και επί πληρωμή του εκάστοτε καθοριζομένου αντιτίμου. Εάν η απώλεια επήλθεν συνεπεία ναυτικού ατυχήματος, το αντίγραφον φυλλαδίου ναυτικού χορηγείται δωρεάν. Εν περιπτώσει φθοράς υποβάλλεται μετά της αιτήσεως και το φθαρέν φυλλάδιον το οποίον παραμένει εις τον φάκελλον απογραφής του ναυτικού. 2.Εν περιπτώσει απωλείας, η εν τη προηγουμένη παραγράφω αίτησις συνοδεύεται και δι’ ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον Λιμενικής Αρχής ή του αρμοδίου Τμηματάρχου της Υπηρεσίας Ναυτικών Μητρώων, εν τη ημεδαπή, εν δε τη αλλοδαπή ενώπιον του Ναυτιλιακού Ακολούθου ή εν ελλείψει τούτου ενώπιον της Προξενικής Αρχής, βεβαιούσης την απώλειαν και την αιτίαν αυτής. 3.Η Υπηρεσία Ναυτικών Μητρώων εν περιπτώσει υποβολής αυτή βεβαιώσεως περί απωλείας και προ της εκδόσεως του αντιγράφου, δικαιούται εν περιπτώσει αμφιβολίας τινός, να προβαίνει εις την, δια παντός προσφόρου αυτή μέσου και δι’ ενεργείας ενόρκου ανακρίσεως, εξακρίβωσιν του αληθούς του περιεχομένου της ενόρκου βεβαιώσεως. 4.Επί τη εκδόσει του αντιγράφου ενεργείται σχετική εγγραφή εις την μερίδα του ναυτικού. 5.Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί απωλείας ή φθοράς φυλλαδίου ναυτικού περιορισμένης χρήσεως ή αντιγράφων φυλλαδίου. Αντικατάστασις φυλλαδίων και βιβλιαρίων ναυτικών Άρθρ.7.-1.Οι απογραφέντες και τας προϊσχυσάσας του Νόμ. 721/1948 διατάξεις και οι απογραφέντες κατά τας διατάξεις του Νόμ. 721/1948 ως «μαθητευόμενοι ναυτικοί» και «ναυτικοί» διατηρούν τα αντίστοιχα φυλλάδιά των ή βιβλιάρια. 2.Τα βιβλιάρια μαθητευομένων ναυτικών δύνανται οποτεδήποτε ν’ αντικατασταθώσιν, αιτήσει του ενδιαφερομένου, δια του καθιερουμένου δια του παρόντος ΦΥ ΛΛΑΔΙΟΥ ΝΑ ΥΤΙΚΟΥ ενιαίου τύπου, φέροντος τον αυτόν αριθμόν απογραφής ως και το αυτό χαρακτηριστικόν γράμμα της απογραφικής περιφερείας, του αντικαθιστωμένου βιβλιαρίου μαθητευομένου ναυτικού κατατιθεμένου εις την Αρχήν. 3.Τα κατά τας διατάξεις του Νόμ. 721/1948 εκδοθέντα φυλλάδια ναυτικού αντικαθίστανται εν περιπτώσει φθοράς ή απωλείας, δι’ αντιγράφου ΦΥ ΛΛΑΔΙΟΥ ΝΑ ΥΤΙΚΟΥ ενιαίου τύπου, διατηρουμένου του ισχύοντος χαρακτηριστικού γράμματος Ν. Τα προ της ισχύος του Νόμ. 721/1948 εκδοθέντα φυλλάδια ως και τα βιβλιάρια μαθητευομένων ναυτικών τα εκδοθέντα κατά τας διατάξεις του Νόμ. 721/1948 αντικαθίστανται εις τας αυτάς ως άνω περιπτώσεις, δι’ αντιγράφου ΦΥ ΛΛΑΔΙΟΥ ΝΑ ΥΤΙΚΟΥ ενιαίου τύπου, διατηρουμένου του αυτού αριθμού απογραφής ως και του αυτού χαρακτηριστικού γράμματος της απογραφικής περιφερείας. 4.Τηρουμένων των ύπερθεν διατάξεων καθ’ όσον αφορά τα χαρακτηριστικά στοιχεία, επί τη συμπληρώσει φυλλαδίου ναυτικού οιουδήποτε τύπου, χορηγείται παρά της Υπηρεσίας Ναυτικών Μητρώων δεύτερον, τρίτον κ.ο.κ. ΦΥ ΛΛΑΔΙΟΝ ΝΑ ΥΤΙΚΟΥ ενιαίου τύπου, του συμπληρωθέντος φυλλαδίου κατατιθεμένου εις την Αρχήν. 5.Επί αντικαταστάσει βιβλιαρίου ή φυλλαδίου, κατά το παρόν άρθρον, ενεργούνται αι προβλεπόμεναι υπό των εδαφ. γ, δ και ε της παρ. 2 των άρθρ. 4 και 5 και υπό της παρ. 4 του άρθρ. 6 του παρόντος καταχωρίσεις. Μεταβατικαί διατάξεις Άρθρ.8.-Κατά παρέκκλισιν της διατάξεως του εδαφ. ε του άρθρ. 1 του παρόντος περί ανωτάτου ορίου ηλικίας απογραφομένων, επιτρέπεται μέχρι 31ης Δεκ. 1970 η απογραφή ως ναυτικών : α)Των μη υπερβάντων το 35ον έτος της ηλικίας των και β)των συμπληρωσάντων το 35ον έτος και μη υπερβάντων το 55ον έτος της ηλικίας των, εφ’ όσον κέκτηνται ή αποκτούν, μέχρι της ανωτέρω ημερομηνίας, ενός έτους θαλασσίαν υπηρεσίαν επί Ελληνικών ή υπό ξένας σημαίας εμπορικών πλοίων δι’ εκάστην πενταετίαν μετά την συμπλήρωσιν του 25ου έτους της ηλικίας των. Καταργούμεναι διατάξεις Άρθρ.9.-Από της ισχύος του παρόντος καταργούνται άπασαι οι αναφερόμεναι εις θέματα ρυθμιζόμενα δια του παρόντος διατάξεις του από 12 Μαΐου/17 Ιουν. 1950 Β. Δ/τος «περί τύπου και τρόπου εκδόσεως των βιβλιαρίων μαθητευομένων ναυτικών, φυλλαδίων ναυτικών και εργατών θαλάσσης και των αντιγράφων αυτών» (ΦΕΚ 135 Α) ως τούτο ετροποποιήθη υπό του υπ’ αριθ. 244 από 11 Απρ./1 Μαΐου 1963 Β.Δ/τος «περί αντικαταστάσεως των άρθρ. 1 και 7 του από 12 Μαΐου 1950 Β.Δ/τος «περί του τύπου και τρόπου εκδόσεως βιβλιαρίων μαθητευομένων ναυτικών κλπ.» (ΦΕΚ 53 Α΄). Εις τον επί της Εμπορικής Ναυτιλίας Υπουργόν, ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος. Σελ. 428,06 Τεύχος 381-Σελ.24 19.Ε.β.19 Απογραφή Ναυτικών 62
168
7. ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΟΙΝ. ΠΡΟΝΟΙΑΣ Αριθ. 89268 της 19/23 Σεπτ. 1952 Περί καθορισμού ποσοστού εκπτώσεως επί φαρμάκων βάσει του Νόμ. 2603/1940. Έχοντες υπ’ όψιν: 1)Την υπ’ αριθ. 85885/8.10.1951 απόφασιν ημών, δι ης ενεκρίθη όπως κατά την σύναψιν συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των Φαρμακευτικών Συλλόγων και των Ταμείων Υγείας των Συλλόγων του προσωπικού των Τραπεζών Ελλάδος Εθνικής και Αγροτικής παρέχεται έκπτωσις 5% επί των πωλουμένων φαρμάκων. 2)Την υπ’ αριθ. 1012/1952 απόφασιν του Συμβουλίου Επικρατείας, δι ης ηκυρώθη η ως άνω υπ’ αριθ. 85885 8.10.51 απόφασις ημών δια τους εν τη αποφάσει ταύτη αναφερομένους λόγους. 3)Την υπ’ αριθ. 175/13.8.1952 γνωμοδότησιν του παρ’ ημίν Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Φαρμάκων. Ιδόντες τας διατάξεις του άρθρ. 5 του Νόμ. 2603/1940 ως και του άρθρ. 2 (παρ. 2 ) του Ν.Δ. 559/1941, αποφασίζομεν: Ακυρούμεν την ως άνω υπ’ αριθ. 85885/1951 απόφασιν ημών και περιορίζομεν εις 5% το υπό του άρθρ. 5 (παρ. 2) του Νόμ. 2603/1940 προβλεπόμενον ποσοστόν εκπτώσεως επί των πωλουμένων δυνάμει συλλογικών συμβάσεων φαρμάκων και φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων εις τους ησφαλισμένους των Νομικών προσώπων Δημοσίου ή ιδιωτικού Δικαίου των διατηρούντων Ταμείον ιατρικής και φαρμακευτικής περιθάλψεως περί ων η παρ. 1 του αυτού άρθρου. Η έκπτωσις αύτη 5% θα γίνεται τόσον επί των χορηγουμένων φαρμάκων και φαρμακοτεχνικών εργασιών όσον και επί των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων, φυσίγγων, ορών, εμβολίων, επιδεσμικών ειδών, δοχείων και λοιπών βοηθημάτων καθώς και επί του βάμματος ιωδίου και του μουρουνελαίου. Η παρούσα απόφασις ημών θα ισχύση επί έν εξάμηνον από της εκδόσεώς της.
53
8. ΝΟΜΟΘΕΤ.ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 7/31 Ιουλ. 1926 Περί τροποποιήσεως του νόμου ΓΩΛΣΤ΄ περί ζωοκλοπής κλπ. Κατηργήθη υπό του Ν.Δ. της 13/16 Σεπτ. 1926 περί καταργήσεως κλπ., όπερ εκυρώθη δια του νόμου 3891 της 11/15 Φεβρ. 1929 περί κυρώσεως του Ν.Δ. της 13/16 Σεπτ. 1926.
237
42. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ' αριθ. 889 της 19/24 Αυγ. 1981 (ΦΕΚ Α' 224) Περί παροχής εις την Δ.Ε.Π. αποκλειστικού δικαιώματος ερεύνης και εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων εις περιοχάς Δυτικής Ελλάδος (Περιοχαί Κερκύρας, Ηπείρου, Πρεβέζης, Λευκάδος, Κεφαλληνίας, Πατραϊκού και Κυπαρισσίας - Στροφάδων).
0
8. ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 194 της 23 Φεβρ./6 Μαρτ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 54) Περί καθορισμού χρόνου φοιτήσεως στο Κέντρο Διπλωματικών Σπουδών. Άρθρ.1.-"Η διάρκεια φοιτήσεως στο Κέντρο Διπλωματικών Σπουδών ορίζεται εννεάμηνη". Το άρθρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 1 του Π.Δ. 670/16-26 Νοεμ. 1982 (ΦΕΚ Α΄ 140). Με το άρθρ. 2 άνω Π.Δ/τος ορίζεται ότι οι διατάξεις του άνω άρθρ. Ι ισχύουν από 26 Νοεμ. 1982. Σύμφωνα με το εδάφ. β΄ της παρ. 2 άρθρ. 12, Νόμ. 2297/1995, ΦΕΚ Α΄ 50, (τόμ. 2Α, σελ. 276,6139), ορίζεται ότι: Ειδικώς για τους σπουδαστές, που φοιτούν στο Κέντρο Διπλωματικών Σπουδών από τις 2 Ιαν. 1995 και αποτελούν τη Δ΄ Εκπαιδευτική Σειρά, ορίζεται ως χρόνος διάρκειας της φοίτησής τους στο Κέντρο το εξάμηνο, που αρχίζει από την αυτή παραπάνω ημερομηνία. Άρθρ.2.-Κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του Κέντρου Διπλωματικών Σπουδών η φοίτηση ορίζεται εξάμηνη. Σελ. 160,36(β) Τεύχος 1268-Σελ. 98
180
68. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ.1558 της 17/26 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Α΄137) Κυβέρνηση και κυβερνητικά όργανα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ Σύνθεση και λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου. Άρθρ.1.–1.Το Υπουργικό Συμβούλιο αποτελείται, σύμφωνα με το άρθρ. 81 παρ. 1 του Συντάγματος, από τον Πρωθυπουργό και του υπουργούς, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αναπληρωτές και οι χωρίς χαρτοφυλάκιο υπουργοί. Οι αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης είναι μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και όταν απαλλάσσονται από τα καθήκοντα υπουργού, σύμφωνα με το άρθρ. 15 παρ. 4. 2.Οι υφυπουργοί δεν αποτελούν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. 3.Το Υπουργικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρωθυπουργό ή τον αναπληρωτή του και βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον τα μισά μέλη. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η γνώμη υπέρ της οποίας ψήφισε ο Πρωθυπουργός. 4.Ο Πρωθυπουργός μπορεί να προσκαλέσει να συμμετάσχουν σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου υφυπουργοί ή να παραβρίσκονται άλλοι δημόσιοι λειτουργοί. Αρμοδιότητες του Υπουργικού Συμβουλίου άρθρ.37 Νόμ.1968/10-11 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄150), τόμ.6 σελ.104,260. 5.(4).Ο διορισμός και η παύση του προσωπικού της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου γίνεται μετά από απόφαση του Πρωθυπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την παρ.5 άρθρ.37 Νόμ.1968/10-11 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄150), (τόμ.6 σελ.104,260), ορίστηκε ,ότι μέχρι την έκδοση του Σελ .84,31602(γ) Τεύχος 1317 Σελ. 28 διατάγματος, που προβλέπεται από την παρ.2 αυτού του άρθρου, η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, εξακολουθεί να διέπεται από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. «6.Με απόφαση του Πρωθυπουργού ανατίθενται καθήκοντα αρμοδιότητας Γραμματείας Υπουργικού Συμβουλίου σε πανεπιστημιακούς λειτουργούς ή στο κύριο προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, παράλληλα ή μη με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους. Με ίδια απόφαση ανατίθενται παρόμοια καθήκοντα σε δικαστικούς λειτουργούς παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους. Με την απόφαση ανάθεσης καθορίζεται και επιμίσθιο που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 40% των αποδοχών τους. 7.Με όμοια απόφαση το προσωπικό της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου οποιασδήποτε κατηγορίας, βαθμού ή σχέσης δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αποσπάται και κατανέμεται κατά παρέκκλιση κάθε ισχύουσας διάταξης σε υπηρεσίες του Δημοσίου ή δημοσίων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείτο πριν την ισχύ του άρθρ. 51 παρ. 1 του Νόμ. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 τ. Α΄/31-7-1990). Η μισθοδοσία του προσωπικού, που αποσπάται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, βαρύνει τους φορείς προς τους οποίους γίνεται η απόσπαση. 8.Η παρ. 1 του άρθρ. 71 του Νόμ. 1943/1991 ισχύει και για τη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου». Οι παρ. 6, 7 και 8 προστέθηκαν από την παρ. 2 άρθρ. 30 Νόμ. 2190/1-3 Μαρτ. 1994 (ΦΕΚ Α΄28), Τόμ. 2Α σελ. 318,203. 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές Γενικές διατάξεις για τα συλλογικά κυβερνητικά όργανα Άρθρ.8.–1.Το Υπουργικό Συμβούλιο και ο Πρωθυπουργός μπορούν να παραπέμπουν για επεξεργασία και λήψη αποφάσεων στα συλλογικά όργανα που προβλέπονται στα άρθρ.3,4,5 και 6 κάθε θέμα της κυβερνητικής πολιτικής του οποίου, κατά την κρίση τους, είναι ανάγκη να επιληφθούν. 2.Το Υπουργικό Συμβούλιο, με πρόταση του Πρωθυπουργού, μπορεί να αποφασίζει για οποιοδήποτε θέμα της αρμοδιότητας των άλλων συλλογικών κυβερνητικών οργάνων και να καταργήσει οποιαδήποτε απόφασή τους. 3.Για τη λήψη των αποφάσεων από τα συλλογικά κυβερνητικά όργανα ισχύουν οι αρχές της συζήτησης, της φανερής ψηφοφορίας και της πλειοψηφίας. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερτερεί η γνώμη υπέρ της οποίας εψήφισε ο πρόεδρος του οργάνου. 4.Το υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί: α) Να καταργεί τα προβλεπόμενα από τα άρθρ. 3, 4, 5 και 6 ή με οποιοδήποτε τρόπο συνιστώμενα συλλογικά κυβερνητικά όργανα ή να μεταβάλλει τη σύνθεση και τις αρμοδιότητές τους. β) Να συνιστά νέα συλλογικά όργανα από μέλη του ή και με τη συμμετοχή υφυπουργών, βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και λειτουργών του δημόσιου τομέα ορίζοντας τις αρμοδιότητές τους και τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους. γ) Να συνιστά επιτροπές και ομάδες εργασίας από υπουργούς, υφυπουργούς, βουλευτές, δημόσιους λειτουργούς και λειτουργούς του δημόσιου τομέα και ιδιώτες εμπειρογνώμονες για την επεξεργασία θεμάτων της κυβερνητικής πολιτικής, ορίζοντας τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους καθώς και την αμοιβή που ενδεχόμενα θα καταβληθεί για το έργο του στους ιδιώτες και στους δημόσιους λειτουργούς και λειτουργούς του δημόσιου τομέα, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη. δ) Να καταργεί τις γραμματείες των συλλογικών κυβερνητικών οργάνων, να συνιστά νέες για την εξυπηρέτηση οποιουδήποτε συλλογικού οργάνου, συνιστώντας τις αναγκαίες θέσεις και ορίζοντας τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους, καθώς και να συγχωνεύει τις υφιστάμενες μεταξύ τους ή με τη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου. 5. Στις συνεδριάσεις των πιο πάνω συνιστώμενων συλλογικών κυβερνητικών οργάνων μπορεί να μετέχουν χωρίς ψήφο ύστερα από πρόσκληση του Πρωθυπουργού και άλλα μέλη της Κυβέρνησης. Με την Π.Υ.Σ.32/6-10 Μαρτ. 1986 (ΦΕΚ Α΄20) συστήθηκε Επιτροπή με αντικείμενο την εξέταση, μελέτη και εισήγηση σε θέματα που αφορούν τα αντισταθμιστικά οφελήματα προμηθειών του δημόσιου τομέα. Η άνω Συντονιστική Επιτροπή Αντισταθμιστικών Οφελών, καταργήθηκε από το εδάφ.α΄ του άρθρ.7 της Α.Π.61495/ΔΙΟΑΔ.1026/1992 (ΦΕΚ Β΄578), Απόφ. Υπ. Προεδρίας και Οικονομικών (τόμ.24Α σελ.276,6105). Με την Π.Υ.Σ.33/13-21 Μαρτ. 1986 (ΦΕΚ Α΄29) συστήθηκε Κυβερνητικό Συμβούλιο Πληροφορικής (ΚΥΣΥΠ). Η άνω Π.Υ.Σ.33/13.3.1986 κυρώθηκε και έχει ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκε από την παρ.6 άρθρ.22 Νόμ.1735/4-11 Νοεμ. 1987 (ΦΕΚ Α΄195), τόμ.2Α σελ.324,48. Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Πληροφορικής (ΚΥ.ΣΥ.Π.) καταργήθηκε από το άρθρ. 7 της Π.Υ.Σ. υπ΄ αριθ. 88/4-11 Απρ. 1996 (ΦΕΚ Α΄65), κατωτ. αριθ. 93. Με την Π.Υ.Σ. 62/23 Μαΐου – 5 Ιουν. 1986 (ΦΕΚ Α΄70) συστήθηκε συλλογικό κυβερνητικό όργανο με τον τίτλο «Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας» (Σ.Ε.Α.). Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (Σ.Ε.Α.) καταργήθηκε από την παρ. 5 άρθρ. 2 της Π.Υ.Σ. υπ΄ αριθ. 88/4-11 Απρ. 1996 (ΦΕΚ Α΄65), κατωτ. αριθ. 93. Με την Υ 178/25-27 Ιουν. 1986 (ΦΕΚ Β΄428) απόφ. του Πρωθυπουργού ορίστηκαν τα εξής: 1.Οι θέσεις των μετακλητών υπαλλήλων για τις γραμματείες του Κυβερνητικού Συμβουλίου (ΚΥ.ΣΥΜ.) του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και Εθνικής Άμυνας (ΚΥ.Σ.Ε.Α.) και του Ανωτάτου Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής (Α.Σ.Ο.Π.) είναι ενιαίες με βαθμούς Α έως Γ. 2.Οι βαθμοί Α έως Γ αντιστοιχούν στα ακόλουθα μισθολογικά κλιμάκια: α) Βαθμό Α΄ μισθολογικό κλιμάκιο 6ο-1ο β) « Β΄ « « 16ο-7ο γ) « Γ΄ « « 24ο-9ο (Αντί για τη σελ. 84,3161(β) Σελ. 84,3161(γ) Τεύχος 1317 Σελ. 29 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 Με την Π.Υ.Σ. 56/25 Απρ. – 21 Αυγ. 1986 (ΦΕΚ Α΄127) ορίστηκαν τα εξής: «1.Συνιστά διυπουργική επιτροπή που αποτελείται από τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς Προεδρίας της Κυβέρνησης, Βόρειας Ελλάδας και Εμπορίου και τους Υφυπουργούς Εξωτερικών και Πολιτισμού, αρμόδια για θέματα Απόδημου Ελληνισμού και Λαϊκής Επιμόρφωσης. 2.Συνιστά εκτελεστική επιτροπή που αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορίτικης Κληρονομιάς, το Διοικητή του Αγίου Όρους, τον Πρόεδρο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης και έναν εκπρόσωπο της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους. 3.Στη διυπουργική επιτροπή προεδρεύει ο Πρωθυπουργός και σε περίπτωση απουσίας του αναπληρώνεται από τον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης. Στην εκτελεστική επιτροπή προεδρεύει ο Πρόεδρος του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορίτικης Κληρονομιάς και σε περίπτωση απουσίας του αναπληρώνεται από τον Πρόεδρο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. 4.Η διυπουργική επιτροπή χαράσσει τις γενικές κατευθύνσεις για την οργάνωση της έκθεσης των θησαυρών του Αγίου Όρους μέσα στα πλαίσια της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. Λαμβάνει τις πολιτικές αποφάσεις, που απαιτούνται για την εκπλήρωση του σκοπού, μεριμνά για την εξεύρεση των οικονομικών μέσων για την κάλυψη των εξόδων της έκθεσης και εποπτεύει την εκτελεστική επιτροπή. 5.Η εκτελεστική επιτροπή έχει την ευθύνη της εκτέλεσης των αποφάσεων της διυπουργικής επιτροπής και αποφασίζει για κάθε λεπτομέρεια οικονομική τεχνική και ασφάλειας των θησαυρών και λαμβάνει οποιοδήποτε μέτρο κρίνει σκόπιμο προκειμένου να επιτευχθεί με τον αρτιότερο τρόπο η διοργάνωση της έκθεσης και η διεθνής προβολή της. 6.Η συμμετοχή στις επιτροπές είναι άμισθη. Ο Πρόεδρος της διυπουργικής επιτροπής καθορίζει το χρηματικό ποσό που απαιτείται για τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής των μελών των επιτροπών σε περίπτωση μετακίνησής τους εκτός της έδρας της κύριας θέσης τους». Με την Π.Υ.Σ.130/1-6 Οκτ. 1986 (ΦΕΚ Α΄154) ορίστηκαν τα εξής: «Ι. Συνιστά διυπουργική Επιτροπή, από τους: 1.Υπουργό Εθν. Οικονομίας, ως Πρόεδρο. 2.Υπουργό Οικονομικών. Σελ. 84,3162(γ) Τεύχος 1317 Σελ. 30 3.Υπουργό Γεωργίας. 4.Υπουργό Εμπορίου. 5.Υφυπουργό Εθν. Οικονομίας, αρμόδιο για θέματα επενδύσεων. 6.Υφυπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. 7.Υφυπουργό Πολιτισμού, αρμόδιο για θέματα Απόδημου Ελληνισμού. 8.Οικονομικό Σύμβουλο Πρωθυπουργώ, και 9.Εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών, οριζόμενον από τον Υπουργό Εξωτερικών. ΙΙ.Έργο της Επιτροπής είναι η περιοδική καταγραφή και παρακολούθηση των επενδυτικών προσπαθειών, οι οποίες γίνονται από τα συμμετέχοντα Υπουργεία, ο συντονισμός των ενεργειών και η λήψη μέτρων για την επίσπευση των επενδύσεων». Με την Π.Υ.Σ.1/2-8 Ιαν. 1987 (ΦΕΚ Α΄1) η άνω Π.Υ.Σ.130/1-10-1986 συμπληρώθηκε και ορίστηκε ότι στην άνω Επιτροπή μετέχουν «και οι Υπουργοί Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και η Αναπληρωτής Υπουργός Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας, με τη σειρά προβαδίσματος που προβλέπει ο νόμος». 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές Με την Π.Υ.Σ. 37/13-19 Μαρτ. 1987 (ΦΕΚ Α΄37) ορίστηκαν τα εξής: «α) Συνιστάται συλλογικό κυβερνητικό όργανο με σκοπό την παρακολούθηση και το συντονισμό του έργου της ανασυγκρότησης της πόλης της Καλαμάτας και της επίλυσης των ιδιαιτέρων προβλημάτων της που συνδέονται με τους σεισμούς του 1986. β) Στο συνιστώμενο σύμφωνα με την παράγραφο α κυβερνητικό συλλογικό όργανο μετέχουν: α) Ο Υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου αρμόδιος για τα θέματα της Καλαμάτας Αθ. Φιλιππόπουλος, ως Πρόεδρος. β) Οι κατά περίπτωση αρμόδιοι Υφυπουργοί των Υπουργείων: Εθνικής Οικονομίας, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Γεωργίας. γ) Οι Υφυπουργοί Εσωτερικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών. δ) Οι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Εργασίας και όσων από τα πιο πάνω Υπουργεία δεν υπάρχουν διορισμένοι Υφυπουργοί, ως μέλη. Όταν τα συζητούμενα θέματα είναι της αρμοδιότητας του Υπουργού του συλλογικού οργάνου μετέχει ο Υφυπουργός που ορίζεται από τον Υπουργό. γ) Το συνιστώμενο σύμφωνα με την παρ.α όργανο συγκαλείται μετά από πρόσκληση του Προέδρου του, λειτουργεί κατά τους κανόνες των συλλογικών κυβερνητικών οργάνων και εξυπηρετείται γραμματειακά από το Πολιτικό Γραφείο του Υπουργού Άνευ Χαρτοφυλακίου Αθ. Φιλιππόπουλου». Με την Π.Υ.Σ. 46/27 Μαρτ. – 8 Απρ. 1987 (ΦΕΚ Α΄47) ορίστηκαν τα εξής: «1. Συνιστάται Επιτελικό Συμβούλιο Εποπτείας Πενταετούς (ΕΣΕΠ), το οποίο θα εδρεύει στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, θα εποπτεύεται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και θα αποτελείται από εκπροσώπους: α) Του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας β) Του Υπουργού Εσωτερικών γ) Του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης δ) Του Υπουργού Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων ε) Του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. στ) Του Υπουργού Γεωργίας ζ) Του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας (Ανά ένας εκπρόσωπος των κλάδων Ενέργειας και Βιομηχανίας). η) Του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών. 2. α) Η συγκρότηση του ΕΣΕΠ γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μετά από προτάσεις των αρμοδίων Υπουργών. β) Του ΕΣΕΠ προεδρεύει ο εκπρόσωπος του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και τη γραμματειακή του στήριξη παρέχει ειδικό Γραφείο Πενταετούς του ΥΠΕΘΟ. γ) Το ΕΣΕΠ δύναται να καλεί κάθε φορά εκπροσώπους άλλων φορέων που από τη φύση του αντικειμένου τους μπορούν να συνδράμουν το έργο του. δ) Το ΕΣΕΠ είναι δυνατόν να πλαισιώνεται με εμπειρογνώμονες που αποσπώνται με αποφάσεις του Υπουργού Εθν. Οικονομίας και του συναρμόδιου Υπουργού για περιορισμένα χρονικά διαστήματα στο ειδικό Γραφείο Πενταετούς του ΥΠΕΘΟ. ε) Η απόφαση του εδ. α παραπάνω θα ορίζει τις λοιπές λεπτομέρειες λειτουργίας του Συμβουλίου. 3. Έργο του ΕΣΕΠ είναι: α) Ο συντονισμός των συνολικών διαδικασιών κατάρτισης των Πενταετών Προγραμμάτων Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης και η επιτελική εποπτεία της Τεχνικής Πυραμίδας του Προγραμματισμού. β) Η εποπτεία του τρόπου και του βαθμού υλοποίησης των Πενταετών Προγραμμάτων Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης, καθώς και η επισήμανση προβλημάτων για την άρση των οποίων απαιτείται κυβερνητική παρέμβαση. γ) Η φροντίδα για την πληρέστερη προετοιμασία και στήριξη των διαδικασιών του μεσοχρόνιου προγραμματισμού και τη δημιουργία της απαραίτητης προς τούτο υποδομής. δ) Η εισήγηση στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας όλων των θεμάτων τα οποία αφορούν την κατάρτιση, υλοποίηση και προετοιμασία των Πενταετών Προγραμμάτων. ε) Η διαρκής ενημέρωση της Κυβέρνησης, μέσω του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, για την πορεία όλων των φάσεων της Αναπτυξιακής διαδικασίας. 4.Ορίζει όπως οι απαραίτητοι πόροι για την αντιμετώπιση των δαπανών που συνεπάγεται η κατάρτιση του Πενταετούς διατεθούν από τον Προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας». Το ανωτέρω Επιτελικό Συμβούλιο Εποπτείας 5ετούς, καταργήθηκε από το εδάφ.α΄ άρθρ. 6 της αριθ. Α.Π.61495/ΔΙΟΑΔ 1026/1992 (ΦΕΚ Β΄578) Απόφ. Υπ. Προεδρίας και Οικονομικών (τόμ.24, σελ.276,6105). (Αντί για τη σελ. 84,3163(β) Σελ. 84,3163(γ) Τεύχος 1317 Σελ. 31 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 Με την Π.Υ.Σ.153/14-20 Δεκ. 1989 (ΦΕΚ Α’246), αποφασίστηκε: 1.Η σύσταση Επιτροπής αποτελούμενης από τον Πρωθυπουργό ως Πρόεδρο, τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και από τον αναπληρωτή Υπουργό Εθνικής Οικονομίας. 2.Στην Επιτροπή μπορούν να μετέχουν κατά περίπτωση, καλούμενοι κάθε φορά από τον Πρόεδρο, και άλλοι Υπουργοί ή Αναπληρωτές Υπουργοί, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οικονομικοί ή νομικοί σύμβουλοι του Πρωθυπουργού. 3.Έργο της επιτροπής είναι: α) ο καθορισμός των οικονομικών μέτρων της Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού, των Δημόσιων Οργανισμών και των Οργανισμών του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, β) ο συντονισμός των ενεργειών της Κυβερνήσεως για την ταχεία εφαρμογή των οικονομικών μέτρων και γ) η παρακολούθηση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των οικονομικών μέτρων. 4.Ο Πρόεδρος συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρίαση τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, καθορίζει τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν, αναθέτει στα μέλη της τη μελέτη θεμάτων που χρειάζονται περαιτέρω επεξεργασία και υπογράφει κάθε απόφαση ή έγγραφο της Επιτροπής. 5.Για τη γραμματειακή εξυπηρέτηση της Επιτροπής διατίθενται ανά ένας υπάλληλος των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με αντίστοιχες αποφάσεις των οικείων Υπουργών. Με την Π.Υ.Σ.150/2-2 Δεκ. 1992 (ΦΕΚ Α’186) αποφασίστηκε: (Άρθρ.1.–1.Συνιστάται Κυβερνητικό Συμβούλιο Προστασίας Περιβάλλοντος και Ποιότητας Ζωής, που συγκροτείται από τους: α) Πρωθυπουργό, ως Πρόεδρο β) Υπουργό Εθνικής Οικονομίας γ) Υπουργό Γεωργίας δ) Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ε) Υπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, ως μέλη. 2.Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου μπορεί να μετέχουν και άλλοι Υπουργοί, εφόσον συζητούνται θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου τους. 3.Γραμματέας του Συμβουλίου ορίζεται ο Γενικός Γραμματέας Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Σελ .84,3164(γ) Τεύχος 1317 Σελ. 32 Άρθρ.2.–Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Προστασίας Περιβάλλοντος και Ποιότητας Ζωής, ενεργώντας στο πλαίσιο των αποφάσεων και κατευθύνσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζει για κάθε θέμα γενικότερης σημασίας στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής, παίρνοντας τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της Κυβερνητικής πολιτικής και παρακολουθεί και συντονίζει την εφαρμογή των αποφάσεών του και των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου από τα μέλη της Κυβέρνησης και από άλλα συλλογικά όργανα για τα θέματα αυτά. Άρθρ.3.–Το συνιστώμενο, σύμφωνα με το άρθρ.1 της παρούσης, όργανο συγκαλείται μετά από πρόσκληση του Προέδρου, λειτουργεί κατά τους κανόνες των συλλογικών κυβερνητικών οργάνων και εξυπηρετείται γραμματειακά από τη Γενική Γραμματεία Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Η ισχύς αυτής της Πράξης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.) Το Πενταμελές Κυβερνητικό Συμβούλιο Προστασίας Περιβάλλοντος και Ποιότητας Ζωής, που συστήθηκε με την άνω Π.Υ.Σ. 150/ 92, καταργήθηκε από την παρ. Β του άρθρ. 11 της Π.Υ.Σ. 288/23-31 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 285), κατωτ. αριθ. 95. 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄. Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ Ορκωμοσία Άρθρ.9.–Ο Πρωθυπουργός διοριζόμενος κατά το άρθρ.37 του Συντάγματος πριν αναλάβει τα καθήκοντά του δίνει ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας τον όρκο που προβλέπει το άρθρ.14 του παρόντος. Αρμοδιότητες Άρθρ.10.–1.Ο Πρωθυπουργός: α) Εξασφαλίζει, κατά το άρθρ.82 παρ.2 του Συντάγματος, την ενότητα της Κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της και τις ενέργειες των δημόσιων γενικά υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. β) Προσδιορίζει επακριβώς την κυβερνητική πολιτική στα πλαίσια των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου. γ) Συντονίζει την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. δ) Επιλύει τις διαφωνίες ανάμεσα στους υπουργούς. ε) Εκπροσωπεί την Κυβέρνηση και προεδρεύει στο Υπουργικό Συμβούλιο. στ) Εποπτεύει για την εφαρμογή των νόμων από τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα και για τη λειτουργία τους προς το συμφέρον του κράτους και των πολιτών. ζ) Δίνει την άδεια για τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κάθε κειμένου, του οποίου η δημοσίευση σε αυτή προβλέπεται από το νόμο. η) Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι. 2.Με απόφαση του Πρωθυπουργού μπορεί να ανατίθεται η άσκηση μέρους ή όλων των παραπάνω υπό στοιχ. γ,δ,ε και στ αρμοδιοτήτων κατά τομείς σε αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης ή αναπληρωτή υπουργό του Πρωθυπουργού ή στον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης. Με όμοια απόφαση μπορεί να ανατεθεί η άσκηση της υπό στοιχ. ζ΄ αρμοδιότητας στα παραπάνω μέλη της Κυβέρνησης. Με την ίδια ή άλλη απόφαση του Πρωθυπουργού μπορεί να ορισθεί ότι σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος εκείνου, προς τον οποίο μεταβιβάσθηκε η υπό στοιχ. ζ΄ αρμοδιότητα, αυτή ασκείται από υπάλληλο του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού. «Ειδικά για το τεύχος «Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης» της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, η άσκηση της υπό στοιχ. ζ΄ αρμοδιότητας μπορεί να ανατίθεται με απόφαση του Πρωθυπουργού στον Ειδικό Γραμματέα του Εθνικού Τυπογραφείου». Το μέσα σε «» εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 16 άρθρ. 18 Νόμ. 2503/30-30 Μαΐου 1997 (ΦΕΚ Α΄107), κατωτ. αριθ. 97. 3.Ο Πρωθυπουργός μπορεί για την υποβοήθηση του έργου του να συνιστά με αποφάσεις του επιτροπές ή ομάδες εργασίας, στις οποίες μπορεί να συμμετέχουν υπουργοί, υφυπουργοί, διοικητές τραπεζών ή άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι του δημόσιου τομέα γενικά, καθώς και ιδιώτες, για τη μελέτη ειδικών θεμάτων, τη συλλογή στοιχείων και πληροφοριών, τη σύνταξη προγραμμάτων ή νομοσχεδίων. Με την Υ.111/24-28 Αυγ. 1984 (ΦΕΚ Β΄587) απόφ. του Πρωθυπουργού συστήθηκε Επιτροπή Οργάνωσης και Συντονισμού των διεθνών οικονομικών σχέσεων της χώρας μας. Με την Υ52/20-21 Ιαν. 1988 (ΦΕΚ Β΄10) απόφ. του Πρωθυπουργού μεταβλήθηκε η σύνθεση της άνω Επιτροπής. Για την μεταβολή της σύνθεσης βλέπε άρθρ. 5 της Π.Υ.Σ. υπ΄αριθ. 88/4-11 Απρ. 1996 (ΦΕΚ Α΄65) κατωτ. αριθ. 93, το οποίο στη συνέχεια καταργήθηκε κατά το μέρος που αφορούσε την επιτροπή αυτή από το άρθρ. 12 της Π.Υ.Σ. υπ΄αριθ. 288/23-31 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α΄285), κατωτ. αριθ. 95. Με την Υ.1503/23-23 Οκτ. 1987 (ΦΕΚ Β΄553) απόφ. του Πρωθυπουργού ορίστηκε το εξής: 1. Συνιστάται διυπουργικό όργανο με σκοπό το συντονισμό της εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα του τουρισμού. 2. Στο διυπουργικό όργανο της παρ.1 μετέχουν: Ο Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας αρμόδιος για θέματα τουρισμού ως Πρόεδρος. Οι Υφυπουργοί Πολιτισμού αρμόδιος για θέματα νέας γενιάς και Αποδήμου Ελληνισμού Πολιτισμού αρμόδιος για θέματα Αθλητισμού Οι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων: Πολιτισμού Δημόσιας Τάξης Γεωργίας Εμπορίου Μεταφορών Εμπορικής Ναυτιλίας Ο Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων και Ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών, οριζόμενος από τον Υπουργό Εξωτερικών, ως μέλη. (Αντί για τη σελ.84,317(δ) Σελ. 84,317(ε) Τεύχος 1317 Σελ. 33 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 Στο διυπουργικό όργανο της παρ.1 μπορεί να μετέχουν ακόμη δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι του δημόσιου τομέα καλούμενοι από τον Πρόεδρο για να το υποβοηθήσουν στο έργο του. 3.Το διυπουργικό όργανο της παρ.1 συνεδριάζει με όλα ή με ορισμένα από τα μέλη του ανάλογα με τα συζητούμενα θέματα. Την κάθε φορά σύνθεση καθορίζει ο Πρόεδρος. 4.Σε περίπτωση που δεν είναι ανατεθειμένες αρμοδιότητες σε θέματα τουρισμού στους Υφυπουργούς της παρ.2 στο πιο πάνω όργανο μετέχει ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού. Με την Υ.1575/9-10 Νοεμ. 1987 (ΦΕΚ Β΄593) απόφ. του Πρωθυπουργού η άνω απόφαση συμπληρώθηκε και ορίστηκε ότι εκτός από τα μέλη που ορίζονται σ’ αυτήν μετέχουν: Και οι Γενικοί Γραμματείς των Υπουργείων: Εσωτερικών Οικονομικών Εργασίας Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Με την Υ.776/8-13 Σεπτ. 1988 (ΦΕΚ Β΄676) απόφ. Πρωθυπουργού συστήθηκε Επιτροπή προώθησης πολιτικής και προγραμμάτων πόλεων (ΕΠΠΠ) Με την 4951/10-17 Ιαν. 1990 (ΦΕΚ Β΄22) απόφ. Πρωθυπουργού συστήθηκε Επιτροπή Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων. 4.Με όμοια απόφαση καθορίζονται τα θέματα της λειτουργίας κάθε επιτροπής ή ομάδας εργασίας και της αμοιβής των μελών της, που είναι υπάλληλοι ή ιδιώτες, κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις. 5.Όλες οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα έχουν υποχρέωση να παρέχουν στις επιτροπές ή ομάδες εργασίας, που συνιστώνται με βάση την παρ.3 του άρθρου αυτού ή την παρ.4 περίπτ. γ΄ του άρθρ.8, καθώς και στις υπηρεσίες του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού κάθε πληροφορία και στοιχείο που τους ζητείται. Αν το θέμα χαρακτηρίζεται κρατικό απόρρητο ή εμπιστευτικό, η ύπαρξη της υποχρέωσης εξαρτάται από την προηγούμενη γραπτή έγκριση του Πρωθυπουργού. Ευθύνη, ασυμβίβαστα και δικαίωμα άρνησης μαρτυρικής κατάθεσης του Πρωθυπουργού Άρθρ.2.–Το Υπουργικό Συμβούλιο: α.Καθορίζει και κατευθύνει, κατά το άρθρ.82 παρ.1 του Συντάγματος, τη γενική πολιτική της χώρας σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων. β.Αποφασίζει για πολιτικά θέματα γενικότερης σημασίας. γ.Αποφασίζει για κάθε θέμα αρμοδιότητας συλλογικών κυβερνητικών οργάνων ή για κάθε θέμα αρμοδιότητας ενός ή περισσότερων υπουργών που παραπέμπει σ’ αυτό ο Πρωθυπουργός. Οι σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου υποκαθιστούν τις αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων. δ.Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπει το Σύνταγμα και οι νόμοι. Κυβερνητικό Συμβούλιο Με την παρ. 1 άρθρ. 1 Π.Υ.Σ. 88/4-11 Απρ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 93, καταργήθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρ. 3 ΚΥΣΥΜ. Άρθρ.11.–1.Οι διατάξεις των άρθρ.17 και 18 ισχύουν και για τον Πρωθυπουργό. 2.Ο Πρωθυπουργός μπορεί να αρνηθεί την κατάθεση ως μάρτυρας στην περίπτωση του άρθρ.19 παρ.4. Σελ. 84,318(ε) Τεύχος 1317 Σελ. 34 Αναπλήρωση Άρθρ.12.–1.Τον Πρωθυπουργό αναπληρώνει, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του, ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης. Αν έχουν διορισθεί περισσότεροι αντιπρόεδροι, η αναπλήρωση του Πρωθυπουργού γίνεται κατά τη σειρά που ορίζεται στο άρθρ.21 παρ.2. 2.Αν δεν υπάρχει αντιπρόεδρος και ο Πρωθυπουργός δεν έχει ορίσει αναπληρωτή του, σύμφωνα με το άρθρ.81 παρ.5 του Συντάγματος, τον Πρωθυπουργό αναπληρώνει υπουργός κατά τη σειρά προβαδίσματος, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρ.21 παρ.3. 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές Υπαγόμενες στον Πρωθυπουργό υπηρεσίες Άρθρ.23.–1.Στον Πρωθυπουργό υπάγονται: α) Το Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού. β) Η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου. γ) Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ). δ) Η Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕΝΕ). 2.Για τη διοικητική και οικονομική εξυπηρέτηση της λειτουργίας των υπηρεσιών που υπάγονται στον Πρωθυπουργό ή ορισμένων από αυτές, με π.δ/γμα, που εκδίδεται με πρόταση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, επιτρέπεται α) να προβλέπεται η εγγραφή σε ιδιαίτερο φορέα του κρατικού προϋπολογισμού, κατά παρέκκλιση της παρ.3 του άρθρ.2 του Νόμ.1299/1982 (ΦΕΚ 129), πιστώσεων λειτουργίας των παραπάνω υπηρεσιών, β) να συνιστώνται υπηρεσία διοικητικής μέριμνας, υπαγόμενη στον Πρωθυπουργό, υπηρεσία εντελλόμενων εξόδων για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής των δαπανών και γραφείο παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον έλεγχο των δαπανών, γ) να συνιστώνται οι αναγκαίες θέσεις προσωπικού, μόνιμου, μετακλητού ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για τη στελέχωση των ιδρυόμενων υπηρεσιών, να διαρθρώνονται οι θέσεις αυτές κατά κατηγορίες, κλάδους και βαθμούς να καθορίζονται τα ειδικά προσόντα διορισμού και δ) να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την οργάνωση και λειτουργία των ιδρυόμενων υπηρεσιών, να καθορίζεται ο τίτλος και οι ειδικότερες αρμοδιότητες της υπηρεσίας διοικητικής μέριμνας και να ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Μέχρι την έκδοση των π.δ/των του προηγούμενου εδαφίου η διοικητική μέριμνα των υπηρεσιών που υπάγονται στον Πρωθυπουργό εξακολουθεί να ανήκει, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης. 3.Με π.δ/γμα, που εκδίδεται με πρόταση του Πρωθυπουργού και με την επιφύλαξη του άρθρ.5 παρ.2 του Νόμ.1299/1982, μπορούν να συνιστώνται στις υπηρεσίες που υπάγονται στον Πρωθυπουργό ή να καταργούνται θέσεις υπαλλήλων μόνιμων, μετακλητών και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. 4.Με απόφαση του Πρωθυπουργού μπορούν να καθορίζονται οι σχέσεις των υπηρεσιών που υπάγονται σ’ αυτόν, να αναδιαρθρώνονται οι αρμοδιότητες και οι θέσεις προσωπικού των υπηρεσιών αυτών και να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την οργάνωση και λειτουργία τους. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, υπουργοί, υφυπουργοί Διορισμός και ορκωμοσία Άρθρ.14.–1.Οι αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί διορίζονται και παύονται, σύμφωνα με τα άρθρ.37 παρ.1 και 81 παρ.1 του Συντάγματος, με π.δ/γμα ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού και δίνουν ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να τηρώ το Σύνταγμα και τους νόμους και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού». Η παρ.2 του άρθρ.59 του Συντάγματος ισχύει αναλόγως. Μπορεί επίσης να δοθεί όρκος με διαβεβαίωση χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο. 2.Για το διορισμό αντιπροέδρου της Κυβέρνησης δεν απαιτείται προηγούμενη σύσταση θέσης. Αρμοδιότητες αντιπροέδρων της Κυβέρνησης Άρθρ.15.–1.Οι αντιπρόεδροι ασκούν: α) Τις αρμοδιότητες που ορίζει ο Πρωθυπουργός με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στους αντιπροέδρους της Κυβέρνησης μπορεί να ανατεθούν και αρμοδιότητες, που ανήκουν σε υπουργείο άλλο από εκείνο που ενδεχομένως προϊστανται. Στην περίπτωση αυτή προϊστανται των υπηρεσιών και του προσωπικού που ασκούν τις αντίστοιχες αρμοδιότητες. Με όμοια απόφαση μπορεί επίσης να τους ανατεθεί η εποπτεία ορισμένων τομέων της κυβερνητικής δραστηριότητας. β) Κάθε άλλη αρμοδιότητα, που ορίζει ο νόμος. (Μετά τη σελ.84,318(γ) Σελ. 84,3181 Τεύχος 1-11-2 Σελ.7 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 2.΄Οπου, σύμφωνα με το νόμο, προβλέπεται η συμμετοχή αντιπροέδρου της Κυβέρνησης σε συμβούλια ή επιτροπές, συμμετέχει σ’αυτά κατά τη σειρά προβαδίσματος. Αν δεν υπάρχουν αντιπρόεδροι ή κωλύονται, στα παραπάνω συμβούλια μετέχει υπουργός κατά τη σειρά του άρθρ. 21 παρ. 3. Με απόφαση του Πρωθυπουργού μπορεί να ορίζονται διαφορετικά τα θέματα της συμμετοχής στα παραπάνω συμβούλια και επιτροπές. 3.΄Οπου στην ισχύουσα νομοθεσία προβλέπεται η άσκηση αποφασιστικής αρμοδιότητας από αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης ή πρόταση ή εισήγησή του, αν έχει διορισθεί αντιπρόεδρος, οι παραπάνω αρμοδιότητες ασκούνται κατά τη σειρά προβαδίσματος. Αν δεν έχει διορισθεί, ασκούνται από μόνο τον Υπουργό, στον οποίο ανήκει η αρμοδιότητα αυτή. Το τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου έχει ανάλογη εφαρμογή και στην παράγραφο αυτή. 4.Ο διοριζόμενος υπουργός ως αντπρόεδρος της Κυβέρνησης μπορεί με π.δ/γμα, με πρόταση του Πρωθυπουργού, να απαλλαγεί των καθηκόντων του ως υπουργού. Αρμοδιότητες υπουργών και υφυπουργών. ΄Αρθρ.16.-1.Οι υπουργοί έχουν τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α)Έχουν την ανώτατη διεύθυνση των υπηρεσιών που υπάγονται στο υπουργείο του οποίου προϊστανται και κατευθύνουν, συντονίζουν, εποπτέυουν και ελέγχουν τη δράση τους, καθώς και των υπαγόμενων σ’αυτούς υπαλλήλων και δημόσιων λειτουργών. β)Εποπτεύουν, συντονίζουν και κατευθύνουν τις ενέργεις των διορισμένων στο υπουργείο τους υφυπουργών. γ)Ασκούν, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, τη νομοθετική πρωτοβουλία σε θέματα της αρμοδιότητάς τους. δ)Προτείνουν την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση νόμου κανονιστικών και των αναγκαίων για την εκτέλεση των νόμων δ/των της αρμοδιότητάς τους και εκδίδουν τις κανονιστικές πράξεις που γίνονται με βάση εξουσιοδότηση νόμου. ε)Ασκούν κάθε άλλη αρμοδιότητα που τους παρέχει το Σύνταγμα και ο νόμος ή τους αναθέτει ο Πρωθυπουργός βάσει του Συντάγματος ή νόμου. 2.Οι αρμοδιότητες του αναπληρωτή υπουργού του Πρωθυπουγού και του υφυπουργού στον Πρωθυπουργό ορίζονται με απόφαση του Πρωθυοπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την απόφαση αυτή μπορεί να ανατεθούν και αρμοδιότητες που ανήκουν σε υπουργείο. 3.Ο αναπληρωτής υπουργός διορίζεται σε θέση που εντάσσεται σε υπουργείο ή στον Πρωθυπουργό. Οι αρμοδιότητες του αναπληρωτή υπουργού ορίζονται με απόφαση του Πρωθυπουργού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με όμοια απόφαση μπορεί να ανατεθεί σε αναπληρωτή υπουργό η άσκηση συναφούς προς τις αρμοδιότητές του αρμοδιότητας που ανήκει σε άλλο υπουργείο. 4.Οι υπουργοί χωρίς χαρτοφυλάκιο ασκούν τις αρμοδιότητες που καθορίζει ο Πρωθυπουργός με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορεί να ανήκουν είτε στον Πρωθυπουργό είτε σε υπουργό προϊστάμενο υπουργείου. 5.Οι υφυπουργοί διορίζονται σε θέσεις που προβλέπονται από το νόμο αυτόν σε ορισμένο υπουργείο και ασκούν τις αρμοδιότητες που ορίζονται με κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του αρμόδιου υπουργού. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στην κοινή απόφαση, η νομοθετική πρωτοβουλία και οι άλλες κοινοβουλευτικές αρμοδιότητες, καθώς και η κανονιστική εξουσία, όσον αφορά τις μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες παραμένουν στον υπουργό. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται ότι ορισμένες από τις ανατιθέμενες στον υφυπουργό αρμοδιότητες ασκούνται παράλληλα και από τον υπουργό. 6.Στις περιπτώσεις, που μεταβιβάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού αρμοδιότητες που ανήκουν σε υπουργείο, μπορεί να υπαχθούν στον ίδιο υπουργό ή υφυπουργό και οι αντίστοιχες υπηρεσίες και προσωπικό. Ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών ΄Αρθρ.17.-1.Οι υπουργοί υπέχουν κοινοβουλευτική ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις τους, καθώς επίσης και για πράξεις ή παραλείψεις των υφυπουργών του υπουργείου στο οποίο προϊστανται, ακόμα και αν στους υφυπουργούς αυτούς, έχουν ανατεθεί κοινοβουλευτικές αρμοδιότητες και νομοθετική πρωτοβουλία. 2.Τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί υπέχουν αστική και ποινική ευθύνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 85 του Συντάγματος. Ασυμβίβαστα μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών ΄Αρθρ.18.-1.Εκτός από την αναστολή οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας, που προβλέπει το άρθρ. 81 παρ. 3 του Συντάγματος αναστέλλεται και η άσκηση καθηκόντων οποιασδήποτε θέσης νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, που κατέχει μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργός. Η αναστολή επέρχεται αυτοδικαίως από το διορισμό του μέλους της Κυβέρνησης ή του υφυπουργού. (Μετά τη σελ.84,318) Σελ. 84,319 Τεύχος Ζ101-Σελ.9 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 2.Τα μέλη της Κυβέρνησης και οι υφυπουργοί δεν επιτρέπεται να συνάπτουν οποιασδήποτε μορφής σύμβαση με το Δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, από την οποία γεννάται οποιοδήποτε όφελος υπέρ αυτών ή τρίτων. Η απαγόρευση ισχύει και για οποιασδήποτε μορφής εταιρεία ή επιχείρηση, στην οποία συμμετέχει μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργός ως κύριος μέτοχος, ή ως ομόρρυθμος, ετερρόρυθμος ή περιορισμένης ευθύνης εταίρος, ή διατηρεί την ιδιότητα ανώτατου διοικητικού στελέχους. 3.Η παράβαση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων του άρθρου αυτού συνεπάγεται την ακυρότητα των πράξεων που ορίζονται στην παρ. 2 και την ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών κατά τις διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Ειδικές υποχρεώσεις των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών ΄Αρθρ.19.-1.΄Οταν μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργός κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του, οφείλει να γνωστοποιήσει τούτο αμέσως στον πρωθυπουργό. Οι υφυπουργοί οφείλουν να γνωστοποιήσουν το κώλυμά τους και στον υπουργό που προΐσταται του υπουργείου στο οποίο υπηρετούν. 2.Μέλος της Κυβέρνησης, που προτίθεται να απουσιάσει από την έδρα του, οφείλει να ζητήσει την συγκατάθεση του Πρωθυπουργού. 3.Για την αποδοχή πρόσκλησης για μετάβαση στο εξωτερικό μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού για οποιοδήποτε λόγο καθώς και για συμμετοχή σε οποιασδήποτε μορφής διεθνές συνέδριο ή διεθνή διάσκεψη στο εσωτερικό απαιτείται προηγούμενη συγκατάθεση του Πρωθυπουργού. 4.Μέλος της Κυβέρνησης η υφυπουργός, που καλείται να καταθέσει ως μάρτυρας στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία οποιασδήποτε δίκης για θέματα που αφορούν την ασφάλεια του κράτους ή την εξωτερική πολιτική της χώρας, οφείλει να ζητήσει πορηγουμένως την άδεια του Πρωθυπουργού. Η μη παροχή της άδειας απαλλάσσει το μέλος της Κυβέρνησης ή τον υφυπουργό από την υποχρέωση να καταθέσει ως μάρτυρας. Αναπλήρωση μελών της Κυβέρνησης και υφυπουργών. Άρθρ.3.–1.Το Κυβερνητικό Συμβούλιο (ΚΥΣΥΜ) αποτελείται από: α)τον Πρωθυπουργό, ως πρόεδρο, β)τον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης, γ)τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, δ)τον Υπουργό Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, ε)τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με την Π.Υ.Σ.155/13-18 Δεκ. 1985 (ΦΕΚ Α΄210) ορίστηκε ότι στο ΚΥ.ΣΥΜ. μετέχει και ο Υπουργός Οικονομικών με τη σειρά προβαδίσματος που προβλέπει ο νόμος. Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 Με την Π.Υ.Σ.55/25-28 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Α΄58) ορίστηκε ότι στο ΚΥ.ΣΥΜ. μετέχει και ο Υπουργός Εσωτερικών, κατά τη σειρά προβαδίσματος που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις. Με την Π.Υ.Σ. 24/6-11 Φεβρ. 1987(ΦΕΚ Α΄13) η σύνθεση του ΚΥ.ΣΥΜ. μεταβλήθηκε ως εξής: «Πρωθυπουργός, ως Πρόεδρος Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης Υπουργός Εξωτερικών Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Υπουργός Οικονομικών. Του Κυβερνητικού Συμβουλίου μετέχουν και οι: Γενικός Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού Προϊστάμενος του Νομικού Γραφείου Πρωθυπουργού Προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου Πρωθυπουργού Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου Πρωθυπουργού». Με την Π.Υ.Σ.126/24-25 Σεπτ. 1987(ΦΕΚ Α΄177) η σύνθεση του ΚΥ.ΣΥΜ. μεταβλήθηκε ως εξής: Πρωθυπουργός, ως πρόεδρος Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης Υπουργός Εξωτερικών Υπουργός Εσωτερικών Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Υπουργός Οικονομικών Υπουργός Γεωργίας Υπουργός Εργασίας. Με την Π.Υ.Σ.44/7-8 Μαΐου 1990 (ΦΕΚ Α΄74) ορίστηκε ότι στην σύνθεση του ΚΥΣΥΜ μετέχουν και οι Υπουργοί Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου μετέχουν επίσης: Ο Γενικός Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού. Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού. Ο Διευθυντής του Νομικού Γραφείου Πρωθυπουργού. Ο Σύνδεσμος του Πρωθυπουργού με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου. (Αντί για τη σελ 84,315(ε) Σελ. 84,315(ζ) Τεύχος 1317 Σελ. 25 Με την Π.Υ.Σ.68/4-8 Ιουλ. 1988 (ΦΕΚ Α΄150) ορίστηκε ότι καθήκοντα Γραμματέα του Κυβερνητικού Συμβουλίου (ΚΥΣΥΜ) ασκεί ο Προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού. Με την Π.Υ.Σ.2/25-26 Ιαν. 1989 (ΦΕΚ Α΄24) ορίστηκε ότι του ΚΥΣΥΜ μετέχει και ο Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν. Ασφαλίσεων κατά τη σειρά προβαδίσματος που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις. 2.Το Κυβερνητικό Συμβούλιο, ενεργώντας στο πλαίσιο των αποφάσεων και κατευθύνσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίζει για κάθε θέμα γενικότερης σημασίας, παίρνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής και παρακολουθεί και συντονίζει την εφαρμογή των αποφάσεών του και των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου από τα μέλη της Κυβέρνησης και από τα άλλα συλλογικά κυβερνητικά όργανα. 3.Το Κυβερνητικό Συμβούλιο εξυπηρετείται από γραμματεία, η οποία αποτελεί υπηρεσία του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού και της οποίας προΐσταται ο προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου Πρωθυπουργού. 4.Στη Γραμματεία του ΚΥΣΥΜ συνιστώνται τέσσερις ενιαίες θέσεις μετακλητών διοικητικών υπαλλήλων και τέσσερις θέσεις ειδικών συνεργατών. Για τη βαθμολογική διαβάθμιση και την αύξηση των θέσεων του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και για την πλήρωση των θέσεων και για τις αποδοχές των προσλαμβανομένων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρ.5 παρ.2 και 6 παρ.1,4 και 5 του Νόμ.1299/1982 και του άρθρ.14 παρ.1,2 και 3 του Νόμ.1320/1983. Με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 άρθρ. 1 Π.Υ.Σ. 88/4-11 Απρ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 93, ορίστηκε, ότι οι προβλεπόμενες από την άνω παρ. 4 θέσεις μετακλητών διοικητικών υπαλλήλων και ειδικών συνεργατών, μεταφέρονται με το ίδιο νομικό καθεστώς στη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου. Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και Εθνικής Άμυνας ΄Αρθρ.20.-1.Σε περίπτωση κωλύμματος ή απουσίας αντιπροέδρου της Κυβέρνησης ο Πρωθυπουργός ορίζει με απόφασή του άλλον αντιπρόεδρο ως αναπληρωτή ή τον υπουργό, αρμοδιότητες του οποίου έχουν ανατεθεί στον αντιπρόεδρο. Αν δεν υπάρχει άλλος αντιπρόεδρος ή ο Πρωθυπουργός δεν ορίσει αναπληρωτή, οι αρμοδιότητες του αντιπροέδρου της Κυβέρνησης ασκούνται από τον Πρωθυπουργό. Αν αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης παύσει να υπάρχει, οι αρμοδιότητες του επανέρχονται αυτοδικαίως στον Πρωθυπουργό ή στον καθ’ύλην αρμόδιον υπουργό. Σελ. 84,320 Τεύχος Ζ101-Σελ.10 2.Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του αναπληρωτή υπουργού του Πρωθυπουργού, ο Πρωθυπουργός με απόφασή του ορίζει ως αναπληρωτή άλλον υπουργό. Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του υφυπουργού στον Πρωθυπουργό ο Πρωθυπουργός ορίζει με απόφασή του ως αναπληρωτή υπουργό ή άλλον υφυπουργό. Αν δεν ορισθεί αναπληρωτής κατά τις διατάξεις των προηγουμένων εδαφίων, τις αρμοδιότητες του υπουργού και του υφυπουργού ασκεί ο πρωθυπουργός. Σε περίπτωση που παύσει να υπάρχει ο αναπληρωτής υπουργός του Πρωθυπουργού ή ο υφυπουργός στον Πρωθυπουργό, εφαρμόζεται η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου. 3.Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος υπουργού, ο Πρωθυπουργός ορίζει με απόφασή του άλλον υπουργό ή υφυπουργό ως αναπληρωτή. Αν ο Πρωθυπουργός δεν ορίσει αναπληρωτή του υπουργού, τον υπουργό αυτό αναπληρώνει αναπληρωτής υπουργός ή υφυπουργός του οικείου υπουργείου κατά τη σειρά του άρθρ. 21 παρ. 1 και 4. Εφόσον δεν υπάρχει αναπληρωτής υπουργός ή υφυπουργός, αναπληρώνει τον υπουργό άλλος υπουργός κατά τη σειρά που ορίζει το άρθρ. 21 παρ. 3. Αν υπουργός παύσει να υπάρχει, μέχρι το διορισμό νέου εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων της παραγράφου αυτής. 4.Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας αναπληρωτή υπουργού ο Πρωθυπουργός, με απόφασή του, ορίζει άλλο μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργό ως αναπληρωτή του. Αν δεν ορισθεί αναπληρωτής, τις αρμοδιότητες του αναπληρωτή υπουργού ασκεί ο υπουργός του οικείου υπουργείου. Εάν ο αναπληρωτής υπουργός παύσει να υπάρχει, οι αρμοδιότητές του επανέρχονται αυτοδικαίως στον υπουργό του οικείου υπουργείου. 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 5.Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας υπουργού χωρίς χαρτοφυλάκιο ο Πρωθυπουργός, με απόφασή του, ορίζει ως αναπληρωτή άλλο μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργό. Αν δεν ορισθεί αναπληρωτής, οι αρμοδιότητες ασκούνται κατά περίπτωση από τον Πρωθυπουργό ή τον καθ’ύλην αρμόδιο υπουργό. Αν ο υπουργός χωρίς χαρτοφυλάκιο παύσει να υπάρχει, οι αρμοδιότητές του επανέρχονται αυτοδικαίως στον Πρωθυπουργό ή στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό. 6.Σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας υφυπουργού οι αρμοδιότητές του ασκούνται από τον οικείο υπουργό. Αν παύσει να υπάρχει υφυπουργός, οι αρμοδιότητές του επανέρχονται αυτοδικαίως στον οικείο υπουργό. 7.Οι αποφάσεις του Πρωθυπουργού, με τις οποίες ορίζονται αναπληρωτές μελών της Κυβέρνησης ή υφυπουργών, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Σειρά προβαδίσματος μελών της Κυβέρνησης και υφυπουργών ΄Αρθρ.21.-1.Η σειρά προβαδίσματος των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών κατά κατηγορίες ορίζεται ως εξής:Πρωθυπουργός, αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, αναπληρωτής υπουργός του Πρωθυπουργού, υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί, υπουργοί χωρίς χαρτοφυλάκιο, υφυπουργός στον Πρωθυπουργό, υφυπουργοί. 2.Η σειρά προβαδίσματος των αντιπροέδρων καθορίζεται από το χρόνο διορισμού τους και σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού από τη σειρά του ονόματός τους στην πράξη διορισμού. 3.Η σειρά προβαδίσματος των υπουργών καθορίζεται από τη σειρά τάξης των υπουργείων κατά το άρθρ. 23. 4.Η σειρά προβαδίσματος των αναπληρωτών υπουργών και των υφυπουργών αντιστοιχεί με τη σειρά τάξης των υπουργείων στα οποία υπηρετούν. Μεταξύ περισσότερων αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών του ίδιου υπουργείου η σειρά προβαδίσματος καθορίζεται από το χρόνο διορισμού τους στο οικείο υπουργείο και σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού από τη σειρά του ονόματός τους στην πράξη διορισμού. 5.Η σειρά προβαδίσματος των υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο καθορίζεται από το χρόνο διορισμού τους και σε περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού από τη σειρά του ονόματός τους στην πράξη διορισμού. 6.Με την επιφύλαξη της παρ.1 του άρθρου αυτού και της υφιστάμενης κάθε φορά σειράς τάξης των υπουργείων κατά το άρθρ.23, ο Πρωθυπουργός, με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να μεταβάλλει τη σειρά προβαδίσματος των αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, των αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών του ίδιου υπουργείου και των υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο. Θέσεις υπουργών και υφυπουργών ΄Αρθρ.22.-1.Σε κάθε υπουργείο προΐσταται υπουργός ή αναπληρωτής υπουργός του Πρωθυπουργού ή αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ή ο Πρωθυπουργός. Σε κάθε μέλος της Κυβέρνησης του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να ανατεθούν περισσότερα από ένα υπουργεία. 2.Συνιστώνται επιπλέον και οι εξής θέσεις μελών της Κυβέρνησης και υφυπουργών: α)Δύο θέσεις αναπληρωτών υπουργών στο υπουργείο Εξωτερικών και από μία θέση αναπληρωτή υπουργού στα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών. β)Τρεις θέσεις υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο. Για τις θέσεις των υπουργών άνευ χαρτοφυλακίου βλ. αρθρ.79 Νόμ.1943/1011 Απρ. 1991 (ΦΕΚ Α΄50), κατωτ. αριθ. 78. γ)Από δύο θέσεις υφυπουργών στα Υπουργεία Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εθνικής Οικονομίας, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης και Πολιτισμού και από μία θέση υφυπουργού στα Υπουργεία Εθνικής Άμυνας, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γεωργίας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων ΄Εργων, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, Εμπορίου και Μεταφορών και Επικοινωνιών. 3.Με απόφαση του Πρωθυπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να συνιστώνται και άλλες θέσεις αναπληρωτών υπουργών, υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο και υφυπουργών, να καταργούνται υφιστάμενες και να μεταφέρονται από υπουργείο σε υπουργείο. Με όμοια απόφαση μπορεί να συσταθεί μία θέση αναπληρωτή υπουργού του Πρωθυπουργού εφόσον καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρ.24 παρ. 4, το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης και δεν υπάρχει διορισμένος αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης καθώς και μία θέση υφυπουργού στον Πρωθυπουργό. Η θέση του αναπληρωτή υπουργού του Πρωθυπουργού καταργείται αυτοδικαίως όταν διοριστεί αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ή αναστυσταθεί το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης. 4.Κανένα υπουργείο δεν μπορεί να έχει περισσότερες από τρεις συνολικά θέσεις αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών, από τις οποίες δεν μπορεί να είναι παραπάνω από δύο οι θέσεις των αναπληρωτών υπουργών. 5.Οι θέσεις υπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, αναπληρωτών υπουργών, υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο και υφυπουργών, που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καταργούνται. Η θέση αναπληρωτή υπουργού που έχει συσταθεί με το υπ’αριθ. 1/1984 π.δ/γμα, λογίζεται ότι συνέχισε να υφίσταται αδιαλλείπτως ως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Με την Υ 43/26-26 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 475) απόφ. του Πρωθυπουργού ορίστηκε ότι: «Συνιστώνται από μία θέση Αναπληρωτή Υπουργού στα Υπουργεία Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης και Γεωργίας και μία θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Εξωτερικών. (Αντί για τη σελ. 84,321(η) Σελ. 84,321(θ) Τεύχος 1317 Σελ. 35 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 Οι συσταθείσες με το άρθρ.22 παρ.2 εδάφ.α και γ του Νόμ.1558/85 δεύτερη θέση Αναπληρωτή Υπουργού στο Υπουργείο Εξωτερικών, δεύτερη θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης και μία θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Γεωργίας καταργούνται». Με τις παρ. 1 και 2 της Υ114/24-24 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Β΄247) απόφ. του Πρωθυπουργού ορίστηκε ότι: «1.Συνιστώνται από δύο θέσεις Υφυπουργών στα Υπουργεία Εσωτερικών, Εθνικής ΄Αμυνας και Γεωργίας και από μία θέση Υφυπουργού στα Υπουργεία Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Οικονομικών, Εργασίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών. 2.Οι συσταθείσες, με το άρθρ. 22 παρ.2 εδάφ. α και γ του Νόμ. 1558/85 μία θέση Αναπληρωτή Υπουργού στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και μία θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, καθώς και με την Υ43 της 26.7.1985 απόφαση του Πρωθυπουργού «Σύσταση και κατάργηση θέσεων Αναπληρωτή Υπουργού και Υφυπουργού στα Υπουργεία Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, Εξωτερικών και Γεωργίας» (ΦΕΚ Β΄475) από μία θέση Αναπληρωτή Υπουργού στα Υπουργεία Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης και Γεωργίας, καταργούνται». Με την Υ.115/28-28 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Β΄313) απόφ. του Πρωθυπουργού συστήθηκε μία θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με την παρ.1 της Υ.292/30-31 Οκτ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 735) απόφ. Πρωθυπουργού συστήθηκε θέση Αναπληρωτή Υπουργού στο Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. Με την Υ.1291/23-25 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Β΄526) απόφ. του Πρωθυπουργού συστήθηκε: «Θέση Αναπληρωτή Υπουργού στα Υπουργεία Εξωτερικών, Εθνικής ΄Αμυνας, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων, Μεταφορών και Επικοινωνιών, καθώς και θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας». Με την Υ.212/17-17 Μάρτ. 1989 (ΦΕΚ Β΄202) απόφ. Πρωθυπουργού συστήθηκε από μία θέση Αναπληρωτή Υπουργού στα Υπουργεία Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν. Ασφαλίσεων και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. Με την 1013α/11-11 Απρ.1990 (ΦΕΚ Β΄283) απόφαση του Πρωθυπουργού συστήθηκε θέση Αναπληρωτή Υπουργού στο Υπουργείο Γεωργίας. .Σελ .84,322(θ) Τεύχος 1317 Σελ. 36 Με την 1014/11-11 Απρ.1990 (ΦΕΚ Β΄283) απόφ. Πρωθυπουργού συστήθηκε μία θέση Υφυπουργού στο Υπουργείο Οικονομικών. Με την Υ.1495/27-27 Αυγ.1991 (ΦΕΚ Β΄694) απ. του Πρωθυπουργού συστήθηκε μία θέση υφυπουργού στο Υπουργείο Αιγαίου Με την 206/14-14 Απρ. 1992 (ΦΕΚ Β΄257) απόφ. Πρωθυπουργού, συστήθηκε μία θέση, Υφυπουργού στο Υπουργείο Εξωτερικών. Με την 426/6-6 Αυγ.1992 (ΦΕΚ Β΄504) απόφ. του Πρωθυπουργού, συστήθηκαν δύο θέσεις Υφυπουργών στο Υπουργείο Οικονομικών. Με την 2224/24-24 Σεπτ. 1996 (ΦΕΚ Β΄906) απ. Πρωθυπουργού, καταργήθηκε η μία θέση Υφυπουργού Οικονομικών, που είχε συσταθεί με την άνω 426/1992 ομοία. Με την 427/6-6 Αυγ. 1992 (ΦΕΚ Β΄504) απόφαση του Πρωθυπουργού, συστήθηκε 1 θέση Υφυπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την 710/2-2 Δεκ.1992 (ΦΕΚ Β΄712), απόφ. του Πρωθυπουργού, αποφασίστηκε: 1.Η σύσταση ανά μίας (1) θέσης Υφυπουργού στα Υπουργεία Εθνικής ΄Αμυνας, Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας, Εργασίας, Πολιτισμού, Δημόσιας Τάξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων. 2.Η σύσταση ανά δύο (2) θέσεων Υφυπουργών στα Υπουργεία Γεωργίας, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Μεταφορών και Επικοινωνιών. Με την 2224/24-24 Σεπτ. 1996 (ΦΕΚ Β΄906) απ. Πρωθυπουργού συστήθηκε μία (1) θέση Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό. 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΥΠΟΥΡΓΕΙΑ Τίτλος και τάξη υπουργείων ΄Αρθρ.23.-1.Τα υπουργεία, από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ορίζονται ως εξής: «Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Υπουργείο Εθνικής ΄Αμυνας Υπουργείο Εξωτερικών Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας Υπουργείο Οικονομικών Υπουργείο Ανάπτυξης Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργείο Γεωργίας Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας Υπουργείο Δικαιοσύνης Υπουργείο Πολιτισμού Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας Υπουργείο Δημόσιας Τάξης Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης Υπουργείο Αιγαίου Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών Υπουργείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης». Η σειρά τάξης των Υπουργείων, που είχε μεταβληθεί με την Υ.943/17-17 Νοεμ. 1988 (ΦΕΚ Β΄854) αποφ. Πρωθυπουργού καθώς και τις ως σχόλια αναγραφόμενες κάτω από την παρ. 2 αποφάσεις του Πρωθυπουργού, μεταβλήθηκε και πάλι και καθορίστηκε ως άνω από την 207/1-1 Φεβρ. 1996 (ΦΕΚ Β΄72) αποφ. Πρωθυπουργού. 2.Με απόφαση του Πρωθυπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να μεταβάλλεται η σειρά τάξης και ο τίτλος των υπουργείων της προηγούμενης παραγράφου. Με την παρ.3 της Υ114/24-24 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Β΄247) απόφ. του Πρωθυπουργού ορίστηκε ότι: «Σειρά τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών ορίζεται η θέση μεταξύ των Υπουργείων Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εξωτερικών και του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης η θέση μεταξύ των Υπουργείων Οικονομικών και Βόρειας Ελλάδας». Με την Υ.213/17-17 Μάρτ.1989 (ΦΕΚ Β΄202) Απόφ. Πρωθυπουργού ορίστηκε ότι: «Σειρά τάξης του Υπουργείου Τουρισμού ορίζεται η θέση μεταξύ των Υπουργείων Πολιτισμού και Δημόσιας Τάξης». Με την Υ.1063/7-8 Μαΐου 1990 (ΦΕΚ Β΄ 300) απ. Πρωθυπουργού ορίστηκε ότι: «Σειρά τάξης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ορίζεται η θέση μεταξύ των Υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού» Με την Υ.1487/8-9 Αυγ. 1991 (ΦΕΚ Β΄687) απόφαση του Πρωθυπουργού ορίστηκε ότι: «Σειρά προβαδίσματος του Υπουργού Επικρατείας Μιχαήλ (Μίκη) Θεοδωράκη ορίζεται μεταξύ των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Με την 727/22-22 Νοεμ. 1993 (ΦΕΚ Β΄859) απ. Πρωθυπουργού καθορίστηκε η θέση του Υπουργείου Τουρισμού στη σειρά τάξης των Υπουργείων και ορίστηκε η θέση του, μεταξύ των Υπουργείων Πολιτισμού και Εμπορικής Ναυτιλίας. Με την 388/7-7 Ιουλ. 1994 (ΦΕΚ Β΄539), απ. Πρωθυπουργού καθορίστηκε η θέση του Υπουργείου Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και ορίστηκε η θέση του μετά το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών. Με την 1431/15-15 Σεπτ. 1995 (ΦΕΚ Β΄809), απ. Πρωθυπουργού καθορίστηκε η σειρά τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ορίστηκε η θέση του πριν από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Καθορισμός αρμοδιοτήτων ΄Αρθρ.24.-1.Τα Υπουργεία Δημοσίων ΄Εργων, ΄Ερευνας και Τεχνολογίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Δημόσιας Τάξης καταργούνται. 2.Τα κατά την προηγούμενη παράγραφο καταργούμενα υπουργεία, ως σύνολο υπηρεσιών, αρμοδιοτήτων και προσωπικού μεταφέρονται ως γενικές γραμματείες κατά το άρθρ. 27 και εντάσσονται σε υπουργεία που συνιστώνται κατά το προηγούμενο άρθρο ως εξής: α.Το Υπουργείο Δημοσίων ΄Εργων στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων ΄Εργων. β.Το Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας στο Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. γ.Το Υπουργείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. δ.Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης στο Υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης. 3.Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού οι ακόλουθες υφιστάμενες υπηρεσίες με το σύνολο των αρμοδιοτήτων τους, το προσωπικό που υπηρετεί σ΄αυτές και τον τεχνικό εξοπλισμό υπάγονται σε υπουργεία του προηγούμενου άρθρου, ως εξής: α.Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού που παραμένει ν.π.δ.δ. στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. β.Η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού στο Υπουργείο Πολιτισμού. (Αντί για τη σελ. 84,3221(ζ) Σελ. 84,3221(η) Τεύχος 1317 Σελ. 37 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 γ.Η Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού στο Υπουργείο Πολιτισμού. δ.Οι υπηρεσίες της Νέας Γενιάς του Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης στο Υπουργείο Πολιτισμού. ε.Το Ελεγκτικό Συνέδριο στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. στ.Οι Νομικές Υπηρεσίες Διοίκησης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. ζ.Η Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης στο Υπουργείο Πολιτισμού. η.Τα τμήματα ιστορικών αρχείων και βιβλιοθηκών της Διεύθυνσης Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών μεταφέρονται στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. θ.(Καταργήθηκε από την περίπτ. δ΄ παρ. 1 άρθρ. 18 Νόμ. 2742/7-7 Οκτ. 1999 (ΦΕΚ Α΄207), Τόμ. 24 σελ. 326,377). 4.Με π.δ/τα, που εκδίδονται με πρόταση του Πρωθυπουργού, καθορίζονται οι αρμοδιότητες κάθε υπουργείου. Με όμοια δ/τα μπορεί να μεταφέρονται αρμοδιότητες από υπουργείο σε υπουργείο, να καταργούνται ή συγχωνεύονται υφιστάμενα και να ανασυνιστώνται υπουργεία που έχουν καταργηθεί ή συγχωνευθεί με το νόμο αυτόν ή δυνάμει της προβλεπόμενης από αυτόν εξουσιοδότησης και να συγκροτούνται υφιστάμενες υπηρεσιακές μονάδες υπουργείου ή αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες σε νέο υπουργείο. Με όμοια δ/τα μεταφέρονται οι σχετικές υπηρεσίες και θέσεις προσωπικού και ρυθμίζονται όλα τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρ.3 του Νόμ.51/1975(ΦΕΚ 125). Μέχρι τη λήξη του οικονομικού έτους 1985 οι δαπάνες που αφορούν τις υπηρεσίες που μεταφέρονται με τον παρόντα νόμο εξακολουθούν να πληρώνονται σε βάρος του προϋπολογισμού του υπουργείου, στο οποίο ήταν ενταγμένες οι μεταφερόμενες υπηρεσίες. Για την επικουρική ασφάλιση των υπαλλήλων των υπουργείων, που καταργήθηκαν ή συγχωνεύτηκαν ,καθώς και για τους νεοδιοριζομένους υπαλλήλους στα νέα υπουργεία, που συστήθηκαν, βλέπε άρθρ. 17 Νόμ.1654/17-24 Νοεμ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 177) (Τόμ. 32 σελ. 90,110). Με την παρ. 3 άρθρ. 8 Νόμ.2026/20-23 Μάρτ.1992 (ΦΕΚ Α΄43) , κατωτ. σελ.116, 31021, ορίστηκε ότι τα θέματα που αναφέρονται στην άνω παρ. 4, ρυθμίζονται εφεξής με Προεδρικά δ/τα που εκδίδονται μετά πρόταση του υπουργού Προεδρίας, της Κυβέρνησης και των οικείων κατά περίπτωση Υπουργών. Σελ. 84,3222(η) Τεύχος 1317 Σελ. 38 5.Με π.δ/τα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού εγκρίνονται οι οργανισμοί των υπουργείων ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ως προς το περιεχόμενο των οποίων έχει εφαρμογή το άρθρ.2 του Νόμ.51/1975 (ΦΕΚ 125). Οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να τροποποιούνται με όμοιο δ/γμα. Με το δεύτερο εδάφιο παρ. 6 άρθρ.6 Νόμ.2026/20-23 Μάρτ.1992 (ΦΕΚ Α΄43), κατωτ. σελ.116, 31021, ορίστηκε ότι οι διατάξεις της άνω παρ.5, μετά την έκδοση των κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρ. 6 και Νόμ.2026/92 οργανισμών, καταργούνται. 6.Με π.δ/τα, που εκδίδονται με πρόταση του Πρωθυπουργού και του αρμόδιου υπουργού μπορεί να καθορίζονται και κατά τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων ο βαθμός της εποπτείας καθώς και ο τρόπος και η διαδικασία άσκησής της πάνω στα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, εκτός των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δημοτικών και κοινοτικών νομικών προσώπων και των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, είτε για καθένα από αυτά είτε κατά ομάδες. 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 7.Με πρόταση του Πρωθυπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται η έδρα του Υπουργείου Αιγαίου. Σύμφωνα με το άρθρ. 41 Νόμ.1563/1985 (ΦΕΚ Α΄151)(Τόμ.27, σελ. 196,381) μέχρι 31 Δεκ.1985 για την αντιμετώπιση των δαπανών του Υπουργείου Αιγαίου επιτρέπεται με απόφαση Υπ. Οικονομικών η εγγραφή πίστωσης στο Υπ. Προεδρίας Κυβ/σεως και ο διατάκτης της πίστωσης αυτής ορίζεται ο Υπουργός Αιγαίου. Γενικοί γραμματείς υπουργείων ΄Αρθρ.25.-1.Σε κάθε υπουργείο συνιστάται μία θέση μετακλητού γενικού γραμματέα με βαθμό α΄ της κατηγορίας ειδικών θέσεων. 2.Οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων διορίζονται και παύονται με κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 3.Ο γενικός γραμματέας υπουργείου προΐσταται αμέσως μετά τον υπουργό, τον αναπληρωτή υπουργό και τον υφυπουργό όλων των υπηρεσιών του υπουργείου, εκτός από τις υπηρεσίες που αποτελούν γενική γραμματεία κατά το άρθρ.27 ή υπάγονται στην αρμοδιότητα άλλου μέλους της Κυβέρνησης κατά τα άρθρ.15 και 16, έχει την ευθύνη για την εύρυθμη λειτουργία τους και ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που του παρέχει ο νόμος ή ανατίθεται σ΄ αυτόν βάσει νόμου. Μπορεί επίσης να συμμετέχει χωρίς ψήφο σε κάθε είδους συμβούλια ή επιτροπές του υπουργείου του, στα οποία δεν είναι μέλος εκτός από τα υπηρεσιακά και πειθαρχικά συμβούλια. 4.Ο γενικός γραμματέας υπουργείου προσυπογράφει όλα τα έγγραφα που υπογράφει ο υπουργός, ο αναπληρωτής υπουργός και ο υφυπουργός, εφόσον προέρχονται από τις υπαγόμενες σ΄ αυτόν υπηρεσίες κατά την προηγούμενη παράγραφο. Δεν απαιτείται προσυπογραφή των εγγράφων που προσυπογράφονται από ειδικό γραμματέα κατά το άρθρ. 28. Σε περίπτωση που η θέση του γενικού γραμματέα είναι κενή ή αυτός κωλύεται ή απουσιάζει, το έγγραφο δεν χρειάζεται προσυπογραφή. «5.Επιτρέπεται η ανάθεση καθηκόντων γενικών γραμματέων υπουργείων, γενικών γραμματέων προϊσταμένων γενικών γραμματέων και γενικών γραμματέων περιφερειών σε υπαλλήλους και σε δικηγόρους με έμμισθη εντολή του δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα δύο ετών, που μπορεί να παρατείνεται. Για την ανάθεση των παραπάνω καθηκόντων εφαρμόζονται και οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρ.15 του νόμ.1320/1983 (ΦΕΚ 6Α΄)». Η παρ.5 προστέθηκε από την παρ.1 άρθρ.41 Νόμ. 1828/1989,ΦΕΚ Α΄ 2, (Τόμ. 27 σελ. 196,421). Σύμφωνα δε με την παρ. 2 άρθρ.41 άνω Νόμ. 1828/1989, πράξεις διορισμού γενικών γραμματέων υπουργείων, γενικών γραμματέων προϊσταμένων γενικών γραμματέων και γενικών γραμματέων περιφερειών, που εκδόθηκαν από την έναρξη ισχύος του νόμ.1558/1985 και εμπίπτουν στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, θεωρούνται ως πράξεις ανάθεσης καθηκόντων γενικού γραμματέα. (Μετά τη σελ. 84,3222(η) Σελ. 84,3223 Τεύχος 1317 Σελ. 39 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές Γενικές Γραμματείες Άρθρ.26.-1.«Οι γενικές γραμματείες, υπαγόμενες απευθείας στον οικείο υπουργό, αποτελούν ενιαίο σύνολο υπηρεσιών του οικείου υπουργείου, ενός ή περισσότερων συναφών τομέων δραστηριότητας αυτού». Το μέσα στα « » πρώτο εδάφιο, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 άρθρ.8 Νόμ.2026/20-23 Μάρτ.1992 (ΦΕΚ Α΄43), κατωτ. σελ.116,31021. Σε κάθε γενική γραμματεία προΐσταται μετακλητός γενικός γραμματέας με βαθμό α΄της κατηγορίας των ειδικών θέσεων. 2.Για το διορισμό και τις αρμοδιότητες των προϊσταμένων των γενικών γραμματειών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παρ. 2,3 και 4 του προηγούμενου άρθρου. Σύσταση γενικών γραμματειών. Άρθρ.4.–1.(Αντικαθίσταται η παρ.1 άρθρ.11 Νόμ. 1266/1982, ανωτ. αριθ.61). 2.(Αντικαθίσταται η παρ.4 άρθρ.11 Νόμ.1266/82, ανωτ. αριθ.61). 3.Στο ΚΥΣΕΑ, όταν ασκεί αρμοδιότητες του καταργηθέντος ΑΣΕΑ κατά την παρ.6 του άρθρ.11 του Νόμ.1266/1982, δεν μετέχουν οι Υπουργοί Βόρειας Ελλάδας και Αιγαίου. Για τη Γραμματεία του ΚΥΣΕΑ ισχύει η παρ.4 του προηγούμενου άρθρου. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του άρθρ.11 του Νόμ.1266/1982. Σελ. 84,316(ζ) Τεύχος 1317 Σελ. 26 Ανώτατο Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής Το Α.Σ.Ο.Π. καταργήθηκε από την παρ. 5 ΄Αρθρ.27.-1.Συνιστώνται οι εξής γενικές γραμματείες και οι αντίστοιχες θέσεις των προϊσταμένων τους γενικών γραμματέων: α. Στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης: ι. Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών. ιι. Γενική Γραμματεία Ισότητος των Φύλων. β. Στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας: Γενική Γραμματεία Δημόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισμών. γ. Στο Υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης: Γενική Γραμματεία Δημόσιας Τάξης. δ. Στο Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων: Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων. ε. Στο Υπουργείο Πολιτισμού: ι. Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού. Ιι. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς. ιιι. Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης. ιν. Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. στ. Στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων ΄Εργων: Γενική Γραμματεία Δημόσιων ΄Εργων. ζ. Στο Υπουργείο Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας: Γενική Γραμματεία ΄Ερευνας και Τεχνολογίας. η. Στο Υπουργείο Εμπορίου: (Γενική Γραμματεία Κρατικών Προμηθειών.) Με το άρθρ. 1 Π.Δ. 304/2-9 Σεπτ. 1992 (ΦΕΚ Α΄ 151), Τόμ. 13Β σελ. 772,30, καταργήθηκε η άνω Γενική Γραμματεία Κρατικών Προμηθειών. 2.Με π. δ/γμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού, κατανέμονται οι αρμοδιότητες, υπηρεσίες, θέσεις και προσωπικό της πρώην Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και των υπηρεσιών Νέας Γενιάς στις Γενικές Γραμματείες Νέας Γενιάς και Αθλητισμού της προηγούμενης παραγράφου. 3.Με π. δ/γμα, που εκδίδεται με πρόταση του Πρωθυπουργού και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, μπορεί να καταργούνται οι υφιστάμενες γενικές γραμματείες, να συνιστώνται νέες, να μεταφέρονται από υπουργείο σε υπουργείο και να τροποποιούνται οι αρμοδιότητές τους. Με όμοια δ/τα ρυθμίζονται η οργάνωση και λειτουργία τους και συνιστώνται οι απαιτούμενες θέσεις προσωπικού. Για τα οργανωτικά θέματα των συσταθεισών ή συνιστωμένων με το άνω άρθρο γενικών γραμματειών βλ. και παρ.1 άρθρο 22 Νόμ.1735/4-11 Νοεμ.1987 (ΦΕΚ Α΄195) τόμ.2Α σελ.324,48. Επίσης με την ίδια άνω παράγραφο ορίστηκε ότι τα δ/τα της παρ. 3 εκδίδονται από την έναρξη ισχύος του άνω Νόμ.1735/1987 με πρόταση του Υπ. Προεδρίας της Κυβέρνησης και όχι του Πρωθυπουργού. Με την περίπτ. γ΄ παρ. 6 άρθρ. 6 Νόμ. 2026/ 20-23 Μάρτ. 1992 (ΦΕΚ Α΄ 43), κατωτ. σελ. 116,31021, καταργήθηκαν οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της άνω παρ.3 μόνο ως προς τη σύσταση θέσεων προσωπικού. Επίσης με την παρ.2 άρθρ.8 του ίδιου άνω Νόμ.2026/92, ορίστηκε ότι τα Προεδρικά Δ/τα του δεύτερου εδαφίου της άνω παρ.3 με τα οποία ρυθμίζονται η οργάνωση και λειτουργία των γενικών γραμματειών εκδίδονται εφεξής μετά πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού. Διοικητικός τομέας και ειδικοί γραμματείς. ΄Αρθρ.28.-1.Για την εναρμόνιση και το συντονισμό της λειτουργίας τους, περισσότερες από μία συναφείς υπηρεσίες κάθε υπουργείου, με απόφαση του αρμόδιου υπουργού, συγκροτούνται σε ενιαίο διοικητικό τομέα, του οποίου προΐσταται μετακλητός ειδικός γραμματέας με βαθμό β΄ της κατηγορίας των ειδικών θέσεων. Με την υπουργική απόφαση σύστασης του διοικητικού τομέα συνιστάται η θέση του ειδικού γραμματέα και ορίζεται η αναγκαία αναδιάρθρωση των θέσεων και υπηρεσιών εντός του τομέα. 2.Ο ειδικός γραμματέας προΐσταται των υπηρεσιών του διοικητικού τομέα, συντονίζει τη λειτουργία τους και είναι υπεύθυνος για την ποιότητα του έργου τους και την αποδοτικότητά τους. Προσυπογράφει όλα τα έγγραφα που προέρχονται από τις υπαγόμενες σε αυτόν υπηρεσίες και υπογράφονται από τον προϊστάμενό του υπουργό, αναπληρωτή υπουργό ή υφυπουργό και μπορεί να συμμετέχει χωρίς ψήφο σε οποιοδήποτε συμβούλιο ή επιτροπή, εκτός από τα υπηρεσιακά και πειθαρχικά. (Αντί για τη σελ. 84,323(ζ) Σελ. 84,323(η) Τεύχος 1317 Σελ. 41 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 3.Οι ειδικοί γραμματείς διορίζονται και παύονται με κοινή απόφαση του πρωθυπουργού και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Για το διορισμό σε θέση ειδικού γραμματέα απαιτείται η κατοχή τουλάχιστον πτυχίου ανώτατης σχολής της ημεδαπής ή ισότιμης της αλλοδαπής και διοικητική εμπειρία. Ως ειδικός γραμματέας μπορεί να διοριστεί και δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός ή υπάλληλος οποιουδήποτε νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα εν ενεργεία ή συνταξιούχος. 4.Σε περίπτωση που διορίζεται σε θέση ειδικού γραμματέα δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός ή υπάλληλος νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα αναστέλλεται η άσκηση καθηκόντων στην κύρια θέση του, στην οποία επανέρχεται αυτοδικαίως με την απαλλαγή των καθηκόντων του από τη θέση του ειδικού γραμματέα. Αναστολή της άσκησης καθηκόντων της κύριας θέσης δεν επέρχεται για τους διοριζόμενους ως ειδικούς γραμματείς, που υπηρετούν ως μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. 5.Οι θέσεις ειδικών γραμματέων, που προβλέπονται σε υπουργεία από τις ισχύουσες διατάξεις, διατηρούνται μέχρι να συγκροτηθούν στα αντίστοιχα υπουργεία ισάριθμοι διοικητικοί τομείς κατά την παρ.1. Για τους ειδικούς γραμματείς και τους διοικητικούς τομείς βλέπε παρ. 1, 2 και 3 άρθρ. 11 Νόμ. 1586/26 Μάρτ.-1 Απρ.1986 (ΦΕΚ Α΄37) (Τόμ.2Α σελ.316,893). Σχετικά με την υποβοήθηση του έργου των ειδικών γραμματέων του άνω άρθρ. 28, βλέπε δεύτερο εδάφιο της παρ. 16 του άρθρ. 18 του Νόμ. 2503/30-30 Μαΐου 1997 (ΦΕΚ Α΄107), κατωτ. αριθ. 95. Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων Άρθρ.29.-1.Οι υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί μπορούν με απόφασή τους, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάζουν στο γενικό γραμματέα του υπουργείου, σε γενικούς γραμματείς που προΐστανται γενικών γραμματειών σε ειδικούς γραμματείς, σε διευθυντές και γενικά σε προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων ορισμένες αρμοδιότητές τους ή το δικαίωμα να υπογράφουν κατά περίπτωση «με εντολή υπουργού» ή «με εντολή υφυπουργού».Τη δυνατότητα μεταβίβασης προς τους προϊσταμένους υπηρεσιών που ενδεχόμενα υπάγονται σ’ αυτούς ή στον προϊστάμενο του πολιτικού γραφείου τους έχουν και οι αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, ο αναπληρωτής υπουργός του Πρωθυπουργού και ο υφυπουργός στον πρωθυπουργό, καθώς και οι υπουργοί χωρίς χαρτοφυλάκιο. Ως προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων, κατά το εδάφ. α΄ αυτής της παραγράφου, Σελ. 84,324(η) Τεύχος 1317 Σελ. 42 θεωρούνται και οι αρχηγοί επιτελείων των ενόπλων δυνάμεων της ελληνικής αστυνομίας, του λιμενικού και του πυροσβεστικού σώματος, καθώς και οι διοικητές μεγάλων μονάδων των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. 2.Σε περίπτωση έκδοσης διοικητικής πράξης με βάση την προηγούμενη παράγραφο του άρθρου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο προοίμιο η εξουσιοδοτική πράξη. 3.(Καταργήθηκε από την παρ.8 άρθρ.7. Νόμ. 1943/10-11 Απρ.1991 (ΦΕΚ Α΄50), κατωτ. σελ. 116,3109). 4.Η απόφαση μεταβίβασης αρμοδιότητας ή του δικαιώματος υπογραφής κατά την παρ. 1 αυτού του άρθρου εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την ανάκλησή της από το αρμόδιο όργανο και αν αυτός που την εξέδωσε παύσει να υπάρχει. 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές ΄Ελεγχος των δαπανών που προκαλούν οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις. ΄Αρθρ.29Α.-1.Η κατά νομοθετική εξουσιοδότηση έκδοση από οποιοδήποτε διοικητικό όργανο κανονιστικών διοικητικών πράξεων που συνεπάγονται κάθε είδους δαπάνες σε βάρος του Δημοσίου επιτρέπεται εφεξής μόνο αν έχει εγγραφεί αντίστοιχη πίστωση στον προϋπολογισμό του Κράτους. 2.«Στο κείμενο των κανονιστικών πράξεων και σε ιδιαίτερο ακροτελεύτιο άρθρο ή στο προοίμιο αναγράφεται υποχρεωτικά το μέγεθος της δαπάνης, η κατανομή της σε οικονομικά έτη, ο τρόπος αντιμετώπισής της για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 5 ετών και αναφέρεται υποχρεωτικά από το αρμόδιο για την έκδοσή τους όργανο, ο ειδικός φορέας του Προϋπολογισμού και ο Κωδικός Αριθμός Εξόδου (Κ.Α.Ε.), από την εγγεγραμμένη πίστωση των οποίων πρόκειται να καλυφθεί η εν λόγω δαπάνη». Το μέσα σε «» πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από την περίπτ. α΄ της παρ. 2 άρθρ. 1 Νόμ. 2469/14-14 Μαρτ. 1997 (ΦΕΚ Α΄38), Τόμ. 2 σελ. 138,21. Σε περίπτωση που δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό του Κράτους ή αυτή που έχει εγγραφεί έχει εξαντληθεί ή είναι ανεπαρκής, αναγράφεται η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία τροποποιεί τον προϋπολογισμό με ισόποση της προκαλούμενης δαπάνης αυξομείωση, νέα εγγραφή, αύξηση ή μεταφορά πιστώσεων σύμφωνα με τα άρθρ.15 έως 18 του ν.δ. 321/1969 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» ή, εν πάση περιπτώσει, η πηγή από την οποία θα καλυφθεί η σχετική δαπάνη. 3.Η παρ.1 εφαρμόζεται αναλόγως στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, κοινωνικής ασφάλισης και σε όλα τα άλλα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου (ν.π.δ.δ.) καθώς και στα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.). Στην περίπτωση αυτή, στο κείμενο κάθε κανονιστικής πράξης σε ιδιαίτερο ακροτελεύτιο άρθρο ή σε ιδιαίτερη ακροτελεύτια διάταξη με τον τίτλο «κάλυψη δαπάνης» αναγράφεται υποχρεωτικά το μέγεθος της δαπάνης και η κατανομή της σε οικονομικά έτη και βεβαιώνεται επίσης υποχρεωτικά από το αρμόδιο για την έκδοση ή την έγκριση της πράξης όργανο, η πίστωση του προϋπολογισμού του νομικού προσώπου από την οποία πρόκειται να καλυφθεί η εν λόγω δαπάνη. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει τέτοια πίστωση, αναγράφεται η πράξη των αρμόδιων οργάνων με την οποία τροποποιείται ο προϋπολογισμός του νομικού πρόσωπου για τη δημιουργία της αναγκαίας πίστωσης. 4.Η αναφορά των στοιχείων των προηγούμενων παραγράφων στο σώμα της κανονιστικής πράξης αποτελεί ουσιώδη τύπο για την έκδοσή της. Σε περίπτωση παράλειψης της αναφοράς αυτής η κανονιστική πράξη δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 5.Η κοινή απόφαση αριθ. 50148/542/24.6.92 (ΕτΚ, Β΄420/1.7.92) των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας Οικονομικών και Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Εμπορίου καταργείται από τότε που ίσχυσε. 6.Η ισχύς αυτού του άρθρου αρχίζει ένα μήνα από τη δημοσίευσή του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το άρθρο 29Α, προστέθηκε από το άρθρ. 27, του Νόμ.2081/9-10 Σεπτ. 1992 (ΦΕΚ Α΄154), τομ.14 σελ.50,317. (Αντί για τη σελ. 84,3241) Σελ. 84,3241(α) Τεύχος 1317 Σελ. 43 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές Πολιτικά γραφεία μελών της Κυβέρνησης και υφυπουργών και προσωπικό των γενικών γραμματέων Άρθρ.30.-1.Για τις θέσεις υπουργών, αναπληρωτών υπουργών, υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο και υφυπουργών, που συνιστώνται με το νόμο αυτόν, συνιστώνται αντίστοιχα «πολιτικά γραφεία» υπουργών, αναπληρωτών υπουργών, υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο και υφυπουργών. Για τις περιπτώσεις διορισμού αντιπροέδρων της Κυβέρνησης και σύστασης θέσεων μελών της Κυβέρνησης ή υφυπουργών βάσει εξουσιοδότησης του νόμου αυτού τα αντίστοιχα πολιτικά γραφεία συνιστώνται με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου αντιπρόεδρου της Κυβέρνησης ή υπουργού. Τα πολιτικά γραφεία των υφυπουργών συνιστώνται με απόφαση του Πρωθυπουργού όταν πρόκειται για τον υφυπουργό στον Πρωθυπουργό ή του οικείου υπουργού, 2.Στα πολιτικά γραφεία, που συνιστώνται κατά το εδάφ.α΄της προηγούμενης παραγράφου συνιστώνται οι εξής θέσεις: α)Σε κάθε γραφείο υπουργού πέντε θέσεις μετακλητών διοικητικών υπαλλήλων και τέσσερις ενιαίες θέσεις για ειδικούς συμβούλους και ειδικούς συνεργάτες. β)Σε κάθε γραφείο αναπληρωτή υπουργού και υπουργού χωρίς χαρτοφυλάκιο πέντε θέσεις μετακλητών διοικητικών υπαλλήλων και τρεις ενιαίες θέσεις ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών. γ)Σε κάθε γραφείο υφυπουργού τέσσερις θέσεις μετακλητών διοικητικών υπαλλήλων και δυο ενιαίες θέσεις ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών. 3.Στα πολιτικά γραφεία αντιπροέδρων της Κυβέρνησης, υπουργών και υφυπουργών επιτρέπεται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων και χωρίς χρονικό περιορισμό με απόφαση του μέλους της Κυβέρνησης στο οποίο υπάγεται το γραφείο και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού η απόσπαση μέχρι πέντε υπαλλήλων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα. Για τα πολιτικά γραφεία των υφυπουργών την απόφαση υπογράφει ο οικείος υπουργός. Η απόσπαση γίνεται σε προσωρινές ομοιόβαθμες θέσεις που συνιστώνται κατά περίπτωση με την πράξη απόσπασης για όσο χρόνο ο υπάλληλος που αποσπάται προσφέρει τις υπηρεσίες του στο αντίστοιχο πολιτικό γραφείο. Ο χρόνος απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση που ο αποσπώμενος υπάλληλος κατέχει οργανικά. 4.Σε κάθε πολιτικό γραφείο αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, του αναπληρωτή υπουργού του Πρωθυπουργού και του υφυπουργού στον Πρωθυπουργό συνιστώνται με «την απόφαση» σύστασής τους μέχρι δέκα θέσεις μετακλητών διοικητικών υπαλλήλων και μέχρι πέντε ενιαίες θέσεις ειδικών συμβούλων και ειδικών συνεργατών. Σε κάθε πολιτικό γραφείο υπουργού, αναπληρωτή υπουργού, υπουργού χωρίς χαρτοφυλάκιο και υφυπουργού, που συνιστάται με την κατά την παρ. 1 απόφαση, με την ίδια απόφαση συνιστώνται και οι οριζόμενες αντίστοιχα στην παρ. 2 θέσεις. Οι μέσα σε « »λέξεις αντικαταστάθηκαν ως άνω από το εδάφιο πρώτο της παρ. 2 του άρθρ. 22 Νόμ. 1735/4-11 Νοεμ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 195), τόμ. 2 Α σελ. 324,48. 5.Ο αριθμός των θέσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους μπορεί να αυξάνει κατά κατηγορία και γραφείο ανάλογα με τις ανάγκες του κατά περίπτωση μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδίδεται με πρόταση του αρμόδιου κατά περίπτωση μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (Με όμοια απόφαση γίνεται και η πλήρωση των θέσεων του προσωπικού των πολιτικών γραφείων). Το μέσα στην ( ) τελευταίο εδάφιο της άνω παρ. 5, καταργήθηκε από τότε που ίσχυσε, από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 άρθρ. 22 Νόμ. 1735/4-11 Νοεμ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 195), τόμ. 2 Α σελ. 324,48. 6.Τα πολιτικά γραφεία επικουρούν στο έργο τους τα μέλη της Κυβέρνησης και τους υφυπουργούς, για τους οποίους συστάθηκαν. «Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται, και κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, κάθε θέμα που αφορά την οργάνωση και λειτουργία τους, τον τρόπο πλήρωσης των θέσεων, τη μισθολογική και βαθμολογική διαβάθμιση, ένταξη και εξέλιξη, καθώς και τα ειδικότερα προσόντα διορισμού και τα καθήκοντα του προσωπικού». Το μέσα στα «»δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω α πό το τρίτο εδάφιο παρ. 2 άρθρ. 22 Νόμ. 1735/4-11 Νοεμ. 1987 (ΦΕΚ Α΄ 195), τόμ. 2 Α σελ. 324,48. 7.Το πολιτικό γραφείο αντιπροέδρου της Κυβέρνησης καταργείται αυτοδικαίως όταν παύσει να υπάρχει ο αντιπρόεδρος που επικουρεί. Τα άλλα πολιτικά γραφεία καταργούνται αυτοδικαίως με την κατάργηση των θέσεων των μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών για τις οποίες συστάθηκαν. 8.Η υπηρεσία του προσωπικού των πολιτικών γραφείων λήγει αυτοδικαίως με την κατά οποιοδήποτε τρόπο λήξη της θητείας του προϊσταμένου μέλους της Κυβέρνησης ή υφυπουργού. (Αντί για τη σελ. 84,325 (ζ) Σελ. 84,325(η) Τεύχος 1115- Σελ. 33 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 9.Για την εξυπηρέτηση των γενικών γραμματέων υπουργείων και των γενικών γραμματέων που προΐστανται γενικών γραμματειών στην άσκηση των καθηκόντων τους συνιστώνται σε κάθε αντίστοιχη θέση τρεις θέσεις διοικητικών υπαλλήλων. Για την πλήρωση των θέσεων αυτών αποσπώνται, με κοινή απόφαση των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργών και κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, υπάλλη-λοι του Δημοσίου ή νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα. Σε θέσεις γενικών γραμματέων και των δυο κατηγοριών, που συνιστώνται βάσει εξουσιοδότησης του νόμου αυτού, οι θέσεις του εδαφ. α΄ αυτής της παραγράφου συνιστώνται με βάση την ίδια εξουσιοδότηση. Με απόφαση του οικείου υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διαβαθμίζονται οι συνιστώμενες κατά τα προηγούμενα εδάφια θέσεις και καθορίζονται τα ειδικότερα καθήκοντά τους. Για τη στελέχωση γραφείων των γενικών γραμματέων βλ. και άρθρ. 71 Νόμ. 1943/1011 Απρ. 1991 (ΦΕΚ Α΄ 50), κατωτ.σελ. 116, 3109. Η διαβάθμιση των θέσεων των γραφείων των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων και οι αρμοδιότητες των υπαλλήλων που υπηρετούν σ’ αυτές καθορίστηκαν με τις κατωτέρω αποφάσεις. 1) Οικ. 2703/26-26 Σεπτ. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 578) απόφ. Υπ. Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 2) ΕΙ.Φ.23/3/26-26 Σεπτ. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 578) (Διόρθ. Σφαλμ. στο ΦΕΚ Β΄ 710/22 Νοεμ.1985) απόφ. Υπ. Προεδρίας της Κυβέρνησης 3) 5608/27 Σεπτ.- 1 Οκτ. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 587)απόφ. Υπ. Γεωργίας. 4) ΑΙ/48114/30 Σεπτ.- 2 Οκτ. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 588) απόφ. Υπ. Πολιτισμού. 5) 9914/30 Σεπτ.- 2 Οκτ. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 588)απόφ. Υπ. Προεδρίας της Κυβέρνησης. 6) 3317/18 Σεπτ. – 16 Οκτ. 1985 (ΦΕΚ Β΄ 623) απόφ. Υπ. Βόρειας Ελλάδας. 7) ΒΙ 8982/29 Αυγ. – 29 Οκτ. 1985 (ΦΕΚ Β΄646)απόφ. Υπ. Εμπορίου. 8) 14/2-17 Ιαν. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 15)απόφ. Υφ. Βιομ. , Ενέργ. και Τεχνολ. 9) ΔΚ 4230/28 Φεβρ.- 10 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 168) απόφ. Υπ. Εθν. Οικονομίας. 10) Η/6679/29 Αυγ. – 3 Σεπτ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 563) απόφ. Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Σελ. 84,326(η) Τεύχος 1115- Σελ. 34 11) Απ. οίκ. 1736/7 Νοεμ.- 11 Δεκ. 1986 (ΦΕΚ Β΄ 867) απόφαση Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινων. Ασφαλίσεων. 12) Απ. οικ. 25768/313/22-28 Απρ.1987 (ΦΕΚ Β΄ 216), απόφ. Υπ. Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων. 13) Απ. Φ. 908/Η/7404/3 Νοεμ.- 8 Δεκ. 1987 (ΦΕΚ Β΄ 705), απόφ. Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. 14) Απ. 6016 /11/18/1- 7 Νοεμ.1988(ΦΕΚ Β΄ 809), απόφ. Υπουργού Δημόσιας Τάξης. 15) Απ. 2091/496/15-17 Ιαν. 1990 (ΦΕΚ Β΄ 18), απόφ.Υπ. Μεταφορών και Επικοινωνιών. 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄ ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Κατάργηση θέσεων συμβούλων και συνεργατών Άρθρ.31.-1.Οι θέσεις συμβούλων και συνεργατών κάθε κατηγορίας που έχουν συσταθεί με οποιοδήποτε τρόπο σε υπουργεία για τις ανάγκες των κεντρικών υπηρεσιών τους καταργούνται αυτοδικαίως δύο μήνες μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. 2.Τα υφιστάμενα γραφεία υπουργών και υφυπουργών μετατρέπονται σε αντίστοιχα πολιτικά γραφεία και διέπονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Οι υφιστάμενες θέσεις προσωπικού στα γραφεία αυτά συνυπολογίζονται στον επιτρεπόμενο κατά το άρθρ. 30 αριθμό θέσεων για κάθε μετατρεπόμενο γραφείο. Αποσπάσεις σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων Άρθρ.32.-1.Η πλήρωση θέσεων του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού, της Γενικής Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου, των πολιτικών γραφείων μελών της Κυβέρνησης και υφυπουργών και των γενικών γραμματέων υπουργείων και γενικών γραμματειών κατά το άρθρ. 30 μπορεί να γίνει και με απόσπαση υπαλλήλων από θέση του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης και χωρίς χρονικό περιορισμό της απόσπασης. Οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος με απόσπαση σε θέσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο λογίζεται ότι αποσπάσθηκαν κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης και χωρίς χρονικό περιορισμό. 2.Οι αποσπάσεις που έγιναν στις μεταφερόμενες από το Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης στο Υπουργείο Πολιτισμού υπηρεσίες και γενικές γραμματείες, σύμφωνα με το άρθρ. 10 παρ. 2 του Ν.Δ.216/1974, εξακολουθούν να ισχύουν με το ίδιο νομικό καθεστώς. Υπηρεσιακή κατάσταση και αποδοχές μετακλητών υπαλλήλων άρθρ. 3 της Π.Υ.Σ. υπ΄ αριθ. 88/4-11 Απρ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 93. Άρθρ.33.-1.Η υπηρεσία σε θέση γενικού γραμματέα υπουργείου, γενικού γραμματέα προϊσταμένου γενικής γραμματείας και ειδικού γραμματέα, καθώς και σε θέσεις των πολιτικών γραφείων των μελών της Κυβέρνησης, των υφυπουργών και γενικών γραμματέων υπουργείων και γενικών γραμματειών, λογίζεται ως πραγματική υπηρεσία για όλες τις συνέπειες. Με π.δ/γμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθορίζονται τα της ασφάλισης των προσλαμβανομένων στις πιο πάνω θέσεις μετακλητών υπαλλήλων σε υφιστάμενα ταμεία πρόνοιας, αρωγής και επικουρικής ασφάλισης, όπως επίσης τα της μεταφοράς των δικαιωμάτων τους σε άλλα ταμεία και προσμέτρησης του χρόνου ασφάλισής τους. 2.α)Για τους υπαλλήλους των πολιτικών γραφείων των μελών της Κυβέρνησης, των υφυπουργών και των γενικών γραμματέων υπουργείων και των γενικών γραμματειών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρ.14 παρ. 1,2 και 3 του Νόμ. 1320/1983 (ΦΕΚ Α΄ 6). β)Η μισθολογική ένταξη η διαβάθμιση των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα που αποσπώνται σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού και των άλλων μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών διέπεται για όσο χρόνο διαρκεί η απόσπασή τους από τις διατάξεις για τη μισθολογική ένταξη και διαβάθμιση των υπαλλήλων των γραφείων αυτών. γ)Η ισχύς της διάταξης αυτής ανατρέχει για τους ήδη υπηρετούντες κατ’ απόσπαση υπαλλήλους στην έναρξη ισχύος του Νόμ. 1505/1984 «Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις». 3.Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται και κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων οι κάθε είδους αποδοχές και επιδόματα ή προσαυξήσεις των βαθμών α΄ και β΄ της κατηγορίας ειδικών θέσεων. 4.Η παύση των μετακλητών υπαλλήλων και λειτουργών, οι οποίοι υπηρετούν σε θέσεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού ή σε θέσεις των υπηρεσιών που υπάγονται στον Πρωθυπουργό, δε δημιουργεί δικαίωμα αποζημίωσης. Εξουσιοδοτήσεις Άρθρ.34.-1.Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, εγκρίνεται εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας της Κυβέρνησης. Με τον κανονισμό αυτόν ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με τη λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου και των συλλογικών κυβερνητικών οργάνων, οι σχέσεις των μελών της Κυβέρνησης, των υφυπουργών και των συλλογικών κυβερνητικών οργάνων μεταξύ τους και με τις υπηρεσίες που υπάγονται στον Πρωθυπουργό για το συντονισμό της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. 2.Με απόφαση του Πρωθυπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή του νόμου αυτού. 3.Όπου στην κείμενη νομοθεσία ορίζεται ότι ο Πρωθυπουργός μπορεί να μεταβιβάσει αρμοδιότητά του σε ορισμένο υπουργό, νοείται εφεξής ότι μπορεί να την μεταβιβάσει στον υπουργό στον οποίο περιέχονται με βάση το νόμο αυτόν οι συναφείς αρμοδιότητες. Καταργούμενες διατάξεις Άρθρ.35.- Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργείται ο Νόμ.400/1976 (ΦΕΚ Α΄ 203)και κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται ή ρυθμίζεται διαφορετικά θέματα που ρυθμίζονται στο νόμο αυτόν. Άρθρ.36.- Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει με τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (Αντί για τις σελ. 84,3261(γ) – 84,3264) Σελ. 84,3261(δ) Τεύχος ΙΒ- 3-1 Σελ. 29 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές Άρθρ.5.–1.Συνιστάται Ανώτατο Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΑΣΟΠ), που αποτελείται από: «Πρωθυπουργός, ως Πρόεδρος Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Υπουργός Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Υπουργός Οικονομικών Υπουργός Γεωργίας Υπουργός Εργασίας Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας. Υπουργός Εμπορίου Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος». Η σύνθεση του ΑΣΟΠ διαμορφώθηκε ως άνω από την Π.Υ.Σ.86/27 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Α΄139). Τον Πρωθυπουργό αναπληρώνει, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας. Με την Π.Υ.Σ.26/6-11 Φεβρ. 1987 (ΦΕΚ Α΄13) η σύνθεση του ΑΣΟΠ μεταβλήθηκε ως εξής: «Πρωθυπουργός ως Πρόεδρος Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Υπουργός Οικονομικών 1.Ε.α.68 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές Υπουργός Γεωργίας Υπουργός Εργασίας Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας Υπουργός Εμπορίου Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος». Με την Π.Υ.Σ.123/28 Αυγ. – 17 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Α΄166) η σύνθεση του ΑΣΟΠ μεταβλήθηκε ως εξής: Πρωθυπουργός, ως Πρόεδρος Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Υπουργός Οικονομικών Υπουργός Γεωργίας Υπουργός Εργασίας Υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας Υπουργός Εμπορίου Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου μπορεί να συμμετέχουν σε AD HOC βάση και άλλα κυβερνητικά στελέχη. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Οικονομικός Σύμβουλος του Πρωθυπουργού. Με την Π.Υ.Σ.128/24-25 Σεπτ. 1987 (ΦΕΚ Α΄177) η σύνθεση του ΑΣΟΠ μεταβλήθηκε ως εξής: Πρωθυπουργός, ως Πρόεδρος Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Δικαιοσύνης Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Υπουργός Οικονομικών Υπουργός Γεωργίας Υπουργός Εργασίας Υπουργός Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας Υπουργός Εμπορίου Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Αναπληρωτής Υπουργός Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας Με την Π.Υ.Σ.44/7-8 Μαΐου 1990 (ΦΕΚ Α΄74) ορίστηκε ότι στη σύνθεση του ΑΣΟΠ μετέχει και ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας. Διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου μπορεί να συμμετέχουν σε AD HOC βάση και άλλα κυβερνητικά στελέχη. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο σύνδεσμος του Πρωθυπουργού με το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. 2.Το ΑΣΟΠ αποφασίζει, στα πλαίσια των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου και του ΚΥΣΥΜ, για κάθε θέμα οικονομικής πολιτικής γενικότερης σημασίας, παίρνει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος της Κυβέρνησης και παρακολουθεί, εποπτεύει και συντονίζει την εφαρμογή του προγράμματος αυτού και των αποφάσεών του. 3.Το ΑΣΟΠ εξυπηρετείται από γραμματεία, η οποία αποτελεί υπηρεσία του Πολιτικού Γραφείου Πρωθυπουργού και της οποίας προΐσταται ο προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου Πρωθυπουργού. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρ.3. Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων Η Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων (Ε.Τ.Ε.) καταργήθηκε και οι αρμοδιότητές της μεταβιβάστηκαν στον Υπ. Εθν. Οικον. από την παρ. 5 άρθρ. 3 της Π.Υ.Σ. υπ΄ αριθ. 88/4-11 Απρ. 1996 (ΦΕΚ Α΄ 65), κατωτ. αριθ. 93 Άρθρ.6.–1.Η Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων αποτελείται από: α) τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, ως πρόεδρο, β) τον Υπουργό Οικονομικών, γ) τον Υπουργό Γεωργίας, δ) τον Υπουργό Εργασίας, ε) τον Υπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, στ) τον Υπουργό Εμπορίου. 2.Η Επιτροπή επεξεργάζεται και αποφασίζει, στο πλαίσιο των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, του ΚΥΣΥΜ και του ΑΣΟΠ, μέτρα που αναφέρονται στις τιμές, στα εισοδήματα και γενικά στην εισοδηματική πολιτική και παρακολουθεί και συντονίζει την εφαρμογή τους. 3.Οι διατάξεις του άρθρ.14 παρ.3 του Νόμ. 1299/1982 εξακολουθούν να ισχύουν. 4.Η Επιτροπή Τιμών και Εισοδημάτων εξυπηρετείται από τη Γραμματεία του ΑΣΟΠ, που ορίζεται στο άρθρ.5 παρ.3. Γραμματεία Υπουργικού Συμβουλίου Για την σύσταση Γενικής Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου στην οποία εντάχθηκε η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου βλέπε Π.Δ. 86/22-23 Απρ. 1996 (ΦΕΚ Α΄70), κατωτ. σελ. 88. Άρθρ.7.–1.Η Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου αποτελεί αυτοτελή δημόσια υπηρεσία και υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό. 2.Στη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου προΐσταται μετακλητός υπάλληλος της κατηγορίας α΄ ειδικών θέσεων, ο οποίος φέρει τον τίτλο του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου. Ο διορισμός και η παύση του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου γίνεται με απόφαση του Πρωθυπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (Αντί για τη σελ. 84,31601(β) Σελ. 84,31601(γ) Τεύχος 1317 Σελ. 27 Υπουργικό Συμβούλιο - Οργάνωση Υπουργείων - Κυβερνητικές Επιτροπές 1.Ε.α.68 «Τα καθήκοντα του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου μπορεί να ανατίθενται με όμοια απόφαση και σε ανώτατο δημόσιο λειτουργό, παράλληλα ή μη με την άσκηση των κυρίων καθηκόντων του». Το μέσα στα «» τρίτο εδάφιο προστέθηκε από την παρ.1 άρθρ.37 Νόμ.1968/10-11 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄150), τόμ.6 σελ.104,260. (Με την ίδια πράξη οι υφιστάμενες οργανικές μόνιμες θέσεις της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι υπάλληλοι που υπηρετούν σ’ αυτές, μπορούν να μεταφέρονται σε άλλες υπηρεσίες του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης. Ως την έκδοση αυτής της πράξης, οι υπάλληλοι που υπηρετούν στη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου με οποιαδήποτε σχέση εξακολουθούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ’ αυτή). Τα μέσα σε ( ) εδάφια της άνω παρ.3 καταργήθηκαν από την παρ.3 άρθρ.37 Νόμ.1968/1011 Οκτ. 1991 (ΦΕΚ Α΄150), (τόμ.6 σελ.104,260). «4.Με το ίδιο ή διαφορετικό δ/γμα είναι δυνατόν: α) να μεταβάλλεται ο τίτλος της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου, β) να ρυθμίζεται η μεταφορά αρμοδιοτήτων και υπηρεσιών προς τη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ.24 παρ.4 εδάφ. β΄ του Νόμ.1558/1985, γ) να προβλέπεται η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και δικαιώματος υπογραφής σε διοικητικής και οικονομικής φύσης θέματα από τον Πρωθυπουργό στο Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου και από τον τελευταίο στους προϊσταμένους των Διευθύνσεων και των Τμημάτων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ.29 του Νόμ. 1558/1985 και δ) να παρέχεται εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο, στον Πρωθυπουργό ή στο Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου για την ειδικότερη ρύθμιση των θεμάτων που αναφέρονται στις παρ.3 και 4 του άρθρ.7 του Νόμ.1558/1985, όπως διαμορφώθηκαν από τις διατάξεις αυτού του άρθρου». Η νέα παρ. 4 προστέθηκε και η υπάρχουσα παρ. 4 αναριθμήθηκε σε παρ.5 από την παρ.4
134
3. ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ της 19 Φεβρ./10 Μαρτ. 1938 Περί του τρόπου διενεργείας ελέγχου των εν εμπορία σπόρων μικρών σιτηρών, κτηνοτροφικών φυτών και οσπρίων. Έχοντες υπ’ όψει τα άρθρ. 18 και 20 του Α.Ν. 825/1937 «περί οργανώσεως σποροπαραγωγής βελτιωμένων σπόρων μικρών σιτηρών κτηνοτροφικών φυτών και οσπρίων», ως και την υπ’ αριθ. 778 π.ε. γνωμάτευσιν του Συμβουλίου Επικρατείας, προτάσει του Ημετέρου επί της Γεωργίας Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν: Άρθρ.1.-1.Ίνα οι σπόροι των ειδών των τιθεμένων συμφώνως τω παρόντι υπό έλεγχον και περιορισμούς εμπορίας, δύνανται να κυκλοφορήσωσι εν τω εμπορίω δέον να ώσι συσκευασμένοι εις σάκκους καινουργείς με τας ραφάς προς το εσωτερικόν, στερεούς και μη παρουσιάζοντας ίχνη ή ενδείξεις παραβιάσεως. 2.Το στόμιον των σάκκων δέον να είναι καλώς ερραμένον δια στερεού σπάγγου, ούτινος αμφότερα τα άκρα να λήγωσι προς το αυτό μέρος και ν’ αφίνωσιν αρκετόν περιθώριον δια την προσάρτησιν των δια του παρόντος προβλεπομένων ετικεττών και μολυβδοσφραγίδων. 3.Οι σάκκοι δύνανται να είναι διαφόρων μεγεθών, δια το αυτό είδος σπόρων, δέον όμως να είναι ομοιοβαρείς δι’ έκαστον μέγεθος. 4.Έκαστος σάκκος, δέον να φέρη απαραιτήτως εις τα άκρα του σπάγγου ραφής του στομίου του, ετικέτταν τυπωμένην, στεράς κατασκευής, εφ’ ης θ’ αναγράφωνται απαραιτήτως: α)το ονοματεπώνυμον του εμπορευομένου ή Εταιρείας κλπ. β)η έδρα και η διεύθυνσις, γ)το όνομα του είδους και το όνομα της ποικιλίας εις την κοινήν και εις την Επιστημονικήν ονοματολογίαν, δ)η προέλευσις του σπόρου (Εξωτερικού ή εσωτερικού και η περιφέρεια εξ ης ειδικώς προέρχεται), ε)το μικτόν και το καθαρόν βάρος του σπόρου, ς)το έτος συγκομιδής και ζ)ίδιος αύξων αριθμός δια τους σάκκους του αυτού μεγέθους του ιδίου εμπορευομένου. Ομοία ετικέττα δέον να ευρίσκηται και εις το εσωτερικόν του σάκκου. Άρθρ.2.-1.Ο έχων σπόρους προς εμπορίαν περί ων το παρόν Β.Δ/μα συσκευασμένους συμφώνως τω άρθρ. 1 του παρόντος, υποχρεούται παρουσιαζόμενος εις τον Προϊστάμενον της οικείας Γεωργ. Υπηρεσίας να συμπληρώση και υπογράψη εις διπλούν υπεύθυνον δήλωσιν, ως το κάτωθι υπόδειγμα. (Ακολουθεί υπόδειγμα υπευθύνου δηλώσεως). 2.Εντός τριημέρου το πολύ από της υπογραφής της υπευθύνου δηλώσεως, ο οικείος Προϊστάμενος της Γεωρ. Υπηρεσίας ή ο αναπληρών τούτον συγκαλεί την επί της Επισήμου Δειγματοληψίας Επιτροπήν του άρθρ. 3 του παρόντος, ήτις εντός της προθεσμίας ταύτης ποιείται έναρξιν της δειγματοληψίας και της αρχικής σφραγίσεως των σάκκων συμφώνως τω παρόντι (άρθρ. 4 παρ. 5). 3.Η Επίσημος δειγματοληψία, δια μεν τους εκ του Εξωτερικού προερχομένους σπόρους ενεργείται εις τα οικεία Τελωνεία προ του εκτελωνισμού του σπόρου, δια δε τους εκ του εσωτερικού τοιούτους εις τας αποθήκας και τα Καταστήματα των εμπόρων. Άρθρ.3.-1.Η επίσημος δειγματοληψία δια τον έλεγχον των κατά το παρόν Β.Δ/μα κυκλοφορούντων σπόρων ενεργείται παρά διμελούς Επιτροπής εκ Δημοσίων υπαλλήλων, ης το εν μέλος είναι απαραιτήτως γεωπόνος. 2.Κατά την εν τοις Τελωνείοις δειγματοληψίαν μετέχει της επιτροπής δειγματοληψίας, ο Προϊστάμενος της οικείας Γεωργικής Υπηρεσίας ή ο υπ’ αυτού οριζόμενος γεωπόνος και ο οικείος Τελώνης ή ο υπ’ αυτού οριζόμενος αντικαταστάτης. Κατά την εν ταις αποθήκαις ή Καταστήμασι των εμπορευομένων δειγματοληψίαν, μετέχει της Επιτροπής δειγματοληψίας ο Προϊστάμενος της οικείας Γεωργικής Υπηρεσίας ή ο υπ’ αυτού οριζόμενος γεωπόνος και εις διοικητικός υπάλληλος, κατά προτίμησιν εκ των οικονομικών κλάδων οριζόμενος ως και ο αντικαταστάτης του δια διαταγής του οικείου Νομάρχου. 4.Κατά την δειγματοληψίαν, εις όλας τας περιπτώσεις, παρίσταται υποχρεωτικώς ο ενδιαφερόμενος έμπορος ή ο νομίμως εκπροσωπών τούτον, όστις προσυπογράφει τα οικεία πρωτόκολλα δειγματοληψίας και τους φακέλλους δειγμάτων ή τας ετικέττας των σακκιδίων δειγμάτων. Εν περιπτώσει μη εμφανίσεως κατά την δειγματοληψίαν του ενδιαφερομένου εμπόρου ή του εκπροσώπου του ή αρνήσεως τούτου να προσυπογράψη τα πρωτόκολλα και λοιπά στοιχεία δειγματοληψίας, η δειγματοληψία ακυρούται συντασσομένου σχετικού πρωτοκόλλου ακυρώσεως της δειγματοληψίας οπότε ίνα επαναληφθή η δειγματοληψία ο ενδιαφερόμενος έμπορος υποχρεούται εις την υποβολήν νέας δηλώσεως συμφώνως τω άρθρ. 2 του παρόντος. 5.Αι λεπτομέρειαι όσον αφορά τον τρόπον της δειγματοληψίας, την σφράγισιν των δειγμάτων, την σύνταξιν των πρωτοκόλλων δειγματοληψίας, την ποσότητα του σπόρου κατά δείγμα, τον αριθμόν των ομοίων δειγμάτων κατά ελεγχομένην μερίδα κλπ. ορίζονται δια των εν τω άρθρ. 8 του παρόντος αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας. Σελ.801 148-123 Έλεγχος Σποροπαραγωγής 16.Λ.β.3 Άρθρ.4.-1.Τα κατά το άρθρ. 3 και την σχετικήν κατά το άρθρ. 8 απόφασιν του Υπουργού Γεωργίας, λαμβανόμενα δείγματα, αποστέλλονται αμέσως προς έλεγχον εις τον δυνάμει του άρθρ. 18 του Α.Ν. 825/37 λειτουργούντα Ειδικόν Κρατικόν Σταθμόν Δοκιμών και Ελέγχου Σπόρων μερίμνη της οικείας Γεωργικής Υπηρεσίας, δια του ταχυτέρου μέσου μεταφοράς καλώς συσκευασμένα και συνοδευόμενα υπό των οικείων πρωτοκόλλων δειγματοληψίας και της μιας εκ της εις διπλούν υπογραφείσης υπευθύνου δηλώσεως. 2.Το αποτέλεσμα των υπό του ειρημένου Σταθμού ενεργουμένων αναλύσεων και σχετικών δοκιμών, των κατά τ’ ανωτέρω δειγμάτων, τηλεγραφείται εις την οικείαν Γεωργικήν Υπηρεσίαν, ήτις προβαίνει εις την οριστικήν σφράγισιν των σάκκων κατά τα κατωτέρω. 3.Εις περίπτωσιν καθ’ ην το αποτέλεσμα της εξετάσεως του δείγματος επιτρέπει την κυκλοφορίαν του ελεγχθέντος σπόρου, σφραγίζονται αι ετικέτται των αντιστοιχούντων εις το δείγμα σάκκων δι’ ελαστικής σφραγίδος αποτυπούσης με ανεξίτηλον μελάνην την φράσιν «Ελεύθερον προς εμπορίαν», δι’ ετέρας σφραγίδος με ανεξίτηλον επίσης μελάνην αποτυπούται η χρονολογία ισχύος της ελευθέρας κυκλοφορίας του σπόρου και τέλος η σφραγίς της οικείας Γεωργικής Υπηρεσίας της εντεταλμένης να σφραγίση τελικώς τους σάκκους. 4.Εις περίπτωσιν καθ’ ην το αποτέλεσμα της εξετάσεως του δείγματος δεν επιτρέπει την ελευθέραν κυκλοφορίαν των σάκκων, αι ετικέτται σφραγίζονται δια διατρυτικής σφραγίδος αποτυπούσης δια μικρών οπών την φράσιν «Απαγορεύεται η κυκλοφορία». Εν ελλείψει διατρυτικής σφραγίδος αναγράφεται δι’ ερυθράς ανεξιτήλου μελάνης επ’ αμφοτέρων των όψεων εκάστης ετικέττας η ιδία φράσις. 5.Η αρχική σφράγισις των σάκκων γίνεται κατά την ενέργειαν της δειγματοληψίας, δια μολυβδοσφραγίδος τιθεμένης εν συνεχεία της ετικέττας του σάκκου. Τα δύο άκρα του σπάγγου ραφής του στομίου του σάκκου διαπερώνται δια της μολυβδοσφραγίδος, ήτις πιέζεται δια λαβίδος δι’ ης επί μεν τηνς μιας όψεως αποτυπούνται τα αρχικά στοιχεία Σελ.802 148-124 του Υπουργείου Γεωργίας «Υ.Γ.», επί δε της ετέρας κυκλοτερώς αι λέξεις «Έλεγχος σπόρου». Εν περιπτώσει ελλείψεως λαβίδος ως ανωτέρω, δύναται να χρησιμοποιηθή λαβίς ανήκουσα κατά προτίμησιν εις Δημοσίαν Υπηρεσίαν, Υπηρεσίαν των Σιδηροδρόμων κλπ. οπότε το τοιούτον αναφέρεται εις το οικείον πρωτόκολλον δειγματοληψίας. Άρθρ.5.-1.Επιτρέπεται η ανασυσκευασία σπόρου ευρισκομένου εις σάκκους οριστικώς σφραγισθέντας συμφώνως τω άρθρ. 4 παρ. 3 του παρόντος, εφ’ όσον η ανασυσκευασία αφορά την ενσάκκισιν εις σάκκους μικροτέρους των εσφραγισμένων. Η ανασυσκευασία γίνεται κατόπιν υποβολής εκ μέρους του ενδιαφερομένου εμπόρου σχετικής υπευθύνου δηλώσεως, ως εν άρθρ. 2 του παρόντος, μεθ’ ο η ανασυσκευασία γίνεται ενώπιον της οικείας Επιτροπής Επισήμου δειγματοληψίας, ήτις προβαίνει ταυτοχρόνως εις την αρχικήν και την οριστικήν σφράγισιν των νέων σάκκων, ενεργούσα ταυτοχρόνως δειγματοληψίαν κατά τα οριζόμενα δια του παρόντος Β.Δ/τος. 2.Δια την κατά μικράς ποσότητας πώλησιν των σπόρων ενίων ειδών, δύναται να επιτραπή δια της οικείας αποφάσεως του άρθρ. 8 του παρόντος Β.Δ/τος η συσκευασία εις μικρούς πανίνους σάκκους ή χαρτίνους τοιούτους, οριζομένων εν τη περιπτώσει ταύτη εν τη αποφάσει, των περιορισμών υφ’ ους θα κυκλοφορώσιν οι ούτω συσκευασμένοι σπόροι, ως και των λεπτομερειών της συσκευασίας και του ελέγχου. Δύναται ωσαύτως να επιτραπή η χύδην πώλησις των σπόρων των τιθεμένων υπό περιορισμούς και έλεγχον συμφώνως τω παρόντι, υποχρεουμένων εν τη περιπτώσει ταύτη των εμπόρων εις την χορήγησιν εις τους αγοραστάς εγγυητικών εντύπων και την τήρησιν ονομαστικών καταστάσεων των αγοραστών και των πωληθεισών ποσοτήτων εξ εκάστου ηλεγμένου και τελικώς εσφραγισμένου σάκκου, καθ’ α ήθελον ορίσει λεπτομερώς αι σχετικαί Υπουργικαί αποφάσεις. 16.Λ.β.3 Έλεγχος Σποροπαραγωγής 3.Κατά την μεταβίβασιν σπόρων περί ων το παρόν Β.Δ/μα από εμπόρου εις έμπορον, ο νέος κάτοχος του σπόρου υποχρεούται εις την υποβολήν υπευθύνου δηλώσεως εις διπλούν ως εν άρθρ. 2 ορίζεται εις την οικείαν Γεωργικήν Υπηρεσίαν. Εις την δήλωσιν και εις την θέσιν «προέλευσις» του σπόρου, θ’ αναγράφηται το ονοματεπώνυμον, η έδρα και η διεύθυνσις του πρώην κατόχου, εις δε τας παρατηρήσεις ότι πρόκειται περί σπόρου ελεγχθέντος με άδειαν κυκλοφορίας μέχρι της τάδε χρονολογίας και μέλλοντος να μεταφερθή προς πώλησιν εις την τάδε περιφέρειαν. Η χρονολογία της δηλώσεως θεωρείται και ως τοιαύτη της γενομένης μεταβιβάσεως, εφ’ όσον εις τας παρατηρήσεις δεν αναγράφεται άλλως. Την δήλωσιν προσυπογράφει υποχρεωτικώς και ο μεταβιβάζων έμπορος εις την στήλην των παρατηρήσεων. Εις περίπτωσιν μεταφοράς του σπόρου εις ξένην γεωργικήν περιφέρειαν, ο έμπορος υποχρεούται να υποβάλλη ομοίαν υπεύθυνον δήλωσιν εις την οικείαν Γεωργικήν Υπηρεσίαν. Άρθρ.6.-1.Ο κατά το άρθρ. 4 τελικώς σφραγισθείς σπόρος, ίνα δύναται να κυκλοφορήση ελευθέρως εν τω εμπορίω, δέον να συνοδεύηται απαραιτήτως υπό εγγυητικού εντύπου του πωλούντος τούτον εμπόρου, εν ω ν’ αναγράφωνται συν τοις άλλοις και τα εκ της επισήμου εξετάσεως προκύψαντα αποτελέσματα. 2.Ο τύπος του κατά τ’ ανωτέρω εγγυητικού εντύπου είναι ως το κάτωθι υπόδειγμα. Ονοματεπώνυμον Έτος ……... Εμπόρου Χρονολογία Διεύθυνσις ισχύος πα ρόντος …… Εγγυητικόν έντυπον πωλήσεως σπόρου Είδος ……………………. ποικιλία …………….. Σάκκοι υπ’ αριθ. ………………………………… Ποσότης κατά σάκκον …… Συνολική ποσότης ... ……………… Ο κατά τ’ ανωτέρω σπόρος συσκευασμένος και ηλεγμένος συμφώνως τω από ……………… Β.Δ/τι πληροί τα τιθέμενα όρια ανοχής δια της υπ’ αριθ. … ……….... αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας από … συμφώνως τω υπ’ αριθ. ….. από ………….. πιστοποιητικώ του Ειδικού Κρατικού Σταθμού Δοκιμών και Ελέγχου σπόρων, παρουσιάζει ειδικώτερον τα κάτωθι χαρακτηριστικά. …………………………………………………… ……………………………………………………… ……………………………………………………… ……………………………………………………… Το παρόν ισχύει αποκλειστικώς και μόνον δια τον εν τω παρόντι περιγραφόμενον σπόρον και την σημειουμένην ποσότητα τούτου. 3.Ο κατά το παρόν Β.Δ/μα τιθέμενος υπό έλεγχον και περιορισμούς εμπορίας σπόρος, δύναται ανά πάσαν στιγμήν μετά την τελικήν σφράγισίν του συμφώνως τω άρθρ. 4 παρ. 3 να υποστή νέον έλεγχον, εφ’ όσον ήθελε καταγγελθή εις την οικείαν Γεωργικήν Υπηρεσίαν ότι ο πωλούμενος και ήδη ελεγθείς σπόρος δεν ανταποκρίνεται εις την υπό του εγγυητικού εντύπου του εμπόρου περιγραφομένην κατάστασιν. Άρθρ.7.-Απαγορεύεται ο εκτελωνισμός σπόρων προερχομένων εκ του εξωτερικού προ της τελικής σφραγίσεως των ετικεττών των σάκκων, ως επίσης και εκείνων δι’ ους η σφράγισις απαγορεύει την ελευθέραν κυκλοφορίαν των εν τω εμπορίω συμφώνως τω άρθρ. 4 παρ. 4 του παρόντος. Άρθρ.8.-1.Εις τον κατά το παρόν Β.Δ/μα καθοριζόμενον έλεγχον και περιορισμούς εμπορίας, υπόκεινται μόνον οι σπόροι των ειδών εκάστης κατηγορίας (μικρά σιτηρά, κτηνοτροφικά, όσπρια) των οριζομένων εκάστοτε δι’ αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εκάστη απόφασις δύναται να περιλάβη εν ή περισσότερα είδη εκ των αφορώντων το παρόν Β.Δ/μα κατηγοριών σπόρων. 2.Εις τας συμφώνως τη προηγουμένη παραγράφω εκδιδομένας αποφάσεις ορίζονται συν τοις άλλοις δια τα υπό έλεγχον και περιορισμούς εμπορίας τιθέμενα είδη, τα επιτρεπόμενα δι’ αυτά όρια ανοχής (βλαστικότης, περιεκτικότης εις αδρανείς ξένας ύλας, περιεκτικότης εις σπόρους ζιζανίων και παρασίτων φυτών, περιεκτικότης εις βεβλαμένους μηχανικώς, υπό εντόμων ή ασθενειών σπόρους κλπ.), αι λεπτομέρειαι αι σχετικαί με την επίσημον δειγματοληψίαν τούτων, ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετιζομένη με την εν τω εμπορίω κυκλοφορίαν των κατά τας διατάξεις του παρόντος Β.Δ/τος. Εις εκτέλεσιν της ανωτέρω διατάξεως εξεδόθησαν αι εξής αποφάσεις Υπ. Γεωργίας: α)53169 της 19 Μαρτ./26 Απρ. 1960 (ΦΕΚ Β΄ 171) περί υπαγωγής υπό έλεγχον και περιορισμούς εμπορίας των σπόρων υβριδίων αραβοσίτου. β)55480/1376 της 19 Μαρτ./22 Απρ. 1960 (ΦΕΚ Β΄ 162) περί υπαγωγής υπό έλεγχον και περιορισμούς εμπορίας των σπόρων του είδους ορύζης. Το από 24 Δεκ. 1937 Β.Δ/μα «περί του τρόπου διενεργείας ελέγχου των εν εμπορία σπόρων μικρών σιτηρών, κτηνοτροφικών φυτών και οσπρίων» δημοσιευθέν εις το υπ’ αριθ. 11 τεύχος Α΄ φύλλον της 15-1-38 φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καταργείται. Σελ.803 148-125 Έλεγχος Σποροπαραγωγής 16.Λ.β.3 Εις τον Ημέτερον επί της Γεωργίας Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος Δ/τος.
19
10. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Αριθ. Δ2/Β/5190/1980 της 8 Φεβρ./21 Μαρτ. 1980 (ΦΕΚ Β΄ 283) Περί αναπροσαρμογής των τελών προσγειώσεως και παραμονής αερ/φών. Ενσωματώθηκε στην Απόφ. Υπ. Συγκοινωνιών, (κατωτ. αριθ. 11). 38.Μ.δ.4-10 Τέλη Χρήσης Αερολιμένων
205
Αύξηση των θέσεων Εκπαιδευτικού Προσωπικού των σχολικών μονάδων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.Οι θέσεις του εκπαιδευτικού προσωπικού, των σχολικών μονάδων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, του άρθρου 14 του Ν. 1566/1985, αυξάνονται κατά κλάδο από 1.9.1993 ως ακολούθως: Του κλάδου ΠΕ1 Θεολόγων κατά τέσσερις (4) Του κλάδου ΠΕ2 Φιλολόγων κατά εικοσιεννέα (29) Του κλάδου ΠΕ3 Μαθηματικών κατά δέκα επτά (17) Του κλάδου ΠΕ4 Φυσικών κατά δώδεκα (12) Του κλάδου ΠΕ6 Αγγλικής Γλώσσας κατά πέντε (5) Του κλάδου ΠΕ9 Οικονομολόγων κατά τρεις (3) Του κλάδου ΠΕ11 Φυσικής Αγωγής κατά επτά (7) Του κλάδου ΠΕ12 Ηλεκτρολόγων κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ12 Πολιτικών Μηχανικών κατά μία (1). 10. Του κλάδου ΠΕ12 Αρχιτεκτόνων κατά μία (1). Του κλάδου ΠΕ14 Ιατρών κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ14 Γεωπόνων κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ16 Μουσικής κατά τρεις (3) Του κλάδου ΠΕ17 Ηλεκτρολόγων κατά τρεις (3) Του κλάδου ΠΕ17 Μηχανολόγων κατά τέσσερις (4) Του κλάδου ΠΕ17 Ηλεκτρονικών κατά έξι (6) Του κλάδου ΠΕ18 Βρεφονηπιοκόμων κατά πέντε (5) Του κλάδου ΠΕ18 Κοινωνικής Εργασίας κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ18 Νοσηλευτικής κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ18 Διοίκησης Επιχειρήσεων κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ18 Διοίκησης Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ18 Γραφίστικης κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ18 Διακοσμητικής κατά μία (1) Του κλάδου ΠΕ18 Φυτικής Παραγωγής κατά μία (1 ) Του κλάδου ΠΕ19 Πληροφορικής κατά δεκατέσσερις (14) Του κλάδου ΤΕ1 Οδοντοτεχνικής κατά μία (1) Του κλάδου ΤΕ1 Ψυκτικών κατά μία (1) Του κλάδου ΤΕ1 Μηχανολόγων κατά μία (1) Του κλάδου ΤΕ1 Ηλεκτρονικών κατά δύο (2) Του κλάδου ΤΕ1 Αργυροχρυσοχοΐας κατά μία (1). Σύνολο θέσεων εκατόν τριάντα (130). Στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του διατάγματος αυτού.
41
3. ΑΝΑΓΚ. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1037 της 2/2 Μαρτ. 1946 (ΦΕΚ Α΄79) Περί τροποποιήσεως των διατάξεων περί κατατάξεως Λιμενικών Δοκίμων. Άρθρ.1.-(Αντικατεστάθη δια των διατάξεων του άρθρ. 1 παρ. 1-4 του κατωτ. Νόμ. 1014/1949). Άρθρ.2.-1-2.(Αντικατεστάθησαν δια των διατάξεων του άρθρ.1 παρ. 5 και άρθρ. 2 παρ. 1 Νόμ. 1014/1949). 3.Από της ισχύος του παρόντος καταργούνται: α)Αι παρ. 1,2,3,4,5 και 6 του άρθρ. 14 του Οργανισμού Σχολής Λιμενικών Δοκίμων του τεθέντος εν ισχύϊ δια του Β.Δ/τος της 27.10.37 «περί θέσεως εν ισχύϊ του Οργανισμού της Σχολής Λιμενικών Δοκίμων» (ΦΕΚ 446 Α΄/4.11.37). β)Η παρ. 1 του άρθρ. 6 του Α.Ν. 131/36 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί διοικήσεως του Εμπορικού Ναυτικού διατάξεων (ΦΕΚ 411 Α΄/24.9.1936). γ)Το άρθρ. 25 του Β.Δ/τος της 27.5.1927 «περί Διοικήσεως του Εμπορικού Ναυτικού» (Φ.Ε.Κ. 104 Α΄/1.6.27). δ)Ο Νόμ.676/43 «περί προσόντων προαγωγής πτυχιούχων Λιμενικών Υπαξιωματικών». (Αντί για τη σελ. 139(γ) Σελ. 139(δ) Τεύχος Θ91-Σελ. 85 Εκπαίδευση Λ.Σ. 20.Γ.ζ.1-3 ε)Ο Α.Ν. 3202/43 «περί επεκτάσεως διατάξεών τινων εν τω Β.Ν. και εις το Λιμενικόν Σώμα», από της ισχύος δε του παρόντος ισχύουν και δια τους Λιμενικούς βαθμοφόρους αι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρ. 54 του Α.Ν. 905/37 «περί καταστάσεως αξιωματικών Β.Ν.» ως αντικατεστάθη δια του άρθρ. 4 του Α.Ν. 665/45. ς)Το εδάφ. β΄της παρ. 1 του άρθρ. 3 του Α.Ν. 345/36 «περί αρμοδιότητος και δικαιοδοσίας του Υφυπουργείου Εμπορ. Ναυτιλίας». Άρθρ.3.-1.Σημαιοφόροι Π.Λ.Σ. και Λιμενικοί Υπαξιωματικοί από του βαθμού του Υποκελευστού Α΄και άνω κεκτημένοι πτυχίον Ανωτάτης Σχολής Νομικών, Πολιτικών ή Εμπορικών Επιστημών, δύνανται να μετάσχωσιν εις τας εξετάσεις προς κατάταξιν Λιμενικών Δοκίμων εφ’ όσον συγκεντρούσιν τα προσόντα της παρ. 1 του άρθρ. 1 πλην της αγαμίας και του ορίου ηλικίας όπερ ειδικώς δι’ αυτούς παρατείνεται μέχρι του 35ου έτους της ηλικίας των. Ούτοι απλώς επιτυγχάνοντες εις τας εξετάσεις κατατάσσονται ως δόκιμοι καθ’ υπέρβασιν του αριθμού δι’ ον προεκηρύχθη ο διαγωνισμός. 2.Οι ανωτέρω απολυόμενοι κατά την διάρκειαν της εν τη Σχολή εκπαιδεύσεώς των, δια τινα λόγον δι’ ους απολύονται κατά ας διατάξεις του οικείου οργανισμού οι λιμενικοί δόκιμοι, επανέρχονται εις την κατάστασιν και τον βαθμόν εις ον διετέλουν προ της συμμετοχής των εις τας εξετάσεις. Άρθρ.4.-(Κατηργήθη δια του άρθρ. 1 Ν.Δ. 125/1946). Άρθρ.5.-1.Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρ. 2 του Α.Ν. 449/1945 «περί επικούρων Αξιωματικών Λιμενικού Σώματος» είναι ότι επί των επικούρων Λιμενικών Αξιωματικών εφαρμόζονται αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί των επικούρων Αξιωματικών Β.Ν. πλην καθ’ όσον άλλως ορίζεται δι’ αυτούς. 2.Εξαιρετικώς δια τας κατατακτηρίους εξετάσεις Λιμενικών Δοκίμων του έτους 1946 το κατά την παρ. 1 του άρθρ. 1 του παρόντος Νόμου καθοριζόμενον όριον ηλικίας αυξάνεται μέχρι του 30ού έτους. Σελ. 140(δ) Τεύχος Θ91-Σελ. 86
158
132. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Αριθ.ΔΙΔΚ/Φ7.1/39569 της 20/30 Νοεμ. 1990 (ΦΕΚ Β΄ 758) Εξαίρεση διοικητικών πράξεων και εγγράφων από τον κανόνα των τριών υπογραφών της παρ.1 του άρθρ.81 του Νόμ.1892/90.
134
21. ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 3198 της 20/23 Απρ. 1955 (ΦΕΚ Α΄ 98) Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων. Δια τους υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ. βλ. άρθρ. 19 παρ. 12 Β.Δ. 23/24 Δεκ. 1955 (τόμ. 2Α σελ. 354). Άρθρ.1.-Έπαναφέρονται εν ισχύϊ αι διατάξεις του Άρθρ.9.-1.Ο καταγγέλλων την σχέσιν εργασίας εργοδότης υποχρεούται όπως εντός προθεσμίας 8 ημερών από της παραδόσεως του εγγράφου της καταγγελίας εις τον απολυόμενον, αναγγείλη την υπ’ αυτού ενεργηθείσαν καταγγελίαν εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας ως και εις το αρμόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, όπερ υποχρεούται να πρωτοκολλήση ταύτην αυθημερόν. Εις ας περιφερείας δεν υπάρχει Υπηρεσία Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας, ως και Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, η αναγγελία γίνεται εις την πλησιεστέραν Αστυνομικήν Αρχήν. 2.Η αναγγελία ενεργείται δια της παραδόσεως αντιγράφου του εγγράφου καταγγελίας εις τας υπηρεσίας τας αναφερομένας εις την προηγουμένην παράγραφον αρμοδία δε υπηρεσία του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας και Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας ορίζεται το του τόπου απασχολήσεως του μισθωτού. 3.Οι εργοδόται υποχρεούνται εις αναγγελίαν και όταν η σχέσις εργασίας λύεται ουχί συνεπεία καταγγελίας, αλλ’ εξ άλλου λόγου ήτοι δια της παρόδου του συμπεφωνημένου χρόνου εις την περίπτωσιν της συμβάσεως διαρκείας ωρισμένου χρόνου, η οσάκις προκύπτει τοιαύτη διάρκεια εκ του δηλωθέντος σκοπού εργασίας, η δια της αποπερατώσεως του έργου εις την περίπτωσιν συμβάσεως ωρισμένου έργου. (Αντί για τη σελ. 98,03(γ) Σελ. 98,03(δ) Τεύχος 1294-Σελ. 41 Ασφάλιση κατά της Ανεργίας Οργ/σμός Απασ/σης Εργατ/κού Δυν/κού (Ο.Α.Ε.Δ.) 15.Γ .β.21 Η αναγγελία εις τας περιπτώσεις ταύτας ενεργείται δια παραδόσεως εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας, ως και το αρμόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, ή άλλως εις την πλησιεστέραν Αστυνομικήν Αρχήν, εγγράφου περιλαμβάνοντος τα δι’ αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορισθησόμενα στοιχεία. 4.Κατά παντός εργοδότου παραβαίνοντος τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ως και κατά του αναγράφοντος ψευδή στοιχεία εις την καταγγελίαν της σχέσεως εργασίας, επιβάλλονται κατ’ έγκλησιν του αρμοδίου Γραφείου Ευρέσεως Εργασίας η του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως της Ανεργίας οι ποιναί οι οριζόμεναι εις την παρ. 4 του άρθρ. 5 του Ν.Δ. 2656/1953 «περί οργανώσεως και ελέγχου της αγοράς εργασίας». «5.Αντίγραφο της καταγγελίας σύμβασης εργασίας που κοινοποιείται στον Ο.Α.Ε.Δ., σύμφωνα με τις ανωτέρω παρ. 1, 2, και 3 διαβιβάζεται υποχρεωτικά εντός μηνός από τον Ο.Α.Ε.Δ., στο αρμόδιο υποκατάστημά του Ι.Κ.Α.». Η μέσα σε « » παρ. 5, προστέθηκε από την παρ. 6 άρθρ. 4 Νόμ. 2335/5-6 Σεπτ. 1995, ΦΕΚ Α΄ 185, τόμ. 15 Β΄ σελ. 18, 443. Εξαίρεσιν του Δημοσίου από της υποχρεωτικής αναγγελίας κλπ. βλ. εν άρθρ. 60 Α.Ν. 1846/1951 (ανωτ. σελ. 81 (α). Άρθρ.10.-1.Αι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις εν περιπτώσει περιορισμού της οικονομικής των δραστηριότητος δύνανται αντί της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας να θέτουν εγγράφως εις διαθεσιμότητα τους μισθωτούς των, μη δυναμένην να υπερβή εν συνόλω τους τρεις μήνας ετησίως. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. 2.Καταργούνται αι παρ. 1, 2, 4, 5 και 6 του άρθρ. 13 του Ν. Δ. 2961/1954. «Προκειμένου περί επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων κοινής ωφελείας απασχολουσών άνω των πέντε χιλιάδων μισθωτούς δια την θέσιν των μισθωτών εις κατάστασιν διαθεσιμότητος απαιτείται έγκρισις του Υπουργού Απασχολήσεως, χορηγουμένη επί τη αιτήσει του εργοδότου, μετά γνώμην της Ολομελείας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Εάν εντός μηνός από της υποβολής εις το Υπουργείον Απασχολήσεως της αιτήσεως δεν αποφανθή ο Υπουργός Απασχολήσεως, ο εργοδότης δύναται και άνευ της εγκρίσεως τούτου να θέση εις διαθεσιμότητα τους παρ’ αυτώ μισθωτούς, τηρών την διαδικασίαν και τας προϋποθέσεις του προηγουμένου εδαφίου». Σελ. 98,04(δ) Τεύχος 1294-Σελ. 42 Το εντός « » δεύτερον εδάφιον προσετέθη εν τέλει της άνω παρ. 1 δια της παρ. 1 του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 206/1974 (κατωτ. σελ. 100,41). Σχετικάς διατάξεις με το ως άνω θέμα περιέχουν και αι επόμεναι παρ. 2 και 3 του αυτού άρθρου έχουσαι ως εξής: 2.Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις περί ων η προηγουμένη παράγραφος θέτουσαι εις διαθεσιμότητα τους παρ’ αυτοίς μισθωτούς, κατά παράβασιν των ως άνω διατάξεων, υποχρεούνται εις την καταβολήν πλήρων αποδοχών, έστω και αν οι μισθωτοί, αποδεχθέντες την διαθεσιμότητα, απέσχον της παροχής των υπηρεσιών των. 3.Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί των αυτών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων κοινής ωφελείας, αίτινες κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος Ν.Δ/τος έχουν θέσει εις διαθεσιμότητα μισθωτούς των. Αι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις αύται, από της ισχύος του παρόντος, υποχρεούνται εις αποδοχήν των υπηρεσιών των εν διαθεσιμότητι τελούντων μισθωτών των, μέχρι της παροχής εγκρίσεως κατά την διαδικασίαν της παρ. 1. Δια του άρθρ. 3 του αυτού ως άνω Ν.Δ/τος ορίζεται ότι η ισχύς αυτού άρχεται από 29ης Νοεμ. 1974 και καθορίζεται η τύχη των προ της άνω ημερομηνίας γενομένων απολύσεων. Άρθρ.11.-1.Προειδοποιήσεις προς μισθωτούς γενόμεναι μέχρι της ισχύος του παρόντος εφ’ όσον μέχρι της ημέρας ταύτης είχεν επέλθει λύσις της συμβάσεως εργασίας δεν υπάγονται εις τας διατάξεις του νόμου τούτου. Εάν όμως διαρκή η προειδοποίησις, ο εργοδότης δικαιούται όπως εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος προβή εις έγγραφον ανάκλησιν της προειδοποιήσεως. 2.Εάν ο εργοδότης δεν επιθυμή να προβή εις τοιαύτην ανάκλησιν και εφ’ όσον εν τω μεταξύ δεν έχει λυθή σύμβασις εργασίας υποχρεούται όπως εντός της αυτής προθεσμίας επαναλάβη την καταγγελίαν συμφώνως προς τα άρθρ. 1 και 2 του παρόντος, οπότε εκ της προειδοποιήσεως ή της καταβληθησομένης εις τον μισθωτόν αποζημιώσεως αφαιρείται ο μέχρι της ισχύος του παρόντος διανυθείς χρόνος προμηνύσεως. 3.Εάν η σύμβασις εργασίας ελύθη κατά το μετά την 9ην Φεβρουαρίου και μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος χρονικόν διάστημα, ο εργοδότης υποχρεούται, όπως εντός μηνός από της δημοσιεύσεως τούτου, επί τη αιτήσει του μισθωτού, καταβάλη την αποζημίωσιν αυτού ή συμπληρώση ταύτην κατά τας διατάξεις του παρόντος, εν περιπτώσει δε μη συμμορφώσεώς του εντός της ως άνω τασσομένης προθεσμίας, η γενομένη καταγγελία θεωρείται άκυρος. Άρθρ.12.-Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της 9ης Φεβρ. 1955. 15.Γ .β.21 Ασφάλιση κατά της Ανεργίας Οργ/σμός Απασ/σης Εργατ/κού Δυν/κού (Ο.Α.Ε.Δ.) άρθρ. 9 του Νόμ. 118/1945, αίτινες, τροποποιούμεναι δια του παρόντος, θέλουσιν ισχύσει εφεξής ως ακολούθως: Επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις υπαγόμεναι εις τας περί ασφαλίσεως της ανεργίας διατάξεις του Ν.Δ. 2961/1954 «περί συστάσεως Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας», δύνανται να καταγγέλλουν την σχέσιν εργασίας του προσωπικού των εργατών τεχνιτών και υπηρετών, υποχρεούνται όμως να καταβάλλουν εις αυτό την υπό του Β.Δ. της 16/18 Ιουλ. 1920 οριζομένην αποζημίωσιν δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Κατά τας περιπτώσεις ταύτας δεν επιτρέπεται προειδοποίησις (προμήνυσις). Τα εν τη ανωτέρω δευτέρα παραγράφω οριζόμενα εφαρμόζονται και δια το εργατοτεχνικόν έκτακτον και ημερομίσθιον προσωπικόν των Δήμων. Άρθρ.2.-Η κατά τον Νόμ. 2112/1920 ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως αποζημίωσις των υπαλλήλων, των απολυομένων άνευ της τηρήσεως των περί προμηνύσεως διατάξεων του άρθρ. 1 του προειρημένου Νόμου, εφ’ όσον δεν υπερβαίνει τας αποδοχάς εξ μηνών δι’ έκαστον καταβάλλεται υπό του εργοδότου κατά την ημέρα της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Εάν η αποζημίωσις είναι μεγαλυτέρα των αποδοχών εξ μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται ωσαύτως να καταβάλη κατά την απόλυσιν το μέχρι των αποδοχών εξ μηνών μέρος ταύτης, το δε υπόλοιπον επί πλέον ποσόν εις τριμηνιαίας δόσεις, εκάστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα των αποδοχών τριών μηνών, εκτός εάν προς εξόφλησιν του συνόλου της αποζημιώσεως υπολείπεται μικρότερον ποσόν. Η πρώτη των δόσεων είναι καταβλητέα την επομένην της συμπληρώσεως τριμήνου από της απολύσεως. (Άρθρ.3.-Εργοδότης εκ των κατά το άρθρ. 1 του παρόντος επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων προτιθέμενος να προβή εις απολύσεις ενός ή περισσοτέρων μισθωτών κατά τ’ ανωτέρω άρθρ. 1 και 2 δύναται να ζητήση την υπό του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας καταβολήν της αποζημιώσεως εις τους δικαιούχους, επί χρεώσει αυτού δια του αναλόγου ποσού. Το Δ.Σ. του Οργανισμού δι’ ητιολογημένης αποφάσεώς του δέχεται ή απορρίπτει την υποβληθείσαν αίτησιν του εργοδότου. Εν περιπτώσει αποδοχής αυτής, δια της ιδίας αποφάσεως το Δ.Σ. καθορίζει τους όρους ως και τας παρασχεθησομένας εγγυήσεις εξοφλήσεως. Η απόφασις αύτη τελεί υπό την έγκρισιν των Υπουργών Συντονισμού και Εργασίας χορηγουμένην δια κοινής αυτών αποφάσεως. Η υπό του Οργανισμού καταβολή της αποζημιώσεως εις τους μισθωτούς ενεργείται κατόπιν εντολής του εργοδότου, γνωρίζοντος άμα εις τον Οργανισμόν τα στοιχεία των απολυομένων και το ποσόν όπερ έκαστος τούτων δικαιούται). Το άρθρ. 3 κατηργήθη δια της παρ. 2 άρθρ. 9 Ν.Δ. 4577/1966 (κατωτ. αριθ. 38), ης η ισχύς άρχεται από 1 Ιαν. 1967. Άρθρ.4.-Εάν δια της καταγγελίας τάσσηται η υπό του άρθρ. 1 του Νόμ. 2112/1920 ως ούτος ετροποποιήθη μεταγενεστέρως προβλεπομένη προθεσμία προκειμένου μόνον περί υπαλλήλων, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλη εις τον απολυόμενον, άμα τη εκπνοή της προθεσμίας ταύτης, το ήμισυ της προβλεπομένης υπό του ως άνω Νόμου αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν της απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Της αυτής ως άνω αποζημιώσεως δικαιούνται και υπάλληλοι, αποχωρούντες της εργασίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου αυτών, διαρκούντος του χρόνου της προμηνύσεως. Άρθρ.5.-1.Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Κατά τον υπολογισμόν τούτον προκειμένου περί υπαλλήλου, αι μηνιαίαι αυτού αποδοχαί δεν λαμβάνονται υπ’ όψει καθ’ ο ποσόν υπερβαίνουν το οκταπλάσιον του ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτου, πολλαπλασιαζόμενον επί τον αριθ. 30. 2.Η αποζημίωσις των μισθωτών των αμειβομένων επί ποσοστοίς κατ’ αποκοπήν ή μονάδα παραγόμενης εργασίας υπολογίζεται, βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δυο τελευταίων προ της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας μηνών. Πάντως το ποσόν ταύτης δεν δύναται να είναι κατώτερον του προκύπτοντος επί τη βάσει της μισθολογικής κλάσεως εις ην ο μισθωτός κατατάσσεται κατά το άρθρ. 25 του Α.Ν. 1846/1951. «3.Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το Ι.Κ.Α. μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Η καθυστέρηση δόσης της αποζημίωσης από τις, στην παρ. 1 εδάφ. β΄ του άρθρ. 2, οφειλόμενες κι η μη καταχώρηση κατά τα ανωτέρω του εργαζομένου στα μισθολόγια του Ι.Κ.Α. ή η μη ασφάλισή του συνεπάγονται την ακυρότητα της καταγγελίας και ο διαδραμών (Αντί για τη σελ. 98,01(γ) Σελ. 98,01(δ) Τεύχος 1294-Σελ. 39 Ασφάλιση κατά της Ανεργίας Οργ/σμός Απασ/σης Εργατ/κού Δυν/κού (Ο.Α.Ε.Δ.) 15.Γ .β.21 χρόνος θεωρείται ως χρόνος συνέχισης της εργασίας του. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών προς το Ι.Κ.Α. και τους λοιπούς ασφαλιστικούς οργανισμούς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την αποζημίωση που κατέβαλε. Η αποζημίωση που έχει καταβληθεί συμψηφίζεται με τις οφειλόμενες λόγω της ακύρωσης της καταγγελίας, τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλλει στο Ι.Κ.Α. ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς τις αναλογούσες σε αυτόν εργατικές εισφορές». Η μέσα σε « » παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 4 άρθρ. 2 Νόμ. 2556/23-24 Δεκ. 1997 (ΦΕΚ Α΄ 270), Τόμ. 15Β (1), σελ. 70,890. Σύμφωνα δε με το δεύτερο εδάφιο της ιδίας παρ. 4 άρθρ. 2 Νόμ. 2556/1997 η ισχύς της αρχίζει από 1.4.1998». Άρθρ.6.-1.Πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφ’ όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. «Ή διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξηρτημένης εργασίας». Το ανωτέρω εντός « » εδάφιον προσετέθη δια του άρθρ. 19 του Νόμ. 435/1976 (κατωτ. αριθ. 74). 2.Πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά τον Νόμ. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, ή το Β.Δ. της 16/18 Ιουλ. 1920 αποζημιώσεως, τυγχάνει απαράδεκτος, εφ’ όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαμήνου αφ’ ης κατέστη απαιτητή. Προκειμένου περί απαιτήσεων υφισταμένων κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος η κατ’ ανωτέρω προθεσμία άρχεται από της δημοσιεύσεως του παρόντος. 3.Η εκ μέρους του μισθωτού απόληψις της υπό του εργοδότου καταβαλλομένης εις αυτόν αποζημιώσεως, έστω και ανεπιφυλάκτως γενομένη, δεν αποτελεί παραίτησιν αυτού της τυχόν περί μείζονος αποζημιώσεως αξιώσεώς του. Άρθρ.7.-Αι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται επί μισθωτών απολυομένων συνεπεία υποβολής κατ’ αυτών μηνύσεως συμφώνως προς τα υπό της παρ. 1 του άρθρ. 5 του Νόμ. 2112 ή της παρ. 1 του άρθρ. 6 του Β.Δ. της 16/18 Ιουλ. 1920 οριζόμενα. Εάν όμως επακολουθήση απαλλαγή του μισθωτού δια βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως, αι διατάξεις του παρόντος έχουσι εφαρμογήν και επ’ αυτού από της εις τον εργοδότην κοινοποιήσεως υπό του ενδιαφερομένου του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αποφάσεως. Σελ. 98,02(δ) Τεύχος 1294-Σελ. 40 15.Γ .β.21 Ασφάλιση κατά της Ανεργίας Οργ/σμός Απασ/σης Εργατ/κού Δυν/κού (Ο.Α.Ε.Δ.) Άρθρ.8-Μισθωτοί συνδεόμενοι δια σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρ. 6 του Νόμ. 2112, η το υπό του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος ηλικίας των αποχωρούντες της υπηρεσίας, τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ημίσεος της υπό του Νόμ. 2112 ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως η του Β.Δ. της 16/18 Ιουλ. 1920 οριζομένης αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, υπολογιζομένης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρ. 5 του παρόντος. «Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, δια την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες η συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου ν’ αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε ν’ αποχωρώσιν είτε ν’ απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις, δια την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. Δια την κατά τ’ ανωτέρω χορηγουμένην, εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς, αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ. 3198/1955 ως και των διατάξεων του Νόμ. 2112/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, και του Β.Δ/τος της 16/18 Ιουλ. 1920 «περί επεκτάσεως του Νόμ. 2112» «περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων» «και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων των αφορωσών την προειδοποίησιν». Το ανωτέρω εντός « » δεύτερον εδάφιον, προστεθέν δια της παρ. 4 άρθρ. 8 Ν.Δ. 3789/1957 (τόμ. 15Α σελ. 14) αντικατεστάθη ως άνω δια της παρ. 1 άρθρ. 5 Νόμ. 435/1976 (κατωτ. αριθ. 74), ορίσαντος εν συνεχεία: «2.Προκειμένου περί μισθωτών ησφαλισμένων εις έτερον, πλην του ΙΚΑ, Οργανισμόν κυρίας ασφαλίσεως, ως προϋποθέσεις δια την εφαρμογήν της παρ. 1 του παρόντος νοούνται, αι δια τους ησφαλισμένους εις το ΙΚΑ προβλεπόμεναι τοιαύται. 3.Τυχόν ευνοϊκώτεροι δια τους μισθωτούς όροι περιεχόμενοι εις άλλας διατάξεις, συλλογικάς συμβάσεις εργασίας, κανονισμούς ή ατομικάς συμβάσεις εργασίας, κατισχύουν των διατάξεων της παρ. 1 του παρόντος. Ειδικώς προκειμένου περί μισθωτών υπαγομένων εις κανονισμούς, οίτινες, ως προς το ύψος της αποζημιώσεως, παραπέμπουν εις την προ του παρόντος νόμου κειμένην νομοθεσίαν, περί καταγγελίας συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου ιδιωτικών υπαλλήλων, εξακολουθεί να καταβάλλεται η υπό της τοιαύτης μέχρι τούδε κειμένης νομοθεσίας προβλεπομένη αποζημίωσις. 4.Υπάλληλοι ανωνύμων εταιριών, διατελέσαντες ιδρυτικά μέλη και μέτοχοι αυτών εργαζόμενοι δε παρ’ αυταίς ως υπάλληλοι από της ιδρύσεως των εταιρειών τούτων, απολυθέντες από 23.7.74 μέχρι σήμερον η απολυόμενοι εφεξής, δικαιούνται «της αποζημιώσεως του Νόμ. 2112/20, ως ούτος τροποποιηθείς και συμπληρωθείς ισχύει». (Η εντός « » περίοδος τίθεται ως ετροποποιήθη δια του άρθρ. 7 Νόμ. 549/1977, τόμ.15 σελ. 246,03.) Η παραγραφή της αξιώσεως των εχόντων ήδη απολυθή άρχεται από της ισχύος του παρόντος. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων, προκειμένου περί των μισθωτών του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., άρχεται από της 1 Ιαν. 1977 δυνάμει του άρθρ. 20 του αυτού Νόμου (435/76).
44
51. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Αριθ.Κ2-8860 της 1-15 Νοεμ.1995 (ΦΕΚ Β΄941) Επιβολή προστίμου και διαδικασία είσπραξής του, σύμφωνα με το άρθρ.63δ του Κ.Ν.2190/20 «περί ανωνύμων εταιρειών», για εκπρόθεσμη υποβολή στο Υπουργείο Εμπορίου πράξεων και στοιχείων ανωνύμων εταιρειών. ΄Εχοντας υπόψη: 1. Το Νόμ.1558/85 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά ΄Οργανα». 2.Το Π.Δ.397/88 «Οργανισμός του Υπουργείου Εμπορίου», όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και ισχύει. 3. Το άρθρ.63δ του Κ.Ν.2190/20, όπως αυτό τέθηκε με τηνπαρ.2 του άρθρ.15 του Νόμ.2339/95 (ΦΕΚ 204/Α΄/95). 4. Τις διατάξεις του Ν.Δ.321/69 «Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού» (ΦΕΚ 205/Α΄/69) και τις διατάξεις του Ν.Δ.356/74 «Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων» (ΦΕΚ 90/ Α΄/74). 5. Τις διατάξεις του Π.Δ.16/89 «Κανονισμός Λειτουργίας Δ.Ο.Υ.» (ΦΕΚ 6/ Α΄/89). 6.Το άρθρ.27 του Νόμ.2081/92 (ΦΕΚ 154/ Α΄/92) με το οποίο προστέθηκε άρθρ.29Α στο Νόμ.1558/85 και το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε: 1. Ορίζουμε τη διαδικασία επιβολής προστίμου που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρ.63δ του Κ.Ν.2190/20 «περί ανωνύμων εταιρειών», ως κατωτέρω: α. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εμπορίου ή των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων του Κράτους, διενεργούν πριν από την καταχώρηση στο Μητρώο Α.Ε., έλεγχο για την εκπρόθεσμη ή μη υποβολή των δικαιολογητικών(πράξεων και στοιχείων) που προβλέπονται από τα άρθρ.11 παρ.5, 20 παρ.7, 26α παρ.2 και 43β παρ.3 και 6 του Κ.Ν.2190/20 «περί ανωνύμων εταιρειών». β. Εφόσον διαπιστωθεί από τον αρμόδιο υπάλληλο, ότι τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά ή κάποιο από αυτά, υπεβλήθη εκπρόθεσμα, συντάσσεται έκθεση ελέγχου, η οποία περιέχει τα στοιχεία, όπως αυτά αναγράφονται στο συνημμένο υπόδειγμα με αριθ.1 (που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης αυτής). Η έκθεση αυτή θεωρείται από το Διευθυντή ή τον Προϊστάμενο της αρμόδιας υπηρεσίας. γ. Με βάση την έκθεση ελέγχου ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος της αρμόδιας υπηρεσίας, επιβάλλει το προβλεπόμενο πρόστιμο από τις διατάξεις του άρθρ.63δ του Κ.Ν.2190/20 «περί ανωνύμων εταιρειών» και εκδίδει πράξη επιβολής προστίμου, η οποία περιέχει τα στοιχεία, όπως αυτά αναγράφονται στο συνημμένο υπόδειγμα με αριθ.2 (που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης αυτής). Η πράξη επιβολής προστίμου αποστέλλεται με απόδειξη στην υπόχρεη ανώνυμη εταιρεία. δ. Το επιβαλλόμενο πρόστιμο καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου στον Κ.Α.Ε.3739 «Λοιπά πρόστιμα και χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από δικαστήρια και δημόσιες γενικά αρχές» και επιβαρύνεται με χαρτόσημο, το οποίο μαζί με την εισφορά υπέρ του ΟΓΑ ανέρχεται σε 2,4%. Η υπόχρεη ανώνυμη εταιρεία πρέπει να προσκομίσει στην υπηρεσία που εξέδωσε την πράξη επιβολής προστίμου το σχετικό διπλότυπο καταβολής αυτού, το οποίο ακυρώνεται αμέσως, με αναγραφή πάνω σ’ αυτό του αριθμού της πράξεως επιβολής προστίμου. ε. Στην περίπτωση που υπόχρεη Α.Ε., δεν καταβάλλει το επιβληθέν πρόστιμο μέσα στην ορισθείσα, με την πράξη επιβολής προστίμου προθεσμία, τότε συντάσσεται τίτλος είσπραξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στοιχεία στις διατάξεις των άρθρ.55 και επ. του Π.Δ.16/89 «Κανονισμός Λειτουργίας Δ.Ο.Υ.» και αποστέλλεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη φορολογία της υπόχρεης Α.Ε., για βεβαίωση και είσπραξή του επιβληθέντος προστίμου κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. (Ακολουθούν υποδείγματα) (Μετά τη σελ.30,318(α) Σελ. 30,319 Τεύχος 1411 Σελ. 73 Γενικές Διατάξεις περί Ανωνύμων Εταιρειών 12.Α.α.51
211
134. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Αριθ. 21952/26.7.90 της 26 Ιουλ./2 Αυγ. 1990 (ΦΕΚ Β΄500) Προσδιορισμός αρμοδιοτήτων Κρατικών Οργάνων, οι οποίες εφεξής ασκούνται από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (ΕΠΟ) και τα Όργανά της και ρύθμιση συναφών θεμάτων. Τροποποιήθηκε από την 33195/13-28 Δεκ. 1990 (ΦΕΚ Β΄809) απ. Υπ. Πολιτισμού και την 9268/21 Μαρτ. – 12 Απρ. 1991 (ΦΕΚ Β΄223) ομοία. Τα άρθρ. 9-13 καταργήθηκαν από το άρθρ. 80 Νόμ. 1958/1991 (ΦΕΚ Α΄ 122), κατωτ. αριθ. 139.
18
5. ΝΟΜΟΣ 1121 της 4/4 Ιαν. 1918 Περί επεκτάσεως της ισχύος του υπ’ αριθ. 628 του 1916 Δ/τος της τέως Προσωρινής Κυβερνήσεως δι’ άπαντας τους εν Μακεδονία και Ηπείρω υπηρετούντας τεχνικούς υπαλλήλους των Δημ. Εργων και σιδηροδρόμων. Ο νόμος ούτος ως και οι: α)Ν. 3046 της 6/12 Σεπτ. 1922 «περί καθορισμού του χρόνου υπηρεσίας και της συντάξεως των εκτάκτων υπαλλήλων των δημοσίων έργων των προϋπηρετησάντων ως τακτικών υπαλλήλων». β)Ν. 3493 της 18/28 Απρ. 1928 «περί κυρώσεως του από 12 Νοεμ. 1927 Ν.Δ/τος περί κυρώσεως του από 6 Νοεμ. π.ε. Ν.Π/τος περί αυξήσεως ορίου τοπογραφικών αποζημιώσεων προσωπικού τοπογραφικής υπηρεσίας υπουργείου Συγκοινωνίας». Αντικατεστάθησαν δια των κατωτέρω νεωτέρων διατάξεων.
20
27. ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αριθ.1046617/2626/0016 της 18/31 Μαΐου 2000(ΦΕΚ Β΄674) Είσπραξη εσόδων υπέρ τρίτων από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Έχοντας υπόψη: 1)Τις διατάξεις της παραγρ. 4 του άρθρου 106 Ν. 2362/95 (ΦΕΚ 247 Α΄/95) «περί λογιστικού ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις». 2)Τις διατάξεις του Ν.Δ. 356/74 περί κώδικα είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). 3)Τη με αριθμό 2024387/2870/0022/5.4.90 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία κυρώθηκε με την παρ. α του αρθ. 24 του Ν. 1884/90 (ΦΕΚ 81Α΄/90). 4)Τη με αριθμό 1039386/441/Α0006/21.4.2000 (ΦΕΚ 571 Β΄/21.4.2000) απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία αναθέτουν αρμοδιότητες του Υπουργού Οικονομικών στους Υφυπουργούς Οικονομικών. 5)Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δεν προκαλείται δαπάνη στον Προϋπολογισμό του Κράτους, αποφασίζουμε: 1.Αναθέτουμε στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες την είσπραξη των εσόδων του Σώματος Ορκωτών Λογιστών. 2.Το ποσοστό συμμετοχής του ανωτέρω Νομικού Προσώπου στη δαπάνη για την είσπραξη των εσόδων που εισπράττονται για λογαριασμό του από οποιαδήποτε αιτία καθορίζεται σε 10% (δέκα τοις εκατό). Κατ΄ εξαίρεση κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών από την εξόφληση μισθών και κάθε άλλης αποζημίωσης όπως και αποδιδόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις για απόσβεση δανείων μισθωτών, δεν υπόκεινται σε ποσοστό συμμετοχής. Τα ποσά που παρακρατούνται κατατίθενται στον ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την ονομασία «Δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων». (Μετά τη σελ.108,828) Σελ. 108,829 Τεύχος 1413 Σελ. 79 Σώμα Ορκωτών Λογιστών 12.Ε.α.27
82